Υποφέρουμε μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε κάτι που επιθυμούμε, ή μόλις ενημερωθούμε για κάποιαν απώλεια. Υποφέρουμε όταν αυτό που καταφέραμε απέχει πολύ από αυτό που περιμέναμε, κι όταν νομίζουμε ότι για ορισμένα πράγματα είναι πια πολύ αργά.
Ο πόνος, είναι πανανθρώπινος, έχει όμως μία μόνο ρίζα.
Και η ρίζα αυτή, φρονούσε ο δάσκαλος, είναι η επιθυμία.
Επιθυμίες, προσκόλληση, πόθοι και προσδοκίες – ιδού οι ρίζες του πόνου μας. Αν λοιπόν πηγάζουν από δω τα βάσανά μας, συνεχίζει ο Βούδας, τότε ο πόνος έχει λύση.
Η λύση είναι να πάψουμε να επιθυμούμε. Να αποδεχτούμε. Να αφήσουμε πίσω. Να διαγράψουμε την επιτακτική ανάγκη να είναι τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι.
Σταματήστε την προσπάθεια να αποκτήσετε όλα όσα θα θέλατε αυτή τη στιγμή -υλικά, συναισθηματικά ή πνευματικά-, και ο πόνος θα εξαφανιστεί.
Υπήρχε ένας που λεγόταν Άντονι δε Μέγιο, και μερικές φορές του άρεσε να παίζει με τις λέξεις στις συγκεντρώσεις που έκανε.
«Θέλετε να γίνετε ευτυχισμένοι;» έλεγε στον κόσμο που πήγαινε να τον ακούσει. «Εγώ μπορώ να σας δώσω την ευτυχία αυτή τη στιγμή, και μπορώ να σας την εξασφαλίσω για πάντα. Ποιος από σας δέχεται;»
Αρκετοί από τους παρισταμένους σήκωναν το χέρι…
«Πολύ ωραία» συνέχιζε ο Δε Μέγιο. «Ανταλλάσσω την ευτυχία σας με ό,τι έχετε. Δώστε μου όλα όσα έχετε, κι εγώ σας δίνω για αντάλλαγμα την ευτυχία.»
Ο κόσμος τον κοίταζε. Νόμιζαν ότι μιλούσε συμβολικά, και γελούσαν…
«Σας το εγγυώμαι» τους διαβεβαίωνε. «Δεν αστειεύομαι.»
Τα χέρια άρχιζαν να κατεβαίνουν… κι αυτός έλεγε τότε:
«Χμμμ… Δεν θέλετε… Δεν θέλει κανένας.»
Και μετά, τους εξηγούσε.
Ταυτίζουμε την ευτυχία με τις ανέσεις μας, με την επιτυχία, τη δόξα, τη δύναμη, την αναγνώριση, τα χρήματα, τις απολαύσεις, τη στιγμιαία ευχαρίστηση. Και δεν φαίνεται να είμαστε ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάτι που έχουμε. Ούτε και με αντάλλαγμα την ευτυχία. Ξέρουμε καλά ότι πολλά από τα βάσανά μας προέρχονται απ’ όσα κάνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε όλα όσα επιθυμούμε, κανείς όμως δεν μπορεί να μας πείσει να παραιτηθούμε απ’ αυτά.
Ο πόνος, είναι πανανθρώπινος, έχει όμως μία μόνο ρίζα.
Και η ρίζα αυτή, φρονούσε ο δάσκαλος, είναι η επιθυμία.
Επιθυμίες, προσκόλληση, πόθοι και προσδοκίες – ιδού οι ρίζες του πόνου μας. Αν λοιπόν πηγάζουν από δω τα βάσανά μας, συνεχίζει ο Βούδας, τότε ο πόνος έχει λύση.
Η λύση είναι να πάψουμε να επιθυμούμε. Να αποδεχτούμε. Να αφήσουμε πίσω. Να διαγράψουμε την επιτακτική ανάγκη να είναι τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι.
Σταματήστε την προσπάθεια να αποκτήσετε όλα όσα θα θέλατε αυτή τη στιγμή -υλικά, συναισθηματικά ή πνευματικά-, και ο πόνος θα εξαφανιστεί.
Υπήρχε ένας που λεγόταν Άντονι δε Μέγιο, και μερικές φορές του άρεσε να παίζει με τις λέξεις στις συγκεντρώσεις που έκανε.
«Θέλετε να γίνετε ευτυχισμένοι;» έλεγε στον κόσμο που πήγαινε να τον ακούσει. «Εγώ μπορώ να σας δώσω την ευτυχία αυτή τη στιγμή, και μπορώ να σας την εξασφαλίσω για πάντα. Ποιος από σας δέχεται;»
Αρκετοί από τους παρισταμένους σήκωναν το χέρι…
«Πολύ ωραία» συνέχιζε ο Δε Μέγιο. «Ανταλλάσσω την ευτυχία σας με ό,τι έχετε. Δώστε μου όλα όσα έχετε, κι εγώ σας δίνω για αντάλλαγμα την ευτυχία.»
Ο κόσμος τον κοίταζε. Νόμιζαν ότι μιλούσε συμβολικά, και γελούσαν…
«Σας το εγγυώμαι» τους διαβεβαίωνε. «Δεν αστειεύομαι.»
Τα χέρια άρχιζαν να κατεβαίνουν… κι αυτός έλεγε τότε:
«Χμμμ… Δεν θέλετε… Δεν θέλει κανένας.»
Και μετά, τους εξηγούσε.
Ταυτίζουμε την ευτυχία με τις ανέσεις μας, με την επιτυχία, τη δόξα, τη δύναμη, την αναγνώριση, τα χρήματα, τις απολαύσεις, τη στιγμιαία ευχαρίστηση. Και δεν φαίνεται να είμαστε ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάτι που έχουμε. Ούτε και με αντάλλαγμα την ευτυχία. Ξέρουμε καλά ότι πολλά από τα βάσανά μας προέρχονται απ’ όσα κάνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε όλα όσα επιθυμούμε, κανείς όμως δεν μπορεί να μας πείσει να παραιτηθούμε απ’ αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου