O Τσάρλς Μπουκόφσκι βρήκε κάποια φορά δουλειά στην κρεαταγορά του Λος Άντζελες.
Βρέθηκε εκεί ξημερώματα, αγουροξυπνημένος, μετά από ένα επικό μεθύσι, έναν καβγά στο μπαρ και μια «ερωτική συνομιλία» -μπορεί και βωμολοχία- με μια κυρία περασμένης ηλικίας, σ’ ένα μοτέλ με ύποπτους λεκέδες στα σεντόνια και στους τοίχους.
Ήταν σαράντα πέντε χρονών, αλλά έμοιαζε ήδη εβδομήντα πέντε, καθώς το συκώτι του είχε μεταβολίσει τόνους αλκοόλ και τα πνευμόνια του είχαν γίνει σαν απολιθωμένο δάσος.
Ο υπεύθυνος της βάρδιας σαν τον είδε έβαλε τα γέλια.
«Θα τα βγάλεις πέρα, γέρο;» τον ρώτησε.
«Η μάνα σου δε με έλεγε έτσι χθες το βράδυ», του είπε ο Μπουκόφσκι.
Ο τύπος συνοφρυώθηκε και έστειλε το «γέρο» στη πιο δύσκολη δουλειά, στην παραλαβή.
Εκεί ο Τσαρλς βρέθηκε ανάμεσα σε καμιά δεκαριά νταγλαράδες αράπηδες (ιστορία του Μπουκόφσκι είναι, τι θέλατε να γράψω; Εύσωμους αφροαμερικάνους;)
Του έδωσαν μια ποδιά που πριν πολλούς αιώνες ήταν άσπρη, μετά ίσως να ήταν κόκκινη, στο τέλος είχε γίνει καφέ.
Στηθήκαν και περίμεναν το φορτηγό. Σαν ήρθε μπήκαν στην ουρά, με τον Τσαρλς τελευταίο.
Όταν άνοιξε του έφυγε το τσιγάρο από το στόμα. Μέσα κρεμόντουσαν από τσιγκέλια μισές αγελάδες. Οι νταγλαράδες τις έπαιρναν στον ώμο λες και κουβαλούσαν κοτόπουλα. Ένας-ένας πήρε το μερτικό του από τη χαρά και το απίθωσε στην ταινία μεταφοράς, είκοσι μέτρα παρακάτω. Μετά γύρισαν όλοι και έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον Μπουκόφσκι που ετοιμαζόταν να φορτωθεί κι εκείνος.
Μόλις πήρε τη μισή αγελάδα του κόντεψε να σωριαστεί. Ένιωθε σαν τον Άτλαντα που κουβαλούσε στους ώμους του όλον τον ουρανό. Γύρισε και βήμα-βήμα προχώρησε προς την ταινία. Οι νταγλαράδες γελούσαν και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει. Κάποιοι έβαζαν στοιχήματα, αν ο ασπρουλιάρης θα καταφέρει να φτάσει ή θα πέσει.
Εκείνος συνέχισε, σφίγγοντας τα δόντια και βλαστημώντας τις αγελάδες και τα θεία. Του πήρε αρκετή ώρα να κάνει εκείνα τα είκοσι μέτρα, τα πιο δύσκολα είκοσι μέτρα της ζωής του. Αλλά τα κατάφερε.
Πέταξε τη μισή αγελάδα στην ταινία, ενώ οι νταγλαράδες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν. Λεφτά άλλαζαν χέρια.
Ο Μπουκόφσκι έβγαλε την ποδιά, άναψε τσιγάρο και είπε: «Εντάξει, παιδιά. Η κωμωδία τέλειωσε.»
Και έφυγε παραπατώντας, για να βρει ένα μπαρ, να πιει όσες μπύρες μπορούσε να αγοράσει με τα ψιλά που είχε στην τσέπη του και να γράψει μια ακόμα από τις μικρές ιστορίες του.
Την ιστορία αυτή του Μπουκόφσκι τη θυμόμουν προχτές, καθώς κουβαλούσα τσιμεντένιες πλάκες για να τις πετάξω στα μπάζα. Μέσω κάποιου φίλου (ακόμα και για τα χαμαλίκια μέσο χρειάζεσαι σ’ αυτή τη ζωή) βρήκα να κάνω δυο-τρία μεροκάματα. Η αδελφή του χρειαζόταν κάποιον να κάνει μερικές αντρικές δουλειές στον κήπο της και –ο θεός να την έχει καλά- αποφάσισε να πάρει τον υποφαινόμενο, προκειμένου να βοηθήσει και έναν άνεργο συγγραφέα.
Καθώς πήγαινα τις πλάκες πέρα-δώθε κοιτούσα το βουνό απέναντι και σκεφτόμουν τον Καμπανέλλη στο Μαουτχάουζεν. Εκείνοι δεν είχαν επιλογή, εγώ όποτε ήθελα μπορούσα να φύγω. Και σίγουρα εκείνους δεν τους ρωτούσε ο αξιωματικός αν θέλουν να πιουν κάνα καφεδάκι ούτε τους έλεγε: «Χαλαρώστε, παιδιά, δεν θέλουμε να πάθετε και καμιά ζημιά».
Όσοι περνούσαν με τα αυτοκίνητα τους ή με τα πόδια με κοιτούσαν καλά-καλά. Ήμουν σίγουρος ότι κάποιος θα σταματήσει και θα με ρωτήσει: «Φιλαράκο, μιλάς ελληνικά; Σου έχω μια δουλειά». Ή κανάς άλλος, με ξυρισμένο κεφάλι και μυς του γυμναστηρίου, να μου πει: «Γίρνα πίσο στη χόρα σου, μας περνετε τις δουλιές», λες και θα καταδεχόταν ποτέ να κουβαλήσει μπάζα.
Παραδόξως κανείς δε μου μίλησε. Μάλλον έχω πολύ αρχαιοελληνική φυσιογνωμία, καθαρόαιμος Έλληνας, με το δεύτερο δάκτυλο του ποδιού να προεξέχει.
Την πρώτη μέρα γύρισα σπίτι σχετικά καλά. Τη δεύτερη με το ζόρι περπατούσα. Οι γάμπες ήταν σε μόνιμη κράμπα και τα δάκτυλα των χεριών δεν έκλειναν. Η μέση, ευτυχώς, άντεξε -παρά τα τριάντα εφτά χρόνια λειτουργίας.
Το δεύτερο βράδυ θα ερχόταν κάποιος για να πάρει τη «Λεγεώνα των Ψυχών». Πήρα ένα αντίτυπο και ένα μπουκάλι κρασί για να πιούμε και πήγα να τα βάλω στην τσάντα. Ανοίγοντας ‘την βρήκα μέσα τη ζώνη για τη μέση που φορούσα την ημέρα. Έβγαλα τη ζώνη και έβαλα το βιβλίο γελώντας και μονολογώντας: «Το πρωί εργάτης και το βράδυ συγγραφέας.»
Τα είπαμε καλά με τον Κ που πήρε το βιβλίο. Μου μίλησε για το Μάντσεστερ, όπου δούλευε σε ένα κυριλέ εστιατόριο και σέρβιρε όλη τη μαφία της Αγγλίας. Μου είπε και για τον πατέρα του, ο οποίος τον είχε ξορκίσει όταν έδινε πανελλήνιες: «Γίνε ό,τι θες, μόνο μπάτσος μην γίνεις».
Το βράδυ έπεσα στο κρεβάτι και ονειρεύτηκα μια ιστορία, που πηγαίνει περίπου έτσι:
Ένας νέος πήγε να βρει έναν γέρο, καταξιωμένο συγγραφέα.
«Θέλω να γίνω συγγραφέας», του είπε.
«Γίνε», του απάντησε ο γέρος.
«Θέλω να γίνεις ο δάσκαλος μου. Παράτησα τη σχολή μου, τα παράτησα όλα.»
«Κακώς», του είπε ο γέρος.
«Το όνειρο μου είναι να γίνω συγγραφέας», επέμεινε ο νέος. «Θα με βοηθήσεις;»
Ο γέρος τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μετά του είπε: «Έλα αύριο το πρωί.»
Το επόμενο πρωινό ο νέος έφτασε με τα χαρτιά του και τα βιβλία του, έτοιμος για την εκπαίδευση.
«Πρώτα θα κάνουμε μερικές δουλίτσες», του είπε ο γέρος.
Τον έβαλε να του φτιάξει τον κήπο. Μόλις τέλειωσε του έδωσε να βάψει ολόκληρο το σπίτι. Του έπλυνε το αυτοκίνητο και έκανε τον οδηγό, για να πηγαίνει το συγγραφέα στις παρουσιάσεις και τις βραβεύσεις. Δακτυλογράφησε κάτι ακατανόητα χειρόγραφα του γέρου, έκανε το σερβιτόρο σε μια δεξίωση, καθάριζε το σπίτι, έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές, βοήθησε και έναν φίλο του συγγραφέα σε μετακόμιση.
Ο νέος τα έκανε όλα αδιαμαρτύρητα, γιατί είχε δει μικρός το «Καράτε Κιντ» και άλλες παρόμοιες χολιγουντιανές ανοησίες και νόμιζε ότι ο γέρος προσπαθούσε να δοκιμάσει την υπομονή του, καθώς και να του διδάξει κάτι, κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να αντιληφθεί, αλλά τη στιγμή της συγγραφής θα του φαινόταν χρήσιμο.
Μετά από ένα μήνα, είκοσι εννιά μέρες για την ακρίβεια, ο γέρος είπε στο νεαρό ότι η μαθητεία είχε τελειώσει.
«Αυτό ήταν;» ρώτησε ο νεαρός. «Δε θα μου πεις κάποιο μυστικό της γραφής, κάποιο κόλπο;»
«Δεν υπάρχουν μυστικά και κόλπα στο γράψιμο», του είπε ο γέρος.
«Τότε γιατί τα έκανα όλα αυτά;» ρώτησε ο νέος.
«Για να δεις πως θα είναι όλη σου η ζωή αν συνεχίσεις να θέλεις να είσαι συγγραφέας.»
«Εσύ δεν ζεις έτσι», του είπε ο νεαρός και έδειξε το σπίτι που ο γέρος είχε αποκτήσει με κάποιο από τα βιβλία του που είχαν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες.
«Ξέρεις πόσοι ονειρεύτηκαν να γίνουν συγγραφείς;» τον ρώτησε ο γέρος. «Και πόσοι κατάφεραν να βιοποριστούν από τη συγγραφή και μόνο; Αν σου πω ο ένας στους χίλιους πάλι πολλούς θα λέω.»
Ο νεαρός πεισμάτωσε.
«Εγώ θα γίνω αυτός ο ένας στους χίλιους», είπε και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα του.
«Μπορεί», είπε ο γέρος γελώντας. «Μπορεί και να γίνεις. Αλλά να θυμάσαι κάτι: Όταν ερωτεύεσαι και όταν ονειρεύεσαι αφήνεις ενέχυρο τη ζωή σου ολόκληρη… Και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα την πάρεις πίσω. Αυτό είσαι πρόθυμος να το κάνεις;»
Ο νέος έφυγε σκεφτικός. Δεν γνωρίζω τι απόφαση πήρε.
Βρέθηκε εκεί ξημερώματα, αγουροξυπνημένος, μετά από ένα επικό μεθύσι, έναν καβγά στο μπαρ και μια «ερωτική συνομιλία» -μπορεί και βωμολοχία- με μια κυρία περασμένης ηλικίας, σ’ ένα μοτέλ με ύποπτους λεκέδες στα σεντόνια και στους τοίχους.
Ήταν σαράντα πέντε χρονών, αλλά έμοιαζε ήδη εβδομήντα πέντε, καθώς το συκώτι του είχε μεταβολίσει τόνους αλκοόλ και τα πνευμόνια του είχαν γίνει σαν απολιθωμένο δάσος.
Ο υπεύθυνος της βάρδιας σαν τον είδε έβαλε τα γέλια.
«Θα τα βγάλεις πέρα, γέρο;» τον ρώτησε.
«Η μάνα σου δε με έλεγε έτσι χθες το βράδυ», του είπε ο Μπουκόφσκι.
Ο τύπος συνοφρυώθηκε και έστειλε το «γέρο» στη πιο δύσκολη δουλειά, στην παραλαβή.
Εκεί ο Τσαρλς βρέθηκε ανάμεσα σε καμιά δεκαριά νταγλαράδες αράπηδες (ιστορία του Μπουκόφσκι είναι, τι θέλατε να γράψω; Εύσωμους αφροαμερικάνους;)
Του έδωσαν μια ποδιά που πριν πολλούς αιώνες ήταν άσπρη, μετά ίσως να ήταν κόκκινη, στο τέλος είχε γίνει καφέ.
Στηθήκαν και περίμεναν το φορτηγό. Σαν ήρθε μπήκαν στην ουρά, με τον Τσαρλς τελευταίο.
Όταν άνοιξε του έφυγε το τσιγάρο από το στόμα. Μέσα κρεμόντουσαν από τσιγκέλια μισές αγελάδες. Οι νταγλαράδες τις έπαιρναν στον ώμο λες και κουβαλούσαν κοτόπουλα. Ένας-ένας πήρε το μερτικό του από τη χαρά και το απίθωσε στην ταινία μεταφοράς, είκοσι μέτρα παρακάτω. Μετά γύρισαν όλοι και έκαναν έναν κύκλο γύρω από τον Μπουκόφσκι που ετοιμαζόταν να φορτωθεί κι εκείνος.
Μόλις πήρε τη μισή αγελάδα του κόντεψε να σωριαστεί. Ένιωθε σαν τον Άτλαντα που κουβαλούσε στους ώμους του όλον τον ουρανό. Γύρισε και βήμα-βήμα προχώρησε προς την ταινία. Οι νταγλαράδες γελούσαν και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει. Κάποιοι έβαζαν στοιχήματα, αν ο ασπρουλιάρης θα καταφέρει να φτάσει ή θα πέσει.
Εκείνος συνέχισε, σφίγγοντας τα δόντια και βλαστημώντας τις αγελάδες και τα θεία. Του πήρε αρκετή ώρα να κάνει εκείνα τα είκοσι μέτρα, τα πιο δύσκολα είκοσι μέτρα της ζωής του. Αλλά τα κατάφερε.
Πέταξε τη μισή αγελάδα στην ταινία, ενώ οι νταγλαράδες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν. Λεφτά άλλαζαν χέρια.
Ο Μπουκόφσκι έβγαλε την ποδιά, άναψε τσιγάρο και είπε: «Εντάξει, παιδιά. Η κωμωδία τέλειωσε.»
Και έφυγε παραπατώντας, για να βρει ένα μπαρ, να πιει όσες μπύρες μπορούσε να αγοράσει με τα ψιλά που είχε στην τσέπη του και να γράψει μια ακόμα από τις μικρές ιστορίες του.
Την ιστορία αυτή του Μπουκόφσκι τη θυμόμουν προχτές, καθώς κουβαλούσα τσιμεντένιες πλάκες για να τις πετάξω στα μπάζα. Μέσω κάποιου φίλου (ακόμα και για τα χαμαλίκια μέσο χρειάζεσαι σ’ αυτή τη ζωή) βρήκα να κάνω δυο-τρία μεροκάματα. Η αδελφή του χρειαζόταν κάποιον να κάνει μερικές αντρικές δουλειές στον κήπο της και –ο θεός να την έχει καλά- αποφάσισε να πάρει τον υποφαινόμενο, προκειμένου να βοηθήσει και έναν άνεργο συγγραφέα.
Καθώς πήγαινα τις πλάκες πέρα-δώθε κοιτούσα το βουνό απέναντι και σκεφτόμουν τον Καμπανέλλη στο Μαουτχάουζεν. Εκείνοι δεν είχαν επιλογή, εγώ όποτε ήθελα μπορούσα να φύγω. Και σίγουρα εκείνους δεν τους ρωτούσε ο αξιωματικός αν θέλουν να πιουν κάνα καφεδάκι ούτε τους έλεγε: «Χαλαρώστε, παιδιά, δεν θέλουμε να πάθετε και καμιά ζημιά».
Όσοι περνούσαν με τα αυτοκίνητα τους ή με τα πόδια με κοιτούσαν καλά-καλά. Ήμουν σίγουρος ότι κάποιος θα σταματήσει και θα με ρωτήσει: «Φιλαράκο, μιλάς ελληνικά; Σου έχω μια δουλειά». Ή κανάς άλλος, με ξυρισμένο κεφάλι και μυς του γυμναστηρίου, να μου πει: «Γίρνα πίσο στη χόρα σου, μας περνετε τις δουλιές», λες και θα καταδεχόταν ποτέ να κουβαλήσει μπάζα.
Παραδόξως κανείς δε μου μίλησε. Μάλλον έχω πολύ αρχαιοελληνική φυσιογνωμία, καθαρόαιμος Έλληνας, με το δεύτερο δάκτυλο του ποδιού να προεξέχει.
Την πρώτη μέρα γύρισα σπίτι σχετικά καλά. Τη δεύτερη με το ζόρι περπατούσα. Οι γάμπες ήταν σε μόνιμη κράμπα και τα δάκτυλα των χεριών δεν έκλειναν. Η μέση, ευτυχώς, άντεξε -παρά τα τριάντα εφτά χρόνια λειτουργίας.
Το δεύτερο βράδυ θα ερχόταν κάποιος για να πάρει τη «Λεγεώνα των Ψυχών». Πήρα ένα αντίτυπο και ένα μπουκάλι κρασί για να πιούμε και πήγα να τα βάλω στην τσάντα. Ανοίγοντας ‘την βρήκα μέσα τη ζώνη για τη μέση που φορούσα την ημέρα. Έβγαλα τη ζώνη και έβαλα το βιβλίο γελώντας και μονολογώντας: «Το πρωί εργάτης και το βράδυ συγγραφέας.»
Τα είπαμε καλά με τον Κ που πήρε το βιβλίο. Μου μίλησε για το Μάντσεστερ, όπου δούλευε σε ένα κυριλέ εστιατόριο και σέρβιρε όλη τη μαφία της Αγγλίας. Μου είπε και για τον πατέρα του, ο οποίος τον είχε ξορκίσει όταν έδινε πανελλήνιες: «Γίνε ό,τι θες, μόνο μπάτσος μην γίνεις».
Το βράδυ έπεσα στο κρεβάτι και ονειρεύτηκα μια ιστορία, που πηγαίνει περίπου έτσι:
Ένας νέος πήγε να βρει έναν γέρο, καταξιωμένο συγγραφέα.
«Θέλω να γίνω συγγραφέας», του είπε.
«Γίνε», του απάντησε ο γέρος.
«Θέλω να γίνεις ο δάσκαλος μου. Παράτησα τη σχολή μου, τα παράτησα όλα.»
«Κακώς», του είπε ο γέρος.
«Το όνειρο μου είναι να γίνω συγγραφέας», επέμεινε ο νέος. «Θα με βοηθήσεις;»
Ο γέρος τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μετά του είπε: «Έλα αύριο το πρωί.»
Το επόμενο πρωινό ο νέος έφτασε με τα χαρτιά του και τα βιβλία του, έτοιμος για την εκπαίδευση.
«Πρώτα θα κάνουμε μερικές δουλίτσες», του είπε ο γέρος.
Τον έβαλε να του φτιάξει τον κήπο. Μόλις τέλειωσε του έδωσε να βάψει ολόκληρο το σπίτι. Του έπλυνε το αυτοκίνητο και έκανε τον οδηγό, για να πηγαίνει το συγγραφέα στις παρουσιάσεις και τις βραβεύσεις. Δακτυλογράφησε κάτι ακατανόητα χειρόγραφα του γέρου, έκανε το σερβιτόρο σε μια δεξίωση, καθάριζε το σπίτι, έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές, βοήθησε και έναν φίλο του συγγραφέα σε μετακόμιση.
Ο νέος τα έκανε όλα αδιαμαρτύρητα, γιατί είχε δει μικρός το «Καράτε Κιντ» και άλλες παρόμοιες χολιγουντιανές ανοησίες και νόμιζε ότι ο γέρος προσπαθούσε να δοκιμάσει την υπομονή του, καθώς και να του διδάξει κάτι, κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να αντιληφθεί, αλλά τη στιγμή της συγγραφής θα του φαινόταν χρήσιμο.
Μετά από ένα μήνα, είκοσι εννιά μέρες για την ακρίβεια, ο γέρος είπε στο νεαρό ότι η μαθητεία είχε τελειώσει.
«Αυτό ήταν;» ρώτησε ο νεαρός. «Δε θα μου πεις κάποιο μυστικό της γραφής, κάποιο κόλπο;»
«Δεν υπάρχουν μυστικά και κόλπα στο γράψιμο», του είπε ο γέρος.
«Τότε γιατί τα έκανα όλα αυτά;» ρώτησε ο νέος.
«Για να δεις πως θα είναι όλη σου η ζωή αν συνεχίσεις να θέλεις να είσαι συγγραφέας.»
«Εσύ δεν ζεις έτσι», του είπε ο νεαρός και έδειξε το σπίτι που ο γέρος είχε αποκτήσει με κάποιο από τα βιβλία του που είχαν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες.
«Ξέρεις πόσοι ονειρεύτηκαν να γίνουν συγγραφείς;» τον ρώτησε ο γέρος. «Και πόσοι κατάφεραν να βιοποριστούν από τη συγγραφή και μόνο; Αν σου πω ο ένας στους χίλιους πάλι πολλούς θα λέω.»
Ο νεαρός πεισμάτωσε.
«Εγώ θα γίνω αυτός ο ένας στους χίλιους», είπε και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα του.
«Μπορεί», είπε ο γέρος γελώντας. «Μπορεί και να γίνεις. Αλλά να θυμάσαι κάτι: Όταν ερωτεύεσαι και όταν ονειρεύεσαι αφήνεις ενέχυρο τη ζωή σου ολόκληρη… Και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα την πάρεις πίσω. Αυτό είσαι πρόθυμος να το κάνεις;»
Ο νέος έφυγε σκεφτικός. Δεν γνωρίζω τι απόφαση πήρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου