[175] Ἀλλὰ γὰρ ἴσως διὰ τὰς συνθήκας ἄξιον ἐπισχεῖν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐπειχθῆναι καὶ θᾶττον ποιήσασθαι τὴν στρατείαν. δι᾽ ἃς αἱ μὲν ἠλευθερωμέναι τῶν πόλεων βασιλεῖ χάριν ἴσασιν, ὡς δι᾽ ἐκεῖνον τυχοῦσαι τῆς αὐτονομίας ταύτης, αἱ δ᾽ ἐκδεδομέναι τοῖς βαρβάροις μάλιστα μὲν Λακεδαιμονίοις ἐπικαλοῦσιν, ἔπειτα δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς μετασχοῦσιν τῆς εἰρήνης, ὡς ὑπὸ τούτων δουλεύειν ἠναγκασμέναι. καίτοι πῶς οὐ χρὴ διαλύειν ταύτας τὰς ὁμολογίας, ἐξ ὧν τοιαύτη δόξα γέγονεν, ὡς ὁ μὲν βάρβαρος κήδεται τῆς Ἑλλάδος καὶ φύλαξ τῆς εἰρήνης ἐστίν, ἡμῶν δέ τινές εἰσιν οἱ λυμαινόμενοι καὶ κακῶς ποιοῦντες αὐτήν;
[176] ὃ δὲ πάντων καταγελαστότατον, ὅτι τῶν γεγραμμένων ἐν ταῖς ὁμολογίαις τὰ χείριστα τυγχάνομεν διαφυλάττοντες. ἃ μὲν γὰρ αὐτονόμους ἀφίησιν τάς τε νήσους καὶ τὰς πόλεις τὰς ἐπὶ τῆς Εὐρώπης, πάλαι λέλυται καὶ μάτην ἐν ταῖς στήλαις ἐστίν· ἃ δ᾽ αἰσχύνην ἡμῖν φέρει καὶ πολλοὺς τῶν συμμάχων ἐκδέδωκεν, ταῦτα δὲ κατὰ χώραν μένει καὶ πάντες αὐτὰ κύρια ποιοῦμεν, ἃ χρῆν ἀναιρεῖν καὶ μηδὲ μίαν ἐᾶν ἡμέραν, νομίζοντας προστάγματα καὶ μὴ συνθήκας εἶναι. τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι συνθῆκαι μέν εἰσιν, αἵτινες ἂν ἴσως καὶ κοινῶς ἀμφοτέροις ἔχωσιν, προστάγματα δὲ τὰ τοὺς ἑτέρους ἐλαττοῦντα παρὰ τὸ δίκαιον;
[177] διὸ καὶ τῶν πρεσβευσάντων ταύτην τὴν εἰρήνην δικαίως ἂν κατηγοροῖμεν, ὅτι πεμφθέντες ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τῶν βαρβάρων ἐποιήσαντο τὰς συνθήκας. ἐχρῆν γὰρ αὐτούς, εἴτ᾽ ἐδόκει τὴν αὑτῶν ἔχειν ἑκάστους, εἴτε καὶ τῶν δοριαλώτων ἐπάρχειν, εἴτε τούτων κρατεῖν ὧν ὑπὸ τὴν εἰρήνην ἐτυγχάνομεν ἔχοντες, ἕν τι τούτων ὁρισαμένους καὶ κοινὸν τὸ δίκαιον ποιησαμένους, οὕτω συγγράφεσθαι περὶ αὐτῶν.
[178] νῦν δὲ τῇ μὲν ἡμετέρᾳ πόλει καὶ τῇ Λακεδαιμονίων οὐδεμίαν τιμὴν ἀπένειμαν, τὸν δὲ βάρβαρον ἁπάσης τῆς Ἀσίας δεσπότην κατέστησαν, ὥσπερ ὑπὲρ ἐκείνου πολεμησάντων ἡμῶν ἢ τῆς μὲν Περσῶν ἀρχῆς πάλαι καθεστηκυίας, ἡμῶν δ᾽ ἄρτι τὰς πόλεις κατοικούντων, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνων μὲν νεωστὶ ταύτην τὴν τιμὴν ἐχόντων, ἡμῶν δὲ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν τοῖς Ἕλλησιν δυναστευόντων.
[179] οἶμαι δ᾽ ἐκείνως εἰπὼν μᾶλλον δηλώσειν τήν τε περὶ ἡμᾶς ἀτιμίαν γεγενημένην καὶ τὴν τοῦ βασιλέως πλεονεξίαν. τῆς γὰρ γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης δίχα τετμημένης, καὶ τῆς μὲν Ἀσίας, τῆς δ᾽ Εὐρώπης καλουμένης, τὴν ἡμίσειαν ἐκ τῶν συνθηκῶν εἴληφεν, ὥσπερ πρὸς τὸν Δία τὴν χώραν νεμόμενος, ἀλλ᾽ οὐ πρὸς ἀνθρώπους τὰς συνθήκας ποιούμενος.
[180] καὶ ταύτας ἡμᾶς ἠνάγκασεν ἐν στήλαις λιθίναις ἀναγράψαντας ἐν τοῖς κοινοῖς τῶν ἱερῶν καταθεῖναι, πολὺ κάλλιον τρόπαιον τῶν ἐν ταῖς μάχαις γιγνομένων· τὰ μὲν γὰρ ὑπὲρ μικρῶν ἔργων καὶ μιᾶς τύχης ἐστίν, αὗται δ᾽ ὑπὲρ ἅπαντος τοῦ πολέμου καὶ καθ᾽ ὅλης τῆς Ἑλλάδος ἑστήκασιν.
***
Το χρέος να καταλυθεί η ειρήνη του Ανταλκίδα.
[175] Αλλά, θα πείτε, θα πρέπει ίσως εξαιτίας της συνθήκης να συγκρατηθούμε, να μη βιαστούμε και να μην κάνουμε την εκστρατεία νωρίτερα από την ώρα της. Άλλωστε οι πόλεις που απόχτησαν αυτονομία με τη συνθήκη αυτή νιώθουν ευγνωμοσύνη για το βασιλιά, γιατί σ᾽ αυτόν χρωστούν αυτή την χάρη· και όσες πάλι έχουν παραδοθεί στα χέρια των βαρβάρων δεν τα βάζουν παρά με τους Σπαρτιάτες πρώτα και ύστερα με τους άλλους που υπόγραψαν μαζί τους τους όρους της ειρήνης, γιατί πιστεύουν πως αυτοί είναι η αιτία που τους ανάγκασε να γίνουν οι σκλάβοι των βαρβάρων. Μα ένας ακόμα λόγος παραπάνω να διαλύσουμε αμέσως τη συμφωνία αυτή, που δημιούργησε μια τέτοια γνώμη απαράδεχτη: Ότι δήθεν ο βάρβαρος νοιάζεται την Ελλάδα και προστατεύει την ειρήνη, ενώ μερικοί από μας είναι αυτοί που τη λυμαίνονται και την καταστρέφουν.
[176] Και το πιο κωμικό από όλα, από τα άρθρα της συνθήκης περισσότερο σεβόμαστε εκείνα που είναι τα χειρότερα για μας: Αυτά που δίνουν στα νησιά μας και στις πόλεις της Ευρώπης την αυτονομία από πολύν καιρό τώρα καταπατήθηκαν και άδικα αναφέρονται μέσα στις στήλες της συνθήκης· εκείνα όμως που είναι η ντροπή μας και που πολλούς από τους συμμάχους μας έχουν ρίξει στη σκλαβιά, μένουν στη θέση τους ακλόνητα και τα σεβόμαστε απόλυτα· και όμως θα έπρεπε να τα καταστρέψουμε αμέσως, να μην τα αφήσουμε ούτε μια μέρα, νομίζοντάς τα διαταγές του βασιλιά και όχι άρθρα ισότιμης συνθήκης. Ποιός τάχα δεν το ξέρει ότι συνθήκη έχουμε, όταν υπάρχει απόλυτη ισότητα και δικαιώματα και για τις δυο μερίδες που συμβάλλονται, και διαταγή, όταν το ένα μέρος από τα δυο αντίθετα μειονεκτεί για όφελος του άλλου;
[177] Γι᾽ αυτό το λόγο ακριβώς έχουμε όλο το δικαίωμα να καταγγείλουμε τους πρέσβεις που διαπραγματεύτηκαν αυτή την ειρήνη, επειδή, ενώ τους έστειλαν οι Έλληνες, υπόγραψαν συνθήκη που μόνο τους βαρβάρους ευνοεί. Ωστόσο, είτε πίστευαν πως ο καθένας έπρεπε να διαφεντεύει μόνο τη δικιά του πόλη είτε να εξουσιάζει και τις χώρες που καταχτήθηκαν στον πόλεμο ή και να αρκεστεί στις κτήσεις που είχε στα χρόνια της ειρήνης, αυτοί είχαν χρέος να ορίσουν μια από τις τρεις αυτές λύσεις και να υπογράψουν τη συνθήκη με πνεύμα απόλυτης ισοτιμίας και δικαιοσύνης.
[178] Τώρα όμως τόσο στην πόλη τη δικιά μας όσο και στων Σπαρτιατών δεν αναγνώρισαν καμιά τιμή· αντίθετα όρισαν το βάρβαρο δεσπότη όλης της Ασίας, σαν να είχαμε πολεμήσει εμείς για λογαριασμό του ή σαν να ήτανε πολύ παλιά η εξουσία των Περσών και εμείς μόλις που κατοικήσαμε στις πόλεις μας· σαν να μην πήραν την τιμή αυτή τώρα στα τελευταία και σαν να μην είχαμε εμείς από τα πανάρχαια χρόνια την εξουσία στην Ελλάδα.
[179] Έχω μάλιστα τη γνώμη ότι με αυτά που τώρα θα σας πω θα αποδείξω καθαρά τόσο την προσβολή που έγινε σ᾽ εμάς όσο και τα πλεονεκτήματα που αποκόμισε ο Πέρσης βασιλιάς. Δηλαδή είναι γνωστό πως όλη η γη που σκέπει ο ουρανός είναι μοιρασμένη σε δυο μεγάλα τμήματα — το ένα το λεν Ασία, το άλλο Ευρώπη. Ο βασιλιάς με τη γνωστή συνθήκη πήρε στην εξουσία του το μισό μέρος ολόκληρης της γης, σαν να έκανε τη μοιρασιά του κόσμου με το Δία και όχι ισότιμη συνθήκη με ανθρώπους.
[180] Και ύστερα αυτή τη θλιβερή συνθήκη μάς υποχρέωσε να τη χαράξουμε σε στήλες λίθινες και να την καταθέσουμε στα πανελλήνια ιερά, σαν τρόπαιο πολύ λαμπρότερο γι᾽ αυτόν από όσα στήνονται στις μάχες. Και πράγματι, αυτά τα τελευταία είναι για κατορθώματα περιορισμένης σημασίας και αποτελέσματα μιας ίσως τυχερής στιγμής· οι στήλες όμως προβάλλουν το αποτέλεσμα ενός πολέμου μακροχρόνιου σε βάρος όλης της Ελλάδας.
[176] ὃ δὲ πάντων καταγελαστότατον, ὅτι τῶν γεγραμμένων ἐν ταῖς ὁμολογίαις τὰ χείριστα τυγχάνομεν διαφυλάττοντες. ἃ μὲν γὰρ αὐτονόμους ἀφίησιν τάς τε νήσους καὶ τὰς πόλεις τὰς ἐπὶ τῆς Εὐρώπης, πάλαι λέλυται καὶ μάτην ἐν ταῖς στήλαις ἐστίν· ἃ δ᾽ αἰσχύνην ἡμῖν φέρει καὶ πολλοὺς τῶν συμμάχων ἐκδέδωκεν, ταῦτα δὲ κατὰ χώραν μένει καὶ πάντες αὐτὰ κύρια ποιοῦμεν, ἃ χρῆν ἀναιρεῖν καὶ μηδὲ μίαν ἐᾶν ἡμέραν, νομίζοντας προστάγματα καὶ μὴ συνθήκας εἶναι. τίς γὰρ οὐκ οἶδεν, ὅτι συνθῆκαι μέν εἰσιν, αἵτινες ἂν ἴσως καὶ κοινῶς ἀμφοτέροις ἔχωσιν, προστάγματα δὲ τὰ τοὺς ἑτέρους ἐλαττοῦντα παρὰ τὸ δίκαιον;
[177] διὸ καὶ τῶν πρεσβευσάντων ταύτην τὴν εἰρήνην δικαίως ἂν κατηγοροῖμεν, ὅτι πεμφθέντες ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τῶν βαρβάρων ἐποιήσαντο τὰς συνθήκας. ἐχρῆν γὰρ αὐτούς, εἴτ᾽ ἐδόκει τὴν αὑτῶν ἔχειν ἑκάστους, εἴτε καὶ τῶν δοριαλώτων ἐπάρχειν, εἴτε τούτων κρατεῖν ὧν ὑπὸ τὴν εἰρήνην ἐτυγχάνομεν ἔχοντες, ἕν τι τούτων ὁρισαμένους καὶ κοινὸν τὸ δίκαιον ποιησαμένους, οὕτω συγγράφεσθαι περὶ αὐτῶν.
[178] νῦν δὲ τῇ μὲν ἡμετέρᾳ πόλει καὶ τῇ Λακεδαιμονίων οὐδεμίαν τιμὴν ἀπένειμαν, τὸν δὲ βάρβαρον ἁπάσης τῆς Ἀσίας δεσπότην κατέστησαν, ὥσπερ ὑπὲρ ἐκείνου πολεμησάντων ἡμῶν ἢ τῆς μὲν Περσῶν ἀρχῆς πάλαι καθεστηκυίας, ἡμῶν δ᾽ ἄρτι τὰς πόλεις κατοικούντων, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνων μὲν νεωστὶ ταύτην τὴν τιμὴν ἐχόντων, ἡμῶν δὲ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν τοῖς Ἕλλησιν δυναστευόντων.
[179] οἶμαι δ᾽ ἐκείνως εἰπὼν μᾶλλον δηλώσειν τήν τε περὶ ἡμᾶς ἀτιμίαν γεγενημένην καὶ τὴν τοῦ βασιλέως πλεονεξίαν. τῆς γὰρ γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης δίχα τετμημένης, καὶ τῆς μὲν Ἀσίας, τῆς δ᾽ Εὐρώπης καλουμένης, τὴν ἡμίσειαν ἐκ τῶν συνθηκῶν εἴληφεν, ὥσπερ πρὸς τὸν Δία τὴν χώραν νεμόμενος, ἀλλ᾽ οὐ πρὸς ἀνθρώπους τὰς συνθήκας ποιούμενος.
[180] καὶ ταύτας ἡμᾶς ἠνάγκασεν ἐν στήλαις λιθίναις ἀναγράψαντας ἐν τοῖς κοινοῖς τῶν ἱερῶν καταθεῖναι, πολὺ κάλλιον τρόπαιον τῶν ἐν ταῖς μάχαις γιγνομένων· τὰ μὲν γὰρ ὑπὲρ μικρῶν ἔργων καὶ μιᾶς τύχης ἐστίν, αὗται δ᾽ ὑπὲρ ἅπαντος τοῦ πολέμου καὶ καθ᾽ ὅλης τῆς Ἑλλάδος ἑστήκασιν.
***
Το χρέος να καταλυθεί η ειρήνη του Ανταλκίδα.
[175] Αλλά, θα πείτε, θα πρέπει ίσως εξαιτίας της συνθήκης να συγκρατηθούμε, να μη βιαστούμε και να μην κάνουμε την εκστρατεία νωρίτερα από την ώρα της. Άλλωστε οι πόλεις που απόχτησαν αυτονομία με τη συνθήκη αυτή νιώθουν ευγνωμοσύνη για το βασιλιά, γιατί σ᾽ αυτόν χρωστούν αυτή την χάρη· και όσες πάλι έχουν παραδοθεί στα χέρια των βαρβάρων δεν τα βάζουν παρά με τους Σπαρτιάτες πρώτα και ύστερα με τους άλλους που υπόγραψαν μαζί τους τους όρους της ειρήνης, γιατί πιστεύουν πως αυτοί είναι η αιτία που τους ανάγκασε να γίνουν οι σκλάβοι των βαρβάρων. Μα ένας ακόμα λόγος παραπάνω να διαλύσουμε αμέσως τη συμφωνία αυτή, που δημιούργησε μια τέτοια γνώμη απαράδεχτη: Ότι δήθεν ο βάρβαρος νοιάζεται την Ελλάδα και προστατεύει την ειρήνη, ενώ μερικοί από μας είναι αυτοί που τη λυμαίνονται και την καταστρέφουν.
[176] Και το πιο κωμικό από όλα, από τα άρθρα της συνθήκης περισσότερο σεβόμαστε εκείνα που είναι τα χειρότερα για μας: Αυτά που δίνουν στα νησιά μας και στις πόλεις της Ευρώπης την αυτονομία από πολύν καιρό τώρα καταπατήθηκαν και άδικα αναφέρονται μέσα στις στήλες της συνθήκης· εκείνα όμως που είναι η ντροπή μας και που πολλούς από τους συμμάχους μας έχουν ρίξει στη σκλαβιά, μένουν στη θέση τους ακλόνητα και τα σεβόμαστε απόλυτα· και όμως θα έπρεπε να τα καταστρέψουμε αμέσως, να μην τα αφήσουμε ούτε μια μέρα, νομίζοντάς τα διαταγές του βασιλιά και όχι άρθρα ισότιμης συνθήκης. Ποιός τάχα δεν το ξέρει ότι συνθήκη έχουμε, όταν υπάρχει απόλυτη ισότητα και δικαιώματα και για τις δυο μερίδες που συμβάλλονται, και διαταγή, όταν το ένα μέρος από τα δυο αντίθετα μειονεκτεί για όφελος του άλλου;
[177] Γι᾽ αυτό το λόγο ακριβώς έχουμε όλο το δικαίωμα να καταγγείλουμε τους πρέσβεις που διαπραγματεύτηκαν αυτή την ειρήνη, επειδή, ενώ τους έστειλαν οι Έλληνες, υπόγραψαν συνθήκη που μόνο τους βαρβάρους ευνοεί. Ωστόσο, είτε πίστευαν πως ο καθένας έπρεπε να διαφεντεύει μόνο τη δικιά του πόλη είτε να εξουσιάζει και τις χώρες που καταχτήθηκαν στον πόλεμο ή και να αρκεστεί στις κτήσεις που είχε στα χρόνια της ειρήνης, αυτοί είχαν χρέος να ορίσουν μια από τις τρεις αυτές λύσεις και να υπογράψουν τη συνθήκη με πνεύμα απόλυτης ισοτιμίας και δικαιοσύνης.
[178] Τώρα όμως τόσο στην πόλη τη δικιά μας όσο και στων Σπαρτιατών δεν αναγνώρισαν καμιά τιμή· αντίθετα όρισαν το βάρβαρο δεσπότη όλης της Ασίας, σαν να είχαμε πολεμήσει εμείς για λογαριασμό του ή σαν να ήτανε πολύ παλιά η εξουσία των Περσών και εμείς μόλις που κατοικήσαμε στις πόλεις μας· σαν να μην πήραν την τιμή αυτή τώρα στα τελευταία και σαν να μην είχαμε εμείς από τα πανάρχαια χρόνια την εξουσία στην Ελλάδα.
[179] Έχω μάλιστα τη γνώμη ότι με αυτά που τώρα θα σας πω θα αποδείξω καθαρά τόσο την προσβολή που έγινε σ᾽ εμάς όσο και τα πλεονεκτήματα που αποκόμισε ο Πέρσης βασιλιάς. Δηλαδή είναι γνωστό πως όλη η γη που σκέπει ο ουρανός είναι μοιρασμένη σε δυο μεγάλα τμήματα — το ένα το λεν Ασία, το άλλο Ευρώπη. Ο βασιλιάς με τη γνωστή συνθήκη πήρε στην εξουσία του το μισό μέρος ολόκληρης της γης, σαν να έκανε τη μοιρασιά του κόσμου με το Δία και όχι ισότιμη συνθήκη με ανθρώπους.
[180] Και ύστερα αυτή τη θλιβερή συνθήκη μάς υποχρέωσε να τη χαράξουμε σε στήλες λίθινες και να την καταθέσουμε στα πανελλήνια ιερά, σαν τρόπαιο πολύ λαμπρότερο γι᾽ αυτόν από όσα στήνονται στις μάχες. Και πράγματι, αυτά τα τελευταία είναι για κατορθώματα περιορισμένης σημασίας και αποτελέσματα μιας ίσως τυχερής στιγμής· οι στήλες όμως προβάλλουν το αποτέλεσμα ενός πολέμου μακροχρόνιου σε βάρος όλης της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου