Τελευτῶν οὖν ἐπὶ τοὺς χειροτέχνας ᾖα· ἐμαυτῷ γὰρ
[22d] συνῄδη οὐδὲν ἐπισταμένῳ ὡς ἔπος εἰπεῖν, τούτους δέ γ᾽ ᾔδη ὅτι εὑρήσοιμι πολλὰ καὶ καλὰ ἐπισταμένους. καὶ τούτου μὲν οὐκ ἐψεύσθην, ἀλλ᾽ ἠπίσταντο ἃ ἐγὼ οὐκ ἠπιστάμην καί μου ταύτῃ σοφώτεροι ἦσαν. ἀλλ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ταὐτόν μοι ἔδοξαν ἔχειν ἁμάρτημα ὅπερ καὶ οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ ἀγαθοὶ δημιουργοί —διὰ τὸ τὴν τέχνην καλῶς ἐξεργάζεσθαι ἕκαστος ἠξίου καὶ τἆλλα τὰ μέγιστα σοφώτατος εἶναι— καὶ αὐτῶν αὕτη ἡ πλημμέλεια ἐκείνην τὴν σοφίαν
[22e] ἀποκρύπτειν· ὥστε με ἐμαυτὸν ἀνερωτᾶν ὑπὲρ τοῦ χρησμοῦ πότερα δεξαίμην ἂν οὕτως ὥσπερ ἔχω ἔχειν, μήτε τι σοφὸς ὢν τὴν ἐκείνων σοφίαν μήτε ἀμαθὴς τὴν ἀμαθίαν, ἢ ἀμφότερα ἃ ἐκεῖνοι ἔχουσιν ἔχειν. ἀπεκρινάμην οὖν ἐμαυτῷ καὶ τῷ χρησμῷ ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν.
Ἐκ ταυτησὶ δὴ τῆς ἐξετάσεως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
[23a] πολλαὶ μὲν ἀπέχθειαί μοι γεγόνασι καὶ οἷαι χαλεπώταται καὶ βαρύταται, ὥστε πολλὰς διαβολὰς ἀπ᾽ αὐτῶν γεγονέναι, ὄνομα δὲ τοῦτο λέγεσθαι, σοφὸς εἶναι· οἴονται γάρ με ἑκάστοτε οἱ παρόντες ταῦτα αὐτὸν εἶναι σοφὸν ἃ ἂν ἄλλον ἐξελέγξω. τὸ δὲ κινδυνεύει, ὦ ἄνδρες, τῷ ὄντι ὁ θεὸς σοφὸς εἶναι, καὶ ἐν τῷ χρησμῷ τούτῳ τοῦτο λέγειν, ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ὀλίγου τινὸς ἀξία ἐστὶν καὶ οὐδενός. καὶ φαίνεται †τοῦτον λέγειν τὸν Σωκράτη, προσκεχρῆσθαι δὲ
[23b] τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐμὲ παράδειγμα ποιούμενος, ὥσπερ ἂν ‹εἰ› εἴποι ὅτι «Οὗτος ὑμῶν, ὦ ἄνθρωποι, σοφώτατός ἐστιν, ὅστις ὥσπερ Σωκράτης ἔγνωκεν ὅτι οὐδενὸς ἄξιός ἐστι τῇ ἀληθείᾳ πρὸς σοφίαν.» ταῦτ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν ἔτι καὶ νῦν περιιὼν ζητῶ καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεὸν καὶ τῶν ἀστῶν καὶ ξένων ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι· καὶ ἐπειδάν μοι μὴ δοκῇ, τῷ θεῷ βοηθῶν ἐνδείκνυμαι ὅτι οὐκ ἔστι σοφός. καὶ ὑπὸ ταύτης τῆς ἀσχολίας οὔτε τι τῶν τῆς πόλεως πρᾶξαί μοι σχολὴ γέγονεν ἄξιον λόγου οὔτε τῶν οἰκείων, ἀλλ᾽ ἐν
[23c] πενίᾳ μυρίᾳ εἰμὶ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ λατρείαν.
Πρὸς δὲ τούτοις οἱ νέοι μοι ἐπακολουθοῦντες —οἷς μάλιστα σχολή ἐστιν, οἱ τῶν πλουσιωτάτων— αὐτόματοι, χαίρουσιν ἀκούοντες ἐξεταζομένων τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτοὶ πολλάκις ἐμὲ μιμοῦνται, εἶτα ἐπιχειροῦσιν ἄλλους ἐξετάζειν· κἄπειτα οἶμαι εὑρίσκουσι πολλὴν ἀφθονίαν οἰομένων μὲν εἰδέναι τι ἀνθρώπων, εἰδότων δὲ ὀλίγα ἢ οὐδέν. ἐντεῦθεν οὖν οἱ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐξεταζόμενοι ἐμοὶ ὀργίζονται, οὐχ αὑτοῖς,
[23d] καὶ λέγουσιν ὡς Σωκράτης τίς ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφθείρει τοὺς νέους· καὶ ἐπειδάν τις αὐτοὺς ἐρωτᾷ ὅτι ποιῶν καὶ ὅτι διδάσκων, ἔχουσι μὲν οὐδὲν εἰπεῖν ἀλλ᾽ ἀγνοοῦσιν, ἵνα δὲ μὴ δοκῶσιν ἀπορεῖν, τὰ κατὰ πάντων τῶν φιλοσοφούντων πρόχειρα ταῦτα λέγουσιν, ὅτι «τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς» καὶ «θεοὺς μὴ νομίζειν» καὶ «τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν.» τὰ γὰρ ἀληθῆ οἴομαι οὐκ ἂν ἐθέλοιεν λέγειν, ὅτι κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν. ἅτε οὖν οἶμαι φιλότιμοι
[23e] ὄντες καὶ σφοδροὶ καὶ πολλοί, καὶ συντεταμένως καὶ πιθανῶς λέγοντες περὶ ἐμοῦ, ἐμπεπλήκασιν ὑμῶν τὰ ὦτα καὶ πάλαι καὶ σφοδρῶς διαβάλλοντες. ἐκ τούτων καὶ Μέλητός μοι ἐπέθετο καὶ Ἄνυτος καὶ Λύκων, Μέλητος μὲν ὑπὲρ τῶν ποιητῶν ἀχθόμενος, Ἄνυτος δὲ ὑπὲρ τῶν δημιουργῶν καὶ
[24a] τῶν πολιτικῶν, Λύκων δὲ ὑπὲρ τῶν ῥητόρων· ὥστε, ὅπερ ἀρχόμενος ἐγὼ ἔλεγον, θαυμάζοιμ᾽ ἂν εἰ οἷός τ᾽ εἴην ἐγὼ ὑμῶν ταύτην τὴν διαβολὴν ἐξελέσθαι ἐν οὕτως ὀλίγῳ χρόνῳ οὕτω πολλὴν γεγονυῖαν. ταῦτ᾽ ἔστιν ὑμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τἀληθῆ, καὶ ὑμᾶς οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν ἀποκρυψάμενος ἐγὼ λέγω οὐδ᾽ ὑποστειλάμενος. καίτοι οἶδα σχεδὸν ὅτι αὐτοῖς τούτοις ἀπεχθάνομαι, ὃ καὶ τεκμήριον ὅτι ἀληθῆ λέγω καὶ ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ διαβολὴ ἡ ἐμὴ καὶ τὰ αἴτια
[24b] ταῦτά ἐστιν. καὶ ἐάντε νῦν ἐάντε αὖθις ζητήσητε ταῦτα, οὕτως εὑρήσετε.
***
Στο τέλος πήγα στους τεχνίτες· καταλάβαινα
[22d] και μόνος μου πως από τέτοια δουλειά δεν εγνώριζα τίποτε και ήξερα πως αυτούς θα τους βρω να γνωρίζουν πολλά και ωραία πράγματα. Και όσο για αυτό δε γελάσθηκα, αλλά κι αυτοί γνωρίζανε εκείνα που δεν εγνώριζα εγώ και σ᾽ αυτά ήσαν σοφότεροι από μένα. Μου φάνηκε όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, πως κι αυτοί, οι καλοί τεχνίτες, είχανε το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές· δηλαδή με το να δουλεύουν καλά στην τέχνη τους, καθένας απ᾽ αυτούς είχε την αξίωση πως ξέρει κι όλα τ᾽ άλλα, και τα πιο μεγάλα ακόμα, και το ελάττωμά τους αυτό τους χαλούσε
[22e] κι εκείνα που ήξεραν ακόμα. Ώστε με κάνανε να συλλογίζομαι τον χρησμό και να λέω με τον εαυτό μου τί τάχα να προτιμήσω: να μείνω όπως είμαι, χωρίς να ξέρω όσα ξέρουν εκείνοι, ούτε πάλι να μην ξέρω όσα εκείνοι δεν ξέρουν, ή να τα ᾽χω και τα δυο σαν κι εκείνους. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου, λογαριάζοντας και τον χρησμό, πως καλύτερα είναι να μείνω όπως είμαι.
Απ᾽ αυτήν εδώ λοιπόν την εξέταση που έκαμα, ω άνδρες Αθηναίοι,
[23a] μου έχουν γεννηθεί εναντίον μου πολλές έχθρες, τόσο δυσάρεστες και βαριές, που μου γέννησαν ένα σωρό διαβολές και μου βγάλανε και τ᾽ όνομα πως είμαι σοφός. Γιατί οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μου κάθε φορά νομίζουν πως είμαι σοφός σ᾽ εκείνα που βγάζω ανήξερους τους άλλους· κι η αλήθεια όμως είναι πως, όπως φαίνεται, ο θεός μονάχα είναι σοφός, κι αυτό είπε και στον χρησμό, πως η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει και ίσως ίσως και τίποτε. Και φαίνεται πως αυτό δεν το είπε για τον Σωκράτη εμένα, αλλά πήρε
[23b] τ᾽ όνομά μου στο στόμα του, σαν να ᾽θελε να πει πως: «Εκείνος, ω άνθρωποι, είναι ο σοφότερος από όλους σας, όποιος, σαν τον Σωκράτη, έχει καταλάβει πως αληθινά η σοφία του δεν αξίζει τίποτε». Αυτά λοιπόν κι εγώ ακόμη και τώρα τριγυρνώ και ζητώ κι εξετάζω, σύμφωνα με το θέλημα του θεού, σε δικούς μας και ξένους, όποιους νομίζω απ᾽ αυτούς πως είναι σοφοί· κι όταν καταλάβω πως δεν είναι, κάνοντας το θέλημα του θεού, του αποδείχνω καθενός πως σοφός δεν είναι. Και μ᾽ αυτές τις φροντίδες, ούτε για τον τόπο μου ᾽μεινε καιρός να κάμω τίποτε σημαντικό ούτε για την οικογένειά μου, μόνο
[23c] βρίσκομαι πάντα σε μεγάλη φτώχεια, για την αγάπη του θεού.
Εκτός όμως απ᾽ αυτά, οι νέοι που μονάχοι τους μ᾽ ακολουθούνε, όσοι έχουν όλον τον καιρό, τα παιδιά των πιο πλουσίων δηλαδή, ευχαριστούνται ν᾽ ακούνε την εξέταση αυτή που κάνω στους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί και ύστερα καταπιάνονται κι αυτοί να εξετάζουν τους άλλους· και μ᾽ αυτόν τον τρόπο, νομίζω πως βρίσκουν πολλούς απ᾽ αυτούς που φαντάζονται πως ξέρουν κάτι, δεν ξέρουν όμως τίποτε ή πολύ λίγα. Αυτοί λοιπόν που εξετάζονται από τους μαθητές μου τα βάζουν μ᾽ εμένα, όχι μ᾽ αυτούς,
[23d] και λένε πως είναι κάποιος Σωκράτης, βρωμερός άνθρωπος, και διαφθείρει τους νέους. Και όταν τους ρωτήσει κανένας τί κάνει και τί διδάσκει που τους διαφθείρει, δεν έχουν τίποτε να πουν, γιατί τίποτε δεν ξέρουν· και για να μη φαίνονται πως δεν έχουν τί να πουν, ξαναλένε εκείνα που έχουν πρόχειρα για όλους τους φιλοσόφους, ότι τάχα εξετάζει τα επουράνια και τ᾽ απόκρυφα της γης και δεν πιστεύει τους θεούς και κάνει τον άδικον λόγον δίκαιον. Γιατί, όπως νομίζω, δεν θέλουν να πούνε την αλήθεια, για να μη φανερωθούν πως χωρίς να ξέρουν τίποτε προσποιούνται πως ξέρουν κάτι. Έτσι λοιπόν νομίζω πως οι άνθρωποι αυτοί, καθώς είναι φιλόδοξοι
[23e] και ορμητικοί και πολλοί και μιλούν όλοι μαζί για μένα με τον πιο πειστικό τρόπο, σας γέμισαν τ᾽ αυτιά από καιρό με τις πιο άγριες διαβολές. Απ᾽ αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν. Ο Μέλητος θυμωμένος για το μέρος των ποιητών, ο Άνυτος για το μέρος των τεχνιτών και
[24a] των πολιτειολόγων και ο Λύκων για το μέρος των ρητόρων. Ώστε, όπως σας έλεγα στην αρχή, θα το θαύμαζα κι εγώ ο ίδιος, αν μπορούσα να πετάξω από πάνω μου αυτή τη διαβολή, σε τόσο λίγην ώρα, τώρα που γέμισε τον κόσμο. Αυτή είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι, και ούτε σας κρύβω το παραμικρό σ᾽ αυτά που λέω ούτε σας αλλάζω τίποτε, μολονότι ξέρω πως γι᾽ αυτά ίσα ίσα τα πράγματα έγινα μισητός. Κι αυτό είναι απόδειξη πως λέω την αλήθεια και πως η διαβολή που μου κάνουν και η αιτία της
[24b] είναι όπως σας τα είπα. Και είτε τώρα είτε άλλοτε τα καλοεξετάσετε, έτσι θα τα βρείτε.
[22d] συνῄδη οὐδὲν ἐπισταμένῳ ὡς ἔπος εἰπεῖν, τούτους δέ γ᾽ ᾔδη ὅτι εὑρήσοιμι πολλὰ καὶ καλὰ ἐπισταμένους. καὶ τούτου μὲν οὐκ ἐψεύσθην, ἀλλ᾽ ἠπίσταντο ἃ ἐγὼ οὐκ ἠπιστάμην καί μου ταύτῃ σοφώτεροι ἦσαν. ἀλλ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ταὐτόν μοι ἔδοξαν ἔχειν ἁμάρτημα ὅπερ καὶ οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ ἀγαθοὶ δημιουργοί —διὰ τὸ τὴν τέχνην καλῶς ἐξεργάζεσθαι ἕκαστος ἠξίου καὶ τἆλλα τὰ μέγιστα σοφώτατος εἶναι— καὶ αὐτῶν αὕτη ἡ πλημμέλεια ἐκείνην τὴν σοφίαν
[22e] ἀποκρύπτειν· ὥστε με ἐμαυτὸν ἀνερωτᾶν ὑπὲρ τοῦ χρησμοῦ πότερα δεξαίμην ἂν οὕτως ὥσπερ ἔχω ἔχειν, μήτε τι σοφὸς ὢν τὴν ἐκείνων σοφίαν μήτε ἀμαθὴς τὴν ἀμαθίαν, ἢ ἀμφότερα ἃ ἐκεῖνοι ἔχουσιν ἔχειν. ἀπεκρινάμην οὖν ἐμαυτῷ καὶ τῷ χρησμῷ ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν.
Ἐκ ταυτησὶ δὴ τῆς ἐξετάσεως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
[23a] πολλαὶ μὲν ἀπέχθειαί μοι γεγόνασι καὶ οἷαι χαλεπώταται καὶ βαρύταται, ὥστε πολλὰς διαβολὰς ἀπ᾽ αὐτῶν γεγονέναι, ὄνομα δὲ τοῦτο λέγεσθαι, σοφὸς εἶναι· οἴονται γάρ με ἑκάστοτε οἱ παρόντες ταῦτα αὐτὸν εἶναι σοφὸν ἃ ἂν ἄλλον ἐξελέγξω. τὸ δὲ κινδυνεύει, ὦ ἄνδρες, τῷ ὄντι ὁ θεὸς σοφὸς εἶναι, καὶ ἐν τῷ χρησμῷ τούτῳ τοῦτο λέγειν, ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ὀλίγου τινὸς ἀξία ἐστὶν καὶ οὐδενός. καὶ φαίνεται †τοῦτον λέγειν τὸν Σωκράτη, προσκεχρῆσθαι δὲ
[23b] τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐμὲ παράδειγμα ποιούμενος, ὥσπερ ἂν ‹εἰ› εἴποι ὅτι «Οὗτος ὑμῶν, ὦ ἄνθρωποι, σοφώτατός ἐστιν, ὅστις ὥσπερ Σωκράτης ἔγνωκεν ὅτι οὐδενὸς ἄξιός ἐστι τῇ ἀληθείᾳ πρὸς σοφίαν.» ταῦτ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν ἔτι καὶ νῦν περιιὼν ζητῶ καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεὸν καὶ τῶν ἀστῶν καὶ ξένων ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι· καὶ ἐπειδάν μοι μὴ δοκῇ, τῷ θεῷ βοηθῶν ἐνδείκνυμαι ὅτι οὐκ ἔστι σοφός. καὶ ὑπὸ ταύτης τῆς ἀσχολίας οὔτε τι τῶν τῆς πόλεως πρᾶξαί μοι σχολὴ γέγονεν ἄξιον λόγου οὔτε τῶν οἰκείων, ἀλλ᾽ ἐν
[23c] πενίᾳ μυρίᾳ εἰμὶ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ λατρείαν.
Πρὸς δὲ τούτοις οἱ νέοι μοι ἐπακολουθοῦντες —οἷς μάλιστα σχολή ἐστιν, οἱ τῶν πλουσιωτάτων— αὐτόματοι, χαίρουσιν ἀκούοντες ἐξεταζομένων τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτοὶ πολλάκις ἐμὲ μιμοῦνται, εἶτα ἐπιχειροῦσιν ἄλλους ἐξετάζειν· κἄπειτα οἶμαι εὑρίσκουσι πολλὴν ἀφθονίαν οἰομένων μὲν εἰδέναι τι ἀνθρώπων, εἰδότων δὲ ὀλίγα ἢ οὐδέν. ἐντεῦθεν οὖν οἱ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐξεταζόμενοι ἐμοὶ ὀργίζονται, οὐχ αὑτοῖς,
[23d] καὶ λέγουσιν ὡς Σωκράτης τίς ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφθείρει τοὺς νέους· καὶ ἐπειδάν τις αὐτοὺς ἐρωτᾷ ὅτι ποιῶν καὶ ὅτι διδάσκων, ἔχουσι μὲν οὐδὲν εἰπεῖν ἀλλ᾽ ἀγνοοῦσιν, ἵνα δὲ μὴ δοκῶσιν ἀπορεῖν, τὰ κατὰ πάντων τῶν φιλοσοφούντων πρόχειρα ταῦτα λέγουσιν, ὅτι «τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς» καὶ «θεοὺς μὴ νομίζειν» καὶ «τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν.» τὰ γὰρ ἀληθῆ οἴομαι οὐκ ἂν ἐθέλοιεν λέγειν, ὅτι κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δὲ οὐδέν. ἅτε οὖν οἶμαι φιλότιμοι
[23e] ὄντες καὶ σφοδροὶ καὶ πολλοί, καὶ συντεταμένως καὶ πιθανῶς λέγοντες περὶ ἐμοῦ, ἐμπεπλήκασιν ὑμῶν τὰ ὦτα καὶ πάλαι καὶ σφοδρῶς διαβάλλοντες. ἐκ τούτων καὶ Μέλητός μοι ἐπέθετο καὶ Ἄνυτος καὶ Λύκων, Μέλητος μὲν ὑπὲρ τῶν ποιητῶν ἀχθόμενος, Ἄνυτος δὲ ὑπὲρ τῶν δημιουργῶν καὶ
[24a] τῶν πολιτικῶν, Λύκων δὲ ὑπὲρ τῶν ῥητόρων· ὥστε, ὅπερ ἀρχόμενος ἐγὼ ἔλεγον, θαυμάζοιμ᾽ ἂν εἰ οἷός τ᾽ εἴην ἐγὼ ὑμῶν ταύτην τὴν διαβολὴν ἐξελέσθαι ἐν οὕτως ὀλίγῳ χρόνῳ οὕτω πολλὴν γεγονυῖαν. ταῦτ᾽ ἔστιν ὑμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τἀληθῆ, καὶ ὑμᾶς οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν ἀποκρυψάμενος ἐγὼ λέγω οὐδ᾽ ὑποστειλάμενος. καίτοι οἶδα σχεδὸν ὅτι αὐτοῖς τούτοις ἀπεχθάνομαι, ὃ καὶ τεκμήριον ὅτι ἀληθῆ λέγω καὶ ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ διαβολὴ ἡ ἐμὴ καὶ τὰ αἴτια
[24b] ταῦτά ἐστιν. καὶ ἐάντε νῦν ἐάντε αὖθις ζητήσητε ταῦτα, οὕτως εὑρήσετε.
***
Στο τέλος πήγα στους τεχνίτες· καταλάβαινα
[22d] και μόνος μου πως από τέτοια δουλειά δεν εγνώριζα τίποτε και ήξερα πως αυτούς θα τους βρω να γνωρίζουν πολλά και ωραία πράγματα. Και όσο για αυτό δε γελάσθηκα, αλλά κι αυτοί γνωρίζανε εκείνα που δεν εγνώριζα εγώ και σ᾽ αυτά ήσαν σοφότεροι από μένα. Μου φάνηκε όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, πως κι αυτοί, οι καλοί τεχνίτες, είχανε το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές· δηλαδή με το να δουλεύουν καλά στην τέχνη τους, καθένας απ᾽ αυτούς είχε την αξίωση πως ξέρει κι όλα τ᾽ άλλα, και τα πιο μεγάλα ακόμα, και το ελάττωμά τους αυτό τους χαλούσε
[22e] κι εκείνα που ήξεραν ακόμα. Ώστε με κάνανε να συλλογίζομαι τον χρησμό και να λέω με τον εαυτό μου τί τάχα να προτιμήσω: να μείνω όπως είμαι, χωρίς να ξέρω όσα ξέρουν εκείνοι, ούτε πάλι να μην ξέρω όσα εκείνοι δεν ξέρουν, ή να τα ᾽χω και τα δυο σαν κι εκείνους. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου, λογαριάζοντας και τον χρησμό, πως καλύτερα είναι να μείνω όπως είμαι.
Απ᾽ αυτήν εδώ λοιπόν την εξέταση που έκαμα, ω άνδρες Αθηναίοι,
[23a] μου έχουν γεννηθεί εναντίον μου πολλές έχθρες, τόσο δυσάρεστες και βαριές, που μου γέννησαν ένα σωρό διαβολές και μου βγάλανε και τ᾽ όνομα πως είμαι σοφός. Γιατί οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μου κάθε φορά νομίζουν πως είμαι σοφός σ᾽ εκείνα που βγάζω ανήξερους τους άλλους· κι η αλήθεια όμως είναι πως, όπως φαίνεται, ο θεός μονάχα είναι σοφός, κι αυτό είπε και στον χρησμό, πως η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει και ίσως ίσως και τίποτε. Και φαίνεται πως αυτό δεν το είπε για τον Σωκράτη εμένα, αλλά πήρε
[23b] τ᾽ όνομά μου στο στόμα του, σαν να ᾽θελε να πει πως: «Εκείνος, ω άνθρωποι, είναι ο σοφότερος από όλους σας, όποιος, σαν τον Σωκράτη, έχει καταλάβει πως αληθινά η σοφία του δεν αξίζει τίποτε». Αυτά λοιπόν κι εγώ ακόμη και τώρα τριγυρνώ και ζητώ κι εξετάζω, σύμφωνα με το θέλημα του θεού, σε δικούς μας και ξένους, όποιους νομίζω απ᾽ αυτούς πως είναι σοφοί· κι όταν καταλάβω πως δεν είναι, κάνοντας το θέλημα του θεού, του αποδείχνω καθενός πως σοφός δεν είναι. Και μ᾽ αυτές τις φροντίδες, ούτε για τον τόπο μου ᾽μεινε καιρός να κάμω τίποτε σημαντικό ούτε για την οικογένειά μου, μόνο
[23c] βρίσκομαι πάντα σε μεγάλη φτώχεια, για την αγάπη του θεού.
Εκτός όμως απ᾽ αυτά, οι νέοι που μονάχοι τους μ᾽ ακολουθούνε, όσοι έχουν όλον τον καιρό, τα παιδιά των πιο πλουσίων δηλαδή, ευχαριστούνται ν᾽ ακούνε την εξέταση αυτή που κάνω στους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί και ύστερα καταπιάνονται κι αυτοί να εξετάζουν τους άλλους· και μ᾽ αυτόν τον τρόπο, νομίζω πως βρίσκουν πολλούς απ᾽ αυτούς που φαντάζονται πως ξέρουν κάτι, δεν ξέρουν όμως τίποτε ή πολύ λίγα. Αυτοί λοιπόν που εξετάζονται από τους μαθητές μου τα βάζουν μ᾽ εμένα, όχι μ᾽ αυτούς,
[23d] και λένε πως είναι κάποιος Σωκράτης, βρωμερός άνθρωπος, και διαφθείρει τους νέους. Και όταν τους ρωτήσει κανένας τί κάνει και τί διδάσκει που τους διαφθείρει, δεν έχουν τίποτε να πουν, γιατί τίποτε δεν ξέρουν· και για να μη φαίνονται πως δεν έχουν τί να πουν, ξαναλένε εκείνα που έχουν πρόχειρα για όλους τους φιλοσόφους, ότι τάχα εξετάζει τα επουράνια και τ᾽ απόκρυφα της γης και δεν πιστεύει τους θεούς και κάνει τον άδικον λόγον δίκαιον. Γιατί, όπως νομίζω, δεν θέλουν να πούνε την αλήθεια, για να μη φανερωθούν πως χωρίς να ξέρουν τίποτε προσποιούνται πως ξέρουν κάτι. Έτσι λοιπόν νομίζω πως οι άνθρωποι αυτοί, καθώς είναι φιλόδοξοι
[23e] και ορμητικοί και πολλοί και μιλούν όλοι μαζί για μένα με τον πιο πειστικό τρόπο, σας γέμισαν τ᾽ αυτιά από καιρό με τις πιο άγριες διαβολές. Απ᾽ αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν. Ο Μέλητος θυμωμένος για το μέρος των ποιητών, ο Άνυτος για το μέρος των τεχνιτών και
[24a] των πολιτειολόγων και ο Λύκων για το μέρος των ρητόρων. Ώστε, όπως σας έλεγα στην αρχή, θα το θαύμαζα κι εγώ ο ίδιος, αν μπορούσα να πετάξω από πάνω μου αυτή τη διαβολή, σε τόσο λίγην ώρα, τώρα που γέμισε τον κόσμο. Αυτή είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι, και ούτε σας κρύβω το παραμικρό σ᾽ αυτά που λέω ούτε σας αλλάζω τίποτε, μολονότι ξέρω πως γι᾽ αυτά ίσα ίσα τα πράγματα έγινα μισητός. Κι αυτό είναι απόδειξη πως λέω την αλήθεια και πως η διαβολή που μου κάνουν και η αιτία της
[24b] είναι όπως σας τα είπα. Και είτε τώρα είτε άλλοτε τα καλοεξετάσετε, έτσι θα τα βρείτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου