Σάββατο 10 Απριλίου 2021

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.5.1-4.7.5)

[4.5.1] Ἐν τούτοις οὖσιν αὐτοῖς δεύτερος ἄγγελος ἐλθὼν ἐξ ἄστεος ἐκέλευεν ἀποτρυγᾶν τὰς ἀμπέλους ὅτι τάχιστα, καὶ αὐτὸς ἔφη παραμενεῖν ἔστ᾽ ἂν τοὺς βότρυς ποιήσωσι γλεῦκος, εἶτα οὕτως κατελθὼν εἰς τὴν πόλιν ἄξειν τὸν δεσπότην ἤδη τῆς μετοπωρινῆς τρύγης ‹πεπαυμένης›. [4.5.2] Τοῦτόν τε οὖν τὸν Εὔδρομον —οὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο, ὅτι ἦν αὐτῷ ἔργον τρέχειν— ἐδεξιοῦντο πᾶσαν δεξίωσιν καὶ ἅμα τὰς ἀμπέλους ἀπετρύγων, τοὺς βότρυς ἐς τὰς ληνοὺς κομίζοντες, τὸ γλεῦκος εἰς τοὺς πίθους φέροντες, τῶν βοτρύων τοὺς ἡβῶντας ἐπὶ κλημάτων ἀφαιροῦντες, ὡς εἴη καὶ τοῖς ἐκ τῆς πόλεως ἐλθοῦσιν ἐν εἰκόνι καὶ ἡδονῇ γενέσθαι τρυγητοῦ.
[4.6.1] Μέλλοντος δὲ ἤδη σοβεῖν ἐς ἄστυ τοῦ Εὐδρόμου καὶ ἄλλα μὲν οὐκ ὀλίγα αὐτῷ Δάφνις ἔδωκεν, ἔδωκε δὲ καὶ ὅσα ἀπὸ αἰπολίου δῶρα, τυροὺς εὐπαγεῖς, ἔριφον ὀψίγονον, δέρμα αἰγὸς λευκὸν καὶ λάσιον, ὡς ἔχοι χειμῶνος ἐπιβάλλεσθαι τρέχων. [4.6.2] Ὁ δὲ ἥδετο καὶ ἐφίλει τὸν Δάφνιν καὶ ἀγαθόν τι ἐρεῖν περὶ αὐτοῦ πρὸς τὸν δεσπότην ἐπηγγέλλετο. Καὶ ὁ μὲν ἀπῄει φίλα φρονῶν, ὁ δὲ Δάφνις ἀγωνιῶν τῇ Χλόῃ συνένεμεν. Εἶχε δὲ κἀκείνη πολὺ δέος· μειράκιον γὰρ εἰωθὸς αἶγας βλέπειν καὶ ὄρος καὶ γεωργοὺς καὶ Χλόην πρῶτον ἔμελλεν ὄψεσθαι δεσπότην, οὗ πρότερον μόνον ἤκουε τὸ ὄνομα. [4.6.3] Ὑπέρ τε οὖν τοῦ Δάφνιδος ἐφρόντιζεν, ὅπως ἐντεύξεται τῷ δεσπότῃ καὶ περὶ τοῦ γάμου τὴν ψυχὴν ἐταράττετο, μὴ μάτην ὀνειροπολοῦσιν αὐτόν. Συνεχῆ μὲν οὖν τὰ φιλήματα καὶ ὥσπερ συμπεφυκότων αἱ περιβολαί· καὶ τὰ φιλήματα δειλὰ ἦν καὶ αἱ περιβολαὶ σκυθρωπαί, καθάπερ ἤδη παρόντα τὸν δεσπότην φοβουμένων ἢ λανθανόντων. Προσγίνεται δέ τις αὐτοῖς καὶ τοιόσδε τάραχος.
[4.7.1] Λάμπις τις ἦν ἀγέρωχος βουκόλος. Οὗτος καὶ αὐτὸς ἐμνᾶτο τὴν Χλόην παρὰ τοῦ Δρύαντος καὶ δῶρα ἤδη πολλὰ ἐδεδώκει σπεύδων τὸν γάμον. [4.7.2] Αἰσθόμενος οὖν ὡς, εἰ συγχωρηθείη παρὰ τοῦ δεσπότου, Δάφνις αὐτὴν ἄξεται, τέχνην ἐζήτει, δι᾽ ἧς τὸν δεσπότην αὐτοῖς ποιήσειε πικρόν· καὶ εἰδὼς πάνυ αὐτὸν τῷ παραδείσῳ τερπόμενον, ἔγνω τοῦτον, ὅσον οἷός τέ ἐστι, διαφθεῖραι καὶ ἀποκοσμῆσαι. [4.7.3] Δένδρα μὲν οὖν τέμνων ἔμελλεν ἁλώσεσθαι διὰ τὸν κτύπον· ἐπεῖχε δὲ τοῖς ἄνθεσιν, ὥστε διαφθεῖραι αὐτά. Νύκτα δὴ φυλάξας καὶ ὑπερβὰς τὴν αἱμασιὰν τὰ μὲν ἀνώρυξε, τὰ δὲ κατέκλασε, τὰ δὲ κατεπάτησεν ὥσπερ σῦς. [4.7.4] Καὶ ὁ μὲν λαθὼν ἀπεληλύθει· Λάμων δὲ τῆς ἐπιούσης παρελθὼν εἰς τὸν κῆπον ἔμελλεν ὕδωρ αὐτοῖς ἐκ τῆς πηγῆς ἐπάξειν. [4.7.5] Ἰδὼν δὲ πᾶν τὸ χωρίον δεδῃωμένον καὶ ἔργον οἷον ἐχθρός, οὐ λῃστής, ἐργάσαιτο, κατερρήξατο μὲν εὐθὺς τὸν χιτωνίσκον, βοῇ δὲ μεγάλῃ θεοὺς ἀνεκάλει, ὥστε καὶ ἡ Μυρτάλη τὰ ἐν χερσὶ καταλιποῦσα ἐξέδραμε καὶ ὁ Δάφνις ἐάσας τὰς αἶγας ἀνέδραμε· καὶ ἰδόντες ἐβόων καὶ βοῶντες ἐδάκρυον.

***
[4.5.1] Πάνω σ᾽ αυτά τους ήρθε δεύτερος αγγελιαφόρος από την πόλη, με την παραγγελία να τρυγήσουν τ᾽ αμπέλια το γρηγορότερο· ο ίδιος, είπε, θα ᾽μενε εκεί ώσπου να γίνει το σταφύλι μούστος, και κατόπι θα κατέβαινε στην πόλη να φέρει τον αφέντη για το τέλος του φθινοπωριάτικου τρύγου. [4.5.2] Τούτον τον Εύδρομο —έτσι τον έλεγαν, γιατί δουλειά του ήταν να τρέχει— τον φιλοξένησαν όσο μπορούσαν καλύτερα, ενώ συνάμα τρυγούσαν τ᾽ αμπέλια, έφερναν τα σταφύλια στα πατητήρια, πήγαιναν το μούστο στα πιθάρια· τα ωραιότερα τσαμπιά ωστόσο τα ᾽κοβαν μαζί με τα κλαριά τους, ώστε αυτοί που θα ᾽ρχονταν από την πόλη να ᾽χουν μιαν εικόνα από τις απολαύσεις του τρύγου.
[4.6.1] Όταν ετοιμάστηκε ο Εύδρομος να τρέξει πίσω στην πόλη, ο Δάφνης του ᾽δωσε μαζί μ᾽ άλλα πολλά πεσκέσια και μερικά που ταίριαζαν σε γιδοβοσκό: καλοπηγμένα τυριά, ένα μικρό γίδι, ένα δέρμα γίδας άσπρο και τριχωτό να ᾽χει να φοράει το χειμώνα όταν τρέχει. [4.6.2] Ο Εύδρομος ευχαριστήθηκε, φίλησε τον Δάφνη, του υποσχέθηκε να πει καλά λόγια γι᾽ αυτόν στον αφέντη κι έφυγε με φιλικά αισθήματα απέναντί του. Ο Δάφνης ένιωθε μολοτούτο αγωνία καθώς εξακολουθούσε να βόσκει μαζί με τη Χλόη. Σκιαζόταν πολύ κι εκείνη: νέο παιδί ήταν ο Δάφνης, συνηθισμένος να βλέπει μόνο γίδες, βουνό, χωρικούς και την ίδια· πρώτη φορά θα ᾽βλεπε τον αφέντη, που ως τότε μονάχα τ᾽ όνομά του άκουγε. [4.6.3] Ανησυχούσε λοιπόν και για τον Δάφνη, πώς θα τα πήγαινε στη συνάντησή του με τον αφέντη, κι έτρεμε η ψυχή της για το γάμο, μήπως του κάκου τον ονειρεύονταν. Ενώ λοιπόν αδιάκοπα φιλιόνταν, κι αγκαλιάζονταν τόσο σφιχτά που ᾽μοιαζαν ένα μόνο κορμί, τα φιλιά τους ήτανε δειλά και τ᾽ αγκαλιάσματα θλιμμένα — σα να ᾽ταν κιόλας εκεί ο αφέντης και να τον φοβόνταν ή να ᾽θελαν να του κρυφτούν. Σ᾽ αυτά προστέθηκε και τούτη η ταραχή:
[4.7.1] Ήταν ένας αδιάντροπος γελαδάρης, ο Λάμπης, που είχε ζητήσει κι εκείνος τη Χλόη από τον Δρύα κι είχε κιόλας δώσει και κάμποσα δώρα για να την πάρει. [4.7.2] Σαν κατάλαβε πως από τη συγκατάθεση του αφέντη εξαρτιόταν ο γάμος της με τον Δάφνη, γύρεψε τρόπο να τον προδιαθέσει εχθρικά απέναντί τους. Ξέροντας λοιπόν πόσο αγαπούσε ο αφέντης τον κήπο αποφάσισε να κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστρέψει και να τον ερημώσει. [4.7.3] Αν έκοβε δέντρα θα τον πρόδινε ο θόρυβος και θα τον έπιαναν, γι᾽ αυτό κι έβαλε στόχο του να καταστρέψει τα λουλούδια: περίμενε να νυχτώσει, πήδηξε τη μάντρα κι αφού άλλα ξερίζωσε, άλλα έσπασε κι άλλα τσαλαπάτησε σα γουρούνι, [4.7.4] έφυγε δίχως να τον νιώσουν. Όταν πήγε την άλλη μέρα ο Λάμων στον κήπο για να τα ποτίσει από την πηγή [4.7.5] και βρήκε τον τόπο ολάκερο ρημαγμένο, έτσι που μόνο εχθροί —ούτε καν ληστές— μπορούσαν να τον είχαν κάνει, έσκισε ευθύς το πουκάμισό του κι έσυρε τέτοια φωνή στους θεούς που η Μυρτάλη παράτησε ό,τι βαστούσε και πετάχτηκε έξω, κι ο Δάφνης έδιωξε τις γίδες κι ανέβηκε τρεχάτος· κι ως είδαν το θέαμα, έβαλαν τις φωνές και τα κλάματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου