Χορός και άνθρωπος
Τι είναι ο χορός; Γενικώς είναι Τέχνη. Αλλά τι είδους Τέχνη; Αυτή που τέμνει τον απέραντο χώρο σε συνόψεις. Από την άποψη τούτη λοιπόν, τα ριζώματα του χορού ως δραστηριότητας του ανθρώπινου Είναι μπορούν να ιχνεύονται περίπου ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και τη μουσική, χωρίς να εξαιρούνται ασφαλώς και άλλες μορφές τέχνης και λόγου. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις δύο τούτες μορφές τέχνης; Σχέση κλίμακας. Στη συνάφεια τούτη, ο χορός που τέμνει τον χώρο, είναι ο αρχι-τέκτων, αυτός που άρχει [=αρχίζει και συγχρόνως κατευθύνει την] της ποιητικώς [ποιείν (Dichten)] (Heidegger) εκτυλισσόμενης πράξης. Ως εκ τούτου, ο χορός παραπέμπει στην αρχέγονη, οδηγητική τέχνη του υφαίνειν, του πλέκειν εν χώρω και χρόνω: όταν κάποιος χορεύει, τέμνει τον χώρο, τον εμ(ν)-πλέκει, υφαίνει το εκάστοτε τμήμα του χώρου ως κινητική και εν ταυτώ μελωδική ανέλιξη του εαυτού. Αυτό το μελωδικό στοιχείο ενδημεί στην κατ’ εξοχήν τέχνη του χρόνου: τη μουσική. Δεν νοείται χορός χωρίς μουσική. Έτσι συζευγνύεται ο χώρος και ο χρόνος στην πράξη του χορού.
Κατά τη στιγμή αυτής της πράξης, το σώμα, η υλική υπόσταση του ανθρώπου–χορευτή, παύει να είναι ένα απλώς υλικό σώμα: εκστασιάζεται, γίνεται ένθεο, εμ(ν)-πλέκεται, δηλαδή εμ(ν)-πνέεται, και έτσι αισθητοποιεί το ονειρικό, το πνευματικό, το ου-τοπικό, το απείθαρχο, το άτακτο, το απροσδόκητα ρηξικέλευθο. Εδώ τότε ο χορός είναι αρχι-τέκτων με το νόημα ότι ενσαρκώνει τη μέγιστη χάρη, τη χαριτωμένη ευδία της ζωής μας: τη διαλεκτική ύλης και πνεύματος. Ο ρυθμός αυτής της διαλεκτικής ανυψώνει τον άνθρωπο–χορευτή στην εκστατική σφαίρα της ζωής, στην περιοχή της απόλυτης ελευθερίας. Έτσι του επιτρέπει να μην συνθλίβεται μέσα σε στατιστικά ή ποσοτικά μεγέθη, να συντρίβει οποιασδήποτε υφής εθελόδουλη «γεωμέτρηση», να αρνείται κάθε σκληροτράχηλη τάξη, κάθε άβουλη πειθάρχηση, στην οποία κάποιοι εξουσιαστές θα ήθελαν να τον καταδικάσουν. Στο χορό ο ένας είναι για τον άλλο και ο άλλος για τον ένα: η ανθρώπινη μονάδα διασώζει την ατομικότητά της ενδυναμώνοντας συγχρόνως τη συλ-λογικότητα. Κατ’ επέκταση, ο χορός συλ-λέγει την ύλη [=το σώμα] και το πνεύμα [=την έκ-σταση, το εν-θεο…] των ανθρώπων: λέγει την εν-ότητα των τελευταίων ως τη δυναμική κοινότητα ελεύθερων ατόμων-προσώπων. Το κάθε άτομο είναι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Χέγκελ, ένα όλο μέσα στο τμήμα του, στην τομή του, στη μερικότητά του. Αυτό το όλο ωστόσο μοιραία είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο σε κίνδυνο, σε οδύνη, σε πόνο, γιατί είναι το όλο μέσα στο μερικό και όχι το όλο ως όλο. Ο χορός λοιπόν είναι η παραμυθία αυτού του πόνου και συναφώς μια βούληση για ζωή. Αυτή η βούληση αποτελεί ισχυρό αντιστάθμισμα στον ρητό ή υπόρρητο, συνειδητό ή υποσυνείδητο, παρατεταμένο ή στιγμιαίο πόνο της ζωής. Χαρακτηριστικός –μεταφορικά και κυριολεκτικά– προς τούτο είναι ο ρόλος του χορού στην αρχαία τραγωδία.
«Θα πίστευα μόνο σ’ έναν θεό που ξέρει να χορεύει.»
Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα
Τι είναι ο χορός; Γενικώς είναι Τέχνη. Αλλά τι είδους Τέχνη; Αυτή που τέμνει τον απέραντο χώρο σε συνόψεις. Από την άποψη τούτη λοιπόν, τα ριζώματα του χορού ως δραστηριότητας του ανθρώπινου Είναι μπορούν να ιχνεύονται περίπου ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και τη μουσική, χωρίς να εξαιρούνται ασφαλώς και άλλες μορφές τέχνης και λόγου. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις δύο τούτες μορφές τέχνης; Σχέση κλίμακας. Στη συνάφεια τούτη, ο χορός που τέμνει τον χώρο, είναι ο αρχι-τέκτων, αυτός που άρχει [=αρχίζει και συγχρόνως κατευθύνει την] της ποιητικώς [ποιείν (Dichten)] (Heidegger) εκτυλισσόμενης πράξης. Ως εκ τούτου, ο χορός παραπέμπει στην αρχέγονη, οδηγητική τέχνη του υφαίνειν, του πλέκειν εν χώρω και χρόνω: όταν κάποιος χορεύει, τέμνει τον χώρο, τον εμ(ν)-πλέκει, υφαίνει το εκάστοτε τμήμα του χώρου ως κινητική και εν ταυτώ μελωδική ανέλιξη του εαυτού. Αυτό το μελωδικό στοιχείο ενδημεί στην κατ’ εξοχήν τέχνη του χρόνου: τη μουσική. Δεν νοείται χορός χωρίς μουσική. Έτσι συζευγνύεται ο χώρος και ο χρόνος στην πράξη του χορού.
Κατά τη στιγμή αυτής της πράξης, το σώμα, η υλική υπόσταση του ανθρώπου–χορευτή, παύει να είναι ένα απλώς υλικό σώμα: εκστασιάζεται, γίνεται ένθεο, εμ(ν)-πλέκεται, δηλαδή εμ(ν)-πνέεται, και έτσι αισθητοποιεί το ονειρικό, το πνευματικό, το ου-τοπικό, το απείθαρχο, το άτακτο, το απροσδόκητα ρηξικέλευθο. Εδώ τότε ο χορός είναι αρχι-τέκτων με το νόημα ότι ενσαρκώνει τη μέγιστη χάρη, τη χαριτωμένη ευδία της ζωής μας: τη διαλεκτική ύλης και πνεύματος. Ο ρυθμός αυτής της διαλεκτικής ανυψώνει τον άνθρωπο–χορευτή στην εκστατική σφαίρα της ζωής, στην περιοχή της απόλυτης ελευθερίας. Έτσι του επιτρέπει να μην συνθλίβεται μέσα σε στατιστικά ή ποσοτικά μεγέθη, να συντρίβει οποιασδήποτε υφής εθελόδουλη «γεωμέτρηση», να αρνείται κάθε σκληροτράχηλη τάξη, κάθε άβουλη πειθάρχηση, στην οποία κάποιοι εξουσιαστές θα ήθελαν να τον καταδικάσουν. Στο χορό ο ένας είναι για τον άλλο και ο άλλος για τον ένα: η ανθρώπινη μονάδα διασώζει την ατομικότητά της ενδυναμώνοντας συγχρόνως τη συλ-λογικότητα. Κατ’ επέκταση, ο χορός συλ-λέγει την ύλη [=το σώμα] και το πνεύμα [=την έκ-σταση, το εν-θεο…] των ανθρώπων: λέγει την εν-ότητα των τελευταίων ως τη δυναμική κοινότητα ελεύθερων ατόμων-προσώπων. Το κάθε άτομο είναι, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Χέγκελ, ένα όλο μέσα στο τμήμα του, στην τομή του, στη μερικότητά του. Αυτό το όλο ωστόσο μοιραία είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο σε κίνδυνο, σε οδύνη, σε πόνο, γιατί είναι το όλο μέσα στο μερικό και όχι το όλο ως όλο. Ο χορός λοιπόν είναι η παραμυθία αυτού του πόνου και συναφώς μια βούληση για ζωή. Αυτή η βούληση αποτελεί ισχυρό αντιστάθμισμα στον ρητό ή υπόρρητο, συνειδητό ή υποσυνείδητο, παρατεταμένο ή στιγμιαίο πόνο της ζωής. Χαρακτηριστικός –μεταφορικά και κυριολεκτικά– προς τούτο είναι ο ρόλος του χορού στην αρχαία τραγωδία.
«Θα πίστευα μόνο σ’ έναν θεό που ξέρει να χορεύει.»
Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου