Επίκουρος (341-271 π.Χ.)
Οι Στωικοί βρίσκονταν σε δριμεία αντιπαράθεση με τους Επικούρειους. Ο Επίκτητος αποκάλεσε κιναιδολόγον τον Επίκουρο, ο δε Κικέρωνας χλεύαζε τις απόψεις του για τη φύση των θεών. Ο χριστιανός Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον αποκαλούσε «Πρίγκιπα της αθεΐας», και ο Τιμοκράτης στο έργο Ευφρανταί ισχυριζόταν ότι ο Επίκουρος έκανε σκόπιμα εμετό δύο φορές τη μέρα, για να συνεχίσει την απόλαυση του φαγητού. Ο θιγόμενος πάλι, απαντώντας στο Ναυσιφάνη που του είχε φέρει ναυτία με τις ύβρεις του, τον αποκάλεσε «σουπιά και αγράμματο κι απατεώνα και πόρνο» – και ακόμα δεν είχε πάρει μπροστά.
Μερικοί άλλοι Στωικοί είχαν πιο συμβιβαστική διάθεση, όπως ο Σενέκας, που γράφει στο Για μια ευτυχισμένη ζωή ότι δεν του αρμόζουν όλα όσα του καταλογίζονται. Το καταπληκτικό όμως είναι ότι και ο Διογένης Λαέρτιος, που δε φοβόταν καθόλου τον κιτρινισμό και τα διογκωμένα ρεπορτάζ, αναλώνει μεγάλη προσπάθεια και πολύ χώρο στην υπεράσπιση του Επίκουρου. «Είναι τρελοί πέρα για πέρα» λέει για τους επικριτές του, και του αφιερώνει ολόκληρο το δέκατο βιβλίο της Συναγωγής, όπου τον πραγματεύεται τόσο διεξοδικά όσο κανέναν άλλον.
Ο Επίκουρος ήταν πολυγραφότατος, και η βασική πραγματεία του περί φυσικής φιλοσοφίας έφτανε τον δυσθεώρητο όγκο των 37 τόμων. Το μόνο που σώζεται από όλο το έργο του είναι τέσσερις επιστολές -και κάποια σκόρπια αποσπάσματα και μαρτυρίες, τα οποία διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος, λέγοντας γι' αυτόν: «Η καλοσύνη του αποδεικνυόταν με κάθε λογής τρόπο».
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος με τον Επίκουρο είναι οι συνεκδοχές που μας φέρνει στο νου το επίθετο «επικούρειος». Όπως είδαμε νωρίτερα, οι Κυνικοί δεν ήταν κυνικοί με τη σύγχρονη έννοια. Έτσι κι ο Επίκουρος, όχι μόνο δεν έκανε επικούρεια ζωή αλλά προάσπιζε την ολιγάρκεια στα πάντα. Έλεγε ότι θα ήταν πιο ευτυχισμένος κι από το Δία όσο θα είχε λίγο κριθαρένιο ψωμί και νερό. Και συμπλήρωνε: «Στείλτε μου κι ένα μικρό κιούπι με τυρί, και θα μπορώ να τρώω σαν να είναι γιορτή». Η φιλοσοφία του παρέχει μια αγωγή για την επίτευξη της ευτυχίας, την οποία ταυτίζει με μια κατάσταση μακαριότητας που συνοδεύει κάθε ζωή χωρίς ανάγκες, έγνοιες και, πάνω απ’ όλα, άγχη. Κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχής όσο αγχώνεται για ό,τι δεν έχει. Όταν ζούμε χωρίς το άγχος αυτό, απολαμβάνουμε την ευδαιμονία των θεών.
Ο Επικουρισμός λοιπόν δεν είχε σχέση με την έξαλλη ζωή, με το να πίνεις και να γλεντάς, με το να χαίρεσαι τ αγόρια και τις γυναίκες, με το να γεύεσαι τα ψάρια και τις άλλες λιχουδιές. Αφορά τη φρόνηση στα πάντα. Ο συνετός Επικούρειος δεν παντρεύεται, δεν κάνει οικογένεια και ποτέ δε μεθάει τόσο ώστε να χάνει τα λόγια του. Όσο για το σεξ, ο Επίκουρος λέει ότι δεν ωφέλησε κανέναν που το παράκανε. Βέβαια, με μια τόσο ασκητική στάση προς τις ηδονές, είναι απορίας άξιο γιατί να θέλει κανείς να γίνει ηδονιστής με την επικούρεια έννοια. Οι Επικούρειοι ζούσαν σε μικρές κοινότητες με πρότυπο τον «Κήπο», που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα περίχωρα της Αθήνας. Για τη ζωή στις κοινότητες αυτές γνωρίζουμε μόνο ότι εκχωρούσε ίσα δικαιώματα τόσο στις γυναίκες όσο και στους υπηρέτες των σπιτιών, ενώ έδινε και τεράστια αξία στη φιλία. Ο Επίκουρος λέει πως είναι ύψιστη ευλογία στη ζωή του ανθρώπου να έχει φίλους και ότι ο σοφός «καμιά φορά πεθαίνει για ένα φίλο».
Η οδυνηρή αλήθεια για τη δήθεν ηδονοθηρία του Επίκουρου διακρίνεται καλύτερα αν δούμε το δικό του δεινοπάθημα, εφτά περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Πλάτωνα. Από πολύ νωρίτερα είχε βγάλει όνομα ως φιλάσθενος, σε σημείο ώστε ο μαθητής του Μητρόδωρος να γράψει και βιβλίο με τίτλο Περί Επικούρου ασθένειας. Πέθανε λοιπόν με βασανιστικούς πόνους από νεφρική ανεπάρκεια και αφού επί δύο εβδομάδες δεν μπορούσε ούτε να σταθεί από το μαρτύριο που του προξενούσαν οι πέτρες στα νεφρά. Κι όμως εξέπνευσε χαρούμενος ανάμεσα στους φίλους και μαθητές του. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τον Ιδομενέα ξεκίνα ως έξης:
Σου γράφω στην πιο ευτυχισμένη και τελευταία ημέρα της ζωής μου, ενώ υποφέρω από βαρύτατες ασθένειες της κύστης και των εντοσθίων.
Αλλά συνεχίζει με το εξής θαυμαστό:
Όλα αυτά όμως αντισταθμίζονται από τη χαρά της ψυχής μου, καθώς αναθυμάμαι εκείνα που εμείς οι δύο συζητούσαμε και ερευνούσαμε μαζί.
Οι Στωικοί βρίσκονταν σε δριμεία αντιπαράθεση με τους Επικούρειους. Ο Επίκτητος αποκάλεσε κιναιδολόγον τον Επίκουρο, ο δε Κικέρωνας χλεύαζε τις απόψεις του για τη φύση των θεών. Ο χριστιανός Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον αποκαλούσε «Πρίγκιπα της αθεΐας», και ο Τιμοκράτης στο έργο Ευφρανταί ισχυριζόταν ότι ο Επίκουρος έκανε σκόπιμα εμετό δύο φορές τη μέρα, για να συνεχίσει την απόλαυση του φαγητού. Ο θιγόμενος πάλι, απαντώντας στο Ναυσιφάνη που του είχε φέρει ναυτία με τις ύβρεις του, τον αποκάλεσε «σουπιά και αγράμματο κι απατεώνα και πόρνο» – και ακόμα δεν είχε πάρει μπροστά.
Μερικοί άλλοι Στωικοί είχαν πιο συμβιβαστική διάθεση, όπως ο Σενέκας, που γράφει στο Για μια ευτυχισμένη ζωή ότι δεν του αρμόζουν όλα όσα του καταλογίζονται. Το καταπληκτικό όμως είναι ότι και ο Διογένης Λαέρτιος, που δε φοβόταν καθόλου τον κιτρινισμό και τα διογκωμένα ρεπορτάζ, αναλώνει μεγάλη προσπάθεια και πολύ χώρο στην υπεράσπιση του Επίκουρου. «Είναι τρελοί πέρα για πέρα» λέει για τους επικριτές του, και του αφιερώνει ολόκληρο το δέκατο βιβλίο της Συναγωγής, όπου τον πραγματεύεται τόσο διεξοδικά όσο κανέναν άλλον.
Ο Επίκουρος ήταν πολυγραφότατος, και η βασική πραγματεία του περί φυσικής φιλοσοφίας έφτανε τον δυσθεώρητο όγκο των 37 τόμων. Το μόνο που σώζεται από όλο το έργο του είναι τέσσερις επιστολές -και κάποια σκόρπια αποσπάσματα και μαρτυρίες, τα οποία διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος, λέγοντας γι' αυτόν: «Η καλοσύνη του αποδεικνυόταν με κάθε λογής τρόπο».
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος με τον Επίκουρο είναι οι συνεκδοχές που μας φέρνει στο νου το επίθετο «επικούρειος». Όπως είδαμε νωρίτερα, οι Κυνικοί δεν ήταν κυνικοί με τη σύγχρονη έννοια. Έτσι κι ο Επίκουρος, όχι μόνο δεν έκανε επικούρεια ζωή αλλά προάσπιζε την ολιγάρκεια στα πάντα. Έλεγε ότι θα ήταν πιο ευτυχισμένος κι από το Δία όσο θα είχε λίγο κριθαρένιο ψωμί και νερό. Και συμπλήρωνε: «Στείλτε μου κι ένα μικρό κιούπι με τυρί, και θα μπορώ να τρώω σαν να είναι γιορτή». Η φιλοσοφία του παρέχει μια αγωγή για την επίτευξη της ευτυχίας, την οποία ταυτίζει με μια κατάσταση μακαριότητας που συνοδεύει κάθε ζωή χωρίς ανάγκες, έγνοιες και, πάνω απ’ όλα, άγχη. Κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχής όσο αγχώνεται για ό,τι δεν έχει. Όταν ζούμε χωρίς το άγχος αυτό, απολαμβάνουμε την ευδαιμονία των θεών.
Ο Επικουρισμός λοιπόν δεν είχε σχέση με την έξαλλη ζωή, με το να πίνεις και να γλεντάς, με το να χαίρεσαι τ αγόρια και τις γυναίκες, με το να γεύεσαι τα ψάρια και τις άλλες λιχουδιές. Αφορά τη φρόνηση στα πάντα. Ο συνετός Επικούρειος δεν παντρεύεται, δεν κάνει οικογένεια και ποτέ δε μεθάει τόσο ώστε να χάνει τα λόγια του. Όσο για το σεξ, ο Επίκουρος λέει ότι δεν ωφέλησε κανέναν που το παράκανε. Βέβαια, με μια τόσο ασκητική στάση προς τις ηδονές, είναι απορίας άξιο γιατί να θέλει κανείς να γίνει ηδονιστής με την επικούρεια έννοια. Οι Επικούρειοι ζούσαν σε μικρές κοινότητες με πρότυπο τον «Κήπο», που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα περίχωρα της Αθήνας. Για τη ζωή στις κοινότητες αυτές γνωρίζουμε μόνο ότι εκχωρούσε ίσα δικαιώματα τόσο στις γυναίκες όσο και στους υπηρέτες των σπιτιών, ενώ έδινε και τεράστια αξία στη φιλία. Ο Επίκουρος λέει πως είναι ύψιστη ευλογία στη ζωή του ανθρώπου να έχει φίλους και ότι ο σοφός «καμιά φορά πεθαίνει για ένα φίλο».
Η οδυνηρή αλήθεια για τη δήθεν ηδονοθηρία του Επίκουρου διακρίνεται καλύτερα αν δούμε το δικό του δεινοπάθημα, εφτά περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Πλάτωνα. Από πολύ νωρίτερα είχε βγάλει όνομα ως φιλάσθενος, σε σημείο ώστε ο μαθητής του Μητρόδωρος να γράψει και βιβλίο με τίτλο Περί Επικούρου ασθένειας. Πέθανε λοιπόν με βασανιστικούς πόνους από νεφρική ανεπάρκεια και αφού επί δύο εβδομάδες δεν μπορούσε ούτε να σταθεί από το μαρτύριο που του προξενούσαν οι πέτρες στα νεφρά. Κι όμως εξέπνευσε χαρούμενος ανάμεσα στους φίλους και μαθητές του. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τον Ιδομενέα ξεκίνα ως έξης:
Σου γράφω στην πιο ευτυχισμένη και τελευταία ημέρα της ζωής μου, ενώ υποφέρω από βαρύτατες ασθένειες της κύστης και των εντοσθίων.
Αλλά συνεχίζει με το εξής θαυμαστό:
Όλα αυτά όμως αντισταθμίζονται από τη χαρά της ψυχής μου, καθώς αναθυμάμαι εκείνα που εμείς οι δύο συζητούσαμε και ερευνούσαμε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου