ΓΥ. Β’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, εὖ γε ταυταγὶ λέγεις.
190 ΠΡ. τάλαιν᾽, Ἀφροδίτην ὤμοσας; χαρίεντά γ᾽ ἂν
ἔδρασας, εἰ τοῦτ᾽ εἶπας ἐν τἠκκλησίᾳ.
ΓΥ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἂν εἶπον. ΠΡ. μηδ᾽ ἐθίζου νῦν λέγειν.
«τὸ συμμαχικὸν αὖ τοῦθ᾽, ὅτ᾽ ἐσκοπούμεθα,
εἰ μὴ γένοιτ᾽, ἀπολεῖν ἔφασκον τὴν πόλιν·
195 ὅτε δὴ δ᾽ ἐγένετ᾽, ἤχθοντο, τῶν δὲ ῥητόρων
ὁ τοῦτ᾽ ἀναπείσας εὐθὺς ἀποδρὰς ᾤχετο.
ναῦς δεῖ καθέλκειν, τῷ πένητι μὲν δοκεῖ,
τοῖς πλουσίοις δὲ καὶ γεωργοῖς οὐ δοκεῖ.
Κορινθίοις ἤχθεσθε, κἀκεῖνοί γέ σοι·
200 νῦν εἰσὶ χρηστοί, καὶ σύ νυν χρηστὸς γενοῦ.
Ἁργεῖος ἀμαθής, ἀλλ᾽ Ἱερώνυμος σοφός.
σωτηρία παρέκυψεν, ἀλλ᾽ ὀργίζεται
Θρασύβουλος αὐτὸς οὐχὶ παρακαλούμενος.»
ΓΥ. Β’ ὡς ξυνετὸς ἁνήρ. ΠΡ. νῦν καλῶς ἐπῄνεσας.
205 «ὑμεῖς γάρ ἐστ᾽, ὦ δῆμε, τούτων αἴτιοι.
τὰ δημόσια γὰρ μισθοφοροῦντες χρήματα
ἰδίᾳ σκοπεῖσθ᾽ ἕκαστος ὅ τι τις κερδανεῖ·
τὸ δὲ κοινὸν ὥσπερ Αἴσιμος κυλίνδεται.
ἢν οὖν ἐμοὶ πείθησθε, σωθήσεσθ᾽ ἔτι.
210 ταῖς γὰρ γυναιξί φημι χρῆναι τὴν πόλιν
ἡμᾶς παραδοῦναι. καὶ γὰρ ἐν ταῖς οἰκίαις
ταύταις ἐπιτρόποις καὶ ταμίαισι χρώμεθα.
ΠΑΣΑΙ
εὖ γ᾽, εὖ γε νὴ Δί᾽, εὖ γε. λέγε, λέγ᾽ ὦγαθέ.
ΠΡ. «ὡς δ᾽ εἰσὶν ἡμῶν τοὺς τρόπους βελτίονες
215 ἐγὼ διδάξω. πρῶτα μὲν γὰρ τἄρια
βάπτουσι θερμῷ κατὰ τὸν ἀρχαῖον νόμον
ἁπαξάπασαι, κοὐχὶ μεταπειρωμένας
ἴδοις ἂν αὐτάς. ἡ δ᾽ Ἀθηναίων πόλις,
εἴ πού τι χρηστῶς εἶχεν, οὐκ ἂν ἐσῴζετο,
220 εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο.
καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φέρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223a τὰ Θεσμοφόρι᾽ ἄγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223b πέττουσι τοὺς πλακοῦντας ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
τοὺς ἄνδρας ἐπιτρίβουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
225 μοιχοὺς ἔχουσιν ἔνδον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
αὑταῖς παροψωνοῦσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
οἶνον φιλοῦσ᾽ εὔζωρον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
βινούμεναι χαίρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ.
ταύταισιν οὖν, ὦνδρες, παραδόντες τὴν πόλιν
230 μὴ περιλαλῶμεν, μηδὲ πυνθανώμεθα
τί ποτ᾽ ἄρα δρᾶν μέλλουσιν, ἀλλ᾽ ἁπλῷ τρόπῳ
ἐῶμεν ἄρχειν, σκεψάμενοι ταυτὶ μόνα,
ὡς τοὺς στρατιώτας πρῶτον οὖσαι μητέρες
σῴζειν ἐπιθυμήσουσιν· εἶτα σιτία
235 τίς τῆς τεκούσης θᾶττον ἐπιπέμψειεν ἄν;
χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή,
ἄρχουσά τ᾽ οὐκ ἂν ἐξαπατηθείη ποτέ·
αὐταὶ γάρ εἰσιν ἐξαπατᾶν εἰθισμέναι.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐάσω. ταῦτ᾽ ἐὰν πείθησθέ μοι,
240 εὐδαιμονοῦντες τὸν βίον διάξετε.»
***
Β’ ΓΥΝ. Όμορφα τα ᾽πες, μά την Αφροδίτη!
190 ΠΡΑ. Στην Αφροδίτη ορκίστηκες, χαζόπραμα;
Τα μούσκεψες μπροστά σε τόσους άντρες!
Β’ ΓΥΝ. Μου ξέφυγε. ΠΡΑ. Να το ξεσυνηθίσεις!
(συνεχίζει το λόγο της)
Μα όταν συζητούσαμεν εδώ
τη συμμαχία με Κορθιανούς κι Αργίτες
στη Σπάρτη ενάντια, οι ρήτορες φωνάζαν
πως, αν δε γίνει, θα χαθεί η πατρίδα.
Την κάναμε, πικρά το μετανιώσαμε
κι αυτός που σας ξεμυάλισε έγινε άφαντος.
Όταν είναι να σύρουμε στη θάλασσα
τα καράβια, το θέλουν οι φτωχοί,
δεν το θέλουν οι πλούσιοι κι οι ζευγίτες.
Σου λέγανε: «Λαέ, τους Κορθιανούς
αν τους μισείς και σε μισούνε, τώρα
200 είναι καλοί, γενού και συ καλός».
Οι Αργίτες θέλαν πόλεμο οι ξερόμυαλοι,
αλλ᾽ ο δικός μας στρατηγός Ιερώνυμος
είχε μυαλό και ειρήνη σάς συμβούλευε.
Αχνοχάραζ᾽ ελπίδα σωτηρίας,
μα κάκιωσε ο Θρασύβουλος, γιατί
τη γνώμη τη δικιά του δε γυρέψαμε.
Β’ ΓΥΝ. Τί μυαλωμένος άντρας είσαι, φίλε!
ΠΡΑ. Τώρα ναι! Δεν τα μπέρδεψες.
(συνεχίζει το λόγο της)
Κι ο φταίχτης
σ᾽ όλα τούτα είσαι συ, λαέ. Καθένας
τσιμπολογώντας το δημόσιο χρήμα
κοιτάζει το συμφέρο του μονάχα
κι η πατρίδ᾽ ας κουτσαίνει στον κατήφορο.
Αν μ᾽ ακούσετ᾽ εμένα, θα σωθείτε.
210 Προτείνω την αρχή να παραδώσουμε
στις γυναίκες, που τόσο γνωστικά
κυβερνάνε τα σπίτια και το χρήμα.
ΟΛΗ Η ΣΥΝΑΞΗ
Γεια σου, χαρά σου! Πες τα μας, λεβέντη.
ΠΡΑ. Θα σας ξηγήσω τώρα πόσον είναι
ανώτερές μας οι γυναίκες σ᾽ όλα.
Αρχίζω: τα ποκάρια των μαλλιών
τα ζεματάνε σε βραστό νερό
κατά το παλαιόν και δεν αλλάζουν
σύστημα. Ενώ των Αθηναίων η πόλη
κι αν κάποτ᾽ είχε κάτι το καλό,
220 τρωγόταν να το αλλάξει στο χειρότερο.
Καθιστές καβουρντίζουν, όπως πάντα,
τη ζαλίκα φορτώνονται, όπως πάντα,
Θεσμοφόρια γιορτάζουν, όπως πάντα,
γλυκίσματα φουρνίζουν, όπως πάντα,
τους άντρες πιλατεύουν, όπως πάντα,
μπάζουνε μέσα φίλους, όπως πάντα,
ψωνίζουν και δικά τους, όπως πάντα,
αγαπούν το καλό κρασί, όπως πάντα,
καβαλιούνται ορεξάτες, όπως πάντα.
Σ᾽ αυτές λοιπόν να μπιστευτούμε, ω άντρες,
την πολιτεία χωρίς πολλές κουβέντες
230 και μήτε να εξετάσουμε αν μπορούνε,
παρά να τις αφήσουμε καλόπιστα
να κυβερνήσουν. Και μονάχα τούτο
να ξέρουμε, πως είναι μάνες κι έτσι
πρώτη τους έγνοια θα ᾽ναι τα παιδιά τους
να τα γλιτώνουν από τους πολέμους.
Και δε μου λες, ποιός έχει τον καημό
της μάνας, για να στέλνει στον υγιό του
τροφίματα κάθε φορά; Κι ακόμα
να οικονομούνε χρήματα οι γυναίκες
τετραπέρατες είναι. Αν κυβερνήσουν,
κανείς δε θα μπορεί να τις γελάσει
τις μαθημένες να γελούν τους άλλους.
Αρκούν αυτά. Στα λόγια μου αν πειστείτε,
240 θα ζήσετε ζωή χαριτωμένη.
190 ΠΡ. τάλαιν᾽, Ἀφροδίτην ὤμοσας; χαρίεντά γ᾽ ἂν
ἔδρασας, εἰ τοῦτ᾽ εἶπας ἐν τἠκκλησίᾳ.
ΓΥ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἂν εἶπον. ΠΡ. μηδ᾽ ἐθίζου νῦν λέγειν.
«τὸ συμμαχικὸν αὖ τοῦθ᾽, ὅτ᾽ ἐσκοπούμεθα,
εἰ μὴ γένοιτ᾽, ἀπολεῖν ἔφασκον τὴν πόλιν·
195 ὅτε δὴ δ᾽ ἐγένετ᾽, ἤχθοντο, τῶν δὲ ῥητόρων
ὁ τοῦτ᾽ ἀναπείσας εὐθὺς ἀποδρὰς ᾤχετο.
ναῦς δεῖ καθέλκειν, τῷ πένητι μὲν δοκεῖ,
τοῖς πλουσίοις δὲ καὶ γεωργοῖς οὐ δοκεῖ.
Κορινθίοις ἤχθεσθε, κἀκεῖνοί γέ σοι·
200 νῦν εἰσὶ χρηστοί, καὶ σύ νυν χρηστὸς γενοῦ.
Ἁργεῖος ἀμαθής, ἀλλ᾽ Ἱερώνυμος σοφός.
σωτηρία παρέκυψεν, ἀλλ᾽ ὀργίζεται
Θρασύβουλος αὐτὸς οὐχὶ παρακαλούμενος.»
ΓΥ. Β’ ὡς ξυνετὸς ἁνήρ. ΠΡ. νῦν καλῶς ἐπῄνεσας.
205 «ὑμεῖς γάρ ἐστ᾽, ὦ δῆμε, τούτων αἴτιοι.
τὰ δημόσια γὰρ μισθοφοροῦντες χρήματα
ἰδίᾳ σκοπεῖσθ᾽ ἕκαστος ὅ τι τις κερδανεῖ·
τὸ δὲ κοινὸν ὥσπερ Αἴσιμος κυλίνδεται.
ἢν οὖν ἐμοὶ πείθησθε, σωθήσεσθ᾽ ἔτι.
210 ταῖς γὰρ γυναιξί φημι χρῆναι τὴν πόλιν
ἡμᾶς παραδοῦναι. καὶ γὰρ ἐν ταῖς οἰκίαις
ταύταις ἐπιτρόποις καὶ ταμίαισι χρώμεθα.
ΠΑΣΑΙ
εὖ γ᾽, εὖ γε νὴ Δί᾽, εὖ γε. λέγε, λέγ᾽ ὦγαθέ.
ΠΡ. «ὡς δ᾽ εἰσὶν ἡμῶν τοὺς τρόπους βελτίονες
215 ἐγὼ διδάξω. πρῶτα μὲν γὰρ τἄρια
βάπτουσι θερμῷ κατὰ τὸν ἀρχαῖον νόμον
ἁπαξάπασαι, κοὐχὶ μεταπειρωμένας
ἴδοις ἂν αὐτάς. ἡ δ᾽ Ἀθηναίων πόλις,
εἴ πού τι χρηστῶς εἶχεν, οὐκ ἂν ἐσῴζετο,
220 εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο.
καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φέρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223a τὰ Θεσμοφόρι᾽ ἄγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223b πέττουσι τοὺς πλακοῦντας ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
τοὺς ἄνδρας ἐπιτρίβουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
225 μοιχοὺς ἔχουσιν ἔνδον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
αὑταῖς παροψωνοῦσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
οἶνον φιλοῦσ᾽ εὔζωρον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
βινούμεναι χαίρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ.
ταύταισιν οὖν, ὦνδρες, παραδόντες τὴν πόλιν
230 μὴ περιλαλῶμεν, μηδὲ πυνθανώμεθα
τί ποτ᾽ ἄρα δρᾶν μέλλουσιν, ἀλλ᾽ ἁπλῷ τρόπῳ
ἐῶμεν ἄρχειν, σκεψάμενοι ταυτὶ μόνα,
ὡς τοὺς στρατιώτας πρῶτον οὖσαι μητέρες
σῴζειν ἐπιθυμήσουσιν· εἶτα σιτία
235 τίς τῆς τεκούσης θᾶττον ἐπιπέμψειεν ἄν;
χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή,
ἄρχουσά τ᾽ οὐκ ἂν ἐξαπατηθείη ποτέ·
αὐταὶ γάρ εἰσιν ἐξαπατᾶν εἰθισμέναι.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐάσω. ταῦτ᾽ ἐὰν πείθησθέ μοι,
240 εὐδαιμονοῦντες τὸν βίον διάξετε.»
***
Β’ ΓΥΝ. Όμορφα τα ᾽πες, μά την Αφροδίτη!
190 ΠΡΑ. Στην Αφροδίτη ορκίστηκες, χαζόπραμα;
Τα μούσκεψες μπροστά σε τόσους άντρες!
Β’ ΓΥΝ. Μου ξέφυγε. ΠΡΑ. Να το ξεσυνηθίσεις!
(συνεχίζει το λόγο της)
Μα όταν συζητούσαμεν εδώ
τη συμμαχία με Κορθιανούς κι Αργίτες
στη Σπάρτη ενάντια, οι ρήτορες φωνάζαν
πως, αν δε γίνει, θα χαθεί η πατρίδα.
Την κάναμε, πικρά το μετανιώσαμε
κι αυτός που σας ξεμυάλισε έγινε άφαντος.
Όταν είναι να σύρουμε στη θάλασσα
τα καράβια, το θέλουν οι φτωχοί,
δεν το θέλουν οι πλούσιοι κι οι ζευγίτες.
Σου λέγανε: «Λαέ, τους Κορθιανούς
αν τους μισείς και σε μισούνε, τώρα
200 είναι καλοί, γενού και συ καλός».
Οι Αργίτες θέλαν πόλεμο οι ξερόμυαλοι,
αλλ᾽ ο δικός μας στρατηγός Ιερώνυμος
είχε μυαλό και ειρήνη σάς συμβούλευε.
Αχνοχάραζ᾽ ελπίδα σωτηρίας,
μα κάκιωσε ο Θρασύβουλος, γιατί
τη γνώμη τη δικιά του δε γυρέψαμε.
Β’ ΓΥΝ. Τί μυαλωμένος άντρας είσαι, φίλε!
ΠΡΑ. Τώρα ναι! Δεν τα μπέρδεψες.
(συνεχίζει το λόγο της)
Κι ο φταίχτης
σ᾽ όλα τούτα είσαι συ, λαέ. Καθένας
τσιμπολογώντας το δημόσιο χρήμα
κοιτάζει το συμφέρο του μονάχα
κι η πατρίδ᾽ ας κουτσαίνει στον κατήφορο.
Αν μ᾽ ακούσετ᾽ εμένα, θα σωθείτε.
210 Προτείνω την αρχή να παραδώσουμε
στις γυναίκες, που τόσο γνωστικά
κυβερνάνε τα σπίτια και το χρήμα.
ΟΛΗ Η ΣΥΝΑΞΗ
Γεια σου, χαρά σου! Πες τα μας, λεβέντη.
ΠΡΑ. Θα σας ξηγήσω τώρα πόσον είναι
ανώτερές μας οι γυναίκες σ᾽ όλα.
Αρχίζω: τα ποκάρια των μαλλιών
τα ζεματάνε σε βραστό νερό
κατά το παλαιόν και δεν αλλάζουν
σύστημα. Ενώ των Αθηναίων η πόλη
κι αν κάποτ᾽ είχε κάτι το καλό,
220 τρωγόταν να το αλλάξει στο χειρότερο.
Καθιστές καβουρντίζουν, όπως πάντα,
τη ζαλίκα φορτώνονται, όπως πάντα,
Θεσμοφόρια γιορτάζουν, όπως πάντα,
γλυκίσματα φουρνίζουν, όπως πάντα,
τους άντρες πιλατεύουν, όπως πάντα,
μπάζουνε μέσα φίλους, όπως πάντα,
ψωνίζουν και δικά τους, όπως πάντα,
αγαπούν το καλό κρασί, όπως πάντα,
καβαλιούνται ορεξάτες, όπως πάντα.
Σ᾽ αυτές λοιπόν να μπιστευτούμε, ω άντρες,
την πολιτεία χωρίς πολλές κουβέντες
230 και μήτε να εξετάσουμε αν μπορούνε,
παρά να τις αφήσουμε καλόπιστα
να κυβερνήσουν. Και μονάχα τούτο
να ξέρουμε, πως είναι μάνες κι έτσι
πρώτη τους έγνοια θα ᾽ναι τα παιδιά τους
να τα γλιτώνουν από τους πολέμους.
Και δε μου λες, ποιός έχει τον καημό
της μάνας, για να στέλνει στον υγιό του
τροφίματα κάθε φορά; Κι ακόμα
να οικονομούνε χρήματα οι γυναίκες
τετραπέρατες είναι. Αν κυβερνήσουν,
κανείς δε θα μπορεί να τις γελάσει
τις μαθημένες να γελούν τους άλλους.
Αρκούν αυτά. Στα λόγια μου αν πειστείτε,
240 θα ζήσετε ζωή χαριτωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου