Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις IV - Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι (4.70-4.92)

τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας, [στρ. δ]
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος
δῆσεν ἅλοις; θέσφατον ἦν Πελίαν
ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν χεί-
ρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις.
ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ,
πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος
75 τὸν μονοκρήπιδα πάντως
ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ,
εὖτ᾽ ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον
χθόνα μόλῃ κλειτᾶς Ἰαολκοῦ,

ξεῖνος αἴτ᾽ ὦν ἀστός. ὁ δ᾽ ἦρα χρόνῳ [αντ. δ]
ἵκετ᾽ αἰχμαῖσιν διδύμαισιν ἀνὴρ ἔκ-
παγλος· ἐσθὰς δ᾽ ἀμφοτέρα νιν ἔχεν,
ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμό-
ζοισα θαητοῖσι γυίοις,
ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους·
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ᾽ ἀγλαοί,
ἀλλ᾽ ἅπαν νῶτον καταίθυσ-
σον. τάχα δ᾽ εὐθὺς ἰὼν σφετέρας
ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος
85 ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου.

τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ᾽ ἔμ- [επωδ. δ]
πας τις εἶπεν καὶ τόδε·
«Οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων,
οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις
Ἀφροδίτας· ἐν δὲ Νάξῳ φαντὶ θανεῖν λιπαρᾷ
Ἰφιμεδείας παῖδας, Ὦτον καὶ σέ, τολ-
μάεις Ἐπιάλτα ἄναξ.
90 καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν,
ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον,
ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτά-
των ἐπιψαύειν ἔραται.»

***
Ποιά να ᾽ταν άραγε η αρχή του ταξιδιού που τους περίμενε; [στρ. δ]
Ποιός κίνδυνος τους έδεσε με κρατερά αδαμάντινα καρφιά;Ήταν γραφτό ο Πελίας απ᾽ των περίλαμπρων των Αιολιδών τα χέριανα πεθάνει ή από τις αλύγιστες βουλές τους.Ήρθε παγερό το μάντεμα στην έξυπνη καρδιά του·του το ᾽παν πλάι στον ομφαλό, που κέντρο είναιτης πλουσιόδεντρης μητέρας:75με κάθε τρόπο από τον μονοσάνταλο πολύ να φυλαχτεί,όταν από το απόκρημνο κατάλυμά τουθενά ᾽ρθει στην περίβλεπτη γη της ξακουστής Ιωλκού,
ή ξένος λάχει να ᾽ναι αυτός ή συμπολίτης. [αντ. δ]Και σαν έφτασε η ώρα, εκείνος ήρθε,ένας έκπαγλος άντρας με δίδυμα κοντάρια,80και δυο φορούσε ρούχα, το ντόπιο των Μαγνήτων,που εφάρμοζε στο εξαίσιο κορμί του,και πάνωθέ του μια δορά από λιοπάρδαλη,που από τις ριγηλές τον φύλαγε βροχές·κι άκοφτα τα πανέμορφα σγουρά μαλλιά τουπέφτανε κυματίζοντας σ᾽ ολόκληρη την πλάτη.Ευθυτενής γοργά προχώρησε και, δοκιμάζονταςτην άτρομη θέλησή του, στην αγορά85που ήταν γεμάτη κόσμο στάθηκε.
Κανείς δεν τον εγνώριζε, μα τον θαυμάζαν όλοι, [επωδ. δ]και κάποιος μάλιστα είπε τούτον τον λόγο:«Αυτός εδώ δεν πρέπει να ᾽ναι ο Απόλλωνας,μα ούτε και της Αφροδίτης ο άντρας με το χάλκινο άρμα.Όσο για τα παιδιά της Ιφιμέδειας,τον Ώτο και σένα, άρχοντα τολμηρέ Εφιάλτη,λένε πως πέθαναν στη λαμπερή τη Νάξο.90Αλλ᾽ όμως και τον Τιτυό με μια γοργή σαγίτα,που την επήρε απ᾽ την ανίκητη φαρέτρα της,τον πέτυχε η Αρτέμιδα, για να μην κυνηγά κανείςέρωτες που δεν είναι στη δύναμή του.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου