10.4 Γεωγραφική απομόνωση: η Ισλανδική και η Ελληνική
Το αντίθετο συμβαίνει όταν μια γλώσσα είναι γεωγραφικά απομονωμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σημερινά ισλανδικά. Η γλώσσα αυτή, συγγενική με τα δανικά, τα νορβηγικά, τα σουηδικά (τις σκανδιναβικές γλώσσες), μιλιέται από 250.000 ανθρώπους σε ένα απομονωμένο νησί του Βόρειου Ατλαντικού, την Ισλανδία. Ο μικρός αριθμός ομιλητών και η γεωγραφική απομόνωση εξηγούν γιατί η γλώσσα αυτή άλλαξε πολύ λίγο στα χίλια περίπου χρόνια από τότε που έχουμε γραπτά κείμενά της, ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε την εξέλιξή της.
Το ακριβώς αντίθετο με την ισλανδική χαρακτηρίζει την ιστορία της ελληνικής γλώσσας: απλώθηκε σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος και μιλήθηκε από αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Έτσι, άλλαξε γρήγορα και δραστικά. Δεν αποκλείεται η αλλαγή που οδήγησε τους συγγενικούς, αρθρωτικά, φθόγγους η (μακρό [e]), ει (= αρχικά [ei] και αργότερα «κλειστό» μακρό [e]), οι (= αρχικά [oi] και μετά [ü] όπως στο γαλλικό lune 'φεγγάρι', που προφέρεται [lün]) και υ (= [u] ή [ü]) να συμπέσουν και να γίνουν όλοι [ί] (ιωτακισμός), όπως στα νέα Ελληνικά, να υποβοηθήθηκε και να επιταχύνθηκε από τη συνάντηση της Ελληνικής με άλλες γλώσσες που δεν είχαν τέτοιες διακρίσεις και έτσι οι ομιλητές τους δυσκολεύονταν να τις μάθουν. Από τους ίδιους τους αρχαίους μαθαίνουμε ότι κάποιοι ξένοι που μιλούσαν τα ελληνικά «κόνταιναν» τα μακρά φωνήεντα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δυσκολεύονταν να μάθουν τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, γιατί δεν την είχαν στη δική τους γλώσσα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου