τὸν δὲ κατ᾽ αὐτόθι λεῖπεν, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,
κείμενον ἐν ψαμάθοισι, δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ.
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο,
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·
205 αὐτὰρ ὁ βῆ ῥ᾽ ἰέναι μετὰ Παίονας ἱπποκορυστάς,
οἵ ῥ᾽ ἔτι πὰρ ποταμὸν πεφοβήατο δινήεντα,
ὡς εἶδον τὸν ἄριστον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
χέρσ᾽ ὕπο Πηλεΐδαο καὶ ἄορι ἶφι δαμέντα.
ἔνθ᾽ ἕλε Θερσίλοχόν τε Μύδωνά τε Ἀστύπυλόν τε
210 Μνῆσόν τε Θρασίον τε καὶ Αἴνιον ἠδ᾽ Ὀφελέστην·
καί νύ κ᾽ ἔτι πλέονας κτάνε Παίονας ὠκὺς Ἀχιλλεύς,
εἰ μὴ χωσάμενος προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης,
ἀνέρι εἰσάμενος, βαθέης δ᾽ ἐκ φθέγξατο δίνης·
«ὦ Ἀχιλεῦ, περὶ μὲν κρατέεις, περὶ δ᾽ αἴσυλα ῥέζεις
215 ἀνδρῶν· αἰεὶ γάρ τοι ἀμύνουσιν θεοὶ αὐτοί.
εἴ τοι Τρῶας ἔδωκε Κρόνου παῖς πάντας ὀλέσσαι,
ἐξ ἐμέθεν γ᾽ ἐλάσας πεδίον κάτα μέρμερα ῥέζε·
πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα,
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν
220 στεινόμενος νεκύεσσι, σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ ἔασον· ἄγη μ᾽ ἔχει, ὄρχαμε λαῶν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«ἔσται ταῦτα, Σκάμανδρε διοτρεφές, ὡς σὺ κελεύεις.
Τρῶας δ᾽ οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων,
225 πρὶν ἔλσαι κατὰ ἄστυ καὶ Ἕκτορι πειρηθῆναι
ἀντιβίην, ἤ κέν με δαμάσσεται, ἦ κεν ἐγὼ τόν.»
Ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος·
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης·
«ὢ πόποι, ἀργυρότοξε, Διὸς τέκος, οὐ σύ γε βουλὰς
230 εἰρύσαο Κρονίωνος, ὅ τοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε
Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ᾽ ἐρίβωλον ἄρουραν.»
Ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ
κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
235 πάντα δ᾽ ὄρινε ῥέεθρα κυκώμενος, ὦσε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς·
τοὺς ἔκβαλλε θύραζε, μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος,
χέρσονδε· ζωοὺς δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα,
κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι.
240 δεινὸν δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα,
ὤθει δ᾽ ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος· οὐδὲ πόδεσσιν
εἶχε στηρίξασθαι· ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν
εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ᾽ ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα
κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα
245 ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
εἴσω πᾶσ᾽ ἐριποῦσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκ δίνης ἀνορούσας
ἤϊξεν πεδίοιο ποσὶ κραιπνοῖσι πέτεσθαι,
δείσας· οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἀκροκελαινιόων, ἵνα μιν παύσειε πόνοιο
250 δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
Πηλεΐδης δ᾽ ἀπόρουσεν ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωή,
αἰετοῦ οἴματ᾽ ἔχων μέλανος, τοῦ θηρητῆρος,
ὅς θ᾽ ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν·
τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν, ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
255 σμερδαλέον κονάβιζεν· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς
φεῦγ᾽, ὁ δ᾽ ὄπισθε ῥέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ
χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων·
260 τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι
ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ᾽ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα·
ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα κιχήσατο κῦμα ῥόοιο
καὶ λαιψηρὸν ἐόντα· θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν.
265 ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
στῆναι ἐναντίβιον καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες
ἀθάνατοι φοβέουσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
πλάζ᾽ ὤμους καθύπερθεν· ὁ δ᾽ ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα
270 θυμῷ ἀνιάζων· ποταμὸς δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα
λάβρος ὕπαιθα ῥέων, κονίην δ᾽ ὑπέρεπτε ποδοῖιν.
Πηλεΐδης δ᾽ ᾤμωξεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
«Ζεῦ πάτερ, ὡς οὔ τίς με θεῶν ἐλεεινὸν ὑπέστη
ἐκ ποταμοῖο σαῶσαι· ἔπειτα δὲ καί τι πάθοιμι.
275 ἄλλος δ᾽ οὔ τίς μοι τόσον αἴτιος Οὐρανιώνων,
ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ με ψεύδεσσιν ἔθελγεν·
ἥ μ᾽ ἔφατο Τρώων ὑπὸ τείχεϊ θωρηκτάων
λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσιν.
ὥς μ᾽ ὄφελ᾽ Ἕκτωρ κτεῖναι, ὃς ἐνθάδε γ᾽ ἔτραφ᾽ ἄριστος·
280 τῶ κ᾽ ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν᾽, ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξε·
νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι
ἐρχθέντ᾽ ἐν μεγάλῳ ποταμῷ, ὡς παῖδα συφορβόν,
ὅν ῥά τ᾽ ἔναυλος ἀποέρσῃ χειμῶνι περῶντα.»
***
200 Είπε και το κοντάρι του ανάσπασε απ᾽ την όχθην
και αυτόν, οπού εθανάτωσε, αφήκε αυτού στον άμμον
κειτάμενον να βρέχεται από το μαύρο κύμα
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωμένα
κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.
205 Και αυτός στο πλήθος όρμησε των ιππικών Παιόνων,
που άμ᾽ είδαν απ᾽ το κτύπημα του ξίφους του Αχιλλέως
να πέσει ο πρώτος άνδρας τους εφεύγαν τρομασμένοι
στον ποταμόν ολόγυρα· κι εκείνος τους ανδρείους
έστρωσ᾽ εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίο
210 και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην.
Και πλήθος άλλους Παίονας θα εφόνευε ο Πηλείδης
αλλ᾽ εχολώθη ο ποταμός και από τα βάθη εφάνη
ωσάν θνητός κι εφώναξε: «Καθώς είσαι, ω Πηλείδη,
στην ρώμην πρώτος των θνητών και στ᾽ άδικα είσαι πρώτος,
215 ότι θεοί σε βοηθούν· και αν ν᾽ αφανίσεις όλους
τους Τρώας σου ᾽δωκεν ο Ζευς, μέσ᾽ από τα νερά μου
διώξε τους και την λύσσαν σου ξεθύμα στην πεδιάδα·
ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα,
και δεν μ᾽ αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω
220 στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
Έλ᾽ άφησέ με, και απορώ, μεγάλε πολεμάρχε».
Κι ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θα γίνει αυτό πού θέλεις·
να σφάζω δεν θα παύσω εγώ τους επιόρκους Τρώας
225 ως να κλεισθούν και αντίστηθα να δοκιμάσω μόνον
τον Έκτορα να ιδούμε ποιος από τους δυο θα πέσει».
Είπε κι εχύθη ωσάν θεός των Τρώων μες στα πλήθη·
και ο ποταμός τότε ο βαθύς εφώναξε του Φοίβου:
«Διογέννητε, αργυρότοξε, την θέλησιν του Δία
230 δεν εσεβάσθης που θερμά σού είχε παραγγείλει
των Τρώων να ᾽σαι υπέρμαχος, ώσπου να ᾽λθει το δείλι
και να σκιάσει τους αγρούς στην γην την σιτοφόραν».
Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ᾽ την όχθην,
και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
235 βάζει άνω κάτω τα νερά και τους νεκρούς αμπώθει
πολλούς οπού του εσώρευσαν οι φόνοι του Αχιλλέως·
τους έβγαλ᾽ έξω στην στεριάν κι εμούγκριζε ωσάν ταύρος
κι εφύλαγε τους ζωντανούς στα όμορφα νερά του,
που τους εκρύβαν θολωτά στα βάθη των ρευμάτων.
240 Φρικτό σηκώθη φουσκωτό το κύμα ολόγυρά του
κι εκτύπα την ασπίδα του· πού να σταθούν δεν είχαν
τα πόδια του· κι επιάσθηκεν από φτελιά μεγάλην·
τ᾽ ωραίο δένδρο σύρριζα κάτω βροντά και σέρνει
την όχθην όλην κι έπιασε με τα πυκνά κλαδιά του
245 τ᾽ ωραίο ρεύμα κι έγινε γεφύρι στο ποτάμι·
και από τον φόβον ο Αχιλλεύς πετάχθη από το κύμα
κι εχύθηκεν ακράτητος να φύγει στην πεδιάδα.
Αλλ᾽ ο θεός, ο φοβερός, μαυροκορυφωμένος
ακράτητος επάνω του ροβόλαε να κόψει
250 την φονικήν εκείνου ορμήν και να σωθούν οι Τρώες.
Εκείθ᾽ εσκίρτησ᾽ ο Αχιλλεύς όσο τ᾽ ακόντι φθάνει,
καθώς ο μαύρος αετός ο αρπακτικός, που στ᾽ άλλα
πετούμενα για δύναμιν και για φτερά πρωτεύει.
Όμοια πετούσε και ο χαλκός στα στήθη του βροντούσε
255 τρομακτικά, και ως ξέφευγεν ανάμεσ᾽ απ᾽ το κύμα
κατάποδά του ο ποταμός με κρότον ροβολούσε.
Και ως από κεφαλόβρυσο κόβει νερό και παίρνει
ο ποτιστής και τ᾽ οδηγεί μες στα φυτά του κήπου
και με την δίκοπη αφαιρεί τα μπόδι᾽ από τ᾽ αυλάκι
260 και ροβολά με το νερό κάθε μικρό χαλίκι
κι εκείνο με κελάδισμα το πλάγι κατεβαίνει
τόσο γοργό που τ᾽ οδηγού το χέρι δεν το φθάνει,
ομοίως τον πτερόποδον επρόφθανε Αχιλλέα
το κύμα, ότι των θνητών ανώτερ᾽ οι θεοί ᾽ναι.
265 Και όσες φορές ο Αχιλλεύς εστρέφονταν να μείνει
ν᾽ αντισταθεί, να μάθει αν τον κατατρέχουν όλοι
οι επουράνιοι θεοί, τόσες το μέγα κύμα
του διογεννήτου ποταμού στους ώμους τον κτυπούσε.
Επήδ᾽ αυτός ανάερα με την καρδιά κομμένην
270 και φουσκωτός ο ποταμός τα γόνατ᾽ από κάτω
του ᾽κοφτε και απ᾽ τα πόδια του το χώμα τού ρουφούσε.
Κι εκοίταξε τον ουρανό κι εκλαίετ᾽ ο Πηλείδης:
«Πατέρα Δία των θεών, κανείς δεν μ᾽ ελυπήθη
να μη με πάρει ο ποταμός και ας πάθαινα κατόπι.
275 Και άλλος ουρανοκάτοικος θεός σ᾽ εμέ δεν πταίει
όσο η μητέρα μου που αυτή με πλάνεσε όταν είπε
που εμπρός στην πόλιν πυργωτήν των χαλκοφόρων Τρώων
θα πέσω από του Απόλλωνος τα πτεροφόρα βέλη.
Ο Έκτωρ θα με φόνευεν, πολεμιστής των πρώτος
280 ανδρείος καν θα εφόνευε, θα εγύμνωνεν ανδρείον
αλλά το θέλ᾽ η μοίρα μου να κακοθανατίσω
από μεγάλον ποταμόν, καθώς στο πέρασμά του
πνίγεται από νεροσυρμή χοιροβοσκού κοπέλι».
200 Είπε και το κοντάρι του ανάσπασε απ᾽ την όχθην
και αυτόν, οπού εθανάτωσε, αφήκε αυτού στον άμμον
κειτάμενον να βρέχεται από το μαύρο κύμα
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωμένα
κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.
205 Και αυτός στο πλήθος όρμησε των ιππικών Παιόνων,
που άμ᾽ είδαν απ᾽ το κτύπημα του ξίφους του Αχιλλέως
να πέσει ο πρώτος άνδρας τους εφεύγαν τρομασμένοι
στον ποταμόν ολόγυρα· κι εκείνος τους ανδρείους
έστρωσ᾽ εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίο
210 και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην.
Και πλήθος άλλους Παίονας θα εφόνευε ο Πηλείδης
αλλ᾽ εχολώθη ο ποταμός και από τα βάθη εφάνη
ωσάν θνητός κι εφώναξε: «Καθώς είσαι, ω Πηλείδη,
στην ρώμην πρώτος των θνητών και στ᾽ άδικα είσαι πρώτος,
215 ότι θεοί σε βοηθούν· και αν ν᾽ αφανίσεις όλους
τους Τρώας σου ᾽δωκεν ο Ζευς, μέσ᾽ από τα νερά μου
διώξε τους και την λύσσαν σου ξεθύμα στην πεδιάδα·
ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα,
και δεν μ᾽ αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω
220 στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
Έλ᾽ άφησέ με, και απορώ, μεγάλε πολεμάρχε».
Κι ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θα γίνει αυτό πού θέλεις·
να σφάζω δεν θα παύσω εγώ τους επιόρκους Τρώας
225 ως να κλεισθούν και αντίστηθα να δοκιμάσω μόνον
τον Έκτορα να ιδούμε ποιος από τους δυο θα πέσει».
Είπε κι εχύθη ωσάν θεός των Τρώων μες στα πλήθη·
και ο ποταμός τότε ο βαθύς εφώναξε του Φοίβου:
«Διογέννητε, αργυρότοξε, την θέλησιν του Δία
230 δεν εσεβάσθης που θερμά σού είχε παραγγείλει
των Τρώων να ᾽σαι υπέρμαχος, ώσπου να ᾽λθει το δείλι
και να σκιάσει τους αγρούς στην γην την σιτοφόραν».
Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ᾽ την όχθην,
και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
235 βάζει άνω κάτω τα νερά και τους νεκρούς αμπώθει
πολλούς οπού του εσώρευσαν οι φόνοι του Αχιλλέως·
τους έβγαλ᾽ έξω στην στεριάν κι εμούγκριζε ωσάν ταύρος
κι εφύλαγε τους ζωντανούς στα όμορφα νερά του,
που τους εκρύβαν θολωτά στα βάθη των ρευμάτων.
240 Φρικτό σηκώθη φουσκωτό το κύμα ολόγυρά του
κι εκτύπα την ασπίδα του· πού να σταθούν δεν είχαν
τα πόδια του· κι επιάσθηκεν από φτελιά μεγάλην·
τ᾽ ωραίο δένδρο σύρριζα κάτω βροντά και σέρνει
την όχθην όλην κι έπιασε με τα πυκνά κλαδιά του
245 τ᾽ ωραίο ρεύμα κι έγινε γεφύρι στο ποτάμι·
και από τον φόβον ο Αχιλλεύς πετάχθη από το κύμα
κι εχύθηκεν ακράτητος να φύγει στην πεδιάδα.
Αλλ᾽ ο θεός, ο φοβερός, μαυροκορυφωμένος
ακράτητος επάνω του ροβόλαε να κόψει
250 την φονικήν εκείνου ορμήν και να σωθούν οι Τρώες.
Εκείθ᾽ εσκίρτησ᾽ ο Αχιλλεύς όσο τ᾽ ακόντι φθάνει,
καθώς ο μαύρος αετός ο αρπακτικός, που στ᾽ άλλα
πετούμενα για δύναμιν και για φτερά πρωτεύει.
Όμοια πετούσε και ο χαλκός στα στήθη του βροντούσε
255 τρομακτικά, και ως ξέφευγεν ανάμεσ᾽ απ᾽ το κύμα
κατάποδά του ο ποταμός με κρότον ροβολούσε.
Και ως από κεφαλόβρυσο κόβει νερό και παίρνει
ο ποτιστής και τ᾽ οδηγεί μες στα φυτά του κήπου
και με την δίκοπη αφαιρεί τα μπόδι᾽ από τ᾽ αυλάκι
260 και ροβολά με το νερό κάθε μικρό χαλίκι
κι εκείνο με κελάδισμα το πλάγι κατεβαίνει
τόσο γοργό που τ᾽ οδηγού το χέρι δεν το φθάνει,
ομοίως τον πτερόποδον επρόφθανε Αχιλλέα
το κύμα, ότι των θνητών ανώτερ᾽ οι θεοί ᾽ναι.
265 Και όσες φορές ο Αχιλλεύς εστρέφονταν να μείνει
ν᾽ αντισταθεί, να μάθει αν τον κατατρέχουν όλοι
οι επουράνιοι θεοί, τόσες το μέγα κύμα
του διογεννήτου ποταμού στους ώμους τον κτυπούσε.
Επήδ᾽ αυτός ανάερα με την καρδιά κομμένην
270 και φουσκωτός ο ποταμός τα γόνατ᾽ από κάτω
του ᾽κοφτε και απ᾽ τα πόδια του το χώμα τού ρουφούσε.
Κι εκοίταξε τον ουρανό κι εκλαίετ᾽ ο Πηλείδης:
«Πατέρα Δία των θεών, κανείς δεν μ᾽ ελυπήθη
να μη με πάρει ο ποταμός και ας πάθαινα κατόπι.
275 Και άλλος ουρανοκάτοικος θεός σ᾽ εμέ δεν πταίει
όσο η μητέρα μου που αυτή με πλάνεσε όταν είπε
που εμπρός στην πόλιν πυργωτήν των χαλκοφόρων Τρώων
θα πέσω από του Απόλλωνος τα πτεροφόρα βέλη.
Ο Έκτωρ θα με φόνευεν, πολεμιστής των πρώτος
280 ανδρείος καν θα εφόνευε, θα εγύμνωνεν ανδρείον
αλλά το θέλ᾽ η μοίρα μου να κακοθανατίσω
από μεγάλον ποταμόν, καθώς στο πέρασμά του
πνίγεται από νεροσυρμή χοιροβοσκού κοπέλι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου