Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (377e-380c)

[377e] Ὅταν εἰκάζῃ τις κακῶς [οὐσίαν] τῷ λόγῳ, περὶ θεῶν τε καὶ ἡρώων οἷοί εἰσιν, ὥσπερ γραφεὺς μηδὲν ἐοικότα γράφων οἷς ἂν ὅμοια βουληθῇ γράψαι.
Καὶ γάρ, ἔφη, ὀρθῶς ἔχει τά γε τοιαῦτα μέμφεσθαι. ἀλλὰ πῶς δὴ λέγομεν καὶ ποῖα;
Πρῶτον μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ μέγιστον καὶ περὶ τῶν μεγίστων ψεῦδος ὁ εἰπὼν οὐ καλῶς ἐψεύσατο ὡς Οὐρανός τε ἠργάσατο ἅ φησι δρᾶσαι αὐτὸν Ἡσίοδος, ὅ τε αὖ Κρόνος [378a] ὡς ἐτιμωρήσατο αὐτόν. τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ ὑέος, οὐδ᾽ ἂν εἰ ἦν ἀληθῆ ᾤμην δεῖν ῥᾳδίως οὕτως λέγεσθαι πρὸς ἄφρονάς τε καὶ νέους, ἀλλὰ μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι᾽ ἀπορρήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους, θυσαμένους οὐ χοῖρον ἀλλά τι μέγα καὶ ἄπορον θῦμα, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῦσαι.
Καὶ γάρ, ἦ δ᾽ ὅς, οὗτοί γε οἱ λόγοι χαλεποί.
[378b] Καὶ οὐ λεκτέοι γ᾽, ἔφην, ὦ Ἀδείμαντε, ἐν τῇ ἡμετέρᾳ πόλει. οὐδὲ λεκτέον νέῳ ἀκούοντι ὡς ἀδικῶν τὰ ἔσχατα οὐδὲν ἂν θαυμαστὸν ποιοῖ, οὐδ᾽ αὖ ἀδικοῦντα πατέρα κολάζων παντὶ τρόπῳ, ἀλλὰ δρῴη ἂν ὅπερ θεῶν οἱ πρῶτοί τε καὶ μέγιστοι.
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδὲ αὐτῷ μοι δοκεῖ ἐπιτήδεια εἶναι λέγειν.
Οὐδέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ παράπαν ὡς θεοὶ θεοῖς πολεμοῦσί [378c] τε καὶ ἐπιβουλεύουσι καὶ μάχονται —οὐδὲ γὰρ ἀληθῆ— εἴ γε δεῖ ἡμῖν τοὺς μέλλοντας τὴν πόλιν φυλάξειν αἴσχιστον νομίζειν τὸ ῥᾳδίως ἀλλήλοις ἀπεχθάνεσθαι —πολλοῦ δεῖ γιγαντομαχίας τε μυθολογητέον αὐτοῖς καὶ ποικιλτέον, καὶ ἄλλας ἔχθρας πολλὰς καὶ παντοδαπὰς θεῶν τε καὶ ἡρώων πρὸς συγγενεῖς τε καὶ οἰκείους αὐτῶν— ἀλλ᾽ εἴ πως μέλλομεν πείσειν ὡς οὐδεὶς πώποτε πολίτης ἕτερος ἑτέρῳ ἀπήχθετο οὐδ᾽ ἔστιν τοῦτο ὅσιον, τοιαῦτα λεκτέα μᾶλλον πρὸς [378d] τὰ παιδία εὐθὺς καὶ γέρουσι καὶ γραυσί, καὶ πρεσβυτέροις γιγνομένοις καὶ τοὺς ποιητὰς ἐγγὺς τούτων ἀναγκαστέον λογοποιεῖν. Ἥρας δὲ δεσμοὺς ὑπὸ ὑέος καὶ Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρός, μέλλοντος τῇ μητρὶ τυπτομένῃ ἀμυνεῖν, καὶ θεομαχίας ὅσας Ὅμηρος πεποίηκεν οὐ παραδεκτέον εἰς τὴν πόλιν, οὔτ᾽ ἐν ὑπονοίαις πεποιημένας οὔτε ἄνευ ὑπονοιῶν. ὁ γὰρ νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑπόνοια καὶ ὃ μή, ἀλλ᾽ ἃ ἂν τηλικοῦτος ὢν λάβῃ ἐν ταῖς δόξαις [378e] δυσέκνιπτά τε καὶ ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι· ὧν δὴ ἴσως ἕνεκα περὶ παντὸς ποιητέον ἃ πρῶτα ἀκούουσιν ὅτι κάλλιστα μεμυθολογημένα πρὸς ἀρετὴν ἀκούειν.
Ἔχει γάρ, ἔφη, λόγον. ἀλλ᾽ εἴ τις αὖ καὶ ταῦτα ἐρωτῴη ἡμᾶς, ταῦτα ἅττα τ᾽ ἐστὶν καὶ τίνες οἱ μῦθοι, τίνας ἂν φαῖμεν;
Καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ Ἀδείμαντε, οὐκ ἐσμὲν ποιηταὶ ἐγώ τε [379a] καὶ σὺ ἐν τῷ παρόντι, ἀλλ᾽ οἰκισταὶ πόλεως· οἰκισταῖς δὲ τοὺς μὲν τύπους προσήκει εἰδέναι ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς, παρ᾽ οὓς ἐὰν ποιῶσιν οὐκ ἐπιτρεπτέον, οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους.
Ὀρθῶς, ἔφη· ἀλλ᾽ αὐτὸ δὴ τοῦτο, οἱ τύποι περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν;
Τοιοίδε πού τινες, ἦν δ᾽ ἐγώ· οἷος τυγχάνει ὁ θεὸς ὤν, ἀεὶ δήπου ἀποδοτέον, ἐάντέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσιν ποιῇ ἐάντε ἐν μέλεσιν ἐάντε ἐν τραγῳδίᾳ.
Δεῖ γάρ.
[379b] Οὐκοῦν ἀγαθὸς ὅ γε θεὸς τῷ ὄντι τε καὶ λεκτέον οὕτω;
Τί μήν;
Ἀλλὰ μὴν οὐδέν γε τῶν ἀγαθῶν βλαβερόν· ἦ γάρ;
Οὔ μοι δοκεῖ.
Ἆρ᾽ οὖν ὃ μὴ βλαβερὸν βλάπτει; Οὐδαμῶς.
Ὃ δὲ μὴ βλάπτει κακόν τι ποιεῖ;
Οὐδὲ τοῦτο.
Ὃ δέ γε μηδὲν κακὸν ποιεῖ οὐδ᾽ ἄν τινος εἴη κακοῦ αἴτιον;
Πῶς γάρ;
Τί δέ; ὠφέλιμον τὸ ἀγαθόν;
Ναί.
Αἴτιον ἄρα εὐπραγίας;
Ναί.
Οὐκ ἄρα πάντων γε αἴτιον τὸ ἀγαθόν, ἀλλὰ τῶν μὲν εὖ ἐχόντων αἴτιον, τῶν δὲ κακῶν ἀναίτιον.
[379c] Παντελῶς γ᾽, ἔφη.
Οὐδ᾽ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ θεός, ἐπειδὴ ἀγαθός, πάντων ἂν εἴη αἴτιος, ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσιν, ἀλλὰ ὀλίγων μὲν τοῖς ἀνθρώποις αἴτιος, πολλῶν δὲ ἀναίτιος· πολὺ γὰρ ἐλάττω τἀγαθὰ τῶν κακῶν ἡμῖν, καὶ τῶν μὲν ἀγαθῶν οὐδένα ἄλλον αἰτιατέον, τῶν δὲ κακῶν ἄλλ᾽ ἄττα δεῖ ζητεῖν τὰ αἴτια, ἀλλ᾽ οὐ τὸν θεόν.
Ἀληθέστατα, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν.
Οὐκ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀποδεκτέον οὔτε Ὁμήρου οὔτ᾽ ἄλλου [379d] ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος—
ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει
κηρῶν ἔμπλειοι, ὁ μὲν ἐσθλῶν, αὐτὰρ ὃ δειλῶν·
καὶ ᾧ μὲν ἂν μείξας ὁ Ζεὺς δῷ ἀμφοτέρων,
ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλῷ·
ᾧ δ᾽ ἂν μή, ἀλλ᾽ ἄκρατα τὰ ἕτερα,
τὸν δὲ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει·
[379e] οὐδ᾽ ὡς ταμίας ἡμῖν Ζεὺς—
ἀγαθῶν τε κακῶν τε τέτυκται.
τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν, ἣν ὁ Πάνδαρος συνέχεεν, ἐάν τις φῇ δι᾽ Ἀθηνᾶς τε καὶ Διὸς γεγονέναι, οὐκ ἐπαινεσόμεθα, οὐδὲ θεῶν ἔριν τε καὶ κρίσιν [380a] διὰ Θέμιτός τε καὶ Διός, οὐδ᾽ αὖ, ὡς Αἰσχύλος λέγει, ἐατέον ἀκούειν τοὺς νέους, ὅτι—
θεὸς μὲν αἰτίαν φύει βροτοῖς,
ὅταν κακῶσαι δῶμα παμπήδην θέλῃ.
ἀλλ᾽ ἐάν τις ποιῇ ἐν οἷς ταῦτα τὰ ἰαμβεῖα ἔνεστιν, τὰ τῆς Νιόβης πάθη, ἢ τὰ Πελοπιδῶν ἢ τὰ Τρωικὰ ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων, ἢ οὐ θεοῦ ἔργα ἐατέον αὐτὰ λέγειν, ἢ εἰ θεοῦ, ἐξευρετέον αὐτοῖς σχεδὸν ὃν νῦν ἡμεῖς λόγον ζητοῦμεν, καὶ [380b] λεκτέον ὡς ὁ μὲν θεὸς δίκαιά τε καὶ ἀγαθὰ ἠργάζετο, οἱ δὲ ὠνίναντο κολαζόμενοι· ὡς δὲ ἄθλιοι μὲν οἱ δίκην διδόντες, ἦν δὲ δὴ ὁ δρῶν ταῦτα θεός, οὐκ ἐατέον λέγειν τὸν ποιητήν. ἀλλ᾽ εἰ μὲν ὅτι ἐδεήθησαν κολάσεως λέγοιεν ὡς ἄθλιοι οἱ κακοί, διδόντες δὲ δίκην ὠφελοῦντο ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ἐατέον· κακῶν δὲ αἴτιον φάναι θεόν τινι γίγνεσθαι ἀγαθὸν ὄντα, διαμαχετέον παντὶ τρόπῳ μήτε τινὰ λέγειν ταῦτα ἐν τῇ αὑτοῦ πόλει, εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι, μήτε τινὰ ἀκούειν, [380c] μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον, μήτ᾽ ἐν μέτρῳ μήτε ἄνευ μέτρου μυθολογοῦντα, ὡς οὔτε ὅσια ἂν λεγόμενα εἰ λέγοιτο, οὔτε σύμφορα ἡμῖν οὔτε σύμφωνα αὐτὰ αὑτοῖς.
Σύμψηφός σοί εἰμι, ἔφη, τούτου τοῦ νόμου, καί μοι ἀρέσκει.
Οὗτος μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων τε καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τούς τε λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν, μὴ πάντων αἴτιον τὸν θεὸν ἀλλὰ τῶν ἀγαθῶν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη, ἀπόχρη.

***
[377e] Όταν κανείς με το λόγο εικονίζει άσχημα και όχι καθώς πραγματικώς είναι τους θεούς και τους ήρωες, καθώς έξαφνα ένας ζωγράφος που δεν αποδίδει την ομοιότητα εκείνου που θέλει να ζωγραφίσει.
Σωστή βέβαια θα ήταν αυτή η κατηγορία, αλλά πώς και κατά τί εφαρμόζεται στους ποιητάς;
Πρώτα πρώτα δεν είναι από τα μεγαλύτερα και βαρύτερα ψέματα που μπορεί να γίνουν εκείνα που διηγείται ο Ησίοδος ότι έκαμε τάχα ο Ουρανός και [378a] πώς πάλι τον εκδικήθηκε ο Κρόνος; Όσα πάλι έκαμε αυτός κι έπαθε έπειτα από το γιο του, και αληθινά ακόμη να ήταν, νομίζω πως δεν έπρεπε να λέγουνται τόσο εύκολα σε νέους που δεν έχουν κρίση, αλλά να αποσιωπούνται, και αν ήταν οπωσδήποτε ανάγκη να γίνει λόγος γι᾽ αυτά, να τ᾽ ακούουν με απόλυτη μυστικότητα όσο μπορεί πιο λίγοι κι αφού θυσιάσουν όχι πια χοίρο, αλλά το πιο μεγάλο και πιο δυσεύρετο θύμα, για να είναι όσο γίνεται πιο λίγοι εκείνοι που συνέβηκε να τ᾽ ακούσουν.
Πραγματικώς, είπε ο Αδείμαντος, είναι επικίνδυνες αυτές οι διηγήσεις.
[378b] Και δεν πρέπει, Αδείμαντε, ν᾽ ακουστούν ποτέ στη δική μας την πόλη, ούτε θα επιτραπεί ποτέ να λέγεται εμπρός σε νέο ακροατή πως και τη χειρότερη αδικία αν έκανε κανείς, πως και τον πατέρα του αν έριχνε στα χειρότερα βασανιστήρια για κάποιο κακό που του έκαμε εκείνος, δε θα ήταν αυτό κανένα έκτακτο πράγμα αλλά κάτι που έκαμαν και οι πρώτοι και μεγαλύτεροι θεοί.
Και εγώ, μα την αλήθεια, φρονώ πως δεν είναι διόλου κατάλληλες αυτές οι διηγήσεις.
Και ούτε ο ελάχιστος λόγος, εννοείται, δε θα γίνει, πως πολεμούν [378c] και επιβουλεύονται και μάχονται οι θεοί μεταξύ τους —γιατί δεν είναι κι αλήθεια αυτό— αν θέλομε τουλάχιστο αυτοί που μέλλουν να μας φυλάξουν την πόλη να νομίζουν το αισχρότερο πράγμα το να γίνουνται για το τίποτα εχθροί μεταξύ των· πολύ περισσότερον, να καθόμαστε να διηγούμαστε ή να ιστορίζομε γιγαντομαχίες και άλλες κάθε λογής έχθρες θεών και ηρώων με συγγενείς και με άλλους δικούς των. Αλλ᾽ αν ο σκοπός μας είναι να τους πείσομε πως ποτέ δε μίσησε πολίτης άλλο συμπολίτη του κι ούτε είναι όσιο να γίνεται τέτοιο πράγμα, πρέπει να αναγκάσομε [378d] ευτύς και γέρους και γριές μόνο μ᾽ αυτό το πνεύμα μύθους να διηγούνται στα παιδιά και αναλόγους να συνθέτουν και οι ποιηταί. Τα δεσίματα, εννοείται, της Ήρας από το γιο της και τα ριξίματα του Ηφαίστου από τον πατέρα του, επειδή ζήτησε να υπερασπισθεί τη μητέρα του ενώ την χτυπούσε εκείνος, και όλες τις θεομαχίες που διηγείται ο Όμηρος, θα είναι ολότελ᾽ απαράδεκτα στην πόλη μας, ούτε αν είναι καμωμένα με αλληγορίες, ούτε αν είναι χωρίς αλληγορίες. Γιατί ο νέος δεν είναι σε θέση να κρίνει τί είναι αλληγορία και τί δεν είναι, μα όσα εντυπωθούν απ᾽ αυτή την ηλικία στο πνεύμα του [378e] δύσκολο είναι συνήθως να εξαλειφθούν και να μετακινηθούν από κει μέσα· γι᾽ αυτό ίσως πρέπει να δώσομε τη μεγαλύτερη σημασία, οι πρώτοι λόγοι που ακούει το παιδί να είναι όσο μπορεί καταλληλότεροι να το οδηγούν στην αρετή.
Είναι λογικότατα αυτά που λες, είπε ο Αδείμαντος, μα, αν κανείς μάς ρωτούσε τί λογής πρέπει να ᾽ναι και ποιοί είναι αυτοί οι μύθοι, τί θα του απαντούσαμε;
Δεν είμαστε, Αδείμαντε, ποιηταί, ούτε εγώ [379a] ούτε συ, όσο για το παρόν· τώρα είμαστε οικισταί πολιτείας και οι οικισταί χρειάζεται μόνο να γνωρίζουν τους τύπους που επάνω σ᾽ αυτούς θα συνθέτουν οι ποιηταί τους μύθους και που δε θα τους επιτρέπουν να βγαίνουν έξω απ᾽ αυτούς· δε θα συνθέτουν όμως κι οι ίδιοι τούς μύθους.
Πολύ σωστά· μα αυτοί ακριβώς οι τύποι της θεολογίας ποιοί θα είναι;
Τέτοιοι επάνω κάτω· πρέπει να παριστάνεται πάντοτε ο θεός ακριβώς απαράλλακτος όπως είναι, είτε στα επικά ποιήματα, είτε στις τραγωδίες.
Βέβαια έτσι πρέπει.
[379b] Αλλά ο θεός δεν είναι αγαθός πραγματικώς και δεν πρέπει τέτοιο και να τον παρασταίνουν;
Και ποιός λέγει το εναντίον;
Καθετί όμως που είναι αγαθό μπορεί ποτέ να είναι βλαβερό;
Δε μου φαίνεται.
Κι ένα πράγμα που δεν είναι βλαβερό μπορεί να προξενήσει βλάβη;
Διόλου.
Κάνει λοιπόν ποτέ το κακό;
Ούτε.
Ή μπορεί ποτέ να γίνει αφορμή κακού;
Ποτέ.
Το αγαθό πάλι είναι ωφέλιμο;
Ναι.
Δεν είναι επομένως η αιτία του καλού που γίνεται;
Ναι.
Ώστε λοιπόν δεν είναι το αγαθό η αφορμή όλων που γίνουνται, αλλά μόνο των καλών και όχι των κακών.
[379c] Βεβαιότατα.
Ούτε επομένως ο θεός, αφού είναι αγαθός, μπορεί να είναι η αιτία όλων, καθώς λέγουν οι πολλοί· αλλά μόνο για λίγα είναι αίτιος στους ανθρώπους, για πολλά όμως αναίτιος· επειδή πολύ λιγότερα είναι τα καλά που έχουν οι άνθρωποι από τα κακά· όσο για τα καλά, σε κανέναν άλλο δεν μπορούμε να τ᾽ αποδώσομε, ενώ για τα κακά κάθε άλλη αιτία πρέπει να ζητούμε, μα όχι το θεό.
Μου φαίνεται πως είναι η μόνη αλήθεια αυτά που λες.
Δεν πρέπει λοιπόν να δώσομε πίστη στον Όμηρο, ούτε σε κανέναν άλλο [379d] ποιητή, όταν ανόητα ξεστομίζει αυτή τη βλαστήμια για τους θεούς και λέγει πως τάχα υπάρχουν δυο πιθάρια στου Δία το κατώφλι.
γεμάτα το ένα με καλές, με κακές τ᾽ άλλο μοίρες·
και ότι σ᾽ όποιον ο Δίας ανακατώσει και δώσει κι από τα δυο πιθάρια,
πότε δεξά θα του έρχουνται και πότε ζερβά πάλι,
σ᾽ όποιον όμως δώσει μονάχ᾽ από το ένα, χωρίς ν᾽ ανακατατώσει κι απ᾽ το άλλο το πρώτο,
αυτόν μια πείνα λυσσιακή παντού στη γη τον διώχτει·
[379e] κι ούτε πως
ο Δίας μας είναι των καλών και των κακών ταμίας.
Κι αν κανείς πει πως με την υποκίνηση του Διός ή της Αθηνάς καταπάτησε ο Πάνδαρος τους όρκους κι έγινε αφορμή να λυθεί η ανακωχή, δε θα το παραδεχτούμε· ούτε επίσης το μάλωμα των θεών, [380a] που διαλύθηκε με την παρέμβαση της Θέμιδος και του Διός· ούτε ακόμη θ᾽ αφήσομε τους νέους ν᾽ ακούουν εκείνα που λέγει ο Αισχύλος, ότι τάχα
ο θεός αφορμή βρίσκει
σαν θέλει σύρριζα να ξεπατώσει σπίτι·
μα αν κανείς ποιητής διεκτραγωδεί στους ιάμβους του τα παθήματα της Νιόβης, ή των Πελοπιδών ή τα Τρωικά ή άλλα τέτοια παρόμοια, δε θα τον αφήσομε να λέγει πως είναι έργα του θεού αυτά· ή τουλάχιστο θα πρέπει να βρεθεί ο λόγος, που ζητούμε κι εμείς τώρα, και [380b] να λέμε πως δίκαια και καλά ήταν όσα έκαμε ο θεός και πως ωφελήθηκαν εκείνοι που τους τιμώρησε· ότι όμως είναι δυστυχισμένοι εκείνοι που τιμωρήθηκαν και πως αίτιος της δυστυχίας των ήταν ο θεός, αυτό δεν πρέπει να επιτρέψομε στον ποιητή να το λέει· ας λέγουν, αν θέλουν, ότι είναι άθλιοι οι κακοί, επειδή εχρειάστηκε να τιμωρηθούν, με την τιμωρία τους όμως ωφελήθηκαν από το θεό· αυτό, μάλιστα· να κάθουνται όμως να λέγουν πως μπορεί ο θεός, ενώ είναι αγαθός, να κάμει κακό σε κανένα, αυτό με όλη μας τη δύναμη πρέπει να το αντικρούσομε, αν πρόκειται να έχομε ευνομουμένη πόλη, και να μη δώσομε ποτέ την άδεια σε κανένα, [380c] ούτε στους νέους ούτε σε γέρους, ούτε να λέγουν ούτε ν᾽ ακούουν μέσα στην πόλη μας τέτοιους λόγους είτε με στίχους είτε χωρίς στίχους, γιατί και ανόσια είναι να λέγουνται, αν λέγουνται, τέτοια πράγματα για τους θεούς και για μας όχι ωφέλιμα, μα ακόμη και μεταξύ τους ασύμφωνα.
Μου αρέσει αυτός σου ο νόμος και τον συνυπογράφω κι εγώ.
Ο πρώτος μας λοιπόν νόμος και τύπος, που σύμφωνα μ᾽ αυτόν θα ρυθμίζουν ό,τι λέγουν κι ό,τι γράφουν για τους θεούς, θα είναι ο εξής: ο θεός δεν είναι ο αίτιος για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα καλά.
Και είναι πραγματικώς αναγκαιότατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου