Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (236-274)

ΧΟ. ἆρ᾽ οὐκ ἀφορμὰς τοῖς λόγοισιν ἁγαθοὶ
θνητῶν ἔχουσι, κἂν βραδύς τις ἦι λέγειν;
ΛΥ. σὺ μὲν λέγ᾽ ἡμᾶς οἷς πεπύργωσαι λόγοις,
ἐγὼ δὲ δράσω σ᾽ ἀντὶ τῶν λόγων κακῶς.
240 ἄγ᾽, οἱ μὲν Ἑλικῶν᾽, οἱ δὲ Παρνασοῦ πτυχὰς
τέμνειν ἄνωχθ᾽ ἐλθόντες ὑλουργοὺς δρυὸς
κορμούς· ἐπειδὰν δ᾽ ἐσκομισθῶσιν πόλει
βωμὸν πέριξ νήσαντες ἀμφήρη ξύλα
ἐμπίμπρατ᾽ αὐτῶν κἀκπυροῦτε σώματα
245 πάντων, ἵν᾽ εἰδῶσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐχ ὁ κατθανὼν
κρατεῖ χθονὸς τῆσδ᾽ ἀλλ᾽ ἐγὼ τὰ νῦν τάδε.
ὑμεῖς δέ, πρέσβεις, ταῖς ἐμαῖς ἐναντίοι
γνώμαισιν ὄντες, οὐ μόνον στενάξετε
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἀλλὰ καὶ δόμου
250 τύχας, ὅταν πάσχηι τι, μεμνήσεσθε δὲ
δοῦλοι γεγῶτες τῆς ἐμῆς τυραννίδος.
ΧΟ. ὦ γῆς λοχεύμαθ᾽, οὓς Ἄρης σπείρει ποτὲ
λάβρον δράκοντος ἐξερημώσας γένυν,
οὐ σκῆπτρα, χειρὸς δεξιᾶς ἐρείσματα,
255 ἀρεῖτε καὶ τοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἀνόσιον κάρα
καθαιματώσεθ᾽, ὅστις οὐ Καδμεῖος ὢν
ἄρχει κάκιστος τῶν ἐμῶν ἔπηλυς ὤν;
ἀλλ᾽ οὐκ ἐμοῦ γε δεσπόσεις χαίρων ποτὲ
οὐδ᾽ ἁπόνησα πόλλ᾽ ἐγὼ καμὼν χερὶ
260 ἕξεις. ἀπέρρων δ᾽ ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε
ὕβριζ᾽. ἐμοῦ γὰρ ζῶντος οὐ κτενεῖς ποτε
τοὺς Ἡρακλείους παῖδας· οὐ τοσόνδε γῆς
ἔνερθ᾽ ἐκεῖνος κρύπτεται λιπὼν τέκνα.
ἐπεὶ σὺ μὲν γῆν τήνδε διολέσας ἔχεις,
265 ὁ δ᾽ ὠφελήσας ἀξίων οὐ τυγχάνει·
κἄπειτα πράσσω πόλλ᾽ ἐγὼ φίλους ἐμοὺς
θανόντας εὖ δρῶν, οὗ φίλων μάλιστα δεῖ;
ὦ δεξιὰ χείρ, ὡς ποθεῖς λαβεῖν δόρυ,
ἐν δ᾽ ἀσθενείαι τὸν πόθον διώλεσας.
270 ἐπεί σ᾽ ἔπαυσ᾽ ἂν δοῦλον ἐννέποντά με
καὶ τάσδε Θήβας εὐκλεῶς ὠνήσαμεν,
ἐν αἷς σὺ χαίρεις. οὐ γὰρ εὖ φρονεῖ πόλις
στάσει νοσοῦσα καὶ κακοῖς βουλεύμασιν·
οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν σὲ δεσπότην ἐκτήσατο.

***
ΧΟΡ. Άραγε οι καλοί άνθρωποι δεν βρίσκουν στα λόγια
μια σωτηρία, κι ας είν᾽ κανείς κακός στο λέγειν;
ΛΥΚ. Συ λέγε μου όσα λόγια σ᾽ έχουν πυργωμένο,
κι εγώ αντίς λόγια κακό θα σου κάμω τώρα.
Εμπρός, διατάζω, άλλοι από σας στον Ελικώνα
240 κι άλλοι στου Παρνασσού πηγαίνοντας τα δάση
κόψετε δρυών κορμούς και φέρτε τους στην πόλη
κι απανωτά φορτώνοντας στον βωμό ξύλα
ανάψτε τα κορμιά και κάψτε αυτωνών όλων,
έτσι να μάθουν πως δεν είναι ο αποθαμένος
της χώρας τούτης βασιλιάς, μα γω είμαι τώρα.
Και σεις, γέροι, που εις τις γνώμες μου είσαστ᾽ ενάντιοι,
όχι μονάχα του Ηρακλή τα παιδιά τώρα
θα κλάψετε, μα και του παλατιού την τύχη,
250 όταν θα πάθει τίποτε, και θα θυμάστε
τη βασιλεία μου όλοι, γεννημένοι δούλοι!
ΧΟΡ. Ω σεις, γέννα της γης, που σας έσπειρε ο Άρης
ξεδοντίζοντας του δράκοντα το σαγόνι,
τα ραβδιά, στηρίγματα των δεξιών σας χεριών σας,
δεν θα σηκώστε και τ᾽ ανόσιό του κεφάλι
δεν θα ματώστε, που, χωρίς να ᾽ναι Καδμείος,
χειρότερος όλων των ξένων βασιλεύει;
Μα εμένα δεν θα μ᾽ εξουσιάσεις με χαρά σου
κι ούτε θ᾽ αρπάξεις των χεριών μου όλους τους κόπους.
260 Άι χάσου όθε μας ήρθες κι όσο θες κει βρίζε,
γιατί όσον καιρό ζω δεν θέλεις συ σκοτώσει
τα τέκνα του Ηρακλή· γιατί σε τόσο βάθος
δεν κρύφτηκεν αφήνοντάς τα έρμα εδώ πέρα.
Γιατί, ενώ συ κατάστρεψες τη χώρα, εκείνος
που την ωφέλησεν άξια δεν παίρνει χάρη·
μήπως κάμνω τίποτε πολύ, ευεργετώντας
τους πεθαμένους φίλους, που χρεία από φίλους έχουν;
Ω δεξιό χέρι, πώς ποθείς ν᾽ αδράξεις τώρα
το δόρυ, μα σου φεύγει αδύναμός σου ο πόθος!
270 Γιατί αλλιώς θα σου το ᾽κοβα να με λες δούλο
και με τιμή θα κατοικούσαμε στη Θήβα,
οπού τη χαίρεσαι γιατί μυαλό δεν έχει,
από στάσ᾽ υποφέρνοντας και κακή σκέψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου