200 χαίρων οὕνεχ᾽ ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ᾽ ἐν ἀγῶνι.
καὶ τότε κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσι·
«Τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, νέοι· τάχα δ᾽ ὕστερον ἄλλον
ἥσειν ἢ τοσσοῦτον ὀΐομαι ἢ ἔτι μᾶσσον.
τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη θυμός τε κελεύει,
205 δεῦρ᾽ ἄγε πειρηθήτω, ἐπεί μ᾽ ἐχολώσατε λίην,
ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω,
πάντων Φαιήκων πλήν γ᾽ αὐτοῦ Λαοδάμαντος.
ξεῖνος γάρ μοι ὅδ᾽ ἐστί· τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο;
ἄφρων δὴ κεῖνός γε καὶ οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ,
210 ὅς τις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων
δήμῳ ἐν ἀλλοδαπῷ· ἕο δ᾽ αὐτοῦ πάντα κολούει.
τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ πέρ τιν᾽ ἀναίνομαι οὐδ᾽ ἀθερίζω,
ἀλλ᾽ ἐθέλω ἴδμεν καὶ πειρηθήμεναι ἄντην.
πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ᾽ ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεθλοι·
215 εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐΰξοον ἀμφαφάασθαι·
πρῶτός κ᾽ ἄνδρα βάλοιμι ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ
ἀνδρῶν δυσμενέων, εἰ καὶ μάλα πολλοὶ ἑταῖροι
ἄγχι παρασταῖεν καὶ τοξαζοίατο φωτῶν.
οἶος δή με Φιλοκτήτης ἀπεκαίνυτο τόξῳ
220 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ᾽ Ἀχαιοί.
τῶν δ᾽ ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι,
ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες.
ἀνδράσι δὲ προτέροισιν ἐριζέμεν οὐκ ἐθελήσω,
οὔθ᾽ Ἡρακλῆϊ οὔτ᾽ Εὐρύτῳ Οἰχαλιῆϊ,
225 οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων.
τῶ ῥα καὶ αἶψ᾽ ἔθανεν μέγας Εὔρυτος, οὐδ᾽ ἐπὶ γῆρας
ἵκετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων
ἔκτανεν, οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι.
δουρὶ δ᾽ ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ.
230 οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ
Φαιήκων· λίην γὰρ ἀεικελίως ἐδαμάσθην
κύμασιν ἐν πολλοῖς, ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα
ἦεν ἐπηετανός· τῶ μοι φίλα γυῖα λέλυνται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ·
235 Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε·
«Ξεῖν᾽, ἐπεὶ οὐκ ἀχάριστα μεθ᾽ ἡμῖν ταῦτ᾽ ἀγορεύεις,
ἀλλ᾽ ἐθέλεις ἀρετὴν σὴν φαινέμεν, ἥ τοι ὀπηδεῖ,
χωόμενος ὅτι σ᾽ οὗτος ἀνὴρ ἐν ἀγῶνι παραστὰς
νείκεσεν, ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔ τις ὄνοιτο
240 ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν·
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα καὶ ἄλλῳ
εἴπῃς ἡρώων, ὅτε κεν σοῖσ᾽ ἐν μεγάροισι
δαινύῃ παρὰ σῇ τ᾽ ἀλόχῳ καὶ σοῖσι τέκεσσιν,
ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν
245 Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξέτι πατρῶν.
οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν ἀμύμονες οὐδὲ παλαισταί,
ἀλλὰ ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι,
αἰεὶ δ᾽ ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε
εἵματά τ᾽ ἐξημοιβὰ λοετρά τε θερμὰ καὶ εὐναί.
250 ἀλλ᾽ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι,
παίσατε, ὥς χ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν,
οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγινόμεθ᾽ ἄλλων
ναυτιλίῃ καὶ ποσσὶ καὶ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ.
Δημοδόκῳ δέ τις αἶψα κιὼν φόρμιγγα λίγειαν
255 οἰσέτω, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀλκίνοος θεοείκελος, ὦρτο δὲ κῆρυξ
οἴσων φόρμιγγα γλαφυρὴν δόμου ἐκ βασιλῆος.
αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν
δήμιοι, οἳ κατ᾽ ἀγῶνα ἐῢ πρήσσεσκον ἕκαστα,
260 λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ᾽ εὔρυναν ἀγῶνα.
κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων φόρμιγγα λίγειαν
Δημοδόκῳ· ὁ δ᾽ ἔπειτα κί᾽ ἐς μέσον· ἀμφὶ δὲ κοῦροι
πρωθῆβαι ἵσταντο, δαήμονες ὀρχηθμοῖο,
πέπληγον δὲ χορὸν θεῖον ποσίν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
265 μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, θαύμαζε δὲ θυμῷ.
***
Έτσι του μίλησε, κι ευφράνθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,200 όλος χαρά που βρήκε σύντροφο στον αγώνα του καλό.
Τότε με θάρρος κι ανακούφιση στράφηκε προς τους Φαίακες:
«Κοπιάστε παλληκάρια μου, να φτάσετε τον δίσκο μου·
σε λίγο ρίχνω κι άλλον, τόσο μακριά ή και μακρύτερα.
Αν κάποιος θαρραλέος θέλει, που να το λέει κι η καρδιά του,
ας παραβγεί μαζί μου σε οτιδήποτε—αλήθεια μ᾽ έχετε χολώσει
αφάνταστα· στην πυγμαχία, στην πάλη, ακόμη και στο τρέξιμο.
Δεν θ᾽ αρνηθώ, και προκαλώ τους Φαίακες όλους, μόνο
τον Λαοδάμαντα εξαιρώ, τον ξένο που με φιλοξένησε·
γιατί ποιος μ᾽ ένα φίλο που του δείχνει αγάπη
θ᾽ άνοιγε μάχη· σίγουρα θα ᾽ταν τιποτένιος κι άμυαλος
210 ένας που ανταγωνίζεται εκείνον που τον ξένισε
σε ξένο τόπο· όποιος το κάνει, όλο το δίκιο του το χάνει.
Από τους άλλους όμως κανένα δεν αρνούμαι, κανένα
δεν περιφρονώ· θέλω να δω ο καθένας πόσο αξίζει,
αν παραβγεί μαζί μου. Πάντως δεν είμαι ανάξιος
σ᾽ όσους αγώνες οι άντρες αγωνίζονται.
Ξέρω καλά πώς το καλοξυσμένο τόξο να χειρίζομαι,
και πρώτος θα μπορούσα να πετύχω με το βέλος τον αντίπαλό μου
ανάμεσα σ᾽ άλλους εχθρούς, ακόμη κι αν στο πλάι μου στέκουν
οι σύντροφοι πολλοί, τοξεύοντας κι αυτοί.
Ο Φιλοκτήτης μόνος με ξεπερνούσε τότε στο δοξάρι,
220 εκεί στων Τρώων τη χώρα, κάθε φορά που οι Αχαιοί τοξεύαμε.
Από τους άλλους όμως περηφανεύομαι πως υπερέχω, και μάλιστα
πολύ, όσοι θνητοί ζούνε στη γη και τρων ψωμί.
Δεν συνερίζομαι, και δεν το θέλω, τους παλιούς μου ήρωες,
μήτε τον Ηρακλή μήτε τον Εύρυτο από την Οιχαλία·
εκείνοι ακόμη και με τους θεούς συναγωνίστηκαν στο τόξο.
Γι᾽ αυτό κι ο μέγας Εύρυτος χάθηκε πριν της ώρας του, δεν γέρασε
στο αρχοντικό του· ο Απόλλων χολωμένος τον θανάτωσε,
όταν εκείνος τον προκάλεσε να παραβγούν στο τόξο.
Ρίχνω και δόρυ, πιο μακριά από όσο οι άλλοι τη σαΐτα τους·
230 φοβάμαι μόνο για τα πόδια μου, και κάποιος από σας τους Φαίακες
ίσως μπορούσε να μ᾽ αφήσει πίσω. Γιατί με τσάκισε, με δάμασε
άσχημα το κύμα, μέρες δεν είχα να πιαστώ καν σ᾽ ένα ξύλο
καραβιού· έτσι μου λύθηκαν τα γόνατα.»
Τελειώνοντας, έμειναν όλοι τους αμίλητοι και βυθισμένοι στη σιωπή,
ώσπου ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο να μιλήσει:
«Ξένε, όσα αγορεύεις και μας είπες δεν είναι αχάριστα ασφαλώς.
Θέλησες ν᾽ αποδείξεις και τη δική σου αρετή που συντροφεύει
τη ζωή σου· από θυμό, που αυτός ο νιος
μπροστά στους άλλους βγήκε να σε προσβάλει αστόχαστα,
δείχνοντας περιφρόνηση στην αρετή σου,
όση κανείς δεν θα τολμούσε να προφέρει, αν είχε φρόνηση
240 και λόγια μετρημένα.
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,
θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας
μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
250 Τώρα λοιπόν εμπρός, οι άριστοί μας χορευτές στήσετε, Φαίακες,
χορό, για να μπορεί κι ο ξένος να διηγάται,
όταν γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, πόσο τους άλλους υπερβάλλουμε
στο αρμένισμα, τον δρόμο, στον χορό και το τραγούδι.
Κάποιος ας πάει να φέρει και τη γλυκόφωνη κιθάρα
στον Δημόδοκο· κάπου θα βρίσκεται μες στο παλάτι.»
Έτσι τους μίλησε ο Αλκίνοος θεόμορφος, κι ο κήρυκας πετάχτηκε
να φέρει τη βαθουλή κιθάρα απ᾽ το βασιλικό παλάτι.
Στο μεταξύ σηκώθηκαν επίσημοι οι εννέα κριτές,
όλοι τους διαλεχτοί του δήμου, αυτοί που ορίζουν
στους αγώνες τους κανόνες όπως πρέπει,
και τα ρυθμίζουν όλα· ίσωσαν τότε τον τόπο του χορού
260 κι άνοιξαν όμορφα τον κύκλο.
Στην ώρα του κατέφθασε κι ο κήρυκας με τη μελωδική κιθάρα,
τη δίνει στον Δημόδοκο, κι αυτός πήγε και στάθηκε στη μέση.
Γύρω του στήθηκαν ωραία αγόρια, που μόλις άνθιζε το χνούδι τους,
δεινοί ωστόσο χορευτές, κι αμέσως άρχισαν, τα πόδια τους
χτυπώντας, τον θείο χορό. Ο Οδυσσέας έκθαμβος
κοιτούσε να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους,
τον συνεπήρε αυτό το θαύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου