Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (549-630)

ΧΟ. καὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ ἡμὶν Αἰγέως γόνος
550 Θησεὺς κατ᾽ ὀμφὴν σὴν ἀποσταλεὶς πάρα.
ΘΗΣΕΥΣ
πολλῶν ἀκούων ἔν τε τῷ πάρος χρόνῳ
τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθορὰς
ἔγνωκά σ᾽, ὦ παῖ Λαΐου, τανῦν θ᾽ ὁδοῖς
ἐν ταῖσδ᾽ ἀκούων μᾶλλον ἐξεπίσταμαι·
555 σκευή τε γάρ σε καὶ τὸ δύστηνον κάρα
δηλοῦτον ἡμῖν ὄνθ᾽ ὃς εἶ· καί σ᾽ οἰκτίσας
θέλω ᾽περέσθαι, δύσμορ᾽ Οἰδίπου, τίνα
πόλεως ἐπέστης προστροπὴν ἐμοῦ τ᾽ ἔχων,
αὐτός τε χἠ σὴ δύσμορος παραστάτις.
560 δίδασκε· δεινὴν γάρ τιν᾽ ἂν πρᾶξιν τύχοις
λέξας ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ,
ὃς οἶδα καὐτὸς ὡς ἐπαιδεύθην ξένος,
ὥσπερ σύ, χὠς εἷς πλεῖστ᾽ ἀνὴρ ἐπὶ ξένης
ἤθλησα κινδυνεύματ᾽ ἐν τὠμῷ κάρᾳ·
565 ὥστε ξένον γ᾽ ἂν οὐδέν᾽ ὄνθ᾽, ὥσπερ σὺ νῦν,
ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν· ἐπεὶ
ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὢν χὤτι τῆς εἰς αὔριον
οὐδὲν πλέον μοι σοῦ μέτεστιν ἡμέρας.
ΟΙ. Θησεῦ, τὸ σὸν γενναῖον ἐν σμικρῷ λόγῳ
570 παρῆκεν ὥστε βραχέα μὴ αἰδεῖσθαι φράσαι.
σὺ γάρ μ᾽ ὅς εἰμι κἀφ᾽ ὅτου πατρὸς γεγὼς
καὶ γῆς ὁποίας ἦλθον εἰρηκὼς κυρεῖς·
ὥστ᾽ ἐστί μοι τὸ λοιπὸν οὐδὲν ἄλλο πλὴν
εἰπεῖν ἃ χρῄζω, χὠ λόγος διοίχεται.
575 ΘΗ. τοῦτ᾽ αὐτὸ νῦν δίδασχ᾽, ὅπως ἂν ἐκμάθω.
ΟΙ. δώσων ἱκάνω τοὐμὸν ἄθλιον δέμας
σοὶ δῶρον, οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν· τὰ δὲ
κέρδη παρ᾽ αὐτοῦ κρείσσον᾽ ἢ μορφὴ καλή.
ΘΗ. ποῖον δὲ κέρδος ἀξιοῖς ἥκειν φέρων;
580 ΟΙ. χρόνῳ μάθοις ἄν, οὐχὶ τῷ παρόντι που.
ΘΗ. ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;
ΟΙ. ὅταν θάνω ᾽γὼ καὶ σύ μου ταφεὺς γένῃ.
ΘΗ. τὰ λοίσθι᾽ αἰτῇ τοῦ βίου, τὰ δ᾽ ἐν μέσῳ
ἢ λῆστιν ἴσχεις ἢ δι᾽ οὐδενὸς ποιῇ.
585 ΟΙ. ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται.
ΘΗ. ἀλλ᾽ ἐν βραχεῖ δὴ τήνδε μ᾽ ἐξαιτῇ χάριν.
ΟΙ. ὅρα γε μήν· οὐ σμικρός, οὔχ, ἁγὼν ὅδε.
ΘΗ. πότερα τὰ τῶν σῶν ἐκγόνων ἢ ᾽μοῦ λέγεις;
ΟΙ. κεῖνοι κομίζειν κεῖσ᾽ ἀναγκάζουσί με.
590 ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ θέλοντ᾽ ἄν γ᾽, οὐδὲ σοὶ φεύγειν καλόν.
ΟΙ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽, ὅτ᾽ αὐτὸς ἤθελον, παρίεσαν.
ΘΗ. ὦ μῶρε, θυμὸς δ᾽ ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον.
ΟΙ. ὅταν μάθῃς μου, νουθέτει, τανῦν δ᾽ ἔα.
ΘΗ. δίδασκ᾽· ἄνευ γνώμης γὰρ οὔ με χρὴ λέγειν.
595 ΟΙ. πέπονθα, Θησεῦ, δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά.
ΘΗ. ἦ τὴν παλαιὰν ξυμφορὰν γένους ἐρεῖς;
ΟΙ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεὶ πᾶς τοῦτό γ᾽ Ἑλλήνων θροεῖ.
ΘΗ. τί γὰρ τὸ μεῖζον ἢ κατ᾽ ἄνθρωπον νοσεῖς;
ΟΙ. οὕτως ἔχει μοι· γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην
600 πρὸς τῶν ἐμαυτοῦ σπερμάτων· ἔστιν δέ μοι
πάλιν κατελθεῖν μήποθ᾽, ὡς πατροκτόνῳ.
ΘΗ. πῶς δῆτά σ᾽ ἂν πεμψαίαθ᾽, ὥστ᾽ οἰκεῖν δίχα;
ΟΙ. τὸ θεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάζει στόμα.
ΘΗ. ποῖον πάθος δείσαντας ἐκ χρηστηρίων;
605 ΟΙ. ὅτι σφ᾽ ἀνάγκη τῇδε πληγῆναι χθονί.
ΘΗ. καὶ πῶς γένοιτ᾽ ἂν τἀμὰ κἀκείνων πικρά;
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽ Αἰγέως παῖ, μόνοις οὐ γίγνεται
θεοῖσι γῆρας οὐδὲ κατθανεῖν ποτε,
τὰ δ᾽ ἄλλα συγχεῖ πάνθ᾽ ὁ παγκρατὴς χρόνος·
610 φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος,
θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ᾽ ἀπιστία,
καὶ πνεῦμα ταὐτὸν οὔποτ᾽ οὔτ᾽ ἐν ἀνδράσιν
φίλοις βέβηκεν οὔτε πρὸς πόλιν πόλει·
τοῖς μὲν γὰρ ἤδη, τοῖς δ᾽ ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ
615 τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται καὖθις φίλα.
καὶ ταῖσι Θήβαις εἰ τανῦν εὐημερεῖ
καλῶς τὰ πρὸς σέ, μυρίας ὁ μυρίος
χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τ᾽ ἰών,
ἐν αἷς τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματα
620 δόρει διασκεδῶσιν ἐκ σμικροῦ λόγου·
ἵν᾽ οὑμὸς εὕδων καὶ κεκρυμμένος νέκυς
ψυχρός ποτ᾽ αὐτῶν θερμὸν αἷμα πίεται,
εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς, χὠ Διὸς Φοῖβος σαφής.
ἀλλ᾽, οὐ γὰρ αὐδᾶν ἡδὺ τἀκίνητ᾽ ἔπη,
625 ἔα μ᾽ ἐν οἷσιν ἠρξάμην, τὸ σὸν μόνον
πιστὸν φυλάσσων· κοὔποτ᾽ Οἰδίπουν ἐρεῖς
ἀχρεῖον οἰκητῆρα δέξασθαι τόπων
τῶν ἐνθάδ᾽, εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύσουσί με.
ΧΟ. ἄναξ, πάλαι καὶ ταῦτα καὶ τοιαῦτ᾽ ἔπη
630 γῇ τῇδ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ ὡς τελῶν ἐφαίνετο.

***
ΧΟ. Μα νά, του Αιγέα ο γιος, ο βασιλιάς Θησέας,
550 στο κάλεσμά σου ανταποκρίθηκε και φτάνει εδώ.
ΘΗΣΕΑΣ
Από παλιά και από πολλούς ακούγοντας
τον ματωμένο των ματιών σου χαλασμό,
σ᾽ αναγνωρίζω· αλλά κι απ᾽ όσα στον δρόμο μου άκουσα για σένα,
καθώς ερχόμουν, βέβαιος είμαι πια ποιός είσαι.
555 Τα ρούχα σου, το σκοτεινό κεφάλι σου δείχνουν σ᾽ εμένα
πως είσαι εσύ, δύσμοιρε Οιδίποδα. Γι᾽ αυτό και συμπονώντας,
θέλω να σε ρωτήσω με ποιά ικεσία προς την πόλη
και σ᾽ εμένα στέκεις εδώ, εσύ κι η δύστυχη κοπέλα
που σε παραστέκει.
560 Πες μου να μάθω. Γιατί θα πρέπει αυτό που θα ζητήσεις
να είναι κάτι φοβερό, για να με δεις να κάνω πίσω.
Ξέρω καλά την ξενιτιά, ξένος μεγάλωσα κι εγώ στα ξένα,
όπως κι εσύ, κι απ᾽ τον καθένα περισσότερο σε ξένη χώρα
πάλεψα, παίζοντας το κεφάλι μου.
565 Δεν πρόκειται λοιπόν κανέναν ξένο, σαν κι εσένα,
να τον κάνω πέρα, να μην παρασταθώ για να τον σώσω.
Γιατί το ξέρω, άνθρωπος είμαι, το αύριό μου
δεν είναι περισσότερο απ᾽ ό,τι το δικό σου.
ΟΙ. Θησέα, λιγόλογη η γενναιοφροσύνη σου,
570 μου επιτρέπει να πω κι εγώ δίχως ντροπή δυο λόγια.
Ποιός είμαι, ποιός ο πατέρας που με γέννησε,
ποιά η πατρίδα μου, τα είπες όλα καθαρά.
Ώστε σ᾽ εμένα πια δεν υπολείπεται άλλο τίποτε,
παρά να πω αυτό που εύχομαι να γίνει — κι εδώ ο λόγος μου
τελειώνει.
575 ΘΗ. Πες το λοιπόν, τώρα αμέσως, να το μάθω.
ΟΙ. Είμαι εδώ να σου προσφέρω δώρο
το άθλιο σώμα μου — δεν έχει αξία η όψη του·
κι όμως τα κέρδη του θα δεις πως ξεπερνούν την όποια ομορφιά.
ΘΗ. Και ποιό το κέρδος που ισχυρίζεσαι πως φέρνεις;
580 ΟΙ. Αυτό δεν είναι του παρόντος· θα το μάθεις στον καιρό του.
ΘΗ. Και πότε θα φανερωθεί η προσφορά σου;
ΟΙ. Όταν πεθάνω, κι εσύ φροντίσεις την ταφή μου.
ΘΗ. Μιλάς λοιπόν για τα στερνά· τ᾽ ανάμεσα όμως
ή τα λησμονείς ή και καθόλου δεν τα λογαριάζεις
585 ΟΙ. Για μένα στη στερνή στιγμή όλα μαζεύονται.
ΘΗ. Έτσι όμως φαίνεται μικρή η χάρη που ζητάς.
ΟΙ. Πρόσεξε ωστόσο· μικρός ο αγώνας της δεν είναι.
ΘΗ. Για τους δικούς σου γιους μιλάς ή και για μένα;
ΟΙ. Θέλουν εκείνοι βίαια να με σηκώσουν και να με πάνε εκεί.
590 ΘΗ. Αν όμως το ᾽θελες κι εσύ; καλή η εξορία δεν είναι.
ΟΙ. Κι όμως, όταν το θέλησα, δεν μ᾽ άφησαν να μείνω εκεί.
ΘΗ. Φτωχέ, χωρίς μυαλό· στις συμφορές το πείσμα δεν συμφέρει.
ΟΙ. Πρώτα να μάθεις, κι ύστερα να δίνεις συμβουλές,
προς το παρόν κρατήσου.
ΘΗ. Εξήγησε λοιπόν, γιατί χωρίς να σχηματίσω γνώμη
δεν πρέπει να μιλώ.
595 ΟΙ. Έπαθα πάθη αλγεινά, Θησέα, το ᾽να μετά το άλλο.
ΘΗ. Θέλεις να πεις για της γενιάς σου την παλιά εκείνη συμφορά;
ΟΙ. Όχι, καθόλου· γι᾽ αυτήν μιλούν όλοι οι Έλληνες.
ΘΗ. Τότε ποιό μεγαλύτερο κακό σε βασανίζει,
πάνω απ᾽ την αντοχή του ανθρώπου;
ΟΙ. Άκου λοιπόν τί μου συμβαίνει· από τον τόπο μου εξορίστηκα,
600 μ᾽ εξόρισαν οι γιοι που εγώ τους έσπειρα, κι απαγορεύεται
για πάντα ως πατροκτόνος πίσω να γυρίσω.
ΘΗ. Πώς γίνεται όμως να σε προσκαλούν, αλλά συνάμα
και να θέλουν χώρια απ᾽ αυτούς να μείνεις;
ΟΙ. Σ᾽ αυτό τους αναγκάζει ο δελφικός χρησμός.
ΘΗ. Ποιό πάθος ο χρησμός τούς κάνει να φοβούνται;
605 ΟΙ. Είναι γραφτό τους να δεχτούν πλήγμα από τη χώρα σας.
ΘΗ. Μα πώς μπορεί ν᾽ ανάψει ξαφνικά έχθρα πικρή ανάμεσά μας;
ΟΙ. Ω φίλτατε γιε του Αιγέα, μόνο οι θεοί,
μήτε γερνούν μήτε ποτέ πεθαίνουν. Τα άλλα,
όλα ο πανδαμάτωρ χρόνος τ᾽ αντιστρέφει·
610 φθίνει η γονιμότητα της γης, φθίνει του σώματος η δύναμη,
πεθαίνει η πίστη, η απιστία γεννιέται.
Ποτέ του δεν φυσά ίδιος ο άνεμος, που σμίγει φιλικά
άνθρωπο μ᾽ άνθρωπο, πόλη με πόλη.
Σ᾽ άλλους αμέσως, σ᾽ άλλους αργότερα, γυρίζουν
615 σε πικρά τα ευχάριστα, και καταλήγουν πάλι φιλικά.
Έτσι και με τη Θήβα· αν τώρα η σχέση της μ᾽ εσάς
ευημερεί, καθώς κυλά αμέτρητος ο χρόνος κι αμέτρητες γεννοβολά
νύχτες και μέρες, μπορεί, γι᾽ ασήμαντη αφορμή,
620 την αγαστή ομόνοιά σας με μια μάχη να την τινάξει στον αέρα.
Οπότε το δικό μου σώμα κρύο, θαμμένο κάτω από τη γη,
σ᾽ ύπνο αξύπνητο, θα πιει ζεστό το αίμα τους,
αν παραμένει ο Δίας Δίας, κι αλάθητος ο γιος του ο Φοίβος.
Αλλά δεν είναι ευχάριστο να ανακινείς λόγια ακίνητα·
625 γι᾽ αυτό άσε με εμένα εκεί που άρχισα μιλώντας,
κι εσύ κράτησε μόνο την υπόσχεσή σου. Τότε ποτέ σου
δεν θα πεις για τον Οιδίποδα, πως δέχτηκες στον τόπο σου
συγκάτοικο άχρηστο, αν οι θεοί δεν μ᾽ απατήσουν.
ΧΟ. Από ώρα τώρα βασιλιά, αυτά και τέτοια
630 φαίνεται στη χώρα να προσφέρει ο ξένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου