Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.17–8.7.28

Οι τελευταίες στιγμές του Κύρου

Μετά το όνειρο που τον προειδοποιούσε για τον θάνατό του (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.1–8.7.4), ο Κύρος κάλεσε τα παιδιά και τα προσφιλή του πρόσωπα και τους απηύθυνε τις τελευταίες επιθυμίες του. Στο παρακάτω απόσπασμα βρίσκει την αφορμή για διδαχή περί ευσέβειας και δίνει οδηγίες για την ταφή του.


[8.7.17] ἀλλὰ πρὸς θεῶν πατρῴων,
ὦ παῖδες, τιμᾶτε ἀλλήλους, εἴ τι καὶ τοῦ ἐμοὶ χαρίζεσθαι
μέλει ὑμῖν· οὐ γὰρ δήπου τοῦτό γε σαφῶς δοκεῖτε εἰδέναι
ὡς οὐδὲν ἔτι ἐγὼ ἔσομαι, ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου
τελευτήσω· οὐδὲ γὰρ νῦν τοι τήν γ’ ἐμὴν ψυχὴν ἑωρᾶτε,
ἀλλ’ οἷς διεπράττετο, τούτοις αὐτὴν ὡς οὖσαν κατεφωρᾶτε.
[8.7.18] τὰς δὲ τῶν ἄδικα παθόντων ψυχὰς οὔπω κατενοήσατε οἵους
μὲν φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν, οἵους δὲ παλαμ-
ναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς
τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν δοκεῖτε, εἰ μηδενὸς αὐτῶν αἱ ψυχαὶ
κύριαι ἦσαν; [8.7.19] οὔτοι ἔγωγε, ὦ παῖδες, οὐδὲ τοῦτο πώποτε
ἐπείσθην ὡς ἡ ψυχὴ ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ,
ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν· ὁρῶ γὰρ ὅτι καὶ τὰ
θνητὰ σώματα ὅσον ἂν ἐν αὐτοῖς χρόνον ᾖ ἡ ψυχή, ζῶντα
παρέχεται. [8.7.20] οὐδέ γε ὅπως ἄφρων ἔσται ἡ ψυχή, ἐπειδὰν
τοῦ ἄφρονος σώματος δίχα γένηται, οὐδὲ τοῦτο πέπεισμαι·
ἀλλ’ ὅταν ἄκρατος καὶ καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇ, τότε καὶ
φρονιμώτατον αὐτὸν εἰκὸς εἶναι. διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου
δῆλά ἐστιν ἕκαστα ἀπιόντα πρὸς τὸ ὁμόφυλον πλὴν τῆς
ψυχῆς· αὕτη δὲ μόνη οὔτε παροῦσα οὔτε ἀπιοῦσα ὁρᾶται.
[8.7.21] ἐννοήσατε δ’, ἔφη, ὅτι ἐγγύτερον μὲν τῶν ἀνθρωπίνων
θανάτῳ οὐδέν ἐστιν ὕπνου· ἡ δὲ τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴ τότε
δήπου θειοτάτη καταφαίνεται καὶ τότε τι τῶν μελλόντων
προορᾷ· [8.7.22] τότε γάρ, ὡς ἔοικε, μάλιστα ἐλευθεροῦται. εἰ μὲν
οὖν οὕτως ἔχει ταῦτα ὥσπερ ἐγὼ οἴομαι καὶ ἡ ψυχὴ κατα-
λείπει τὸ σῶμα, καὶ τὴν ἐμὴν ψυχὴν καταιδούμενοι ποιεῖτε
ἃ ἐγὼ δέομαι· εἰ δὲ μὴ οὕτως, ἀλλὰ μένουσα ἡ ψυχὴ ἐν τῷ
σώματι συναποθνῄσκει, ἀλλὰ θεούς γε τοὺς ἀεὶ ὄντας καὶ
πάντ’ ἐφορῶντας καὶ πάντα δυναμένους, οἳ καὶ τήνδε τὴν τῶν
ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον
καὶ ὑπὸ κάλλους καὶ μεγέθους ἀδιήγητον, τούτους φοβούμενοι
μήποτ’ ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον μήτε ποιήσητε μήτε
βουλεύσητε. [8.7.23] μετὰ μέντοι θεοὺς καὶ ἀνθρώπων τὸ πᾶν γένος
τὸ ἀεὶ ἐπιγιγνόμενον αἰδεῖσθε· οὐ γὰρ ἐν σκότῳ ὑμᾶς οἱ θεοὶ
ἀποκρύπτονται, ἀλλ’ ἐμφανῆ πᾶσιν ἀνάγκη ἀεὶ ζῆν τὰ ὑμέ-
τερα ἔργα· ἃ ἢν μὲν καθαρὰ καὶ ἔξω τῶν ἀδίκων φαίνηται,
δυνατοὺς ὑμᾶς ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις ἀναδείξει· εἰ δὲ εἰς
ἀλλήλους ἄδικόν τι φρονήσετε, ἐκ πάντων ἀνθρώπων τὸ
ἀξιόπιστοι εἶναι ἀποβαλεῖτε. οὐδεὶς γὰρ ἂν ἔτι πιστεῦσαι
δύναιτο ὑμῖν, οὐδ’ εἰ πάνυ προθυμοῖτο, ἰδὼν ἀδικούμενον τὸν
μάλιστα φιλίᾳ προσήκοντα. [8.7.24] εἰ μὲν οὖν ἐγὼ ὑμᾶς ἱκανῶς
διδάσκω οἵους χρὴ πρὸς ἀλλήλους εἶναι· εἰ δὲ μή, καὶ παρὰ
τῶν προγεγενημένων μανθάνετε· αὕτη γὰρ ἀρίστη διδασκαλία.
οἱ μὲν γὰρ πολλοὶ διαγεγένηνται φίλοι μὲν γονεῖς παισί,
φίλοι δὲ ἀδελφοὶ ἀδελφοῖς· ἤδη δέ τινες τούτων καὶ
ἐναντία ἀλλήλοις ἔπραξαν· ὁποτέροις ἂν οὖν αἰσθάνησθε
τὰ πραχθέντα συνενεγκόντα, ταῦτα δὴ αἱρούμενοι ὀρθῶς ἂν
βουλεύοισθε. [8.7.25] καὶ τούτων μὲν ἴσως ἤδη ἅλις. τὸ δ’ ἐμὸν
σῶμα, ὦ παῖδες, ὅταν τελευτήσω, μήτε ἐν χρυσῷ θῆτε μήτε
ἐν ἀργύρῳ μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενί, ἀλλὰ τῇ γῇ ὡς τάχιστα
ἀπόδοτε. τί γὰρ τούτου μακαριώτερον τοῦ γῇ μειχθῆναι, ἣ
πάντα μὲν τὰ καλά, πάντα δὲ τἀγαθὰ φύει τε καὶ τρέφει;
ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλως φιλάνθρωπος ἐγενόμην καὶ νῦν ἡδέως ἄν
μοι δοκῶ κοινωνῆσαι τοῦ εὐεργετοῦντος ἀνθρώπους. [8.7.26] ἀλλὰ
γὰρ ἤδη, ἔφη, ἐκλείπειν μοι φαίνεται ἡ ψυχὴ ὅθενπερ, ὡς
ἔοικε, πᾶσιν ἄρχεται ἀπολείπουσα. εἴ τις οὖν ὑμῶν ἢ
δεξιᾶς βούλεται τῆς ἐμῆς ἅψασθαι ἢ ὄμμα τοὐμὸν ζῶντος
ἔτι προσιδεῖν ἐθέλει, προσίτω· ὅταν δ’ ἐγὼ ἐγκαλύψωμαι,
αἰτοῦμαι ὑμᾶς, ὦ παῖδες, μηδεὶς ἔτ’ ἀνθρώπων τοὐμὸν σῶμα
ἰδέτω, μηδ’ αὐτοὶ ὑμεῖς. [8.7.27] Πέρσας μέντοι πάντας καὶ τοὺς
συμμάχους ἐπὶ τὸ μνῆμα τοὐμὸν παρακαλεῖτε συνησθησο-
μένους ἐμοὶ ὅτι ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἤδη ἔσομαι, ὡς μηδὲν ἂν ἔτι
κακὸν παθεῖν, μήτε ἢν μετὰ τοῦ θείου γένωμαι μήτε ἢν
μηδὲν ἔτι ὦ· ὁπόσοι δ’ ἂν ἔλθωσι, τούτους εὖ ποιήσαντες
ὁπόσα ἐπ’ ἀνδρὶ εὐδαίμονι νομίζεται ἀποπέμπετε. [8.7.28] καὶ τοῦτο,
ἔφη, μέμνησθέ μου τελευταῖον, τοὺς φίλους εὐεργετοῦντες
καὶ τοὺς ἐχθροὺς δυνήσεσθε κολάζειν. καὶ χαίρετε, ὦ
φίλοι παῖδες, καὶ τῇ μητρὶ ἀπαγγέλλετε ὡς παρ’ ἐμοῦ· καὶ
πάντες δὲ οἱ παρόντες καὶ οἱ ἀπόντες φίλοι χαίρετε. ταῦτ’
εἰπὼν καὶ πάντας δεξιωσάμενος ἐνεκαλύψατο καὶ οὕτως
ἐτελεύτησεν.

***
Αλλά για όνομα των θεών των προγόνων μας, να τιμάτε, παιδιά μου, ο ένας τον άλλο, εάν ενδιαφέρεστε να ευχαριστήσετε και μένα, γιατί βέβαια δεν το ξέρετε σαφώς τούτο, ότι δηλαδή δεν θα είμαι τίποτα, όταν πεθάνω. Επειδή και τώρα δεν τη βλέπετε την ψυχή μας, αλλ' ανακαλύπτετε την παρουσία της από όσα έχουν πραχθή. Δεν καταλάβατε ποιους φόβους εμβάλλουν οι ψυχές των αδικούντων στους φονείς, και ποιους εκδικητές στέλνουν εναντίον των ανθρώπων που δεν τηρούν τις θείες εντολές; Και νομίζετε πως θα ήταν δυνατόν να παραμένουν ακόμη οι τιμές για τους αποθανόντας, αν οι ψυχές δεν αισθάνονταν τίποτα από τις τιμές που τους προσφέρονται; Εγώ τουλάχιστο, παιδιά μου, ούτε τούτο βέβαια πίστεψα ποτέ, ότι δηλαδή η ψυχή, έως ότου βρίσκεται στο θνητό σώμα, ζη, και όταν ελευτερωθή απ' αυτό, πεθαίνει. Γιατί βλέπω ότι και θνητά σώματα, όσο χρόνο υπάρχη μέσα τους η ψυχή, είναι ζωντανά. Ούτε βέβαια τούτο πιστεύω, ότι δηλαδή η ψυχή θα στερήται νου, όταν χωριστή από το αναίσθητο σώμα. Αλλ' όταν ο νους χωριστή από το σώμα αμιγής και καθαρός, τότε φυσικό είναι να έχη μεγάλη σύνεση. Και όταν διαλυθή το ανθρώπινο σώμα, φανερό είναι ότι καθένα από εκείνα που το αποτελούν πάει στα όμοιά του, εκτός από την ψυχή. Μόνη αυτή δεν φαίνεται ούτε ότι υπάρχει ούτε ότι αναχωρεί από το σώμα. Σκεφθήτε, είπε, ότι κανένα άλλο εκτός από τον ύπνο δεν φαίνεται ότι μοιάζει με το θάνατο. Η ψυχή του ανθρώπου στον ύπνο, όπως είναι γνωστό, φαίνεται ότι κατάγεται από τους θεούς, και προβλέπει στον ύπνο τα μέλλοντα. Γιατί τότε, ως φαίνεται, αποκτά την ελευθερία της. Εάν λοιπόν έτσι είναι το πράγμα, όπως εγώ το φαντάζομαι, και η ψυχή αφίνη το σώμα, σεβασθήτε την ψυχή μου και κάμετε όσα σας παρακαλώ να πράξετε∙ εάν όμως δεν έχη έτσι το πράγμα, αλλά η ψυχή μένοντας στο σώμα πεθαίνη μαζί με αυτό, φοβούμενοι τουλάχιστο τους αθάνατους θεούς, που τα βλέπουν όλα και είναι παντοδύναμοι, που φυλάνε αυτή την τάξη του σύμπαντος αμετάβλητη και αιώνια, και άψογη και ανεκδιήγητη ένεκα της ωραιότητος και του μεγέθους (του σύμπαντος ), τούτους φοβούμενοι ούτε να πράξετε ούτε να σκεφθήτε ποτέ πράξη ασεβή και αντιβαίνουσαν στους θείους νόμους. Ύστερα από τους θεούς να σέβεστε όλο το ανθρώπινο γένος που σώζεται με την αέναη διαδοχή. Γιατί οι θεοί δεν σας κρύβουν στο σκότος, αλλ' ανάγκη είναι τα έργα σας να είναι σε όλους φανερά∙ αυτά, αν φαίνωνται δίκαια και ειλικρινή, θα σας κάμουν δυνατούς σε όλους τους ανθρώπους∙ αν όμως σκεφθήτε να αδικήσετε ο ένας τον άλλο, θα πάψουν οι άνθρωποι να σας θεωρούν άξιους της εμπιστοσύνης τους. Γιατί κανείς δεν μπορεί να σας πιστέψη, ουδέ αν πολύ επιθυμήτε τούτο, όταν ιδή ότι σεις αδικείτε τον στενώτερο φίλο σας. Αν λοιπόν σας συμβουλεύω αρκετά πώς πρέπει να φέρεστε μεταξύ σας, έχει καλώς∙ σε ενάντια περίπτωση διδαχθήτε από όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, γιατί αυτό είναι αρίστη διδασκαλία. Πολλοί δηλαδή γονείς έζησαν αγαπώντας τα παιδιά τους, και πολλοί αδερφοί αγαπώντας τους αδερφούς τους. Μερικοί όμως έκαμαν τα αντίθετα. Όποιους λοιπόν καταλάβετε ότι ωφέλησαν οι πράξεις τους, τούτων τα έργα αν προτιμήσετε, θα πράξετε ορθά. Και αυτά ίσως είναι πια αρκετά. Το σώμα μου, παιδιά μου, όταν πεθάνω, μη το βάλετε ούτε σε χρυσό, ούτε σε αργυρό, ούτε σε κανένα άλλο πολύτιμο φέρετρο, αλλά θάψετέ το στη γη, όσο το δυνατόν γρηγορώτερα. Γιατί τι άλλο είναι γι' αυτό καλύτερο παρά να αναμιχθή με τη γη που κάνει να φυτρώνουν και να μεγαλώνουν όλα τα ωραία και ωφέλιμα; Εγώ πάντοτε αγάπησα τους ανθρώπους, και τώρα μου φαίνεται ότι ευχαρίστως θα απολαύσω εκείνο το πράγμα που τους ευεργετεί. Αλλ' όμως τώρα πια μου φαίνεται πως αρχίζει να με αφίνη η ψυχή από κει όπου, ως φαίνεται, αρχίζει να φεύγη η ψυχή κάθε ανθρώπου. Αν λοιπόν κανείς από σας θέλη, ή να πιάση το δεξί μου χέρι ή να με ιδή στο πρόσωπο, εφ' όσον ακόμη είμαι ζωντανός, ας έρθη. Όταν πια σκεπαστώ, σας παρακαλώ, παιδιά μου, κανείς πια να μη δη το σώμα μου, ούτε σεις οι ίδιοι να μη το δήτε. Προσκαλέσετε όλους τους Πέρσες και τους συμμάχους στο μνήμα μου, για να χαρούν μαζί μου, γιατί θα βρίσκωμαι πια σε τόπο ασφαλή, ώστε να μη είναι δυνατόν να πάθω πια κανένα κακό, είτε είμαι με τους θεούς, είτε δεν είμαι πια τίποτα. Εκείνους που θα προσέλθουν, αφού τους περιποιηθήτε με όσα είναι συνήθεια να περιποιούνται τους προσερχόμενους στην ταφή πλούσιου ανθρώπου, αποστείλετέ τους πάλι στα σπίτια τους. Και το τελευταίο τούτο, είπε, να ενθυμήστε: αν ευεργετήτε τους φίλους σας, θα μπορέσετε να τιμωρήτε τους εχθρούς σας. Τώρα χαίρετε, αγαπημένα μου παιδιά, και πήτε τούτο εκ μέρους μου και στη μητέρα σας. Και όλοι οι παρόντες και οι απόντες φίλοι χαίρετε. Αφού είπε αυτά, και χαιρέτησε με χειραψία όλους, σκεπάστηκε, και έτσι ετελείωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου