Στην αυλή του Λουδοβίκου του 14ου, οι ευγενείς και οι υπουργοί περνούσαν μέρες και νύχτες συζητώντας και διαφωνώντας γύρω από τα θέματα του κράτους. Συσκέπτονταν, λογομαχούσαν, έκαναν και διέλυαν συμμαχίες και λογομαχούσαν ξανά, μέχρι που τελικά έφτανε η κρίσιμη στιγμή: Ο Λουδοβίκος διάλεγε δύο απ’ αυτούς για να αντιπροσωπεύσουν τις δύο αντίθετες πλευρές και τελικά αποφάσιζε ο ίδιος. Μετά την εκλογή των δύο αυτών ατόμων, όλοι τους συζητούσαν γι’ ακόμη μία φορά: Πώς θα έπρεπε να διατυπώσουν τα θέματα; Τι θα ενδιέφερε τον Λουδοβίκο και τι θα τον ενοχλούσε; Ποια ώρα της ημέρας Θα έπρεπε να τον πλησιάσουν οι αντιπρόσωποι και σε ποιο τμήμα τον παλατιού; Τι εκφράσεις θα έπρεπε να έχουν τα πρόσωπά τους;
Τελικά, αφού όλα τα παραπάνω ρυθμίζονταν, έφτανε η μοιραία στιγμή. Οι δύο άντρες πλησίαζαν τον Λουδοβίκο – πάντα ένα λεπτά ζήτημα – και όταν τελικά τους πρόσεχε, τον μιλούσαν για το επίμαχο θέμα, όσο πιο λεπτομερώς μπορούσαν.
Ο Λουδοβίκος άκουγε σιωπηλός, με την πιο αινιγματική έκφραση. Τελικά, όταν τελείωναν τις παρουσιάσεις τους και ζητούσαν τη γνώμη του βασιλιά, τους κοίταζε και έλεγε: «Θα δω». Και μετά έφευγε.
Οι υπουργοί και οι αυλικοί δεν ξανάκουγαν το βασιλιά να μιλάει για το ίδιο θέμα – απλά έβλεπαν το αποτέλεσμα, μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν έπαιρνε την απόφασή του και ενεργούσε. Δεν τους συμβουλευόταν γύρω από το θέμα ποτέ ξανά.
Ο Λουδοβίκος ο 14ος ήταν άντρας ολιγόλογος. Το πιο φημισμένο τον σχόλιο είναι το «L’ etat c’ est moi» («το κράτος είμαι εγώ») και τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο περιεκτικό και ταυτόχρονα πιο εύγλωττο. Το γνωστά του ρητά «Θα δω» ήταν μία από τις πολλές, εκπληκτικά σύντομες, φράσεις που χρησιμοποιούσε για όλων των ειδών τα αιτήματα.
Ο Λουδοβίκος δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ήταν νεαρός μιλούσε πολύ και χαιρόταν την ευγλωττία του. Τη μετέπειτα ολιγολογία του την επέβαλε στον εαυτό του, έπαιζε θέατρο, φορούσε μια μάσκα που τη χρησιμοποιούσε για να παραπλανεί τους υποτελείς του. Κανείς δεν γνώριζε τι πίστευε ούτε και μπορούσε να προβλέψει τις αντιδράσεις του. Κανείς δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει λέγοντάς του αυτά που θα ήθελε να ακούσει διότι κανείς δεν ήξερε τι ήθελε να ακούσει. Καθώς μιλούσαν αδιάκοπα στο σιωπηλό Λουδοβίκο, αποκάλυπταν όλο και περισσότερα για τον εαυτό τους και τον τροφοδοτούσαν με πληροφορίες που χρησιμοποιούσε αργότερα με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Τελικά, η σιωπή του Λουδοβίκου κατέληξε να τρομοκρατεί όλους τους υποτελείς του. Ήταν ένας από τους Θεμέλιους λίθους της δύναμής του. Όπως έγραψε και ο Σαιν-Σιμόν: «Κανείς δεν ήξερε, τόσο καλά όσο αυτός, να πουλά τα λόγια του, το χαμόγελό του, ακόμη και τις ματιές του. Τα πάντα επάνω του είχαν αξία διότι δημιουργούσε κάτι το αλλιώτικα και το μεγαλείο του εντεινόταν από τη σπανιότητα των λόγων του.»
Τελικά, αφού όλα τα παραπάνω ρυθμίζονταν, έφτανε η μοιραία στιγμή. Οι δύο άντρες πλησίαζαν τον Λουδοβίκο – πάντα ένα λεπτά ζήτημα – και όταν τελικά τους πρόσεχε, τον μιλούσαν για το επίμαχο θέμα, όσο πιο λεπτομερώς μπορούσαν.
Ο Λουδοβίκος άκουγε σιωπηλός, με την πιο αινιγματική έκφραση. Τελικά, όταν τελείωναν τις παρουσιάσεις τους και ζητούσαν τη γνώμη του βασιλιά, τους κοίταζε και έλεγε: «Θα δω». Και μετά έφευγε.
Οι υπουργοί και οι αυλικοί δεν ξανάκουγαν το βασιλιά να μιλάει για το ίδιο θέμα – απλά έβλεπαν το αποτέλεσμα, μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν έπαιρνε την απόφασή του και ενεργούσε. Δεν τους συμβουλευόταν γύρω από το θέμα ποτέ ξανά.
Ο Λουδοβίκος ο 14ος ήταν άντρας ολιγόλογος. Το πιο φημισμένο τον σχόλιο είναι το «L’ etat c’ est moi» («το κράτος είμαι εγώ») και τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο περιεκτικό και ταυτόχρονα πιο εύγλωττο. Το γνωστά του ρητά «Θα δω» ήταν μία από τις πολλές, εκπληκτικά σύντομες, φράσεις που χρησιμοποιούσε για όλων των ειδών τα αιτήματα.
Ο Λουδοβίκος δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ήταν νεαρός μιλούσε πολύ και χαιρόταν την ευγλωττία του. Τη μετέπειτα ολιγολογία του την επέβαλε στον εαυτό του, έπαιζε θέατρο, φορούσε μια μάσκα που τη χρησιμοποιούσε για να παραπλανεί τους υποτελείς του. Κανείς δεν γνώριζε τι πίστευε ούτε και μπορούσε να προβλέψει τις αντιδράσεις του. Κανείς δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει λέγοντάς του αυτά που θα ήθελε να ακούσει διότι κανείς δεν ήξερε τι ήθελε να ακούσει. Καθώς μιλούσαν αδιάκοπα στο σιωπηλό Λουδοβίκο, αποκάλυπταν όλο και περισσότερα για τον εαυτό τους και τον τροφοδοτούσαν με πληροφορίες που χρησιμοποιούσε αργότερα με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Τελικά, η σιωπή του Λουδοβίκου κατέληξε να τρομοκρατεί όλους τους υποτελείς του. Ήταν ένας από τους Θεμέλιους λίθους της δύναμής του. Όπως έγραψε και ο Σαιν-Σιμόν: «Κανείς δεν ήξερε, τόσο καλά όσο αυτός, να πουλά τα λόγια του, το χαμόγελό του, ακόμη και τις ματιές του. Τα πάντα επάνω του είχαν αξία διότι δημιουργούσε κάτι το αλλιώτικα και το μεγαλείο του εντεινόταν από τη σπανιότητα των λόγων του.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου