ΘΗ. μίσει μὲν ἀνδρὸς τοῦ πεπονθότος τάδε
λόγοισιν ἥσθην τοῖσδε· νῦν δ᾽ αἰδούμενος
θεούς τ᾽ ἐκεῖνόν θ᾽, οὕνεκ᾽ ἐστὶν ἐξ ἐμοῦ,
1260 οὔθ᾽ ἥδομαι τοῖσδ᾽ οὔτ᾽ ἐπάχθομαι κακοῖς.
Αλ. πῶς οὖν; κομίζειν, ἢ τί χρὴ τὸν ἄθλιον
δράσαντας ἡμᾶς σῆι χαρίζεσθαι φρενί;
φρόντιζ᾽· ἐμοῖς δὲ χρώμενος βουλεύμασιν
οὐκ ὠμὸς ἐς σὸν παῖδα δυστυχοῦντ᾽ ἔσηι.
1265 ΘΗ. κομίζετ᾽ αὐτόν, ὡς ἰδὼν ἐν ὄμμασιν
λόγοις τ᾽ ἐλέγξω δαιμόνων τε συμφοραῖς
τὸν τἄμ᾽ ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι λέχη.
ΧΟ. σὺ τὰν θεῶν ἄκαμπτον φρένα καὶ βροτῶν
ἄγεις, Κύπρι, σὺν δ᾽ ὁ ποι-
1270 κιλόπτερος ἀμφιβαλὼν
ὠκυτάτωι πτερῶι·
ποτᾶται δὲ γαῖαν εὐάχητόν θ᾽
ἁλμυρὸν ἐπὶ πόντον,
θέλγει δ᾽ Ἔρως ὧι μαινομέναι κραδίαι
1275 πτανὸς ἐφορμάσηι χρυσοφαής,
φύσιν ὀρεσκόων σκύμνων πελαγίων θ᾽
ὅσα τε γᾶ τρέφει
τά τ᾽ αἰθόμενος ἅλιος δέρκεται
1280 ἄνδρας τε· συμπάντων βασιληίδα τι-
μάν, Κύπρι, τῶνδε μόνα κρατύνεις.
***
ΘΗΣ. Γι᾽ αυτά π᾽ άκουσα, χάρηκ᾽ από μίσος
στον κακοθάνατο άντρα, μα και ντρέπομαι
και τους θεούς κι αυτόν, γιατί ᾽ναι σπλάχνο μου.
Κι έτσι για τα σκληρά παθήματά του
1260 δε νιώθω ούτε χαρά μα κι ούτε λύπη.
ΑΓΓ. Και τώρα; Να τον φέρουμε στο σπίτι
το δύστυχον ή πες μας τί να κάνουμε
για να σ᾽ ευχαριστήσουμε; Άκου εμένα!
Δεν πρέπει να φερθείς σκληρά στο γιο σου.
ΘΗΣ. Για φέρε τον να τον ιδώ κατάματα,
που αρνιέται πως μου ατίμασε την κλίνη!
Θα τον αποστομώσουν τα δικά μου
τα λόγια και των θεών η τιμωρία.
ΧΟΡ.
Συ των ανθρώπων και θεών
την άσειστη βουλή
συ κυβερνάς, ω Κύπρη,
κι αντάμα σου ο λαμπρόφτερος
1270 ο γιος σου τους τυλίγει
με τη γοργή φτερούγα του.
Χυμάει στη γης, στη θάλασσα
τη μακριαντιλαλούσα!
Τα πάντα Έρως χρυσόφωτος
μαγεύει και τ᾽ αποτρελαίνει!
Τ᾽ αγρίμια των βουνών, τα ζωντανά
της θάλασσας κι όσα η στεριά
τα θρέφει και το μάτι του Ήλιου
τ᾽ αψηλοβλέπει ολόφλογο —
1280 και τους ανθρώπους! Σ᾽ όλα εσύ
μονοκρατόρισσα, Αφροδίτη.
λόγοισιν ἥσθην τοῖσδε· νῦν δ᾽ αἰδούμενος
θεούς τ᾽ ἐκεῖνόν θ᾽, οὕνεκ᾽ ἐστὶν ἐξ ἐμοῦ,
1260 οὔθ᾽ ἥδομαι τοῖσδ᾽ οὔτ᾽ ἐπάχθομαι κακοῖς.
Αλ. πῶς οὖν; κομίζειν, ἢ τί χρὴ τὸν ἄθλιον
δράσαντας ἡμᾶς σῆι χαρίζεσθαι φρενί;
φρόντιζ᾽· ἐμοῖς δὲ χρώμενος βουλεύμασιν
οὐκ ὠμὸς ἐς σὸν παῖδα δυστυχοῦντ᾽ ἔσηι.
1265 ΘΗ. κομίζετ᾽ αὐτόν, ὡς ἰδὼν ἐν ὄμμασιν
λόγοις τ᾽ ἐλέγξω δαιμόνων τε συμφοραῖς
τὸν τἄμ᾽ ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι λέχη.
ΧΟ. σὺ τὰν θεῶν ἄκαμπτον φρένα καὶ βροτῶν
ἄγεις, Κύπρι, σὺν δ᾽ ὁ ποι-
1270 κιλόπτερος ἀμφιβαλὼν
ὠκυτάτωι πτερῶι·
ποτᾶται δὲ γαῖαν εὐάχητόν θ᾽
ἁλμυρὸν ἐπὶ πόντον,
θέλγει δ᾽ Ἔρως ὧι μαινομέναι κραδίαι
1275 πτανὸς ἐφορμάσηι χρυσοφαής,
φύσιν ὀρεσκόων σκύμνων πελαγίων θ᾽
ὅσα τε γᾶ τρέφει
τά τ᾽ αἰθόμενος ἅλιος δέρκεται
1280 ἄνδρας τε· συμπάντων βασιληίδα τι-
μάν, Κύπρι, τῶνδε μόνα κρατύνεις.
***
ΘΗΣ. Γι᾽ αυτά π᾽ άκουσα, χάρηκ᾽ από μίσος
στον κακοθάνατο άντρα, μα και ντρέπομαι
και τους θεούς κι αυτόν, γιατί ᾽ναι σπλάχνο μου.
Κι έτσι για τα σκληρά παθήματά του
1260 δε νιώθω ούτε χαρά μα κι ούτε λύπη.
ΑΓΓ. Και τώρα; Να τον φέρουμε στο σπίτι
το δύστυχον ή πες μας τί να κάνουμε
για να σ᾽ ευχαριστήσουμε; Άκου εμένα!
Δεν πρέπει να φερθείς σκληρά στο γιο σου.
ΘΗΣ. Για φέρε τον να τον ιδώ κατάματα,
που αρνιέται πως μου ατίμασε την κλίνη!
Θα τον αποστομώσουν τα δικά μου
τα λόγια και των θεών η τιμωρία.
ΧΟΡ.
Συ των ανθρώπων και θεών
την άσειστη βουλή
συ κυβερνάς, ω Κύπρη,
κι αντάμα σου ο λαμπρόφτερος
1270 ο γιος σου τους τυλίγει
με τη γοργή φτερούγα του.
Χυμάει στη γης, στη θάλασσα
τη μακριαντιλαλούσα!
Τα πάντα Έρως χρυσόφωτος
μαγεύει και τ᾽ αποτρελαίνει!
Τ᾽ αγρίμια των βουνών, τα ζωντανά
της θάλασσας κι όσα η στεριά
τα θρέφει και το μάτι του Ήλιου
τ᾽ αψηλοβλέπει ολόφλογο —
1280 και τους ανθρώπους! Σ᾽ όλα εσύ
μονοκρατόρισσα, Αφροδίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου