ΔΗΜ 52.12–19
Οι μεθοδεύσεις του Κάλλιππου – Ο πραγματικός δικαιούχος των χρημάτων του Λύκωνα
Ο Απολλόδωρος απολογείται ως κληρονόμος του τραπεζίτη Πασίωνα (βλ. ΔΗΜ 36.1–3) μετά την αγωγή για επιστροφή χρημάτων που υπέβαλε ο Κάλλιππος για μια συναλλαγή που είχε διενεργήσει στο παρελθόν ο νεκρός πλέον πατέρας του. Πιο συγκεκριμένα: ο Λύκωνας ο Ηρακλεώτης ήταν έμπορος και, πριν αναχωρήσει για ένα ταξίδι προς τη Λιβύη, τοποθέτησε ένα χρηματικό ποσό στην τράπεζα του Πασίωνα, ορίζοντας ρητά ότι αυτό προοριζόταν για τον Κηφισιάδη. Μετά από επίθεση ληστών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Λύκωνας σκοτώθηκε και ο Κηφισιάδης εισέπραξε το ποσό από τον Φορμίωνα, με την –απαραίτητη κατά το νόμο– παρουσία μαρτύρων που πιστοποίησαν την ταυτότητά του (ανάμεσά τους ήταν ο Αρχεβιάδης). Ο Κάλλιπος επανήλθε και, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του προξένου, διεκδίκησε την περιουσία του Λύκωνα. Ανέθεσε μάλιστα στον Πασίωνα να μεταφέρει τις διεκδικήσεις του στους Αρχεβιάδη και Κηφισιάδη.
[12] Ἃ μὲν διελέχθη, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὗτος μὲν τῷ πατρί,
ἐκεῖνος δὲ τῷ Ἀρχεβιάδῃ καὶ τῷ Κηφισιάδῃ τούτου δεη-
θέντος καὶ τούτῳ χαριζόμενος, ταῦτ’ ἔστιν, ἐξ ὧν κατὰ
μικρὸν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται· ὧν ἐγὼ ἤθελον τούτῳ
ταύτην ἥτις εἴη μεγίστη πίστις δοῦναι, ἦ μὴν ἐγὼ τοῦ
πατρὸς ἀκούειν. [13] οὗτος δὲ ὁ ἀξιῶν ὑφ’ ὑμῶν πιστεύεσθαι
ὡς ἀληθῆ λέγων, τρία ἔτη διαλιπὼν ἐπειδὴ τὸ πρῶτον
διαλεχθέντος τοῦ πατρὸς τῷ Ἀρχεβιάδῃ καὶ τοῖς ἄλλοις
τοῖς Κηφισιάδου ἐπιτηδείοις οὐκ ἔφασαν Καλλίππῳ προσέ-
χειν τὸν νοῦν οὐδὲ οἷς λέγει, [14] ἐπειδὴ ᾔσθετο ἀδυνάτως ἤδη
ἔχοντα τὸν πατέρα καὶ μόγις εἰς ἄστυ ἀναβαίνοντα καὶ τὸν
ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, λαγχάνει αὐτῷ δίκην, οὐ μὰ
Δί’ οὐχ ὥσπερ νῦν ἀργυρίου, ἀλλὰ βλάβης, ἐγκαλέσας
βλάπτειν ἑαυτὸν ἀποδιδόντα Κηφισιάδῃ τὸ ἀργύριον, ὃ
κατέλιπε Λύκων ὁ Ἡρακλεώτης παρ’ αὐτῷ, ἄνευ αὑτοῦ ὁμο-
λογήσαντα μὴ ἀποδώσειν. λαχὼν δὲ παρὰ μὲν τοῦ διαιτη-
τοῦ ἀνείλετο τὸ γραμματεῖον, προὐκαλέσατο δ’ αὐτὸν ἐπι-
τρέψαι Λυσιθείδῃ, αὑτοῦ μὲν καὶ Ἰσοκράτους καὶ Ἀφαρέως
ἑταίρῳ, γνωρίμῳ δὲ τοῦ πατρός. [15] ἐπιτρέψαντος δὲ τοῦ
πατρός, ὃν μὲν χρόνον ἔζη ὁ πατήρ, ὅμως καίπερ οἰκείως
ἔχων τούτοις ὁ Λυσιθείδης οὐκ ἐτόλμα οὐδὲν εἰς ἡμᾶς ἐξα-
μαρτάνειν. καίτοι οὕτω τινὲς ἀναίσχυντοι τῶν οἰκείων τῶν
τουτουί, ὥστε ἐτόλμησαν μαρτυρῆσαι ὡς ὁ μὲν Κάλλιππος
ὅρκον τῷ πατρὶ δοίη, ὁ δὲ πατὴρ οὐκ ἐθέλοι ὀμόσαι παρὰ
τῷ Λυσιθείδῃ, καὶ οἴονται ὑμᾶς πείσειν ὡς ὁ Λυσιθείδης,
οἰκεῖος μὲν ὢν τῷ Καλλίππῳ διαιτῶν δὲ τὴν δίαιταν, ἀπέ-
σχετ’ ἂν μὴ οὐκ εὐθὺς τοῦ πατρὸς καταδιαιτῆσαι, αὐτοῦ γε
ἑαυτῷ μὴ ’θέλοντος δικαστοῦ γενέσθαι τοῦ πατρός. [16] ὡς δὲ
ἐγὼ μὲν ἀληθῆ λέγω, οὗτοι δὲ ψεύδονται, πρῶτον μὲν αὐτὸ
ὑμῖν τοῦτο γενέσθω τεκμήριον, ὅτι κατεγνώκει ἂν αὐτοῦ
ὁ Λυσιθείδης, καὶ ὅτι ἐγὼ ἐξούλης ἂν ἔφευγον νῦν, ἀλλ’
οὐκ ἀργυρίου δίκην· πρὸς δὲ τούτῳ ἐγὼ ὑμῖν τοὺς παρόντας
ἑκάστοτε τῷ πατρὶ ἐν ταῖς συνόδοις ταῖς πρὸς τοῦτον, αἳ
παρὰ τῷ Λυσιθείδῃ ἐγίγνοντο, μάρτυρας παρέξομαι.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ.
[17] Ὅτι μὲν οὐ προκαλεσάμενος εἰς ὅρκον τὸν πατέρα τότε,
νυνὶ ἐκείνου τετελευτηκότος καταψεύδεται, καὶ κατ’ ἐμοῦ
ῥᾳδίως τὰ ψευδῆ μαρτυροῦντας τοὺς οἰκείους τοὺς ἑαυτοῦ
παρέχεται, ἔκ τε τῶν τεκμηρίων καὶ ἐκ τῆς μαρτυρίας ταύτης
ῥᾴδιον ὑμῖν εἰδέναι. ὅτι δὲ ἐγὼ ὑπὲρ τοῦ πατρὸς ἠθέλησα
αὐτῷ πίστιν δοῦναι ἥνπερ ὁ νόμος κελεύει, ἐάν τις τεθνεῶτι
ἐπικαλῶν δικάζηται τῷ κληρονόμῳ, [18] μὴ δοκεῖν μοι μήτε
ὁμολογῆσαι τὸν πατέρα τούτῳ ἀποδώσειν τὸ ἀργύριον ὃ
κατέλιπε Λύκων, μήτε συσταθῆναι αὐτὸν τῷ πατρὶ ὑπὸ τοῦ
Λύκωνος, καὶ Φορμίων, ἦ μὴν διαλογίσασθαί τε ἐναντίον
Ἀρχεβιάδου τῷ Λύκωνι αὐτὸς καὶ προσταχθῆναι αὑτῷ
Κηφισιάδῃ ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον, τὸν δὲ Κηφισιάδην δεῖξαι
αὑτῷ τὸν Ἀρχεβιάδην, [19] καὶ ὅτε Κάλλιππος προσῆλθεν τὸ
πρῶτον πρὸς τὴν τράπεζαν, λέγων ὅτι τετελευτηκὼς εἴη
ὁ Λύκων καὶ αὐτὸς ἀξιοίη τὰ γράμματα ἰδεῖν, εἴ τι καταλε-
λοιπὼς εἴη ὁ ξένος ἀργύριον, ἦ μὴν δείξαντος ἑαυτοῦ εὐθὺς
αὐτῷ τὰ γράμματα, ἰδόντα αὐτὸν τῷ Κηφισιάδῃ γεγραμμένον
ἀποδοῦναι, σιωπῇ οἴχεσθαι ἀπιόντα, οὐδὲν οὔτε ἀμφισβητή-
σαντα οὔτ’ ἀπειπόνθ’ αὑτῷ περὶ τοῦ ἀργυρίου, τούτων ὑμῖν
τάς τε μαρτυρίας ἀμφοτέρας καὶ τὸν νόμον ἀναγνώσεται.
***
[12] Τοιούτοι μεν υπήρξαν οι λόγοι του Καλλίπου, τους οποίους ο πατήρ μου τη αιτήσει του και διά να φανή εις αυτόν ευχάριστος, επανέλαβεν εις τον Αρχεβιάδην και Κηφισιάδην και εκ τούτων κατά μικρόν προήλθεν η παρούσα δίκη. Προεσεφέρθην να ορκισθώ εις αυτόν διά του μεγίστου όρκου, ότι πράγματι αυτά μου είπεν ο πατήρ μου. [13] Ούτος δε, ο οποίος έχει την αξίωσιν να γίνεται πιστευτός από σας ως λέγων την αλήθειαν, άφησε να περάσουν τρία έτη μετά τας πρώτας συζητήσεις του πατρός μου με τον Αρχεβιάδην και τους άλλους φίλους του Κηφισιάδου, οι οποίοι έλεγον ότι δεν τους ένοιαζε καθόλου διά τον Κάλλιππον και δι' όσα ούτος έλεγε. [14] Ότε δε αντελήφθη ότι ο πατήρ μου ήτο πλέον ασθενής και με δυσκολίαν ανέβαινεν εις την πόλιν, εκινδύνευε δε να χάση την όρασίν του, τότε ήγειρεν εναντίον του αγωγήν, όχι αγωγή δι' επιστροφήν χρημάτων, όπως τώρα, αλλά δι' αποζημίωσιν, στηρίζων την αγωγήν του εις το ότι ο πατήρ μου παρέδωσεν εις τον Κηφισιάδην τα χρήματα, τα οποία άφησεν εις την τράπεζάν του ο Λύκων εξ Ηρακλείας, ενώ ήτο υποχρεωμένος να μη τα παραδώση κατά την απουσίαν του. Αφού δε ήγειρεν αγωγήν, απέσυρε την μήνυσίν του προς τον δημόσιον διαιτητήν και εκάλεσε τον αντίδικόν του να παραπέμψη την υπόθεσιν εις την διαιτησίαν του Λυσιθείδου, όστις ήτο φίλος του και φίλος του Ισοκράτους και Αφαρέως, γνωστός δε του πατρός μου. [15] Ο πατήρ μου συγκατετέθη, και εφ' όσον ούτος έζη, ο Λυσιθείδης, καίτοι συνεδέετο τόσον στενά με αυτούς, δεν ετόλμησε να διαπράξη αδικίαν εις βάρος μας. Και όμως μερικοί από τους οικείους του Καλλίππου εφάνησαν τόσον αναίσχυντοι, ώστε ετόλμησαν να μαρτυρήσουν, ότι ο μεν Κάλλιππος εζήτησεν από τον πατέρα μου να ορκισθή, ο δε πατήρ μου δεν ήθελε να ορκισθή ενώπιον του Λυσιθείδου· και νομίζουν ότι θα σας πείσουν, ότι ο Λυσιθείδης, στενός φίλος του Καλλίππου και επιφορτισθείς με την διαιτησίαν, θα εδίσταζε να εκδώση αμέσως διαιτητικήν απόφασιν κατά του πατρός μου, αφού ο πατήρ μου δεν ήθελε να γίνη ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. [16] Ότι δε εγώ μεν λέγω την αλήθειαν, ούτοι δε ψεύδονται, τούτο πρώτον ας χρησιμεύση εις σας ως απόδειξις, ότι ο Λυσιθείδης θα εξέδιδε καταδικαστικήν απόφασιν κατά του πατρός μου και εγώ θα εδιωκόμην τώρα διά την εκτέλεσιν της αποφάσεως ταύτης και όχι δι' επιστροφήν χρημάτων. Προς τούτοις θα σας παρουσιάσω ως μάρτυρας εκείνους, οι οποίοι παρευρέθησαν εις όλας τας συγκεντρώσεις και των δύο μερών που έγιναν εις τον Λυσιθείδην.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ
[17] Ότι μεν λοιπόν χωρίς να προσκαλέση τότε τον πατέρα μου, να ορκισθή, τώρα ψεύδεται εις βάρος της μνήμης εκείνου και ευκόλως παρουσιάζει τους φίλους του να μαρτυρούν ψευδή εναντίον μου, τούτο είναι εύκολον να αντιληφθήτε και από τας αποδείξεις και από τας ενώπιόν σας γενομένας μαρτυρίας. Αντιθέτως εγώ προσεφέρθην να ορκισθώ εις αυτόν, υπέρ του πατρός μου, ως ορίζει ο νόμος, όταν ένας κληρονόμος δικάζεται δι' απαίτησιν εναντίον του πατρός του, προσεφέρθην δε να ορκισθώ, [18] ότι δεν εγνώριζον ότι ο πατήρ μου ανέλαβε την υποχρέωσιν να παραδώση τα χρήματα εις τον Κάλλιππον, τα οποία άφησεν ο Λύκων, ούτε ότι ούτος συνέστησεν εις τον πατέρα μου τον Κάλλιππον· αφ' ετέρου ο Φορμίων με την σειράν του προσεφέρθη να ορκισθή, ότι ο ίδιος εκανόνισε τους λογαριασμούς του Λύκωνος ενώπιον του Αρχεβιάδου, ότι έλαβεν εντολήν να καταβάλη τα χρήματα εις τον Κηφισιάδην, ότι ο Κηφισιάδης συνεστήθη εις αυτόν υπό του Αρχεβιάδου, [19] ότι την πρώτην φοράν που ο Κάλλιππος παρουσιάσθη εις την τράπεζαν λέγων ότι ο Λύκων είχεν αποθάνει και ζητών να συμβουλευθή τα βιβλία τους, διά να ίδη εάν ούτος είχεν αφήσει χρήματα, ο Φορμίων αμέσως του παρουσίασε τα βιβλία, και ότι ο Κάλλιππος, αφού είδεν εις τας σημειώσεις να γράφεται «να αποδοθούν εις τον Κηφισιάδην» ανεχώρησε χωρίς να είπη τίποτε, χωρίς να εγείρη αξιώσεις και χωρίς να φέρη αντίρρησιν δια την πληρωμήν· δι' αυτά θα σας αναγνωσθούν αι δύο μαρτυρίαι και ο νόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου