ἵππι᾽ ἄναξ Πόσειδον, ᾧ [στρ.]
χαλκοκρότων ἵππων κτύπος
καὶ χρεμετισμὸς ἁνδάνει
καὶ κυανέμβολοι θοαὶ
555 μισθοφόροι τριήρεις,
μειρακίων θ᾽ ἅμιλλα λαμ-
πρυνομένων ἐν ἅρμασιν
καὶ βαρυδαιμονούντων,
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽ εἰς χορόν, ὦ χρυσοτρίαιν᾽, ὦ
560 δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε,
ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου,
Φορμίωνί τε φίλτατ᾽ ἐκ
τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθη-
ναίοις πρὸς τὸ παρεστός.
565 εὐλογῆσαι βουλόμεσθα τοὺς πατέρας ἡμῶν, ὅτι
ἄνδρες ἦσαν τῆσδε τῆς γῆς ἄξιοι καὶ τοῦ πέπλου,
οἵτινες πεζαῖς μάχαισιν ἔν τε ναυφράκτῳ στρατῷ
πανταχοῦ νικῶντες ἀεὶ τήνδ᾽ ἐκόσμησαν πόλιν·
οὐ γὰρ οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν τοὺς ἐναντίους ἰδὼν
570 ἠρίθμησεν, ἀλλ᾽ ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν ἀμυνίας·
εἰ δέ που πέσοιεν εἰς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί,
τοῦτ᾽ ἀπεψήσαντ᾽ ἄν, εἶτ᾽ ἠρνοῦντο μὴ πεπτωκέναι,
ἀλλὰ διεπάλαιον αὖθις. καὶ στρατηγὸς οὐδ᾽ ἂν εἷς
τῶν πρὸ τοῦ σίτησιν ᾔτησ᾽ ἐρόμενος Κλεαίνετον·
575 νῦν δ᾽ ἐὰν μὴ προεδρίαν φέρωσι καὶ τὰ σιτία,
οὐ μαχεῖσθαί φασιν. ἡμεῖς δ᾽ ἀξιοῦμεν τῇ πόλει
προῖκα γενναίως ἀμύνειν καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις.
καὶ πρὸς οὐκ αἰτοῦμεν οὐδὲν πλὴν τοσουτονὶ μόνον·
ἤν ποτ᾽ εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα,
580 μὴ φθονεῖθ᾽ ἡμῖν κομῶσι μηδ᾽ ἀπεστλεγγισμένοις.
ὦ πολιοῦχε Παλλάς, ὦ [ἀντ.]
τῆς ἱερωτάτης ἁπα-
σῶν πολέμῳ τε καὶ ποη-
ταῖς δυνάμει θ᾽ ὑπερφερού-
585 σης μεδέουσα χώρας,
δεῦρ᾽ ἀφικοῦ λαβοῦσα τὴν
ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις
ἡμετέραν ξυνεργὸν
Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα
590 τοῖς τ᾽ ἐχθροῖσι μεθ᾽ ἡμῶν στασιάζει.
νῦν οὖν δεῦρο φάνηθι· δεῖ
γὰρ τοῖς ἀνδράσι τοῖσδε πά-
σῃ τέχνῃ πορίσαι σε νί-
κην εἴπερ ποτὲ καὶ νῦν.
595 ἃ ξύνισμεν τοῖσιν ἵπποις, βουλόμεσθ᾽ ἐπαινέσαι.
ἄξιοι δ᾽ εἴσ᾽ εὐλογεῖσθαι· πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα
ξυνδιήνεγκαν μεθ᾽ ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας.
ἀλλὰ τἀν τῇ γῇ μὲν αὐτῶν οὐκ ἄγαν θαυμάζομεν,
ὡς ὅτ᾽ εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς,
600 πριάμενοι κώθωνας, οἱ δὲ καὶ σκόροδα καὶ κρόμμυα·
εἶτα τὰς κώπας λαβόντες ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοὶ
ἐμβαλόντες ἀνεφρυάξανθ᾽· «ἱππαπαῖ, τίς ἐμβαλεῖ;
ληπτέον μᾶλλον. τί δρῶμεν; οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα;»
ἐξεπήδων τ᾽ εἰς Κόρινθον· εἶτα δ᾽ οἱ νεώτατοι
605 ταῖς ὁπλαῖς ὤρυττον εὐνὰς καὶ μετῇσαν βρώματα·
ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς,
εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
ὥστ᾽ ἔφη Θέωρος εἰπεῖν καρκίνον Κορίνθιον·
«δεινά γ᾽, ὦ Πόσειδον, εἰ μηδ᾽ ἐν βυθῷ δυνήσομαι
610 μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας.»
***
ΧΟΡ. Ποσειδώνα αφέντη, των ιππέων σκεπέ, που χαρά σου είναι το ποδοβολητό των αλόγων με τις χάλκινες οπλές και το χλιμίντρισμά τους, κι οι τριήρεις οι γοργοτάξιδες, που φέρνουν λεφτά στην πόλη, και των νέων παλικαριών τα ξεσυνερίσματα, που στέκουν όλο καμάρι πάνω στις αρμάμαξές τους και τα ᾽χουν με την κλήρωση που τους αδίκησε, κόπιασε εδώ στο χοροστάσι μας, χρυσοτρίαινε θεέ,
[560] των δελφινιών αφέντη, που στο Σούνιο δοξάζουν τ᾽ όνομά σου, της Γεραιστού σκεπέ, γιε του Κρόνου· εσένα που μες απ᾽ όλους τους θεούς ξεχωριστή αγάπη σου ᾽χει ο στρατηγός Φορμίωνας και οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ από τα τελευταία γεγονότα.
ΚΟΡ. Εγκώμιο θέλουμε να πλέξουμε των πατεράδων μας, γιατί στάθηκαν άντρες άξιοι τούτης της γης και του πέπλου της Αθηνάς. Γιατί νικώντας παντού και πάντα σε μάχες στη στεριά και τη θάλασσα χάρισαν μεγαλείο σ᾽ αυτή την πόλη. Κανείς τους σε καμιά περίπτωση αντικρίζοντας τους εχτρούς δεν στάθηκε να τους μετρήσει,
[570] αλλά το φρόνημά τους ήταν απ᾽ την πρώτη στιγμή αγωνιστικό. Κι αν σε κάποια μάχη πέφτανε κάτω κι ο ώμος τους έτρωγε χώμα, τίναζαν τη σκόνη από πάνω τους κι αμέσως ύστερα φωνάζοντας «όχι! δεν πέσαμε» ξανάμπαιναν στον αγώνα. Και κανείς από τους στρατηγούς της περασμένης γενιάς δεν έγινε κολλητός στον Κλεαίνετο τον εθνοπατέρα, για να πετύχει τιμητική σύνταξη· την ώρα που οι σημερινοί, αν δεν τους τάξεις πρωτοκαθεδρία και τιμητική σύνταξη, αρνιένται να πολεμήσουν. Εμείς όμως δεχόμαστε να υπερασπιστούμε γενναία την πόλη και τους θεούς της χώρας χωρίς αμοιβή. Και ούτε ζητάμε κανένα προνόμιο — μόνο μια τόση δα παράκληση: αν κάποτε έρθει η ειρήνη και πάρουν τέλος οι αγώνες,
[580] να μη μένει το μάτι σας στις μαλλούρες μας και στις ξύστρες που διώχνουν από πάνω μας τη σκόνη της παλαίστρας.
ΧΟΡ. Παλλάδα, πολιούχε θεά, που βασιλεύεις στην ιερότερη απ᾽ όλες τις πολιτείες, στην πρώτη στον πόλεμο και σε ποιητές, έλα στη σύναξή μας. Φέρε μαζί σου και τη συμπολεμίστριά μας στις εκστρατείες και τις μάχες, τη Νίκη, που μας συντροφεύει στους χορούς και τα τραγούδια
[590] και μπαίνει στις γραμμές μας ενάντια στους εχτρούς. Τώρα λοιπόν πρόβαλε εδώ, γιατί ανάγκη πάσα, όσο ποτέ άλλοτε, να δώσεις με κάθε τρόπο τη νίκη στους ιππείς μας.
ΚΟΡ. Θέλουμε να παινέσουμε τ᾽ άλογά μας, για να τους εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Και τ᾽ αξίζουν το εγκώμιο· γιατί μαζί μας παλικαρίσια τα ᾽βγαλαν πέρα σε πολλές επιχειρήσεις, σ᾽ επιδρομές και μάχες. Και δεν είναι τόσο τ᾽ ανδραγαθήματά τους στη στεριά που θαυμάζουμε όσο όταν πηδούσαν αντρειωμένα στα ιππαγωγά πλοία, κι είχαν κάνει τις προμήθειές τους:
[600] αγόρασαν καραβάνες κι ακόμα σκόρδα και κρεμμύδια. Πιάσαν κατόπι στα χέρια τα κουπιά σα να ᾽ταν άνθρωποι και βάλθηκαν να λάμνουν με δύναμη, βγάζοντας χλιμιντρίσματα που σου ᾽παιρναν τ᾽ αυτιά: «Άλογο-γιαμόλα, ποιός θα βαρέσει κουπί; Πιάστε το πιο γερά! Τί κάνουμε τώρα; Βάρα κουπί, Ντορή μου!». Και βρέθηκαν μ᾽ ένα σάλτο απ᾽ τα πλοία στη στεριά της Κόρινθος. Κατόπι, τα νεοσύλλεκτα σκάβανε γιατάκια με τις οπλές τους και κίνησαν να βρουν τροφές. Κι αντίς τριφύλλι τρώγανε χοντρά καβούρια, όποιο έβγαινε στη στεριά το ᾽πιαναν ή τα τσάκωναν στον βυθό της θάλασσας. Έτσι ο Θεωρός είπε ότι ένας Κορίνθιος κάβουρας φώναξε: «Τί φρίκη, Ποσειδώνα μου, δεν θα μπορέσω
[610] να γλιτώσω από τους ιππείς ούτε στον βυθό ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα».
χαλκοκρότων ἵππων κτύπος
καὶ χρεμετισμὸς ἁνδάνει
καὶ κυανέμβολοι θοαὶ
555 μισθοφόροι τριήρεις,
μειρακίων θ᾽ ἅμιλλα λαμ-
πρυνομένων ἐν ἅρμασιν
καὶ βαρυδαιμονούντων,
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽ εἰς χορόν, ὦ χρυσοτρίαιν᾽, ὦ
560 δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε,
ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου,
Φορμίωνί τε φίλτατ᾽ ἐκ
τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθη-
ναίοις πρὸς τὸ παρεστός.
565 εὐλογῆσαι βουλόμεσθα τοὺς πατέρας ἡμῶν, ὅτι
ἄνδρες ἦσαν τῆσδε τῆς γῆς ἄξιοι καὶ τοῦ πέπλου,
οἵτινες πεζαῖς μάχαισιν ἔν τε ναυφράκτῳ στρατῷ
πανταχοῦ νικῶντες ἀεὶ τήνδ᾽ ἐκόσμησαν πόλιν·
οὐ γὰρ οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν τοὺς ἐναντίους ἰδὼν
570 ἠρίθμησεν, ἀλλ᾽ ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν ἀμυνίας·
εἰ δέ που πέσοιεν εἰς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί,
τοῦτ᾽ ἀπεψήσαντ᾽ ἄν, εἶτ᾽ ἠρνοῦντο μὴ πεπτωκέναι,
ἀλλὰ διεπάλαιον αὖθις. καὶ στρατηγὸς οὐδ᾽ ἂν εἷς
τῶν πρὸ τοῦ σίτησιν ᾔτησ᾽ ἐρόμενος Κλεαίνετον·
575 νῦν δ᾽ ἐὰν μὴ προεδρίαν φέρωσι καὶ τὰ σιτία,
οὐ μαχεῖσθαί φασιν. ἡμεῖς δ᾽ ἀξιοῦμεν τῇ πόλει
προῖκα γενναίως ἀμύνειν καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις.
καὶ πρὸς οὐκ αἰτοῦμεν οὐδὲν πλὴν τοσουτονὶ μόνον·
ἤν ποτ᾽ εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα,
580 μὴ φθονεῖθ᾽ ἡμῖν κομῶσι μηδ᾽ ἀπεστλεγγισμένοις.
ὦ πολιοῦχε Παλλάς, ὦ [ἀντ.]
τῆς ἱερωτάτης ἁπα-
σῶν πολέμῳ τε καὶ ποη-
ταῖς δυνάμει θ᾽ ὑπερφερού-
585 σης μεδέουσα χώρας,
δεῦρ᾽ ἀφικοῦ λαβοῦσα τὴν
ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις
ἡμετέραν ξυνεργὸν
Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα
590 τοῖς τ᾽ ἐχθροῖσι μεθ᾽ ἡμῶν στασιάζει.
νῦν οὖν δεῦρο φάνηθι· δεῖ
γὰρ τοῖς ἀνδράσι τοῖσδε πά-
σῃ τέχνῃ πορίσαι σε νί-
κην εἴπερ ποτὲ καὶ νῦν.
595 ἃ ξύνισμεν τοῖσιν ἵπποις, βουλόμεσθ᾽ ἐπαινέσαι.
ἄξιοι δ᾽ εἴσ᾽ εὐλογεῖσθαι· πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα
ξυνδιήνεγκαν μεθ᾽ ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας.
ἀλλὰ τἀν τῇ γῇ μὲν αὐτῶν οὐκ ἄγαν θαυμάζομεν,
ὡς ὅτ᾽ εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς,
600 πριάμενοι κώθωνας, οἱ δὲ καὶ σκόροδα καὶ κρόμμυα·
εἶτα τὰς κώπας λαβόντες ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοὶ
ἐμβαλόντες ἀνεφρυάξανθ᾽· «ἱππαπαῖ, τίς ἐμβαλεῖ;
ληπτέον μᾶλλον. τί δρῶμεν; οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα;»
ἐξεπήδων τ᾽ εἰς Κόρινθον· εἶτα δ᾽ οἱ νεώτατοι
605 ταῖς ὁπλαῖς ὤρυττον εὐνὰς καὶ μετῇσαν βρώματα·
ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς,
εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
ὥστ᾽ ἔφη Θέωρος εἰπεῖν καρκίνον Κορίνθιον·
«δεινά γ᾽, ὦ Πόσειδον, εἰ μηδ᾽ ἐν βυθῷ δυνήσομαι
610 μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας.»
***
ΧΟΡ. Ποσειδώνα αφέντη, των ιππέων σκεπέ, που χαρά σου είναι το ποδοβολητό των αλόγων με τις χάλκινες οπλές και το χλιμίντρισμά τους, κι οι τριήρεις οι γοργοτάξιδες, που φέρνουν λεφτά στην πόλη, και των νέων παλικαριών τα ξεσυνερίσματα, που στέκουν όλο καμάρι πάνω στις αρμάμαξές τους και τα ᾽χουν με την κλήρωση που τους αδίκησε, κόπιασε εδώ στο χοροστάσι μας, χρυσοτρίαινε θεέ,
[560] των δελφινιών αφέντη, που στο Σούνιο δοξάζουν τ᾽ όνομά σου, της Γεραιστού σκεπέ, γιε του Κρόνου· εσένα που μες απ᾽ όλους τους θεούς ξεχωριστή αγάπη σου ᾽χει ο στρατηγός Φορμίωνας και οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ από τα τελευταία γεγονότα.
ΚΟΡ. Εγκώμιο θέλουμε να πλέξουμε των πατεράδων μας, γιατί στάθηκαν άντρες άξιοι τούτης της γης και του πέπλου της Αθηνάς. Γιατί νικώντας παντού και πάντα σε μάχες στη στεριά και τη θάλασσα χάρισαν μεγαλείο σ᾽ αυτή την πόλη. Κανείς τους σε καμιά περίπτωση αντικρίζοντας τους εχτρούς δεν στάθηκε να τους μετρήσει,
[570] αλλά το φρόνημά τους ήταν απ᾽ την πρώτη στιγμή αγωνιστικό. Κι αν σε κάποια μάχη πέφτανε κάτω κι ο ώμος τους έτρωγε χώμα, τίναζαν τη σκόνη από πάνω τους κι αμέσως ύστερα φωνάζοντας «όχι! δεν πέσαμε» ξανάμπαιναν στον αγώνα. Και κανείς από τους στρατηγούς της περασμένης γενιάς δεν έγινε κολλητός στον Κλεαίνετο τον εθνοπατέρα, για να πετύχει τιμητική σύνταξη· την ώρα που οι σημερινοί, αν δεν τους τάξεις πρωτοκαθεδρία και τιμητική σύνταξη, αρνιένται να πολεμήσουν. Εμείς όμως δεχόμαστε να υπερασπιστούμε γενναία την πόλη και τους θεούς της χώρας χωρίς αμοιβή. Και ούτε ζητάμε κανένα προνόμιο — μόνο μια τόση δα παράκληση: αν κάποτε έρθει η ειρήνη και πάρουν τέλος οι αγώνες,
[580] να μη μένει το μάτι σας στις μαλλούρες μας και στις ξύστρες που διώχνουν από πάνω μας τη σκόνη της παλαίστρας.
ΧΟΡ. Παλλάδα, πολιούχε θεά, που βασιλεύεις στην ιερότερη απ᾽ όλες τις πολιτείες, στην πρώτη στον πόλεμο και σε ποιητές, έλα στη σύναξή μας. Φέρε μαζί σου και τη συμπολεμίστριά μας στις εκστρατείες και τις μάχες, τη Νίκη, που μας συντροφεύει στους χορούς και τα τραγούδια
[590] και μπαίνει στις γραμμές μας ενάντια στους εχτρούς. Τώρα λοιπόν πρόβαλε εδώ, γιατί ανάγκη πάσα, όσο ποτέ άλλοτε, να δώσεις με κάθε τρόπο τη νίκη στους ιππείς μας.
ΚΟΡ. Θέλουμε να παινέσουμε τ᾽ άλογά μας, για να τους εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Και τ᾽ αξίζουν το εγκώμιο· γιατί μαζί μας παλικαρίσια τα ᾽βγαλαν πέρα σε πολλές επιχειρήσεις, σ᾽ επιδρομές και μάχες. Και δεν είναι τόσο τ᾽ ανδραγαθήματά τους στη στεριά που θαυμάζουμε όσο όταν πηδούσαν αντρειωμένα στα ιππαγωγά πλοία, κι είχαν κάνει τις προμήθειές τους:
[600] αγόρασαν καραβάνες κι ακόμα σκόρδα και κρεμμύδια. Πιάσαν κατόπι στα χέρια τα κουπιά σα να ᾽ταν άνθρωποι και βάλθηκαν να λάμνουν με δύναμη, βγάζοντας χλιμιντρίσματα που σου ᾽παιρναν τ᾽ αυτιά: «Άλογο-γιαμόλα, ποιός θα βαρέσει κουπί; Πιάστε το πιο γερά! Τί κάνουμε τώρα; Βάρα κουπί, Ντορή μου!». Και βρέθηκαν μ᾽ ένα σάλτο απ᾽ τα πλοία στη στεριά της Κόρινθος. Κατόπι, τα νεοσύλλεκτα σκάβανε γιατάκια με τις οπλές τους και κίνησαν να βρουν τροφές. Κι αντίς τριφύλλι τρώγανε χοντρά καβούρια, όποιο έβγαινε στη στεριά το ᾽πιαναν ή τα τσάκωναν στον βυθό της θάλασσας. Έτσι ο Θεωρός είπε ότι ένας Κορίνθιος κάβουρας φώναξε: «Τί φρίκη, Ποσειδώνα μου, δεν θα μπορέσω
[610] να γλιτώσω από τους ιππείς ούτε στον βυθό ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου