Ο χαρακτηρισμός των ελληνιστικών ποιητών ως λογίων ποιητών (poetae docti στα λατινικά) ανάγεται σε μια περίφημη φράση του Στράβωνα ο οποίος χαρακτήρισε τον Φιλίτα από την Κω «ποιητὴν ἅμα καὶ κριτικόν», ποιητή δηλαδή και φιλόλογο την ίδια στιγμή. Έκτοτε η αντίληψη αυτή αποτελεί την πλέον διαδεδομένη ερμηνευτική προκατάληψη για όσους μελετούν την ελληνιστική ποίηση. Στο Αλεξανδρινό Μουσείο, που περιελάμβανε και την περίφημη Βιβλιοθήκη, η φιλολογική δραστηριότητα —δηλαδή η συγκέντρωση, η ειδολογική ταξινόμηση και ο λεξιλογικός και ερμηνευτικός σχολιασμός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας— τροφοδοτούσε την ποίηση που είτε διακινούνταν μεταξύ των φιλολόγων-ποιητών είτε απευθυνόταν σε ένα πεπαιδευμένο κοινό, μια αναγνωστική ελίτ. Στον Πρόλογο των Αιτίων ο Καλλίμαχος τονίζει τη γνωσιακή αφετηρία της ποίησής του μιλώντας για την σοφίην ως μέτρο καλλιτεχνικής αξίας, ενώ αλλού (απ. 612 Pf.) δηλώνει ἀμάρτυρον οὐδὲν ἀείδω, δηλ. «δεν τραγουδάω τίποτε που να μην είναι τεκμηριωμένο».
Η στάση αυτή έχει δύο κυρίως συνέπειες για την ποιητική δημιουργία. Η πρώτη είναι ότι οι ελληνιστικοί ποιητές αντιμετωπίζουν την προηγούμενη λογοτεχνία ως πρώτη ύλη, ένα αχανές «διακείμενο», στο οποίο παραπέμπουν συνειδητά. Δίκαια η νεωτερική ποιητική ονομάστηκε τέχνη του υπαινιγμού (allusion είναι ο τεχνικός όρος), αφού βασίζεται στη συστηματική ανάκληση συγκεκριμένων χωρίων αλλά και της φιλολογικής συζήτησης που τα συνοδεύει μέσω λεξιλογικών και θεματικών υπαινιγμών. Απτά παραδείγματα είναι η διακειμενική σχέση ανάμεσα στην Ἑκάλη του Καλλιμάχου και το επεισόδιο του Εύμαιου από την Οδύσσεια και η διαμόρφωση του θεοκρίτειου Κύκλωπα υπό την επήρεια του οδυσσειακού Πολύφημου.
Μια δεύτερη συνέπεια αφορά τη στενή σχέση ανάμεσα στη λεξικογραφική και εκδοτική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στους κόλπους της Βιβλιοθήκης αφενός και στην ίδια τη σύσταση του ποιητικού λόγου αφετέρου. Έτσι δύο μεγάλα επιτεύγματα της ελληνιστικής φιλολογίας είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην ποιητική παραγωγή: το ένα ήταν η γλωσσογραφική συλλογή Ἄτακτοι γλῶσσαι του Φιλίτα και το άλλο η ὁμηρικὴ διόρθωσις, δηλαδή η κριτική έκδοση του ομηρικού κειμένου, από τον Ζηνόδοτο. Ο Καλλίμαχος και ο Απολλώνιος όχι μόνον αξιοποιούν τις συλλογές γλωσσών και στηρίζονται στο ζηνοδότειο κείμενο του Ομήρου, αλλά συχνά εισάγουν και τον σχετικό φιλολογικό προβληματισμό στα ποιήματά τους. Παρόμοια είναι η εικόνα για τον Λυκόφρονα, ο οποίος μετακένωσε τη γλωσσογραφική του ενασχόληση με το δράμα και ιδίως την κωμωδία στην Αλεξάνδρα (όπου εκτός από τις άλλες λεξικές σπανιότητες περιλαμβάνονται και 310 ἅπαξ λεγόμενα, λέξεις μοναδικέςσε όλη την αρχαιοελληνική λογοτεχνία).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου