ΠΛ Γοργ 521a–522e
(ΠΛ Γοργ 521a–527e: Στο τέλος του διαλόγου ο Σωκράτης αιτιολογεί τις ηθικές του επιλογές) Ο Σωκράτης πιστεύει ότι ασκεί την αληθινή πολιτική τέχνη – Η αδιαφορία του για τις συνέπειες της παρρησίας και της εν γένει δραστηριότητάς του.
Φτάνοντας προς το τέλος του διαλόγου αυτού, όπου εξετάζονται η φύση και αξία της ρητορικής, ο Σωκράτης επιτέθηκε στη σοφιστική και τους σοφιστές, κυρίως για την πρακτική τους να παρέχουν με αμοιβή τις συμβουλές τους για καίρια ζητήματα, όπως η συμπεριφορά κάποιου και η διαχείριση των υποθέσεων της οικογένειας και της πόλης του.
ΣΩ. Ἐπὶ ποτέραν οὖν με παρακαλεῖς τὴν θεραπείαν
τῆς πόλεως, διόρισόν μοι· τὴν τοῦ διαμάχεσθαι Ἀθηναίοις
ὅπως ὡς βέλτιστοι ἔσονται, ὡς ἰατρόν, ἢ ὡς διακονήσοντα
καὶ πρὸς χάριν ὁμιλήσοντα; τἀληθῆ μοι εἰπέ, ὦ Καλλίκλεις·
δίκαιος γὰρ εἶ, ὥσπερ ἤρξω παρρησιάζεσθαι πρὸς ἐμέ,
διατελεῖν ἃ νοεῖς λέγων. καὶ νῦν εὖ καὶ γενναίως εἰπέ.
ΚΑΛ. Λέγω τοίνυν ὅτι ὡς διακονήσοντα.
[521b] ΣΩ. Κολακεύσοντα ἄρα με, ὦ γενναιότατε, παρακαλεῖς.
ΚΑΛ. Εἴ σοι Μυσόν γε ἥδιον καλεῖν, ὦ Σώκρατες· ὡς
εἰ μὴ ταῦτά γε ποιήσεις―
ΣΩ. Μὴ εἴπῃς ὃ πολλάκις εἴρηκας, ὅτι ἀποκτενεῖ με
ὁ βουλόμενος, ἵνα μὴ αὖ καὶ ἐγὼ εἴπω, ὅτι Πονηρός γε
ὢν ἀγαθὸν ὄντα· μηδ’ ὅτι ἀφαιρήσεται ἐάν τι ἔχω, ἵνα
μὴ αὖ ἐγὼ εἴπω ὅτι Ἀλλ’ ἀφελόμενος οὐχ ἕξει ὅτι χρή-
σεται αὐτοῖς, ἀλλ’ ὥσπερ με ἀδίκως ἀφείλετο, οὕτως καὶ
[521c] λαβὼν ἀδίκως χρήσεται, εἰ δὲ ἀδίκως, αἰσχρῶς, εἰ δὲ
αἰσχρῶς, κακῶς.
ΚΑΛ. Ὥς μοι δοκεῖς, ὦ Σώκρατες, πιστεύειν μηδ’ ἂν
ἓν τούτων παθεῖν, ὡς οἰκῶν ἐκποδὼν καὶ οὐκ ἂν εἰσαχθεὶς
εἰς δικαστήριον ὑπὸ πάνυ ἴσως μοχθηροῦ ἀνθρώπου καὶ
φαύλου.
ΣΩ. Ἀνόητος ἄρα εἰμί, ὦ Καλλίκλεις, ὡς ἀληθῶς, εἰ μὴ
οἴομαι ἐν τῇδε τῇ πόλει ὁντινοῦν ἂν ὅτι τύχοι, τοῦτο παθεῖν.
τόδε μέντοι εὖ οἶδ’ ὅτι, ἐάνπερ εἰσίω εἰς δικαστήριον περὶ
[521d] τούτων τινὸς κινδυνεύων, ὃ σὺ λέγεις, πονηρός τίς μ’ ἔσται
ὁ εἰσάγων ―οὐδεὶς γὰρ ἂν χρηστὸς μὴ ἀδικοῦντ’ ἄνθρωπον
εἰσαγάγοι― καὶ οὐδέν γε ἄτοπον εἰ ἀποθάνοιμι. βούλει σοι
εἴπω δι’ ὅτι ταῦτα προσδοκῶ;
ΚΑΛ. Πάνυ γε.
ΣΩ. Οἶμαι μετ’ ὀλίγων Ἀθηναίων, ἵνα μὴ εἴπω μόνος,
ἐπιχειρεῖν τῇ ὡς ἀληθῶς πολιτικῇ τέχνῃ καὶ πράττειν τὰ
πολιτικὰ μόνος τῶν νῦν· ἅτε οὖν οὐ πρὸς χάριν λέγων τοὺς
λόγους οὓς λέγω ἑκάστοτε, ἀλλὰ πρὸς τὸ βέλτιστον, οὐ πρὸς
[521e] τὸ ἥδιστον, καὶ οὐκ ἐθέλων ποιεῖν ἃ σὺ παραινεῖς, τὰ κομψὰ
ταῦτα, οὐχ ἕξω ὅτι λέγω ἐν τῷ δικαστηρίῳ. ὁ αὐτὸς δέ
μοι ἥκει λόγος ὅνπερ πρὸς Πῶλον ἔλεγον· κρινοῦμαι γὰρ
ὡς ἐν παιδίοις ἰατρὸς ἂν κρίνοιτο κατηγοροῦντος ὀψοποιοῦ.
σκόπει γάρ, τί ἂν ἀπολογοῖτο ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος ἐν τούτοις
ληφθείς, εἰ αὐτοῦ κατηγοροῖ τις λέγων ὅτι «Ὦ παῖδες,
πολλὰ ὑμᾶς καὶ κακὰ ὅδε εἴργασται ἀνὴρ καὶ αὐτούς, καὶ
τοὺς νεωτάτους ὑμῶν διαφθείρει τέμνων τε καὶ κάων, καὶ
[522a] ἰσχναίνων καὶ πνίγων ἀπορεῖν ποιεῖ, πικρότατα πώματα
διδοὺς καὶ πεινῆν καὶ διψῆν ἀναγκάζων, οὐχ ὥσπερ ἐγὼ
πολλὰ καὶ ἡδέα καὶ παντοδαπὰ ηὐώχουν ὑμᾶς»· τί ἂν οἴει
ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ἀποληφθέντα ἰατρὸν ἔχειν εἰπεῖν; ἢ εἰ
εἴποι τὴν ἀλήθειαν, ὅτι «Ταῦτα πάντα ἐγὼ ἐποίουν, ὦ
παῖδες, ὑγιεινῶς», πόσον τι οἴει ἂν ἀναβοῆσαι τοὺς τοιούτους
δικαστάς; οὐ μέγα;
ΚΑΛ. Ἴσως· οἴεσθαί γε χρή.
ΣΩ. Οὐκοῦν οἴει ἐν πάσῃ ἀπορίᾳ ἂν αὐτὸν ἔχεσθαι ὅτι
[522b] χρὴ εἰπεῖν;
ΚΑΛ. Πάνυ γε.
ΣΩ. Τοιοῦτον μέντοι καὶ ἐγὼ οἶδα ὅτι πάθος πάθοιμι ἂν
εἰσελθὼν εἰς δικαστήριον. οὔτε γὰρ ἡδονὰς ἃς ἐκπεπόρικα
ἕξω αὐτοῖς λέγειν, ἃς οὗτοι εὐεργεσίας καὶ ὠφελίας νομί-
ζουσιν, ἐγὼ δὲ οὔτε τοὺς πορίζοντας ζηλῶ οὔτε οἷς πορίζεται·
ἐάν τέ τίς με ἢ νεωτέρους φῇ διαφθείρειν ἀπορεῖν ποιοῦντα,
ἢ τοὺς πρεσβυτέρους κακηγορεῖν λέγοντα πικροὺς λόγους ἢ
ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ, οὔτε τὸ ἀληθὲς ἕξω εἰπεῖν, ὅτι Δικαίως
[522c] πάντα ταῦτα ἐγὼ λέγω, καὶ πράττω τὸ ὑμέτερον δὴ τοῦτο,
ὦ ἄνδρες δικασταί, οὔτε ἄλλο οὐδέν· ὥστε ἴσως, ὅτι ἂν
τύχω, τοῦτο πείσομαι.
ΚΑΛ. Δοκεῖ οὖν σοι, ὦ Σώκρατες, καλῶς ἔχειν ἄνθρω-
πος ἐν πόλει οὕτως διακείμενος καὶ ἀδύνατος ὢν ἑαυτῷ
βοηθεῖν;
ΣΩ. Εἰ ἐκεῖνό γε ἓν αὐτῷ ὑπάρχοι, ὦ Καλλίκλεις, ὃ σὺ
πολλάκις ὡμολόγησας· εἰ βεβοηθηκὼς εἴη αὑτῷ, μήτε περὶ
[522d] ἀνθρώπους μήτε περὶ θεοὺς ἄδικον μηδὲν μήτε εἰρηκὼς μήτε
εἰργασμένος. αὕτη γὰρ τῆς βοηθείας ἑαυτῷ πολλάκις ἡμῖν
ὡμολόγηται κρατίστη εἶναι. εἰ μὲν οὖν ἐμέ τις ἐξελέγχοι
ταύτην τὴν βοήθειαν ἀδύνατον ὄντα ἐμαυτῷ καὶ ἄλλῳ βοηθεῖν,
αἰσχυνοίμην ἂν καὶ ἐν πολλοῖς καὶ ἐν ὀλίγοις ἐξελεγχόμενος
καὶ μόνος ὑπὸ μόνου, καὶ εἰ διὰ ταύτην τὴν ἀδυναμίαν ἀποθνῄ-
σκοιμι, ἀγανακτοίην ἄν· εἰ δὲ κολακικῆς ῥητορικῆς ἐνδείᾳ
τελευτῴην ἔγωγε, εὖ οἶδα ὅτι ῥᾳδίως ἴδοις ἄν με φέροντα
[522e] τὸν θάνατον. αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται,
ὅστις μὴ παντάπασιν ἀλόγιστός τε καὶ ἄνανδρός ἐστιν, τὸ
δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται· πολλῶν γὰρ ἀδικημάτων γέμοντα τὴν
ψυχὴν εἰς Ἅιδου ἀφικέσθαι πάντων ἔσχατον κακῶν ἐστιν.
εἰ δὲ βούλει, σοὶ ἐγώ, ὡς τοῦτο οὕτως ἔχει, ἐθέλω λόγον
λέξαι.
ΚΑΛ. Ἀλλ’ ἐπείπερ γε καὶ τἆλλα ἐπέρανας, καὶ τοῦτο
πέρανον.
***
ΣΩ. Ειπέ μου λοιπόν ―ως εν συμπεράσματι― ποίαν από τας δύο αυτάς φροντίδας με παρακινείς να λάβω περί των Αθηναίων. Εξήγησέ μου: να καταπολεμώ τας κακάς έξεις των προς τον σκοπόν να γίνουν καλύτεροι, καθώς κάνει ο ιατρός, ή τουναντίον να γίνω ένας καλός υπηρέτης των ―υποθάλπων τα ελαττώματά των― και να ζητώ μόνον να τους ευχαριστήσω ως κόλαξ; Διότι ορθόν είναι, καθώς ήρχισες να ομιλής «με παρρησίαν», μέχρι τέλους να λέγης όσα σκέπτεσαι. Μίλησε λοιπόν θαρραλέα και χωρίς φόβον.
ΚΑΛ. Λέγω λοιπόν να εκλέξης να τους περιποιήσαι.
ΣΩ. Τέλος πάντων, ευγενικέ μου φίλε, με συμβουλεύεις να ασκώ το επάγγελμα του κόλακος.
ΚΑΛ. Ένα επάγγελμα Μυσού, αν προτιμάς, διότι άλλως….
ΣΩ. Να μη επαναλάβης ό,τι πολλάκις ήδη έχεις ειπεί, ότι θα με φονεύση όποιος ήθελε, διά να μη αναγκασθώ ν' απαντήσω διά μίαν ακόμη φοράν ότι «θα πέθαινα αθώος» από χέρι ενός κακούργου· ούτε και ότι θα μου αφαιρέσουν εκείνο το ολίγον που έχω, διά να μη μ' αναγκάσης και πάλιν να σου είπω ότι όποιος μου αφαιρέση έτσι, δεν θα ξέρη τι να το κάμη, διότι όπως αδίκως θα αφαιρέση, έτσι αδίκως και θα χρησιμοποίηση, αδίκως άρα και με εντροπήν του, επομένως και προς βλάβην του.
ΚΑΛ. Πόσον μου φαίνεσαι, Σωκράτη, πως πιστεύεις ότι είσαι εξησφαλισμένος από όλους αυτούς τους κίνδυνους, ωσάν να κατοικούσες «ποιος ξέρει πού μακριά» και δεν θα διέτρεχες τον κίνδυνον να συρθής εις το δικαστήριον ποιος ξέρει από ποίον άνθρωπον κακοήθη.
ΣΩ. Θα ήμην αληθώς ανόητος, Καλλικλή, εάν δεν ηδυνάμην να πιστεύω ότι εις την πόλιν μας είναι οιοσδήποτε απολύτως ασφαλής από ένα παρόμοιον συμβάν. Εν τούτοις τούτο γνωρίζω πολύ καλά, ότι αν εισαχθώ εις το δικαστήριον, όπου θα διατρέξω τον κίνδυνον να καταδικασθώ εις μίαν των ποινών, τας οποίας συ λέγεις, ασφαλώς ο κατήγορός μου θα είναι ένας κακοήθης και κακεντρεχής. Διότι είναι αδύνατον ένας έντιμος άνθρωπος να σύρη εις το δικαστήριον έναν αθώον. Και θα σου είπω και κάτι περισσότερον: δεν θα εθεώρουν καθόλου παράδοξον, εάν κατεδικαζόμην εις θάνατον. Θέλεις να σου είπω διατί περιμένω αυτά;
ΚΑΛ. Και πολύ μάλιστα το επιθυμώ.
ΣΩ. Διότι εγώ πιστεύω ότι με ολίγους άλλους Αθηναίους, διά να μη είπω μόνος, καλλιεργώ την αληθινήν πολιτικήν τέχνην. Επειδή λοιπόν δεν ζητώ ποτέ με τους λόγους μου να ευχαριστήσω, αλλ' αποβλέπω πάντοτε προς το αγαθόν και όχι προς το ευχάριστον, και επειδή δεν θέλω να κάμω όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που με συμβουλεύεις, διά τούτο δεν θα γνωρίζω τι να είπω εις το δικαστήριον. Και μου έρχεται εις τον νουν εκείνος ο λόγος, τον οποίον έλεγα προς τον Πώλον. Θα κριθώ δηλ. καθώς θα εκρίνετο ενώπιον δικαστών παιδίων ένας ιατρός, και ήτο δημόσιος κατήγορος ένας μάγειρος. Διότι σκέψου τι θα απελογείτο ένας ιατρός εις μίαν τοιαύτην περίστασιν, όταν ηγείρετο ο κατήγορος–μάγειρος και έλεγε: «Παιδιά μου, τι κακό και τι ζημιές σάς έχει κάμει αυτός εδώ ο άνθρωπος! δεν σέβεται ούτε τους μικροτέρους από σας· μα κόβει, καίει, σας μαραίνει, σας πνίγει, σας βασανίζει· σας αναγκάζει να παίρνετε πικρότατα φάρμακα, σας κάνει να πεινάτε και να διψάτε· δεν σας προσφέρει κάθε λογής φαγητά και γλυκίσματα, που σας επρόσφρερα εγώ για ευχαρίστησί σας». Τι φαντάζεσαι ότι θα ημπορούσε να είπη ο ιατρός εις μίαν τόσον δυσχερή περίστασιν; ή αν έλεγε την αλήθειαν, θα έλεγε: «Ολ' αυτά, είναι αλήθεια, τα έκαμα, μα τα έκαμα, παιδιά μου, για το καλό σας, για την υγεία σας». Μέχρι πού φαντάζεσαι πως θα έφταναν αι κραυγαί αποδοκιμασίας των δικαστών παιδίων; Δεν θα εθορύβουν δαιμονιωδώς;
ΚΑΛ. Ίσως. Πρέπει να το φαντασθή κανείς.
ΣΩ. Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι ο ιατρός θα ευρίσκετο εις μεγάλην απορίαν ως προς τι ν' απαντήση;
ΚΑΛ. Μάλιστα.
ΣΩ. Εννοώ πολύ καλά ότι τα ίδια θα επάθαινα και εγώ, αν ήμην υποχρεωμένος να προσέλθω εις το δικαστήριον. Διότι δεν θα ηδυνάμην να ισχυρισθώ ότι τους προσεπόρισα εκείνας τας ηδονάς, τας οποίας οι άνθρωποι θεωρούν ως ευεργεσίας και ωφελείας ― και εγώ απεναντίας δεν ζηλεύω ούτε τους παρέχοντας ταύτας, ούτε εκείνους οι οποίοι τας απολαμβάνουν. Εάν με κατηγορή τις ή ότι διαφθείρω τους νέους βασανίζων αυτούς με τας συζητήσεις μου, ή ότι κακολογώ τους γέροντας εκτοξεύων κατ' αυτών πικρούς λόγους είτε κατ' ιδίαν είτε δημοσία, δεν θα ηδυνάμην ν' απαντήσω εις αυτούς σύμφωνα με την αλήθειαν: «Δικαίως πάντα ταύτα εγώ λέγω και πράττω προς αυτό τούτο το συμφέρον σας, κύριοι δικασταί, και διά κανένα άλλον σκοπόν». Ώστε κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα έχω ή να υποστώ την μοίραν μου.
ΚΑΛ. Και σου φαίνεται, Σωκράτη, ότι είναι καλή η τύχη ενός ανθρώπου υπό τοιαύτας συνθήκας, ώστε να μη έχη την δυνατότητα να βοηθήση τον εαυτόν του εις την πατρίδα του;
ΣΩ. Αρκεί να έχη τούτο μόνον, Καλλικλή, το οποίον συ πολλάκις παρεδέχθης, ότι δηλ. ουδέποτε, ούτε είπε, ούτε διέπραξε καμίαν αδικίαν μήτε προς τους θεούς μήτε προς τους ανθρώπους. Διότι η υπεράσπισις αύτη, την οποίαν πολλάκις παρεδέχθημεν, είναι η ωραιοτάτη. Τώρα, εάν ένας απεδείκνυε ότι εγώ δεν είμαι εις θέσιν να δώσω αυτήν την βοήθειαν εις τον εαυτόν μου ή εις άλλους, τότε θα έπρεπε να εντρέπωμαι και ενώπιον πολλών και ενώπιον ολίγων, έστω δε και μόνος υπό μόνου, εάν απεδεικνυόμην τοιούτος και εάν ακόμη διά την αδυναμίαν μου αυτήν επρόκειτο να χάσω την ζωήν μου, πολύ θα ηγανάκτουν. Αλλ' εάν εξ αγνοίας ρητορικής κολακευτικής εκινδύνευον να πεθάνω, είμαι βέβαιος ότι θα μ' έβλεπες να υποφέρω τον θάνατον με αταραξίαν. Διότι τον θάνατον αυτόν καθ' εαυτόν κανείς δεν πρέπει να φοβήται, εκτός αν είναι κανείς εντελώς απερίσκεπτος και άνανδρος, την αδικίαν όμως πρέπει να φοβήται· διότι, εάν η ψυχή φθάση εις τον Άδην βεβαρημένη με τα αισχρότερα αδικήματα, το δυστύχημά της τούτο είναι το έσχατον. Και αν επιθυμής, είμαι πρόθυμος να σου αποδείξω τούτο με μίαν διήγησιν.
ΚΑΛ. Λοιπόν, αφού έως τώρα ετελείωσες όλα τα άλλα σημεία του θέματος, τελείωσε και τούτο.
ΣΩ. Ειπέ μου λοιπόν ―ως εν συμπεράσματι― ποίαν από τας δύο αυτάς φροντίδας με παρακινείς να λάβω περί των Αθηναίων. Εξήγησέ μου: να καταπολεμώ τας κακάς έξεις των προς τον σκοπόν να γίνουν καλύτεροι, καθώς κάνει ο ιατρός, ή τουναντίον να γίνω ένας καλός υπηρέτης των ―υποθάλπων τα ελαττώματά των― και να ζητώ μόνον να τους ευχαριστήσω ως κόλαξ; Διότι ορθόν είναι, καθώς ήρχισες να ομιλής «με παρρησίαν», μέχρι τέλους να λέγης όσα σκέπτεσαι. Μίλησε λοιπόν θαρραλέα και χωρίς φόβον.
ΚΑΛ. Λέγω λοιπόν να εκλέξης να τους περιποιήσαι.
ΣΩ. Τέλος πάντων, ευγενικέ μου φίλε, με συμβουλεύεις να ασκώ το επάγγελμα του κόλακος.
ΚΑΛ. Ένα επάγγελμα Μυσού, αν προτιμάς, διότι άλλως….
ΣΩ. Να μη επαναλάβης ό,τι πολλάκις ήδη έχεις ειπεί, ότι θα με φονεύση όποιος ήθελε, διά να μη αναγκασθώ ν' απαντήσω διά μίαν ακόμη φοράν ότι «θα πέθαινα αθώος» από χέρι ενός κακούργου· ούτε και ότι θα μου αφαιρέσουν εκείνο το ολίγον που έχω, διά να μη μ' αναγκάσης και πάλιν να σου είπω ότι όποιος μου αφαιρέση έτσι, δεν θα ξέρη τι να το κάμη, διότι όπως αδίκως θα αφαιρέση, έτσι αδίκως και θα χρησιμοποίηση, αδίκως άρα και με εντροπήν του, επομένως και προς βλάβην του.
ΚΑΛ. Πόσον μου φαίνεσαι, Σωκράτη, πως πιστεύεις ότι είσαι εξησφαλισμένος από όλους αυτούς τους κίνδυνους, ωσάν να κατοικούσες «ποιος ξέρει πού μακριά» και δεν θα διέτρεχες τον κίνδυνον να συρθής εις το δικαστήριον ποιος ξέρει από ποίον άνθρωπον κακοήθη.
ΣΩ. Θα ήμην αληθώς ανόητος, Καλλικλή, εάν δεν ηδυνάμην να πιστεύω ότι εις την πόλιν μας είναι οιοσδήποτε απολύτως ασφαλής από ένα παρόμοιον συμβάν. Εν τούτοις τούτο γνωρίζω πολύ καλά, ότι αν εισαχθώ εις το δικαστήριον, όπου θα διατρέξω τον κίνδυνον να καταδικασθώ εις μίαν των ποινών, τας οποίας συ λέγεις, ασφαλώς ο κατήγορός μου θα είναι ένας κακοήθης και κακεντρεχής. Διότι είναι αδύνατον ένας έντιμος άνθρωπος να σύρη εις το δικαστήριον έναν αθώον. Και θα σου είπω και κάτι περισσότερον: δεν θα εθεώρουν καθόλου παράδοξον, εάν κατεδικαζόμην εις θάνατον. Θέλεις να σου είπω διατί περιμένω αυτά;
ΚΑΛ. Και πολύ μάλιστα το επιθυμώ.
ΣΩ. Διότι εγώ πιστεύω ότι με ολίγους άλλους Αθηναίους, διά να μη είπω μόνος, καλλιεργώ την αληθινήν πολιτικήν τέχνην. Επειδή λοιπόν δεν ζητώ ποτέ με τους λόγους μου να ευχαριστήσω, αλλ' αποβλέπω πάντοτε προς το αγαθόν και όχι προς το ευχάριστον, και επειδή δεν θέλω να κάμω όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που με συμβουλεύεις, διά τούτο δεν θα γνωρίζω τι να είπω εις το δικαστήριον. Και μου έρχεται εις τον νουν εκείνος ο λόγος, τον οποίον έλεγα προς τον Πώλον. Θα κριθώ δηλ. καθώς θα εκρίνετο ενώπιον δικαστών παιδίων ένας ιατρός, και ήτο δημόσιος κατήγορος ένας μάγειρος. Διότι σκέψου τι θα απελογείτο ένας ιατρός εις μίαν τοιαύτην περίστασιν, όταν ηγείρετο ο κατήγορος–μάγειρος και έλεγε: «Παιδιά μου, τι κακό και τι ζημιές σάς έχει κάμει αυτός εδώ ο άνθρωπος! δεν σέβεται ούτε τους μικροτέρους από σας· μα κόβει, καίει, σας μαραίνει, σας πνίγει, σας βασανίζει· σας αναγκάζει να παίρνετε πικρότατα φάρμακα, σας κάνει να πεινάτε και να διψάτε· δεν σας προσφέρει κάθε λογής φαγητά και γλυκίσματα, που σας επρόσφρερα εγώ για ευχαρίστησί σας». Τι φαντάζεσαι ότι θα ημπορούσε να είπη ο ιατρός εις μίαν τόσον δυσχερή περίστασιν; ή αν έλεγε την αλήθειαν, θα έλεγε: «Ολ' αυτά, είναι αλήθεια, τα έκαμα, μα τα έκαμα, παιδιά μου, για το καλό σας, για την υγεία σας». Μέχρι πού φαντάζεσαι πως θα έφταναν αι κραυγαί αποδοκιμασίας των δικαστών παιδίων; Δεν θα εθορύβουν δαιμονιωδώς;
ΚΑΛ. Ίσως. Πρέπει να το φαντασθή κανείς.
ΣΩ. Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι ο ιατρός θα ευρίσκετο εις μεγάλην απορίαν ως προς τι ν' απαντήση;
ΚΑΛ. Μάλιστα.
ΣΩ. Εννοώ πολύ καλά ότι τα ίδια θα επάθαινα και εγώ, αν ήμην υποχρεωμένος να προσέλθω εις το δικαστήριον. Διότι δεν θα ηδυνάμην να ισχυρισθώ ότι τους προσεπόρισα εκείνας τας ηδονάς, τας οποίας οι άνθρωποι θεωρούν ως ευεργεσίας και ωφελείας ― και εγώ απεναντίας δεν ζηλεύω ούτε τους παρέχοντας ταύτας, ούτε εκείνους οι οποίοι τας απολαμβάνουν. Εάν με κατηγορή τις ή ότι διαφθείρω τους νέους βασανίζων αυτούς με τας συζητήσεις μου, ή ότι κακολογώ τους γέροντας εκτοξεύων κατ' αυτών πικρούς λόγους είτε κατ' ιδίαν είτε δημοσία, δεν θα ηδυνάμην ν' απαντήσω εις αυτούς σύμφωνα με την αλήθειαν: «Δικαίως πάντα ταύτα εγώ λέγω και πράττω προς αυτό τούτο το συμφέρον σας, κύριοι δικασταί, και διά κανένα άλλον σκοπόν». Ώστε κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα έχω ή να υποστώ την μοίραν μου.
ΚΑΛ. Και σου φαίνεται, Σωκράτη, ότι είναι καλή η τύχη ενός ανθρώπου υπό τοιαύτας συνθήκας, ώστε να μη έχη την δυνατότητα να βοηθήση τον εαυτόν του εις την πατρίδα του;
ΣΩ. Αρκεί να έχη τούτο μόνον, Καλλικλή, το οποίον συ πολλάκις παρεδέχθης, ότι δηλ. ουδέποτε, ούτε είπε, ούτε διέπραξε καμίαν αδικίαν μήτε προς τους θεούς μήτε προς τους ανθρώπους. Διότι η υπεράσπισις αύτη, την οποίαν πολλάκις παρεδέχθημεν, είναι η ωραιοτάτη. Τώρα, εάν ένας απεδείκνυε ότι εγώ δεν είμαι εις θέσιν να δώσω αυτήν την βοήθειαν εις τον εαυτόν μου ή εις άλλους, τότε θα έπρεπε να εντρέπωμαι και ενώπιον πολλών και ενώπιον ολίγων, έστω δε και μόνος υπό μόνου, εάν απεδεικνυόμην τοιούτος και εάν ακόμη διά την αδυναμίαν μου αυτήν επρόκειτο να χάσω την ζωήν μου, πολύ θα ηγανάκτουν. Αλλ' εάν εξ αγνοίας ρητορικής κολακευτικής εκινδύνευον να πεθάνω, είμαι βέβαιος ότι θα μ' έβλεπες να υποφέρω τον θάνατον με αταραξίαν. Διότι τον θάνατον αυτόν καθ' εαυτόν κανείς δεν πρέπει να φοβήται, εκτός αν είναι κανείς εντελώς απερίσκεπτος και άνανδρος, την αδικίαν όμως πρέπει να φοβήται· διότι, εάν η ψυχή φθάση εις τον Άδην βεβαρημένη με τα αισχρότερα αδικήματα, το δυστύχημά της τούτο είναι το έσχατον. Και αν επιθυμής, είμαι πρόθυμος να σου αποδείξω τούτο με μίαν διήγησιν.
ΚΑΛ. Λοιπόν, αφού έως τώρα ετελείωσες όλα τα άλλα σημεία του θέματος, τελείωσε και τούτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου