ΞΕΝ Ελλ 2.3.35–2.3.49
(ΞΕΝ Ελλ 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Η απολογία του Θηραμένη
Οι αυθαιρεσίες των Τριάκοντα (βλ. και ΞΕΝ Ελλ 2.3.6–2.3.16) πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά μετά την επιλογή των "Τρισχιλίων", των Αθηναίων δηλαδή που θεωρήθηκαν έμπιστοι και κλήθηκαν να μετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας. Επειδή ο Θηραμένης αντιδρούσε στα σχέδιά τους, τον συκοφάντησαν και τον προσήγαγαν σε δίκη. Στην αγόρευσή του ο Κριτίας τον κατηγόρησε για αμοραλισμό, καιροσκοπισμό και αναξιοπιστία και πρότεινε την εκτέλεσή του.
[2.3.35] Ὁ μὲν ταῦτ’ εἰπὼν ἐκαθέζετο· Θηραμένης δὲ ἀναστὰς
ἔλεξεν· Ἀλλὰ πρῶτον μὲν μνησθήσομαι, ὦ ἄνδρες, ὃ
τελευταῖον κατ’ ἐμοῦ εἶπε. φησὶ γάρ με τοὺς στρατηγοὺς
ἀποκτεῖναι κατηγοροῦντα. ἐγὼ δὲ οὐκ ἦρχον δήπου τοῦ κατ’
ἐκείνων λόγου, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἔφασαν προσταχθέν μοι ὑφ’
ἑαυτῶν οὐκ ἀνελέσθαι τοὺς δυστυχοῦντας ἐν τῇ περὶ Λέσβον
ναυμαχίᾳ. ἐγὼ δὲ ἀπολογούμενος ὡς διὰ τὸν χειμῶνα οὐδὲ
πλεῖν, μὴ ὅτι ἀναιρεῖσθαι τοὺς ἄνδρας δυνατὸν ἦν, ἔδοξα τῇ
πόλει εἰκότα λέγειν, ἐκεῖνοι δ’ ἑαυτῶν κατηγορεῖν ἐφαίνοντο.
φάσκοντες γὰρ οἷόν τε εἶναι σῶσαι τοὺς ἄνδρας, προέμενοι
ἀπολέσθαι αὐτοὺς ἀποπλέοντες ᾤχοντο. [2.3.36] οὐ μέντοι θαυμάζω
γε τὸ Κριτίαν †παρανενομηκέναι†· ὅτε γὰρ ταῦτα ἦν, οὐ
παρὼν ἐτύγχανεν, ἀλλ’ ἐν Θετταλίᾳ μετὰ Προμηθέως
δημοκρατίαν κατεσκεύαζε καὶ τοὺς πενέστας ὥπλιζεν ἐπὶ
τοὺς δεσπότας. [2.3.37] ὧν μὲν οὖν οὗτος ἐκεῖ ἔπραττε μηδὲν ἐνθάδε
γένοιτο· τάδε γε μέντοι ὁμολογῶ ἐγὼ τούτῳ, εἴ τις ὑμᾶς
μὲν τῆς ἀρχῆς βούλεται παῦσαι, τοὺς δ’ ἐπιβουλεύοντας
ὑμῖν ἰσχυροὺς ποιεῖ, δίκαιον εἶναι τῆς μεγίστης αὐτὸν
τιμωρίας τυγχάνειν· ὅστις μέντοι ὁ ταῦτα πράττων ἐστὶν
οἶμαι ἂν ὑμᾶς κάλλιστα κρίνειν, τά τε πεπραγμένα καὶ ἃ νῦν
πράττει ἕκαστος ἡμῶν εἰ κατανοήσετε. [2.3.38] οὐκοῦν μέχρι μὲν τοῦ
ὑμᾶς τε καταστῆναι εἰς τὴν βουλείαν καὶ ἀρχὰς ἀποδειχθῆναι
καὶ τοὺς ὁμολογουμένως συκοφάντας ὑπάγεσθαι πάντες ταὐτὰ
ἐγιγνώσκομεν· ἐπεὶ δέ γε οὗτοι ἤρξαντο ἄνδρας καλούς τε
κἀγαθοὺς συλλαμβάνειν, ἐκ τούτου κἀγὼ ἠρξάμην τἀναντία
τούτοις γιγνώσκειν. [2.3.39] ᾔδειν γὰρ ὅτι ἀποθνῄσκοντος μὲν
Λέοντος τοῦ Σαλαμινίου, ἀνδρὸς καὶ ὄντος καὶ δοκοῦντος
ἱκανοῦ εἶναι, ἀδικοῦντος δ’ οὐδὲ ἕν, οἱ ὅμοιοι τούτῳ φοβή-
σοιντο, φοβούμενοι δὲ ἐναντίοι τῇδε τῇ πολιτείᾳ ἔσοιντο·
ἐγίγνωσκον δὲ ὅτι συλλαμβανομένου Νικηράτου τοῦ Νικίου,
καὶ πλουσίου καὶ οὐδὲν πώποτε δημοτικὸν οὔτε αὐτοῦ οὔτε
τοῦ πατρὸς πράξαντος, οἱ τούτῳ ὅμοιοι δυσμενεῖς ἡμῖν γενή-
σοιντο. [2.3.40] ἀλλὰ μὴν καὶ Ἀντιφῶντος ὑφ’ ἡμῶν ἀπολλυμένου,
ὃς ἐν τῷ πολέμῳ δύο τριήρεις εὖ πλεούσας παρείχετο,
ἠπιστάμην ὅτι καὶ οἱ πρόθυμοι τῇ πόλει γεγενημένοι πάντες
ὑπόπτως ἡμῖν ἕξοιεν. [2.3.41] ἀντεῖπον δὲ καὶ ὅτε τῶν μετοίκων
ἕνα ἕκαστον λαβεῖν ἔφασαν χρῆναι· εὔδηλον γὰρ ἦν ὅτι
τούτων ἀπολομένων καὶ οἱ μέτοικοι ἅπαντες πολέμιοι τῇ
πολιτείᾳ ἔσοιντο. ἀντεῖπον δὲ καὶ ὅτε τὰ ὅπλα τοῦ πλήθους
παρῃροῦντο, οὐ νομίζων χρῆναι ἀσθενῆ τὴν πόλιν ποιεῖν·
οὐδὲ γὰρ τοὺς Λακεδαιμονίους ἑώρων τούτου ἕνεκα βουλο-
μένους περισῶσαι ἡμᾶς, ὅπως ὀλίγοι γενόμενοι μηδὲν δυναί-
μεθ’ αὐτοὺς ὠφελεῖν· ἐξῆν γὰρ αὐτοῖς, εἰ τούτου γε δέοιντο,
καὶ μηδένα λιπεῖν ὀλίγον ἔτι χρόνον τῷ λιμῷ πιέσαντας.
[2.3.42] οὐδέ γε τὸ φρουροὺς μισθοῦσθαι συνήρεσκέ μοι, ἐξὸν αὐτῶν
τῶν πολιτῶν τοσούτους προσλαμβάνειν, ἕως ῥᾳδίως ἐμέλ-
λομεν οἱ ἄρχοντες τῶν ἀρχομένων κρατήσειν. ἐπεί γε μὴν
πολλοὺς ἑώρων ἐν τῇ πόλει τῇ ἀρχῇ τῇδε δυσμενεῖς, πολλοὺς
δὲ φυγάδας γιγνομένους, οὐκ αὖ ἐδόκει μοι οὔτε Θρασύβουλον
οὔτε Ἄνυτον οὔτε Ἀλκιβιάδην φυγαδεύειν· ᾔδειν γὰρ ὅτι
οὕτω γε τὸ ἀντίπαλον ἰσχυρὸν ἔσοιτο, εἰ τῷ μὲν πλήθει
ἡγεμόνες ἱκανοὶ προσγενήσοιντο, [2.3.43] τοῖς δ’ ἡγεῖσθαι βουλο-
μένοις σύμμαχοι πολλοὶ φανήσοιντο. ὁ ταῦτα οὖν νουθετῶν
ἐν τῷ φανερῷ πότερα εὐμενὴς ἂν δικαίως ἢ προδότης νομί-
ζοιτο; οὐχ οἱ ἐχθρούς, ὦ Κριτία, κωλύοντες πολλοὺς ποι-
εῖσθαι, οὐδ’ οἱ συμμάχους πλείστους διδάσκοντες κτᾶσθαι,
οὗτοι τοὺς πολεμίους ἰσχυροὺς ποιοῦσιν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον
οἱ ἀδίκως τε χρήματα ἀφαιρούμενοι καὶ τοὺς οὐδὲν ἀδικοῦντας
ἀποκτείνοντες, οὗτοί εἰσιν οἱ καὶ πολλοὺς τοὺς ἐναντίους
ποιοῦντες καὶ προδιδόντες οὐ μόνον τοὺς φίλους ἀλλὰ καὶ
ἑαυτοὺς δι’ αἰσχροκέρδειαν. [2.3.44] εἰ δὲ μὴ ἄλλως γνωστὸν ὅτι
ἀληθῆ λέγω, ὧδε ἐπισκέψασθε. πότερον οἴεσθε Θρασύ-
βουλον καὶ Ἄνυτον καὶ τοὺς ἄλλους φυγάδας ἃ ἐγὼ λέγω
μᾶλλον ἂν ἐνθάδε βούλεσθαι γίγνεσθαι ἢ ἃ οὗτοι πράτ-
τουσιν; ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι νῦν μὲν αὐτοὺς νομίζειν συμμάχων
πάντα μεστὰ εἶναι· εἰ δὲ τὸ κράτιστον τῆς πόλεως προσφιλῶς
ἡμῖν εἶχε, χαλεπὸν ἂν ἡγεῖσθαι εἶναι καὶ τὸ ἐπιβαίνειν ποι
τῆς χώρας. [2.3.45] ἃ δ’ αὖ εἶπεν ὡς ἐγώ εἰμι οἷος ἀεί ποτε μετα-
βάλλεσθαι, κατανοήσατε καὶ ταῦτα. τὴν μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν
τετρακοσίων πολιτείαν καὶ αὐτὸς δήπου ὁ δῆμος ἐψηφίσατο,
διδασκόμενος ὡς οἱ Λακεδαιμόνιοι πάσῃ πολιτείᾳ μᾶλλον ἂν
ἢ δημοκρατίᾳ πιστεύσειαν. [2.3.46] ἐπεὶ δέ γε ἐκεῖνοι μὲν οὐδὲν
ἀνίεσαν, οἱ δὲ ἀμφὶ Ἀριστοτέλην καὶ Μελάνθιον καὶ Ἀρί-
σταρχον στρατηγοῦντες φανεροὶ ἐγένοντο ἐπὶ τῷ χώματι
ἔρυμα τειχίζοντες, εἰς ὃ ἐβούλοντο τοὺς πολεμίους δεξάμενοι
ὑφ’ αὑτοῖς καὶ τοῖς ἑταίροις τὴν πόλιν ποιήσασθαι, εἰ ταῦτ’
αἰσθόμενος ἐγὼ διεκώλυσα, τοῦτ’ ἐστὶ προδότην εἶναι τῶν
φίλων; [2.3.47] ἀποκαλεῖ δὲ κόθορνόν με, ὡς ἀμφοτέροις πειρώμενον
ἁρμόττειν. ὅστις δὲ μηδετέροις ἀρέσκει, τοῦτον ὢ πρὸς
τῶν θεῶν τί ποτε καὶ καλέσαι χρή; σὺ γὰρ δὴ ἐν μὲν τῇ
δημοκρατίᾳ πάντως μισοδημότατος ἐνομίζου, ἐν δὲ τῇ ἀριστο-
κρατίᾳ πάντων μισοχρηστότατος γεγένησαι. [2.3.48] ἐγὼ δ’, ὦ
Κριτία, ἐκείνοις μὲν ἀεί ποτε πολεμῶ τοῖς οὐ πρόσθεν
οἰομένοις καλὴν ἂν δημοκρατίαν εἶναι, πρὶν [ἂν] καὶ οἱ
δοῦλοι καὶ οἱ δι’ ἀπορίαν δραχμῆς ἂν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν
†δραχμῆς† μετέχοιεν, καὶ τοῖσδέ γ’ αὖ ἀεὶ ἐναντίος εἰμὶ οἳ
οὐκ οἴονται καλὴν ἂν ἐγγενέσθαι ὀλιγαρχίαν, πρὶν [ἂν] εἰς
τὸ ὑπ’ ὀλίγων τυραννεῖσθαι τὴν πόλιν καταστήσειαν. τὸ
μέντοι σὺν τοῖς δυναμένοις καὶ μεθ’ ἵππων καὶ μετ’ ἀσπίδων
ὠφελεῖν διὰ τούτων τὴν πολιτείαν πρόσθεν ἄριστον ἡγούμην
εἶναι καὶ νῦν οὐ μεταβάλλομαι. [2.3.49] εἰ δ’ ἔχεις εἰπεῖν, ὦ
Κριτία, ὅπου ἐγὼ σὺν τοῖς δημοτικοῖς ἢ τυραννικοῖς τοὺς
καλούς τε κἀγαθοὺς ἀποστερεῖν πολιτείας ἐπεχείρησα, λέγε·
ἐὰν γὰρ ἐλεγχθῶ ἢ νῦν ταῦτα πράττων ἢ πρότερον πώποτε
πεποιηκώς, ὁμολογῶ τὰ πάντων ἔσχατα παθὼν ἂν δικαίως
ἀποθνῄσκειν.
***
Άμα τέλειωσε και κάθισε, σηκώθηκε και μίλησε ο Θηραμένης:
«Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θ' αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία ― ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στον θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα ―άσε πια να σώσει τους ναυαγούς― κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Ωστόσο δεν απορώ με το λάθος του Κριτία: όταν έγιναν αυτά συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ, αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί!
»Σ' ένα πράγμα πάντως συμφωνώ μαζί του: όποιος τυχόν θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο· το ποιος είναι όμως που τα κάνει αυτά θα το κρίνετε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική του καθενός από μας. Λοιπόν, όταν επρόκειτο να γίνετε εσείς βουλευτές, να συγκροτηθούν αρχές και να δικαστούν οι γνωστοί καταδότες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι. Καθώς όμως τούτοι άρχισαν να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, τότε άρχισα κι εγώ να διαφωνώ. Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν ― κι ο τρόμος θα τους έκανε αντίπαλους αυτού του καθεστώτος. Το 'βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα 'χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ' έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα 'κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Αντιμίλησα και τότε που αφόπλισαν τον λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη: ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το 'καναν με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να τους είμαστε ολότελα άχρηστοι· αν αυτό αποζητούσαν, στο χέρι τους ήταν κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό ― δεν είχαν παρά να μας σφίξουν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα.
»Δεν συμφώνησα ούτε με την πρόσληψη μισθοφόρων, τη στιγμή που μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα, εμείς οι εξουσιαστές, στους υπηκόους μας. Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το 'βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θ' αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα 'βρισκαν πολλούς οπαδούς.
»Αυτός που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, τι είναι δίκαιο να θεωρηθεί ― φίλος ή προδότης; Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους ― αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία.
»Κι αν από αλλού δεν φαίνεται πως λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι ― ν' ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι;
»Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης.
»Όσο για τ' άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δεν μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στον μόλο ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα ― αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;
»Με ονομάζει κόθορνο επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τις δυο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δεν ταιριάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη; Γιατί εσένα τον καιρό της δημοκρατίας σε θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό του λαού, και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τιμίων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που δεν βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση ― κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι αξίζει να πάθω τα χειρότερα κακά και να πεθάνω».
Άμα τέλειωσε και κάθισε, σηκώθηκε και μίλησε ο Θηραμένης:
«Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θ' αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία ― ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στον θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα ―άσε πια να σώσει τους ναυαγούς― κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Ωστόσο δεν απορώ με το λάθος του Κριτία: όταν έγιναν αυτά συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ, αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί!
»Σ' ένα πράγμα πάντως συμφωνώ μαζί του: όποιος τυχόν θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο· το ποιος είναι όμως που τα κάνει αυτά θα το κρίνετε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική του καθενός από μας. Λοιπόν, όταν επρόκειτο να γίνετε εσείς βουλευτές, να συγκροτηθούν αρχές και να δικαστούν οι γνωστοί καταδότες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι. Καθώς όμως τούτοι άρχισαν να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, τότε άρχισα κι εγώ να διαφωνώ. Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν ― κι ο τρόμος θα τους έκανε αντίπαλους αυτού του καθεστώτος. Το 'βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα 'χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ' έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα 'κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Αντιμίλησα και τότε που αφόπλισαν τον λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη: ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το 'καναν με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να τους είμαστε ολότελα άχρηστοι· αν αυτό αποζητούσαν, στο χέρι τους ήταν κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό ― δεν είχαν παρά να μας σφίξουν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα.
»Δεν συμφώνησα ούτε με την πρόσληψη μισθοφόρων, τη στιγμή που μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα, εμείς οι εξουσιαστές, στους υπηκόους μας. Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το 'βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θ' αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα 'βρισκαν πολλούς οπαδούς.
»Αυτός που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, τι είναι δίκαιο να θεωρηθεί ― φίλος ή προδότης; Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους ― αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία.
»Κι αν από αλλού δεν φαίνεται πως λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι ― ν' ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι;
»Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης.
»Όσο για τ' άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δεν μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στον μόλο ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα ― αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;
»Με ονομάζει κόθορνο επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τις δυο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δεν ταιριάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη; Γιατί εσένα τον καιρό της δημοκρατίας σε θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό του λαού, και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τιμίων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που δεν βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση ― κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι αξίζει να πάθω τα χειρότερα κακά και να πεθάνω».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου