Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (1-64)

ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Τάδε μὲν Περσῶν τῶν οἰχομένων
Ἑλλάδ᾽ ἐς αἶαν πιστὰ καλεῖται,
καὶ τῶν ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων
ἑδράνων φύλακες, κατὰ πρεσβείαν
5 οὓς αὐτὸς ἄναξ Ξέρξης βασιλεὺς
Δαρειογενὴς
εἵλετο χώρας ἐφορεύειν.
ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ
καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη
10 κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται
θυμὸς ἔσωθεν.
πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς
οἴχωκε, νέον δ᾽ ἄνδρα βαΰζει,
κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεὺς
15 ἄστυ τὸ Περσῶν ἀφικνεῖται·
οἵτε τὸ Σούσων ἠδ᾽ Ἀγβατάνων
καὶ τὸ παλαιὸν Κίσσιον ἕρκος
προλιπόντες ἔβαν, τοὶ μὲν ἐφ᾽ ἵππων,
τοὶ δ᾽ ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην
20 πολέμου στῖφος παρέχοντες·
οἷος Ἀμίστρης ἠδ᾽ Ἀρταφρένης
καὶ Μεγαβάτης ἠδ᾽ Ἀστάσπης,
ταγοὶ Περσῶν,
βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου,
25 σοῦνται, στρατιᾶς πολλῆς ἔφοροι,
τοξοδάμαντές τ᾽ ἠδ᾽ ἱπποβάται,
φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν, δεινοὶ δὲ μάχην
ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ·
Ἀρτεμβάρης θ᾽ ἱππιοχάρμης
30 καὶ Μασίστρης, ὅ τε τοξοδάμας
ἐσθλὸς Ἰμαῖος Φαρανδάκης θ᾽,
ἵππων τ᾽ ἐλατὴρ Σοσθάνης.
ἄλλους δ᾽ ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων
Νεῖλος ἔπεμψεν· Σουσισκάνης,
35 Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής,
ὅ τε τῆς ἱερᾶς Μέμφιδος ἄρχων
μέγας Ἀρσάμης, τάς τ᾽ ὠγυγίους
Θήβας ἐφέπων Ἀριόμαρδος,
καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται
40 δεινοὶ πλῆθός τ᾽ ἀνάριθμοι.
ἁβροδιαίτων δ᾽ ἕπεται Λυδῶν
ὄχλος, οἵτ᾽ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς
κατέχουσιν ἔθνος, τοὺς Μητρογαθὴς
Ἀρκτεύς τ᾽ ἀγαθός, βασιλῆς δίοποι,
45 χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους
πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν,
δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη,
φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι.
στεῦται δ᾽ ἱεροῦ Τμώλου πελάτης
50 ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι,
Μάρδων, Θάρυβις, λόγχης ἄκμονες,
καὶ ἀκοντισταὶ Μυσοί· Βαβυλὼν δ᾽
ἡ πολύχρυσος πάμμεικτον ὄχλον
πέμπει σύρδην, ναῶν τ᾽ ἐπόχους
55 καὶ τοξουλκῷ λήματι πιστούς·
τὸ μαχαιροφόρον τ᾽ ἔθνος ἐκ πάσης
Ἀσίας ἕπεται
δειναῖς βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς.
τοιόνδ᾽ ἄνθος Περσίδος αἴας
60 οἴχεται ἀνδρῶν,
οὓς πέρι πᾶσα χθὼν Ἀσιῆτις
θρέψασα πόθῳ στένεται μαλερῷ,
τοκέης τ᾽ ἄλοχοί θ᾽ ἡμερολεγδὸν
τείνοντα χρόνον τρομέονται.

***
ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Των Περσών πὄχουν φύγει και πήγανε
στων Ελλήνων τη χώρα, εμείς είμαστε
οι Πιστοί που μας λένε,
και των πλούσιων αυτών και πολύχρυσων
παλατιών οι φυλάχτορες,
που απ᾽ αξιά μας ο ίδιος ο αφέντης μας
Δαρειογέννητος Ξέρξης μάς διάλεξε
ν᾽ αγρυπνούμε στην χώρα του επάνω.
Μα για το γυρισμό του χρυσόφραχτου
του στρατού μας και του βασιλέα μας
10 έχει αρχίσει πολύ κακομάντευτη
ν᾽ ανταριάζει η καρδιά μου και μέσα της
να φρουμάζει – γιατ᾽ είν᾽ όλ᾽ η δύναμη
της Ασίας φευγάτη
και κανείς πεζοδρόμος με μήνυμα
και κανείς καβαλάρης δεν έφτασε
στων Περσών, ως τα τώρα, την πόλη.
Εκείνου αφήνοντας Σούσα κι Εγβάτανα
και τ᾽ αρχαία Κισσιανά τα πυργόκαστρα
φύγαν, άλλοι καβάλα στ᾽ αλόγατα,
άλλοι μες στα καράβια κι οι αμέτρητοι
με τα πόδια πεζοί,
20 του πολέμου τ᾽ ολόπυκνο στίφος.
Έτσι τότε ο Αρμίστρης κι ο Αρτάφρενος
Μεγαβάτης κι Αστάσπης χυμήσανε
κεφαλές των Περσών, του μεγάλου μας
Βασιλιά βασιλιάδες υπήκοοι,
οδηγώντας το αμέτρητο στράτεμα,
τοξοκράτορες και καβαλάρηδες
φοβεροί να τους δεις και στον πόλεμο
τρομεροί με τ᾽ αδάμαστο
της ψυχής τωνε θάρρος.
Κι ο Αρτεμβάρης περήφανος στο άτι του
30 κι ο Μασίστρης κι ο Ιμαίος σαϊττορίχτορας
μες στους πρώτους, μαζί κι ο Φαράντακος
κι ο που τ᾽ άτια προγκάει ο Σοστάνης.
Κι άλλους πάλι ο μεγάλος πολύθροφος
Νείλος στέλνει· καθώς ο Σουσίσκανος
της Αιγύπτου βλαστάρι, ο Πηγάσταγος
και της άγιας της Μέμφιδας ο άρχοντας
ο μεγάλος Αρσάμης κι ο κύριος
της πανάρχαιας της Θήβας ο Αριόμαρδος,
κι όσοι λάμνουν στους βάλτους τα προιάρια τους,
40 φοβερό κι εν᾽ αρίφνητο πλήθος.
Κι ακλουθούσαν οι Λυδοί οι καλοζώητοι,
ψυχομέτρι, μ᾽ όσα έθνη εξουσιάζουνε
στεριανά κατά κείνα τα σύνορα,
που ο γενναίος ο Αρκτέας κι ο Ματράγαθος
σαλαγούν, βασιλιάδες πολέμαρχοι
κι απ᾽ τις Σάρδεις κινούν τις πολύχρυσες
πάνω σ᾽ άρματα δίζυγα, τρίζυγα,
μύρια τάγματα
που τρομάρα σε πιάνει να βλέπεις.
Και του Τμώλου καυχιούνται οι πλησιόχωροι
50 το ζυγό της σκλαβιάς να περάσουνε
της Ελλάδας: ο Μάδρος κι ο Θάρυβης
στων λογχών τα χτυπήματ᾽ ατράνταχτοι
σαν αμόνια· μαζί κι οι Μυσοί,
φοβεροί ακοντιστάδες.
Κι η χρυσή Βαβυλώνα κατέβασε
μέγα ρέμα στρατού παντοσύσμιχτο,
άλλους ναύτες για τ᾽ άρμενα
κι άλλους πὄχουν τα θάρρη τους
στο πιδέξιο του τόξου το τράβηγμα.
Κι ακλουθούνε φουσάτ᾽ απ᾽ ολάκερη
την Ασία οι σπαθοφόροι, υπακούοντας
στην τρανή προσταγή του αφεντός μας.
Έτσι τ᾽ άνθος, όλ᾽ οι άντρες, της χώρας μας
60 φευγάτ᾽ είναι κι η Ασία που τους έθρεψε,
λαχταρά ᾽π᾽ άκρη σ᾽ άκρη στενάζοντας
με καϋμό φλογερό, ενώ οι γέροι τους
οι γονιοί κι οι γυναίκες τους
τις ημέρες μετρούν και καρδιοσώνουνται
όσον πάει του μάκρου ο καιρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου