Κάθε θεωρία της Αγάπης θα έπρεπε να αρχίζει με τη θεωρία τού ανθρώπου, της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όπου συναντάμε την Αγάπη, ή μάλλον το αντίστοιχο της αγάπης, στα ζώα, πρόκειται κυρίως για εκδηλώσεις της λειτουργίας των ενστίκτων τους. Στον άνθρωπο αντίθετα, μόνο υπολείμματα αυτού του ενστικτώδικου μηχανισμού εξακολουθούν να λειτουργούν. Το βασικό για τον άνθρωπο είναι ότι έχει ξεφύγει από το ζωικό βασίλειο, από τη σκλαβιά των ενστίκτων, ότι έχει ξεπεράσει τη φύση -αν και ποτέ δεν την εγκαταλείπει. Είναι ένα κομμάτι της φύσης —κι ωστόσο, μια και κάποτε ξέκοψε απ’ αυτήν, δε μπορεί να ξαναγυρίσει κοντά της. Μια και κάποτε διώχτηκε από τον παράδεισο - πού αντιπροσωπεύει την κατάσταση της αρχέγονης ενότητας με τη φύση - τα χερουβείμ με τα φλεγόμενα σπαθιά φράζουν το δρόμο της επιστροφής, αν δοκιμάσει να τον εξακολουθήσει.
Ο άνθρωπος δε μπορεί να γυρίσει πίσω, μπορεί μόνο να πάει μπροστά, αναπτύσσοντας το λογικό του, ανακαλύπτοντας μια καινούργια αρμονία, μια ανθρώπινη αρμονία, αντί για την προανθρώπινη πού είναι οριστικά κι ανεπίστρεπτα χαμένη.
Όταν γεννιέται ο άνθρωπος - και με τη λέξη αυτή εννοώ τόσο το ανθρώπινο γένος όσο και το ξεχωριστό άτομο - εγκαταλείπει μια κατάσταση συγκεκριμένη πού αντιπροσωπεύει ό κόσμος των ενστίκτων, και βρίσκεται σε μια κατάσταση ακαθόριστη, αβέβαιη και ανοιχτή. Σιγουριά υπάρχει μόνο όσο αφορά το παρελθόν, και για το μέλλον μόνο όσο αφορά το θάνατο.
Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με το λογικό. Είναι ζωή που έχει συνείδηση του εαυτού της. O άνθρωπος έχει συνείδηση τού εαυτού του, τού συνανθρώπου του, τού παρελθόντος του και των δυνατοτήτων τού μέλλοντος του. Αυτή ή επίγνωση τού εαυτού του σαν μιας ξεχωριστής οντότητας, ή επίγνωση τού περιορισμένου, σύντομου χρόνου της ζωής και επιπλέον ή επίγνωση τού γεγονότος ότι χωρίς τη θέλησή του γεννήθηκε και χωρίς τη θέλησή του θα πεθάνει, πριν ή μετά από αυτούς πού αγαπά, ή επίγνωση ότι είναι μόνος και ξεχωρισμένος από τούς άλλους, αδύνατος μπροστά στις δυνάμεις της φύσης και της κοινωνίας, όλ’ αυτά κάνουν την ατομική ξεκομμένη του ύπαρξη μια αβάσταχτη φυλακή. Και ίσως θα τρελαινόταν, αν δεν κατάφερνε να ελευθερωθεί από τη φυλακή αυτή, να ξεφύγει από τη μόνωση και να ενωθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τούς άλλους ανθρώπους, με τον έξω κόσμο.
H εμπειρία της μοναξιάς προκαλεί αγωνία. Το ξεχωριστό της ύπαρξής μας είναι πράγματι ή πηγή κάθε αγωνίας. Το να είμαι μόνος, σημαίνει ότι είμαι ξεκομμένος από τούς άλλους, χωρίς καμιά Ικανότητα να χρησιμοποιήσω τις ανθρώπινες δυνάμεις μου.
Γιαυτό, το να είμαι μόνος σημαίνει ότι είμαι αβοήθητος, ανίκανος να επικοινωνήσω ενεργητικά με τον κόσμο, τα πράγματα και τούς ανθρώπους. Σημαίνει ότι o κόσμος μπορεί να στραφεί εναντίον μου χωρίς εγώ να μπορώ ν’ αντιδράσω. Έτσι λοιπόν, το ξεχωριστό της ύπαρξής μας είναι πηγή βαθιάς αγωνίας. Και πέρα απ’ αυτό, προκαλεί το συναίσθημα της ντροπής κι ακόμα της ενοχής.
Αυτή η εμπειρία της ντροπής και ένοχης πού ενυπάρχει στην ξεκομμένη ύπαρξη, εκφράζεται στη βιβλική ιστορία τού Αδάμ και της Εύας. Αφού ο Αδάμ και ή Εύα έφαγαν από «το δέντρον της γνώσεως του καλού και του κακού», αφού παράκουσαν την εντολή (δεν υπάρχει καλό και κακό αν δεν υπάρχει και η ελευθερία να απειθήσεις), αφού έγιναν άνθρωποι με το να χειραφετηθούν από την αρχέγονη ζωική συμβίωση με τη φύση, μόλις δηλαδή γεννήθηκαν σαν ανθρώπινα όντα - είδαν «ότι ήσαν γυμνοί και εντράπηκαν». Μήπως θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ένας μύθος τόσο παλιός και αρχέγονος έχει τη σεμνότυφη αντίληψη τού 19ου αιώνα και επομένως το σημαντικό πού o μύθος θέλει να μας μεταδώσει είναι ή αμηχανία πού νιώσανε για τα ακάλυπτα γεννητικά τους μέρη; ’Ασφαλώς δεν είναι αυτό το σημαντικό και όποιος δε μπορεί παρά να το βλέπει έτσι μόνο, χάνει την ουσία σ’ όλη αυτή την ιστορία, πού φαίνεται να είναι ή εξής: αφού ό άντρας και ή γυναίκα απέκτησαν συνείδηση τού εαυτού τους και ό ένας τού άλλου, νιώσανε ταυτόχρονα πώς είναι και μόνοι και διαφορετικοί, όσο αφορά το ότι ανήκουν σε διαφορετικά φύλα. Ενώ όμως αναγνωρίζουν το χωρισμό τους, παραμένουν ξένοι μεταξύ τους, επειδή δεν έχουν μάθει ακόμα ν’ αγαπιούνται (κι αυτό γίνεται ολοφάνερο από το γεγονός ότι ό Αδάμ υπερασπίζει· τον εαυτό του κατηγορώντας την Εύα, αντί να την υπερασπίσει). Η επίγνωση του ανθρώπινων ξεχωρισμού χωρίς την επανένωση δια της αγάπης είναι ή πηγή του συναισθήματος της ντροπής. Είναι ταυτόχρονα και η πηγή της αγωνίας και του συναισθήματος της ενοχής.
Ώστε, η πιο βαθιά ανάγκη τού ανθρώπου είναι να ξεπεράσει τη χωριστή του ύπαρξη, να ξεφύγει από τη φυλακή της μόνωσής του. Ή ολοκληρωτική αποτυχία του να πραγματοποιήσει αυτό το σκοπό, θα σημάνει την τρέλα, γιατί ο τρόμος της τέλειας απομόνωσης μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με ένα τόσο ριζικό αποτράβηγμα από τον έξω κόσμο ώστε το αίσθημα τού χωρισμού να εξαφανιστεί - εφόσον ο έξω κόσμος, από τον όποιο είναι χωρισμένος, εξαφανίζεται.
Όπου συναντάμε την Αγάπη, ή μάλλον το αντίστοιχο της αγάπης, στα ζώα, πρόκειται κυρίως για εκδηλώσεις της λειτουργίας των ενστίκτων τους. Στον άνθρωπο αντίθετα, μόνο υπολείμματα αυτού του ενστικτώδικου μηχανισμού εξακολουθούν να λειτουργούν. Το βασικό για τον άνθρωπο είναι ότι έχει ξεφύγει από το ζωικό βασίλειο, από τη σκλαβιά των ενστίκτων, ότι έχει ξεπεράσει τη φύση -αν και ποτέ δεν την εγκαταλείπει. Είναι ένα κομμάτι της φύσης —κι ωστόσο, μια και κάποτε ξέκοψε απ’ αυτήν, δε μπορεί να ξαναγυρίσει κοντά της. Μια και κάποτε διώχτηκε από τον παράδεισο - πού αντιπροσωπεύει την κατάσταση της αρχέγονης ενότητας με τη φύση - τα χερουβείμ με τα φλεγόμενα σπαθιά φράζουν το δρόμο της επιστροφής, αν δοκιμάσει να τον εξακολουθήσει.
Ο άνθρωπος δε μπορεί να γυρίσει πίσω, μπορεί μόνο να πάει μπροστά, αναπτύσσοντας το λογικό του, ανακαλύπτοντας μια καινούργια αρμονία, μια ανθρώπινη αρμονία, αντί για την προανθρώπινη πού είναι οριστικά κι ανεπίστρεπτα χαμένη.
Όταν γεννιέται ο άνθρωπος - και με τη λέξη αυτή εννοώ τόσο το ανθρώπινο γένος όσο και το ξεχωριστό άτομο - εγκαταλείπει μια κατάσταση συγκεκριμένη πού αντιπροσωπεύει ό κόσμος των ενστίκτων, και βρίσκεται σε μια κατάσταση ακαθόριστη, αβέβαιη και ανοιχτή. Σιγουριά υπάρχει μόνο όσο αφορά το παρελθόν, και για το μέλλον μόνο όσο αφορά το θάνατο.
Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με το λογικό. Είναι ζωή που έχει συνείδηση του εαυτού της. O άνθρωπος έχει συνείδηση τού εαυτού του, τού συνανθρώπου του, τού παρελθόντος του και των δυνατοτήτων τού μέλλοντος του. Αυτή ή επίγνωση τού εαυτού του σαν μιας ξεχωριστής οντότητας, ή επίγνωση τού περιορισμένου, σύντομου χρόνου της ζωής και επιπλέον ή επίγνωση τού γεγονότος ότι χωρίς τη θέλησή του γεννήθηκε και χωρίς τη θέλησή του θα πεθάνει, πριν ή μετά από αυτούς πού αγαπά, ή επίγνωση ότι είναι μόνος και ξεχωρισμένος από τούς άλλους, αδύνατος μπροστά στις δυνάμεις της φύσης και της κοινωνίας, όλ’ αυτά κάνουν την ατομική ξεκομμένη του ύπαρξη μια αβάσταχτη φυλακή. Και ίσως θα τρελαινόταν, αν δεν κατάφερνε να ελευθερωθεί από τη φυλακή αυτή, να ξεφύγει από τη μόνωση και να ενωθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τούς άλλους ανθρώπους, με τον έξω κόσμο.
H εμπειρία της μοναξιάς προκαλεί αγωνία. Το ξεχωριστό της ύπαρξής μας είναι πράγματι ή πηγή κάθε αγωνίας. Το να είμαι μόνος, σημαίνει ότι είμαι ξεκομμένος από τούς άλλους, χωρίς καμιά Ικανότητα να χρησιμοποιήσω τις ανθρώπινες δυνάμεις μου.
Γιαυτό, το να είμαι μόνος σημαίνει ότι είμαι αβοήθητος, ανίκανος να επικοινωνήσω ενεργητικά με τον κόσμο, τα πράγματα και τούς ανθρώπους. Σημαίνει ότι o κόσμος μπορεί να στραφεί εναντίον μου χωρίς εγώ να μπορώ ν’ αντιδράσω. Έτσι λοιπόν, το ξεχωριστό της ύπαρξής μας είναι πηγή βαθιάς αγωνίας. Και πέρα απ’ αυτό, προκαλεί το συναίσθημα της ντροπής κι ακόμα της ενοχής.
Αυτή η εμπειρία της ντροπής και ένοχης πού ενυπάρχει στην ξεκομμένη ύπαρξη, εκφράζεται στη βιβλική ιστορία τού Αδάμ και της Εύας. Αφού ο Αδάμ και ή Εύα έφαγαν από «το δέντρον της γνώσεως του καλού και του κακού», αφού παράκουσαν την εντολή (δεν υπάρχει καλό και κακό αν δεν υπάρχει και η ελευθερία να απειθήσεις), αφού έγιναν άνθρωποι με το να χειραφετηθούν από την αρχέγονη ζωική συμβίωση με τη φύση, μόλις δηλαδή γεννήθηκαν σαν ανθρώπινα όντα - είδαν «ότι ήσαν γυμνοί και εντράπηκαν». Μήπως θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ένας μύθος τόσο παλιός και αρχέγονος έχει τη σεμνότυφη αντίληψη τού 19ου αιώνα και επομένως το σημαντικό πού o μύθος θέλει να μας μεταδώσει είναι ή αμηχανία πού νιώσανε για τα ακάλυπτα γεννητικά τους μέρη; ’Ασφαλώς δεν είναι αυτό το σημαντικό και όποιος δε μπορεί παρά να το βλέπει έτσι μόνο, χάνει την ουσία σ’ όλη αυτή την ιστορία, πού φαίνεται να είναι ή εξής: αφού ό άντρας και ή γυναίκα απέκτησαν συνείδηση τού εαυτού τους και ό ένας τού άλλου, νιώσανε ταυτόχρονα πώς είναι και μόνοι και διαφορετικοί, όσο αφορά το ότι ανήκουν σε διαφορετικά φύλα. Ενώ όμως αναγνωρίζουν το χωρισμό τους, παραμένουν ξένοι μεταξύ τους, επειδή δεν έχουν μάθει ακόμα ν’ αγαπιούνται (κι αυτό γίνεται ολοφάνερο από το γεγονός ότι ό Αδάμ υπερασπίζει· τον εαυτό του κατηγορώντας την Εύα, αντί να την υπερασπίσει). Η επίγνωση του ανθρώπινων ξεχωρισμού χωρίς την επανένωση δια της αγάπης είναι ή πηγή του συναισθήματος της ντροπής. Είναι ταυτόχρονα και η πηγή της αγωνίας και του συναισθήματος της ενοχής.
Ώστε, η πιο βαθιά ανάγκη τού ανθρώπου είναι να ξεπεράσει τη χωριστή του ύπαρξη, να ξεφύγει από τη φυλακή της μόνωσής του. Ή ολοκληρωτική αποτυχία του να πραγματοποιήσει αυτό το σκοπό, θα σημάνει την τρέλα, γιατί ο τρόμος της τέλειας απομόνωσης μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με ένα τόσο ριζικό αποτράβηγμα από τον έξω κόσμο ώστε το αίσθημα τού χωρισμού να εξαφανιστεί - εφόσον ο έξω κόσμος, από τον όποιο είναι χωρισμένος, εξαφανίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου