Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (927-962)

ΦΙ. ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δεῖμα καὶ πανουργίας
δεινῆς τέχνημ᾽ ἔχθιστον, οἷά μ᾽ εἰργάσω,
οἷ᾽ ἠπάτηκας· οὐδ᾽ ἐπαισχύνῃ μ᾽ ὁρῶν
930 τὸν προστρόπαιον, τὸν ἱκέτην, ὦ σχέτλιε;
ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ᾽ ἑλών.
ἀπόδος, ἱκνοῦμαί σ᾽, ἀπόδος, ἱκετεύω, τέκνον.
πρὸς θεῶν πατρῴων, τὸν βίον με μὴ ἀφέλῃς.
ὤμοι τάλας. ἀλλ᾽ οὐδὲ προσφωνεῖ μ᾽ ἔτι,
935 ἀλλ᾽ ὡς μεθήσων μήποθ᾽, ὧδ᾽ ὁρᾷ πάλιν.
ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, ὦ ξυνουσίαι
θηρῶν ὀρείων, ὦ καταρρῶγες πέτραι,
ὑμῖν τάδ᾽, οὐ γὰρ ἄλλον οἶδ᾽ ὅτῳ λέγω,
ἀνακλαίομαι παροῦσι τοῖς εἰωθόσιν,
940 οἷ᾽ ἔργ᾽ ὁ παῖς μ᾽ ἔδρασεν οὑξ Ἀχιλλέως·
ὀμόσας ἀπάξειν οἴκαδ᾽, ἐς Τροίαν μ᾽ ἄγει·
προσθείς τε χεῖρα δεξιάν, τὰ τόξα μου
ἱερὰ λαβὼν τοῦ Ζηνὸς Ἡρακλέους ἔχει,
καὶ τοῖσιν Ἀργείοισι φήνασθαι θέλει,
945 ὡς ἄνδρ᾽ ἑλών μ᾽ ἰσχυρὸν ἐκ βίας ἄγει,
κοὐκ οἶδ᾽ ἐναίρων νεκρόν, ἢ καπνοῦ σκιάν,
εἴδωλον ἄλλως. οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε
εἷλέν μ᾽· ἐπεὶ οὐδ᾽ ἂν ὧδ᾽ ἔχοντ᾽, εἰ μὴ δόλῳ.
νῦν δ᾽ ἠπάτημαι δύσμορος. τί χρή με δρᾶν;
950 ‹ἀλλ᾽› ἀπόδος. ἀλλὰ νῦν ἔτ᾽ ἐν σαυτοῦ γενοῦ.
τί φής; σιωπᾷς. οὐδέν εἰμ᾽ ὁ δύσμορος.
ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, αὖθις αὖ πάλιν
εἴσειμι πρὸς σὲ ψιλός, οὐκ ἔχων τροφήν·
ἀλλ᾽ αὐανοῦμαι τῷδ᾽ ἐν αὐλίῳ μόνος,
955 οὐ πτηνὸν ὄρνιν, οὐδὲ θῆρ᾽ ὀρειβάτην
τόξοις ἐναίρων τοισίδ᾽, ἀλλ᾽ αὐτὸς τάλας
θανὼν παρέξω δαῖτ᾽ ἀφ᾽ ὧν ἐφερβόμην,
καί μ᾽ οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν·
φόνον φόνου δὲ ῥύσιον τείσω τάλας
960 πρὸς τοῦ δοκοῦντος οὐδὲν εἰδέναι κακόν.
ὄλοιο μή πω, πρὶν μάθοιμ᾽ εἰ καὶ πάλιν
γνώμην μετοίσεις· εἰ δὲ μή, θάνοις κακῶς.

***
ΦΙΛ. Ω του Άδη εσύ φωτιά, ω σωστό τέρας,
της πιο άτιμης ψευτιάς αρχιτεχνίτη,
πώς το ᾽καμες; πώς μ᾽ απάτησες έτσι;
και δεν ντρέπεσαι ακόμη να με βλέπεις
εμένα, που σου πρόσπεσα στα πόδια,
930 εμένα τον ικέτη σου, πανάθλιε;
Μου στερείς τη ζωή μου που μου παίρνεις
τα τόξ᾽ αυτά, μα σε καθικετεύω,
δώσ᾽ μου τα πίσω, δώσ᾽ μου τα, παιδί μου,
στους πατρικούς θεούς σου σε ξορκίζω,
μη θες να μου αφαιρέσεις τη ζωή μου.
Μα, ω δυστυχία μου, αυτός ούτ᾽ ένα λόγο
πια δε μου λέει και, σαν να το ᾽χει πάρει
απόφαση, γυρίζει αλλού τα μάτια.
Ω λιμιώνες, ω κάβοι, ω άγρια βράχια
κι ω συντρόφοι μου εσείς του λόγγου αγρίμια,
σε σας τα λέω γιατί δεν ξέρω κι άλλον
να του κλαυτώ, σε σας που, μαζί πάντα,
μ᾽ έχετε συνηθίσει να μ᾽ ακούτε·
940 νά τί μὄκαμε ο γιος ενού Αχιλλέα!
μου ορκίστηκε πως θα με φέρει πίσω
στον τόπο μου κι αυτός με πάει στην Τροία·
το δεξί χέρι μὄδωσε για πίστη
κι αυτός μου πήρε και κρατάει τα τόξα
τα ιερά του Ηρακλέα του γιου τού Δία·
και θέλει στους Αργείους να μ᾽ επιδείξει
πως ένα ήρωα δυνατό τούς πάει
που έπιασε με τη βία και δε γνωρίζει
πως σκοτώνει νεκρό, σκιά του αγέρα,
φάντασμ᾽ άδειο· γιατί ποτέ του, αν είχα
τη δύναμή μου, δε θα με νικούσε,
αφού ούτε ως είμαι, παρά με το δόλο·
τώρα είμαι προδομένος και δεν έχω
ο άμοιρος τί να κάμω· μα έλα, δώσ᾽ τα·
950 καιρός ακόμα να γενείς ό,τ᾽ ήσουν.
Τί λες; σιωπάς; τέλειωσα ο άμοιρος, πάω.
Ω βράχε με τις δυο μπασιές σου, νά ᾽μαι,
σε ξαναμπαίνω πάλι, άοπλος, δίχως
να ᾽χω πώς να τραφώ κι έτσι αυτού μέσα,
στη σπηλιά αυτή θα ξεραθώ μονάχος
κι ούτε πουλί πετάμενο ούτε αγρίμι
του βουνού θα ᾽χω με τα τόξα αυτά μου
να σκοτώνω· μα το νεκρό κορμί μου
θροφή θα γίνει εκείνων που με θρέφαν·
και τώρ᾽ αυτά που εγώ πριν κυνηγούσα
θενα με κυνηγούν ν᾽ αντιπλερώσω
φόνο με φόνο ο τρισδυστυχισμένος,
κι όλα χάρη σ᾽ αυτόν που φαίνονταν
960 πως ούτε ιδέα ᾽πό κακό δεν είχε.
Στο ανάθεμα να πας — μα όχι, πρι μάθω
α δε θα πεις ν ᾽αλλάξεις γνώμη ακόμα,
ειδεμή, θάνατος κακός να σέ ᾽βρει.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (8.157-8.211)

Ὣς ἄρα φωνήσας φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους
αὖτις ἀν᾽ ἰωχμόν· ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ
ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο.
160 τῷ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«Τυδεΐδη, περὶ μέν σε τίον Δαναοὶ ταχύπωλοι
ἕδρῃ τε κρέασίν τε ἰδὲ πλείοις δεπάεσσι·
νῦν δέ σ᾽ ἀτιμήσουσι· γυναικὸς ἄρ᾽ ἀντὶ τέτυξο.
ἔρρε, κακὴ γλήνη, ἐπεὶ οὐκ εἴξαντος ἐμεῖο
165 πύργων ἡμετέρων ἐπιβήσεαι, οὐδὲ γυναῖκας
ἄξεις ἐν νήεσσι· πάρος τοι δαίμονα δώσω.»
Ὣς φάτο, Τυδεΐδης δὲ διάνδιχα μερμήριξεν,
ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι.
τρὶς μὲν μερμήριξε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
170 τρὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ Ἰδαίων ὀρέων κτύπε μητίετα Ζεὺς
σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μάχης ἑτεραλκέα νίκην.
Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
175 γιγνώσκω δ᾽ ὅτι μοι πρόφρων κατένευσε Κρονίων
νίκην καὶ μέγα κῦδος, ἀτὰρ Δαναοῖσί γε πῆμα·
νήπιοι, οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο
ἀβλήχρ᾽ οὐδενόσωρα· τὰ δ᾽ οὐ μένος ἁμὸν ἐρύξει·
ἵπποι δὲ ῥέα τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν.
180 ἀλλ᾽ ὅτε κεν δὴ νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι γένωμαι,
μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς δηΐοιο γενέσθω,
ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
Ἀργείους παρὰ νηυσὶν ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ.»
Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο φώνησέν τε·
185 «Ξάνθε τε καὶ σύ, Πόδαργε, καὶ Αἴθων Λάμπε τε δῖε,
νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον, ἣν μάλα πολλὴν
Ἀνδρομάχη θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος
ὑμῖν πὰρ προτέροισι μελίφρονα πυρὸν ἔθηκεν
οἶνόν τ᾽ ἐγκεράσασα πιεῖν, ὅτε θυμὸς ἀνώγοι,
190 ἢ ἐμοί, ὅς πέρ οἱ θαλερὸς πόσις εὔχομαι εἶναι.
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον, ὄφρα λάβωμεν
ἀσπίδα Νεστορέην, τῆς νῦν κλέος οὐρανὸν ἵκει
πᾶσαν χρυσείην ἔμεναι, κανόνας τε καὶ αὐτήν,
αὐτὰρ ἀπ᾽ ὤμοιιν Διομήδεος ἱπποδάμοιο
195 δαιδάλεον θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.
εἰ τούτω κε λάβοιμεν, ἐελποίμην κεν Ἀχαιοὺς
αὐτονυχὶ νηῶν ἐπιβησέμεν ὠκειάων.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη,
σείσατο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ, ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον,
200 καί ῥα Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἀντίον ηὔδα·
«ὢ πόποι ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, οὐδέ νυ σοί περ
ὀλλυμένων Δαναῶν ὀλοφύρεται ἐν φρεσὶ θυμός.
οἱ δέ τοι εἰς Ἑλίκην τε καὶ Αἰγὰς δῶρ᾽ ἀνάγουσι
πολλά τε καὶ χαρίεντα· σὺ δέ σφισι βούλεο νίκην.
205 εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλοιμεν, ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί,
Τρῶας ἀπώσασθαι καὶ ἐρυκέμεν εὐρύοπα Ζῆν,
αὐτοῦ κ᾽ ἔνθ᾽ ἀκάχοιτο καθήμενος οἶος ἐν Ἴδῃ.»
Τὴν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη κρείων ἐνοσίχθων·
«Ἥρη ἀπτοεπές, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
210 οὐκ ἂν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι Διὶ Κρονίωνι μάχεσθαι
ἡμέας τοὺς ἄλλους, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐστιν.»

***
Κι έστρεψε ο γέρος δια φυγήν τ᾽ ακούραστα πουλάρια
με τον λαόν όπ᾽ έφευγε, και ο Έκτωρ με τους Τρώας
μ᾽ αλαλαγμόν επάνω τους τα πικρά βέλη εχύναν.
160 Τότε μακράν τού έσυρε κραυγήν ο μέγας Έκτωρ:
«Τυδείδ᾽, οι άνδρες Δαναοί με θέσιν σ᾽ ετιμούσαν
πρώτην, με κρέας άφθονον, μ᾽ ολόγεμα ποτήρια·
τώρα που εφάνηκες γυνή θα σε καταφρονέσουν.
Ω χάσου, κόρη ουτιδανή· στους πύργους μας να φθάσεις,
165 δούλες εις τα καράβια σας να πάρεις τες γυναίκες
δεν θα σ᾽ αφήσω και από εμέ θα ιδείς την κακήν ώραν».
Είπε και τότε μέσα του στοχάσθη ο Διομήδης
εάν θα στρέψει τ᾽ άλογα ν᾽ αντιταχθεί σ᾽ εκείνον·
και τρεις φορές εις της ψυχής τα βάθη το εστοχάσθη,
170 και τρεις εβρόντησε φορές της Ίδης απ᾽ τα όρη
στους Τρώας νίκης μήνυμα ο πάνσοφος Κρονίδης.
Και φωνήν έβγαλε τρανήν ο Έκτωρ προς τους Τρώας:
«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι,
ως άνδρες την πολεμικήν ορμήν σας αισθανθείτε.
175 Ξεύρ᾽ ότι νίκην ένδοξον ευδόκησε ο Κρονίδης
σ᾽ εμέ να δώσει και κακό μεγάλο εις τους Αργείους
που σοφισθήκαν οι μωροί τα τείχη αυτά που βλέπω
τ᾽ αδύνατα τ᾽ αψήφιστα· κι η ανδρειά μας θα τα σπάσει
και τ᾽ άλογα τον λάκκον τους ευκόλως θα πηδήσουν.
180 Και όταν περάσω κι ευρεθώ σιμά στα κοίλα πλοία,
φωτιά να μου ετοιμάσετε, μη λησμονείτε, ω φίλοι,
να καύσω τα καράβια τους κι εκείνους να φονεύσω,
τους Αχαιούς κει που ο καπνός θα τους στενοχωρήσει».
Είπε κι επαρακίνησε με την φωνήν τους ίππους:
185 «Ω Ξάνθε και συ Πόδαργε Αίθων και Λάμπε θείε,
τώρα να μου αποδώσετε τες τόσες καλοσύνες,
που η γεννημένη απ᾽ τον λαμπρόν Αετίων᾽ Ανδρομάχη
έχει δια σας και πρόθυμα σας ετοιμάζει πρώτα
γλυκό σιτάρι και κρασί, κι ευφραίνεται η καρδιά σας,
190 παρά σ᾽ εμέ που σύντροφος καυχώμαι αγαπητός της.
Συντρέχτε με σπουδακτικά και τότε την ασπίδα
του Νέστορος θα πάρομεν, που ως τ᾽ άστρ᾽ ανέβ᾽ η φήμη,
πως είναι ολόκληρη χρυσή με τα ραβδιά της όλα,
και από τους ώμους έπειτα του δυνατού Τυδείδη
195 τον θώρακα να πάρομεν έργον λαμπρόν του Ηφαίστου.
Αν αυτά πάρομεν ημείς, οι Αχαιοί, νομίζω
την νύκτα τούτην θ᾽ ανεβούν στα γρήγορα καράβια».
Στο καύχημά του εθύμωσεν η Ήρα κι εταράχθη
στον θρόνον η σεπτή θεά και ο Όλυμπος εσείσθη.
200 Κι έπειτα εστράφη κι έλεγε στον μέγαν Ποσειδώνα:
«Στην δύναμίν σου, απέραντε, μεγάλε κοσμοσείστη,
δεν θλίβεσαι των Δαναών να βλέπεις τους θανάτους;
Και σου ανεβάζουν στες Αιγές και στην Ελίκην δώρα
καλά και πάμπολλα· και συ το θέλεις να νικήσουν.
205 Εάν όσ᾽ είμαστε βοηθοί των Αχαιών τον Δία
θέλαμε να κρατήσομε κι εσπρώχναμε τους Τρώας,
μόνος στην Ίδην θα ᾽μενεν ο Βροντητής θλιμμένος».
Εβάρυνε και απάντησε, ο μέγας κοσμοσείστης:
«Στην γλώσσαν αχαλίνωτη, ποιον λόγον είπες, Ήρα;
210 Εις μάχην να ᾽λθομεν ημείς οι άλλοι με τον Δία
εγώ δεν θα ᾽θελα, επειδή πολύ ᾽ναι ανώτερός μας».

Το δώρο μας στον κόσμο: αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας

Έχετε αναρωτηθεί ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σας; Πέρα από τη φυσική επιδίωξη για ασφάλεια, ευχαρίστηση, αγάπη και αναγνώριση, τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή σας;

Τις στιγμές που πέφτουν οι έντονοι ρυθμοί της καθημερινότητας, για παράδειγμα, καθώς ξεκουράζεστε στη βεράντα του σπιτιού σας ή περπατάτε στη φύση, εκείνες τις ώρες όπου σκέφτεστε βαθύτερα ερωτήματα, τι είναι αυτό που σας συγκινεί; Όταν αισθάνεστε την ανάγκη να αποτελέσετε μέρος σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σας, τι είναι αυτό που σας ελκύει; Ποιο είναι το δικό σας δώρο στον κόσμο;

Αυτά είναι καίρια ζητήματα για όλους μας. Ακόμα κι αν δεν το έχετε ποτέ σκεφτεί, εάν πλησιάζετε την μέση ηλικία ή είστε σε μια περίοδο κρίσης και μετάβασης, αυτό το θέμα μπορεί μόλις τώρα να αναδύεται στη συνείδησή σας. Αν έχετε φτάσει στο σημείο της ψυχολογικής σας εξέλιξης όπου οι βασικές σας ανάγκες καλύπτονται, ενδεχομένως αυτά τα ευρύτερα ερωτήματα να αποτελούν πλέον σημαντική προτεραιότητα για σας.

Ως σκοπό ζωής εννοούμε τη συνεισφορά μας στον κόσμο, η οποία χρησιμοποιεί ολόκληρο τον εαυτό μας πλήρως και δίνει στη ζωή μας πάθος, πληρότητα και νόημα μέσα από την αφοσίωση σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Θα μπορούσε να είναι έργο κοινωνικής μεταρρύθμισης, υπηρεσία σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, απελευθέρωση της δημιουργικότητάς μας ή ανάπτυξη του υψηλότερου πνευματικού/ψυχικού μας δυναμικού.

Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΣΚΟΠΟ ΖΩΗΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ 'Η ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ.

Είναι σαφές ότι σε ένα ορισμένο επίπεδο ψυχολογικής ανάπτυξης, χρειάζεται να εντοπίσουμε και να εκδηλώσουμε αυτό το σκοπό. Μπλοκάρισμα στον τομέα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απάθεια, κατάθλιψη, απελπισία και μια ποικιλία άλλων ψυχολογικών συμπτωμάτων. Μπορεί ακόμη και να οδηγήσει σε σωματικά συμπτώματα. Αντίθετα, η εύρεση και εκπλήρωση του σκοπού της ζωής μας μπορεί να οδηγήσει σε χαρά και ικανοποίηση τέτοιου βάθους που δεν συγκρίνεται με επιδιώξεις που είναι περισσότερο προσανατολισμένες στον εαυτό. Πώς μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό; Αρχικά δημιουργούμε ένα χόμπι ή ψυχαγωγικό ενδιαφέρον σε κάτι που μας προσφέρει διασκέδαση, μάθηση και εξέλιξη και γίνεται αβίαστα στη ζωή μας, χωρίς στρες, με «ροή». Κατόπιν μαθαίνουμε να αξιοποιούμε αυτό το ευγενές πάθος, αυτή τη «ροή», με έναν τρόπο που μας φέρνει χαρά ή να τη μετατρέπουμε σε επάγγελμα ή τρόπο για να βγάζουμε τα προς το ζην.

Ο καλύτερος τρόπος για να βρούμε το πάθος ή τη «ροή» είναι απλά να ζούμε τη ζωή και να δοκιμάζουμε διαφορετικές εμπειρίες μέσα σε ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων. Μια μέρα θα παρατηρήσουμε ότι σε κάποια τέτοια ενασχόληση είμαστε σε μια κατάσταση αβίαστης επίγνωσης, όπου το σώμα, το μυαλό και η ψυχή μας είναι σε φάση εγρήγορσης, περιέργειας, ενεργοποίησης, επαφής με το «εδώ και τώρα» και με κίνητρο να διακριθούμε. Αυτή η στιγμή διαύγειας είναι αρκετά ουσιαστική και διαχρονική για όσους τη βιώνουν. Μπορούμε όλοι να το βιώσουμε αυτό.

Σύμφωνα με τον Csikszentmihalyi (1990), ροή είναι η ευχαρίστηση που βιώνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι οι δεξιότητές μας ταιριάζουν με τις διαφαινόμενες προκλήσεις μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας.

Η ευτυχία προκύπτει με φυσικό τρόπο όταν είμαστε σε «ροή», καθώς ο νους είναι ελεύθερος από σκέψεις που αποσπούν την προσοχή και είμαστε παρόντες σε αυτό που συμβαίνει στην τρέχουσα χρονική στιγμή, οπότε δεν μπορούν να προκύψουν οι νευρωτικές φαντασιώσεις τραυμάτων του παρελθόντος και μελλοντικοί φόβοι σε αυτή την κατάσταση. Αυτό μπορεί να συμβαίνει χωρίς να το παρατηρούμε. Για παράδειγμα, καθώς μαγειρεύουμε, περιποιούμαστε τον κήπο, βάφουμε, αθλούμαστε ή συλλέγουμε γραμματόσημα. Όταν αυτό σας συμβαίνει, παρατηρήστε πώς χαίρεστε και η πραγματικότητά σας χαρακτηρίζεται από ενθουσιασμό, διασκέδαση, χαρά, ενεργητικότητα και εγρήγορση.

Όταν ανακαλύψετε αυτή την αίσθηση πάθους, ροής ή σκοπού, θα βρείτε την ευτυχία μέσα από την επιδίωξη αυτού που ονειρεύεστε. Σύμφωνα με έρευνες, η έλλειψη ευχαρίστησης στην εργασία είναι μια από τις τρεις πιο κοινές αιτίες της αίσθησης αδυναμίας και δυστυχίας στους ανθρώπους. Αν αλλάξετε αυτή την πτυχή της ζωής σας και την μετατρέψετε προς την κατεύθυνση του πάθους και του σκοπού της ζωής σας, θα απαλλαγείτε από ένα σημαντικό παράγοντα στρες και δυσφορίας και θα την αντικαταστήσετε με μια ισχυρή πηγή έμπνευσης και ευτυχίας.

Εάν δεν μπορείτε ακόμα να βρείτε τι σας κάνει να νιώθετε «ροή», τότε ξεκινήστε με μικρά βήματα. Για παράδειγμα, οι μελέτες δείχνουν πως υιοθετώντας τυχαίες πράξεις καλοσύνης και συμπόνιας προς τους άλλους, υπονομεύουμε τις ρίζες της κατάθλιψης και δυστυχίας και δημιουργούμε τα θεμέλια της αληθινής ευτυχίας. Δεν είναι όλοι σε θέση, ούτε υποχρεούνται να κάνουν μια τεράστια αλλαγή στη ζωή τους για να βρουν την ευτυχία. Μπορούμε όμως όλοι να ξεκινήσουμε με μικρά καθημερινά βήματα ανθρωπιάς, ευγένειας πράξεις προσφοράς και καλής θέλησης προς τους άλλους.

Αν κάτι σας συγκινεί, τότε αυτό το κάτι έχει νόημα. Δώστε προσοχή σε ό, τι σας συγκινεί, στα πράγματα που σας επηρεάζουν περισσότερο. Όλα αυτά τα πράγματα έχουν σημασία. Όλα αυτά τα πράγματα έχουν νόημα για σας. Όσο περισσότερο γνωρίζετε τι σας δίνει ζωντάνια, τόσο περισσότερο μπορείτε να στηρίζεστε σε αυτό.

Ποιες είναι οι αλληλεπιδράσεις, τα μηνύματα, οι ιστορίες, τα αποσπάσματα, που σας συγκινούν; Όσο περισσότερο μπορείτε να καταλάβετε τα πράγματα που σας συγκινούν στο παρόν, τόσο περισσότερο μπορείτε να δημιουργήσετε πράγματα που θα συγκινούν εσάς και τους άλλους στο μέλλον.

Η έλξη της αρνητικής σκέψης

Γιατί αναγνωρίζουμε στη ζωή μας τη λύπη περισσότερο από τη χαρά; Γιατί άραγε οι αρνητικές ιστορίες μας παίρνουν τόσο πολύ υπόσταση μέσα μας αντί για τα όμορφα πράγματα που κάνουμε ή συμβαίνουν γύρω μας; Γιατί δεχόμαστε όλο το βάρος του «όχι» και δεν αφήνουμε το «ναι» να διεκδικήσει το δικό του ποσοστό εγγραφής;

Σκεφτείτε μία καθημερινή εικόνα. Για παράδειγμα την περίπτωση που οδηγούμε βιαστικά για μία συνάντηση και μας πιάνει κόκκινο φανάρι ενώ τρέχουμε να το περάσουμε.

Η πρώτη σκέψη είναι αυθόρμητη «πάντα με πιάνει το κόκκινο όταν βιάζομαι, όταν θέλω να περάσω για να πάω στο ραντεβού μου, πάντα μου συμβαίνει αυτό και μόνο σε εμένα» και όσο περισσότερο το χτίζουμε με αρνητισμό, τόσο φτιάχνουμε σενάρια που θυμίζουν το «άντε και εσύ και ο γρύλος σου».

Ναι, μας έπιασε κόκκινο. Πόσες φορές έχει γίνει αυτό; Άγνωστο, γιατί δεν τις μετράμε. Κι όμως νομίζουμε ότι μας πιάνει μόνο το κόκκινο! Αν υπήρχε ένας μετρητής προσπέλασης φαναριών, σίγουρα τα πράσινα θα ήταν περισσότερα, αν όχι τουλάχιστον ισόποσα.

Τι γίνεται εδώ;

Απλό και ταυτόχρονα πολύπλοκο.

Δείχνουμε έμφαση στο αρνητικό που μας συμβαίνει, στο κόκκινο φανάρι.

Δίνουμε την αφορμή στον εαυτό μας να σκεφτεί αρνητικά και κατ' επέκταση να το νιώσει. Το αρνητικό μας κλονίζει, έρχεται να απειλήσει τον κόσμο μας, έρχεται να μας εμποδίσει να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας και παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που του αναλογούν.

Αν αυτό συνεχιστεί, θα λειτουργήσει αθροιστικά, θα υιοθετηθεί ως μία συνειδητή κατάσταση που επιτρέπει στον εαυτό μας να νοηματοδοτείται μόνο έτσι, αρνητικά.

Οδηγούμαστε ασυναίσθητα σε μία επικριτική ματιά προς τον εαυτό μας λέγοντας «Αφού δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό, τι κακό συμβαίνει σε εμένα;» ή κρίνουμε τους άλλους «Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα» και έτσι μεγαλώνουμε τις διαστάσεις του αρνητικού στην ετικέτα που μας κολλάμε.

Συχνά κάνουμε πλάνα για το μέλλον και λέμε: «αυτό θα είναι δύσκολο», μας ρωτάνε «γιατί» και λέμε «δεν ξέρω, έτσι το σκέφτομαι».

Αυτοματοποιημένα πολλές φορές, χωρίς επεξεργασία κλίνουμε περισσότερο προς την άσχημη έκβαση των πραγμάτων. Εμμένουμε σε αυτή την άρνηση, τροφοδοτώντας τη σκέψη μας με μία σειρά από στοιχεία που λειτουργούν αποτρεπτικά στην εφαρμογή περαιτέρω ενεργειών μας.

Στο τέλος της ημέρας ακυρώνουμε τις σκέψεις μας αποφεύγοντας να τις κάνουμε πράξη. Και πώς να τις κάνουμε πράξη όταν το μόνο που πιστεύουμε είναι το αρνητικό;

Και πότε είμαστε χαρούμενοι στη ζωή μας; Είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, γιατί όταν είμαστε χαρούμενοι, το ζούμε, είναι εμπειρικό. Το προσπερνάμε εύκολα και δεν του δίνουμε σημασία. Δεν μπαίνουμε να αναλύσουμε και δύσκολα εκτιμάμε κάθε χαρούμενη σκέψη, πράξη, στιγμή. Απλά τη βιώνουμε ως δεδομένο στοιχείο και προχωράμε.

Από την άλλη όταν είμαστε στεναχωρημένοι, το αρνητικό συναίσθημα, μας κυριεύει σε όλο του το εύρος. Μπαίνουμε να αναλύσουμε τα πάντα. Θρηνούμε, επικρίνουμε και ανησυχούμε όλη τη μέρα. Ο χρόνος αποκτά διαφορετική μέτρηση και τα δευτερόλεπτα φαίνονται αιώνες.

Πάντα στη ζωή μας θα υπάρχουν καλές και κακές μέρες. Στις καλές συνεχίζουμε τη ζωή μας. Στις άσχημες ημέρες πως αντιδρούμε;

Μένουμε καθηλωμένοι ή δείχνουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας; Επιτρέπεται να είμαστε στεναχωρημένοι δεχόμενοι ότι και αυτό το συναίσθημα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας;

Συνήθως τις άσχημες μέρες λέμε στον εαυτό μας, «θα είμαι πάντα στεναχωρημένος» ή «γιατί είμαι τόσο αδύνατος» στρεφόμενοι πάντα με αρνητισμό προς τον εαυτό μας.

Εκείνη τη στιγμή είναι που πραγματικά πρέπει να τον προσέξουμε, να τον φροντίσουμε και έτσι να προχωρήσουμε. Η στεναχώρια από μόνη της είναι διαχειρίσιμο συναίσθημα. Αλλά η λύπη μαζί με την ενοχή και τον φόβο, δημιουργούν έναν ανυπόφορο συνδυασμό.

Δίνουμε χώρο και χρόνο σε κάθε συναίσθημα, είναι όλα αξιοποιήσιμα. Ξέρουμε πότε είμαστε στεναχωρημένοι και πότε είμαστε χαρούμενοι: όταν έχουμε συναίσθηση των συναισθημάτων μας.

Πότε είμαστε χαρούμενοι;

- Όταν αποφεύγουμε να γινόμαστε θύματα των καταστάσεων.

- Όταν είμαστε ήρεμοι και μπορούμε να σκεφτούμε ψύχραιμα χωρίς να φορτωνόμαστε με ευθύνη για όλα τα προβλήματα όλου του κόσμου.

- Όταν δείχνουμε ευγνωμοσύνη στον εαυτό μας για ό,τι έχουμε καταφέρει.

- Όταν νιώθουμε ισορροπημένοι και δεν σκεφτόμαστε τα λάθη του παρελθόντος γιατί δεν έχουμε ανάγκη τίποτα πια από τότε.

- Όταν νιώθουμε ελευθερία και σταματάμε να δίνουμε βήμα στις φωνές που μας ενοχοποιούν και μας λένε ότι δεν τα κάνουμε καλά, ότι πληγώνουμε τους ανθρώπους δίπλα μας και ότι οι άλλοι θέλουν να μας εγκαταλείψουν.

Είμαστε χαρούμενοι όταν σταματάμε να επιτρέπουμε στον φόβο να μας οδηγήσει στο μονοπάτι του «δεν μπορώ». Όταν αποφασίσουμε ότι θέλουμε εμείς να ορίσουμε τη ζωή μας.

Τα όρια στη ζωή μας

Από τους πρώτους μήνες ζωής το βρέφος ξεκινά να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τα χάδια, τα αγγίγματα και το «κράτημα» του σημαντικού άλλου που το φροντίζει. Ορίζει το σώμα του, αισθάνεται ότι δεν είναι άπειρο, δεν εκτείνεται στο χώρο, καταλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο.

Η Φρανσουά Ντολτό ενίσχυε την πρακτική αυτή προς τους γονείς βρεφών, επισημαίνοντας την αξία της για το χτίσιμο της προσωπικότητας τους.

Έχοντας κατακτήσει την αίσθηση του εαυτού του και εσωτερικεύσει το «κράτημα» πια, είναι σε θέση να εξερευνήσει το ευρύτερο περιβάλλον, αφού γνωρίζει ότι ο σημαντικός άλλος είναι εκεί γι' αυτό όποτε και αν το χρειαστεί.

Έτσι, μπορεί να ανακαλύψει το χώρο, να συνδιαλλαγεί με άλλα πρόσωπα, κάνοντας ένα άνοιγμα πέρα από τα στενά όρια μητέρας-βρέφους, θέτοντας με τον τρόπο αυτά τα θεμέλια της κοινωνικοποίησής του.

Αργότερα, στη νηπιακή και μετανηπιακή ηλικία, αλλά και σχεδόν έως την ενηλικίωση ουσιαστικά, τα όρια βρίσκονται στο προσκήνιο ενός παιδιού, καθώς μέσα από μια διαδικασία «δοκιμής ή πλάνης» μαθαίνει τι επιτρέπεται και τι όχι, τις συνέπειες των πράξεών του, έτσι όπως αυτές συνήθως οριοθετούνται και προσδιορίζονται από γονείς, δασκάλους κλπ.

Με μια πρώτη σκέψη θα φανταζόταν κανείς ότι ο παράδεισος ενός παιδιού είναι ένας κόσμος χωρίς όρια, χωρίς κανόνες, χωρίς περιορισμούς και συμφωνίες. Στην ουσία πρόκειται για ένα χαοτικό και στρεσογόνο κόσμο, που γεμίζει το παιδί με ανασφάλεια και φόβο.

Συχνά οι «ακραίες» συμπεριφορές, οι εκδραματίσεις και οι πράξεις που τραβούν το φακό πάνω στο παιδί (αντικοινωνική συμπεριφορά, κακή σχολική επίδοση, επιθετικότητα, χρήση ουσιών-κυρίως στην εφηβεία) αντικατοπτρίζουν την ανάγκη και την έκκληση να προσδιοριστούν τα όρια από τους γονείς, γεγονός που υποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι σαφώς ορισμένα. Μέσα σε ένα πλαίσιο ορίων και κανόνων, όσο και αν αυτό πολεμείται από τα παιδιά, αποκτάται το αίσθημα του ανήκειν, ενώ κυριαρχεί η αίσθηση ότι υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας γύρω τους και ένα σημείο αναφοράς ότι και αν συμβαίνει στο ευρύτερο περιβάλλον.

Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο εξαιρετικής σημασίας κρίνονται τα όρια. Τα τελευταία όταν υπάρχουν, δίνουν τη δυνατότητα να υπάρχουν όλοι μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του όταν επιθυμεί. Αποφεύγονται οι επικαλύψεις και οι συγκρούσεις ρόλων, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας διατηρεί τη δική του φωνή μέσα στο σύστημα χωρίς να καπελώνεται ή να χρειάζεται να μιλά εξ ονόματος άλλου.

Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ του υποσυστήματος του ζευγαριού και των υπόλοιπων μελών κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου η δυάδα να παραμείνει σταθερή και να διατηρήσει την αυτεπάρκειά της σε σχέση με τα παιδιά. Τα όρια στην οικογένεια δεν είναι κάτι αόριστο και ασαφές. Είναι ο συγκεκριμένος και ορισμένος χώρος ύπνου για τα μέλη, η πόρτα του ζευγαριού που κλείνει, ο καταμερισμός εργασιών του σπιτιού.

Ακόμη, τα όρια επιτρέπουν στο ζευγάρι να είναι και μόνο του και μαζί με την οικογένεια καταγωγής του καθενός, επιτρέποντας μόνο όσους, όπως και για όσο οι ίδιοι επιθυμούν να εισέλθουν στο δυαδικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η σχέση του ζευγαριού, ενώ ταυτόχρονα δίνεται εμπράκτως η αίσθηση της ενήλικης πια φάσης ζωής προς τους γονείς του ζεύγους.

Επιπρόσθετα, τα όρια παρέχουν τη δυνατότητα στον καθένα από το ζευγάρι να υπάρχει και μαζί με τον άλλο και μόνος, να μπορεί να ορίζει το χρόνο τον ατομικό αλλά και τον κοινό, να μπορεί να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα να διατηρεί την ατομικότητά του σε επίπεδο δραστηριότητας (πχ διάβασμα, μουσική, δημιουργική απασχόληση).

Σε επίπεδο ζευγαριού τέλος, πολύτιμα αποδεικνύονται τα όρια απέναντι σε τρίτους, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους που μπορεί να διαταράσσουν το δυαδικό σύστημα επιχειρώντας να το τριγωνοποιήσουν.

Τι γίνεται όμως στο χώρο εργασίας; Αλληλοεπικαλύψεις, παρεξηγήσεις, θυμός και εκνευρισμός που εκφράζεται με λεκτική ή μη λεκτική επικοινωνία, ακόμη και στοιχεία επαγγελματικής εξουθένωσης λαμβάνουν χώρα όταν τα όρια δεν είναι σαφώς καθορισμένα και το πλαίσιο χαοτικό.

Ασαφείς αρμοδιότητες, μη δυνατότητα επιβολής της ηγεσίας, μη τήρηση ιεραρχίας, συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα ως προς το ωράριο, τις συνθήκες δουλειάς προβάλλουν επιτακτική την ανάγκη να προστατεύσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Σε τέτοιες συνθήκες κρίνεται συνήθως πιο λειτουργικό να περιορίζεται κανείς στα τυπικά καθήκοντα, να κρατά αποστάσεις και να μην επιτρέπει έκθεση άνευ όρων.

Όταν το πλαίσιο εργασίας διέπεται από κανόνες, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να ξεδιπλώσει και στοιχεία της προσωπικότητάς του, να νιώσει πιο ελεύθερος να σχετιστεί και να εκτεθεί. Αν όμως όχι, είναι πολύ πιθανό να θυμώνει με συναδέλφους, με τον εαυτό του, ενώ στην ουσία ο θυμός έχει να στραφεί προς το κακό πλαίσιο.

Τέλος, σε ατομικό επίπεδο η αυτεπίγνωση των ορίων μας ενισχύει τη συνδιαλλαγή και το σχετίζεσθαι με άλλα πρόσωπα με όρους ξεκάθαρους, διευκολύνει την επίτευξη ρεαλιστικών στόχων, μειώνοντας τις απογοητεύσεις και τη ματαίωση, ενώ παράλληλα, παρέχει μια διαυγή οπτική ως προς τα σημεία που επιθυμούμε να βελτιωθούμε και να εξελιχθούμε.

Επιπλέον, η δυνατότητα να θέτει κανείς όρια ενισχύει το αίσθημα εσωτερικής έδρας ελέγχου, την ικανότητα επίδρασης στο περιβάλλον, που με τη σειρά τους αυξάνουν την αυτοεκτίμηση και την αυτεπάρκεια και δρουν ψυχοπροστατευτικά ως ψυχικά αποθέματα για τον άνθρωπο.

Συμπερασματικά, όσο τα πράγματα σε διαπροσωπικό, σε κοινωνικό, σε οικογενειακό, σε επαγγελματικό επίπεδο γίνονται ολοένα και πιο χαοτικά, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης, τόσο κανείς οφείλει να είναι υποψιασμένος να προστατεύσει ο ίδιος τον εαυτό του θέτοντας τους δικούς του κανόνες στο πώς επιθυμεί να ζήσει, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το κόστος των επιλογών του και υποστηρίζοντάς τις μέχρι τέλους.

Πώς να αντιμετωπίζετε τους «ηλίθιους»

Ας ρίξουμε μια ματιά στο πώς μπορούμε να προσαρμοστούμε για να συνεργαστούμε. Ένας άντρας είπε κάποτε –ομολογουμένως με ειρωνικό χαμόγελο, αλλά εν πάση περιπτώσει– ότι το τεστ νοημοσύνης είναι απλό: «Αν συμφωνείτε μαζί μου, είστε έξυπνοι. Αν όμως δεν συμφωνείτε μαζί μου, τότε είστε σαφώς και αναμφίβολα ηλίθιοι». Υποθέτω ότι είστε αρκετά έξυπνοι για να ερμηνεύσετε σωστά αυτό το μήνυμα. Αλλά, σοβαρά, όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί γιατί μερικοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα.

Όταν ήμουν νέος συχνά εντυπωσιαζόμουν από το γεγονός ότι οι άνθρωποι που φαίνονταν πολύ έξυπνοι μπορούσαν, ταυτόχρονα, να είναι εντελώς ηλίθιοι. Δεν έβλεπαν αυτό που έβλεπα. Μερικοί λένε ευγενικά ότι τα εν λόγω άτομα στερούνται τη σωστή «πνευματική ευελιξία», αλλά χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση μόνο και μόνο επειδή έχουν υπερβολικά καλή ανατροφή για να ξεστομίσουν τη λέξη «ηλίθιος».

Προφανώς οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Τι μπορείτε να κάνετε γι’ αυτό;

Πώς θα χειριστούμε ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από μας; Ανθρώπους που αντιδρούν και λειτουργούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο; Μπορείτε να διαχειριστείτε πολλά είδη προσωπικοτήτων σε διαφορετικές καταστάσεις; Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αν μπορούσε κανείς να συμπεριφέρεται 100% σαν χαμαιλέοντας –που αλλάζει εντελώς τη συμπεριφορά του ανάλογα με το ποιον έχει απέναντί του–, θα ήταν καλή ιδέα να το δοκιμάσει; Είναι φυσικό για μας να είμαστε αυτό που είμαστε, να βγάζουμε προς τα έξω τη θεμελιώδη συμπεριφορά μας.

Αλλά για διάφορους λόγους μπορεί να νιώσουμε την ανάγκη να προσαρμοστούμε ανάλογα με το ποιους έχουμε γύρω μας. Συχνά λέγονται πολλά σχετικά με το ότι πρέπει να είμαστε ευέλικτοι και προσαρμοστικοί, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μεγάλη ποικιλία καταστάσεων και να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε πολλούς διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Ο όρος έχει αποκτήσει και όνομα – συναισθηματική νοημοσύνη ή συναισθηματικό πηλίκο.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η συνεχής ανάγκη για προσαρμογή, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι απαιτείται προσπάθεια και πολλή ενέργεια. Η φυσική μας κατάσταση είναι να εκδηλώνουμε τη βασική μας συμπεριφορά. Η «αφύσικη» συμπεριφορά μας είναι να προσαρμοζόμαστε συνεχώς ανάλογα με το ποιοι είναι οι άλλοι, και αυτό απαιτεί ικανότητα, εκπαίδευση και ενέργεια.

Αν δεν είμαστε σίγουροι για το τι είναι «σωστό» σε μια κατάσταση, αν δεν έχουμε εκπαιδευτεί ή δεν έχουμε επαρκή ενέργεια για να αντιμετωπίσουμε τον ρόλο που πιστεύουμε ότι είναι ο σωστός, θα νιώθουμε φοβισμένοι, διστακτικοί και συχνά στρεσαρισμένοι. Και το αποτέλεσμα θα είναι να χάνουμε ακόμη περισσότερη ενέργεια και ο πυρήνας μας να γίνεται ολοένα πιο εμφανής – συχνά προς μεγάλη έκπληξη των γύρω μας, που έχουν συνηθίσει να μας βλέπουν να συμπεριφερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Σε έναν τέλειο κόσμο

Υπό ιδανικές συνθήκες καθένας μπορεί να είναι ο εαυτός του και κάθε πράγμα λειτουργεί ομαλά από την πρώτη στιγμή. Όλοι συμφωνούν ανά πάσα στιγμή και οι συγκρούσεις είναι ανύπαρκτες. Λένε ότι υπάρχει ένα τέτοιο μέρος και ονομάζεται Ουτοπία. Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Όπως είπα στην αρχή του βιβλίου, αν νομίζετε ότι μπορείτε να αλλάξετε όλους τους άλλους, θα απογοητευτείτε πολύ. Θα ένιωθα κατάπληξη ακόμη κι αν μπορούσατε να αλλάξετε έστω και έναν άνθρωπο. Ανεξάρτητα από το ποιος είστε –από το αν είστε Κόκκινη, Κίτρινη, Πράσινη, Μπλε προσωπικότητα ή ένας συνδυασμός χρωμάτων– θα ανήκετε πάντα στη μειονότητα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα συναντάτε θα είναι διαφορετικοί από σας. Όσο ισορροπημένοι κι αν είστε, δεν μπορείτε να είστε όλοι οι τύποι ταυτόχρονα. Οπότε πρέπει να προσαρμόζεστε ανάλογα με τους ανθρώπους που γνωρίζετε. Η καλή επικοινωνία συνήθως είναι θέμα προσαρμογής. Μια στιγμή, μπορεί να σκεφτείτε. Αυτό δεν ισχύει. Μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν προσαρμόζομαι ανάλογα με το ποιος είναι ο άλλος, ουδέποτε, και όλα πάνε καλά. Έτσι ζούσα πάντα. Βεβαίως. Φυσικά, καθένας μπορεί να ξεκινάει από τον εαυτό του.

Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αλλά τότε μην περιμένετε να μεταδώσετε στους άλλους το μήνυμα που προσπαθείτε να μοιραστείτε. Αν μπορείτε να ζήσετε γνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντάτε δεν πιστεύουν αυτά που λέτε, τότε δεν έχετε κανένα πρόβλημα.
Το κάνετε ήδη, ακόμη κι αν νομίζετε ότι δεν το κάνετε

Ήδη προσαρμόζετε τη συμπεριφορά σας, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιείτε. Οι πάντες προσαρμοζόμαστε όλη την ώρα. Είναι μέρος του κοινωνικού παιχνιδιού, της ορατής και αόρατης επικοινωνίας που εξελίσσεται συνεχώς. Απλώς προτείνω ένα πιο αξιόπιστο σύστημα. Δεν χρειάζεται να ρισκάρετε ή να μαντέψετε. Μπορείτε να κάνετε τις σωστές ρυθμίσεις από την αρχή. Αλλά παρακαλώ προσέξτε το εξής: Κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο. Μερικοί άνθρωποι που συναντώ αντιτίθενται στην ιδέα της εσκεμμένης προσαρμογής ανάλογα με το ποιους έχουν απέναντί τους. Θεωρούν ότι είναι κάτι ανέντιμο και χειριστικό. Αλλά και πάλι, μπορείτε πάντα να απέχετε.

Τοξικές σχέσεις: Σε ποιους πρέπει να γυρίσεις την πλάτη

Σύντροφος, οικογένεια, φίλοι, συνάδελφοι. Απόφυγε όσους από αυτούς σε δηλητηριάζουν.

Η καθημερινότητά σου είναι οι άνθρωποι που την απαρτίζουν. Καλώς ή κακώς (καλώς αν με ρωτάς) σχετίζεσαι και αλληλεπιδράς με ανθρώπους. Άλλους τους έχεις επιλέξει, άλλοι σε έχουν επιλέξει, άλλοι απλώς σου έτυχαν. Τι γίνεται με όσους από αυτούς σου κάνουν τη μέρα σου μαύρη; Η λύση είναι μία: αποφυγή. Αποφυγή δε σημαίνει απαραίτητα φυγή, σημαίνει να μάθεις να χειρίζεσαι την κάθε σχέση προς όφελός σου, βάζοντας τα πολύτιμα όριά σου.

Κεφάλαιο «Ο τοξικός σύντροφος»

Η σχέση μας θέλουμε να είναι το στήριγμα μας, το καταφύγιο στα δύσκολα, το λούνα πάρκ μας στα εύκολα. Αν έχεις δίπλα σου το ακριβώς αντίθετο από αυτό, μια σχέση δηλαδή που σε γεμίζει ανασφάλειες, που ζητά περισσότερα από όσα μπορείς να δώσει, που παίρνεις πίσω πολύ λιγότερα από όσα τελικά δίνεις, που σε αναλώνει και σε αναστατώνει, τότε βάλε τα όρια σου. Τα όρια μπαίνουν με συζήτηση και απαιτούν πολύ προσπάθεια. Απαιτούν επίσης επικοινωνία και διάθεση για να λυθεί το πρόβλημα. Αν κάτι από τα παραπάνω δεν μπορεί να συμβεί, ίσως πλησιάζει η ώρα να αποσυρθείς. Άλλωστε κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή.

Κεφάλαιο «Η τοξική οικογένεια»

Έστω ότι ανήκεις σε μια κλασική, ελληνική οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα σου προσπάθησαν να σε πείσουν για τους φίλους που θα ήταν καλό να έχεις δίπλα σου, για τον σύντροφο που σου ταιριάζει, για τη δουλειά που σου αξίζει, για το σπίτι που θα μείνεις, για το χρόνο που περνάει χωρίς να έχεις κάνει παιδιά. Πότε θα ζήσεις επιτέλους το όνειρό τους; Ποτέ, είναι η απάντηση. Σταμάτα να νιώθεις λίγη, γιατί δεν θες να είσαι αυτό που επέλεξαν για σένα. Σε τούτο το μάταιο κόσμο, θα έπρεπε να προσπαθείς να είσαι απλώς εσύ και όχι αυτό που κάποιοι άλλοι υπολόγισαν ότι θα σου ταίριαζε να είσαι. Η λύση είναι ή να αποκτήσεις ανοσία ή να βάλεις ένα τέλος στις δίχως όριο «συμβουλές αγάπης».

Κεφάλαιο «Οι τοξικοί φίλοι»

Αυτό συμβαίνει συνήθως με τους παιδικούς μας. Σας ένωσαν το κρυφτό, οι Barbies και τα αγαλματάκια ακούνητα. Στη συνέχεια σας κράτησαν οι εφηβικοί έρωτες και οι ανέμελες διακοπές. Και μετά μεγαλώσατε και σας έδεναν απλώς οι αναμνήσεις. Δεν επικοινωνείτε πια το ίδιο, σχεδόν αλληλοκριτικάρεστε και εν τέλει δεν καταλαβαίνεστε. Τους φίλους δεν τους κληρονομούμε. Τους φίλους τους επιλέγουμε. Κι αν κάποια επιλογή μας πια δε μας ταιριάζει, δεν έγινε και κάτι. Οι άνθρωποι αλλάζουν και μαζί τους και οι σχέσεις. Δε σημαίνει ότι αν την κολλητή που είχες στο λύκειο, τη βλέπεις σπανιότερα, κάνεις κάτι κακό. Ίσως μάλιστα δίνεις και λίγο χώρο και χρόνο στη σχέση σας να επαναπροσδιοριστεί. Αν χαθεί, ίσως και να μην άξιζε τελικά τον τόσο κόπο και προβληματισμό.

Κεφάλαιο «Οι τοξικοί συνάδελφοι»

Αυτό το κεφάλαιο θα είναι σύντομο και περιεκτικό. Είναι πολύ ψυχοφθόρο να μπαίνεις σε ένα γραφείο με ανθρώπους μίζερους, ακοινώνητους, ανταγωνιστικούς. Ωστόσο. Δεν πας στη δουλειά σου για να αλλάξεις τον κόσμο. Δες το απλώς σαν μια κακή οκτάωρη συναναστροφή και προχώρα. Ασχολήσου με όσους πραγματικά σε ενδιαφέρουν, αφού θα έχεις περάσει την πόρτα της εξόδου.

Ο άνθρωπος συχνά ξεχνάει ή παραποιεί την πραγματικότητα στη μνήμη του, αντικαθιστώντας την με το αφήγημα που βολεύει καλύτερα τη ματαιοδοξία και την περηφάνια του

Τα περισσότερα εμπόδια βρίσκονται μέσα μας, και το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε πάντα διατεθειμένοι να τα δούμε.

Και για να γίνει ακόμη πιο περίπλοκο: όταν δεν μας τυφλώνουν οι εξαρτήσεις της διαπαιδαγώγησής μας – που πάνε χέρι χέρι με τις αποτυχίες -, έρχεται η ματαιοδοξία να μας εμποδίσει να το παραδεχτούμε.

Λέγεται ότι μια μέρα η μνήμη και η ματαιοδοξία μάλωναν.

Η μνήμη έλεγε:

“Έτσι έγινε”.
Κι η ματαιοδοξία της απαντούσε:

“Αποκλείεται. Δεν έγινε όπως λες”.

Η μνήμη επαναλάμβανε:

“Εγώ σου λέω πως έτσι έγινε. Το θυμάμαι πολύ καλά”.

Η ματαιοδοξία όμως επέμενε:

“Εγώ ξέρω ότι δεν μπορεί να έγινε έτσι”.

Ο μύθος λέει ότι οι δυο τους μάλωναν άγρια γι’ αυτό το ζήτημα και συνέχισαν να μαλώνουν…

Στο τέλος, έγινε αυτό που γίνεται πάντα: η ματαιοδοξία παρέμεινε αμετάπειστη, ώσπου η μνήμη κουράστηκε να καβγαδίζει αδίκως κι αποφάσισε να τα παρατήσει.

Από τότε, ο άνθρωπος έπαψε να εμπιστεύεται την αξιοπιστία της ανάμνησής του και προτίμησε τη σιγουριά της ιστορίας που βόλευε καλύτερα τη ματαιοδοξία και την περηφάνια του.

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η αποτυχία ανθρώπων με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και η αναπάντεχη και εντυπωσιακή επιτυχία άλλων με πιο μέτριο δείκτη;

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η αποτυχία ανθρώπων με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και η αναπάντεχη και εντυπωσιακή επιτυχία άλλων με πιο μέτριο δείκτη; Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι πολύ συχνά η διαφορά βρίσκεται στις δεξιότητες που εδώ αποκαλούνται «συναισθηματική νοημοσύνη», στις οποίες περιλαμβάνονται ο αυτοέλεγχος, ο ζήλος, η επιμονή και η ικανότητα να βρίσκει κανείς κίνητρα για τον εαυτό του. Και αυτές οι δεξιότητες, όπως θα δούμε, μπορούν να διδαχθούν στα παιδιά και να τους προσφέρουν έτσι μια καλύτερη ευκαιρία να αξιοποιήσουν οποιοδήποτε νοητικό δυναμικό μπορεί να τους χάρισε ο γενετικός τροχός της τύχης.

Πίσω από αυτή τη δυνατότητα αναπτύσσεται μια πιεστική ηθική επιταγή. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία όπου ο εγωισμός, η βία και η μοχθηρία καταστρέφουν καθετί καλό υπάρχει στην κοινωνική μας ζωή. Εδώ το ζήτημα της σημασίας της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ συναισθηματικού κόσμου, χαρακτήρα και ηθικών ενστίκτων. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι θεμελιώδεις ηθικές στάσεις ζωής προκύπτουν από ουσιαστικές συναισθηματικές ικανότητες.

Πρώτα πρώτα, η παρόρμηση είναι το διάμεσο του συναισθήματος. Ο σπόρος κάθε παρόρμησης είναι ένα συναίσθημα που ξεσπάει θέλοντας να εξωτερικευθεί στην πράξη. Αυτοί που βρίσκονται στο έλεος της παρόρμησής τους, αυτοί που δεν έχουν αυτοέλεγχο, πάσχουν από έλλειψη ηθικών κρίσεων. Η ικανότητα ελέγχου της παρόρμησης είναι η βάση της θέλησης και του χαρακτήρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ρίζα του αλτρουισμού βρίσκεται στην ενσυναίσθηση, στην ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε σωστά τα συναισθήματα των άλλων.

Αν δεν έχουμε αίσθηση της ανάγκης ή της απόγνωσης του άλλου, δεν μπορούμε να νοιαστούμε γι’ αυτόν. Κι αν υπάρχουν δύο ηθικές στάσεις που η εποχή μας ζητάει απεγνωσμένα, αυτές δεν είναι άλλες από την αυτοσυγκράτηση και τη συμπόνια.

Πιο επώδυνα είναι τα πάθη που διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι

Μετά την εκδίωξη του τελευταίου τυράννου το 510 π.Χ. και την εγκαθίδρυση μιας μορφής δημοκρατίας στην πόλη-κράτος της Αθήνας, ξεκινά η κλασική εποχή. Επί δύο αιώνες, η Αθήνα δεν ήταν μόνο κέντρο πολιτικής εξουσίας της περιοχής, αλλά και κοιτίδα πολιτισμού, με εντυπωσιακή άνθιση της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που επηρέασε βαθύτατα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.

Ο κλασικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τα επιτεύγματα των Αθηναίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και συγγραφέων, που ανέπτυξαν τις αισθητικές αξίες της καθαρότητας της μορφής, της ακρίβειας και της ισορροπίας -βασικές αρχές και της κλασικής αρχιτεκτονικής. Η ανθρωποκεντρική οπτική οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σχετικά νέας λογοτεχνικής μορφής, του δράματος, που εξελίχθηκε από θρησκευτικά, χορικά δρώμενα προς τιμή του Διονύσου.

Η γέννηση του δράματος

Στην αρχή της κλασικής εποχής, τα θρησκευτικά δρώμενα είχαν εξελιχθεί από μουσικές τελετουργίες σε κάτι που έμοιαζε με το σημερινό δράμα, καθώς προστέθηκαν ηθοποιοί που ερμήνευαν τους ρόλους μιας ιστορίας και δεν τις αφηγούνταν απλώς.

Αυτή η νέα μορφή ψυχαγωγίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αποτέλεσε τον πυρήνα της ετήσιας γιορτής των Διονυσίων, που διαρκούσε αρκετές μέρες και πραγματοποιούνταν σε ένα ανοιχτό θέατρο χωρητικότητας έως και 15.000 θεατών. Οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους, μια τριλογία τραγωδιών και μια κωμωδία και ανταγωνίζονταν για σημαντικά βραβεία.

Τρεις δραματουργοί ήταν οι νικητές των δραματικών αγώνων στο μεγαλύτερό μέρος του 5ου αιώνα π.Χ.:

ο Αισχύλος (-525/524–456/455 π.Χ.),
ο Ευριπίδης (-484-406 π.Χ.) και
ο Σοφοκλής (‘496-406 π.Χ.).

Χάρη στη συνεισφορά τους που υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες έργα, δημιουργήθηκε το πρότυπο για την τέχνη της τραγωδίας. Ο Αισχύλος, ως πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, θεωρείται καινοτόμος, αφού δημιούργησε πολλές από τις συμβάσεις της τραγωδίας. Εκείνος αύξησε πρώτος τον αριθμό των ηθοποιών στα έργα, τους έβαλε να μιλάνε μεταξύ τους και εισήγαγε την ιδέα της δραματικής σύγκρουσης. Ενώ προγενέστερα ο χορός παρουσίαζε τη δράση, οι ηθοποιοί απέκτησαν κεντρικό ρόλο και ο χορός απλώς περιέγραφε την κατάσταση και σχολίαζε τις δράσεις των ηρώων.

Ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αύξησε τον ρεαλισμό του δράματος, μείωσε περισσότερο τον ρόλο του χορού και δημιούργησε πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σύνθετες σχέσεις.

Κόντρα στην παράδοση

Από τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών, εκείνες του Σοφοκλή θεωρούνται οι σημαντικότερες του κλασικού δράματος. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο επτά από τις 123 τραγωδίες που έγραψε, ενώ η καλύτερη είναι ίσως ο Οιδίπους Τύραννος.

Πρόκειται για ένα από τα τρία έργα του Σοφοκλή για τον μυθικό βασιλιά της Θήβας (τα άλλα ήταν ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Αντιγόνη), που ανήκουν στον Θηβαϊκό Κύκλο. Σπάζοντας την παράδοση της παρουσίασης των τραγωδιών σε τριλογίες, όπως έκανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής θεωρούσε κάθε έργο ανεξάρτητο. Γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αρκετά χρόνια διαφορά και όχι με χρονολογική σειρά.

Στον Οιδίποδα Τύραννο (Oedipus Rex στο λατινικά), ο Σοφοκλής συνέγραψε αυτά που σήμερα θεωρείται επιτομή της κλασικής αθηναϊκής τραγωδίας. Το έργο ακολουθεί την καθιερωμένη δομή: πρόλογος, παρουσίαση των ηρώων και ανάπτυξη της πλοκής μέσω μιας σειράς επεισοδίων με σχόλια από τον χορό, που οδηγεί στην έξοδο του χορού. τον επίλογο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την καινοτομία του τρίτου ηθοποιού για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση των ηρώων και πιο σύνθετη πλοκή. Έτσι δημιουργούνταν οι ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες παραπέμπει σήμερα η λέξη «δράμα».

Συνήθως, οι τραγωδίες εξιστορούσαν τα δεινά ενός ήρωα. Οδηγείται στην καταστροφή του, έρμαιο των θεών ή της μοίρας. Όσο εξελισσόταν η κλασική τραγωδία, όμως, η κακή τύχη του ήρωα απεικονιζόταν ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας ή ενός «μοιραίου» ελαττώματος του χαρακτήρα του. Στον Οιδίποδα Τύραννο η μοίρα και ο χαρακτήρας επηρεάζουν καθοριστικά τα τραγικά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Οιδίποδα δεν παρουσιάζεται ως μαύρος ή άσπρος. Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ως αξιοσέβαστος ηγέτης της Θήβας, στον οποίο στρέφεται ο λαός του για να απαλλαγεί από μια κατάρα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η ακούσια εμπλοκή του στην κατάρα. Η αποκάλυψη εντείνει την ατμόσφαιρα φόβου, χαρακτηριστικό των καλύτερων κλασικών τραγωδιών. Η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής οφειλόταν και στο γεγονός ότι το κοινό γνώριζε καλά αυτές τις ιστορίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οιδίποδα. Έτσι υπάρχει τραγική ειρωνεία, αφού το κοινό γνωρίζει τη μοίρα του ήρωα και τον βλέπει να οδεύει ανυποψίαστος προς την αναπόφευκτη καταστροφή. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο Σοφοκλής εδραιώνει την αίσθηση του αναπόφευκτου με αρκετές αναφορές σε χρησμούς που είχαν δοθεί πολλά χρόνια πριν και τις οποίες είχαν αγνοήσει ο Οιδίπους και η γυναίκα του Ιοκάστη. Η ιστορία δεν αφορά τόσο τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση του Οιδίποδα, όσο εκείνα που οδηγούν σε αποκαλύψεις για τη σημασία των παρελθοντικών του πράξεων.

Μια προαναγγελθείσα τραγωδία

Η σειρά των γεγονότων ξεκινά με τον λοιμό που πλήττει τη Θήβα. Ο χρησμός από το Μαντείο των Δελφών λέει ότι ο λοιμός θα σταματήσει όταν βρεθεί ο δολοφόνος του Λάιου, πρώην βασιλιά των Θηβών και πρώτου συζύγου της Ιοκάστης. Ο Οιδίπους ζητά τη συμβουλή του τυφλού προφήτη Τειρεσία για να βρει τον δολοφόνο. Ο Τειρεσίας έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί, αν και τυφλός, βλέπει αυτά που δεν μπορεί να δει ο Οιδίπους: ότι ο ίδιος είναι εν αγνοία του ο δολοφόνος.

Τον συμβουλεύει να μην επιμείνει. Αλλά ο Οιδίπους απαιτεί να μάθει την αλήθεια και οργισμένος αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες του μάντη, ενώ εκείνος του αποκαλύπτει επίσης ότι ο δολοφόνος θα είναι γιος της γυναίκας του. Συγκλονισμένος ο Οιδίπους θυμάται άτι μικρός είχε πάει στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήτο οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει ότι ήταν υιοθετημένος. Ο χρησμός έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του -και έτσι έφυγε και πήγε στη Θήβα. Καθοδόν, είχε συναντήσει και σκοτώσει έναν ηλικιωμένο που εμπόδιζε τον δρόμο του. Το κοινό γνώριζε τη σημασία του χρησμού, ειδικά όταν ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Ιοκάστη, σύζυγο του Οιδίποδα και χήρα του Λάιου, που καθησυχάζει τον Οιδίποδα λέγοντας ότι οι προφητείες δεν ισχύουν· ο χρησμός έλεγε ότι ο Λάιος θα πέθαινε από το χέρι του γιου του, ενώ τον σκότωσαν ληστές. Αυτή η πληροφορία κάνει το κοινό να καταλάβει ότι η προφητεία που είχε δοθεί στον Οιδίποδα ήταν αυτοεκπληρούμενη- τον είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα του και είχε προκαλέσει τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο του Λάιου, του πατέρα του, στο να γίνει α ίδιος βασιλιάς της Θήβας και να πάρει για γυναίκα του τη μητέρα του Ιοκάστη.

Τα γεγονότα κλιμακώνονται και ο Οιδίπους έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. Ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται. Ο χορός, που σε όλη την τραγωδία εκφράζει τις μύχιες σκέψεις του Οιδίποδα και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι ήρωες, κλείνει το δράμα επαναλαμβάνοντας στην άδεια σκηνή ότι “κανέναν δεν πρέπει να μακαρίζεις πριν την ύστατη μέρα της ζωής του”.

Η δυτική παράδοση

Ο Οιδίπους Τύραννος κέρδισε άμεσα το αθηναϊκό κοινό και ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη τραγωδία ως την καλύτερη κλασική. Ο Σοφοκλής, χειριζόμενος με μαεστρία τη σύνθετη πλοκή και αναλύοντας θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, το μοιραίο ελάττωμα ενός ευγενούς ήρωα, δεν δημιούργησε απλώς σημεία αναφοράς για το κλασικό δράμα, αλλά έθεσε και τις βάσεις της μεταγενέστερης δραματικής παράδοσης της Δύσης.

Μετά τον θάνατο του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, δεν υπήρξαν αντίστοιχου μεγέθους τραγικοί ποιητές. Το δράμα συνέχισε να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην πολιτισμική ζωή της αρχαίας Αθήνας, αν και τους επαίνους αποσπούσε ο χορηγός ή οι ηθοποιοί και όχι τόσο ο συγγραφέας. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (-450-388 π.χ.) βοήθησαν να καλυφθεί το κενό της απουσίας των σπουδαίων τραγωδιών και σταδιακά το κοινό άρχισε να εκτιμά το λιγότερο αυστηρό θέατρο.

Ακόμα και σήμερα, όμως, οι τραγωδίες της κλασικής Ελλάδας παραμένουν σημαντικές, μεταξύ άλλων και για την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων, που χρησιμοποίησαν ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ για να διατυπώσουν τις θεωρίες του ασυνείδητου, των ορμών και των απωθημένων. Τα σωζώμενα έργα των Αθηναίων τραγωδών, και ειδικά ο Οιδίπους Τύραννος, ανακαλύφθηκαν εκ νέου κατά τον Διαφωτισμό και παίζονται συστηματικά από τότε, ενώ τα θέματα και οι ιστορίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς συγγραφείς.

ΝΙΤΣΕ: Ευμένεια

Ευμένεια
. Ανάμεσα στα μικρά αλλά εξαιρετικά άφθονα και συνεπώς πολύ αποτελεσματικά πράγματα που πρέπει να προσέξει η επιστήμη περισσότερο από όσο τα μεγάλα, σπάνια πράγματα, είναι και η ευμένεια. Εννοώ εκείνες τις εκφράσεις φιλικής διάθεσης στις ανθρώπινες σχέσεις, εκείνο το χαμόγελο των ματιών, εκείνες τις χειραψίες, εκείνη την άνεση που συνήθως αγκαλιάζει όλες σχεδόν τις πράξεις των ανθρώπων. 

Κάθε δάσκαλος, κάθε υπάλληλος προσθέτει αυτό το συστατικό σε ό,τι θεωρεί καθήκον του˙ είναι η συνεχής εκδήλωση της ανθρωπιάς, τα κύματα τον φωτός της για να το πούμε έτσι, μέσα στα οποία μεγαλώνουν τα πάντα. 

Ειδικά στον πιο στενό κύκλο, εκείνον της οικογένειας, η ζωή βλασταίνει και ανθίζει μόνο χάρη σε αυτή την ευμένεια. Η καλοκαγαθία, η φιλικότητα και η λεπτότητα της καρδιάς είναι ανεξάντλητες εκροές της μη εγωιστικής ενόρμησης και έχουν συνεισφέρει πολύ περισσότερο στην οικοδόμηση της κουλτούρας από εκείνες τις πιο διάσημες εκφράσεις τούτης της ενόρμησης που ονομάζονται συμπόνια, ευσπλαχνία και αυτοθυσία. Τείνουμε όμως να τις υποτιμάμε, και, πράγματι, δεν υπάρχει πολύ μη εγωιστικό στοιχείο μέσα τους. 

Το άθροισμα αυτών των ελάχιστων δόσεων είναι μολαταύτα μεγάλο – η συνολική τους δύναμη είναι από τις ισχυρότερες. Παρόμοια, μπορεί κανείς να βρει στον κόσμο πολύ περισσότερη ευτυχία από αυτήν που βλέπουν τα συννεφιασμένα μάτια˙ αρκεί να υπολογίσει σωστά και να μην ξεχάσει όλες εκείνες τις στιγμές ευχαρίστησης που είναι τόσο άφθονες σε κάθε μέρα της ανθρώπινης ζωής, ακόμη και της πιο βασανισμένης.

ΝΙΤΣΕ, Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο, 1878

Δρόμοι που μοιάζουν δίχως διέξοδο, είναι μάλλον σταυροδρόμια παρά αδιέξοδα

«Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας»: αυτός ο ισχυρισμός του Σαρτρ φαίνεται περίπλοκος, αλλά δεν είναι. Σημαίνει απλώς ότι είμαστε ελεύθεροι να υπάρχουμε, να εφεύρουμε τον εαυτό μας και να τον διορθώσουμε μέσα στη ζωή μας, όπως και την ιστορία μας. Οποιαδήποτε και αν είναι πρώτη, δεν είναι η «ουσία» αυτό που ο θεός επιθυμεί να γίνουμε ή αυτό που το γονιδίωμά μας ή η κοινωνική μας τάξη θα καθορίσει να είμαστε. Με τον ισχυρισμό αυτό, που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπαρξιστικής φιλοσοφίας του, ο Ζαν Πολ Σαρτρ ανήκει στην κατηγορία των φιλοσόφων του «γίγνεσθαι». Το ίδιο και ο Νίτσε όταν, στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, επαναλαμβάνει την εντολή του Πίνδαρου: «Γίνε αυτό που είσαι». Για να επιτευχθεί αυτό, για να διεκδικήσουμε με επιτυχία τη μοναδικότητά μας, χρειάζεται όντως μια ζωή. Χρειάζεται η περιπέτεια και οι κακουχίες, να τολμάμε να εγκαταλείψουμε την άνεση της συνήθειας.

Αυτοί οι φιλόσοφοι του «γίγνεσθαι» αντιτίθενται στους φιλοσόφους της ουσίας, οι οποίοι δεν επικεντρώνονται τόσο στην ιστορία του ατόμου όσο στην αμετάβλητη αλήθεια του, σε αυτό που αποκαλούν οι χριστιανοί «ψυχή» ο Λάιμπνιτς «ουσία» κι ο Καρτέσιος «εγώ». Αυτή η αντίθεση χρονολογείται από τις πρώτες μέρες της φιλοσοφίας, σε εκείνους τους σοφούς πριν από τον Σωκράτη, οι οποίοι ονομάζονται «προσωκρατικοί»: στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη. Από τη μια, ο Ηράκλειτος, στοχαστής του «γίγνεσθαι», ο οποίος χρησιμοποιεί τη μεταφορά του ποταμού για να συμβολίσει την αέναη κίνηση των πάντων: «Δεν κολυμπάμε ποτέ δύο φορές στο ίδιο ποτάμι». Από την άλλη, ο Παρμενίδης, στοχαστής του «είναι», ο οποίος ορίζει τον θεό ως «το ακίνητο και αιώνιο Ον». 

Στην παράδοσή μας, ο Παρμενίδης ξεπέρασε τον Ηράκλειτο. Οι ηρακλείτειοι, όπως ο Νίτσε ή ο Σαρτρ, είναι μειοψηφία. Σημαντικοί φιλόσοφοι -ο Πλάτωνας, ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς…- είναι σχεδόν όλοι τους παρμενικοί: πιστεύουν περισσότερο στο «είναι» απ’ ό,τι στο «γίγνεσθαι». Αυτό είναι ένα πρόβλημα στη συλλογιστική μας για την αρετή της αποτυχίας. Αν οι αποτυχίες μας μπορούν να μας βοηθήσουν να «γίνουμε», μπορεί πράγματι να αποβεί επικίνδυνο να ανακαλύψουμε το «είναι» μας. Κι αυτό επειδή τότε θα θεωρούσαμε ότι η αποτυχία μας δίνει μια απάντηση για το π είμαστε και γι’ αυτό τη βιώνουμε άσχημα. Βιώνοντας, όμως, διαφορετικά την αποτυχία, θέτουμε το ερώτημα για το π θα μπορούσαμε να γίνουμε. Πιστεύοντας ότι η αποτυχία μπορεί να μας βοηθήσει να αναδυθούμε πάλι, να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας συγκλίνουμε σε μια φιλοσοφίας του «γίγνεσθαι»· είναι η επιλογή ανάμεσα στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη.

Άλλωστε, οι αποτυχίες μας έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να μας κάνουν διατεθειμένους στην προώθηση αλλαγής κατεύθυνσης, μιας υπαρξιακής αλλαγής πορείας που θα αποδειχθεί επιτυχής. Η σημασία τους μερικές φορές εμποτίζει τη ζωή μας και καθορίζει tnv επανακατεύθυνσή μας. Κι αυτή είναι άλλη μια αρετή της αποτυχίας το ότι μας κάνει διαθέσιμους και ανοιχτούς σε νέα πράγματα.

Αν ο Κάρολος Δαρβίνος δεν είχε αποτύχει διαδοχικά στις σπουδές του στην ιατρική και στη θεολογία, ποτέ δεν θα είχε μπαρκάρει για αυτό το μακρύ ταξίδι το τόσο αποφασιστικό στην κατάρτιση και τη σκέψη του, ώστε να οδηγηθεί στην κατανόηση των μηχανισμοί της εξέλιξης.

Ο νεαρός Κάρολος Δαρβίνος ξεκίνησε σπουδάζοντας ιατρικά στη Σκοτία, μιας και ο πατέρας του, όντας γιατρός και ο ίδιος, επιθυμούσε να ακολουθήσει τα βήματά του. Σοκαρισμένος από τις βίαιες μεθόδους της χειρουργικής, βρίσκοντας βαρετά τα θεωρητικά μαθήματα, πέρασε κάποιο χρόνο παρατηρώντας πουλιά από το παράθυρο ώσπου αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιατρική σχολή, στη συνέχεια γράφτηκε στο Χριστιανικό Κολέγιο του Κέιμπριτζ για να λάβει θεολογική εκπαίδευση ώστε να γίνει αγγλικανός ιερέας. Ωστόσο ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να αφοσιωθεί στις σπουδές του, προτιμώντας να ιππεύει και να συλλέγει σκαθάρια από το να ακούει κηρύγματα για τον Θεό, κι έτσι διέκοψε και πάλι τις σπουδές του. Δύο διαδοχικές αποτυχίες που δεν του δίδαξαν τίποτα ουσιαστικό για τo ανθρώπινο σώμα ή την αλήθεια του Θεού, ωστόσο τον έκαναν διαθέσιμο για μια περιπέτεια που διάφορες ποτέ δεν θα είχε δοκιμάσει. Ο Δαρβίνος αποφάσισε γα μπαρκάρει με ένα πλοίο για δύο χρόνια. Οι σειρήvες του Beagle ακούγονταν στο λιμάνι Γούλγουιτς, στον Τάμεση. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η κλίση του ήρθε στο φως σε αυτό το ταξίδι, παρατηρώντας τα είδη που συναντούσαν στην πορεία τους. Ιδού τι πρέπει να γνωρίζουν οι μαθητές που ταλανίζονται προσπαθώντας να βρουν τον δρόμο τους. Όλοι θα πρέπει να διαβάσουν το Ταξιδεύοντας με το Beagle του Κάρολου Δαρβίνου.

Αν και στην αρχή αντιμετωπίζονται ως δρόμοι που μοιάζουν δίχως διέξοδο, μερικές αποτυχίες είναι μάλλον σταυροδρόμια παρά αδιέξοδα. Ανακαλύπτοντας αυτές τις διαδρομές ζωής, σκεφτόμαστε τη μεταφορά με τον βράχο που αναπτύσσει ο Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν: «0 βράχος θα μου προβάλει μεγάλη αντίσταση αν θελήσω να τον μετακινήσω. Αν θέλω, όμως, να ανέβω και να θαυμάσω το τοπίο θα με βοηθήσει πολύ». Επειδή υπάρχουμε στον χρόνο και μπορούμε να θέτουμε νέους στόχους στη δράση μας, έχουμε τη δύναμη, γράφει ο Σαρτρ μερικές γραμμές πιο κάτω, να κάνουμε το «εμπόδιο» του βράχου ένα “βοήθημα” για ένα νέο έργο. Αυτό σημαίνει να υπογραμμίζουμε τη δύναμη του πνεύματός μας, την παρουσία μας. Η κεντρική ιδέα του σαρτρικού υπαρξισμού είναι το «έργο». Το να υπάρχουμε δεν σημαίνει να απολαμβάνουμε μια σταθερή και αιώνια αλήθεια. Η ύπαρξη απαιτεί να προβάλλουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο μέλλον. Γνωρίζοντας το φράγμα της αποτυχίας, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που οι ίδιοι προβαλλόμαστε και να το κάνουμε αρχή μας.

Η πληροφορία είναι το θεμέλιο της λειτουργίας του κόσμου μας

Η πληροφορία είναι το θεμέλιο της λειτουργίας του κόσμου μας: το αίμα και το καύσιμο, η ζωτική αρχή. Διαπερνά τις επιστήμες από πάνω μέχρι κάτω, μεταμορφώνοντας κάθε κλάδο της γνώσης. Αρχικά η θεωρία της πληροφορίας εμφανίστηκε σαν μια γέφυρα από τα μαθηματικά στην ηλεκτρολογία, και από εκεί στους υπολογιστές. Αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν «επιστήμη των υπολογιστών», οι Ευρωπαίοι το γνωρίζουν ως πληροφορική, informatique, informatica και Informatik. Τώρα, ακόμη και η βιολογία έχει γίνει μια επιστήμη της πληροφορίας, ένα γνωστικό αντικείμενο από μηνύματα, εντολές και κώδικα. 

Τα γονίδια περιέχουν πληροφορία και επιτρέπουν διαδικασίες για την ανάγνωση και την αντιγραφή της. Η ζωή εξαπλώνεται με τη δικτύωση. Το ίδιο το σώμα είναι ένας επεξεργαστής πληροφορίας. Η μνήμη δεν βρίσκεται μόνο στους εγκεφάλους, αλλά σε κάθε κύτταρο. Διόλου περίεργο που η γενετική γνώρισε άνθηση παράλληλα με τη θεωρία της πληροφορίας. Το DNA είναι το κατεξοχήν μόριο πληροφορίας, ο πιο προηγμένος επεξεργαστής μηνυμάτων στο κυτταρικό επίπεδο — ένα αλφάβητο και ένας κώδικας, έξι δισεκατομμύρια bit για τον σχηματισμό ενός ανθρώπινου όντος. «Εκείνο που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε έμβιου αντικειμένου δεν είναι κάποια εσωτερική «φωτιά”, ούτε η ζεστή ανάσα, ούτε η “σπίθα της ζωής”», διακηρύσσει ο θεωρητικός της εξέλιξης Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins). «Είναι πληροφορίες, λέξεις, εντολές… Αν θέλετε να κατανοήσετε τη ζωή, μη σκέφτεστε μια παλλόμενη και δονούμενη γέλη ή ιλύ- σκεφτείτε την τεχνολογία πληροφοριών». Τα κύτταρα ενός οργανισμού είναι κόμβοι σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο δίκτυο επικοινωνιών, όπου μεταδίδουν και λαμβάνουν, κωδικοποιούν και αποκωδικοποιούν. Η ίδια η εξέλιξη εμπεριέχει μια συνεχή ανταλλαγή πληροφορίας μεταξύ του οργανισμού και τον περιβάλλοντος.

«Ο κύκλος της πληροφορίας γίνεται η μονάδα της ζωής», λέει ο Βέρνερ Λεβενσταϊν (Werner Loewenstein) έπειτα από τριάντα χρόνια μελέτης της διακυτταρικής επικοινωνίας. Μας θυμίζει ότι τώρα η πληροφορία έχει μια βαθύτερη έννοια: «Σημαίνει μια κοσμική αρχή οργάνωσης και τάξης, και προσφέρει ένα ακριβές μέτρο της». Επίσης, το γονίδιο έχει το ανάλογό του στον πολιτισμό: το μιμίδιο. Στην πολιτισμική εξέλιξη, το μιμίδιο είναι αντιγραφέας και διασπορέας — μια ιδέα, μια μόδα, μια αλυσιδωτή επιστολή . Σε ατυχείς περιπτώσεις, ένα μιμίδιο είναι ένας ιός.

Η οικονομική επιστήμη αναγνωρίζει τον εαυτό της ως μια επιστήμη της πληροφορίας, τώρα που το ίδιο το χρήμα διαγράφει ένα πλήρες τόξο εξέλιξης, από την ύλη στα bit και αποθηκεύεται στη μνήμη υπολογιστών και σε μαγνητικές ταινίες, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο διαπερνά το νευρικό σύστημα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Ακόμη και την εποχή που το χρήμα φαινόταν να είναι ένας υλικός θησαυρός, και βάραινε στις τσέπες και στα αμπάρια των πλοίων και στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, ήταν πάντα πληροφορία. Τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα, οι σίκλοι και τα κοχύλια που χρησιμοποιούνταν σαν νομίσματα, όλα αυτά αποτελούσαν απλώς βραχύβιες τεχνολογίες που αναπαριστούσαν πληροφορίες σχετικά με το ποιος κατέχει τι.

Και τα άτομα; Η ύλη έχει τους δικούς της νεολογισμούς, και η δυσκολότερη από όλες τις επιστήμες, η φυσική, φαινόταν να έχει φτάσει στην ωριμότητα. Αλλά η φυσική, επίσης, επηρεάστηκε βαθύτατα από το νέο διανοητικό μοντέλο. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο της μεγάλης άνθησης της φυσικής, τα σπουδαία νέα φαινόταν πως ήταν η διάσπαση του ατόμου και ο έλεγχος της πυρηνικής ενέργειας. Οι θεωρητικοί επένδυσαν το κύρος και τους πόρους τους στην έρευνα των στοιχειωδών σωματιδίων και στους νόμους που διέπουν την αλληλεπίδρασή τους, στην κατασκευή γιγαντιαίων επιταχυντών και στην ανακάλυψή των κουάρκ και των γλοιονίων. Η υπόθεση της έρευνας των επικοινωνιών δεν θα μπορούσε να φαίνεται περισσότερο απομακρυσμένη από το υψηλό εγχείρημα. Οι ειδικοί της σωματιδιακής φυσικής δεν χρειάζονταν bit.

Αλλά τότε, ξαφνικά, αποδείχτηκε ότι χρειάζονταν. Σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, οι φυσικοί και οι θεωρητικοί της πληροφορίας γίνονται ένα και το αυτό. Το bit είναι ένα θεμελιώδες σωματίδιο διαφορετικού είδους: όχι ακριβώς μικροσκοπικό, αλλά αφηρημένο — ένα δυαδικό ψηφίο, ένα flip-flop (δισταθής πολυδονητής), ένα ναι-ή-όχι. Είναι άυλο, αλλά, καθώς οι επιστήμονες κατανοούν τελικά την πληροφορία, αναρωτιούνται μήπως είναι πρωταρχικό: πιο θεμελιώδες από την ίδια την ύλη. Εικάζουν ότι το bit είναι ο μη αναγώγιμος πυρήνας και πως η πληροφορία διαμορφώνει το ίδιο το κέντρο της ύπαρξης. Γεφυρώνοντας τη φυσική του 20ού και του 21ου αιώνα, ο Τζον Άρτσιμπαλντ Γουίλερ (Hohn Archibald Wheeler), συνεργάτης τόσο του Αϊνστάιν άσο και του Μπαρ, διατύπωσε αυτό το μανιφέστο σε αινιγματικά μονοσύλλαβα: «It from Bit». 

Η πληροφορία δημιουργεί «κάθε “αυτό” — κάθε σωματίδιο, κάθε πεδίο δύναμης, ακόμη και το ίδιο το χωροχρονικό συvεχές.» Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να κατανοήσουμε το παράδοξο του παρατηρητή: ότι δηλαδή το αποτέλεσμα ενός πειράματος επηρεάζεται, ή ακόμη και καθορίζεται, όταν παρατηρείται. Ο παρατηρητής όχι μόνο παρατηρεί, αλλά θέτει ερωτήματα και διατυπώνει προτάσεις που πρέπει εντέλει να εκφραστούν σε διακριτά bit. «Αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα», έγραψε με περίσκεψη ο Γουίλερ, «προκύπτει σε τελική ανάλυση από τη διατύπωση ερωτήσεων που απαντιούνται με ναι ή όχι». Και πρόσθεσε: «Η προέλευση όλων των φυσικών πραγμάτων βρίσκεται στη θεωρία της πληροφορίας, και το Σύμπαν είναι συμμετοχικό». Έτσι, ολόκληρο το Σύμπαν θεωρείται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής —μια κοσμική μηχανή επεξεργασίας της πληροφορίας.

Το κλειδί για τη λύση του αινίγματος μας δίνει ένας τύπος σχέσης που δεν είχε θέση στην κλασική φυσική: το φαινόμενο που είναι γνωστά ως εμπλοκή (ή σύμπλεξη) [entanglement]. ‘Όταν τα σωματίδια ή τα κβαντικά συστήματα συμπλέκονται, οι ιδιότητές τους παραμένουν συσχετισμένες σε τεράστιες αποστάσεις και σε τεράστιους χρόνους. Σε αποστάσεις ετών φωτός, μοιράζονται κάτι που είναι φυσικό, αλλά όχι μόνο φυσικό. Προκύπτουν απόκοσμα παράδοξα, που δεν επιλύονται ώσπου να κατανοήσει κανείς πώς η σύμπλεξη κωδικοποιεί την πληροφορία, μετρημένη σε bit ή στο κβαντικό τους αντίστοιχο, με το αλλόκοτο όνομα qubit (κβαντικά bit).

Όταν τα φωτόνια και τα ηλεκτρόνια αλληλεπιδρούν, τι κάνουν πραγματικά; Ανταλλάσσουν (ή μεταδίδουν κβαντικές καταστάσεις, επεξεργάζονται πληροφορία. Οι νόμοι της φυσικής είναι οι αλγόριθμοι. Κάθε φλεγόμενο άστρο, κάθε σιωπηλό νεφέλωμα, κάθε σωματίδιο που αφήνει το φευγαλέο ίχνος του σε έναν θάλαμο νέφωσης, είναι ένας επεξεργαστής πληροφορίας. Το Σύμπαν «υπολογίζει» το πεπρωμένο του σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής. Πόσο υπολογίζει; Πόσο γρήγορα; Πόση είναι η συνολική χωρητικότητα της πληροφορίας, πόσος είναι ο χώρος της μνήμης του; Ποιος είναι ο δεσμός ανάμεσα στην ενέργεια και στην πληροφορία; Τι κόστος ενέργειας έχει η μετάδοση ενός bit; Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα, αλλά όχι τόσο απόκρυφα ή μεταφορικά όσο ακούγονται. 

Οι φυσικοί, μαζί με τους ειδικούς της κβαντικής θεωρίας της πληροφορίας -μια νέα ειδικότητα- καταπιάνονται με αυτά. Κάνουν τους μαθηματικούς συλλογισμούς και παράγουν πιθανές απαντήσεις. («Η μέτρηση των bit του Σύμπαντος, όπως κι αν υπολογίζεται, εκφράζεται με το δέκα υψωμένο σε μια πολύ μεγάλη δύναμη», σύμφωνα με τον Γουίλερ. Σύμφωνα με τον Σεθ Λόιντ (Seth Lloyd): «Δεν είναι περισσότερο από 10^120 λογικές πράξεις σε 10^90 bit»). Μελετούν εξαρχής τα μυστήρια της εντροπίας της θερμοδυναμικής, και εκείνους τους διαβόητους αφανιστές πληροφορίας, τις μαύρες τρύπες. «Αύριο», διακηρύσσει ο Γουίλερ, «θα έχουμε μάθει να κατανοούμε και να εκφράζουμε όλη τη φυσική στη γλώσσα της πληροφορίας».

Καθώς ο ρόλος της πληροφορίας διευρύνεται πέρα από κάθε φαντασία, καταλήγει στην υπερβολή. «Καταιγισμός πληροφοριών», λένε τώρα οι άνθρωποι. Η πληθώρα των πληροφοριών προκαλεί κόπωση, άγχος και κορεσμό. “Έχουμε συναντήσει τον Διάβολο του Υπερβολικού Φόρτου Πληροφοριών, και τους ενοχλητικούς ακολούθους του, τον ιό των υπολογιστών, το σήμα φραγής, τον ανενεργό σύνδεσμο και την παρουσίαση με Power Point. Τα πάντα άλλαξαν τόσο γρήγορα. Ο Τζον Ρόμπινσον Πιρς (Jοhn Robinson Pierce) -ο τεχνικός των Εργαστηρίων Μπελ που επινόησε τη λέξη τρανζίστορ-αναλογιζόταν αργότερα: «Είναι δύσκολο να φανταστούμε τον κόσμο πριν από τον Σάνον όπως φαινόταν σε όσους ζούσαν σ’ αυτόν. Είναι δύσκολο να ανακτήσουμε την αθωότητα, την άγνοια και την έλλειψη κατανόησης».

Ωστόσο, το παρελθόν επανέρχεται στο επίκεντρο τον ενδιαφέροντος, «ο Λόγος». Είμαστε το είδος που ονόμασε τον εαυτό του Homo sapiens, ο άνθρωπος που γνωρίζει – και κατόπιν, έπειτα από σκέψη, τροποποίησε τον όρο σε Homo sapiens sapiens. Σε τελική ανάλυση, το σπουδαιότερο δώρο του Προμηθέα στην ανθρωπότητα δεν ήταν η φωτιά: «Τους αριθμούς επίσης, τη σπουδαιότερη σοφία, επινόησα γι’ αυτούς, και τη σύνθεση των γραμμάτων, μητέρα των τεχνών των Μουσών, για να κρατούν τα πάντα στη μνήμη τους». Το αλφάβητο ήταν μια θεμελιώδης τεχνολογία πληροφορίας. Το τηλέφωνο, η συσκευή του φαξ, η αριθμομηχανή, και, τελικά, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, είναι απλώς οι πιο πρόσφατες καινοτομίες που επινοήθηκαν για την αποθήκευση, την επεξεργασία και τη μετάδοση της γνώσης.

Διανύουμε περίοδο προόδου ή όχι;

Για να ορίσουμε την πρόοδο, πρέπει να έχουμε κάποιο κριτήριο, κάποια βάση ή αφετηρία. Σε μία αριθμητική πρόοδο αρχίζουμε από κάποιον αριθμό και ανεβαίνουμε. Και για να διαπιστώσουμε αν υφίσταται πρόοδος σε κάτι, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Αν ένας μαθητής έπαιρνε 11 και τώρα παίρνει 16, λέμε (και σωστά) ότι προόδευσε. Κι αν ένας αθλητής πηδούσε 2 μέτρα και τώρα πέρασε τα 2,15, σίγουρα υπάρχει πρόοδος.

Αν όμως στον αθλητή μας βάλουμε τον πήχη στα 3 μέτρα και δεν τα πηδήσει, τότε μπορούμε να αγνοήσουμε τα 2,15 και να πούμε πως απέτυχε – και μάλιστα έμεινε 85 εκατοστά κάτω από τον στόχο. Δηλαδή, χάλια!

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η βάση του “μύθου”. Βάζουμε τον πήχη πολύ ψηλά και μετά θρηνούμε επειδή αποτύχαμε. Παραγνωρίζουμε – ή δεν αξιολογούμε- αυτά που έχουμε κατορθώσει, και κρίνουμε μόνο με βάση τα όσα (κατά τη γνώμη μας) θα έπρεπε να είχαμε καταφέρει.

Τι θα έπρεπε να έχουμε καταφέρει; Μα τα πάντα: να είναι όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη ευτυχείς, υγιείς, εύποροι, χορτάτοι, ελεύθεροι, χαρούμενοι (ενδεχομένως και αθάνατοι) και να ζούνε σε μία φύση απείραχτη, παρθένα, καθαρή κτλ. κτλ. Δηλαδή να έχουμε πραγματοποιήσει μία κατάσταση ουτοπίας.

Οι αντίπαλοι της προόδου παίρνουν σαν μέτρο μερικές ουτοπικές φαντασιώσεις που είχαν οραματιστεί οι υπεραισιόδοξοι στοχαστές του 18ου και 19ου αιώνα (τότε που πίστευαν ότι η επιστήμη θα λύσει αμέσως όλα τα προβλήματα όλων). Συγκρίνοντας με αυτές τη σημερινή πραγματικότητα, δηλώνουν ότι αποτύχαμε. Η επιστήμη δεν έφερε τον παράδεισο- μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι έφερε την κόλαση.

Για μένα όμως υπάρχει μόνο ένα μέτρο και κριτήριο της προόδου: το παρελθόν, το πρότερον, που έλεγαν οι Αρχαίοι. Τον μαθητή που παίρνει τώρα 16 δεν θα τον κρίνω με βάση το 20, αλλά το 11 που έπαιρνε μέχρι σήμερα.

Και σε σχέση με το παρελθόν έχουμε κάνει τεράστιες προόδους, σε όλους τους τομείς. Όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογία (εκεί δεν το αρνούνται ούτε οι πιο φανατικοί αντιρρησίες – και πώς θα μπορούσαν;), αλλά και στους καθαρά ανθρωπιστικούς και ανθρώπινους δείκτες.

Ας αρχίσουμε από τα βασικά: πριν μόλις 200 χρόνια η δουλεία ήταν νόμιμη (ναι, όλοι οι σοφοί μας αρχαίοι τη θεωρούσαν φυσικό πράγμα). Πριν 100 χρόνια ο μέσος όρος ζωής στον πλανήτη ήταν 30 χρόνια – τώρα είναι 67.

Πριν 100 χρόνια μόνο σε πέντε κράτη ψήφιζαν και εκλέγανε τους ηγέτες τους – τώρα είναι 122. Σύμφωνοι, πολλές εκλογές είναι στημένες, και πολλές δημοκρατίες είναι μόνο κατ’ όνομα – αλλά πρόοδος υπάρχει. Πριν 100 χρόνια η μισή υφήλιος ήταν αποικίες μερικών κρατών – τώρα δεν υπάρχει πια καμία.

Στη δεκαετία του’50 στο Λονδίνο δεν μπορούσες να αναπνεύσεις από την πράσινη ομίχλη-μπιζελόσουπα (smog, pea-soup) και ο Τάμεσης ήταν δηλητήριο. Τώρα ο αέρας είναι καθαρός και ο Τάμεσης γεμάτος ψάρια. Το 1970 το 36% των ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες λιμοκτονούσε – το 1996 το ποσοστό είχε πέσει στο 18% και σήμερα υπολογίζεται στο 12%.

Θα μου πείτε ότι και αυτό το 12% σημαίνει αφάνταστη δυστυχία και είναι ντροπή για την ανθρωπότητα. Συμφωνώ απόλυτα – αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι μειώθηκε στο ένα τρίτο και ότι άρα υπήρξε κάποια πρόοδος. Ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές του ΟΗΕ, στα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε μειώσει την παγκόσμια φτώχεια περισσότερο από ό,τι στα τελευταία πεντακόσια.

Ακόμα και στα θέματα του περιβάλλοντος (οι περισσότεροι αρνητές της προόδου είναι φανατικοί οικολόγοι), παρ’ όλη την πλύση εγκεφάλου που μας κάνουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Χάρη στην ευαισθητοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, είμαστε σε καλύτερη κατάσταση σήμερα από όσο πριν μερικές δεκαετίες. (Τη χειρότερη ρύπανση την έχω ζήσει στην Ανατολική Ευρώπη από το ’70 ως το ’90!) Όσοι χρειάζονται στοιχεία για την πραγματική κατάσταση του περιβάλλοντος, υπάρχουν 500 σελίδες, 175 πίνακες και 2.930 υποσημειώσεις, στο μνημειώδες σύγγραμμα του καθηγητή της στατιστικής Bjorn Lomborg.

Γιατί όμως τότε αυτή η επίμονη άρνηση της προόδου, αυτή η περιφρόνηση για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας; 

Πρώτον, από άγνοια — οι περισσότεροι αγνοούν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. 

Δεύτερον, από την τάση των μαζικών μέσων να τονίζουν πάντα το αρνητικό και να καταστροφολογούν

Τρίτον από μόδα: ήδη πριν 150 χρόνια ο Flaubert έγραφε στο λεξικό του: «Εποχή (η δική μας): να εξοργίζεται κανείς μαζί της. Να παραπονιέται διότι δεν είναι ποιητική. Να την ονομάζει εποχή μετάβασης και παρακμής».

ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ: Ο κύβος ερρίφθη

Αναμφισβήτητα, η σημαντικότερη στιγμή του Ιούλιου Καίσαρα κατά την οποία χρειάστηκε να στοιχηματίσει στον εαυτό του, και μία από τις πιο παράτολμες ηγετικές ενέργειες όλων των εποχών, ήρθε, το 49 π.Χ., όταν έπρεπε να πάρει μια απόφαση που θα μπορούσε να βυθίσει την πολυαγαπημένη του Ρώμη στον εμφύλιο πόλεμο.

Πώς έφτασαν ως εκεί τα πράγματα; Αφού σημείωσε τις σπουδαιότερες στρατιωτικές επιτυχίες από κάθε άλλον Ρωμαίο στην ιστορία και έγινε η πιο αγαπητή προσωπικότητα της χώρας, η ζωή του Καίσαρα πήρε μια σκοτεινή τροπή. Για τη συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών του ήταν ήρωας- για μια μικρή μερίδα, δημόσιος εχθρός της Ρώμης. Σε κάθε του ενέργεια, έβλεπαν την επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων τους. Πεπεισμένοι ότι η δύναμη του Καίσαρα αποτελούσε απειλή για την ύπαρξή τους, οι αντίπαλοί του μεθόδευσαν τις πολιτικές καταστάσεις έτσι ώστε να επιφέρουν τον αφανισμό του. Σε κατ’ιδίαν συζητήσεις και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, άρχισαν να υπονομεύουν και να καταγγέλλουν ανοιχτά τον Καίσαρα. Η Σύγκλητος πέρασε ένα διάταγμα γνωστό ως Ύστατο Δόγμα της Συγκλήτους (senatus consultum ultimum) που παρείχε τη δυνατότητα στους υπάτους και σε άλλους δικαστές να πράξουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο για να υπερασπιστούν το αβασίλευτο πολίτευμα. Πρακτικά, το διάταγμα πετύχαινε δύο πράγματα: ανέστελλε το δικαίωμα αρνησικυρίας που είχαν οι εκπρόσωποι των πληβείων, αλλά και των στρατιωτικών στα διατάγματα της Συγκλήτου, και κήρυττε τον Καίσαρα δημόσιο εχθρό του κράτους.

Οι πολιτικοί σύμμαχοι του Καίσαρα φοβούνταν για την ασφάλειά τους, και δικαιολογημένα. Γνώριζαν ότι το αξίωμα του τριττυάρχου δεν ενείχε πλέον κανένα πολιτικό πλεονέκτημα- χωρίς το δικαίωμα της αρνησικυρίας, δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την επιθετικότητα των συγκλητικών. Έφυγαν κρυφά από τη Ρώμη με μια νοικιασμένη άμαξα και πήγαν αμέσως στον Καίσαρα. Η επιβολή της πολιτικής βούλησης δια της βίας, ο παλιός τρόπος ηγεσίας των συγκλητικών, είχε αρχίσει να πλανάται και πάλι στην ατμόσφαιρα.

Τις ώρες που προηγήθηκαν, ο Καίσαρας έδειχνε να περνάει φυσιολογικά την ημέρα του: πήγε στα λουτρά και γευμάτισε με τρόπο επιδεικτικό. Όταν βράδιασε, έφυγε αφήνοντας πίσω τους έμπιστους συντρόφους του. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά και κανείς δεν παρατήρησε τίποτα όταν ο Καίσαρας γύρισε πίσω και συναντήθηκε ξανά με τους συντρόφους του στον ποταμό Ρουβίκωνα, καταμεσής της νύχτας.

Τα νερά του μικρού ποταμού ήταν ορμητικά από τις καταρρακτώδεις βροχές, κάτι που ίσως προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Αν και ήταν ένας συνηθισμένος ποταμός, ο Ρουβίκωνας είχε την ιδιαίτερη τιμή να αποτελεί το όριο μεταξύ των επαρχιών από τη μια, και της ιταλικής ενδοχώρας, της γης των Ρωμαίων, από την άλλη. Από τη μια πλευρά εκτείνονταν αλλότρια εδάφη, από την άλλη η πατρίδα.

Βυθισμένος στις σκέψεις του ο Καίσαρας αναλογίστηκε τις επιλογές που είχε: είτε να εισβάλει σε ρωμαϊκή γη και να βυθίσει όλον τον τότε γνωστό κόσμο στον εμφύλιο σπαραγμό, είτε να παραιτηθεί από τη διοίκηση της Γαλατίας, να επιστρέψει στη Ρώμη και να επιτρέψει στους εχθρούς του να συνεχίσουν τη βεντέτα εναντίον του στα δικαστήρια. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Καίσαρας είχε υπάρξει μάρτυρας των καταστροφικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου: αιματοχυσία, τρόμος και οικογένειες που ξεκληρίζονταν. Όταν στα νιάτα του είχε αρνηθεί να χωρίσει τη σύζυγό του, είχε περάσει μήνες μέσα στον φόβο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κυνηγούς επικηρυγμένων που είχαν εξαπολυθεί να τον πιάσουν για να εισπράξουν την αμοιβή που δινόταν για τη σύλληψή του. Τελικά το όνομά του αφαιρέθηκε από τη λίστα με τους καταζητούμενους, αλλά η ανάμνηση από τα χρόνια που ήταν φυγάς τον συνόδευε ακόμη.

Συνηθισμένος να διατάσσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, τώρα ο Καίσαρας είχε μόνο μία λεγεώνα στο πλευρό του, μερικούς χιλιάδες στρατιώτες πεζικού και περίπου δύο εκατοντάδες ιππείς. Μπορεί να φανταστεί κανείς τις σκοτεινές σκέψεις που γύριζαν στον νου του καθώς κοίταζε στην άλλη όχθη του ποταμού και οι σύντροφοί του περίμεναν την απόφασή του. ” Ο κύβος ερρίφθη”, είπε τελικά. Είχε κάνει την επιλογή του και όταν ξημέρωνε, ολόκληρος ο ρωμαϊκός κόσμος θα μάθαινε ποιο μονοπάτι είχε διαλέξει.

Ο κύβος ερρίφθη”, είπε ο Καίσαρας όταν πήρε την απόφασή του. Διέσχισε τον Ρουβίκωνα και εισέβαλε στα εδάφη της Ρώμης.

Σε όλη του τη σταδιοδρομία ο Καίσαρας αψηφούσε την παράδοση, απέφευγε τη χρήση βίας. Τον Εμφύλιο δεν τον είχε προκαλέσει ο Καίσαρας, ήταν ένα κύμα που ξεχύθηκε καταπάνω του. Πριν από την εισβολή είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό. Είχε αναζητήσει ειρηνική λύση και ουσιαστικά είχε παρακαλέσει όσους βρίσκονταν στη Ρώμη να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να προχωρήσουν μπροστά. Εκείνοι τον αγνόησαν επανειλημμένα, είτε αρνούμενοι να του απαντήσουν είτε προβάλλοντας εντελώς παράλογες απαιτήσεις που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Και ακόμη και τώρα που η χρήση βίας ήταν μονόδρομος, θα ενεργούσε με τον δικό του τρόπο- από την πρώτη γραμμή.

Ο Καίσαρας είχε δικό του προσωπικό στιλ που ούτε ο επικείμενος πόλεμος ήταν σε θέση να αλλάξει. Η αντιπαλότητά του ήταν με τον Κάτωνα, τον Πομπήιο και τη Σύγκλητο, όχι με τον ρωμαϊκό λαό. Το εκπληκτικό είναι ότι εισέβαλε στη Ρώμη μόνο με μία λεγεώνα, το δέκα τοις εκατό περίπου της πολεμικής του δύναμης. Αν υπήρξε μία στιγμή στη ζωή του που ο Καίσαρας στοιχημάτισε στον εαυτό του, ήταν αυτή.

Με μια τόσο περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, ο Καίσαρας είχε ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη. Ωστόσο, δεν ήθελε να τους αναγκάσει να πολεμήσουν ενάντια στη συνείδησή τους. Έδωσε την επιλογή, σε όποιον στρατιώτη το επιθυμούσε, να αποχωρήσει με όλα του τα υπάρχοντα χωρίς να κινδυνεύσει. Με αυτή την απλή αλλά ασυνήθιστη ενέργεια κέρδισε τον σεβασμό και την αφοσίωση του στρατού του.

Ο Καίσαρας δεν είχε την απαίτηση να βλέπουν όλοι όσοι τον ακολουθούσαν τα πράγματα όπως εκείνος. Ως ηγέτης, έδινε στους ανθρώπους περιθώρια να καταλήγουν στα δικά τους συμπεράσματα και να βάζουν τα δικά τους στοιχήματα. Έτσι, όταν τον ακολουθούσαν, το έκαναν με την καρδιά τους. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων και των συνεπειών τους. Το δικαίωμα επιλογής που έδωσε ο Καίσαρας στα στρατεύματά του στον Ρουβίκωνα εμβάθυνε την αφοσίωσή τους ώστε να τον ακολουθήσουν πιστά.

Ωστόσο, άλλο είναι να επιτρέψεις στους απλούς στρατιώτες να φύγουν και άλλο να δώσεις την ίδια ελευθερία στους ανώτατους αξιωματικούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Καίσαρας ακολούθησε την ίδια προσέγγιση ακόμη και όταν ο ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς του αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Απρόθυμος να κάνει το επόμενο βήμα και να πάρει μέρος στην ανοιχτή εξέγερση, ένας από τους ικανότερους και αρχαιότερους αξιωματικούς του, ο Τίτος Λαβιένος, αποχώρησε από τον στρατό. Ένας τυπικός Ρωμαίος στρατηγός θα είχε θεωρήσει αυτή του τη λιποταξία ξεκάθαρη προδοσία και θα είχε στείλει δυνάμεις να τον ακολουθήσουν και να τον σκοτώσουν. Ο Καίσαρας επέλεξε άλλο δρόμο: συγκέντρωνε όλες τις αποσκευές και τα υπάρχοντα του Λαβιένου και του τα έστειλε στο σπίτι του.

Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε τη διάβαση του Ρουβίκωνα θα σημάδευε τη σταδιοδρομία του Καίσαρα και, από πολλές απόψεις και την κληρονομιά που θα άφηνε.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

1.7.3. Ο γεωμετρικός ρυθμός δεν είναι αφηρημένη τέχνη


Δεν είναι σωστό να συμπεράνουμε αβασάνιστα, όπως συμβαίνει συχνά, ότι η γεωμετρική τέχνη στηρίζεται σε αφηρημένα μοτίβα, είναι δηλαδή μια τέχνη μη παραστατική. Πρόκειται για μια παλιάν αντίληψη, που τη συναντούμε ακόμη και σήμερα όχι μόνο σε εγχειρίδια αλλά και σε ειδικές μελέτες για την αρχαία τέχνη. Οι αρχαιολόγοι των αρχών του 20ού αιώνα φαντάστηκαν ότι στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. οι Έλληνες, αποδεσμευμένοι από τις ξένες επιρροές που είχαν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον μυκηναϊκό πολιτισμό (προερχόμενες κυρίως από τη μινωική Κρήτη αλλά και από την Εγγύς Ανατολή), ανέπτυξαν μια τέχνη σύμφωνη με την ιδιοσυγκρασία τους. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων, φαινομενικά εντελώς διαφορετικός από τα ελεύθερα σχεδιασμένα φυτικά μοτίβα που κοσμούν τα αγγεία της μυκηναϊκής εποχής, θεωρήθηκε ότι απηχεί έναν πρωτόγνωρο, αφαιρετικό τρόπο σκέψης. Δεν έλειψαν μάλιστα στο παρελθόν οι προσπάθειες να αποδοθεί ο νέος ρυθμός στους Δωριείς, που η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα συνδέθηκε, όπως είδαμε, με το τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Η εξήγηση αυτή δύσκολα βρίσκει πλέον υποστηρικτές, αφού η αρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι το πρώτο και σημαντικότερο κέντρο παραγωγής πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής κεραμικής ήταν η Αθήνα, την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ποτέ δεν κατέκτησαν οι Δωριείς. Μια άλλη, εξίσου προβληματική ερμηνεία θεωρεί τον γεωμετρικό ρυθμό στη διακόσμηση των αγγείων έκφραση μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας. Είναι όμως απίθανο η αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, ειδικά από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και έπειτα, να είχε τέτοια χαρακτηριστικά, τη στιγμή που όλες οι ενδείξεις μάς πείθουν, όπως είδαμε, ότι διατηρούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών ανταλλαγών.

Ανεξάρτητα όμως από τις ερμηνείες για τη γένεση της γεωμετρικής τεχνοτροπίας, οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού απλών γραμμικών μοτίβων για τη δημιουργία αφηρημένων συνθέσεων και περιέχει, επομένως, σε εμβρυακή έστω μορφή, τα στοιχεία που οδήγησαν τους Έλληνες στην ανάπτυξη της γεωμετρίας και της επιστημονικής σκέψης, αλλά και τον σπόρο από τον οποίο βλάστησαν αργότερα η ποίηση και η φιλοσοφία. Κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να δουν στην τεχνοτροπία αυτή έναν μακρινό πρόδρομο των μη παραστατικών καλλιτεχνικών ρευμάτων του 20ού αιώνα.

Η γοητευτική στη σύλληψή της θεωρία που θέλει τους αγγειογράφους της γεωμετρικής εποχής να δημιουργούν τα έργα τους στηριγμένοι σε θεωρητικές αρχές που τις συναντούμε πολύ αργότερα στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, όχι όμως και στην τέχνη (όπου βρίσκουν εφαρμογή μόνο στη σύγχρονη εποχή, στις αρχές του 20ού αιώνα), δεν αντέχει σε προσεκτική εξέταση. Στην πραγματικότητα η γεωμετρική τέχνη δεν είναι ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Αν συγκρίνουμε τον διάκοσμο των αθηναϊκών πρωτογεωμετρικών αγγείων με εκείνο των λίγο προγενέστερων υπομηκυναϊκών, διαπιστώνουμε ότι τα μοτίβα τους δεν διαφέρουν ριζικά. Τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια (π.χ. ομόκεντρα ημικύκλια και κυματοειδείς γραμμές), μόνο που στα πρωτογεωμετρικά αγγεία έχουν συμμετρική διάταξη και προσεκτικότερη σχεδίαση. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα διακοσμητικά μοτίβα της όψιμης μυκηναϊκής κεραμικής συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο, σχηματοποιημένα και παραλλαγμένα, τα φυτικά κυρίως κοσμήματα που συναντούμε στα μυκηναϊκά αγγεία.

Φαίνεται επομένως ότι ο γεωμετρικός διάκοσμος, παρά την εκτεταμένη χρήση γραμμικών στοιχείων, είναι παραστατικός, αποδίδει δηλαδή μορφές που υπάρχουν στη φύση. Άλλωστε η αυστηρή σχηματοποίηση δεν αποτελεί απαράβατο κανόνα της γεωμετρικής τέχνης, ούτε στην πρώιμη φάση της ούτε αργότερα. Για να το κατανοήσουμε αυτό αρκεί να συγκρίνουμε δύο αττικούς πρωτογεωμετρικούς αμφορείς από το νεκροταφείο της περιοχής του Διπύλου στον Κεραμεικό. Ενώ και οι δύο φέρουν στον ώμο τα τυπικά για την εποχή ομόκεντρα ημικύκλια, η ζώνη της κοιλιάς διακοσμείται με διαφορετικό τρόπο: στον έναν έχουμε ομόκεντρους κύκλους φτιαγμένους με διαβήτη και στον άλλον ελεύθερα ζωγραφισμένες κυματοειδείς γραμμές σαν τόξα. Το ελεύθερο σχέδιο του δεύτερου αγγείου συνδυάζεται με ένα εικονιστικό θέμα, τη μορφή ενός αλόγου κάτω από ένα από τα τόξα. Ο τεχνίτης έχει επομένως ως πρότυπο μορφές που υπάρχουν στη φύση και η σχηματοποίηση δεν είναι παρά ένας συμβατικός τρόπος για την απόδοσή τους.

Αλλά η άποψη ότι ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων εμπνέεται άμεσα από την πραγματικότητα και αποδίδει φυτικές και άλλες μορφές επιβεβαιώνεται και από μια προσεκτική ανάλυση των ίδιων των στοιχείων του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός πήλινου καλαθιού από τάφο του Κεραμεικού, του οποίου η γεωμετρική διακόσμηση μιμείται φανερά το πλέξιμο κλαδιών λυγαριάς, τονίζοντας μάλιστα τα πολύπλοκα μοτίβα που σχηματίζονται εκεί όπου η πλέξη είναι ενισχυμένη, στις ενώσεις και στη λαβή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διακόσμηση των πήλινων αλόγων που διακοσμούν συνήθως τα καλύμματα των πυξίδων. Εξετάζοντας προσεκτικά τις ζώνες γραμμικών κοσμημάτων στο κεφάλι, στον λαιμό και στη ράχη τους, διαπιστώνουμε ότι αποδίδουν στοιχεία από τον ζυγό και τα χαλινάρια με τα οποία τα ζώα δένονταν στα άρματα. Δεν πρόκειται επομένως για ελεύθερα αλλά για ζεμένα άλογα, όπως αυτά που οδηγούν τους ήρωες στη μάχη στην Ιλιάδα. Αυτή είναι μια πρόσθετη ένδειξη για τις αριστοκρατικές αντιλήψεις που απηχεί ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων.

ΔΕΣ: Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

7.7. Πώς ο Πλάτων έφτασε στις Ιδέες;


Οι πλατωνικές Ιδέες έχουν κάτι που μας ξενίζει. Βρίσκονται έξω από τον υπαρκτό κόσμο, αποτελώντας ένα αυτόνομο αιώνιο βασίλειο, το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το χάος και την ανορθολογικότητα που επικρατούν στην πραγματικότητα των ανθρώπων. Και την ίδια στιγμή, καλούνται να προσφέρουν λύσεις σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες, βάσει των οποίων κρίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. Θεμελιώνουν ένα κράτος δικαίου. Δίνουν το μέτρο της αλήθειας στις κρίσεις των ανθρώπων. Ενοποιούν τις ανθρώπινες επιστήμες και τις τέχνες.

Είναι φανερό ότι ο Πλάτων είναι ιδιαίτερα οξυδερκής μελετητής της ανθρώπινης κατάστασης και δείχνει πρωταρχικό ενδιαφέρον για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό γοητεύεται τόσο πολύ από την προσωπικότητα του Σωκράτη. Ο Σωκράτης όμως είχε το χάρισμα να υποδεικνύει λύσεις με την ίδια του τη ζωή, είχε καταφέρει να μετατρέψει τη ζωή του σε φιλοσοφία. Μια τέτοια περίπτωση είναι μοναδική - δεν γενικεύεται ούτε μπορεί να διδαχθεί. Η επιμονή του Σωκράτη ότι ο ίδιος δεν κατείχε καμία σταθερή γνώση, έκανε δυσδιάκριτη τη διαφορά της αληθινής φιλοσοφίας από τη σοφιστική.

Με τη σύλληψη των Ιδεών ο Πλάτων προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που είχαν απασχολήσει και τον Σωκράτη. Πώς διακρίνεται ο δίκαιος άνθρωπος από τον άδικο, η δίκαιη από την άδικη απόφαση της πόλης; Η απάντηση των σοφιστών ήταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, οπότε αυτό που μετράει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, το συμφέρον των ισχυρών ή, στην καλύτερη περίπτωση, η πειστικότητα των επιχειρημάτων των εμπλεκομένων. Ο Σωκράτης απέρριπτε αυτές τις απαντήσεις, επισήμαινε την ανάγκη να δοθεί ένας ορισμός της δικαιοσύνης, αλλά το μόνο που προσέφερε ήταν το παράδειγμα της δικής του δίκαιης συμπεριφοράς. Ο Πλάτων αντιθέτως εκτιμά ότι η μόνη δυνατή απάντηση στους σοφιστές είναι ο προσδιορισμός ενός απόλυτου κριτηρίου δικαιοσύνης. Το κριτήριο αυτό το προσφέρει η Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία, ακριβώς επειδή βρίσκεται έξω από τον κόσμο της μεταβολής, δεν εξαρτάται ούτε από τις εκάστοτε πλειοψηφίες ούτε από τους εκάστοτε ισχυρούς.

Οι πλατωνικές λοιπόν Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι᾽ αυτό και οι κατεξοχήν Ιδέες είναι ηθικές αξίες: η Δικαιοσύνη, η Ανδρεία, η Ευσέβεια, η Σωφροσύνη και, πάνω απ᾽ όλες, το Αγαθό, η Ιδέα δηλαδή που συνοψίζει το γένος των αρετών. Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστικής. Με την απόφασή του αυτή απομακρύνεται από τον δάσκαλό του, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, ουδέποτε πρότεινε έναν τέτοιο διχασμό.

Όταν ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών, ο Πλάτων τον ακολούθησε, θεώρησε όμως ότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει αντικείμενο τα αισθητά αλλά κάποιες άλλες οντότητες. Ο λόγος ήταν ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίος ορισμός ενός αισθητού, καθώς τα αισθητά συνεχώς μεταβάλλονται. Ο Πλάτων λοιπόν ονόμασε αυτές τις οντότητες «ιδέες» και υποστήριξε ότι τα αισθητά υπάρχουν ξεχωριστά από αυτές, παίρνουν όμως όλα το όνομά τους από τη σχέση τους με αυτές.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Α6, 987b1-9

Οι «απόκοσμες» Ιδέες προτάθηκαν επομένως για να λύσουν προβλήματα αυτού εδώ του κόσμου: προβλήματα οριοθέτησης της φιλοσοφίας, αλλά και προβλήματα ευθέως πολιτικά. Το ερώτημα ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος για τους Έλληνες της κλασικής εποχής εντάσσεται στο γενικότερο ερώτημα ποια είναι η δίκαιη πολιτεία - και αυτό είναι ένα διακύβευμα της πολιτικής. Η σύλληψη των Ιδεών επιτρέπει στον Πλάτωνα να πάρει άμεση θέση στα πολιτικά πράγματα, εκεί που ο Σωκράτης κρατούσε μια διακριτική απόσταση. Δίκαιη πολιτεία είναι μόνο αυτή που πραγματώνει την Ιδέα της δικαιοσύνης. Όσες βρίσκονται μακριά από αυτό το ιδεώδες είναι άδικες, ανεξάρτητα από το αν επιβάλλονται από τους ισχυρούς ή από το αν στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας και στην κοινωνική συναίνεση.

Η πολιτική είναι βέβαια πρακτική τέχνη. Για να εφαρμόσεις οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα, πρέπει να βρεις ανθρώπους που θα σε ακολουθήσουν στις βασικές σου επιλογές. Πώς να πείσεις όμως τους άλλους ότι η απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης όντως υπάρχει; Η φυσική αντίδραση ακόμη και των καλοπροαίρετων συνομιλητών είναι ότι η αντίληψη του δικαίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, όπως μεταβάλλονται και όλες οι ανθρώπινες αξίες. Ο Πλάτων έχει επίγνωση ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών. Γι᾽ αυτό δεν διστάζει να προτείνει τις Ιδέες ως «υπό-θεση», δηλαδή ως βασική αρχική παραδοχή.

Εν πάση περιπτώσει, μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεκίνησα: Κάθε φορά δέχομαι ως αρχική θέση (ως ὑπόθεσιν) εκείνον τον λόγο που κρίνω ισχυρότερο. Όσα τώρα πράγματα πιστεύω ότι είναι σύμφωνα με αυτόν, τα δέχομαι ως αληθή, είτε πρόκειται για αναζήτηση αιτίας είτε για οτιδήποτε άλλο. Όσα όμως δεν είναι σύμφωνα, τα απορρίπτω ως μη αληθή. Ξεκινώ λοιπόν και υποθέτω ότι το Ωραίο, αυτό καθεαυτό, υπάρχει, όπως υπάρχει και το Αγαθό και το Μεγάλο και όλα τα άλλα.
Πλάτων, Φαίδων 100a-b

Η «υπόθεση» των Ιδεών δεν μπορεί να αποδειχθεί, μπορεί όμως να γίνει πειστική και αποδεκτή αν φανούν τα πλεονεκτήματά της. Το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Πλάτωνα είναι ακριβώς η εφαρμογή της θεωρίας των Ιδεών σε κάθε τομέα του επιστητού. Μόνο που το φιλοσοφικό αυτό πρόγραμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στη σωκρατική διαλεκτική, στον απλό δηλαδή έλεγχο των λανθασμένων απόψεων των άλλων. Απαιτείται η θετική ανάπτυξη της θεωρίας. Ο πλατωνικός Σωκράτης αλλάζει στάση, και είναι πλέον αυτός που δίνει απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα ερωτήματα με τη βοήθεια ενός δεκτικού ακροατηρίου. Έτσι στην Πολιτεία ο Σωκράτης ξεκινά απορρίπτοντας τις τρέχουσες αντιλήψεις περί δικαίου, στη συνέχεια όμως αναπτύσσει τη δική του θεωρητική σύλληψη, η οποία, όπως είδαμε, θεμελιώνεται στον ορισμό της Ιδέας της δικαιοσύνης ως συναρμογής των τριών μερών της ψυχής. Και δεν σταματά εκεί. Ζωντανεύει μπροστά μας, με κάθε λεπτομέρεια, μια ολόκληρη πολιτεία, όπως θα είχε συσταθεί αν είχαν επικρατήσει οι δικές του αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πλατωνική πολιτεία και στις υπάρχουσες πολιτείες - το αν υπάρχει η Ιδέα της δικαιοσύνης είναι κάτι που θα τον απασχολήσει μόνον εμμέσως.