Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.385-11.464)

385 Αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ
ἁγνὴ Περσεφόνεια γυναικῶν θηλυτεράων,
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἀχνυμένη· περὶ δ᾽ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾽, ὅσσοι ἅμ᾽ αὐτῷ
οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.
390 ἔγνω δ᾽ αἶψ᾽ ἐμὲ κεῖνος, ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν·
κλαῖε δ᾽ ὅ γε λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων,
πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας ὀρέξασθαι μενεαίνων·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ ἔτ᾽ ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κῖκυς,
οἵη περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι.
395 τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν, Ἀγάμεμνον,
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;
ἠέ σέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν
400 ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν,
ἦέ σ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου
βοῦς περιταμνόμενον ἠδ᾽ οἰῶν πώεα καλά,
ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενον ἠδὲ γυναικῶν;»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
405 «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὔτ᾽ ἐμέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν,
ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν,
οὔτε μ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου,
ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε
410 ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ, οἶκόνδε καλέσσας,
δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ· περὶ δ᾽ ἄλλοι ἑταῖροι
νωλεμέως κτείνοντο, σύες ὣς ἀργιόδοντες,
οἵ ῥά τ᾽ ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο
415 ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ.
ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας,
μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ·
ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν ὀλοφύραο θυμῷ,
ὡς ἀμφὶ κρητῆρα τραπέζας τε πληθούσας
420 κείμεθ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν.
οἰκτροτάτην δ᾽ ἤκουσα ὄπα Πριάμοιο θυγατρός,
Κασσάνδρης, τὴν κτεῖνε Κλυταιμνήστρη δολόμητις
ἀμφ᾽ ἐμοί· αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ γαίῃ χεῖρας ἀείρων
βάλλον ἀποθνῄσκων περὶ φασγάνῳ· ἡ δὲ κυνῶπις
425 νοσφίσατ᾽, οὐδέ μοι ἔτλη ἰόντι περ εἰς Ἀΐδαο
χερσὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ᾽ ἐρεῖσαι.
ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικὸς
ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται·
οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές,
430 κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον. ἦ τοι ἔφην γε
ἀσπάσιος παίδεσσιν ἰδὲ δμώεσσιν ἐμοῖσιν
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· ἡ δ᾽ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα
οἷ τε κατ᾽ αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»
435 Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
ἐκπάγλως ἔχθαιρε γυναικείας διὰ βουλὰς
ἐξ ἀρχῆς· Ἑλένης μὲν ἀπωλόμεθ᾽ εἵνεκα πολλοί,
σοὶ δὲ Κλυταιμνήστρη δόλον ἤρτυε τηλόθ᾽ ἐόντι.»
440 Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«τῷ νῦν μή ποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι·
μηδ᾽ οἱ μῦθον ἅπαντα πιφαυσκέμεν, ὅν κ᾽ ἐῢ εἰδῇς,
ἀλλὰ τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι.
ἀλλ᾽ οὐ σοί γ᾽, Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός·
445 λίην γὰρ πινυτή τε καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.
ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς
ἐρχόμενοι πόλεμόνδε· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ
νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
450 ὄλβιος· ἦ γὰρ τόν γε πατὴρ φίλος ὄψεται ἐλθών,
καὶ κεῖνος πατέρα προσπτύξεται, ἣ θέμις ἐστίν.
ἡ δ᾽ ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις
ὀφθαλμοῖσιν ἔασε· πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
455 κρύβδην, μηδ᾽ ἀναφανδά, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
νῆα κατισχέμεναι· ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἴ που ἔτι ζώοντος ἀκούετε παιδὸς ἐμοῖο,
ἤ που ἐν Ὀρχομενῷ, ἢ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι,
460 ἤ που πὰρ Μενελάῳ ἐνὶ Σπάρτῃ εὐρείῃ·
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀρέστης.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ἀτρεΐδη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τι οἶδα,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δ᾽ ἀνεμώλια βάζειν.»

***
Αφού λοιπόν τις σκόρπισε η Περσεφόνη αγνή,
κάθε ψυχή κι αλλού, τις τρυφερές γυναίκες,
ήλθε του Αγαμέμνονα η ψυχή, γιου του Ατρέα,
λυπημένη· γύρω της συναθροίστηκαν κι άλλες ψυχές, όσοι
στο αρχοντικό του Αιγίσθου έπεσαν μαζί του
κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος.
390 Μόλις εκείνος ήπιε από το μαύρο αίμα, αμέσως με αναγνώρισε,
πήρε να κλαίει σπαραχτικά, το δάκρυ του έτρεχε ποτάμι,
απλώνοντας τα χέρια του, ποθούσε να μ᾽ αγγίξει·
όμως δεν μπόρεσε, γιατί του είχε λείψει η δύναμη,
εκείνη η ρώμη που άλλοτε στήριζε τα ευλύγιστά του μέλη.
Κι όπως τον είδα, δάκρυσα, πλημμύρισε η ψυχή μου έλεος,
τον φώναξα με το όνομα και πέταξαν
τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Ατρείδη τιμημένε, ω Αγαμέμνονα, με τον λαό και τον στρατό σου,
ποια μοίρα να σε δάμασε, ποιος ανελέητος θάνατος;
Μήπως σε τσάκισε ο Ποσειδώνας στα καράβια σου,
400 σ᾽ άρπαξε θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς;
μήπως σε χάλασαν εχθροί επάνω στη στεριά,
που γύρεψες να κόψεις βόδια, ή όμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ή πολεμώντας για μια πόλη τειχισμένη; ή για γυναίκες;»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μου αποκρίθηκε με το όνομά μου:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
όχι, μήτε ο Ποσειδώνας στα καράβια μου με τσάκισε,
με θύελλα φριχτή, μ᾽ ανέμους φοβερούς,
μήτε κι εχθροί με χάλασαν κάπου σε μια στεριά·
ο Αίγισθος συντέλεσε τη μοίρα του θανάτου μου,
410 αυτός με σκότωσε, μαζί κι η δολερή γυναίκα μου· ενώ με κάλεσε
στο σπίτι να δειπνήσω, μ᾽ έσφαξε σαν το βόδι στο παχνί.
Εκεί με βρήκε ο θάνατος, οικτρότατος· και γύρω οι σύντροφοί μου
σκοτωμένοι, ένας πάνω στον άλλο, σάμπως γουρούνια μ᾽ άσπρα δόντια
που σφάζονται στο αρχοντικό κάποιου με δύναμη και πλούτη,
σε γάμο, γλέντι συντροφικό, γιορτή μεγάλη.
Είδες εσύ και ξέρεις από φονικό, όπου οι νεκροί σωριάζονται,
μονομαχώντας ένας με τον άλλο ή πολεμώντας σ᾽ άγρια μάχη.
Αν όμως τα ᾽βλεπες εκείνα, τότε θα σπάραζε η καρδιά σου πιο πολύ·
που γύρω στον κρατήρα, σε κατάφορτα τραπέζια, βρεθήκαμε
420 νεκροί μες στο παλάτι, κι άχνιζε στο πάτωμα παντού το αίμα μας ζεστό.
Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου,
της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα
πλάι και πάνω μου· κι εγώ, τα χέρια υψώνοντας, κάτω στο δάπεδο
σφάδαζα και χτυπιόμουν, ώσπου ξεψύχησα με το σπαθί στο στήθος.
Κι όμως εκείνη η σκύλα με παράτησε· δεν θέλησε, καν τη στιγμή
που πήγαινα στον Άδη, τα μάτια να μου τα σφαλίσει με τα χέρια της,
το στόμα να μου κλείσει.
Ω ναι, στον κόσμο τίποτε δεν είναι πιο σκληρό κι απάνθρωπο
απ᾽ τη γυναίκα που έβαλε μες στο μυαλό της τέτοιες πράξεις,
όπως αυτή, που το μελέτησε το ανόσιο έργο,
430 σφάζοντας άντρα που τη στεφανώθηκε. Κι ας έλεγα ο ταλαίπωρος,
θα με απαντήσουν παιδιά και δούλες με αγαλλίαση,
όταν γυρίσω στην πατρίδα μου· εκείνη υφαίνοντας στον νου της
ό,τι μπορούσε πιο φριχτό, βούτηξε η ίδια στην ντροπή, ντρόπιασε
όμως μια για πάντα κι όλο το θηλυκό το γένος, τις μελλούμενες γυναίκες,
έστω κι αν κάποια αποδειχτεί κάποτε φρόνιμη.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ πήρα τον λόγο λέγοντας:
«Αλίμονο, πόσο το γένος του Ατρέα ο Δίας, που το μάτι του
βλέπει μακριά, το μίσησε εξαρχής θανάσιμα με τις βουλές των γυναικών·
ενώ εμείς αφανιζόμασταν τόσοι για μιαν Ελένη,
εσένα η Κλυταιμνήστρα σ᾽ έπλεκε στον δόλο της, κι ας ήσουνα μακριά.»
440 Στα λόγια μου αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Γι᾽ αυτό λοιπόν κι εσύ μην έχεις στη γυναίκα σου μεγάλη εμπιστοσύνη,
να μην της φανερώνεις όλη σου τη σκέψη, ό,τι καλό γεννήσει ο νους σου·
λίγα να ομολογείς, τα πιο πολλά καλύτερα να τα κρατείς κρυφά.
Κι όμως εσένα δεν σ᾽ απειλεί, Οδυσσέα, φόνος απ᾽ τη γυναίκα σου·
είναι, και με το παραπάνω, φρόνιμη, και γνωστικά στοχάζεται
του Ικάριου η κόρη, η συνετή κι έξυπνη Πηνελόπη.
Θυμάμαι, την αφήσαμε νέα και νιόνυμφη, όταν εμείς
κινούσαμε στον πόλεμο· είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου,
νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους —
450 καλότυχος, γιατί μπροστά του θα τον βρει ο πατέρας του γυρίζοντας,
αλλά κι εκείνος θα πέσει στην αγκάλη του πατέρα του,
όπως το θέλει η καλή περίσταση. Μόνο εμένα
η γυναίκα μου δεν μ᾽ άφησε να τον χαρούν τα μάτια μου
τον γιο μου· πρόλαβε και με σκότωσε.
Έχω όμως κι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά·
κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πια.
Και τώρα απάντησέ μου, λέγοντας όλη την αλήθεια·
ανίσως κάπου ζωντανός ακόμη ακούγεται κι ο γιος μου,
ή στον Ορχομενό ή και στην Πύλο την αμμουδερή,
460 μπορεί στη Σπάρτη την ευρύχωρη, στο πλάι του Μενελάου —
λέω πως δεν πέθανε ο Ορέστης μου πάνω στη γη.»
Στο ερώτημά του εγώ ανταπάντησα μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ατρείδη, τέτοια μη ρωτάς· δεν ξέρω αλήθεια τίποτε,
αν ζει εκείνος ή αν πέθανε· κακό όποιος βγάζει από το στόμα του
λόγια του ανέμου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου