Για τον Αριστοτέλη ο τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Όμως, ως ευδαιμονία δεν ορίζεται η απόλαυση που μπορεί να προσφέρει μια ευχάριστη ενέργεια για χάρη της χαλάρωσης από καθημερινές ασχολίες. Δεν μπορούμε δηλαδή να ταυτίσουμε τη διασκέδαση με την ευδαιμονία, επειδή απλώς παρέχει ευχαρίστηση: «Συμβαίνει οι άνθρωποι συχνά να θέτουν τις διασκεδάσεις ως τελικό σκοπό. Πράγματι, κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός σκοπός, αλλά όχι τυχαία, και ψάχνοντας οι άνθρωποι αυτή την ευχαρίστηση, τη συγχέουν με την άλλη, καθώς μοιάζουν από κάποια άποψη οι απολήξεις των πράξεων». (1339b 31 – 35).
Ο τελικός σκοπός, με την έννοια του βαθύτερου ανθρώπινου προορισμού, δεν αποδίδεται μέσα στα στενά όρια του ευχάριστου χρόνου. Η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου σχολιάζει εύστοχα: «Αντίθετα η ανώτερη ευχαρίστηση ως τελικός σκοπός αφορά πράγματα που γίνονται γι’ αυτά τα ίδια και οδηγούν τον άνθρωπο στην εσωτερική πληρότητα και αυτοπραγμάτωσή του». (σελ. 355).
Υπό αυτό τον όρο, η ευδαιμονία αποκτά διαστάσεις καθαρά υπαρξιακές, αφού τρέφει την ύπαρξη προϋποθέτοντας την ύψιστη αυτογνωσία. Ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη ορμή που κρύβει για κάτι κι ακολουθεί το δρόμο της πραγμάτωσής του. (Ο Αριστοτέλης θα έλεγε τη βαθύτερη αποστολή του, την οποία καλείται να υπηρετήσει ως τελικό στόχο).
Γι’ αυτό η ευδαιμονία δεν ταυτίζεται με την ξεκούραση, αλλά απαιτεί μόχθο κι αντοχή σε ενδεχόμενες απογοητεύσεις. Σε τελική ανάλυση ο αγώνας είναι η πηγή της πιο βαθιάς ευτυχίας: «… κανενός πράγματος ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν, και επομένως οι παρόμοιες ευχαριστήσεις δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν, αλλά για όσα ήδη έχουν γίνει, όπως οι κόποι και η λύπη». (1339b 35 – 38).
Από τη στιγμή που «ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν» θα λέγαμε ότι είναι μόνο η αφορμή. Αυτό που έχει σημασία είναι το «ταξίδι» μέσα από την υπηρεσία του στόχου. Γι’ αυτό και η φράση «κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός στόχος…», γιατί εδώ δε μιλάμε για μια χειροπιαστή απόλαυση που αναγκαστικά εξαντλείται, αλλά για το ατέρμονο της προσπάθειας που θα φέρει υπαρξιακή πληρότητα.
Κι αυτή ακριβώς είναι η παγίδα που αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από τον τελικό του στόχο και τον κάνει να συγχέει την πρόσκαιρη χαρά της διασκέδασης με την ευδαιμονία. Γιατί και η διασκέδαση προσφέρει χαρές και μάλιστα χαρές που επίσης «δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν»: «Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η αιτία για την οποία οι άνθρωποι επιζητούν να φτάσουν στην ευδαιμονία με τις ευχαριστήσεις αυτές» (εννοείται των διασκεδάσεων). (1339b 38 – 39).
Όμως, άλλη η χαρά του τελικού στόχου (ευδαιμονία) κι άλλη της διασκέδασης. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την ευχαρίστηση από τον τελικό στόχο «όχι τυχαία». Γιατί οι χαρές των διασκεδάσεων είναι τυχαίες και παροδικές, ενώ η πάλη για την εκπλήρωση του τελικού στόχου οφείλει να είναι συνειδητή και αέναη.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να υποτιμά ή (πολύ περισσότερο) να αποφεύγει τη χαλάρωση κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν, ασχέτως αν δε συνάδουν με τον τελικό στόχο: «Πράγματι και η διασκέδαση γίνεται για χάρη της ανάπαυσης και αναγκαστικά η ανάπαυση είναι ευχάριστη (καθώς θεραπεύει τρόπον τινά τη λύπη από τους μόχθους)». (1339b 15 – 17).
Η διασκέδαση κρίνεται απολύτως απαραίτητη, ως ξεκούραση της ψυχής, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ακόμη αποδοτικότερα προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτεί ο τελικός στόχος. Από αυτή την άποψη, η διασκέδαση υπηρετεί τον τελικό στόχο, αφού ωφελεί την ψυχή θεραπεύοντας την κόπωση. Αρκεί βέβαια να μην είναι επιζήμια: «Γιατί όσα ευχάριστα είναι αβλαβή, όχι μόνο συνάδουν με τον τελικό σκοπό, αλλά και με την ανάπαυση». (1339b 25 – 27).
Αναφερόμενος στη μουσική ο Αριστοτέλης ξεκινά από το ψυχαγωγικό της μέρος αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη ευχαρίστηση που προσφέρει: «Η μουσική ως γνωστό είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα είτε εκτελείται με μουσικό όργανο είτε συνοδεύεται και από μελωδία… για αυτό κι όταν βρίσκονται σε συντροφιές» (εννοείται οι άνθρωποι) «και θέλουν να περάσουν ευχάριστα το χρόνο τους, δικαιολογημένα τη χρησιμοποιούν, επειδή μπορεί να τους ευφραίνει». (1339b 20 – 21, 22 – 24).
Η μουσική, προσφέροντας ψυχική ευφορία, αποτελεί ιδανική εκτόνωση του μόχθου. Από αυτή την άποψη συμβάλλει θετικά και στον τελικό στόχο, αφού το διάλειμμα, ως αποφόρτιση της ψυχής, λειτουργεί ευεργετικά προς αυτή την κατεύθυνση: «Επειδή λίγες φορές οι άνθρωποι πετυχαίνουν να φτάσουν στον τελικό σκοπό, πολλές φορές όμως αναπαύονται και επιδίδονται σε διασκεδάσεις αποβλέποντας όχι τόσο στον απώτερο σκοπό αλλά στην ευχαρίστηση, μπορεί να είναι χρήσιμη η μουσική στο να τους ξεκουράζει με την ευχαρίστηση που προκαλεί». (1339b 27 – 31).
Όμως, το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ, αφού ο Αριστοτέλης συσχετίζει τη μουσική με την ηθική διάπλαση του ανθρώπου. Η ευχαρίστηση που προσφέρει δεν είναι συμπτωματική, αλλά οφείλεται στην ίδια τη φύση της (δηλαδή τη βαθύτερη ουσία της) που καταφέρνει και διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής διαμορφώνοντας συναισθήματα και προκαλώντας συμπεριφορές, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ανεξήγητα: «Οπωσδήποτε ωστόσο οφείλουμε να εξετάσουμε μήπως συμπτωματικά έχει συμβεί αυτό, η φύση της όμως είναι πολυτιμότερη από την αναφερόμενη χρησιμότητά της, και γι’ αυτό μήπως πρέπει όχι απλώς να μετέχουμε στην κοινή ευχαρίστηση που σκορπίζει στην αίσθηση όλων των ανθρώπων (γιατί η ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική είναι μέσα στη φύση της και γι’ αυτό είναι προσφιλές το άκουσμά της από όλες τις ηλικίες και όλους τους χαρακτήρες), αλλά να δούμε αν με κάποιον τρόπο μπορεί να συμβάλλει στη διάπλαση του ήθους και της ψυχής». (1339b 42 – 1340a 6).
Ο προβληματισμός είναι σαφής: «Αυτό θα γινόταν φανερό αν με την επίδρασή της διαμορφωνόταν τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας». (1340a 7 – 8).
Με άλλα λόγια, η μουσική μπορεί να διαπλάσει την ποιότητα της ψυχής εθίζοντάς την προς την κατεύθυνση της αρετής; Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματα: «Παράλληλα με τις αληθινές ψυχικές διαθέσεις στους ρυθμούς και στις μουσικές συνθέσεις υπάρχουν ανάλογες αποδόσεις οργής και ηρεμίας, ακόμη ανδρείας και σύνεσης και όλων των αντίθετών τους, όπως και των άλλων ηθικών καταστάσεων (η εμπειρία το δείχνει αυτό, γιατί τέτοια ακούσματα μεταβάλλουν ανάλογα την ψυχική μας διάθεση)». (1340a 18 – 23).
Η αναγωγή των συναισθημάτων σε «ηθικές καταστάσεις» είναι η αποδοχή ότι ο άνθρωπος πράττει σύμφωνα με τα συναισθήματά του. Ο ευέξαπτος, αφού νιώθει οργή δεν μπορεί παρά να τη διοχετεύσει. Τελικά, η διαμόρφωση της ηθικής αρετής δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση των συναισθημάτων που την υπηρετούν. Κι αυτό είναι θέμα συνήθειας, δηλαδή εθισμού στο πώς θα συμπεριφέρεται κανείς στη μία ή την άλλη κατάσταση.
Τη θέση αυτή την έχει διατυπώσει ξεκάθαρα και στα Ηθικά Νικομάχεια λέγοντας ότι αυτός που μαθαίνει να δείχνει θάρρος στους κινδύνους γίνεται ανδρείος, ενώ αυτός που φοβάται δειλός, όπως και στις καθημερινές συναλλαγές αυτός που συνηθίζει να συμπεριφέρεται με εντιμότητα γίνεται δίκαιος, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται ανέντιμα άδικος.
Εξάλλου, στα Ηθικά Νικομάχεια καθιστά σαφή τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων, αφού αποτελούν την επισφράγιση του εθισμού. Με δυο λόγια δε φτάνει να κάνει κανείς το καλό, πρέπει να χαίρεται επειδή το κάνει. Μόνο όταν η πραγμάτωση της αρετής επιφέρει θετικά συναισθήματα μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε ο εθισμός. Γιατί το συναίσθημα είναι η δύναμη που κινεί την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αφού όλοι θα κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί, δε μένει τίποτε άλλο απ’ το να μάθουν να ευχαριστιούνται με τα σωστά πράγματα.
Η μουσική, όχι μόνο προκαλεί συναισθήματα, αλλά, για τον Αριστοτέλη, είναι καθαυτό συναισθηματική απόχρωση από τη φύση της: «… οι μελωδίες είναι καθαρές απομιμήσεις ψυχικών διαθέσεων (αυτό αποδεικνύεται άμεσα, γιατί οι αρμονίες από τη φύση τους διαφέρουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα διαφορετικά συναισθήματα να βιώνουν οι ακροατές τους και να μην αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από αυτές, αλλά σε μερικές με μεγαλύτερη λύπη και μελαγχολία… σε άλλες με μια πνευματική χαλάρωση… και σε άλλες να αντιδρούν με ισορροπημένη ψυχική διάθεση, πράγμα που φαίνεται ότι κατορθώνει μόνο η δωριστί αρμονία, σε αντίθεση με τη φρυγιστί που προκαλεί ενθουσιασμό και έκσταση». (1340a 38 – 1340b 1, 1340b 2 – 5).
Με δεδομένη πλέον τη δυνατότητα της μουσικής στη διαμόρφωση των συναισθημάτων δε μένει παρά να καταδειχθεί ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας, ο τρόπος δηλαδή που μπορεί να δράσει στη διαδικασία του εθισμού κατευθύνοντας τα συναισθήματα προς το σωστό δρόμο: «Ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις της λύπης και της χαράς, προσεγγίζει την πρόκληση αυτών των συναισθημάτων όπως γίνεται στην πραγματικότητα (για παράδειγμα, αν κάποιος άνθρωπος βλέποντας την προσωπογραφία κάποιου χαίρεται όχι για άλλη αιτία αλλά για την ίδια τη μορφή, αναγκαστικά χαίρεται, και όταν βλέπει αυτό το ίδιο πρόσωπο του οποίου την προσωπογραφία βλέπει)». (1340a 23 – 28).
Η φράση «ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις» είναι το τελικό συμπέρασμα, που επισφραγίζει τη σύνδεση της μουσικής με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η αίσθηση της ακοής έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να διεισδύει ευθέως στα κατάβαθα της ψυχής: «Συμβαίνει […] τα υπόλοιπα από τα αντικείμενα των αισθήσεων, όπως παραδείγματος χάρη τα δεδομένα της αφής και της γεύσης, να μη διαθέτουν κανένα ομοίωμα των ψυχικών διαθέσεων που προκαλούν, με εξαίρεση τα βρισκόμενα σε ακινησία αντικείμενα της όρασης…». (1340a 28 – 30).
Η όραση, που παραπέμπει στη ζωγραφική, δεν ασκεί την ίδια επιρροή στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η στατικότητα της αναπαράστασης, όσο τέλεια κι αν αποδίδεται ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κινητικότητα, τη διάρκεια και κατ’ επέκταση τις εναλλαγές, που μπορεί να προσφέρει μια μουσική παράσταση: «… αυτά είναι σχέδια που παριστούν χαρακτήρες, αλλά σε στιγμιαία εκδήλωσή τους και μάλιστα χωρίς να έχουν όλοι την ίδια αίσθηση γι’ αυτά. Επιπλέον τα οπτικά δεδομένα δεν είναι ομοιώματα των χαρακτήρων, αλλά μάλλον τα σχέδια και τα χρώματα είναι σύμβολα των χαρακτήρων και μάλιστα αυτά αποδίδουν εκδηλώσεις συναισθηματικών διαθέσεων». (1340a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που υπερέχει η μουσική. Γιατί η μουσική είναι απομίμηση συναισθήματος από τη φύση της, ενώ η ζωγραφική είναι προσπάθεια απόδοσης συναισθήματος. Κι όταν γίνεται λόγος για απομίμηση συναισθήματος δεν μπορεί παρά να εννοείται η βαθύτερη σχέση της ψυχής με τις μουσικές αρμονίες: «Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και στις αρμονίες και στους ρυθμούς και γι’ αυτό πολλοί σοφοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή κατ’ άλλους είναι αρμονία και κατ’ άλλους έχει αρμονία». (1340b 17 – 19).
Τελικά, η μουσική αποτελεί την πιο ευγενή ενασχόληση γιατί εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις. Προσφέρει ευχαρίστηση, από την άποψη της διασκέδασης – χαλάρωσης της ψυχής, και ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τους ανθρώπους: «Αλλά πράγματι αποδεικνύεται ότι τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας διαμορφώνονται με την επίδραση πολλών και διαφορετικών ειδών μελωδίας […] Γιατί αυτές ομολογουμένως ενθουσιάζουν τις ψυχές και ο ενθουσιασμός είναι μια επίδραση στον ψυχικό χαρακτήρα». (1340a 5 – 6, 10 – 12).
Όμως, τα «ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους» σηματοδοτούν την αρετή, δηλαδή την ύψιστη προϋπόθεση της ευδαιμονίας, αφού μόνο ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να είναι ευδαίμων. Η σύνδεση της μουσικής με την ευδαιμονία είναι η αναγνώριση ότι, εν τέλει, εξυπηρετεί και τον τελικό στόχο.
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο παιδαγωγικό εργαλείο που καταφέρνει και συνδυάζει και το επιθυμητό της ξεκούραστης ευχαρίστησης και την ευθέως εξυπηρέτηση του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας με τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα: «Από αυτά συνάγεται καθαρά ότι η μουσική είναι σε θέση να προσδίδει ποιοτικά γνωρίσματα στον ψυχικό χαρακτήρα, και, εφόσον μπορεί να το κάνει αυτό, γίνεται σαφές ότι ενδείκνυται να παρέχεται ως εκπαιδευτικό αγαθό και να εκπαιδεύονται σε αυτή οι νέοι. Επιπλέον αρμόζει να παρέχεται μουσική αγωγή σε αυτή την ηλικία, γιατί οι νέοι λόγω της ηλικίας τους δεν υπομένουν με τη θέλησή τους τίποτε που στερείται ευχαρίστησης, η μουσική όμως από τη φύση της ενέχει ευχαρίστηση». (1340b 10 – 17).
Η αναγνώριση ότι η νέοι είναι δύσκολο να υπομείνουν οτιδήποτε στερείται ευχαρίστησης, είναι η αποδοχή ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι συνυφασμένη με τη χαρά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αποσκοπεί στη χαρά, ότι πρέπει δηλαδή να εκληφθεί ως διασκέδαση: «Βέβαια ότι δεν είναι σωστό η εκπαίδευση των παιδιών να γίνεται με σκοπό τη διασκέδαση, είναι αναμφισβήτητο (γιατί δεν παίζουν οι μαθητές όσο κάνουν μάθημα, καθώς η μάθηση είναι μια κοπιαστική διαδικασία)». (1339a 26 – 29).
Η εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιεί τη χαρά προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της. Κι αυτές είναι οι λεπτές παιδαγωγικές ισορροπίες που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Ο τελικός σκοπός, με την έννοια του βαθύτερου ανθρώπινου προορισμού, δεν αποδίδεται μέσα στα στενά όρια του ευχάριστου χρόνου. Η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου σχολιάζει εύστοχα: «Αντίθετα η ανώτερη ευχαρίστηση ως τελικός σκοπός αφορά πράγματα που γίνονται γι’ αυτά τα ίδια και οδηγούν τον άνθρωπο στην εσωτερική πληρότητα και αυτοπραγμάτωσή του». (σελ. 355).
Υπό αυτό τον όρο, η ευδαιμονία αποκτά διαστάσεις καθαρά υπαρξιακές, αφού τρέφει την ύπαρξη προϋποθέτοντας την ύψιστη αυτογνωσία. Ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερη ορμή που κρύβει για κάτι κι ακολουθεί το δρόμο της πραγμάτωσής του. (Ο Αριστοτέλης θα έλεγε τη βαθύτερη αποστολή του, την οποία καλείται να υπηρετήσει ως τελικό στόχο).
Γι’ αυτό η ευδαιμονία δεν ταυτίζεται με την ξεκούραση, αλλά απαιτεί μόχθο κι αντοχή σε ενδεχόμενες απογοητεύσεις. Σε τελική ανάλυση ο αγώνας είναι η πηγή της πιο βαθιάς ευτυχίας: «… κανενός πράγματος ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν, και επομένως οι παρόμοιες ευχαριστήσεις δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν, αλλά για όσα ήδη έχουν γίνει, όπως οι κόποι και η λύπη». (1339b 35 – 38).
Από τη στιγμή που «ο τελικός στόχος δεν επιδιώκεται για χάρη αυτών που θα γίνουν» θα λέγαμε ότι είναι μόνο η αφορμή. Αυτό που έχει σημασία είναι το «ταξίδι» μέσα από την υπηρεσία του στόχου. Γι’ αυτό και η φράση «κάποια συγκεκριμένη ευχαρίστηση ίσως έχει και ο τελικός στόχος…», γιατί εδώ δε μιλάμε για μια χειροπιαστή απόλαυση που αναγκαστικά εξαντλείται, αλλά για το ατέρμονο της προσπάθειας που θα φέρει υπαρξιακή πληρότητα.
Κι αυτή ακριβώς είναι η παγίδα που αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από τον τελικό του στόχο και τον κάνει να συγχέει την πρόσκαιρη χαρά της διασκέδασης με την ευδαιμονία. Γιατί και η διασκέδαση προσφέρει χαρές και μάλιστα χαρές που επίσης «δεν επιδιώκονται γι’ αυτά που θα γίνουν»: «Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η αιτία για την οποία οι άνθρωποι επιζητούν να φτάσουν στην ευδαιμονία με τις ευχαριστήσεις αυτές» (εννοείται των διασκεδάσεων). (1339b 38 – 39).
Όμως, άλλη η χαρά του τελικού στόχου (ευδαιμονία) κι άλλη της διασκέδασης. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την ευχαρίστηση από τον τελικό στόχο «όχι τυχαία». Γιατί οι χαρές των διασκεδάσεων είναι τυχαίες και παροδικές, ενώ η πάλη για την εκπλήρωση του τελικού στόχου οφείλει να είναι συνειδητή και αέναη.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να υποτιμά ή (πολύ περισσότερο) να αποφεύγει τη χαλάρωση κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν, ασχέτως αν δε συνάδουν με τον τελικό στόχο: «Πράγματι και η διασκέδαση γίνεται για χάρη της ανάπαυσης και αναγκαστικά η ανάπαυση είναι ευχάριστη (καθώς θεραπεύει τρόπον τινά τη λύπη από τους μόχθους)». (1339b 15 – 17).
Η διασκέδαση κρίνεται απολύτως απαραίτητη, ως ξεκούραση της ψυχής, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ακόμη αποδοτικότερα προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτεί ο τελικός στόχος. Από αυτή την άποψη, η διασκέδαση υπηρετεί τον τελικό στόχο, αφού ωφελεί την ψυχή θεραπεύοντας την κόπωση. Αρκεί βέβαια να μην είναι επιζήμια: «Γιατί όσα ευχάριστα είναι αβλαβή, όχι μόνο συνάδουν με τον τελικό σκοπό, αλλά και με την ανάπαυση». (1339b 25 – 27).
Αναφερόμενος στη μουσική ο Αριστοτέλης ξεκινά από το ψυχαγωγικό της μέρος αναγνωρίζοντας την αναμφισβήτητη ευχαρίστηση που προσφέρει: «Η μουσική ως γνωστό είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα είτε εκτελείται με μουσικό όργανο είτε συνοδεύεται και από μελωδία… για αυτό κι όταν βρίσκονται σε συντροφιές» (εννοείται οι άνθρωποι) «και θέλουν να περάσουν ευχάριστα το χρόνο τους, δικαιολογημένα τη χρησιμοποιούν, επειδή μπορεί να τους ευφραίνει». (1339b 20 – 21, 22 – 24).
Η μουσική, προσφέροντας ψυχική ευφορία, αποτελεί ιδανική εκτόνωση του μόχθου. Από αυτή την άποψη συμβάλλει θετικά και στον τελικό στόχο, αφού το διάλειμμα, ως αποφόρτιση της ψυχής, λειτουργεί ευεργετικά προς αυτή την κατεύθυνση: «Επειδή λίγες φορές οι άνθρωποι πετυχαίνουν να φτάσουν στον τελικό σκοπό, πολλές φορές όμως αναπαύονται και επιδίδονται σε διασκεδάσεις αποβλέποντας όχι τόσο στον απώτερο σκοπό αλλά στην ευχαρίστηση, μπορεί να είναι χρήσιμη η μουσική στο να τους ξεκουράζει με την ευχαρίστηση που προκαλεί». (1339b 27 – 31).
Όμως, το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ, αφού ο Αριστοτέλης συσχετίζει τη μουσική με την ηθική διάπλαση του ανθρώπου. Η ευχαρίστηση που προσφέρει δεν είναι συμπτωματική, αλλά οφείλεται στην ίδια τη φύση της (δηλαδή τη βαθύτερη ουσία της) που καταφέρνει και διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής διαμορφώνοντας συναισθήματα και προκαλώντας συμπεριφορές, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ανεξήγητα: «Οπωσδήποτε ωστόσο οφείλουμε να εξετάσουμε μήπως συμπτωματικά έχει συμβεί αυτό, η φύση της όμως είναι πολυτιμότερη από την αναφερόμενη χρησιμότητά της, και γι’ αυτό μήπως πρέπει όχι απλώς να μετέχουμε στην κοινή ευχαρίστηση που σκορπίζει στην αίσθηση όλων των ανθρώπων (γιατί η ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική είναι μέσα στη φύση της και γι’ αυτό είναι προσφιλές το άκουσμά της από όλες τις ηλικίες και όλους τους χαρακτήρες), αλλά να δούμε αν με κάποιον τρόπο μπορεί να συμβάλλει στη διάπλαση του ήθους και της ψυχής». (1339b 42 – 1340a 6).
Ο προβληματισμός είναι σαφής: «Αυτό θα γινόταν φανερό αν με την επίδρασή της διαμορφωνόταν τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας». (1340a 7 – 8).
Με άλλα λόγια, η μουσική μπορεί να διαπλάσει την ποιότητα της ψυχής εθίζοντάς την προς την κατεύθυνση της αρετής; Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματα: «Παράλληλα με τις αληθινές ψυχικές διαθέσεις στους ρυθμούς και στις μουσικές συνθέσεις υπάρχουν ανάλογες αποδόσεις οργής και ηρεμίας, ακόμη ανδρείας και σύνεσης και όλων των αντίθετών τους, όπως και των άλλων ηθικών καταστάσεων (η εμπειρία το δείχνει αυτό, γιατί τέτοια ακούσματα μεταβάλλουν ανάλογα την ψυχική μας διάθεση)». (1340a 18 – 23).
Η αναγωγή των συναισθημάτων σε «ηθικές καταστάσεις» είναι η αποδοχή ότι ο άνθρωπος πράττει σύμφωνα με τα συναισθήματά του. Ο ευέξαπτος, αφού νιώθει οργή δεν μπορεί παρά να τη διοχετεύσει. Τελικά, η διαμόρφωση της ηθικής αρετής δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση των συναισθημάτων που την υπηρετούν. Κι αυτό είναι θέμα συνήθειας, δηλαδή εθισμού στο πώς θα συμπεριφέρεται κανείς στη μία ή την άλλη κατάσταση.
Τη θέση αυτή την έχει διατυπώσει ξεκάθαρα και στα Ηθικά Νικομάχεια λέγοντας ότι αυτός που μαθαίνει να δείχνει θάρρος στους κινδύνους γίνεται ανδρείος, ενώ αυτός που φοβάται δειλός, όπως και στις καθημερινές συναλλαγές αυτός που συνηθίζει να συμπεριφέρεται με εντιμότητα γίνεται δίκαιος, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται ανέντιμα άδικος.
Εξάλλου, στα Ηθικά Νικομάχεια καθιστά σαφή τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων, αφού αποτελούν την επισφράγιση του εθισμού. Με δυο λόγια δε φτάνει να κάνει κανείς το καλό, πρέπει να χαίρεται επειδή το κάνει. Μόνο όταν η πραγμάτωση της αρετής επιφέρει θετικά συναισθήματα μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε ο εθισμός. Γιατί το συναίσθημα είναι η δύναμη που κινεί την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αφού όλοι θα κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί, δε μένει τίποτε άλλο απ’ το να μάθουν να ευχαριστιούνται με τα σωστά πράγματα.
Η μουσική, όχι μόνο προκαλεί συναισθήματα, αλλά, για τον Αριστοτέλη, είναι καθαυτό συναισθηματική απόχρωση από τη φύση της: «… οι μελωδίες είναι καθαρές απομιμήσεις ψυχικών διαθέσεων (αυτό αποδεικνύεται άμεσα, γιατί οι αρμονίες από τη φύση τους διαφέρουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα διαφορετικά συναισθήματα να βιώνουν οι ακροατές τους και να μην αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από αυτές, αλλά σε μερικές με μεγαλύτερη λύπη και μελαγχολία… σε άλλες με μια πνευματική χαλάρωση… και σε άλλες να αντιδρούν με ισορροπημένη ψυχική διάθεση, πράγμα που φαίνεται ότι κατορθώνει μόνο η δωριστί αρμονία, σε αντίθεση με τη φρυγιστί που προκαλεί ενθουσιασμό και έκσταση». (1340a 38 – 1340b 1, 1340b 2 – 5).
Με δεδομένη πλέον τη δυνατότητα της μουσικής στη διαμόρφωση των συναισθημάτων δε μένει παρά να καταδειχθεί ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας, ο τρόπος δηλαδή που μπορεί να δράσει στη διαδικασία του εθισμού κατευθύνοντας τα συναισθήματα προς το σωστό δρόμο: «Ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις της λύπης και της χαράς, προσεγγίζει την πρόκληση αυτών των συναισθημάτων όπως γίνεται στην πραγματικότητα (για παράδειγμα, αν κάποιος άνθρωπος βλέποντας την προσωπογραφία κάποιου χαίρεται όχι για άλλη αιτία αλλά για την ίδια τη μορφή, αναγκαστικά χαίρεται, και όταν βλέπει αυτό το ίδιο πρόσωπο του οποίου την προσωπογραφία βλέπει)». (1340a 23 – 28).
Η φράση «ο εθισμός μας να λυπούμαστε και να χαιρόμαστε με τις αντίστοιχες μουσικές αποδόσεις» είναι το τελικό συμπέρασμα, που επισφραγίζει τη σύνδεση της μουσικής με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η αίσθηση της ακοής έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να διεισδύει ευθέως στα κατάβαθα της ψυχής: «Συμβαίνει […] τα υπόλοιπα από τα αντικείμενα των αισθήσεων, όπως παραδείγματος χάρη τα δεδομένα της αφής και της γεύσης, να μη διαθέτουν κανένα ομοίωμα των ψυχικών διαθέσεων που προκαλούν, με εξαίρεση τα βρισκόμενα σε ακινησία αντικείμενα της όρασης…». (1340a 28 – 30).
Η όραση, που παραπέμπει στη ζωγραφική, δεν ασκεί την ίδια επιρροή στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η στατικότητα της αναπαράστασης, όσο τέλεια κι αν αποδίδεται ένας χαρακτήρας, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κινητικότητα, τη διάρκεια και κατ’ επέκταση τις εναλλαγές, που μπορεί να προσφέρει μια μουσική παράσταση: «… αυτά είναι σχέδια που παριστούν χαρακτήρες, αλλά σε στιγμιαία εκδήλωσή τους και μάλιστα χωρίς να έχουν όλοι την ίδια αίσθηση γι’ αυτά. Επιπλέον τα οπτικά δεδομένα δεν είναι ομοιώματα των χαρακτήρων, αλλά μάλλον τα σχέδια και τα χρώματα είναι σύμβολα των χαρακτήρων και μάλιστα αυτά αποδίδουν εκδηλώσεις συναισθηματικών διαθέσεων». (1340a 31 – 35).
Κι αυτός είναι ο λόγος που υπερέχει η μουσική. Γιατί η μουσική είναι απομίμηση συναισθήματος από τη φύση της, ενώ η ζωγραφική είναι προσπάθεια απόδοσης συναισθήματος. Κι όταν γίνεται λόγος για απομίμηση συναισθήματος δεν μπορεί παρά να εννοείται η βαθύτερη σχέση της ψυχής με τις μουσικές αρμονίες: «Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε μας και στις αρμονίες και στους ρυθμούς και γι’ αυτό πολλοί σοφοί ισχυρίζονται ότι η ψυχή κατ’ άλλους είναι αρμονία και κατ’ άλλους έχει αρμονία». (1340b 17 – 19).
Τελικά, η μουσική αποτελεί την πιο ευγενή ενασχόληση γιατί εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις. Προσφέρει ευχαρίστηση, από την άποψη της διασκέδασης – χαλάρωσης της ψυχής, και ταυτόχρονα έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τους ανθρώπους: «Αλλά πράγματι αποδεικνύεται ότι τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας διαμορφώνονται με την επίδραση πολλών και διαφορετικών ειδών μελωδίας […] Γιατί αυτές ομολογουμένως ενθουσιάζουν τις ψυχές και ο ενθουσιασμός είναι μια επίδραση στον ψυχικό χαρακτήρα». (1340a 5 – 6, 10 – 12).
Όμως, τα «ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους» σηματοδοτούν την αρετή, δηλαδή την ύψιστη προϋπόθεση της ευδαιμονίας, αφού μόνο ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να είναι ευδαίμων. Η σύνδεση της μουσικής με την ευδαιμονία είναι η αναγνώριση ότι, εν τέλει, εξυπηρετεί και τον τελικό στόχο.
Βρισκόμαστε μπροστά στο ύψιστο παιδαγωγικό εργαλείο που καταφέρνει και συνδυάζει και το επιθυμητό της ξεκούραστης ευχαρίστησης και την ευθέως εξυπηρέτηση του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας με τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα: «Από αυτά συνάγεται καθαρά ότι η μουσική είναι σε θέση να προσδίδει ποιοτικά γνωρίσματα στον ψυχικό χαρακτήρα, και, εφόσον μπορεί να το κάνει αυτό, γίνεται σαφές ότι ενδείκνυται να παρέχεται ως εκπαιδευτικό αγαθό και να εκπαιδεύονται σε αυτή οι νέοι. Επιπλέον αρμόζει να παρέχεται μουσική αγωγή σε αυτή την ηλικία, γιατί οι νέοι λόγω της ηλικίας τους δεν υπομένουν με τη θέλησή τους τίποτε που στερείται ευχαρίστησης, η μουσική όμως από τη φύση της ενέχει ευχαρίστηση». (1340b 10 – 17).
Η αναγνώριση ότι η νέοι είναι δύσκολο να υπομείνουν οτιδήποτε στερείται ευχαρίστησης, είναι η αποδοχή ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι συνυφασμένη με τη χαρά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αποσκοπεί στη χαρά, ότι πρέπει δηλαδή να εκληφθεί ως διασκέδαση: «Βέβαια ότι δεν είναι σωστό η εκπαίδευση των παιδιών να γίνεται με σκοπό τη διασκέδαση, είναι αναμφισβήτητο (γιατί δεν παίζουν οι μαθητές όσο κάνουν μάθημα, καθώς η μάθηση είναι μια κοπιαστική διαδικασία)». (1339a 26 – 29).
Η εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιεί τη χαρά προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της. Κι αυτές είναι οι λεπτές παιδαγωγικές ισορροπίες που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου