Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ 1955 - 1959
Η Ανακίνηση του Κυπριακου
Η ανακίνηση του Κυπριακού το 1949 - 1950 εγγράφεται στο πλαίσιο δύο αλληλοσυμπληρούμενων διαδικασιών, μιας ενδογενούς, δηλαδή του Ελληνικού αλυτρωτισμού, ο οποίος αποβλέπει στην Κύπρο ως το τελευταίο στην ουσία εναπομένον έδαφος με αναμφισβήτητη Ελληνική πλειοψηφία που πρέπει να συμπεριληφθεί στην Ελληνική επικράτεια, και μιας διεθνούς, του αντιαποικιακού ρεύματος, που οδηγεί με ταχύτητα στη διάλυση τις Ευρωπαϊκές αποικιακές Αυτοκρατορίες την επαύριον του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα τέθηκε με πρωτοβουλία των Ελληνοκυπρίων στο τέλος του 1949 όταν από έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό μεταξύ της κυπριακής Αριστεράς, με κύριο φορέα το Ανοθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (Α.Κ.Ε.Λ), και των αστικών δυνάμεων, υπό την ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, οργανώθηκε από την τελευταία η συλλογή υπογραφών που έμεινε γνωστή ως δημοψήφισμα υπέρ της ένωσης...
Το σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση δεν ήταν τόσο το διαδικαστικό, δεν επρόκειτο για δημοψήφισμα οργανωμένο με όλα τα τυπικά εχέγγυα, όσο το ότι η μαζική αυτή εκδήλωση αντικατόπτριζε το πραγματικό γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι, που συνιστούσαν το 80 % του πληθυσμού του νησιού, υποστήριζαν την ένωση. Η Ενωτική κίνηση θα προσέκρουε στη Βρετανική, αλλά και την Τουρκική άρνηση. Η Βρετανία θα αντιδρούσε στην ένωση από ένα μείγμα αφοσίωσης στην Αυτοκρατορική παράδοση, στρατηγικής σκοπιμότητας και, τελικά, διαφύλαξης της συνοχής της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Το Λονδίνο δεν ήταν διατεθειμένο να εγκαταλείψει το τελευταίο εδαφικό σημείο που διέθετε κατά κυριαρχία στην πύλη της Μέσης Ανατολής μετά τον τερματισμό της εντολής της στην Παλαιστίνη το 1947 - 1948. Συνυφασμένος με το αυτοκρατορικό γόητρο ήταν ο στρατηγικός παράγοντας, δηλαδή το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν αναγκαία για τη Βρετανική παρουσία στη Μέση Ανατολή, μια περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου και επομένως κρίσιμη για τη Βρετανική οικονομία. Τέλος, από το 1955, όταν θα εκδηλωνόταν η Τουρκική αντίδραση, την οποία είχε άλλωστε υποδαυλίσει η Βρετανική πολιτική, το Λονδίνο κατανοούσε ότι η Τουρκική ανοχή σε οποιαδήποτε διευθέτηση του Κυπριακού ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Οι κυβερνήσεις των συνασπισμών του Κέντρου της περιόδου 1950 - 1952 δεν ήταν διατεθειμένες να υποστηρίξουν το ενωτικό αίτημα των Ελληνοκυπρίων. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε μόλις τερματιστεί και η Ελλάδα εξαρτάτο από την Αμερικανική βοήθεια αλλά και τη Βρετανική καλή θέληση, παρά το γεγονός ότι η Βρετανία μετά την εξαγγελία του δόγματος Truman το 1947 δεν καθόριζε πλέον τις εξελίξεις στην περιοχή και την ίδια την Ελλάδα. Η κατάσταση στην Αθήνα θα μεταβαλλόταν τον Νοέμβριο του 1952 με την επικράτηση στις εκλογές του συντηρητικού Ελληνικού Συναγερμού υπό την ηγεσία του στρατάρχη Παπάγου.
Ο τελευταίος διακατεχόταν από αυτοπεποίθηση, καθώς διέθετε ισχυρότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν αισθανόταν δέος από το Βρετανικό Αυτοκρατορικό γόητρο, αλλά ήταν ταυτόχρονα ένθερμος Ατλαντιστής. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του Κυπριακού από το 1954 και μετά, σημαντικός και αυξανόμενος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και η Βρετανία εμφανιζόταν ως ο κύριος διπλωματικός χειριστής του. Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου σήμαινε ότι ο ρόλος τους ήταν κομβικός, ιδίως σε μια εποχή που στα Ηνωμένα Έθνη δεν κυριαρχούσαν ακόμα οι αδέσμευτες χώρες.
Η ανακίνηση του Κυπριακού το 1954 έθετε τους Αμερικανούς ενώπιον μιας έκδηλα αντιφατικής κατάστασης: Αφενός, επρόκειτο για αίτημα αυτοδιάθεσης από ένα λαό που ζούσε στο πλαίσιο μιας αποικιακής Αυτοκρατορίας. Το αντιαποικιακό πνεύμα παρέμενε ισχυρό στην Αμερικανική πολιτική σκέψη. Ταυτόχρονα, όμως, η Κύπρος ανήκε στον ισχυρότερο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, τη Βρετανία, και απειλούσε να φέρει σε οξύτατη αντίθεση δύο άλλους συμμάχους στη νοτιοανατολική πτέρυγα του Ν.Α.Τ.Ο, την Ελλάδα και την Τουρκία. Η αποσταθεροποίηση της συνοχής της συμμαχίας στο σημείο αυτό θα δημιουργούσε ασφαλώς ευκαιρίες για τη Σοβιετική πολιτική.
Συνεπώς, η Ουάσιγκτον βρισκόταν αντιμέτωπη με την αντίφαση μεταξύ του ισχυρού αντιαποικιακού αισθήματος, το οποίο δεν συνιστούσε μια απλή ιδεαλιστική αναζήτηση, αλλά και ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα στη διεθνή σκηνή τη μεταπολεμική εποχή, και των σκοπιμοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Αξιολογώντας την Αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό τείνουμε συνήθως να την αντιμετωπίζουμε ex post και εκ του αποτελέσματος. Αξονική σημασία έχουν στην αξιολόγησή μας το πραξικόπημα της χούντας και η Τουρκική εισβολή του 1974.
Η πολιτική ανοχής του πραξικοπήματος και των Τουρκικών στρατιωτικών επεμβάσεων θεωρείται ότι αποτελούν την κατάληξη μιας Αμερικανικής προσέγγισης, οι πηγές της οποίας πρέπει να αναζητηθούν στη δεκαετία του 1950, στις απαρχές δηλαδή του Κυπριακού. Αυτό είναι εν μέρει μόνο ακριβές. Στην περίοδο 1954 - 1959, η οποία μας απασχολεί εδώ, η Ουάσιγκτον επιχείρησε πράγματι να διαμορφώσει μια πολιτική συμβατή με τα στρατηγικά της συμφέροντα. Αυτό δεν είναι παράδοξο ούτε αναγκαστικά αθέμιτο. Η διαμόρφωση πάντως της Αμερικανικής πολιτικής δεν ήταν μονοσήμαντη ούτε κατ’ ανάγκην στερούσε την Ελληνική και την Ελληνοκυπριακή πλευρά από ορισμένες ευκαιρίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονταν δέκτης των απόψεων των συμμάχων τους για το Κυπριακό και των αιτημάτων τους για υποστήριξη από το τέλος Αυγούστου του 1953. Προς το τέλος αυτού του μήνα ο Στέφανος Στεφανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Παπάγου, ενημέρωνε την Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα ότι ο στρατάρχης επρόκειτο να θέσει το θέμα στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να σημειωθεί κάποια θετική εξέλιξη. Η Αθήνα προσδοκούσε ότι θα αναγνωριζόταν επί της αρχής το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και στη συνέχεια, μετά την πάροδο δύο ή τριών ετών, οι τελευταίοι θα καλούνταν να αποφασίσουν σε δημοψήφισμα αν θα επιθυμούσαν την ένωση ή την ανεξαρτησία.
Η Ελληνική κυβέρνηση δεν ζητούσε τόσο την Αμερικανική υποστήριξη έναντι της Βρετανίας όσο έναντι του Μακαρίου, καθώς η ανησυχία της οφειλόταν στο ενδεχόμενο προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη από κάποια χώρα που θα αποφάσιζε να υποστηρίξει την προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Η Αμερικανική απάντηση ήταν αρνητική, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπήρχε αμφιβολία για το θεμέλιο της Ελληνικής αισιοδοξίας σχετικά με την πιθανή ανταπόκριση των Βρετανών στο Ελληνικό διάβημα για αναγνώριση της αυτοδιάθεσης. Η αμφιβολία αυτή δικαιώθηκε πλήρως από τη συνάντηση Παπάγου - Eden τον Σεπτέμβριο.
Από το Βρετανικό πρακτικό είναι προφανές ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών δεν επρόκειτο να συζητήσει το θέμα, αμφισβητούσε τη βάση του Ελληνικού αιτήματος και δεν αποκρυπτόταν ακόμα και από ένα προσεκτικά διατυπωμένο έγγραφο ο ψυχρός έως αγενής τόνος στη διατύπωση των απόψεών του. Τον Ιανουάριο του 1954 οι Βρετανοί θα απευθύνονταν με τη σειρά τους στους Αμερικανούς. Η απόρριψη του διαβήματος του Παπάγου τον Σεπτέμβριο καθιστούσε βέβαιη την Ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και ήταν προφανές ότι οι Βρετανοί επείγονταν για την εξασφάλιση της Αμερικανικής υποστήριξης.
Ζητούσαν να πληροφορηθούν κατά πόσον οι Αμερικανοί παρέμεναν δεσμευμένοι σε προηγούμενη συνεννόησή τους σχετικά με το ευκταίο της διατήρησης της Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο, αν ήταν αντίθετοι με την έγερση του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη και αν σκόπευαν να αναλάβουν προσπάθεια αποτροπής Ελληνικής προσφυγής στο διεθνή οργανισμό. Στις 10 Μαρτίου του 1954 η Ουάσιγκτον θα γινόταν δέκτης και Τουρκικού διαβήματος, με το οποίο θα εκδηλωνόταν διπλωματικά για πρώτη φορά το Τουρκικό ενδιαφέρον για το νησί.
Οι Τούρκοι είχαν ήδη ενημερώσει την Αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα ότι οι Βρετανοί είχαν επιχειρήσει να προσεγγίσουν την Τουρκική κυβέρνηση με στόχο την εξασφάλιση υποστήριξης σε περίπτωση Ελληνικής προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη. Η Τουρκική κυβέρνηση ήταν σαφής ότι δεν επεδίωκε αλλαγή κυριαρχίας στην Κύπρο. Αν παρά ταύτα κάτι τέτοιο ζητείτο από τους Έλληνες, η Τουρκική πλευρά τόνιζε ότι η όποια ρύθμιση του θέματος δεν μπορούσε να επέλθει με μόνο κριτήριο την ταυτότητα του πληθυσμού, αλλά και τη γεωγραφία. Από την άποψη αυτή η Τουρκία θεωρούσε ότι αντιμετώπιζε, δυνητικά τουλάχιστον, απειλή της ασφάλειάς της αν η Κύπρος περνούσε στην Ελληνική κυριαρχία.
Εκτός αυτού, υπήρχε και Τουρκική μειονότητα (18 % του πληθυσμού) που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, αλλά προφανές ήταν ήδη από την αρχή της ιστορίας του Κυπριακού ότι το βασικό Τουρκικό ενδιαφέρον εντοπιζόταν στην ασφάλεια. Σε πρώτη φάση η Ουάσιγκτον πράγματι προσανατολίστηκε στη διατήρηση του καθεστώτος κυριαρχίας στο νησί ως είχε και στην αποτροπή συζήτησης της Ελληνικής προσφυγής στον Ο.Η.Ε. Οι Αμερικανοί κατανοούσαν ότι οι Βρετανοί βρίσκονταν σε δεινή θέση στη Μέση Ανατολή και πως ιδίως μετά την αναδίπλωσή τους από το Σουέζ το 1954 η Κύπρος αποτελούσε το τελευταίο Βρετανικό προπύργιο στον ευαίσθητο αυτό γεωστρατηγικό χώρο.
Οι Αμερικανοί είχαν επίσης, αναμφίβολα, συνείδηση ότι η Βρετανική παρουσία ήταν φθίνουσα, αλλά ταυτόχρονα απέβλεπαν σε μια συντεταγμένη και σε βάθος χρόνου αναδίπλωση, όχι σε μια αιφνιδιαστική κατάρρευση ή εκδίωξη των Βρετανών, που θα έθετε άλλωστε σε κίνδυνο και τα δυτικά συμφέροντα στο σύνολό τους. Παράλληλα, όμως, η Βρετανική εμμονή γινόταν αντιληπτό ότι ενδεχομένως αντιστρατευόταν τη λογική των διεθνών εξελίξεων. Κάτι τέτοιο προκύπτει ασφαλώς από την απάντηση του Αμερικανικού Γενικού Επιτελείου σχετικά με τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, η χρήση του νησιού για τις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν αναγκαία.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Αμερικανικό Γενικό Επιτελείο είχε επισημάνει ότι τα Βρετανικά αεροδρόμια ήταν διαθέσιμα στην Αμερικανική Αεροπορία για αποστολές μέσου βεληνεκούς, ενώ ταυτόχρονα οι Αμερικανοί είχαν βοηθήσει στην εγκατάσταση στην Κύπρο ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης. Όπως όμως τόνιζε το Αμερικανικό υπουργείο Άμυνας το 1954, αυτό δεν σήμαινε ότι η Βρετανική κυριαρχία έπρεπε να διαιωνιστεί.
Επίσης, ως προς την αξιολόγηση του Τουρκικού παράγοντα είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι σ’ αυτή την πρώτη φάση του Κυπριακού, και έως περίπου την άνοιξη του 1957, ο Τουρκικός παράγοντας, παρά το γεγονός ότι υπολογίζεται σοβαρά από την Ουάσιγκτον, δεν θεωρείται ότι διαθέτει αρνησικυρία για την πολιτική λύση του ζητήματος. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι η Αμερικανική πολιτική ήταν άμεσα προσανατολισμένη προς την αυτοδιάθεση. Το αντίθετο. Το State Department θα αποφάσιζε να αντιταχθεί στη συζήτηση του θέματος στη γενική συνέλευση, αλλά θα εξέταζε όλες τις διαδικαστικές δυνατότητες προκειμένου να μη χρεωθεί στην Αμερικανική πολιτική πλήρης εγκατάλειψη της αρχής της αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο του οργανισμού.
Η Ουάσιγκτον θα κατέληγε στην αποχή από την ψηφοφορία στην επιτροπή, κάτι που επέτρεπε την τυπική εισαγωγή του θέματος στην ημερήσια διάταξη, αλλά στη γενική συνέλευση θα επετύγχανε να ψηφιστεί μια ανώδυνη απόφαση που διελάμβανε ότι το Σώμα είχε θεωρήσει μη σκόπιμη τη συζήτηση «προς το παρόν». Παράλληλα, από τον Ιούλιο του 1954 και μετά, οι Αμερικανοί είχαν εισαγάγει στο παρασκήνιο τη φόρμουλα μιας διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των Βρετανών και των Ελληνοκυπρίων με στόχο την εγκαθίδρυση ενός συστήματος αυτοκυβέρνησης ως πρώτου σταδίου προς την αυτοδιάθεση.
Οι Βρετανοί δεν απέρριπταν τη φόρμουλα της αυτοκυβέρνησης αλλά ταυτόχρονα δεν βιάζονταν για την εφαρμογή της, καθώς προείχε από την οπτική τους η απόρριψη της Ελληνικής προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση, η τελευταία αυτή εξέλιξη μάλλον επιβάρυνε τη διαχείριση του Κυπριακού παρά διευκόλυνε τους χειρισμούς των δυτικών δυνάμεων. Η συντηρητική κυβέρνηση υπό τον Παπάγο αισθάνθηκε έντονη πολιτική πίεση στο εσωτερικό, η οποία συνυφαινόταν με την πρώτη μαζική έκρηξη αντιαμερικανισμού στην Ελληνική πολιτική.
Το κρίσιμο στοιχείο που εισαγόταν στην πολιτική εξίσωση ήταν η διείσδυση αυτού του αντιαμερικανισμού σε ευρύτερα στρώματα και πολιτικές ευαισθησίες, δηλαδή δεν περιοριζόταν πλέον στην παραδοσιακή Αριστερά που ήταν αυτονόητα αντιαμερικανική λόγω της Αμερικανικής παρέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά εκτεινόταν ακόμα και στο συντηρητικό χώρο. Η ίδια η κυβέρνηση δεν επρόκειτο, άλλωστε, να παραμείνει αδιάφορη, αλλά θα αποφάσιζε να κλιμακώσει την πίεση υιοθετώντας πλέον την ένοπλη στρατηγική.
Με την υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης ο συνταγματάρχης Γρίβας θα εγκαινίαζε τον ένοπλο αγώνα της εθνικής οργάνωσης Κυπρίων αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α) την 1η Απριλίου 1955. Η έκρηξη του ένοπλου αγώνα αιφνιδίασε τους Βρετανούς που δεν πίστευαν ότι οι Ελληνοκύπριοι θα προχωρούσαν σε αυτή τη μορφή διεκδίκησης. από το σημείο αυτό όμως και μετά, οι διπλωματικές εξελίξεις θα πύκνωναν, καθώς ο Βρετανικός παράγων θα βρισκόταν υπό την πίεση και της ένοπλης στρατηγικής.
Στις 29 Αυγούστου θα συνερχόταν στο Λονδίνο, έπειτα από πρόσκληση της Βρετανικής κυβέρνησης, τριμερής διάσκεψη με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας με στόχο τη συζήτηση του Κυπριακού στο πλαίσιο της στρατηγικής κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ελληνική κυβέρνηση, με Αμερικανική υπόδειξη, αποδέχθηκε την πρόσκληση αν και επρόκειτο για έμπρακτη αναγνώριση του Τουρκικού ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, χωρίς να έχει υπάρξει ο παραμικρός προϊδεασμός για το πολιτικό πλαίσιο μιας διευθέτησης.
Το κυριότερο Αμερικανικό επιχείρημα ήταν ότι επρόκειτο για την πρώτη φορά κατά την οποία η Βρετανία αναγνώριζε σε άλλους το δικαίωμα συζήτησης για την Κύπρο και συνεπώς επρόκειτο για μια διαδικασία από την οποία η Αθήνα δεν έπρεπε να λείψει. Η Ελληνική κυβέρνηση τη στιγμή εκείνη ήταν πρακτικά ακέφαλη. Ο Παπάγος ασθενούσε από την άνοιξη του 1955 και την κυβέρνηση διηύθυναν μόνο εν μέρει, αφού δεν είχε οριστεί αναπληρωτής του ασθενούντος πρωθυπουργού, οι αντιπρόεδροι Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας αντίστοιχα.
Η διάσκεψη κατέληξε σε ναυάγιο, αφού οι πολιτικές στρατηγικές της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν αμοιβαία αποκλειστικές: Η Αθήνα εξακολουθούσε να ζητά την ένωση ύστερα από βραχύ στάδιο αυτοκυβέρνησης και δεν θεωρούσε ικανοποιητικές τις σχετικές βρετανικές προτάσεις εκτιμώντας ότι επρόκειτο κατά βάση για την εισαγωγή αποικιακού συντάγματος, ενώ η Τουρκία επέμενε στη διατήρηση της Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Αν, τόνιζε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, ετίθετο θέμα αλλαγής κυριαρχίας, η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία, η οποία την είχε παραχωρήσει στη Βρετανία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Αυτό που οδήγησε την κατάσταση σε εκρηκτικό σημείο ήταν τα όσα ακολούθησαν. Στις 6 και τις 7 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, αλλά και άλλες μη Μουσουλμανικές μειονότητες, υπέστησαν ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ, το οποίο η ιστορική έρευνα έχει δείξει ότι ήταν οργανωμένο από την Τουρκική κυβέρνηση με μοχλό το μηχανισμό του κυβερνώντος δημοκρατικού Κόμματος. Οι Αμερικανοί αιφνιδιάστηκαν από την εξέλιξη αυτή, η οποία όμως ερμηνεύθηκε σε ένα στενό, Αμερικανικού ενδιαφέροντος, πλαίσιο.
Ενώ μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση θα λάμβανε υπόψη το ιστορικό βάρος της Ελληνοτουρκικής διαφωνίας για την Κύπρο, η Ουάσιγκτον θορυβήθηκε για τις επιπτώσεις που είχε αυτή η διαφορά στη συνοχή του Ν.Α.Τ.Ο και συνεπώς στη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Στον Αμερικανικό διπλωματικό σχεδιασμό αποκτούσε συνεπώς επείγοντα χαρακτήρα η αποστολή μηνυμάτων προς την Ελληνική και την Τουρκική ηγεσία σχετικά με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε η διαμάχη τους για τη συμμαχική υπόθεση. Η Αμερικανική παρέμβαση έλαβε τη μορφή ταυτόσημου μηνύματος του υπουργού Εξωτερικών John Foster Dulles προς τις δύο κυβερνήσεις.
Από δημοσιευμένα Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα προκύπτει ότι αυτή δεν ήταν η μόνη Αμερικανική παρέμβαση σχετικά με τα επεισόδια της Κωνσταντινούπολης. Για την ακρίβεια, το μήνυμα Dulles δεν αφορούσε τα επεισόδια αυτά καθ’ εαυτά, αλλά τις πολιτικές τους συνέπειες, όπως τις έβλεπε η Αμερικανική πλευρά. Αντίθετα, για τα ίδια τα επεισόδια είχε σταλεί άλλο μήνυμα προς την Άγκυρα, δύο ημέρες πριν, όπου η Αμερικανική αντίληψη ήταν πιο σαφής, γινόταν μάλιστα λόγος και για την αδράνεια των δυνάμεων ασφαλείας. Εξακολουθούσε, όμως, να είναι εμφανές το έλλειμμα αποδοκιμασίας και συνεπειών για το διωγμό αυτό.
Το μήνυμα Dulles προκάλεσε νέα κλιμάκωση του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, καθώς ερμηνεύθηκε ως εξίσωση του θύτη και του θύματος και γενικότερα ως μια εκδήλωση του κυνισμού μιας μεγάλης δύναμης. Ταυτόχρονα εξελισσόταν εντός πραγματικής και θεσμικής αβεβαιότητας και η τελευταία φάση της διαδικασίας διαδοχής του στρατάρχη Παπάγου. Η κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα δεν αναγνώριζαν ότι υφίστατο κενό στην κορυφή της κυβέρνησης ούτε υπήρχε κάποια συμφωνημένη ή εθιμική διαδικασία διαδοχής, αν και τον Απρίλιο του 1946 ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος είχε εκλεγεί με ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος.
Το στέμμα εκινείτο προσεκτικά σε μια προσπάθεια ανάκτησης της θέσης επιρροής που είχε απολέσει προς όφελος του στρατάρχη το 1952. Ήδη από την άνοιξη του 1955 είχε κινήσει το ενδιαφέρον των ανακτόρων η περίπτωση του υπουργού δημοσίων Έργων Κωνσταντίνου Καραμανλή. Νέος για τα Ελληνικά πολιτικά δεδομένα στην ηλικία των 48 ετών, δραστήριος και διοικητικά επαρκής, έδινε στο βασιλιά την εντύπωση ότι θα μπορούσε να αναζωογονήσει τη συντηρητική παράταξη. Εξακολουθούσε, όμως, να υφίσταται το θέμα του προβαδίσματος των δύο αντιπροέδρων. Στο τέλος του Αυγούστου του 1955 ο Βρετανός πρεσβευτής sir Charles Peake συμπέραινε ότι ο Καραμανλής αποτελούσε την ιδεώδη επιλογή του βασιλιά και των Αμερικανών.
Τον Σεπτέμβριο οι αντιπρόεδροι είχαν φθαρεί ως συνέπεια της ακυβερνησίας και της κακής διαχείρισης του Κυπριακού. Το πρόβλημα εξάλλου συμπλεκόταν και με τους προβληματισμούς του Αμερικανικού παράγοντα. Στις 22 Σεπτεμβρίου ο αρχηγός της CIA Allen Dulles ενημέρωνε τον υπουργό Εξωτερικών John Foster Dulles ότι η περίπτωση του Καραμανλή και οι προοπτικές του είχαν ελκύσει την προσοχή των Αμερικανικών υπηρεσιών. Ο υπουργός δημοσίων Έργων εμφανιζόταν να έχει μια συμβιβαστική αντίληψη για το Κυπριακό που εντοπιζόταν στην ανάγκη εγκατάλειψης της άμεσης εφαρμογής της αυτοδιάθεσης προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα σχήμα αυτοκυβέρνησης.
Ο ίδιος ο Καραμανλής εμφανιζόταν να μην επιθυμεί τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση υπό τον Στεφανόπουλο, η οποία ήδη, χωρίς να έχει σχηματιστεί, προεξοφλείτο ότι θα ήταν «μεταβατική». Προφανές ήταν ότι οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τις προοπτικές του Καραμανλή, αλλιώς δεν είναι ερμηνεύσιμο το γεγονός της σύνταξης και της αποστολής ενός υπομνήματος σε αυτό το υψηλό επίπεδο. Ο υπουργός δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Παπάγου κατανοούσε προφανώς ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να επιβάλει λύση της αρεσκείας της έναντι της συνδυασμένης αντίθεσης της Βρετανίας και της Τουρκίας.
Έτσι, ο Καραμανλής είχε ήδη στις 13 Σεπτεμβρίου υποστηρίξει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι η πολιτική της διεθνοποίησης απέτυχε και ότι ήταν αναγκαία η εξασφάλιση της Αμερικανικής συμπαράστασης για μια συμβιβαστική λύση του Κυπριακού, το οποίο απειλούσε με γενικότερη πολιτική αποσταθεροποίηση την Ελλάδα. Εκτιμούσε ότι οι Αμερικανοί είχαν φανεί εξαρχής ειλικρινείς έναντι της Αθήνας. Τον προβληματισμό αυτό, καθώς και την ανησυχία για τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική λίγα μόλις χρόνια μετά τον Εμφύλιο απηχούσε και το περιεχόμενο του λεγομένου Μνημονίου Πιπινέλη, το οποίο αποκαλύφθηκε τρία χρόνια μετά.
Ο συντάκτης του ήταν έμπειρος διπλωμάτης, αλλά τελικά, παρά τη σχετική πρόβλεψη των Αμερικανών, δεν θα συμμετείχε ως υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Καραμανλής. Το ενδιαφέρον των Αμερικανών σε σχέση με τον Καραμανλή αφορούσε άμεσα στο Κυπριακό, αλλά όχι μόνο. Πρέπει, επίσης, να συνυπολογιστεί η ανησυχία των Αμερικανικών υπηρεσιών για τις προοπτικές της Ελληνικής συντηρητικής παράταξης, η οποία στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανιζόταν από την αμερικανική οπτική ως η μόνη αξιόπιστη πολιτική λύση, καθώς το Κέντρο ήταν κατακερματισμένο και ένα τμήμα του έρρεπε σε συνεργασία με την Αριστερά.
Γίνεται συνεπώς προφανές ότι η επιλογή πρωθυπουργού αφορούσε στην επιβίωση του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος γενικά. Στις 5 Οκτωβρίου, την επομένη του θανάτου του Παπάγου, ο βασιλιάς θα καλούσε τελικά τον Καραμανλή και θα του έδινε την εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης χωρίς να αναμείνει την εκλογή νέου αρχηγού από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Ελληνικού Συναγερμού. Ο Αμερικανός πρεσβευτής τηλεγράφησε στην Ουάσιγκτον ότι η απόφαση ήταν μη αναμενόμενη, αλλά είναι προφανές ότι η απόφανση αυτή αφορούσε στο χρόνο και όχι την ουσία της επιλογής.
ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ HARDING ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ HOLMES ΚΑΙ ΣΤΗ ''ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ''
Τη στιγμή της ανόδου του Καραμανλή στην πρωθυπουργία εγκαινιάστηκε η διαδικασία διαλόγου μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου στη Λευκωσία. Ο νέος κυβερνήτης στρατάρχης Harding ήταν κομιστής μιας πρότασης του Λονδίνου, που προέβλεπε την εγκαθίδρυση συστήματος αυτοκυβέρνησης, αλλά και, κάτι που ασφαλώς συνιστούσε τη μεγάλη αλλαγή στη Βρετανική πολιτική, αναγνώριση της αρχής της αυτοδιάθεσης, χωρίς όμως συγκεκριμένη ημερομηνία εφαρμογής της. Οι διαπραγματεύσεις Harding - Μακαρίου, που απετέλεσαν μία από τις ευκαιρίες για να τεθεί το Κυπριακό σε τροχιά ομαλής λύσης, επρόκειτο να εξελιχθούν από τις αρχές Οκτωβρίου του 1955 έως το τέλος Φεβρουαρίου του 1956.
Η Τουρκία είχε αποκλειστεί από τις συνομιλίες, καθώς το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης είχε εμφανώς εξασθενίσει τη διαπραγματευτική της θέση. Η Άγκυρα δεν είχε διαγραφεί, όμως, ως αναγκαίος παράγοντας για την επίλυση του Κυπριακού και εξ αυτού οι Βρετανοί είχαν υπόψη τους ότι ήταν αδύνατο να υπερβούν ορισμένα όρια στις συνομιλίες τους με τον Μακάριο. Ο Μακάριος, από την άλλη πλευρά, αν και αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Ελλήνων της Κύπρου, έπρεπε να λάβει υπόψη του την πιθανή αντίδραση του κύκλου των αδιαλλάκτων περί το μητροπολίτη της Κυρηνείας, καθώς και του ίδιου του Γρίβα. Προκειμένου να προχωρήσει σε συμβιβασμό, επιθυμούσε να έχει την υποστήριξη της Αθήνας.
Ο Καραμανλής, επικρινόμενος από την αντιπολίτευση για εξασφάλιση της βασιλικής εύνοιας, η οποία από την οπτική της αντιπολίτευσης συσχετιζόταν και με το χειρισμό του Κυπριακού, και καθώς προγραμμάτιζε εκλογές για τον Φεβρουάριο του 1956, ήθελε να αποφύγει την ανοιχτή άσκηση πίεσης προς τον Μακάριο. Ασκώντας μια πολιτική φιλικής πειθούς προς την Ελληνοκυπριακή πλευρά, επανειλημμένα θα τόνιζε το επιθυμητό ενός συμβιβασμού, ενώ παράλληλα θα μετέφερε προς την Αμερικανική και τη Βρετανική πλευρά την ανάγκη ικανοποίησης αιτημάτων των Ελληνοκυπρίων ώστε να επιτευχθεί ο συμβιβασμός αυτός.
Τη διαχείριση του ζητήματος θα είχε ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Θεοτόκης, αναμφισβήτητα φιλοδυτικός και πεπεισμένος και αυτός για την αναγκαιότητα του συμβιβασμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να διευρύνουν τα περιθώρια της πολιτικής διευθέτησης ασκώντας πίεση κατά κύριο λόγο στους Βρετανούς. Στη βάση αυτής της Αμερικανικής τακτικής βρίσκονταν η εκτίμηση ότι η επιβίωση του Καραμανλή ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και η αναγνώριση ότι τα περιθώρια ελιγμών του νέου συντηρητικού πρωθυπουργού ήταν μικρά, ιδίως εν όψει επερχομένων εκλογών.
Αντίθετα, οι Βρετανοί δεν ήταν της ίδιας άποψης, καθώς εκτιμούσαν ότι ακόμα και αν ο Καραμανλής ανατρεπόταν, η όποια εναλλακτική λύση δεν θα ήταν προσανατολισμένη στη διάρρηξη των δεσμών της Ελλάδας με τη δύση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έστω και απρόθυμα, οι Βρετανοί, υπό την Αμερικανική πίεση, θα παρουσίαζαν βελτιωμένες εκδοχές του σχεδίου τους. Οι απαιτήσεις του Μακαρίου συνοψίζονταν σε παροχή γενικής αμνηστίας, αυτονόητη προϋπόθεση για την υποστήριξη της όποιας λύσης εκ μέρους της Ε.Ο.Κ.Α, σαφέστερη αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, υπαγωγή των εσωτερικών υποθέσεων στην εξουσία του προέδρου της κυβέρνησης αντί του κυβερνήτη.
Ο οποίος θα διατηρούσε τα πεδία Εξωτερικών και Άμυνας, γενικότερα διεύρυνση των εξουσιών της αιρετής νομοθετικής συνέλευσης και κυρίως διασφάλιση της Ελληνικής πλειοψηφίας της τελευταίας. Προς το τέλος Δεκεμβρίου του 1955 οι συνομιλίες είχαν φθάσει σε κρίσιμο σημείο και ο Καραμανλής προϊδέαζε την Αμερικανική πρεσβεία στην Ελλάδα ότι το Κυπριακό δεν εμφάνιζε προοπτικές λύσης, ότι παρά ταύτα αποσπούσε μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς του και ότι ήταν αδύνατο η κατάσταση αυτή να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Προειδοποιούσε ότι σκεπτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο επίσπευσης των εκλογών, όπως και συνέβη, ή της παραίτησής του, ζητώντας έτσι έμμεσα να μην πιεστεί υπερβολικά για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Στο επόμενο διάστημα οι Αμερικανοί κατέβαλαν προσπάθεια για να μη διακοπούν οι διαπραγματεύσεις στη Λευκωσία, καθώς αυτό θα επιδρούσε δυσμενώς στο Κυπριακό αλλά και στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Προς το τέλος Φεβρουαρίου του 1956, αφού ο Καραμανλής εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου, οι Βρετανοί αποφάσισαν να τερματίσουν τις συνομιλίες, καλώντας τον Μακάριο να παύσει να προβάλλει συνεχώς νέες απαιτήσεις και να αποδεχθεί το πακέτο που του προσφερόταν. Ο Μακάριος δεν το αποδέχθηκε, καθώς απέμεναν αδιευκρίνιστα αρκετά σημεία, και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Στις 9 Μαρτίου οι Βρετανοί θα προχωρούσαν στο επόμενο βήμα εξορίζοντας τον Αρχιεπίσκοπο στις Σεϋχέλλες. Ανέστελλαν έτσι για μεγάλο διάστημα την προσπάθεια μιας ομαλής πολιτικής διευθέτησης του Κυπριακού έχοντας τη μάταιη ελπίδα ότι θα μπορούσε να αναδειχθεί μια πιο «μετριοπαθής» Ελληνοκυπριακή ηγεσία. Ο ίδιος ο Μακάριος υποστήριξε την άποψη ότι η απόσταση μεταξύ των θέσεών του και των Βρετανικών δεν ήταν μεγάλη. Όπως όμως προκύπτει από τα δημοσιευμένα Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα, η διαφορά αυτή δεν ήταν αμελητέα και αντανακλούσε θεμελιώδεις διαφορές που αφορούσαν στο ρόλο της Τουρκίας στο Κυπριακό.
Οι Βρετανοί αδυνατούσαν να παράσχουν τις διαβεβαιώσεις σχετικά με την Ελληνική πλειοψηφία της νομοθετικής συνέλευσης διότι γνώριζαν ότι η ισότιμη εκπροσώπηση αποτελούσε αδιαπραγμάτευτο αίτημα των Τούρκων. Επεδίωκαν, συνεπώς, να μεταθέσουν τη διαφωνία σε συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου που θα ακολουθούσαν την κατ’ αρχήν αποδοχή του σχεδίου Harding. Στην Αγγλο-Αμερικανική υπηρεσιακή συζήτηση του Μαρτίου του 1956, όπου αναδεικνύεται η σημασία του θέματος αυτού, τονίστηκε ιδιαίτερα από τους Βρετανούς ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν αντιληφθεί το βάθος και την ένταση της Τουρκικής αντίθεσης στην ένωση.
Η οποία, αν πραγματοποιείτο, θα απειλούσε τις σχέσεις της Τουρκίας με τις δυτικές δυνάμεις. Το διπλωματικό αδιέξοδο στο Κυπριακό και τα προβλήματα της Αθήνας εντάθηκαν, καθώς τη διακοπή των συνομιλιών ακολούθησε ένταση της Βρετανικής κατασταλτικής δραστηριότητας στην Κύπρο με την εκτέλεση των Καραολή και Δημητρίου, διαδηλώσεις στην Αθήνα αλλά και εμφάνιση συμπτωμάτων έλλειψης συνοχής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, τα οποία θα παρέμεναν έντονα έως το 1958.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων Μακαρίου - Harding, η οποία οδήγησε και στην παραίτηση του Θεοτόκη και την ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, δεν σήμαινε πάντως την εκ των προτέρων αποδοχή Τουρκικού veto από τους Αμερικανούς. Σταδιακά βέβαια η Τουρκική οπτική και οι συναφείς απαιτήσεις άρχιζαν να αποτελούν αντικείμενο πιο επισταμένης εξέτασης εκ μέρους των Αμερικανών. Τον Ιούλιο του 1956 ο αντιπρόεδρος Richard Nixon επρόκειτο να μεταφέρει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας τη βαθιά εντύπωση που του είχε προκαλέσει η ψυχολογική αντίδραση των Τούρκων στην ένωση.
Περίπου το ίδιο διάστημα, στις αρχές Ιουνίου, η ιδέα της διχοτόμησης εξεταζόταν στην Ουάσιγκτον, ο ίδιος ο πρόεδρος Eisenhower αναρωτιόταν μάλιστα κατά πόσον θα ήταν αδύνατον ο διαχωρισμός αυτός να επιλύσει το πρόβλημα. Η γνώμη του υπουργού Εξωτερικών John Foster Dulles, προφανώς υπό την επίδραση του State Department, ήταν αρνητική: Οι πληθυσμοί ήταν μικτοί σε όλο το νησί. Στο τέλος Αυγούστου το State Department θα κατέληγε σε μια φόρμουλα που αποτελούσε μείζονα εξέλιξη στην Αμερικανική πολιτική και συνιστούσε το σημείο όπου η Αμερικανική πολιτική βρέθηκε πλησιέστερα από ποτέ στη δεκαετία του 1950 στην υποστήριξη των Ελληνικών θέσεων για την αυτοδιάθεση.
Η πολιτική του State Department ήταν κρίσιμη για δύο λόγους:
Η αρρυθμία, που ήταν απότοκη της κρίσης του Σουέζ, δεν κατέστησε δυνατή την πρόοδο του σχεδίου Holmes. Σχετικά με την αξιολόγηση του σχεδίου Holmes και της πολιτικής του βαρύτητας, αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί είναι ότι οι Αμερικανικές θέσεις ήταν αρκετά εύπλαστες. Οι Αμερικανοί είχαν αποδειχθεί ικανοί να υποστηρίζουν σχέδια ή να εξετάζουν ευνοϊκά ιδέες που είχαν πολύ διαφορετικές πολιτικές βάσεις ή συνέπειες χωρίς να είναι ιδιαίτερα δεσμευμένοι σε κάτι από αυτά. Αυτό καταδείχθηκε με σαφήνεια τον Δεκέμβριο του 1956 με την υποβολή των συνταγματικών προτάσεων Radcliff εκ μέρους των Βρετανών.
Το ζήτημα δεν ήταν τόσο το περιεχόμενο των προτάσεων, επρόκειτο για ένα σύνταγμα αυτοκυβέρνησης μάλλον φιλελεύθερο, όσο μια πρόβλεψη εκτός του σχεδίου. Αυτή συνίστατο στη δήλωση της Βρετανικής κυβέρνησης ότι στο τέλος της περιόδου αυτοκυβέρνησης επρόκειτο να ληφθεί μια απόφαση ως προς την αυτοδιάθεση όχι από το σύνολο των Κυπρίων, αλλά από την κάθε εθνική κοινότητα, η οποία εθεωρείτο φορέας ιδίου και χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Αυτό βέβαια ισοδυναμούσε με αποδοχή της διχοτόμησης ως ενδεχόμενης πολιτικής λύσης. Η Αθήνα δεν μπορούσε υπό τις συνθήκες αυτές να εισέλθει σε συζήτηση για το σχέδιο Radcliff.
Από τα δημοσιευμένα Αμερικανικά αρχεία προκύπτει ότι ο Dulles είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, συζήτησε το ενδεχόμενο διχοτόμησης από τον Μάιο του 1956, αν και νεώτερη βιβλιογραφία έχει υποστηρίξει ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συζητούσε ένα είδος περιορισμένης εδαφικής αποζημίωσης για την Τουρκία ως αντάλλαγμα στην ένωση. Ούτως ή άλλως, το αντάλλαγμα αυτό φαινόταν πολύ μικρό για να ικανοποιηθεί η Άγκυρα, ενώ για την Αθήνα ήταν εν τέλει αδύνατο να αποδεχθεί την έννοια της διχοτόμησης ως βάση για συζήτηση.
Αυτό που απέμενε συνεπώς από την Αμερικανική οπτική ήταν η συζήτηση μιας άλλης λύσης, πέραν της ένωσης και της διχοτόμησης, αμοιβαία αποκλειόμενων από την Τουρκία και την Ελλάδα, που συνίστατο στην ανεξαρτησία της Κύπρου. Από τα σχετικά Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα της άνοιξης του 1957 προκύπτει ότι διαμορφώθηκε τότε από το State Department ένα περίγραμμα λύσης, του οποίου η λογική συνέπιπτε αυτή του καθεστώτος των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Οι Αμερικανοί προϋπέθεταν ότι θα επρόκειτο για καθεστώς δεσμευμένης ανεξαρτησίας.
Οι Βρετανοί θα είχαν το δικαίωμα να διατηρήσουν βάσεις κατά κυριαρχία, ενώ το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν προϊόν συνεννοήσεων μεταξύ των κυβερνήσεων της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Παράλληλα, θα εξελίσσονταν συνεννοήσεις των Βρετανών και με τους Έλληνες και τους Τούρκους του νησιού, ένδειξη ότι η έννοια των αποκλειστικών συνεννοήσεων με τους Ελληνοκυπρίους είχε πλέον ξεπεραστεί στην Αμερικανική σκέψη. Οι Αμερικανοί δεν προέβλεπαν κάποιο ιδιαίτερο ή θεσμοποιημένο ρόλο για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κύπρο.
Αλλά απέβλεπαν σε ένα «φιλικό διακανονισμό» προς όφελος της συμμαχικής συνοχής και της στρατηγικής χρήσης της Κύπρου εκ μέρους κρατών - μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η νέα Αμερικανική αντίληψη για τη δεσμευμένη ανεξαρτησία ως καταλληλότερη λύση διευκολυνόταν κατ’ αρχάς από την αντίστοιχη κατανόηση εκ μέρους της Αθήνας, ήδη από τον Μάρτιο του 1957, ότι η δεσμευμένη ανεξαρτησία αποτελούσε ενδεχομένως τη μόνη εναλλακτική λύση έναντι της διχοτόμησης. Η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετώπιζε βέβαια οξύτατη αντίδραση στο εσωτερικό και η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της δεν ήταν δεδομένη.
Τον Μάρτιο του 1957 οι Αμερικανοί θα καθιστούσαν γνωστή, μέσω της έκθεσης του Norman Armour στο Αμερικανικό Κογκρέσο, ότι θεωρούσαν την κυβέρνηση Καραμανλή ως τη μόνη διαθέσιμη πολιτική λύση στην Ελλάδα έναντι του κινδύνου διολίσθησης της χώρας προς μια ουδετερόφιλη εξωτερική πολιτική. Η Αμερικανική αυτή δήλωση προκαλούσε την οργή των Βρετανών, οι οποίοι δεν θεωρούσαν αναντικατάστατη την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά αντίθετα πίστευαν ότι η Αμερικανική υποστήριξη την καθιστούσε αδιάλλακτη στο Κυπριακό.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η υποστήριξη της Ουάσιγκτον καθιστούσε για ένα διάστημα περίπου απαγορευτική την ενθάρρυνση κινήσεων ανατροπής του Καραμανλή, οι οποίες εξελίσσονταν στο Αθηναϊκό πολιτικό παρασκήνιο. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι μετά την κρίση του Σουέζ οι Αγγλο-Αμερικανικές σχέσεις επρόκειτο να αποκατασταθούν. Η νέα συντηρητική κυβέρνηση υπό τον Harold Macmillan συνειδητοποιούσε τη μειωμένη ισχύ της Βρετανίας, τη δευτερεύουσα θέση της στη Μέση Ανατολή και την αδυναμία της να διαμορφώσει μια πολιτική ανεξάρτητη από την Αμερικανική.
Στο νέο αυτό πλαίσιο ο Βρετανός πρωθυπουργός θα ενθάρρυνε την αναθεώρηση της Βρετανικής πολιτικής στο Κυπριακό και την υιοθέτηση της παραδοχής ότι δεν ήταν πλέον αναγκαία η διατήρηση της κυριαρχίας σε όλη τη νήσο, αλλά μόνο σε βάσεις επ’ αυτής. Παράλληλα, συνειδητοποιούσε ότι ήταν αναγκαία η απελευθέρωση του Μακαρίου από τις Σεϋχέλλες, κάτι που ζητούσε επίμονα ο Καραμανλής και του υπέδειξαν άλλωστε και οι Αμερικανοί στην Αγγλο-Αμερικανική Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου του 1957, που σηματοδότησε την πλήρη αποκατάσταση των Αγγλο-Αμερικανικών σχέσεων. Αν αυτές ήταν οι κινήσεις που ευνοούσαν μια νέα προσέγγιση στο Κυπριακό, εξακολουθούσαν να υπάρχουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις.
Στην ίδια την Κύπρο η ιδέα της ανεξαρτησίας δεν είχε ευνοϊκή υποδοχή ούτε επρόκειτο να έχει έως τον Σεπτέμβριο του 1958, οπότε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριoς, εν όψει του αδιεξόδου που δημιουργούσε το τιθέμενο σε εφαρμογή σχέδιο Macmillan, θα αναζητούσε στη φόρμουλα της ανεξαρτησίας τη διέξοδο από την απειλούμενη συγκυριαρχία. Στην Ελλάδα η Ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της δύναμης που διέθετε η παράδοση του Ελληνικού αλυτρωτισμού, απέφευγε να υποστηρίξει δημόσια αυτό που υποστήριζε στο διπλωματικό παρασκήνιο, δηλαδή τη δεσμευμένη ανεξαρτησία.
Αυτό θα διαρκούσε έως τον Ιούλιο του 1958, οπότε με την ανώνυμη αρθρογραφία του στην «Καθημερινή» ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ θα υποστήριζε την ανάγκη εγκατάλειψης της άμεσης επιδίωξης της αυτοδιάθεσης εν ονόματι της ανάγκης αποκατάστασης των συμμαχικών δεσμών της Ελλάδας προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο θεωρούμενος ως πάγιος γεωπολιτικός από Βορρά κίνδυνος. Στροφή για την Ελληνική πολιτική απετέλεσε η πολιτική κρίση του Μαρτίου του 1958 και η διεξαγωγή νέων εκλογών στις 11 Μαΐου, που απέδωσαν στον Καραμανλή και τους συντηρητικούς αυτοδύναμη και ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η κρίση εκδηλώθηκε με την παραίτηση από την κυβέρνηση των νέων και δυναμικών υπουργών Εμπορίου και Βιομηχανίας, Παναγή Παπαληγούρα, και δημοσίων Έργων, Γεωργίου Ράλλη, αλλά και την αποχώρηση από την Ε.Ρ.Ε 13 ακόμα βουλευτών. Ο Παπαληγούρας καταλόγιζε στον Καραμανλή αυταρχική διακυβέρνηση, ενώ ο Ράλλης εντόπιζε την κριτική του στο εκλογικό σύστημα, το οποίο πίστευε ότι θα οδηγούσε την Αριστερά στη δεύτερη θέση και στη διάλυση της αστικής αντιπολίτευσης, πρόβλεψη που δικαιώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Αμερικανικός ρόλος παραμένει κατά τι αδιευκρίνιστος, καθώς δεν υπάρχει εκτεταμένη αρχειακή τεκμηρίωση.
Κατά την καλύτερη εκδοχή, ελλείψει άλλης περισσότερο τεκμηριωμένης, ο Αμερικανός επιτετραμμένος James Penfield, επικρίνοντας σκληρά την κυβέρνηση Καραμανλή, ενθάρρυνε την ανατροπή της από 15 βουλευτές της κυβερνώσας Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε), οι οποίοι βρίσκονταν σε επαφή με τον συναρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος με τη σειρά του απέβλεπε σε κυβέρνηση συνεργασίας με συμμετοχή των Φιλελευθέρων. Αδιευκρίνιστη ήταν η στάση του βασιλικού ζεύγους, καθώς δεν είναι γνωστό αν η δυσαρέσκεια ανακτορικών κύκλων έναντι του Καραμανλή απηχούσε πράγματι τη διάθεση των βασιλέων.
Ο Καραμανλής διατήρησε όμως τον κύριο όγκο των κοινοβουλευτικών του δυνάμεων, κατέστησε έτσι αδύνατο το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού από τους αντιπάλους του και πέτυχε να πείσει το βασιλιά, ο οποίος διευκρίνισε εμπράκτως τη στάση του, να συμφωνήσει στη διάλυση της Βουλής, στην οποία άλλωστε συναινούσε και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου. Ο τελευταίος ενδιαφερόταν για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ώστε να εξουδετερωθούν τα μικρότερα κόμματα του Κέντρου και όχι για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, όπως ο Βενιζέλος.
Το εκλογικό αποτέλεσμα είχε ως συνέπεια την παροχή μιας άνετης και περισσότερο πιστής στον Καραμανλή πλειοψηφίας στη Βουλή, γεγονός που του επέτρεπε να αναλάβει τη στροφή της Ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό. Ειδικά ως προς την Αμερικανική εμπλοκή, φαίνεται μάλλον απίθανο ότι οι Αμερικανοί θα είχαν αναστρέψει την προτίμησή τους προς τον Καραμανλή αν μη τι άλλο λόγω έκλειψης καλύτερων εναλλακτικών λύσεων από τη δική τους οπτική. Η Ουάσιγκτον και η πρεσβεία στην Αθήνα έβλεπαν πράγματι ανήσυχοι το ογκούμενο κύμα ουδετεροφιλίας εξαιτίας του Κυπριακού, το οποίο άλλωστε εκδηλώθηκε και μέσω της εκλογικής ανόδου της Ενιαίας δημοκρατικής Αριστεράς στο 24,4 % των ψήφων στις εκλογές του Μαΐου του 1958.
Αυτό όμως συνιστούσε παράγοντα που επέβαλε την επιτάχυνση της προσπάθειας για το κλείσιμο του Κυπριακού, παρά τον παραμερισμό του Καραμανλή, που ήταν αναγκαίος παράγοντας για μια πολιτική διευθέτηση. Αξιόλογα εμπόδια παρέμεναν, όμως, και από την πλευρά της Βρετανίας και της Τουρκίας. Οι Βρετανοί, αν και κατανοούσαν ότι δεν μπορούσαν να αντιταχθούν ευθέως στους Αμερικανούς, δεν προτιμούσαν μια λύση ανεξαρτησίας, πιθανότατα και από μόνο το λόγο ότι η φόρμουλα αυτή είχε προέλθει από την αμερικανική πλευρά με εικαζόμενη την πρόθεση της υποκατάστασης της Βρετανικής από την Αμερικανική παρουσία στο νησί.
Τον Ιούλιο του 1957 οι Βρετανοί και ο Macmillan προσωπικά προτιμούσαν ένα σχέδιο που θα οδηγούσε στην τριπλή συγκυριαρχία επί της νήσου από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Το σχέδιο αυτό δεν τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, αλλά επρόκειτο να παρουσιαστεί ως οριστική Βρετανική πρόταση ένα χρόνο αργότερα όταν φάνηκε ότι δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή άλλης πολιτικής λύσης. Το σχέδιο Macmillan θα διέθετε το καλοκαίρι του 1958 έντονο το στοιχείο του εκβιασμού της Αθήνας, αλλά και των Ελλήνων της Κύπρου.
Τέλος, η Τουρκική πλευρά θα παρέμενε δεσμευμένη στη διχοτόμηση έως και τα μέσα του καλοκαιριού του 1958, αν και οι Αμερικανοί είχαν θέσει υπόψη της Άγκυρας την ιδέα της δεσμευμένης ανεξαρτησίας ήδη από τον Απρίλιο του 1957. Συνεπώς, από την υιοθέτηση από τους Αμερικανούς της δεσμευμένης ανεξαρτησίας την άνοιξη του 1957 έως την έναρξη των Ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων τον Δεκέμβριο του 1958 θα μεσολαβούσαν είκοσι μήνες, στη διάρκεια των οποίων δοκιμάστηκαν διάφορες διαδικαστικές προσεγγίσεις με επίκεντρο κάποια πιθανή πρωτοβουλία του Ν.Α.Τ.Ο.
Η ευόδωσή τους ήταν περίπου αδύνατη, δεδομένης ιδίως της δυσπιστίας της Αθήνας, η οποία ανησυχούσε ότι θα μπορούσε να βρεθεί στο μέσο μιας ανεξέλεγκτης διαδικασίας. δοκιμάστηκε, επίσης, μια φόρμουλα ένωσης με αποζημίωση της Τουρκίας στο νησί, η οποία θα αποτελούσε βασικό θέμα στην επόμενη φάση του Κυπριακού τη δεκαετία του 1960. Την ιδέα υποστήριξαν και οι Αμερικανοί τον Ιανουάριο του 1958 και συνίστατο στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα με αντάλλαγμα στην Τουρκία την εγκατάσταση μιας στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο.
Οι Τούρκοι απέβλεψαν, όμως, σε περισσότερες από μία βάσεις αρκετά μεγάλης έκτασης, ένδειξη ότι προσπαθούσαν να μετατρέψουν την ιδέα της ένωσης με αποζημίωση σε διχοτόμηση. Η αποτυχία των συζητήσεων θα έτρεπε τελικά τους Βρετανούς, μετά τη διεξαγωγή των εκλογών στην Ελλάδα τον Μάιο του 1958, στην επίσημη εξαγγελία του σχεδίου τριπλής συγκυριαρχίας που είχε διαμορφωθεί ήδη από τον Ιούλιο του 1957, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό που αποτελούσε το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του νέου Βρετανικού σχεδίου ήταν ο θεωρούμενος ως οριστικός χαρακτήρας του.
Η Βρετανική κυβέρνηση δεν εξαρτούσε την εφαρμογή του από την αποδοχή των μερών. Αυτό σήμαινε για την Ελληνική πλευρά μια ανεπανόρθωτη ήττα. Η διπλή αυτοδιάθεση ως απώτερη λύση μετά την πάροδο μιας επταετίας αποτελούσε επίσης συστατικό στοιχείο του σχεδίου Macmillan, ενώ η κατ’ αρχήν συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με το σχέδιο σήμαινε τον περιορισμό των διαθέσιμων επιλογών για την Αθήνα και τους Ελληνοκυπρίους. Η Αμερικανική στάση είχε βέβαια τα χαρακτηριστικά προηγούμενων περιπτώσεων υποβολής σχεδίων. Παρασκηνιακά αναγνωριζόταν ότι το σχέδιο δεν ήταν ικανοποιητικό, αφού δεν προσέφερε κάτι στην Ελληνική πλευρά.
Παράλληλα, όμως, δηλωνόταν δημόσια η αμερικανική υποστήριξη επί της αρχής του σχεδίου και επιδιωκόταν η αναθεώρηση ορισμένων σημείων, με πιο χαρακτηριστική την απόσυρση της πρόβλεψης για διπλή υπηκοότητα των Κυπρίων. Επίσης, η Αμερικανική πλευρά επεδίωξε να διατηρήσει ανοιχτή την οδό των διαπραγματεύσεων, υποδεικνύοντας στην Άγκυρα το διορισμό ως συμβούλου του κυβερνήτη του γενικού προξένου της στην Κύπρο, αποδυναμώνοντας έτσι τη συμβολική και ψυχολογική σημασία της έναρξης εφαρμογής του σχεδίου.
Το γεγονός, όμως, παρέμενε ότι τα περιθώρια της Ελληνικής πλευράς είχαν στην ουσία εξαντληθεί, κάτι που αντανακλάτο ασφαλώς στην αποδοχή εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου της λύσης της ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβριο του 1958. Παράλληλα όμως, από τον Ιούλιο του 1958, οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, με πιο σημαντική την ανατροπή της φιλοδυτικής μοναρχίας του Ιράκ από εθνικιστές στρατιωτικούς, υποχρέωνε την Άγκυρα σε επανεκτίμηση της πολιτικής της στο Κυπριακό. Αυτό οφειλόταν στην Τουρκική αντίληψη περικύκλωσης από μη φιλικές κυβερνήσεις, με συνέπεια να γίνεται αισθητή η ανάγκη αποκατάστασης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω της επίλυσης του Κυπριακού.
Βέβαια, το τίμημα για τη συναίνεση της Άγκυρας ήταν υψηλό και αποτυπωνόταν στο καθεστώς εγγυήτριας δύναμης και στα εκτεταμένα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων στο πλαίσιο της νέας συνταγματικής δομής.
Tο Σχέδιο Mακ Mίλαν
Στις 10 Ιουνίου 1958, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Χάρολντ Μακ Μίλαν, παρουσίασε νέο σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού. Oι προβλέψεις για επταετή «συνεταιρισμό» Αθήνας και Άγκυρας στη διοίκηση της Μεγαλονήσου (μέσω του διορισμού κυβερνητικών αντιπροσώπων - βοηθών του κυβερνήτη) σε συνδυασμό με την εισαγωγή «μέγιστης δυνατής κοινοτικής αυτονομίας» αλλά και την πλήρη απουσία θεσμών ενοποιητικών (π.χ. δεν προβλέφθηκε ενιαία βουλή, αλλά μόνο δυο κοινοτικές) εγκαινίαζαν μια πορεία, της οποίας φυσική απόληξη θα ήταν η διχοτόμηση ή η τριμερής συγκυριαρχία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Οι εκλογές του Νοεμβρίου 1963 που ανέδειξαν την Ένωση Κέντρου πρώτη πολιτική δύναμη δεν έδωσαν ουσιαστική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Κατ’ αρχάς, μετά τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, το πολιτικό κλίμα παρέμενε ιδιαίτερα τεταμένο. Οι καταγγελίες για τις εκλογές του 1961, οι παρεμβάσεις του στέμματος στην πολιτική ζωή, η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα και η αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική είχαν διαμορφώσει μία εκρηκτική πολιτική κατάσταση, τα αποτελέσματα της οποίας δεν περιορίζονταν στους έντονους διαξιφισμούς των πολιτικών παραγόντων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά είχαν διαχυθεί και στην κοινωνία.
Ήδη, από την άνοιξη του 1962 οι λαϊκές κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με την Αστυνομία στο πλαίσιο του «Ανένδοτου Αγώνα» προσλάμβαναν όλο και μεγαλύτερη έκταση, ενώ από το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προστέθηκαν οι αγροτικές κινητοποιήσεις και οι φοιτητικές διεκδικήσεις που αφορούσαν την αύξηση του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε ποσοστό 15 %, για την Παιδεία. Παράλληλα, το αποτέλεσμα των εκλογών του 1963 έδωσε στην Ένωση Κέντρου 138 έδρες στο νέο Κοινοβούλιο (έναντι 132 της Ε.Ρ.Ε, 28 της Ε.Δ.Α και 2 του κόμματος των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη) και κατά συνέπεια στερούσε από τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε στον Γεώργιο Παπανδρέου το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά η απροθυμία του τελευταίου να δεχθεί την προσφερόμενη από την Ε.Δ.Α στήριξη στην κυβέρνησή του τον οδήγησε, στο τέλος του Δεκεμβρίου 1963, να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών. Στο μεταξύ, μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πολιτική, την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Οι νέες εκλογές στις 16 Φεβρουαρίου 1964, οι τελευταίες της προδικτατορικής περιόδου, απετέλεσαν εκλογικό θρίαμβο για την Ένωση Κέντρου.
Το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου έλαβε το 52,7 % των ψήφων και 171 έδρες, έναντι 107 εδρών της Ε.Ρ.Ε και του κόμματος των Προοδευτικών που κατήλθαν από κοινού στις εκλογές και 22 εδρών της Ε.Δ.Α, η οποία εμμέσως στήριξε την Ένωση Κέντρου με την απόφαση της ηγεσίας της να μη συγκροτήσει ψηφοδέλτια στις εκλογικές περιφέρειες που δεν είχε τη δυνατότητα να αναδείξει βουλευτές. Λίγο μετά τις εκλογές, τον Μάρτιο του 1964, θα πεθάνει ο βασιλιάς Παύλος και θα τον διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος, γεγονός που αρχικά θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες σχετικά με το ρόλο των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή, κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις.
Η ζωή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου είχε διάρκεια ως το καλοκαίρι του 1965. Στο διάστημα αυτό αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, μερικά από αυτά αναφέρονταν στο εσωτερικό της πεδίο και σχετίζονταν με τις λεπτές ισορροπίες, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε το κόμμα της Ενωσης Κέντρου. Παράλληλα, υιοθέτησε μία σειρά προοδευτικών κοινωνικών μέτρων συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ακολούθησε μία πολιτική προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης και της υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων.
Υιοθέτησε μία πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, που θα υπερέβαινε, ως ένα βαθμό, την Αμερικανική επιρροή και κατέβαλε προσπάθειες που κατέτειναν προς τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Επιπλέον, επιχείρησε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της Παιδείας, όπως ήταν η προσπάθεια για καθιέρωση της δωρεάν Παιδείας, ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, η ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής Παιδείας, η εισαγωγή της 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Παράλληλα, έλαβε μέτρα στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ανακούφιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Την ίδια, όμως, στιγμή η προσπάθεια του πρωθυπουργού να ελέγξει το στράτευμα πυροδότησε εντάσεις ακόμα και στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου. Παρόμοιες εντάσεις, που πήραν τη μορφή εσωτερικής κρίσης, δημιουργήθηκαν τον Νοέμβριο του 1964 εξαιτίας της αναρρίχησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην κομματική ιεραρχία της Ένωσης Κέντρου. Ανάλογες δυσχέρειες αντιμετώπισε η κυβέρνηση και στο επίπεδο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, όταν το καλοκαίρι του 1964 αυτές οξύνθηκαν με αφορμή την Κυπριακή κρίση.
Τα πρώτα εμφανή σημάδια κλυδωνισμού της εκλογικής επιρροής της Ένωσης Κέντρου εμφανίστηκαν τον Ιούνιο του 1964, όταν στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, σε αντίθεση με την Ε.Δ.Α και την Ε.Ρ.Ε, υπέστη σημαντικές απώλειες μέσα από την αδυναμία εκλογής των υποψηφίων του. Από τις πρώτες μέρες του 1965, με αφορμή την αναψηλάφηση από την κυβέρνηση των καταγγελιών για το σχέδιο «Περικλής», επικρατεί πολιτική ένταση που από την άνοιξη του ίδιου χρόνου, με τη λεγόμενη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Το ζήτημα αυτό αφορούσε μία αμφιλεγόμενη συνωμοτική κίνηση αντιδεξιών αξιωματικών στους κόλπους του στρατεύματος, στην οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα μιας μερίδας του Τύπου, εμπλεκόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για το ζήτημα αυτό ακολούθησε έρευνα στο πλαίσιο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, το πόρισμα της οποίας, παρότι επιβεβαίωνε την ύπαρξη της οργάνωσης, θεώρησε την όλη υπόθεση όχι ιδιαίτερα σοβαρή. Όμως οι πολιτικές προεκτάσεις της απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος, φορτίζοντας ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα. Στα τέλη του Ιουνίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκρούεται με τον υπουργό Άμυνας της κυβέρνησής του Πέτρο Γαρουφαλιά.
Ευνοούμενο των Ανακτόρων, που είχε πρωτοστατήσει στις κατηγορίες κατά του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ». Αιτία της σύγκρουσης ήταν η απόφαση του πρωθυπουργού να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η πρωτοφανής και κατηγορηματική άρνηση του υπουργού να υποβάλει την παραίτησή του, έχοντας την κάλυψη του βασιλιά. Ως απάντηση στη στάση αυτή του Πέτρου Γαρουφαλιά, ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε την απομάκρυνση του υπουργού από την κυβέρνηση, αλλά συνάντησε την ανυποχώρητη άρνηση του Κωνσταντίνου να συνυπογράψει την απόφασή του.
Επειτα από μία σειρά επιστολών που αντάλλαξαν βασιλιάς και πρωθυπουργός για το ζήτημα αυτό, οι οποίες επιβεβαίωναν την αταλάντευτη επιθυμία και των δύο να μην υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις, επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων που οδήγησε, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1965, ύστερα από συνάντηση των δύο ανδρών, στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το πρωθυπουργικό αξίωμα. Μία μόλις ώρα από την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο τελευταίος όρκισε εσπευσμένα νέο πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη - Νόβα.
Πίσω από αυτή την κίνηση του βασιλιά ο Παπανδρέου διέβλεψε μία προσχεδιασμένη ενέργεια, που κατά δήλωσή του συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του πολιτεύματος από την πλευρά του στέμματος και για το λόγο αυτό καλούσε το λαό σε ένα νέο «Ανένδοτο Αγώνα». Ο νέος πρωθυπουργός και οι υπουργοί που ορκίστηκαν προέρχονταν από την Ένωση Κέντρου, γεγονός που τους προσέδωσε το χαρακτηρισμό των «αποστατών». Οι λαϊκές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, γνωστές ως «Ιουλιανά», ήταν άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία.
Ήδη την επομένη της παραίτησης του Γεωργίου Παπανδρέου πλήθος διαδηλωτών κατέκλυσε τους δρόμους της Αθήνας, ενώ στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την Αστυνομία τραυματίστηκαν συνολικά περίπου 100 διαδηλωτές και αστυνομικοί, πολλοί από τους οποίους σοβαρά. Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση επιδεινώθηκε και οι διαδηλώσεις, οι πορείες και οι συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομικών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Σε μία από αυτές η δολοφονία του αριστερού φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα όξυνε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή οργή, επιτείνοντας τις κινητοποιήσεις.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση που είχε ορκίσει ο Κωνσταντίνος παρουσιάστηκε στη Βουλή στις αρχές Αυγούστου, αλλά καταψηφίστηκε, παρά το γεγονός ότι είχε την υποστήριξη των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του τους εναπομείναντες πιστούς σε αυτόν βουλευτές, αλλά αντιμετώπισε νέες διαρροές. Δύο από τους νέους αποσχισθέντες βουλευτές ήταν και οι Η. Τσιριμώκος και Σ. Στεφανόπουλος, στους οποίους ο Κωνσταντίνος ανέθεσε διαδοχικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μετά την αποτυχία του Γ. Αθανασιάδη - Νόβα να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Τελικά, η περίπτωση Τσιριμώκου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε από 159 βουλευτές. Αντιθέτως, οι νέες διαρροές που σημειώθηκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ενωσης Κέντρου έδωσαν την ευκαιρία στον Σ. Στεφανόπουλο και την κυβέρνησή του, στις 24 Σεπτεμβρίου 1965, να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με οριακή πλειοψηφία (152 ψήφους). Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά αλλοίωνε τη λαϊκή εντολή των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964, με την οποία οι πολίτες έδιναν απόλυτη πλειοψηφία στην Ένωση Κέντρου.
Αφού η δυνατότητα άσκησης κυβερνητικού έργου από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου στηριζόταν στην ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. η οποία με τον τρόπο αυτό αποτελούσε στο εξής, και παρά τη λαϊκή βούληση, έναν ισχυρό πόλο της συμπολίτευσης. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν αυτή την περίοδο δημιούργησαν ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου. Πιο συγκεκριμένα, οι αποχωρήσαντες από την Ένωση Κέντρου βουλευτές συγκρότησαν ένα νέο πολιτικό σχήμα, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο (ΦΙ.ΔΗ.Κ), το οποίο όμως δεν κατάφερε να προσελκύσει τους οπαδούς της Ένωσης Κέντρου και να μαζικοποιηθεί.
Ταυτόχρονα, η πολιτική κρίση του 1965 ανέδειξε τον Ανδρέα Παπανδρέου σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και ηγετική φυσιογνωμία του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης διήνυσε τη θητεία της η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, η οποία διήρκεσε μέχρι και τα τέλη του 1966. Οι εξελίξεις από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Απριλίου 1967 υπήρξαν ραγδαίες. Τον Δεκέμβριο του 1966 ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρά τη διαφορετική άποψη πολλών στελεχών της Ε.Ρ.Ε, αποφάσισε να άρει την εμπιστοσύνη του κόμματός του από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, γεγονός που οδήγησε στην ανατροπή της.
Έπειτα από συνεννοήσεις και διαβουλεύσεις των πολιτικών αρχηγών με το βασιλιά, στις 22 Δεκεμβρίου ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών τον Μάιο του 1967. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν μία συμβιβαστική προσπάθεια, μετά την επιλογή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ανατρέψει την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, προκειμένου να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο και η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Βεβαίως η σύνθεσή της προκάλεσε αντιδράσεις, διότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν ήταν πρόσωπα φιλικά προς το βασιλιά.
Παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου συναίνεσε στο σχηματισμό της, δεν συνέβη το ίδιο με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ήδη σχηματοποιημένη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, που αντέδρασε έντονα σε αυτή την επιλογή. Παρ’ όλα αυτά, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάφερε να επιβάλει την απόφασή του να στηρίξει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στις 13 Ιανουαρίου 1967 η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Και ενώ σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο, και παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν γεγονός, ενάμιση περίπου μήνα αργότερα η ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Η ποινική δίωξη που ασκήθηκε, όξυνε εκ νέου το πολιτικό κλίμα και οδήγησε, τον Μάρτιο του 1967, στην παραίτηση της κυβέρνησης. Η βασιλική πρωτοβουλία που ακολούθησε, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τη διακυβέρνηση της χώρας σε μία μονοκομματική κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών στις 28 Μαΐου 1967, προκάλεσε μεγάλη πολιτική ένταση και αντιπαράθεση, αφού για μία ακόμα φορά οι πρωτοβουλίες του στέμματος έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις επιλογές του εκλογικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στις εκλογές του 1964.
Ήταν βέβαιο ότι υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, που σχηματίστηκε στις 3 Απριλίου 1967, δεν θα απολάμβανε την εμπιστοσύνη της Βουλής και για το λόγο αυτό ο πρόεδρος της Ε.Ρ.Ε διέλυσε τη Βουλή στις 14 Απριλίου 1967, με σκοπό τη διεξαγωγή νέων εθνικών εκλογών στις 28 Μαΐου του ίδιου έτους.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑΣ
Η Αλληλογραφία της Περιόδου 1963 - 1967
Σε αυτή την πρώτη περίοδο της διαμονής του στο Παρίσι, ο Καραμανλής, στις επιστολές που συντάσσει προς τους συνεργάτες του, συζητά ακόμη τους λόγους που τον ώθησαν στην πολιτική του αυτοεξορία. Σε μία από αυτές αναφέρει: «Η ανάγκη να τακτοποιηθώ ο ίδιος με τη συνείδησή μου, και όχι σκοπιμότητες πολιτικές, υπαγόρευσαν την απόφασή μου εκείνην. Η χώρα δικαιούται να μου ζητήση υπηρεσίας, δικαιούται να μου ζητήση θυσίας, δικαιούται να ζητήση και την ζωήν μου ακόμα. Δεν δικαιούται όμως να μου ζητήση να κάμω ευτελείς συμβιβασμούς με μία κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτηση».
Μερικοί από τους συνεργάτες του, προσπαθώντας με ειλικρίνεια να μεταφέρουν στον Καραμανλή τον απόηχο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πολιτική, γράφουν στις επιστολές τους ότι η απόφασή του αυτή δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα, μέσα από το οποίο, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε η συμπάθεια προς το πρόσωπό του, εν τούτοις μειώθηκε η εμπιστοσύνη πολλών προς τον πολιτικό Καραμανλή. Αντιθέτως, άλλοι του αναφέρουν ότι η απουσία του γίνεται ημέρα με την ημέρα όλο και πιο αισθητή, κάνοντας ταυτόχρονα έναν υπαινιγμό για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα.
Πέραν αυτών, οι συνεργάτες του στην Ελλάδα φροντίζουν να τον ενημερώνουν για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, αλλά και για τις εξελίξεις στο κόμμα της Ε.Ρ.Ε. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1964, ένα μήνα πριν από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενημερώνεται αναλυτικά για την προσπάθεια συνεργασίας της Ε.Ρ.Ε με το κόμμα των προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη και την από κοινού κάθοδό τους στην εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τις πηγές, η προσπάθεια συνεργασίας του κόμματος των Προοδευτικών και της Ε.Ρ.Ε επιχειρήθηκε καθ’ υπόδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Για τις εκλογές αυτές κάποιοι εκ των συνεργατών του, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έχοντας επίγνωση της αρνητικής έκβασής τους για την Ε.Ρ.Ε, μεταφέρουν τις προβλέψεις τους στον Καραμανλή. Μάλιστα, ο Κ. Τσάτσος θεωρεί δεδομένη την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου, επισημαίνοντας ότι «Μόνο η επιδείνωση της καταστάσεως σε σημείο επικίνδυνο θα μεταβάλει την ισορροπία των δυνάμεων». Στην ίδια επιστολή ο Κ. Τσάτσος δεν παραλείπει να μεταφέρει το γενικό κλίμα της προεκλογικής περιόδου, το οποίο χαρακτηρίζει «άθλιο», αλλά και το αποτέλεσμα της αποχώρησης του Καραμανλή από την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε, που, όπως επισημαίνει, επέδρασε αρνητικά στην ψυχική ενότητα του κόμματος με τους οπαδούς του.
Σε μία άλλη επιστολή του, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, ο Κ. Τσάτσος, απευθυνόμενος στον Καραμανλή και κάνοντας μία πρώτη εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, αναφέρει ότι η κατά κράτος επικράτηση της Ένωσης Κέντρου δεν είχε προεκλογικά προβλεφθεί από τα στελέχη της Ε.Ρ.Ε, τα οποία ανέμεναν μία σχετικά άνετη επικράτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όχι όμως στις διαστάσεις που κατέγραψε το εκλογικό αποτέλεσμα. Επίσης, επαναλαμβάνει στον Καραμανλή ότι οι οπαδοί της Ε.Ρ.Ε αναμένουν την επιστροφή του, θεωρώντας τον ως τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της παράταξης και ως τον μόνο που μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της χώρας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Κ. Καραμανλή, οι σχέσεις του με το νέο αρχηγό της Ε.Ρ.Ε Π. Κανελλόπουλο δεν είναι ιδιαίτερα θερμές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε επέλθει ρήξη μεταξύ τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Καραμανλής παραπονείται σε συνεργάτη του στην Ελλάδα ότι στους πρώτους τέσσερις περίπου μήνες της απουσίας του έλαβε μία μόνο επιστολή από τον Π. Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος θα επικοινωνήσει τελικά μαζί του στις 20 Μαΐου 1964, ενημερώνοντάς τον για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, η επαφή μεταξύ των δύο ανδρών παραμένει ελάχιστη.
Για το θέμα αυτό, ένας εκ των στενών συνεργατών του Καραμανλή, ο Δ. Βέρρος, σε επιστολή του στον πρώτο στο Παρίσι, αναφέρει ότι η αποστασιοποίηση του Π. Κανελλόπουλου, σε ό,τι αφορά την απροθυμία του να διατηρήσει μία τακτική επαφή με τον Καραμανλή, οφείλεται, πέραν των άλλων, στο γεγονός ότι «Θέλει να εμφανίζεται ως χαράσσων την ιδικήν του καθαρώς πολιτικήν μη δεσμευόμενος ή μη καθοδηγούμενος». Οι πρώτοι μήνες του 1964, μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, χαρακτηρίστηκαν από νέα πολιτική ένταση, η οποία οφειλόταν στις κατηγορίες που απευθύνθηκαν κατά του Κ. Καραμανλή και της κυβέρνησής του για οικονομικές ατασθαλίες κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από την Ε.Ρ.Ε.
Για το ζήτημα αυτό ο Κ. Καραμανλής ανταλλάσσει επιστολές με τους συνεργάτες του, αρνούμενος κάθε ανάμιξη του ίδιου και των στελεχών των κυβερνήσεών του σε αυτά τα ζητήματα. Τελικά στις 16 Ιουνίου 1964, κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή, η πρόταση που είχε υποβληθεί από την Ε.Δ.Α για σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για το θέμα αυτό απορρίφθηκε. Κατά τα άλλα, στις περισσότερες επιστολές των συνεργατών του Καραμανλή μεταφέρεται στον τελευταίο ένα κλίμα πολιτικής ρευστότητας και αποσύνθεσης του δημόσιου βίου, ενώ, συχνά, επαναλαμβάνονται οι εκκλήσεις των συνεργατών του να επιστρέψει στη χώρα και την πολιτική ζωή.
Ο Καραμανλής ενστερνίζεται τις συγκεκριμένες απόψεις, επισημαίνοντας ότι η πολιτική κατάσταση, κατά την άποψή του, θα επιδεινωθεί περαιτέρω και η επιδείνωση αυτή θα είναι δύσκολο να ανακοπεί. Αρνείται όμως να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας. Παράλληλα, σε πολλές επιστολές προς τους συνεργάτες του παραπονείται για την ασυντόνιστη και υποτονική αντιπολιτευτική τακτική που θεωρεί ότι ακολουθεί η Ε.Ρ.Ε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε επιστολή του προς τον Π. Πιπινέλη στις 6 Οκτωβρίου 1964 «Η ανοχή του κόμματος εγγίζει τα όρια της παρεξηγήσεως».
Πέραν αυτού, όπως προαναφέρθηκε, δεν παύει να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτής της περιόδου. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, εμφανίζεται ιδιαίτερα λεπτομερής, όπως σε επιστολή του προς τον Δ. Βέρρο, όπου αναφέρει :
«Είναι δυσάρεστον βέβαια ότι τα στελέχη του κόμματος δεν δείχνουν μεγάλην προθυμίαν για αγώνα. Έχω όμως την ελπίδα ότι υπό την πίεσιν της κοινής γνώμης και διά λόγους προβολής θα κινητοποιηθούν προϊόντος του χρόνου. Φθάνει να γίνει αυτό κατά τρόπον μεθοδικόν και συντονισμένον. Αυτό δε ακριβώς θα πρέπει να επιδιώξει ο Κανελλόπουλος.Να μοιράσετε το έργο σε 5 ή 6 τομείς (οικονομικά, εξωτερικά, κοινωνικο-εργατικά, γεωργικά, στρατιωτικά) και να καλύψητε τον κάθε τομέα με δύο πρώην υπουργούς οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι και διά την Βουλήν και διά τον Τύπον».
Ωστόσο, από τις πηγές δεν προκύπτει ότι ο Καραμανλής εμπλέκεται άμεσα στα εσωτερικά της Ε.Ρ.Ε και, βέβαια, πολύ περισσότερο, ότι «ηγείται» της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το Παρίσι. Στην ψυχολογία όμως των ανθρώπων που αλληλογρφεί, οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν ενεργά στελέχη της Ε.Ρ.Ε, είναι και παραμένει ο φυσικός ηγέτης της παράταξης και, κατά συνέπεια, ο πολιτικός του λόγος και οι παραινέσεις που απευθύνει στα στελέχη του κόμματός του επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται.
Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι σχέσεις του Κ. Καραμανλή με το νέο αρχηγό της παράταξης Π. Κανελλόπουλο δεν είναι άριστες, γεγονός που δεν θα επέτρεπε την άμεση εμπλοκή του Καραμανλή στα εσωτερικά της Ε.Ρ.Ε. Η πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, μετά την ξαφνική απόφαση του Π. Κανελλόπουλου να αποσύρει την υποστήριξη της Ε.Ρ.Ε από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, με αποτέλεσμα την ανατροπή της, προκάλεσε σύγχυση και αιφνιδιασμό μεταξύ των στελεχών της κόμματος. Ο Π. Παπαληγούρας με επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 21 Δεκεμβρίου 1966, μεταφέρει με γλαφυρό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις και την ανησυχία που αυτές δημιουργούν για τη χώρα.
Κάνοντας έκκληση για άλλη μία φορά στον Καραμανλή να διακόψει την αυτοεξορία του και να επιστρέψει στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας δράση. Η πιθανότητα επιστροφής του Καραμανλή στην Ελλάδα και η ανάληψη εκ μέρους του της ηγεσίας της Ε.Ρ.Ε, όπως προκύπτει από επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 24 / 02 / 1967, φαίνεται πως συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ του βασιλιά, του Κ. Τσάτσου, του Ε. Αβέρωφ και του υπασπιστή του Κωνσταντίνου, ταγματάρχη Αρναούτη σε συνάντησή τους στα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1967.
Ο Κ. Τσάτσος σε αυτή την επιστολή αναφέρει ότι τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Αρναούτης υπήρξαν απόλυτα σύμφωνοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, ο Καραμανλής παραμένει αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις των συνεργατών του και να συνεχίσει την αποχή του από την ενεργό πολιτική δράση. Όπως αναφέρει στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Μάρτιο του 1967, «Όπως σου είπα και άλλοτε, ειλικρινής είναι η επιθυμία μου να μην επανέλθω εις την πολιτικήν. Τους λόγους τους γνωρίζεις και δεν έχω ανάγκην να τους εκθέσω εδώ».
Παρόμοια σύγχυση προκάλεσε η περίοδος της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Οι συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή τού μεταφέρουν το κλίμα αυτών των κρίσιμων ημερών, εκφράζοντας τις ανησυχίες τους για την έκβαση των επικείμενων εκλογών της 28ης Μαΐου. Μερικοί από αυτούς θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της εκλογικής μάχης θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα τηρήσει η Ε.Δ.Α με την πιθανή έμμεση πριμοδότηση της Ένωσης Κέντρου, ενώ δεν παραλείπουν να διατυπώνουν στον Καραμανλή τις ανησυχίες τους για την κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους της Ε.Ρ.Ε, θέτοντας ευθέως θέμα ηγεσίας.
Άλλοι, όπως ο Κ. Τσάτσος, σκέφτονται ότι το ενδεχόμενο της αναβολής των εκλογών θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμο για το κόμμα της Ε.Ρ.Ε. Προς τούτο ζητούν τη συγκατάθεση του Καραμανλή προκειμένου να πιέσουν τον Π. Κανελλόπουλο προς αυτή την κατεύθυνση. Τελικά, την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου θα τη διαδεχθεί η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, η ζωή της οποίας διήρκεσε μόλις 12 ημέρες. Στις 14 Απριλίου 1967 η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε θα παραιτηθεί και η χώρα θα οδηγηθεί προς τις εκλογές της 28ης Μαΐου, οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Οι Πολιτικές Εξελίξεις της Περιόδου 1967 - 1974
Η πολιτική αστάθεια που είχε προκληθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου ως ένα βαθμό είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της αμφισβήτησης και αποσταθεροποίησης των εξουσιαστικών δομών του μετεμφυλιακού κράτους, που, όπως προαναφέρθηκε, στηριζόταν στον ανισοβαρή συσχετισμό δύναμης και επιρροής μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης), του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού. Στο πλαίσιο αυτού του πλέγματος εξουσιών, ο ρόλος της κυβέρνησης εμφανιζόταν αποδυναμωμένος.
Τόσο έναντι του στέμματος, που με τη διαρκή και εν πολλοίς αυθαίρετη βασιλική εμπλοκή στα πολιτικά δρώμενα εδραίωνε την κυριαρχία του, όσο και έναντι του στρατιωτικού μηχανισμού, στο πλαίσιο του οποίου συνωμοτικές ομάδες (με κυρίαρχο τον Ι.Δ.Ε.Α) υπονόμευαν τη δημοκρατική ομαλότητα και εμφανίζονταν ως οι ύστατοι εγγυητές των μετεμφυλιακών πολιτικών δομών. Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της κοινωνίας, οι πολιτικές εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου ενεργοποίησαν και ριζοσπαστικοποίησαν πολιτικά ένα μεγάλο μέρος των κυριαρχούμενων τάξεων με αποκορύφωμα τις ογκώδεις κινητοποιήσεις των λαϊκών μαζών κατά την περίοδο του Ιουλίου 1965.
Όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες, σε συνδυασμό με τις συντεχνιακές διεκδικήσεις των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών του στρατού, έδωσαν ώθηση στη συγκρότηση και ενεργοποίηση μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών υπό την καθοδήγηση των συνταγματαρχών Γ. Παπαδόπουλου, Ν. Μακαρέζου και του ταξίαρχου Στ. Παττακού, που, στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, την 21η Απριλίου 1967 κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και επέβαλε τη δικτατορία.
Χαρακτηριστική του πολιτικού χαρακτήρα που είχε προσλάβει η δράση του στρατιωτικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου είναι η ταυτόχρονη δραστηριοποίηση στους κόλπους του μιας άλλης ομάδας συνωμοτών, αποτελούμενη αυτή τη φορά από ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι, πιθανότατα έχοντας τη βασιλική εύνοια και παρότρυνση, δεν πρόλαβαν να επιβάλουν τη δική τους χούντα λόγω της δράσης των συνταγματαρχών. Είναι γεγονός ότι τα σχέδια των συνωμοτών δεν βρήκαν σοβαρά εμπόδια στην εφαρμογή τους και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε εύκολα.
Αυτό οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία του πολιτικού κόσμου της προδικτατορικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς, να προβλέψει τις επερχόμενες εξελίξεις και να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις αντίστασης. Άλλωστε οι δικτάτορες, από την πρώτη στιγμή της επιβολής του πραξικοπήματος, προχώρησαν σε εκτεταμένες συλλήψεις πολιτικών προσωπικοτήτων, αλλά και πολιτών, στην προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα αντίστασης εναντίον τους. Την πρώτη δικτατορική κυβέρνηση, της οποίας τυπικά πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας, όρκισε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρά το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες δεν ελέγχονταν από το θρόνο.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, προσπάθησε να τους ανατρέψει, αλλά η προσπάθειά του απέτυχε, αφού τα ερείσματά του στο στρατιωτικό μηχανισμό ελέγχονταν από τους συνταγματάρχες. Μετά την αποτυχία της βασιλικής κίνησης, ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στη Ρώμη. Από την τριανδρία των πραξικοπηματιών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) αρκετά σύντομα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αναδείχθηκε σε ηγετικό παράγοντα του καθεστώτος, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στην ικανότητά του να διαχειρίζεται επωφελώς για τον ίδιο τις αντιθέσεις και συγκρούσεις που ανέκυπταν στον ηγετικό πυρήνα της χούντας.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Κωνσταντίνου να ανατρέψει τους δικτάτορες και την εξουδετέρωσή της, ο Παπαδόπουλος θα εδραιώσει και θα σταθεροποιήσει αυτή του τη θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι την ανατροπή του από τον ταξίαρχο Ιωαννίδη μετά την αιματηρή καταστολή του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, τον Νοέμβριο του 1973. Σχεδόν αμέσως μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας και παρά την έντονη κατασταλτική πολιτική που ακολούθησαν οι φορείς της, άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες.
Επρόκειτο για ολιγομελείς αντιστασιακούς πυρήνες που προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα (κυρίως όμως από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά), η λειτουργία των οποίων διέπετο από αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες και η δράση τους αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εκδήλωση βομβιστικών ενεργειών κατά επιλεγμένων στόχων. Μία από τις σημαντικότερες αυτών των οργανώσεων ήταν η «Δημοκρατική Άμυνα», μέλη της οποίας ήταν πανεπιστημιακοί, όπως ο Σάκης Καράγιωργας και ο Βασίλης Φίλιας. Επίσης, ο «Ρήγας Φεραίος» της πρώτης περιόδου που έδρασε κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Η δράση του δεν χαρακτηριζόταν από δυναμικές ενέργειες, αλλά από τη διακίνηση παράνομων αντιδικτατορικών εντύπων και την ανάπτυξη πρωτότυπων δράσεων που συσπείρωναν μέρος του φοιτητικού πληθυσμού κατά της δικτατορίας. Παράλληλα με αυτές τις οργανώσεις σχηματίστηκαν και έδρασαν ευρύτερα αντιστασιακά δίκτυα, όπως το Π.Α.Μ και το Π.Α.Κ, που είχαν ως κύριο μέλημά τους τη μαζικοποίηση και το συντονισμό της αντιστασιακής δράσης. Ταυτόχρονα με αυτές τις αντιστασιακές κινήσεις στο εσωτερικό της χώρας, αντιστασιακή δράση αναπτύχθηκε και στο εξωτερικό από Έλληνες που ζούσαν κυρίως στη Βορειοδυτική Ευρώπη.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, της καλλιτεχνικής και της πνευματικής ζωής, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης κ.ά. Οι αντιστασιακές οργανώσεις ενόχλησαν τη χούντα, ευαισθητοποίησαν την κοινή γνώμη και έκαναν γνωστό, μέσα από τις δίκες και απολογίες των στελεχών τους, το Ελληνικό πρόβλημα στο εξωτερικό, δεν κατόρθωσαν όμως να την ανατρέψουν. Άλλωστε, η Ασφάλεια προχώρησε σύντομα και με σχετική ευκολία στην εξάρθρωσή τους. Μέχρι και το τέλος του 1970 - αρχές 1971 είχε εξαρθρωθεί σχεδόν το σύνολο των αντιστασιακών ομάδων.
Η επόμενη φάση της σύγκρουσης του καθεστώτος με την κοινωνία θα λάβει χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του έτους 1973 στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης, με αποκορύφωμα την κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Όπως προαναφέρθηκε, στα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις που χαρακτήριζαν το εσωτερικό της πεδίο, η σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων κλικών απετράπη χάρη στον εξισορροπητικό ρόλο του Παπαδόπουλου και στην ικανότητά του να κυριαρχεί πάνω στις διάφορες τάσεις που αναπτύσσονταν.
Σε γενικές γραμμές, σε αυτή την πρώτη περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης, η σύγκρουση στο εσωτερικό του καθεστώτος επικεντρωνόταν στην προσπάθεια επιβολής δύο διαφορετικών τάσεων. Μίας αδιάλλακτης, που επιθυμούσε την εγκαθίδρυση και διαιώνιση μιας άτεγκτης στρατοκρατίας, και μιας μετριοπαθούς που υιοθετούσε κινήσεις πολιτικής τακτικής και απέβλεπε στην πολιτικοποίηση και σχετική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Προοδευτικά, αυτή η δεύτερη τάση επικράτησε και με διάφορες παλινωδίες οδήγησε λίγο αργότερα στο πείραμα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, αλλά και στον προσωποπαγή χαρακτήρα της δικτατορικής διακυβέρνησης, φορέας του οποίου υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Το Φθινόπωρο του 1967 οι λανθασμένοι χειρισμοί της δικτατορικής κυβέρνησης στο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνδυασμό με τη δράση του Γ. Γρίβα κατά των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο, παραλίγο να οδηγήσουν στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Οι χειρισμοί αυτοί αφορούσαν λανθασμένες κινήσεις και επιλογές των συνταγματαρχών στη συνάντηση αντιπροσωπίας των δύο χωρών στον Έβρο σχετικά με την έκβαση του Κυπριακού προβλήματος και την πιθανότητα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι ανταλλαγμάτων που θα χορηγούσε η Ελλάδα στην Τουρκική πλευρά.
Τον Σεπτέμβριο του 1968 η χούντα διενήργησε δημοψήφισμα προκειμένου να εγκριθεί το νέο σχέδιο Συντάγματος που είχε επεξεργαστεί. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, προφανώς νόθο, έδινε με ποσοστό 92 % τη λαϊκή έγκριση στην εφαρμογή του νέου καταστατικού χάρτη, οι διατάξεις του οποίου, πέραν των άλλων, αναγόρευαν το στρατιωτικό μηχανισμό σε ανεξάρτητο και υπέρτατο ρυθμιστή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Το πρώτο εκκωφαντικό χτύπημα κατά του καθεστώτος ήρθε κατά τη διάρκεια του 1969 από το εξωτερικό, όταν λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα οι συνταγματάρχες, προκειμένου να αποφύγουν μία διαδικασία αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αναγκάστηκαν να προβούν σε οικειοθελή αποχώρηση στα τέλη αυτού του έτους. Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο του 1969, ο Καραμανλής από το Παρίσι σε συνέντευξή του καταγγέλλει τη δικτατορία και καλεί τις Ένοπλες Δυνάμεις να την ανατρέψουν.
Η προσπάθεια του Παπαδόπουλου να επιβάλει ένα προσωποπαγές καθεστώς φέρνει το 1970 για πρώτη φορά στην επιφάνεια τις ενδοχουντικές αντιπαραθέσεις. Το μέλος της «επαναστατικής» επιτροπής Δ. Σταματελόπουλος, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Βραδυνή», ασκεί αντιπολίτευση κατά του Παπαδόπουλου και τον επικρίνει για υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, υπενθυμίζοντάς του το συλλογικό χαρακτήρα της «επαναστατικής» εξουσίας.
Στη νέα αυτή ενδοχουντική αντιπαράθεση ο Παπαδόπουλος απάντησε με μία σειρά μέτρων ελαστικοποίησης της μέχρι τότε ασκούμενης κατασταλτικής πολιτικής, όπως ήταν η θεσμοθέτηση της λεγόμενης «μικρής Βουλής», η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης και οι επαφές με πολιτικά πρόσωπα, η άρση του στρατιωτικού νόμου σχεδόν σε όλη την επικράτεια κ.λπ., που οδήγησαν κυρίως κατά το έτος 1972 στη σχετική φιλελευθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος με στόχο την πολιτικοποίηση και νομιμοποίησή του.
Παράλληλα, επέτρεψαν στον Παπαδόπουλο να εδραιώσει την κυριαρχία του στο εσωτερικό της χούντας, αποδυναμώνοντας τους αντιπάλους του και συγκεντρώνοντας προοδευτικά στο πρόσωπό του ένα πλήθος εξουσιών. Όμως, η επιλογή του αυτή άνοιξε τον ασκό του Αιόλου κατά της δικτατορίας, δεδομένου ότι έδωσε τη δυνατότητα της ανάπτυξης μέσα στην κοινωνία ανοιχτής αντιστασιακής δράσης που, κατά τη διάρκεια του 1973, απείλησε το δικτατορικό καθεστώς. Το 1973 ήταν χρονιά ραγδαίων εξελίξεων.
Η πολιτική «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, σε συνδυασμό με τη διαρκή επιδείνωση των οικονομικών δεικτών και τη μεγάλη αύξηση του τιμαρίθμου, αποτέλεσμα εν πολλοίς της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης που εκδηλώθηκε αυτή την περίοδο, έδωσε ώθηση στους λαϊκούς διεκδικητικούς αγώνες. Σημαντικότερη, όμως, υπήρξε η εντατικοποίηση της δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που, πέραν των άλλων, περιελάμβανε ανοιχτές και μαζικές κινητοποιήσεις, διαρκείς πορείες στους δρόμους της Αθήνας και καταλήψεις σχολών, όπως οι δύο καταλήψεις της Νομικής Σχολής της Αθήνας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 και, βεβαίως, η κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Η τελευταία είχε ως αποτέλεσμα την απότομη διακοπή της πολιτικής φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και της προσπάθειας των φορέων του να διαιωνίσουν με πολιτικό μανδύα τη δικτατορία. Σημαντική, επίσης, εξέλιξη υπήρξε η εκδήλωση, τον Μάιο του 1973, του κινήματος του Ναυτικού, όταν ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών, έχοντας τη συγκατάθεση του βασιλιά και πολιτικών προσώπων, όπως ήταν ο Π. Γαρουφαλιάς και ο Ε. Αβέρωφ, κινήθηκε κατά του καθεστώτος. Αντιθέτως, στο κίνημα του Ναυτικού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στάθηκε επιφυλακτικός, θεωρώντας ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.
Λίγο όμως πριν από την εκδήλωση του κινήματος, τα σχέδια των μυημένων σε αυτό αξιωματικών διέρρευσαν και η στρατιωτική χούντα κατέστειλε τη δράση τους, συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους, πλην του κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος» Νίκου Παππά, που με το πλήρωμά του διέφυγε στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Η καταστολή του κινήματος του Ναυτικού και η σχετιζόμενη με αυτό βασιλική εμπλοκή πρόσφερε στον Παπαδόπουλο την ευκαιρία να προχωρήσει σε εντυπωσιακές ενέργειες συγκεντρώνοντας ακόμα περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπό του.
Έτσι, την 1η Ιουνίου, αφού κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο ως τον «εγκέφαλο» του παρ’ ολίγον πραξικοπήματος του Ναυτικού, εξήγγειλε την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας επεφύλασσε για τον εαυτό του το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προς τούτο ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος, προκειμένου ο λαός να εγκρίνει την πράξη αυτή, όπως επίσης και ένα νέο Σύνταγμα που θα ίσχυε από το έτος 1974, χρονιά, που κατά δέσμευσή του, θα διεξάγονταν ελεύθερες βουλευτικές εκλογές.
Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1973 το ΝΑΙ, δηλαδή η έγκριση των παραπάνω πράξεων, έλαβε ποσοστό, προφανώς νόθο, 78 %. Τη διενέργεια του δημοψηφίσματος ακολούθησαν συχνές διαβουλεύσεις με εκπροσώπους του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου και, τελικά, ανατέθηκε στον Σπ. Μαρκεζίνη η πρωθυπουργία. Τον Αύγουστο του 1973 ο Παπαδόπουλος «εκλέχθηκε» επισήμως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που έδιναν την εντύπωση επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα. Έτσι, ήρε πλήρως το στρατιωτικό νόμο και αμνήστευσε τα πολιτικά αδικήματα.
Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μαρκεζίνης, στις 8 Οκτωβρίου 1973, είχε ως έργο της τη δημιουργία των προϋποθέσεων και την ευθύνη μετάβασης στην ομαλή κοινοβουλευτική πολιτική ζωή, χωρίς όμως να διαθέτει και την ανάλογη ελευθερία κινήσεων γι’ αυτόν το σκοπό. Παρά τις τυπικές παραχωρήσεις του Παπαδόπουλου στο νέο πρωθυπουργό, ο πρώτος παρέμενε ο ουσιαστικός ρυθμιστής των εξελίξεων. Ο ίδιος ο Μαρκεζίνης, σε συνεντεύξεις που παραχώρησε την ίδια περίοδο σε έντυπα του εξωτερικού, τόνιζε εμμέσως αυτή του την αδυναμία.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του, που υπογράμμιζε εύγλωττα το δοτό χαρακτήρα των εξουσιών του, ότι εάν εξηρτάτο από τον ίδιο θα είχε αμέσως νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι παρασχεθείσες ελευθερίες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, απαραίτητες προκειμένου να δοθεί η εντύπωση της επιστροφής στην ομαλότητα, έδωσαν τη δυνατότητα λαϊκών κινητοποιήσεων που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του Νοεμβρίου. Παράλληλα, έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες στο εσωτερικό του στρατεύματος, φορείς των οποίων υπήρξαν οι αντίπαλες του Παπαδόπουλου κλίκες της χούντας που συσπειρώθηκαν υπό την καθοδήγηση του ταξίαρχου Ιωαννίδη.
Η αναζωπύρωση της δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, που εκδηλώθηκε με αφορμή τη διένεξη του κινήματος με το καθεστώς σχετικά με το χρόνο διεξαγωγής των φοιτητικών εκλογών, προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις τον Νοέμβριο του 1973. Η συνακόλουθη κατάληψη του Πολυτεχνείου και η λαϊκή εξέγερση που εκδηλώθηκε στο πλαίσιό της ανάγκασαν τον Παπαδόπουλο να τερματίσει με βίαιο τρόπο τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τον οδήγησαν στην απόφαση της στρατιωτικής εισβολής στο κέντρο της πρωτεύουσας, στις 17 Νοεμβρίου 1973, προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση.
Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και η δράση του, συμπεριλαμβανομένης και της αιματηρής καταστολής του, μπορεί να μην οδήγησαν στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, οπωσδήποτε όμως κόστισαν ανεπανόρθωτα στη χούντα και βεβαίως, απέτρεψαν τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν στην παράταση του βίου της και στη συνακόλουθη επ’ αόριστον στρατικοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής του τόπου. Μία εβδομάδα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Νοεμβρίου, στις 25 / 11 / 1973, η κλίκα των κατώτερων και μέσων υπερεθνικιστών αξιωματικών, που, όπως προαναφέρθηκε, είχαν συσπειρωθεί υπό τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, ανέτρεψε εύκολα τον Παπαδόπουλο και έδωσε οριστικό τέλος στην προσπάθεια πολιτικοποίησης του καθεστώτος.
Η νέα χούντα των «λοχαγών», φορείς της οποίας ήταν οι, αγροτικής μικροαστικής προέλευσης, υπερεθνικιστές μέσοι και κατώτεροι αξιωματικοί, προσέδωσε στη δικτατορία τα αρχικά της χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας μία άγρια κατασταλτική πολιτική που στρέφονταν εναντίον κάθε αντιπάλου. Οι ίδιοι, και κυρίως ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, φρόντιζαν να παραμένουν αφανείς. Απόδειξη αυτού του γεγονότος ήταν και το κυβερνητικό σχήμα που συγκρότησαν. Με εξαίρεση το διοικητή της 1ης Στρατιάς Λάρισας Φαίδωνα Γκιζίκη, που όρκισαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανένα από τα μέλη της κυβέρνησης δεν ήταν στρατιωτικός.
Την πρωθυπουργία ανέθεσαν σε έναν παλαιό υπουργό των κυβερνήσεων του Παπαδόπουλου, τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, και το υπουργείο Προεδρίας στον Κ. Ράλλη, υπουργό στην προδικτατορική κυβέρνηση Κανελλόπουλου του έτους 1967. Το νέο καθεστώς που προπαγάνδιζε την επιστροφή στα αρχικά «ιδανικά» της 21ης Απριλίου αντιμετώπισε με σκληρότητα, με κύριο μοχλό τη στρατιωτική αστυνομία, κάθε πιθανό αντίπαλο. Πέραν της αγριότητας που επέδειξε προς την Αριστερά, αποφάσισε να διακόψει κάθε δίαυλο επικοινωνίας και με τους πολιτικούς φορείς της προδικτατορικής Δεξιάς.
Επί παραδείγματι, στον ιδιοκτήτη τής υπό απαγόρευση εφημερίδας «Βραδυνή» προτάθηκε η δυνατότητα επανακυκλοφορίας της υπό τον όρο οι αρθρογράφοι της να καταφέρονται συστηματικά κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που, με τις κατά καιρούς δηλώσεις του, είχε ενοχλήσει το καθεστώς. Παράλληλα, ο Ιωαννίδης απέρριψε κάθε πιθανότητα επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου, ακόμα κι αν είχε τη δέσμευσή του ότι δεν θα αντιτασσόταν στο καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδείχθηκε, η πλέον επικίνδυνη έκφανση της χούντας του Ιωαννίδη δεν ήταν η επαναφορά της δικτατορίας στα επίπεδα των πρώτων χρόνων του πραξικοπήματος, αλλά εκφράστηκε κυρίως στο ζήτημα του Κυπριακού προβλήματος.
Ο υπερεθνικισμός των ακραίων στοιχείων του καθεστώτος, σε συνδυασμό με την πολιτική αφέλειά τους, οδήγησαν στην απόφαση επιβολής πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974. Βεβαίως, η Τουρκία δεν έμεινε αμέτοχη των εξελίξεων και η στρατιωτική εισβολή που ακολούθησε οδήγησε στην Τουρκική κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου. Εκ των υστέρων, ο Ιωαννίδης ισχυρίστηκε ότι προέβη στην πραξικοπηματική επέμβαση κατά του Μακαρίου, έχοντας τη διαβεβαίωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Σίσκο ότι η Τουρκία θα παρέμενε αμέτοχη. Η διαμορφωθείσα, μετά την Τουρκική στρατιωτική επέμβαση, πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες των δικτατόρων.
Ακολούθησαν η αποτυχημένη προσπάθεια γενικής επιστράτευσης και οι παράλληλες δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η χώρα στο επίπεδο των διπλωματικών χειρισμών. Όλα αυτά επέβαλαν την απομάκρυνση των στρατιωτικών από την κυβέρνηση και την ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε πολιτικά πρόσωπα. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή, παρά το αδιέξοδο της χούντας, δεν υπήρξε εύκολη. Χρειάστηκαν πολλές και δραματικές διαβουλεύσεις προκειμένου ο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, να πειστεί να αποσυρθεί στο παρασκήνιο, επιτρέποντας το σχηματισμό μιας κυβέρνησης πολιτικών προσωπικοτήτων.
Κατόπιν τούτου, ο στρατηγός Γκιζίκης, στις 23 Ιουλίου 1974, συγκάλεσε σε σύσκεψη προσωπικότητες του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου με σκοπό το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί την κυπριακή κρίση και να αποτρέψει τα χειρότερα με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη χώρα. Κατά τη διάρκεια αυτών των συσκέψεων, αρχικά προτάθηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση υπό τον Π. Κανελλόπουλο, τελευταίο αρχηγό της Ε.Ρ.Ε πριν από την επιβολή της δικτατορίας, αλλά κατά την εξέλιξή τους, μετά την επίμονη παρέμβαση του Ε. Αβέρωφ, κυριάρχησε η άποψη να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία.
Έτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στην Αθήνα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και το ίδιο βράδυ, στις 4.15 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός. Την 24η Ιουλίου ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της νέας κυβέρνησης και στις 26 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συμπληρώθηκε με την ορκωμοσία και των τελευταίων υπουργών. Ας σημειωθεί ότι χαρακτηριστικό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπως άλλωστε και των διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν του σχηματισμού της, ήταν ότι τα πολιτικά πρόσωπα που συμμετείχαν προέρχονταν αποκλειστικά από τα δύο μεγάλα προδικτατορικά κόμματα, δηλαδή την Ε.Ρ.Ε και την Ένωση Κέντρου.
Και στις δύο περιπτώσεις απουσίαζαν προσωπικότητες της Αριστεράς, η οποία, παρά τις αντινομίες και συγκρούσεις στο εσωτερικό της, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα. Βεβαίως, αυτή η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και η συνακόλουθη υπουργοποίηση προσωπικοτήτων που προέρχονταν αποκλειστικά από τον αστικό προδικτατορικό πολιτικό κόσμο ως ένα μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο φόβο των αντιδράσεων που πιθανώς θα συναντούσε στο εσωτερικό του στρατεύματος η συμμετοχή στην κυβέρνηση προσωπικοτήτων της Αριστεράς.
Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθυμούσε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ηλία Ηλιού, αλλά συνάντησε την κάθετη αντίθεση του Ε. Αβέρωφ. Η νέα κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μία σειρά επειγόντων και δύσκολων προβλημάτων. Εκ των πραγμάτων, πρώτο και σημαντικότερο ήταν η διαχείριση της Κυπριακής κρίσης. Εξίσου όμως σημαντικό και επείγον ήταν το πρόβλημα της αποκατάστασης της δημοκρατικής ομαλότητας, που προϋπέθετε τον επαρκή πολιτικό έλεγχο του στρατεύματος, στις τάξεις του οποίου λειτουργούσαν χουντικοί πυρήνες σε νευραλγικά πόστα.
Επίσης, η προετοιμασία για τη διενέργεια των πρώτων, έπειτα από επτά χρόνια, ελεύθερων εθνικών εκλογών και η δημιουργία και σχετική εμπέδωση ενός κλίματος εθνικής ομοψυχίας. Η κυβέρνηση προχώρησε χωρίς καθυστέρηση στην υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση. Στο εσωτερικό μέτωπο απέλυσε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και αμνήστευσε όλα τα πολιτικά αδικήματα. Επίσης, επανέφερε το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων που αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο θα επιλυόταν μέσω δημοψηφίσματος, και προχώρησε ταχύτατα στη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Επίσης, στην προσπάθειά της να ανακτήσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού απέλυσε, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, τους διορισμένους από τη χούντα νομάρχες και γενικούς γραμματείς των υπουργείων, καθώς και τις διορισμένες από τη δικτατορία διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ακόμη ανέθεσε τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων στην κυβέρνηση, θέτοντας σε διαθεσιμότητα τον Δ. Ιωαννίδη. Τέλος, οι αρχηγοί των Τριών Όπλων στο εξής ορίζονταν έπειτα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού. Οι χουντικοί πυρήνες στο στράτευμα δεν δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1974 απετράπη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος από στρατιωτικές μονάδες που πρόσκεινταν στον Ιωαννίδη. Αμέσως μετά το επεισόδιο ο Καραμανλής απαίτησε από τους επικεφαλής των επιτελείων την απομάκρυνση αυτών των μονάδων από την Αττική, απειλώντας τους πως σε διαφορετική περίπτωση θα καλούσε το λαό στην πλατεία Συντάγματος. Σε ό,τι αφορά το φλέγον Κυπριακό ζήτημα και τη διαχείριση της κρίσης που είχε προκαλέσει η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής ανέλαβαν άμεση δράση.
Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν επέτρεπε την ολιγωρία, αν και η πρωτοβουλία κινήσεων του πρωθυπουργού και των συνεργατών του ήταν περιορισμένη, εξαιτίας κυρίως της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι Ένοπλες Δυνάμεις, της συνακόλουθης Τουρκικής υπεροπλίας, της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων στην Κύπρο, αλλά και της ουσιαστικής απροθυμίας των εταίρων της Ελλάδας στην Ατλαντική Συμμαχία να αποτρέψουν την Τουρκική επιθετικότητα.
Παρά το γεγονός ότι στην τριμερή διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας που είχε συγκληθεί στη Γενεύη αποφασίστηκε (30 Ιουλίου 1974) η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, οι Τουρκικές δυνάμεις παραβίασαν τη συμφωνία συνεχίζοντας να προωθούνται στο Κυπριακό έδαφος. Οι διαβουλεύσεις ξανάρχισαν στις αρχές Αυγούστου, αλλά οι αναφορές του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γ. Μαύρου δεν ήταν ενθαρρυντικές.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, στις 12 Αυγούστου στην Αθήνα, εξετάστηκε σε σύσκεψη υπό την ηγεσία του Κ. Καραμανλή και με τη συμμετοχή των αρχηγών των Τριών Όπλων η πιθανότητα στρατιωτικών ενεργειών κατά της Τουρκίας, στην περίπτωση που ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος. Η κατάσταση όμως στην οποία βρίσκονταν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και η καταφανέστατη Τουρκική υπεροχή δεν επέτρεπαν την υλοποίηση τέτοιων ενεργειών. Στις 14 Αυγούστου οι Τουρκικές δυνάμεις επιτίθενται εκ νέου στην Κύπρο (Αττίλας 2) και εντός δύο περίπου ημερών έχουν καταφέρει να ελέγξουν περισσότερο από το 37 % του Κυπριακού εδάφους.
Κατόπιν αυτών των ραγδαίων εξελίξεων, τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου συγκλήθηκε σύσκεψη στο Πεντάγωνο με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού και της στρατιωτικής ηγεσίας. Στη σύσκεψη αυτή ο Καραμανλής πρότεινε την αποστολή στην Κύπρο Ελληνικών υποβρυχίων και μαχητικών αεροσκαφών προκειμένου να προσβάλουν τις εχθρικές θέσεις, αλλά του υποδείχθηκε ότι μία τέτοια ενέργεια θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή αυτών των δυνάμεων και, κατά συνέπεια, την περαιτέρω ενίσχυση της Τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής.
Κατόπιν αντιπρότεινε την αποστολή μίας Ελληνικής μεραρχίας στο νησί, αλλά η απάντηση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν αποτρεπτική μιας τέτοιας ενέργειας, αφού, όπως του υπεδείχθη, θα χρειαζόταν περίπου μία εβδομάδα προκειμένου να αποσταλεί και οι πιθανότατες να μην καταστραφεί από την Τουρκική Αεροπορία ήταν ελάχιστες. Έτσι, οι Ελληνικές ενέργειες προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τους διεθνείς οργανισμούς και τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αμέσως μετά τη σύσκεψη της 14ης Αυγούστου, ο Καραμανλής κατήγγειλε τις Τουρκικές ενέργειες και Ελλάδα και Κύπρος προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Παράλληλα, αποφασίστηκε η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο, ενέργεια η οποία εθεωρείτο ότι θα λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης προς τους ισχυρούς συμμάχους του Ν.Α.Τ.Ο προκειμένου να αναχαιτιστεί η Τουρκική επιθετικότητα. Στην πραγματικότητα, αυτή η κίνηση του Καραμανλή απέδωσε μεσοπρόθεσμα, αφού μπορεί να μη δραστηριοποίησε τους δυτικούς συμμάχους κατά της Τουρκίας, συνέβαλε όμως στην αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο τα αμέσως επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι επέδρασε στην απόφαση των Η.Π.Α για διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Οι Δηλώσεις, οι Παρεμβάσεις και η Αλληλογραφία της Περιόδου 1967 - 1974
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δύο μόλις μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, στις 23 Απριλίου 1967, σε δηλώσεις του από το Παρίσι αναφέρθηκε στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, επιρρίπτοντας ευθύνες στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον τρόπο που είχε πολιτευτεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Ταυτόχρονα, τόνισε την ανάγκη η Ελλάδα να επιστρέψει σύντομα στη δημοκρατική ομαλότητα. Οι επόμενες παρεμβάσεις του, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1967.
Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο 1967, με επιστολή του στον πρώτο πρωθυπουργό της χούντας Κ. Κόλλια, επεσήμαινε τους κινδύνους που ελλόχευαν για τη χώρα εξαιτίας της διαφαινόμενης τάσης των συνταγματαρχών να προσδώσουν μονιμότερο χαρακτήρα στην εκτροπή της 21ης Απριλίου. Επιστολή με ανάλογο περιεχόμενο απέστειλε και στο βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Νοέμβριο του 1967, λίγες εβδομάδες πριν από την εκδήλωση της αποτυχημένης βασιλικής κίνησης κατά των δικτατόρων.
Την ανησυχία του για τη μονιμοποίηση του δικτατορικού καθεστώτος ο Καραμανλής την εξέφρασε, όπως προκύπτει από σημείωμά του, και λίγο μετά την επιστροφή του από τις Η.Π.Α, τον Μάιο του 1967, όπου κατέφυγε προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία για την αποκατάσταση της ακοής του. Κατά την εκεί παραμονή του τον επισκέφθηκε Αμερικανός αξιωματούχος προκειμένου να πληροφορηθεί πώς έκρινε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα και αν έκρινε σκόπιμο οι Η.Π.Α να διακόψουν τη στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα.
Ο Καραμανλής απάντησε ότι υπάρχει κίνδυνος μονιμοποίησης της κατάστασης και ότι η μελλοντική διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης κατά των συνταγματαρχών για να εγκαταλείψουν την εξουσία. Οι συνταγματάρχες, από την πλευρά τους, προσπάθησαν κατά καιρούς να διερευνήσουν τις προθέσεις του Καραμανλή σχετικά με το εγχείρημά τους. Στο πλαίσιο αυτό, τον Οκτώβριο του 1967, ο Καραμανλής δέχθηκε στο Παρίσι την επίσκεψη του στρατηγού Β. Καρδαμάκη, ο οποίος συνδεόταν στενά με την ηγετική ομάδα των πραξικοπηματιών.
Όπως αναφέρει ο Καραμανλής, ο Καρδαμάκης τού δήλωσε ότι οι προθέσεις των συνταγματαρχών σχετικά με το ζήτημα της μονιμοποίησης της εκτροπής δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρες και τον ρώτησε τι θα έπραττε εάν καλείτο στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει την εξουσία. Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, ο Καραμανλής εξέφρασε για άλλη μία φορά τις ανησυχίες του, τονίζοντας στο στρατηγό ότι σε περίπτωση που μονιμοποιηθεί η δικτατορία ο ίδιος θα αναγκαστεί να καταγγείλει δημοσίως τους πραξικοπηματίες. Σχετικά με το δεύτερο, απάντησε αρνητικά με κατηγορηματικό τρόπο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1967 ο Καραμανλής παραχώρησε συνέντευξη στη Γαλλική εφημερίδα «Le Monde»,
Όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική και επικίνδυνη, διότι δεν ετίθετο μόνο το φλέγον ζήτημα της απομάκρυνσης των συνταγματαρχών από την εξουσία, αλλά και εκείνο που σχετιζόταν με την αναίμακτη και ομαλή επιστροφή στη Δημοκρατία. Οι συνταγματάρχες μετά τη συνέντευξη του Καραμανλή εξέδωσαν κυβερνητική ανακοίνωση, μέσω της οποίας τον κατηγόρησαν ευθέως ότι διακατέχεται από πνεύμα εθνικής ανευθυνότητας, αφού οι δηλώσεις του συνέπιπταν με την όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων που παρατηρούνταν τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η αντίδραση του Καραμανλή στο κυβερνητικό ανακοινωθέν υπήρξε οργισμένη. Την επομένη της έκδοσής του κάλεσε τους ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι του στο Παρίσι, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι πραξικοπηματίες παραποίησαν τις δηλώσεις του έχοντας το θράσος να ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Έθνος, ότι με τις πράξεις τους όξυναν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο είναι η απαγκίστρωσή τους από την εξουσία. Έπειτα από μακρά περίοδο σιωπής, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προβαίνει σε δηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίες δημοσιεύθηκαν διεθνώς.
Σε αυτές χαρακτηρίζει το καθεστώς των συνταγματαρχών τυραννικό, το οποίο, όπως αναφέρει, αποσύνθεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, υπονόμευσε την οικονομία, απομόνωσε τη χώρα διεθνώς και μονιμοποίησε την εκτροπή εκ του πολιτεύματος. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι δύο τρόποι υπάρχουν για την επιστροφή στην ομαλότητα. Ή η οικειοθελής απαγκίστρωση των κρατούντων από την εξουσία ή η βίαιη ανατροπή τους. Τονίζει, ακόμα, ότι εάν οι πραξικοπηματίες δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον τους απέναντι στον τόπο, αυτό οφείλουν να τους το υποδείξουν οι έχοντες καλές προθέσεις αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Καταλήγει δε αναφέροντας:
«Οφείλω, δε, με την ευκαιρίαν αυτή να βεβαιώσω τους ανησυχούντας διά το μέλλον ότι δεν θα έλυα τη σιωπή μου, εάν δεν επίστευα ότι η χώρα δύναται ακινδύνως να επανέλθει εις την ομαλότητα και εάν δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβάλλω, εν ανάγκη, εις τούτο και προσωπικώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά από την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την ενεργό πολιτική το 1963 που δημοσίως δηλώνει ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αποφασισμένος να τερματίσει την περίοδο της «αυτοεξορίας» του στο Παρίσι και να αναμιχθεί πάλι με την πολιτική.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1970, ο Γεώργιος Ράλλης συναντήθηκε με τον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι, προτείνοντάς του ως λύση στο αδιέξοδο της χώρας την επιστροφή του στην Ελλάδα και αιτιολογώντας αυτή του τη θέση με την άποψη ότι μόνο εκείνος μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ομοψυχία και να επηρεάσει τους αξιωματικούς του στρατού προς την κατεύθυνση της απαλλαγής της χώρας από τους συνταγματάρχες. Εκείνος θα αρνηθεί, ισχυριζόμενος πως, σε μία τέτοια περίπτωση, είναι βέβαιο ότι το καθεστώς θα τον θέσει υπό περιορισμό. Επίσης, παρατήρησε ότι δεν θα δεχόταν να τεθεί επικεφαλής μίας μεταβατικής κυβέρνησης.
Θα ήταν όμως διατεθειμένος να ηγηθεί, σε περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, μίας ευρείας παράταξης. Σχεδόν τρεισήμισι χρόνια μετά τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του, στις 23 Απριλίου 1973, οι εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» θα δημοσιεύσουν με περιπετειώδη τρόπο δηλώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις δηλώσεις του αυτές ο Καραμανλής αναφέρει ότι είναι σαφές πλέον πως οι δικτάτορες δεν έχουν την πρόθεση να αποκαταστήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, κατηγορώντας τους για ανειλικρινή τακτική και εμπαιγμό εις βάρος του Ελληνικού λαού.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στα προβλήματα που μέχρι τη στιγμή εκείνη έχει δημιουργήσει στη χώρα το δικτατορικό καθεστώς και στην αδιέξοδη, τόσο για τους δικτάτορες όσο και για τη χώρα, πολιτική του προοπτική. Καταλήγει, δε, προτείνοντας ως λύση η δικτατορική κυβέρνηση να καλέσει το βασιλέα και να παραχωρήσει τη θέση της σε μία έμπειρη κυβέρνηση, η οποία ασκώντας για ένα εύλογο χρονικό διάστημα έκτακτες εξουσίες θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε ελεύθερες εκλογές.
Οι δηλώσεις του Καραμανλή προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και ανταπόκριση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πλην των συνταγματαρχών, οι οποίοι μετά τη δημοσίευσή τους έσπευσαν να κατάσχουν τα εναπομείναντα φύλλα των εφημερίδων που τις φιλοξενούσαν, διώκοντας τους υπευθύνους της εφημερίδας «Βραδυνή». Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν οι δύο εφημερίδες να δημοσιεύσουν αυτές τις δηλώσεις. Η «Βραδυνή», π.χ., τυπώθηκε αρχικά με τη συνηθισμένη ύλη προκειμένου να αποφύγει τους λογοκριτές του καθεστώτος και όταν αυτοί έδωσαν την τελική έγκριση ξανατυπώθηκε, στις 3 τα ξημερώματα, η πρώτη σελίδα που φιλοξενούσε τις δηλώσεις.
Τελικά, η κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας δεν εμπόδισε την ευρεία δημοσιοποίηση των θέσεων του Καραμανλή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι του καθεστώτος κατάφεραν να κατασχέσουν λίγα φύλλα σε σχέση με αυτά που τυπώθηκαν. Άλλωστε, πολλοί αγόρασαν περισσότερα του ενός φύλλα, ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, φωτοτυπούνταν η σελίδα της εφημερίδας που περιελάμβανε τις δηλώσεις Καραμανλή και διανέμονταν χέρι χέρι. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1973, η χούντα του Ιωαννίδη θα διακόψει απότομα και αυθαίρετα την έκδοση της «Βραδυνής», χωρίς ουσιαστικά να αιτιολογήσει αυτή της την πράξη.
Συγκεκριμένα, την ημέρα αυτή άνθρωποι του καθεστώτος, χωρίς καμία έγγραφη εξουσιοδότηση και κατόπιν εντολής του δικτάτορα, εισήλθαν στα γραφεία της εφημερίδας, τα εκκένωσαν, διέκοψαν την έκδοσή της και σφράγισαν τις θύρες εισόδου. Η επίσημη έγγραφη απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών για εξάμηνη παύση της έκδοσης της εφημερίδας ανακοινώθηκε 40 ημέρες μετά το σφράγισμα των γραφείων της, χωρίς και πάλι να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους το καθεστώς προχώρησε σε αυτή την ενέργεια.
Ωστόσο, ο Κ. Παπακωνσταντίνου σε επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 19 Ιανουαρίου 1974, θεωρεί ότι οι πραγματικοί λόγοι του κλεισίματος της «Βραδυνής» από το καθεστώς θα πρέπει να αναζητηθούν στη συχνή δημοσιοποίηση των θέσεων και δηλώσεων του τελευταίου και στην πιθανή επίδραση που ασκούσαν σε αξιωματικούς του στρατού. Το καλοκαίρι του 1973, όταν ο Παπαδόπουλος θα προκηρύξει το δημοψήφισμα για την αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος, ο Κ. Καραμανλής, με δήλωσή του στις 19 Ιουνίου στο ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και στο BBC, θα προτρέψει τους Έλληνες να καταψηφίσουν τις προωθούμενες από το δικτάτορα αλλαγές.
Για το ίδιο θέμα, στις 16 Ιουλίου 1973, ο Κ. Καραμανλής έδωσε στη δημοσιότητα μακροσκελή δήλωσή του, στην οποία αποδοκίμαζε το καθεστώς και το επιχειρούμενο δημοψήφισμα, αναφέροντας ότι οι δικτάτορες εμπαίζουν το λαό και προβαίνουν στη διενέργεια του δημοψηφίσματος και όχι σε μία ωμή επιβολή των σχεδίων τους προκειμένου να εφοδιάσουν με προσχήματα όσους τους στηρίζουν. Τέλος, καλούσε τους Έλληνες πολίτες να απορρίψουν το δημοψήφισμα και να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη χώρα από τις ενέργειες των πραξικοπηματιών.
Μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας και με ήδη γνωστές τις προθέσεις του για ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Σ. Μαρκεζίνη και την προκήρυξη εκλογών, τα περισσότερα παλαιά στελέχη της Ε.Ρ.Ε προβληματίζονται για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσουν εν όψει αυτών των εξελίξεων. Ενδεικτική αυτού του κλίματος είναι η επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή, τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου. Ο Κ. Τσάτσος αναφέρει στον Καραμανλή ότι, παρά το γεγονός πως μερικά από τα νεότερα στελέχη του κόμματος ενδέχεται να πολιτευτούν, τα περισσότερα από τα παλαιά στελέχη της Ε.Ρ.Ε, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου και του Π. Κανελλόπουλου, προσανατολίζονται προς τη λύση της αποχής από τις εκλογές της χούντας.
Δεν υπάρχουν επαρκή πραγματολογικά δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε να διευκρινιστεί η ακριβής στάση του Καραμανλή σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Άλλωστε, ο ίδιος τηρούσε μία στάση σιγής αυτή την περίοδο έναντι των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, στενοί συνεργάτες του υποστήριξαν ότι ο Καραμανλής ίσως προέκρινε τη συμμετοχή των στελεχών της Ε.Ρ.Ε στις εκλογές υπό την προϋπόθεση της κοινής καθόδου σε αυτές των δυνάμεων που είχαν εναντιωθεί στο δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου.
Παρόμοια στάση σιωπής ο Κ. Καραμανλής τήρησε τόσο κατά τη διάρκεια όσο και αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η έλλειψη άμεσης και σαφούς αντίληψης για τη φοιτητική εξέγερση, αλλά και ο αριστερός πολιτικο-ιδεολογικός χαρακτήρας της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης πιθανότατα ήταν οι παράγοντες που του επέβαλαν τη σιωπή.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εμβληματική φυσιογνωμία της σύγχρονης Ελληνικής Πολιτικής Ιστορίας, πρωταγωνίστησε επί σειρά δεκαετιών στον πολιτικό στίβο και έτυχε της αναγνώρισης, κάτι που με λίγους πολιτικούς άνδρες συμβαίνει, φίλων και πολιτικών αντιπάλων. Ηγέτης με γνήσιο και ξεχωριστό πολιτικό χάρισμα, με τις αποφάσεις και τη δράση του στις δεκαετίες '50 και '60 συνέβαλε καθοριστικά στον κοινωνικο-οικονομικό εκσυγχρονισμό της Ελληνικής κοινωνίας και υπήρξε αναμφίβολα ο πρωτεργάτης της θεμελίωσης της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και της εισόδου της χώρας στη χορεία των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών μετά την πτώση της δικτατορίας.
Οπωσδήποτε, η συμβολή του στον πολιτικό εκσυγχρονισμό στο πλαίσιο της προδικτατορικής περιόδου δεν έχει ούτε το βάθος ούτε το χαρακτήρα που έχει η συνεισφορά του στο ίδιο ζήτημα κατά τη μεταδικτατορική περίοδο. Είναι, όμως, γνωστοί οι περιορισμοί που επέβαλαν στο θέμα αυτό οι θεσμικού τύπου ανισορροπίες του μετεμφυλιακού κράτους, οι οποίοι κυρίως εκφράστηκαν με την υποβάθμιση του ρόλου της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού.
Ο ίδιος, γεγονός που αντανακλάται στις πράξεις του, αλλά διαφαίνεται και στην προσωπική του αλληλογραφία τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, έχει πλήρη επίγνωση του ιστορικού του ρόλου και των ευθυνών του απέναντι στη χώρα. Είτε λανθάνει στις πολιτικές του επιλογές, κάτι που ο ίδιος μοιάζει να μην αποδέχεται, είτε όχι, ενστερνίζεται το ρόλο του εθνικού ηγέτη που του αποδίδεται από τους συνεργάτες του και πράττει σύμφωνα με αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία και δράση του στα πολιτικά πράγματα επηρέασε βαθύτατα τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και έθεσε τα θεμέλια της μετεξέλιξης του πολιτικού μας συστήματος προς μία σύγχρονη Δημοκρατία δυτικού τύπου.
ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ (1974 - 1980)
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Με τη Μεταπολίτευση του 1974 αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα η πιο ομαλή και κατά τεκμήριο σταθερή δημοκρατική της περίοδος. Η λεγόμενη και «Γ' Ελληνική Δημοκρατία», που θεμελιώθηκε τότε, έφτασε μέχρι τις μέρες μας βαδίζοντας πάνω στις ρίζες που θεμελίωσε ο Κων/νος Καραμανλής σφραγίζοντας με την παρουσία του τα πρώτα και καθοριστικά χρόνια της νεότερης αυτής περιόδου στην Ελληνική πολιτική Ιστορία. Η περιγραφή όσων έγιναν τότε από το διεθνή Τύπο ως «Ελληνικό θαύμα» ή και «πολιτικό αριστούργημα» δεν είναι ίσως υπερβολική όταν ληφθούν υπόψη οι αντίξοες συνθήκες που έπρεπε να υπερκεραστούν.
Σπάνια στην Ιστορία ένας πολιτικός ηγέτης παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας πολιτικής μεταβολής που σταθεροποιείται και παγιώνεται με την προσωπική του παρουσία σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Όπως θα έλεγε, άλλωστε, ο ίδιος ο Καραμανλής δίνοντας το μέτρο των ιστορικών αναλογιών:
«Στην Ελλάδα έχομε παρεξηγήσει και συχνά κακοποιήσει τη δημοκρατία. Οι περίοδοι δημοκρατικής ομαλότητος υπήρξαν ελάχιστες και βραχύτατες στον τόπο μας. Θα ημπορούσε να πει κανείς ότι υπήρξαν φωτεινά διαλείμματα μέσα σε μια σκοτεινή αλληλουχία πραξικοπημάτων, επαναστάσεων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων και αναρίθμητων άλλων πολιτικών και συνταγματικών κρίσεων. Και αυτά τα φωτεινά διαλείμματα υπήρξαν κυρίως η πρώτη τετραετία του Βενιζέλου και η πρώτη τριετία του Τρικούπη. Αλλά και σ’ αυτούς, μετά τον Καποδίστρια, επιφυλάξαμε εις ανταμοιβήν οδυνηρό τέλος».
(02 /04 / 1977 Ομιλία στο Προσυνέδριο της Ν.Δ).
Α. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
Οι Πρώτες 40 Ημέρες
Τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974 το νέο είχε διαδοθεί αστραπιαία. Πλήθος κόσμου κατέκλυσε με ενθουσιασμό τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου στις 2 τα ξημερώματα κατέφθανε το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο που μετέφερε από το Παρίσι τον Κων/νο Καραμανλή. Η αυθόρμητη αυτή σημαντική παρουσία του κόσμου θα αποτυπωθεί, μάλιστα, και στην πρώτη συντακτική πράξη της νέας κυβέρνησης με την αναφορά στην «καθολική και ομόφωνο συμπαράσταση του Ελληνικού λαού». Η επτάχρονη δικτατορία είχε καταρρεύσει.
Με την παρουσία του θεωρούμενου ως αρχηγού του κράτους, του Προέδρου της Δημοκρατίας της δικτατορίας Φ. Γκιζίκη που «επισημοποιούσε» την πολιτική μετάβαση, στις 4:15 ο Καραμανλής θα ορκιστεί πρωθυπουργός. Πρώτο καθήκον ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης, ο οποίος έγινε σε δύο στάδια. Το πρώτο κλιμάκιο ορκίστηκε την ίδια ημέρα (στις 16:30) και συνήλθε ως Υπουργικό Συμβούλιο για να αποφασίσει την απόλυση των πολιτικών κρατουμένων, την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, την απόδοση της ιθαγένειας σε όσους την είχαν στερηθεί από τις συντακτικές πράξεις της δικτατορίας και την ακύρωση κάθε απόφασης στερήσεως διαβατηρίου που ήταν αντίθετη στο νόμο «περί διαβατηρίων» του 1953.
Η σύνθεση της κυβερνήσεως συμπληρώθηκε στις 26 Ιουλίου με την ορκωμοσία 2ου κλιμακίου και ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μαύρος και ο Δ. Μπίτσιος (που δεν πρόλαβε να ορκιστεί υφυπουργός) είχαν ήδη αναχωρήσει την προηγουμένη για τη Γενεύη προκειμένου να μετέχουν σε τριμερείς συνομιλίες των εγγυητριών δυνάμεων (με τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία) για τη διευθέτηση της κυπριακής κρίσης. Σημειώνεται ότι η Μ. Βρετανία είχε ήδη καλέσει τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας σε διάσκεψη από τις 17 Ιουλίου, η Ελλάδα όμως δεν είχε παραστεί.
Ήταν μια κυβέρνηση που είχε έως ένα σημείο αναμφίβολα χαρακτηριστικά «εθνικής ενότητας» και έτσι καταγράφηκε ιστορικά, λόγω της συμμετοχής ως αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών του προβεβλημένου στελέχους της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου Γ. Μαύρου, καθώς και άλλων πρώην υπουργών ή στελεχών του ίδιου πολιτικού χώρου (Α. Κοκκέβης, Αθ. Κανελλόπουλος, Γ. Μυλωνάς, Γ. Παπαγιαβής, Ι. Πεσμαζόγλου ,αλλά και ο Δ. Παπασπύρου με συμμετοχή όμως στη λεγόμενη αποστασία το 1965). Επίσης, πέρα από πρόσωπα με ευρύτερο κύρος όπως ο Ξ. Ζολώτας και ο Ν. Λούρος, τουλάχιστον οι Χ. Πρωτοπαππάς, Γ. Μαγκάκης, Δ. Τσάτσος και Κ. Αλαβάνος δεν ήταν γνωστοί ως «πολιτικοί φίλοι» του Καραμανλή.
Ενώ σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στο χώρο των συνεργατών του πρωθυπουργού που αποτελούσαν το σκελετό της κυβέρνησης, πλειοψηφούσαν πρόσωπα που ήταν γνωστά για την αντιδικτατορική τους στάση (όπως, εκτός των άλλων, οι λιγότερο γνωστοί Ι. Μηνιαίος και ο Κ. Αποσκίτης που είχαν πρωτοστατήσει στο κίνημα του Ναυτικού το 1973). Δεν μετείχε, βέβαια, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, χωρίς άλλωστε να επιθυμεί τη συμμετοχή του, επέστρεψε στην Ελλάδα σχεδόν ένα μήνα αργότερα (στις 16 Αυγούστου), ούτε κάποιο γνωστό στέλεχος της Αριστεράς που βρισκόταν ακόμα υπό το καθεστώς παρανομίας που ίσχυε από το 1947.
Αν και ειδικά το λεγόμενο Κ.Κ.Ε Εσωτερικού, που είχε προέλθει από τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε το 1968, φαινόταν να παρέχει την υποστήριξή του. Ο ίδιος ο Καραμανλής, άλλωστε, με επίσημη δήλωσή του στις 29 Ιουλίου, γνωστοποίησε ότι αποδέχθηκε την έκκληση να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μόνο όταν έγιναν αποδεκτοί οι δύο όροι που είχε θέσει:
α) Οι Ένοπλες Δυνάμεις να μην έχουν καμία ανάμιξη στην πολιτική της κυβέρνησης.
β) Οι πολιτικές δυνάμεις να του συμπαρασταθούν.
Παράλληλα, στο διάγγελμα που απηύθυνε στον Ελληνικό λαό το βράδυ της 25ης Ιουλίου είχε επισημάνει ότι σκοπός του ήταν η θεμελίωση δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν θέση όλοι οι Έλληνες, εννοώντας προφανώς, κυρίως, την άρση της παρανομίας για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και στο διάγγελμα του πρωθυπουργού, η Κύπρος αποτελούσε το πρώτο μέλημα. Η Διάσκεψη της Γενεύης όμως κατέληγε στις 30 Ιουλίου με κοινή διακήρυξη των υπουργών Εξωτερικών στην οποία αρκετά σημεία παρέμεναν αόριστα και οι διαπραγματεύσεις θα επαναλαμβάνονταν στις 8 Αυγούστου, αλλά τουλάχιστον ήταν σαφές ότι σταματούν οι εχθροπραξίες.
Από την άλλη, στο εσωτερικό μέτωπο, σε συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία είχαν διαφανεί πολύ σοβαρές ελλείψεις στην προπαρασκευή για ενδεχόμενη εξωτερική απειλή, ενώ η ουσιαστική κατάκτηση του ελέγχου στις Ένοπλες Δυνάμεις φαινόταν ότι θα απαιτούσε χρόνο, δεδομένου ότι οι στρατιωτικοί προσπαθούσαν με διάφορα προσχήματα να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από την πολιτική ηγεσία. Το Υπουργικό Συμβούλιο, πάντως, αποφάσιζε την απόλυση όλων των γενικών γραμματέων των υπουργείων και των νομαρχών και την επαναφορά των αιρετών δημάρχων και δημοτικών/κοινοτικών συμβούλων που είχαν εκλεγεί στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές (το 1964).
Την 1η Αυγούστου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συντακτική πράξη με την οποία επαναφέρεται το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τα άρθρα που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Την ίδια εποχή, ένα στοιχείο που δεν πρέπει να αγνοείται είναι η αποσταθεροποίηση του προέδρου των Η.Π.Α Ρίτσαρντ Νίξον λόγω του σκανδάλου Watergate, ο οποίος τελικά παραιτείται στις 9 Αυγούστου. Η κορύφωση δηλαδή των διεργασιών για το Κυπριακό θέμα συμπίπτει με την κορύφωση της σοβαρής πολιτικής κρίσης στις Η.Π.Α.
Καθήκοντα προέδρου αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, στο υπουργείο Εξωτερικών όμως παραμένει ο Χένρυ Κίσινγκερ, που δρούσε επιφυλακτικά στην Κυπριακή κρίση λόγω και της δυσπιστίας του προς τον Μακάριο (φαινόταν να αποδέχεται το χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν ως «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου»). Την ίδια ώρα στην Ελλάδα συμβαίνει ένα από τα χαρακτηριστικά περιστατικά της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί. Ο Καραμανλής είχε καλέσει σε σύσκεψη στις 11 Αυγούστου τους αρχηγούς των Επιτελείων, αλλά λίγο νωρίτερα πληροφορείται ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα από μονάδες του Στρατού που σταθμεύουν στο λεκανοπέδιο Αττικής και ελέγχονται από τον Ιωαννίδη.
Εισερχόμενος στη σύσκεψη, ο Καραμανλής θέτει αμέσως το θέμα. Ο Φ. Γκιζίκης, που παρίστατο επίσης, βεβαιώνει ότι είχε και εκείνος τις ίδιες πληροφορίες, αλλά δεν γνώριζε περισσότερα, οι αρχηγοί όμως δηλώνουν ότι δεν είχαν καμία σχετική ένδειξη. Ο Καραμανλής απαιτεί από τους αρχηγούς να του δηλώσουν κατηγορηματικά αν ελέγχουν τις Ένοπλες Δυνάμεις και διαβεβαιώνεται μόνο από τους αρχηγούς του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Ο αρχηγός Στρατού και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων απαντούν ότι ελέγχουν μεν, αλλά υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών οι οποίοι «διατηρούν την παλαιά νοοτροπία».
Κατόπιν αυτών, ο Καραμανλής ζητά από τους αρχηγούς να εξουδετερώσουν άμεσα τα καρκινώματα ή να παραιτηθούν, θέτοντας προθεσμία τριών ωρών (μέχρι τις 2:00 μ.μ.) και αποχωρεί. Λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία, στη 1:50, λαμβάνει απάντηση ότι οι μονάδες μετακινούνται εκτός Λεκανοπεδίου εντός της ημέρας. Εν τω μεταξύ, από τις 8 Αυγούστου επαναλαμβάνονται οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, οι οποίες έπειτα από πέντε ημέρες καταλήγουν σε αδιέξοδο, δεδομένου ότι η Τουρκία απαιτούσε την άμεση δημιουργία Τουρκοκυπριακής περιοχής στη βόρεια ακτή, η οποία θα περιελάμβανε το 34 % του συνολικού εδάφους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Μπονάνος, ειδοποιεί τον Καραμανλή ότι εξαπολύθηκε μεγάλης εκτάσεως νέα Τουρκική επίθεση στην Κύπρο (καταλαμβάνεται πλέον το 40 %). Αμέσως συγκαλείται Πολεμικό Συμβούλιο στο Πεντάγωνο στο οποίο οι αρχηγοί εμφανίζονται αμήχανοι, διατυπώνοντας αμφιβολίες ή και ανυπέρβλητα εμπόδια ως προς τη δυνατότητα αποτελεσματικών επιχειρήσεων. Με δεδομένη, επομένως, την επιλογή να μην επέμβει η Ελλάδα στρατιωτικά στην Κύπρο, δεν απέμενε παρά η πολιτική οδός.
Σε δήλωσή του ο Καραμανλής αναρωτιέται «Κατά πόσον ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει λόγον υπάρξεως και ημπορεί να εκπληρώσει τον σκοπόν διά τον οποίον συνεστήθη», ενώ αμέσως μετά ακολουθεί σύντομη κυβερνητική ανακοίνωση με την οποία η Ελλάδα δηλώνει ότι αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α..ΤΟ: «Κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας να αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συμμάχων, ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι Ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από τη Συμμαχίαν του Ν.Α.Τ.Ο. Η Ελλάς θέλει παραμείνει μέλος της Συμμαχίας μόνο ως προς το πολιτικόν μέρος αυτής».
Οι ημέρες είναι δραματικές και χαρακτηρίζονται από συνεχείς διαβουλεύσεις, συνεννοήσεις με τον προεδρεύοντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλ. Κληρίδη, και έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Εκτός από τους άμεσα εμπλεκομένους, τον Χένρυ Κίσινγκερ και τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Χάρολντ Ουίλσον, ο πρωθυπουργός επικοινωνεί με τον πρόεδρο της Γαλλίας και προσωπικό του φίλο, Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, ο οποίος δηλώνει ότι ο Ελληνικός λαός μπορεί να υπολογίζει στην ενεργό υποστήριξη και φιλία της Γαλλίας, ενώ επισκέπτονται την Ελλάδα ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε, Κουρτ Βαλντχάιμ, ο υπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας, Μαξ Βαν ντερ Στουλ, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κορνέλιους Μπερκχάουερ.
Παράλληλα, ο Καραμανλής δέχεται τον Μίλος Μίνιτς, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, που μεταφέρει μήνυμα του στρατάρχη Τίτο, η Σοβιετική κυβέρνηση ζητά τη σύγκληση διεθνούς διασκέψεως στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών με τη συμμετοχή της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και των χωρών - μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Αλή Μπούτο, εκφράζει την επιθυμία να μεσολαβήσει (λόγω των καλών σχέσεων που έχει με την Τουρκία) προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία Ελλάδας και Τουρκίας.
Στο κλίμα αυτό, που εκτιμάται ως ευνοϊκό για την Ελλάδα, η κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου ζητάει επίσημα με υπόμνημα προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την άμεση επαναδραστηριοποίηση της Συμφωνίας Συνδέσεως που είχε παγώσει για περισσότερο από επτά χρόνια. Παράλληλα, στις 28 Αυγούστου ο Καραμανλής απευθύνει ταυτόσημες επιστολές προς τους πρωθυπουργούς όλων των κρατών - μελών του Ν.Α.Τ.Ο στις οποίες εξηγεί τους λόγους που υπαγόρευσαν την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας.
Στις 31 Αυγούστου ο Καραμανλής απομακρύνεται για πρώτη φορά από την Αθήνα προκειμένου να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη και να εγκαινιάσει την 39η Διεθνή Έκθεση, προβαίνοντας μάλιστα και σε δημόσια ομιλία έναντι ενθουσιώδους πλήθους που είχε συρρεύσει στο χώρο γύρω από το ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλλάς». Την επομένη ο Δημήτρης Ψαθάς θα γράψει στο χρονογράφημά του στα «Νέα»: Ήταν συνταρακτικό το τρικυμισμένο ξέσπασμα του λαού μας στη Θεσσαλονίκη -ένα ξέσπασμα χαράς, ενθουσιασμού, οργής και πίστης- που όμοιό του δεν θα μπορούσε να βρει κανείς παρά μονάχα στην πρώτη μέρα της απελευθέρωσής μας από τη Χιτλερική κατοχή.
Τέτοια ήταν η αλλοφροσύνη της φουρτουνιασμένης εκείνης ανθρωποθάλασσας ώστε με δυσκολία μπόρεσε ο κ. Καραμανλής -διακοπτόμενος σε κάθε λέξη του από ιαχές- να πει τα όσα σωστά, μετρημένα, αντρίκεια και ελπιδοφόρα είπε στον λόγο του. Παρ’ όλα αυτά και ενώ ο Καραμανλής είχε επισημάνει ότι «Έχομεν βέβαια απαλλαγεί από τη δικτατορία, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι έχομεν ήδη θεμελιώσει κατά τρόπον ασφαλή και μόνιμον τη δημοκρατίαν», το ίδιο βράδυ υπήρξαν πληροφορίες ότι είχε σχεδιασθεί απόπειρα εναντίον του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη συμπρωτεύουσα, με ταυτόχρονη εκδήλωση πραξικοπήματος στην Αθήνα. Απόπειρα που αποκαλύφθηκε και ακυρώθηκε.
Εκκαθαρίσεις με το Παρελθόν - Νομιμοποίηση του ΚΚΕ - Προετοιμασία Εκλογών
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα σε ποιο βαθμό ευσταθούσαν οι «πληροφορίες» για εκδήλωση νέου πραξικοπήματος. Παρόμοιες φήμες, άλλωστε, διεκινούντο σχεδόν καθημερινά και πάντως ήταν βέβαιο ότι μέρος του Στρατού δεν ήταν διατεθειμένο να υποχωρήσει στους πολιτικούς, ενώ τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο πρωθυπουργός ήταν ελάχιστα μπροστά σε μια στρατιωτική δομή εξουσίας, η οποία για περισσότερο από επτά χρόνια λειτουργούσε χωρίς ουσιαστικό περιορισμό ή αμφισβήτηση. Ο Καραμανλής έπρεπε να προχωρήσει με προσεκτικές, αλλά και αποφασιστικές κινήσεις.
Έτσι, στις 19 Αυγούστου συνήλθε το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (Α.Σ.Ε.Α) και αποστράτευσε τους αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων και Στρατού, Γρ. Μπονάνο και Ανδρ. Γαλατσάνο. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν ο Δ. Αρμπούζης (επανήλθε στην ενέργεια) ως αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων και στην ηγεσία του Στρατού ο Ι. Ντάβος. Με νέα συνεδρίαση του Α.Σ.Ε.Α στις 24 Αυγούστου αποστρατεύεται και ο «αόρατος» επικεφαλής της δεύτερης χούντας ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε διαθεσιμότητα από τις 2 Αυγούστου. Στις 3 Σεπτεμβρίου εκδίδεται Συντακτική Πράξη «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητας εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» και έπειτα από δύο ημέρες άλλη αντίστοιχη για τον τομέα της Δικαιοσύνης.
Στις 12 Σεπτεμβρίου απολύονται οι διορισμένοι από τη χούντα δήμαρχοι και κοινοτάρχες και το ίδιο συμβαίνει με τις διοικήσεις των Γεωργικών Συνεταιρισμών στις 24 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα (24 / 09) και ενώ ο Γ. Μαύρος επισκέπτεται επίσημα τις Η.Π.Α, η Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων με ψήφους 307 έναντι 90 αποφασίζει τη διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία μέχρις ότου σημειωθεί θετική πρόοδος στην κατεύθυνση του ειρηνικού διακανονισμού του Κυπριακού θέματος. Την προηγουμένη όμως (23 / 09) είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιηθεί η υπόσχεση του Καραμανλή, με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος με το οποίο διασφαλιζόταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ.
«Η κυβέρνησις έκρινεν ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι, ένεκεν των οποίων ετέθησαν εκτός νόμου ορισμένα κόμματα», θα δηλώσει, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός αμέσως μετά την έκδοση του Ν.Δ. 59 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων», σύμφωνα με το οποίο επιτρεπόταν «η σύσταση πολιτικών κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν», καταργώντας έτσι έπειτα από 27 χρόνια ένα από τα λεγόμενα «έκτακτα μέτρα» του Εμφυλίου, τον α.ν. 509 / 27.12.1947, ο οποίος όριζε: «Το Κομμουνιστικόν Κόμμα Ελλάδος, το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον (Ε.Α.Μ) και η Εθνική Αλληλεγγύη, προπαρασκευάσαντα και ενεργούντα την κατά της ακεραιότητος της χώρας προδοτικήν ανταρσίαν, διαλύονται».
Όλα είναι έτοιμα πλέον για να προχωρήσουν κα- νονικά οι διαδικασίες προετοιμασίας ελεύθερων και δημοκρατικών βουλευτικών εκλογών, αλλά και του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος. Με δεδομένο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ήδη ψηφίσει ομόφωνα από τις 19 Σεπτεμβρίου τον εκλογικό νόμο (ενισχυμένη αναλογική χωρίς +1) από τις 3 μέχρι και τις 9 Οκτωβρίου ετοιμάζεται όλο το απαραίτητο πλαίσιο, που όμως δεν αφορά μόνο στα των εκλογών. Προετοιμάζεται επίσης και το πλαίσιο δίωξης των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Έτσι, στις 03 / 10 εξαγγέλλεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 17 Νοεμβρίου προκειμένου να αναδειχθεί αναθεωρητική Βουλή και την ίδια ημέρα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Συντακτική Πράξη με την οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων αναφερομένων στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Την επομένη (04 / 10), εκτός από το Π.Δ. «περί ενέργειας γενικών βουλευτικών εκλογών», δημοσιεύεται και Συντακτική Πράξη με την οποία ορίζεται η διαδικασία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για τον καθορισμό της μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας.
Στις 08 / 10 συνεδριάζει για τελευταία φορά η κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις 09 / 10 σχηματίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών με αλλαγή όλου του Υπουργικού Συμβουλίου, εκτός από τους Γ. Μαύρο και Ε. Αβέρωφ προκειμένου να μην υπάρξει κενό στη διαχείριση των πιο κρίσιμων τομέων. Ενώ τρέχει όμως πλέον η προεκλογική περίοδος, στις 23 / 10 συλλαμβάνονται και εκτοπίζονται στην Κέα οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος, Ι. Λαδάς και Μ. Ρουφογάλης.
Ο ίδιος ο Καραμανλής θα γράψει αργότερα σε ιδιόχειρο σημείωμά του, που περιέλαβε στο «Αρχείο» του, ότι οι παραπάνω «Συνωμοτούσαν να ματαιώσουν τις εκλογές προκαλώντας επεισόδια στον Έβρο και την Αθήνα», αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα ακόμα περιστατικό που δεν είχε γίνει γνωστό: «Στις 2 Οκτωβρίου απετράπη με ειδικά μέτρα και με τη βοήθεια του στρατηγού Γκιζίκη η σύλληψή μου που εσχεδίαζαν 30 χουντικοί αξιωματικοί». Όλα αυτά τα περιστατικά όμως έδιναν τελικά μια «μοναδικότητα» στο χαρακτήρα της Ελληνικής «μετάβασης», σε αντίθεση με άλλες χώρες που εξήλθαν επίσης από πολύχρονες δικτατορίες, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
15 χρόνια αργότερα, όπως επισημαίνει πρόσφατα ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, τονίζοντας ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, «η δημοκρατική Ελλάδα τόλμησε να ''αναμετρηθεί'' με το αυταρχικό παρελθόν της». Το περιστατικό, μάλιστα, της 11ης Αυγούστου, που αναφέρθηκε νωρίτερα και προκάλεσε τη διένεξη του πρωθυπουργού με τους Μπονάνο και Γαλατσάνο, δεν ήταν μόνο χαρακτηριστικό των δύσκολων σχέσεων μεταξύ παλαιού και νέου καθεστώτος, αλλά και εκείνο από το οποίο προήλθε το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» που έμεινε στην Ιστορία και χωρίς αμφιβολία έδωσε τον τόνο των επικείμενων εκλογών.
Όπως αναφέρει ο Στ. Ψυχάρης από το ρεπορτάζ εκείνων των ημερών και παρατίθεται σε ειδική ιστορική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα», «Όσο μιλούσε ο στρατηγός Μπονάνος τόσο ''άναβε'' ο Κ. Καραμανλής. Και όταν τελείωσε ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ο πρωθυπουργός οργισμένος -και είναι γνωστό πώς οργίζεται ο Κ. Καραμανλής- είπε με φωνή που ακούσθηκε και στο πλαϊνό γραφείο: ''Αυτό που σας είπα (να εκκενωθεί αμέσως το Λεκανοπέδιο από όλες τις μονάδες και τα τανκς) αποτελεί διαταγήν! Και εννοώ να εκτελεσθεί αμέσως. Τα τελευταία τμήματα πρέπει να έχουν φύγει από την Αττική μέχρι αύριο το πρωί, το αργότερον''.
Ύστερα από αυτή την έκρηξη Καραμανλή, ο στρατηγός Μπονάνος (και οι άλλοι στρατηγοί παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν) είπε ότι η μεταφορά όλων των μονάδων κρούσεως εκτός Αττικής παρουσίαζε πολλές και διάφορες δυσκολίες. Και άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορούσε να προβλέψει και να ελέγξει τις ενδεχόμενες αντιδράσεις μερικών ''θερμόαιμων'' μικρών αξιωματικών. Ή τα τανκς ή εγώ!, είπε ο Κ. Καραμανλής, του οποίου η οργή ήταν φανερό ότι συνεχώς μεγάλωνε».
Εκλογές 17 / 11 / 1974
Ο Καραμανλής εξήγγειλε επίσημα την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας στις 29 Σεπτεμβρίου, με τη χαρακτηριστική δήλωση ότι η νέα παράταξη «Συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μια Νέα Δημοκρατία». Είχε προηγηθεί η ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ με το κεί-μενο διακήρυξης της «3ης Σεπτέμβρη» που ανακοίνωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το νέο κόμμα στελεχώνεται τόσο από μέλη του αντιστασιακού Π.Α.Κ όσο και άλλων αντίστοιχων οργανώσεων που είχαν δράσει επί δικτατορίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ στις 10 Οκτωβρίου ανακοινώνεται η ενοποίηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ και με την Αντιστασιακή Δημοκρατική Άμυνα, που εκπροσωπεί στη σχετική εκδήλωση ο Σ. Καράγιωργας. Με δεδομένο ότι ο Α. Παπανδρέου αποφάσισε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου στην οποία είχε ηγηθεί ο πατέρας του Γ. Παπανδρέου, σε συνέλευση όπου παρευρίσκονται 84 πρώην βουλευτές της στις 20 Σεπτεμβρίου αποφασίζεται η κάθοδος στις εκλογές και εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος ο Γ. Μαύρος.
Μία εβδομάδα αργότερα (27 / 09) δημοσιεύεται η διακήρυξη των Νέων Πολιτικών Δυνάμεων, πολιτικού σχήματος που συγκροτείται από πρόσωπα γνωστά για την αντιστασιακή τους δράση, αρκετά από τα οποία μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Ι. Πεσμαζόγλου, Γ. Α. Μαγκάκης, Κ. Αλαβάνος, Δ. Τσάτσος, Χ. Πρωτοπαππάς, Β. Τσουδερού, Α. Πεπονής, Γ. Κουμάντος κ.ά.) και στις 7 Οκτωβρίου αποφασίζεται σε κοινή σύσκεψη με την Ένωση Κέντρου η συγκρότηση ενιαίου κομματικού σχήματος με την επωνυμία Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις, του οποίου θα ηγείται ο Γ. Μαύρος.
Την επόμενη ημέρα (08 / 10) αναγγέλλεται και η κάθοδος στις εκλογές της Ενωμένης Αριστεράς, που προέρχεται από τη συνεργασία του Κ.Κ.Ε, του Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και της Ε.Δ.Α. Η εκλογική αυτή συμπαράταξη διευθύνεται από δεκαμελή διοικούσα επιτροπή στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Ηλίας Ηλιού (επικεφαλής του σχήματος και εκπρόσωπος της Ε.Δ.Α), ο Χαρίλαος Φλωράκης του Κ.Κ.Ε και ο Λεωνίδας Κύρκος του Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι η Ε.Δ.Α παίζει στην ουσία ρόλου συνδετικού κρίκου, δεδομένου ότι το Κ.Κ.Ε δεν συμμάχησε επίσημα με το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού, αλλά μόνο με την Ε.Δ.Α, η οποία όμως είχε συμπράξει με το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού.
Στον κατάλογο, τέλος, των κομμάτων που μετείχαν στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, θα πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Δημοκρατική Ένωσις, η οποία εκπροσώπησε ουσιαστικά το προηγούμενο καθεστώς, με επικεφαλής όμως τον αμφιλεγόμενο Π. Γαρουφαλιά, που είχε αποτελέσει τον Ιούλιο του 1965 την αφορμή της σοβαρής διένεξης του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι. Ο εκλογικός νόμος που θα εφαρμοζόταν συζητήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο της 19ης Σεπτεμβρίου και, όπως ήταν λογικό, η βασική επιλογή που υπήρχε ήταν η επαναφορά του Β.Δ. 592 / 1963 με το οποίο είχαν διεξαχθεί οι τελευταίες εκλογές του 1963 και του 1964.
Πράγματι, αυτό αποφασίζεται, με δύο όμως αλλαγές και μία καινοτομία. Οι αλλαγές ήταν:
α) Η χρήση του καθαρού εκλογικού μέτρου (χωρίς τη ρήτρα +1), όπως ίσχυε στις πρώτες εφαρμογές της «ενισχυμένης αναλογικής» το 1951 και το 1958 και
β) Η αναβίβαση από το 15 % στο 17 % του ορίου συμμετοχής των αυτοτελών κομμάτων στη β’ κατανομή (το όριο για συνασπισμούς δύο κομμάτων παρέμενε στο 25 % και περισσότερων από δύο κόμματα στο 30 %).
Η καινοτομία ήταν η πρόβλεψη για χωριστή εκλογή 12 βουλευτών από τους 300 με λίστες που θα κατέθεταν τα κόμματα χωρίς να χρειάζεται σταυρός προτίμησης. Πρόκειται, φυσικά, για την εισαγωγή του θεσμού των «Βουλευτών Επικρατείας», ο οποίος τηρείται έκτοτε απαρέγκλιτα. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ουσιώδης διαφορά της «απλής αναλογικής» από την «ενισχυμένη αναλογική» στην ελληνική εκλογική παράδοση βρίσκεται στις ψήφους που καταμετρώνται μετά την α' κατανομή.
Στην «απλή αναλογική» μεταβιβάζονται στις δευτεροβάθμιες περιφέρειες (τότε ήταν 9) τα υπόλοιπα των ψήφων, ενώ στην «ενισχυμένη» εκδοχή υπολογίζονται όλες οι ψήφοι και αυτοί που είχαν ήδη αποδώσει έδρες στην α' κατανομή, με αποτέλεσμα να πριμοδοτούνται τα ισχυρότερα κόμματα, αλλά και να καθίστανται σχεδόν περιττοί οι φραγμοί εισόδου στη β' κατανομή. Η αρχική, πάντως, α' κατανομή διεξάγεται σε κάθε περίπτωση στις εκλογικές περιφέρειες της χώρας με σκοπό να κατανεμηθούν έδρες σύμφωνα με την κάλυψη του εκλογικού μέτρου. Επομένως, η ρήτρα +1 παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους, ανάλογα με το εκλογικό σύστημα.
Στην απλή αναλογική, καθώς μειώνεται το εκλογικό μέτρο, βοηθά τα ισχυρότερα κόμματα. Στην «ενισχυμένη», όμως, με το +1 τα μικρότερα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να εκλέξουν παραπάνω βουλευτές στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, το μόνο ουσιαστικά στο οποίο θα κερδίσουν τις έδρες τους. Σημειώνεται ότι οι πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες της χώρας είναι πλέον 56 (από 55 στις τελευταίες εκλογές του 1964) λόγω της απόσπασης της επαρχίας Γρεβενών από το Νομό Κοζάνης και της δημιουργίας χωριστού νομού. Παράλληλα, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του πληθυσμού, υπάρχουν πλέον τρεις μονοεδρικές περιφέρειες (Ζάκυνθος, Καστοριά και Λευκάδα, που ήταν μόνη μονοεδρική από το 1958).
Έτσι, η απουσία της ρήτρας +1, με το 54,37 % που συγκέντρωσε στις εκλογές η Νέα Δημοκρατία (το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία των Ελληνικών εκλογών που έχουν διεξαχθεί χωρίς αποχή κάποιων κομμάτων) εξασφάλιζε μια υπερπριμοδότηση 220 βουλευτών. Αν είχε διατηρηθεί η ρήτρα, θα είχε και πάλι πολύ υψηλό αριθμό 209 βουλευτών, στην υποθετική κατανομή εδρών που θα υπήρχε αν είχαν εφαρμοστεί οι εκλογικοί νόμοι που ακολούθησαν το 1977 και αργότερα (επί ΠΑ.ΣΟ.Κ) το 1985.
Β. 2η Κυβέρνηση Καραμανλή: 21 / 11 / 1974 - 28 / 11 / 1977
Δημοψήφισμα και Προετοιμασία Συντάγματος
Στις 21 Νοεμβρίου ορκίζεται η πρώτη «αμιγής» κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με 33 πρόσωπα, 17 υπουργοί και 16 υφυπουργοί, από τα οποία 13 μετείχαν και στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Οι Γ. Ράλλης, Ευ. Αβέρωφ, Σ. Γκίκας, Κ. Λάσκαρης διατήρησαν τα υπουργεία τους και ο Χρ. Στράτος ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ τέσσερις υφυπουργοί αναβιβάζονται σε υπουργούς: ο Δ. Μπίτσιος παραμένοντας στο Εξωτερικών, ο Κ. Στεφανόπουλος Εσωτερικών, ο Ευ. Δεβλέτογλου Οικονομικών και ο Ι. Μπούτος Εμπορίου. Ο Ι. Βαρβιτσιώτης μετατέθηκε ως υφυπουργός από το Εσωτερικών στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ οι Π. Λαμπρίας, Γ. Λιανόπουλος, Ι. Κατσαδήμας διατήρησαν τις θέσεις που κατείχαν ως υφυπουργοί.
Ο Π. Ζέππος επίσης, που είχε τοποθετηθεί υπουργός Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών, ανέλαβε υπουργός Παιδείας, ενώ νέα πρόσωπα στην κυβέρνηση σε θέση υπουργού είναι οι: Παναγιώτης Παπαληγούρας (Συντονισμού και Προγραμματισμού), Κωνσταντίνος Τρυπάνης (Πολιτισμού και Επιστημών), Ιπποκράτης Ιορδάνογλου (Γεωργίας), Κωνσταντίνος Κονοφάγος (Βιομηχανίας), Γεώργιος Βογιατζής (Μεταφορών και Επικοινωνιών), Αλέξανδρος Παπαδόγγονας (Εμπορικής Ναυτιλίας), Κωνσταντίνος Στεφανάκης (Δικαιοσύνης), Βασίλειος Δερδεμέζης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Νικόλαος Μάρτης (Βορείου Ελλάδος).
Την επόμενη ημέρα συνέρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου ο Καραμανλής θέτει τα τέσσερα βασικά προβλήματα που η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει:
α) Εκσυγχρονισμός των θεσμών της χώρας και δημιουργία δημοκρατικού κλίματος.
β) Αντιμετώπιση του Κυπριακού και γενικότερα της Τουρκικής επιθετικότητας.
γ) Ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα καταρρεύσεως.
δ) Εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Την επόμενη εβδομάδα (στις 28 Νοεμβρίου) η Ελλάδα επανέρχεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης έπειτα από πενταετή απουσία και στην ίδια διάσκεψη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γίνεται δεκτός ως μόνος εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να απουσιάσει από τη συνεδρίαση ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών. Ο Μακάριος θα επιστρέψει στην Κύπρο αναλαμβάνοντας και πάλι τα καθήκοντά του στις 6 Δεκεμβρίου, ενώ στις 2 Δεκεμβρίου είχε συνέλθει για πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και το Συμβούλιο Συνδέσεως Ελλάδος - Ε.Ο.Κ.
Παράλληλα, εν αναμονή του δημοψηφίσματος που έχει οριστεί για τις 8 Δεκεμβρίου καθορίζονται οι διαδικασίες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα ανάμεσα στους εκπροσώπους της φιλοβασιλικής παρατάξεως και τους οπαδούς της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται δύο φορές στην τηλεόραση, στην έναρξη και το τέλος της εκστρατείας (στις 26 / 11 και τις 06 / 12), χωρίς όμως να έχει καμία επίσημη πολιτική υποστήριξη, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία δεν παίρνει επίσημη θέση, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης τοποθετούνται κατά της βασιλείας.
Τα έγκυρα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος ήταν 4.690.986 (περίπου 218 χιλιάδες λιγότερα από τις βουλευτικές εκλογές), εκ των οποίων 3.245.111 (69,2 %) δόθηκαν υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και 1.445.875 (30,8 %) υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Τα ποσοστά δηλαδή ήταν σχεδόν ταυτόσημα με αυτά του δημοψηφίσματος της 13ης Απριλίου 1924 (69,9 % προς 30,1 %), αλλά και περίπου ακριβώς αντίθετα από εκείνα του τελευταίου δημοψηφίσματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 (68,4 % είχαν ψηφίσει υπέρ του Γεωργίου Β' και 31,6 % κατά).
Το ίδιο βράδυ ο Καραμανλής θα δηλώσει:
«Το Πολιτειακό υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενον οξυτάτων κομματικών ανταγωνισμών, που έβλαψαν τα συμφέροντα του έθνους. Αι δε πολιτειακαί μεταβολαί εγένοντο συνήθως πραξικοπηματικώς και πάντοτε υπό υλικήν ή ψυχολογικήν βίαν. Και δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους το πρόβλημα αυτό παρέμεινεν άλυτο επί 60 χρόνια και συνεδέθη με τις πιο δραματικές εθνικές κρίσεις του τόπου μας. Ήδη το δημοψήφισμα διεξήχθη. Και διεξήχθη κατά τρόπον άψογον. Ο λαός απεφάνθη για πρώτη φορά ελεύθερος και ανεπηρέαστος επί του κρισίμου αυτού θέματος. Η απόφασίς του πρέπει να γίνει ανεπιφυλάκτως σεβαστή από όλους τους Έλληνας. Και πρέπει να αναγνωρίσουν όλοι ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».
Την επομένη του δημοψηφίσματος κηρύσσεται η έναρξη των εργασιών της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής με Πρόεδρο τον Κ. Παπακωνσταντίνου (υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας) και στις προγραμματικές δηλώσεις (11 / 12) ο Καραμανλής θέτει ως επόμενο μεγάλο στόχο την αναθεώρηση του Συντάγματος, συνδέοντας μάλιστα το θέμα και με την προσωπική του διαδρομή λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο ομιλών υπεστήριξε από 15ετίας την ανάγκην αναθεωρήσεως του αναχρονιστικού μας Συντάγματος. Και αν οι προσπάθειές του δεν είχαν προσκόψει σε πείσμονας αντιδράσεις, θα είχεν, ίσως, αποτραπεί η κατάρρευσις της δημοκρατίας».
Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, τονίζοντας ότι η πολιτική της Ελλάδας ως προς τον έξω κόσμο προσδιορίζεται από τη γεωπολιτική της θέση, ο Καραμανλής θα αναφέρει ότι «γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν». Ο Α. Παπανδρέου θα απαντήσει κατά τη δική του αγόρευση λέγοντας ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Πρόκειται για έναν έμμεσο «διάλογο» που έμεινε στην Ιστορία, αποτυπώνοντας από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση της Βουλής την αντιπαράθεση Καραμανλή - Παπανδρέου που θα χαρακτηρίσει όλη την περίοδο μέχρι το 1980.
Επόμενο βήμα είναι η εκλογή προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος. Μετά την άρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο Καραμανλής προτείνει τον Μ. Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της Ν.Δ. και ήταν πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας διωχθείς από τη δικτατορία. Η Βουλή επικυρώνει στις 17 Δεκεμβρίου με 206 ψήφους έναντι 291 που ψήφισαν. Αμέσως μετά έρχεται η ώρα της προετοιμασίας για την κατάρτιση του Συντάγματος. Στις 23 Δεκεμβρίου παρουσιάζεται σχέδιο Συντάγματος στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εγκρίνεται και κατατίθεται στη Βουλή.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όμως αντιδρούν έντονα, κυρίως λόγω των «υπερβολικών εξουσιών» που παραχωρούνται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως σχολίασε η Ε.Κ. - Ν.Δ., ενώ ο Α. Παπανδρέου μιλάει για δημιουργία απολυταρχικού πολιτεύματος με κοινοβουλευτικό μανδύα. Έτσι, με την είσοδο του νέου χρόνου, στις 7 Ιανουαρίου 1975 κατατίθεται στη Βουλή τροποποιημένο σχέδιο Συντάγματος που λάμβανε υπόψη ορισμένες παρατηρήσεις της αντιπολίτευσης που άπτονταν όμως άλλων θεμάτων και όχι των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το νέο σχέδιο μπαίνει στο πρόγραμμα των συζητήσεων, ενώ, αμέσως μετά, ιδιαίτερα σημαντική είναι η απόφαση που λαμβάνεται στις 14 Ιανουαρίου 1975, όταν με ψήφισμα της Βουλής χαρακτηρίζεται ως «πραξικόπημα» η κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 ανοίγοντας οριστικά το δρόμο για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων και στελεχών της δικτατορίας. Την ίδια εποχή, στο περιβάλλον «παγκόσμιας οικονομικής κρίσης» που έχει αρχίσει να γενικεύεται (με απαρχή την ενεργειακή κρίση του 1973), οι «New York Times» δημοσιεύουν στις 27 Ιανουαρίου τις απόψεις 50 αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και του Καραμανλή.
Ο οποίος τονίζει ότι, παρά την απειλούμενη κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, ο ίδιος δεν ήταν απαισιόδοξος, με το επιχείρημα ότι: «Οι εθνικοί ηγέτες, σχεδόν παντού, έχουν βαθειά συνείδηση της αλληλεξαρτήσεως της αναπτύξεως σε διάφορες χώρες. Είναι, πράγματι, πολύ ενθαρρυντικό ότι όλες οι χώρες απέφευγαν να πάρουν μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικούς αντικτύπους σε άλλα μέλη της διεθνούς κοινότητος».
Την ίδια ημέρα και θα έλεγε κανείς στο ίδιο πνεύμα «απαιτούμενης συνεργασίας», ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Άγκυρα, Δ. Κοσμαδόπουλος, επιδίδει ρηματική διακοίνωση με την οποία η Αθήνα προτείνει την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η Τουρκία, όμως, που ταλανίζεται εν τω μεταξύ από κυβερνητική αστάθεια, απορρίπτει την πρόταση με την προκλητική δήλωση του πρωθυπουργού εκείνης της εποχής, Σ. Ιρμάκ, ότι θα αποδεχόταν την Ελληνική πρόταση, αν και η Ελλάδα αποδεχόταν ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου ήταν προέκταση της Ανατολίας.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελληνοκυπριακή πλευρά διατυπώνει στις 9 Φεβρουαρίου επίσημη πρόταση και για το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως δικοινοτικού, πολυπεριφερειακού ομοσπονδιακού κράτους με κεντρική κυβέρνηση που θα έχει ουσιαστικές εξουσίες. Προβλέπεται επίσης ότι θα διοικούνται από Τουρκοκυπρίους τόσο η περιοχή στον Βορρά που εκτείνεται στις δύο πλευρές του άξονα Λευκωσία - Κυρήνεια προς τη θάλασσα όσο και άλλες περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένα Τουρκοκυπριακά χωριά, με τον περιορισμό όμως ότι η συνολική έκταση της Τουρκοκυπριακής διοίκησης θα ανταποκρίνεται κατά προσέγγιση στην υφιστάμενη αναλογία του Ελληνικού και του Τουρκικού πληθυσμού στο νησί.
Η «απάντηση» της Τουρκίας εκδηλώνεται στις 13 Φεβρουαρίου με την ανακήρυξη της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου ως ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού κράτους. Έτσι, ενώ ο Φεβρουάριος του 1975 προχωρά με οξυμμένα τα οικονομικά ζητήματα και τις Ελληνο- Τουρκικές σχέσεις, στις 24 / 02 εξαρθρώνεται συνωμοτική κίνηση στελεχών του Στρατού που έμεινε γνωστή ως «πραξικόπημα της πιτζάμας». Συλλαμβάνονται συνολικά 37 αξιωματικοί, εν ενεργεία, σε διαθεσιμότητα ή απόστρατοι, και ο Καραμανλής ενημερώνει επίσημα τους πολίτες στις 25 / 02 λέγοντας επιγραμματικά:
«Αφρονες κινήσεις εις τον Στρατόν μερικών νοσταλγών της τυραννίας επεσημάνθησαν χθες εγκαίρως. Και επατάχθησαν αμέσως με την επιβαλλομένην αυστηρότητα. Αι διεξαγόμεναι ανακρίσεις θα αποκαλύψουν όλας τα πτυχάς του ανοήτου εγχειρήματος». Η εκκαθάριση με το χουντικό παρελθόν θα ολοκληρωθεί μέσα στην ίδια χρονιά (η λεγόμενη δίκη των πρωταιτίων στις 23 Αυγούστου και όλες οι άλλες σχετικές δίκες μέχρι 31 Δεκεμβρίου), όπως φυσικά και η ψήφιση του Συντάγματος. Τα οικονομικά θέματα, όμως, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα η εξωτερική πολιτική της χώρας θα αποτελέσουν τα βασικά θέματα της πρώτης εκλεγμένης μεταδιδακτορικής κυβέρνησης σε όλη την επόμενη περίοδό της.
Δημοτικές Εκλογές
Σημαντικός σταθμός, ωστόσο, είναι και η διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών στις 30 Μαρτίου και μετά μία εβδομάδα, στις 6 Απριλίου, ο δεύτερος γύρος όπου χρειάζεται. Ο Καραμανλής δείχνει μάλλον διάθεση αποστασιοποίησης από την πολιτική διάσταση των εκλογών αυτών. Όχι μόνο δεν υποδεικνύει επίσημα υποψηφίους που στηρίζει η κυβέρνηση, αλλά και με τον εκλογικού νόμο που επιλέγει (και έχει ψηφίσει η Βουλή από τις 13 Φεβρουαρίου) δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνασπιστούν εναντίον των άτυπων κυβερνητικών υποψηφίων.
Χωρίς να πρωτοτυπήσει, επαναφέρει ουσιαστικά το νόμο του 1954 (με ορισμένες τροποποιήσεις), που επιτρέπει μόνο σε δύο συνδυασμούς να εκπροσωπηθούν στα δημοτικά και τα κοινοτικά συμβούλια. Με κριτήριο την απλή σχετική πλειοψηφία στους πληθυσμούς κάτω των 5 χιλιάδων κατοίκων και την απόλυτη πλειοψηφία του 50 % (με δεύτερο γύρο εφόσον χρειάζεται) στους μεγαλύτερους πληθυσμούς, αναδεικνύεται ο «επιτυχών» συνδυασμός που καταλαμβάνει τα 2/3 των εδρών, ενώ ο δεύτερος σε ψήφους συνδυασμός καταλαμβάνει το 1/3. Οι βασικές διαφορές με το 1954 είναι ότι τότε:
α) Κριτήριο για τη διεξαγωγή δεύτερου γύρου ήταν το 40 % και
β) Η αναλογία με την οποία μοιράζονταν οι έδρες ανάμεσα στον «επιτυχόντα» και τον «επιλαχόντα» συνδυασμό ήταν 3/4 προς 1/4.
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαφορές, η κεντρική λογική των συγκεκριμένων διατάξεων ουσιαστικά δίνει κίνητρο στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνεργαστούν, όπως πράγματι έγινε κατά περίπτωση, και τελικά να επικρατήσουν στους περισσότερους δήμους, όπως και στους τρεις μεγαλύτερους. Στην Αθήνα εκλέγεται ο Γ. Παπαθεοδώρου από τον πρώτο γύρο με 53,4 % έναντι 37,7 % που συγκέντρωσε ο Γ. Πλυτάς (δήμαρχος της Αθήνας ως υποψήφιος της Ε.Ρ.Ε πριν από τη δικτατορία), στη Θεσσαλονίκη επιτυγχάνει στο δεύτερο γύρο ο Μ. Παπαδόπουλος, που είχε υποστηριχθεί από τα δύο κομμουνιστικά κόμματα.
Ενώ στον Πειραιά ο θεωρούμενος ως υποψήφιος της Ν.Δ. δεν μπαίνει καν στο δεύτερο γύρο στον οποίο επικρατεί ο Τ. Βουλοδήμος με 71,7 % έχοντας υποστήριξη από την Ε.Κ. - Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ και το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Ο Καραμανλής γνώριζε, βέβαια, ότι αντίστοιχα αποτελέσματα είχαν υπάρξει και στην πρώτη εφαρμογή του νόμου του 1954 (με τη σαφή επικράτηση των τότε υποψηφίων της αντιπολίτευσης απέναντι στη θεωρητικά πανίσχυρη κυβέρνηση Παπάγου), όπως γνώριζε φυσικά και το «αντίδοτο της αναλογικής» χωρίς δεύτερο γύρο, που ο ίδιος είχε εφαρμόσει στις δημοτικές εκλογές του 1959 και είχε βοηθήσει τους υποψηφίους της Ε.Ρ.Ε να επικρατήσουν σε μεγάλο βαθμό.
Ενδεχομένως όμως είχε υποτιμήσει τη δυνατότητα συνεργασίας της αντιπολίτευσης στη συγκυρία του 1975, αλλά, σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι προτιμούσε το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα που απέδιδε δημάρχους με ισχυρή πλειοψηφία και εκτελεστική άνεση. Δεν πρέπει να αγνοείται, άλλωστε, ότι η λογική του «ισχυρού δημάρχου» έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα στους νεότερους σχετικούς εκλογικούς νόμους που απλώς έχουν επιφέρει ορισμένα πιο αναλογικά χαρακτηριστικά στη βασική λογική όμως του νόμου που ψηφίστηκε το 1975.
Το Σύνταγμα
Η εκτεταμένη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις δημοτικές εκλογές οφειλόταν προφανώς και στην επίκαιρη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που έβρισκε καθολικά αντίθετη την αντιπολίτευση στο προτεινόμενο σχέδιο. Οι τροποποιήσεις, άλλωστε, που κατατέθηκαν στις 7 Ιανουαρίου αφορούσαν, κυρίως, στην απόσυρση της πρόβλεψης πενταετούς βουλευτικής θητείας (παρέμενε η τετραετία), στην ηλικία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος (που έμενε ανοιχτή στη συζήτηση για επέκταση στις ηλικίες 18 - 21 ετών) και την ενίσχυση της αυτoτέλειας των Α.Ε.Ι.
Παρά την ικανοποίηση όμως της αντιπολίτευσης για τις μεταβολές αυτές, παρέμενε η σημαντική διαφωνία για τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Την παραμονή, μάλιστα, του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών (28 / 03) στην ειδική συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών που διεξάγεται στη Βουλή ο Γ. Μαύρος υπαινίσσεται ότι οι προτεινόμενες εξουσίες του Προέδρου σε συνδυασμό με την πολύ υψηλή απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή (2/3), που υπήρχε όμως στην τρέχουσα Βουλή, «φωτογράφιζαν» ουσιαστικά τον ίδιο τον Καραμανλή.
Αλλά και ο Α. Παπανδρέου ανέφερε ότι οι εξουσίες του Προέδρου νοθεύουν τη λαϊκή κυριαρχία, τονίζοντας ότι η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας που επικαλείται ο πρωθυπουργός είναι μεν φαινόμενο γενικότερο σε όλη την Ευρώπη, αποτελεί όμως μηχανισμό όχι περιορισμού αλλά επέκτασης των μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων. Η «λελογισμένη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας», όπως συνήθως το διατύπωνε ο Καραμανλής, πράγματι ήταν, κατά τη γνώμη του, βασική και απαραίτητη κατεύθυνση του νέου Συντάγματος, αναφέροντας όμως ως επιχείρημα ότι οι εξουσίες του Προέδρου όχι μόνο δεν είναι υπερβολικές αλλά, αντίθετα, είναι περιορισμένες σε σχέση με τις εξουσίες του βασιλέως στο Σύνταγμα του 1952.
Πάντως και από την πλευρά της Αριστεράς, ο Η. Ηλιού καταφέρθηκε κατά των εξουσιών του προέδρου χαρακτηρίζοντας το σχέδιο αυταρχικό, σημειώνοντας όμως ότι υπήρχαν και θετικά στοιχεία. Πράγματι, όταν στις 21 Μαΐου οι εργασίες τις Βουλής μπαίνουν στο τελικό στάδιο ψήφισης του Συντάγματος και η αντιπολίτευση αποφασίζει να αποχωρήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την «αδιαλλαξία της πλειοψηφίας» στο θέμα των εξουσιών του Προέδρου, η κυβέρνηση απαντά ότι στα περισσότερα από τα υπόλοιπα θέματα δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις που κατέθεσε η αντιπολίτευση και σε σύνολο 112 άρθρων περισσότερα από 100 ψηφίστηκαν με εποικοδομητικό διάλογο.
Αλλά και ότι, ακόμα και στα επίμαχα άρθρα του προεδρικού αξιώματος, δέχτηκε τροποποιήσεις, όπως τον περιορισμό σε 3/5 (αντί των 2/3) ως απαιτούμενη πλειοψηφία για την τελική εκλογή του προέδρου. Ομολογουμένως, οι ακραίοι χαρακτηρισμοί και η ένταση αδικούσαν το επίπεδο των συζητήσεων που είχαν διεξαχθεί, αλλά και το γεγονός ότι η κυβέρνηση, παρά την ασυνήθιστα μεγάλη πλειοψηφία που διέθετε, συζήτησε δημιουργικά με την αντιπολίτευση, υιοθέτησε προτάσεις της και ουσιαστικά, όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό συναίνεση που ποτέ όμως δεν ομολογήθηκε, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα άρθρα (4 - 25) για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που εγκρίθηκαν περίπου ομόφωνα.
Την απάλειψη της αρμοδιότητας του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απαγορεύει τα «ανατρεπτικά» πολιτικά κόμματα, την ψήφιση του άρθρου 106 που προβλέπει τον προγραμματισμό και το συντονισμό της οικονομίας από το κράτος, όπως και την υπό όρους «εθνικοποίηση» επιχειρήσεων που υπαγόρευαν ουσιαστικά ένα «κοινωνικοοικονομικά ''ανοιχτό'' Σύνταγμα». Ακόμα και το άρθρο 16, που εκφράζει δυσπιστία για την ιδιωτική εκπαίδευση με «ανελεύθερες διατάξεις», όπως προσθέτει ο ίδιος, χωρίς όμως να υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα σε κάθε περίπτωση έκανε το 1975 τη «συνταγματική επανάσταση» που οι άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν κάνει 30 χρόνια νωρίτερα και εύλογα.
Επομένως, υπήρχε ουσιαστικά ευρεία συναίνεση, εκτός φυσικά από τις διατάξεις του προεδρικού αξιώματος. Οι διατάξεις αυτές ψηφίστηκαν τελικά μαζί με το υπόλοιπο Σύνταγμα στις 7 Ιουνίου από 208 παρόντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας (η αντιπολίτευση απείχε από τη διαδικασία) αλλά, χωρίς να εφαρμοστούν ποτέ, καταργήθηκαν τελικά έπειτα από 11 χρόνια στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986. Στις 20 Ιουνίου 1975, πάντως, ο «εμπνευστής» του Συντάγματος και πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής, Κων/νος Τσάτσος, ορκίζεται επίσημα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχοντας λάβει 210 ψήφους από 295 παρόντες βουλευτές.
Με αντίπαλη υποψηφιότητα, μάλιστα, του Π. Κανελλόπουλου, που ψηφίστηκε από την Ε.Κ.-Ν.Δ., την Ε.Δ.Α και το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Έτσι, όταν στις 24 Ιουλίου θα εορταστεί στο χώρο της Πνύκας η πρώτη επέτειος της «αποκαταστάσεως της δημοκρατίας», όπως συνηθίστηκε να λέγεται, πράγματι είχε μόλις ολοκληρωθεί η αποκατάσταση, σε λειτουργία, δημοκρατικών θεσμών, αν και απέμενε ένα ακόμα θέμα, που ρυθμίζεται τελικά στις 13 Νοεμβρίου 1975. Η επίσημη κατάργηση του λεγόμενου «παρασυντάγματος», των πράξεων δηλαδή που είχαν υιοθετηθεί στην περίοδο του Εμφυλίου και με ψήφισμα της 29ης Απριλίου 1952 διατηρούσαν την ισχύ τους παράλληλα με το Σύνταγμα.
Διεθνείς Σχέσεις
Η οικονομική κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τις πληθωριστικές πιέσεις και τη διεθνή οικονομική ύφεση, αποτελεί το κύριο θέμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής και είναι χαρακτηριστική η απόφαση που λαμβάνεται τον Μάρτιο 1975 για αποδέσμευση της δραχμής από το δολάριο ύστερα από τριάντα χρόνια μονομερούς προσδέσεως. Έτσι, οι αυξήσεις που ανακοινώθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου, κατά 10 % των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου και 15 % κατά μέσο όρο των συντάξεων του Ι.Κ.Α, ουσιαστικά δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό, ενώ προβλέπεται παράλληλα και σημαντική αύξηση της φορολογίας στα ανώτερα εισοδήματα.
Ο Καραμανλής θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «Το 1975 δεν επιτρέπεται να είναι έτος παροχών. Θα είναι έτος λιτότητος και, για τους ευπορωτέρους, έτος θυσιών. Δεν είμαι διατεθειμένος να ενδώσω εις την πολιτικήν των ακαλύπτων παροχών και να υπονομεύσω, διά του πληθωρισμού που πλήττει τας λαϊκάς κυρίως τάξεις, το οικονομικό μέλλον της χώρας». Κύριο βάρος όμως της δραστηριότητας της κυβέρνησης πέφτει και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας ξεκινώντας από τον Μάρτιο με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Δ. Μπίτσιου στην Αίγυπτο και τον Λίβανο εγκαινιάζοντας άνοιγμα της Ελλάδας στον Αραβικό κόσμο.
Ο Καραμανλής, αφού επισκέπτεται τον Απρίλιο τη Γαλλία και τη Γερμανία, τους επόμενους δύο μήνες πραγματοποιεί διαδοχικές επισκέψεις στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, κάνοντας άνοιγμα και στις γειτονικές Βαλκανικές χώρες. Στα τέλη Μαΐου μετέχει στη Σύνοδο Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο στις Βρυξέλλες, όπου συναντάται με τον πρόεδρο των Η.Π.Α και το νέο πρωθυπουργό της Τουρκίας, Σ. Ντεμιρέλ, επιτυγχάνοντας μάλιστα να συμπεριληφθεί στο σχετικό ανακοινωθέν σαφής αναφορά στην επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων και για το θέμα της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Τελικά, βεβαίως, ύστερα από λίγο η Τουρκική κυβέρνηση με διάφορα προσχήματα υπαναχωρεί. Στα τέλη Ιουλίου ο πρωθυπουργός μετέχει στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που συγκαλείται στο Ελσίνκι με τη συμμετοχή 35 ηγετών από τη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου υπογράφεται απ’ όλους η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που επιβεβαιώνει: την κυρίαρχη ισότητα των κρατών, την αποφυγή χρήσης ή απειλής βίας, το απαραβίαστο των συνόρων και την προστασία των μειονοτήτων.
Σε «δυναμική» ομιλία που εκφωνεί στις 30 / 07 ο Καραμανλής θέτει το θέμα της Κύπρου και τονίζει ότι οι αρχές που καθιερώνει η Τελική Πράξη ικανοποιούν μεν την επιθυμία για ειρήνη και συνεργασία, αλλά θα την ικανοποιούσαν περισσότερο αν παράλληλα είχαν προβλεφθεί και οι δέουσες κυρώσεις για την περίπτωση παραβιάσεώς τους. Τον Αύγουστο, μετά το καλό κλίμα που υπήρξε στις επισκέψεις στις τρεις βαλκανικές χώρες, ο Καραμανλής υποβάλλει πρόταση σύγκλησης διαβαλκανικής διάσκεψης στην Αθήνα, η οποία προγραμματίζεται πράγματι για τις αρχές του επόμενου χρόνου, μαζί με διαδοχικές επισκέψεις των τριών ηγετών, Τσαουσέσκου, Ζίφκωφ και Τίτο, που θα ακολουθήσουν.
Τον Σεπτέμβριο επισκέπτεται την Αθήνα ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και τον ίδιο μήνα ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την Ιταλία, ενώ τον Οκτώβριο μεταβαίνει για επίσημη επίσκεψη στη Μ. Βρετανία. Τον Οκτώβριο, όμως, η αύξηση κατά 10 % της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου θα προκαλέσει γενικευμένες ανατιμήσεις των καυσίμων επιδεινώνοντας τη δυνατότητα ισοσκέλισης του Προϋπολογισμού για το νέο έτος, δεδομένου ότι οι αμυντικές δαπάνες αναμενόταν να φτάσουν στα 34,3 δισ. δρχ. έναντι 21,8 το 1974 και 13,5 το 1973. Έτσι, τον Νοέμβριο αποφασίζεται έκτακτη εισφορά 10 δισ. δρχ., η οποία θα βαρύνει τις μεγάλες Ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις.
Αποφασίζεται παράλληλα η σύσταση της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, ενώ τον επόμενο μήνα κάνει αίσθηση η απόφαση αφαίρεσης από τον Στρατή Ανδρεάδη της διοίκησης των Τραπεζών Εμπορικής, Ιονικής - Λαϊκής και Επενδύσεων, λόγω παραβάσεων που διαπίστωσε η Νομισματική Επιτροπή στην περίοδο 1972 - 1973. Το τέλος όμως του 1975 θα σημαδευτεί από τη δολοφονία του αρχηγού του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα, Ρ. Ουέλς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα (22 / 12), με την ευθύνη να αναλαμβάνεται από την πρωτοεμφανιζόμενη τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη». Το 1976 ξεκινά με την παραίτηση, στις 5 Ιανουαρίου, των υπουργών Δημοσίας Τάξεως, Σ. Γκίκα, και Παιδείας, Π. Ζέππου.
Τον πρώτο αντικαθιστά ο α’ αντιπρόεδρος της Βουλής, Γ. Σταμάτης, και τον δεύτερο ο Γ. Ράλλης, που διατηρεί και τα καθήκοντα του υπουργού Προεδρίας (όπως είχε μετονομαστεί από 01 / 01 / 1975 η ονομασία «παρά τω πρωθυπουργώ», μετά την απόφαση σύστασης υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως). Τα θέματα του υπουργείου Παιδείας, μάλιστα, θα πρωτοστατήσουν το μήνα αυτό με τις συσκέψεις που καλεί ο Καραμανλής με αντικείμενο τη ριζική αναμόρφωση της Παιδείας στις οποίες μετέχουν.
Εκτός από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, ο βουλευτής Επικρατείας της Ε.Κ.-Ν.Δ. Ε. Παπανούτσος (που ήταν εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964), ο ακαδημαϊκός Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο Α. Δημαράς, οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Ε.Μ.Π, όπως και οι πρόεδροι των Ο.Λ.Μ.Ε, Δ.Ο.Ε. Άμεσα, στις 27 Ιανουαρίου αποφασίζονται: η καθιέρωση της δημοτικής ως επισήμου οργάνου διδασκαλίας, η εισαγωγή υποχρεωτικής εννεαετούς στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, η αναμόρφωση του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και η σημαντική αύξηση των πιστώσεων για την ανέγερση διδακτηρίων.
Κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για την αποπεράτωση της Πανεπιστημιούπολης Αθηνών, τη λειτουργία Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου στην Κρήτη, τα εκτελούμενα έργα στα Πανεπιστήμια Πατρών, Ιωαννίνων, Θράκης κ.λπ. Την επόμενη ημέρα (28 / 01) η αρμόδια επιτροπή της Ε.Ο.Κ εξετάζει το αίτημα της Ελλάδας για επίσπευση των διαδικασιών ένταξής της, η οποία εγκρίνεται μεν κατά πλειοψηφία, όμως με αναφορές στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σοβαρές αδυναμίες της οικονομίας και της διοίκησης που έπρεπε να αναδιαρθρωθούν ριζικά, καταλήγοντας ότι χρειαζόταν κάποιο στάδιο προσαρμογής.
Η απόφαση αυτή θορυβεί τον πρωθυπουργό, ο οποίος από τις επαφές του με τους ηγέτες των χωρών είχε άλλη εικόνα, ιδίως μετά την επίσκεψη του καγκελάριου της Γερμανίας, Χ. Σμιτ, μόλις πριν από ένα μήνα που συνδύασε επίσημη επίσκεψη με ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας όμως ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών, επικεντρώνει αμέσως εκεί τις προσπάθειές του μαζί με το μηχανισμό του υπουργείου Εξωτερικών και την ελληνική αντιπροσωπία στη μικτή κοινοβουλευτική επιτροπή Συνδέσεως Ελλάδας - Ε.Ο.Κ με επικεφαλής το βουλευτή της Ε.Κ.-Ν.Δ., Ι. Πεσμαζόγλου.
Τελικά, το Συμβούλιο των Υπουργών ανατρέπει την απόφαση περί «προενταξιακής» περιόδου στις 9 Φεβρουαρίου και αποφασίζει την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για την εισδοχή της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ, χωρίς πολιτικούς όρους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στον Τύπο, την ευνοϊκή απόφαση για την Ελλάδα υποστήριξε κυρίως η Γαλλία, με την Ιταλία και την Ολλανδία, αλλά και την τελική συστράτευση της Γερμανίας. Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στις Κοινότητες ξεκινούν επίσημα στις 27 Ιουλίου, αλλά την ίδια ημέρα εξέρχεται στο Αιγαίο Τουρκικό σκάφος («Σισμίκ Ι») προκειμένου να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες, με τη φημολογία ότι θα κινηθεί και σε ύδατα επί της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όπως πράγματι γίνεται στο διάστημα 06 - 08 Αυγούστου.
Η Ελλάδα, που παρακολουθεί τις κινήσεις του σκάφους, αντιδρά με συνεχείς διακοινώσεις προς την Τουρκική κυβέρνηση, η οποία απαντά ότι οι έρευνες γίνονται εκτός Ελληνικών χωρικών υδάτων σε σημεία όπου η υφαλοκρηπίδα δεν έχει ακόμα οριοθετηθεί. Ύστερα από αυτό, η Ελλάδα προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και μονομερώς στη Χάγη. Παράλληλα, δημιουργείται σοβαρό εσωτερικό πολιτικό θέμα όταν ο Α. Παπανδρέου, μετά την ενημέρωσή του από τον πρωθυπουργό και παρότι είχε συμφωνηθεί να μη γίνουν δηλώσεις (σύμφωνα με εκ των υστέρων ανακοίνωση της κυβέρνησης), δηλώνει ότι η απάντηση της Ελλάδας έπρεπε να είναι δυναμική - στρατιωτική.
Στις 12 Αυγούστου, πάντως, η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητούσε να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενέργεια που οδηγεί σε επιδείνωση της κατάστασης και αναφερόταν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την εξέταση του θέματος. Έπειτα όμως από αναδίπλωση της Τουρκίας, οι δύο χώρες υπογράφουν τελικά πρακτικό μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τον Σεπτέμβριο ανακοινώνεται ευρύς ανασχηματισμός της κυβέρνησης σε επίπεδο υφυπουργών και προχωρούν διάφορες διαδικασίες για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική, την εναρμόνιση της γεωργικής πολιτικής, αλλά και τη σχετική οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών.
Ανακοινώνονται παράλληλα ευνοϊκοί οικονομικοί δείκτες (1 % ανεργία και 6 % ρυθμός ανάπτυξης). Τον Νοέμβριο, εκλέγεται στις Η.Π.Α πρόεδρος ο Τζ. Κάρτερ, ενώ ο Καραμανλής επισκέπτεται επίσημα το Βέλγιο και την Αυστρία και ανεπίσημα τη Γαλλία. Τον επόμενο μήνα ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί επίσημα και το Πακιστάν και στην Ελλάδα ανακοινώνεται ότι έπειτα από συμφωνία με τον Όμιλο Νιάρχου μεταβιβάζονται στο κράτος τα 2/3 των μετοχών του διυλιστηρίου πετρελαίου Ασπροπύργου έναντι 12,4 εκατ. δολ.
Όμως, όπως ακριβώς και πέρυσι πριν από το τέλος του χρόνου, η οργάνωση «17 Νοέμβρη» εμφανίζεται ξανά αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη δολοφονία του απότακτου αστυνόμου Ε. Μάλλιου στις 14 Δεκεμβρίου. Με την είσοδο του νέου χρόνου αναζωπυρώνεται το θέμα του πληθωρισμού, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοινώνει ότι, παρά τη μείωση του ρυθμού αύξησης που σημειώθηκε το 1976 στο 11,7 % έναντι 15,2 % το 1975, για το 1977 αναμένεται άνοδος κατά 12,8 %, ενώ η Πορτογαλία υποβάλλει την αναμενόμενη αίτηση για την προσχώρησή της στην Ε.Ο.Κ στις 28 Μαρτίου.
Αίτημα θα υποβάλει και η Ισπανία στις 28 Ιουλίου, αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός, ακολουθώντας την προσφιλή του μέθοδο των ταυτόσημων επιστολών, θα εξηγήσει στους ηγέτες των κυβερνήσεων των μελών της Ε.Ο.Κ τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συνδεθεί με άλλες υποψηφιότητες ήδη από τις 26 Απριλίου και, τελικά, η Υπουργική Σύνοδος της Ε.Ο.Κ στις 22 - 23 Μαΐου επιβεβαιώνει την αυτοτελή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Λίγο νωρίτερα, στις 8 Μαΐου, ο Καραμανλής μετείχε στη Διάσκεψη Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Κάρτερ, χωρίς όμως το αποτέλεσμα των συνομιλιών να θεωρηθεί ιδιαίτερα ικανοποιητικό.
Όπως προκύπτει και από τη δήλωσή του «Σε γενικές γραμμές οι εκτιμήσεις δεν διαφέρουν πολύ». Αντίθετα, όταν στις 25 Μαΐου αναχωρεί από την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζ. Αντρεότι, οι δηλώσεις και των δύο ανδρών αναφέρουν σαφώς ότι «δεν υπάρχουν διαφορές στα θέματα που συζητήσαμε». Την εποχή εκείνη, ενώ πληθαίνουν οι συζητήσεις σχετικά με τον εκλογικό νόμο και ενδεχόμενη διεξαγωγή εκλογών, ο Καραμανλής δηλώνει αιφνιδιαστικά στις 4 Ιουνίου ότι η κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα τροποποιήσεως του εκλογικού νόμου. Μέσα σε 10 ημέρες εισάγεται και ψηφίζεται νομοσχέδιο που επιφέρει δύο μεταβολές σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο:
α) Το εκλογικό μέτρο της πρώτης κατανομής υπολογίζεται με τη ρήτρα +1 και
β) Επεκτείνεται το δικαίωμα της ψήφου στην ηλικία των 20 ετών.
Πρόκειται για δύο ρυθμίσεις που θεωρούνται «παραχωρήσεις» προς την αντιπολίτευση. Την επόμενη εβδομάδα επισκέπτεται για μία ακόμα φορά την Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και εξετάζει τις τελευταίες πτυχές του Κυπριακού με τον πρωθυπουργό. Θα είναι όμως η τελευταία, καθώς στις 3 Αυγούστου ο Πρόεδρος της Κύπρου πεθαίνει ξαφνικά από έμφραγμα. Στη θέση του αναλαμβάνει ο Πρόεδρος της Βουλής, Σπ. Κυπριανού, μέχρι να λήξει η κανονική θητεία του Μακαρίου στις 27 Φεβρουαρίου 1978.
Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έχει εισέλθει σε άτυπη προεκλογική περίοδο και ο Καραμανλής καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων σε διερευνητικές συναντήσεις και τελικά στις 20 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 20 Νοεμβρίου 1977, ενώ στις 21 Οκτωβρίου αντικαθίστανται οι υπουργοί Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Βορείου Ελλάδος από υπηρεσιακά πρόσωπα και παραιτούνται 19 από τους 21 υφυπουργούς.
Εκλογές 20 / 11 / 1977
Εν όψει των εκλογών, το κομματικό φάσμα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις εκλογές του 1974. Η Ε.Κ.-Ν.Δ., έχοντας μετονομαστεί σε Ε.ΔΗ.Κ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), ήδη από τις 3 Φεβρουαρίου 1976, αντιμετώπισε στη συνέχεια σοβαρή εσωκομματική κρίση που κλιμακώθηκε με την απομάκρυνση τεσσάρων βουλευτών (Δ. Τσάτσος, Γ.Α. Μαγκάκης, Χ. Πρωτοπαππάς, Α. Μήνης) και πολιτευτών (Α. Πεπονής κ.ά.).
Στην Αριστερά επίσης το Κ.Κ.Ε κατέρχεται μόνο του, ενώ το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και η Ε.Δ.Α συνεργάζονται με τη Σοσιαλιστική Πορεία (που αποτελείται κυρίως από στελέχη που απομακρύνθηκαν από το ΠΑ.ΣΟ.Κ), τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και τη Χριστιανική Δημοκρατία, σε συνασπισμό που ονομάζεται Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων με επικεφαλής τον Η. Ηλιού. Την είσοδό του στη Βουλή διεκδικεί αυτόνομα και ο Κων/νος Μητσοτάκης, ο οποίος δεν πολιτεύτηκε το 1974, ιδρύοντας, με επίκεντρο την Κρήτη, το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, ενώ ένας ακόμα έμπειρος πολιτικός, ο Στέφανος Στεφανόπουλος.
Πρωθυπουργός στην περίοδο 17 / 09 / 1967 - 20 / 12 / 1966, «αντίπαλος» του Καραμανλή από την εποχή που εκείνος διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Πα- πάγο ενώ αυτός ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ίδρυσε την Εθνική Παράταξη μαζί με τον Σπ. Θεοτόκη (που είχε αποχωρήσει από τη Νέα Δημοκρατία λόγω της ουδέτερης στάσης που κράτησε στο δημοψήφισμα) στην οποία στεγάστηκαν, κατά την επίσημη σχεδόν ορολογία της εποχής, τα λεγόμενα «βασιλοχουντικά» στοιχεία. Βεβαίως, κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η Νέα Δημοκρατία θα κέρδιζε και πάλι τις εκλογές.
Η «τραυματισμένη» Ε.ΔΗ.Κ όχι μόνο δεν μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από την προηγούμενη επίδοσή της αλλά κινδύνευε να χάσει και τη δεύτερη θέση από το «ανερχόμενο» ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αυτό ήταν, άλλωστε, στην ουσία το διακύβευμα των εκλογών, όπως φυσικά και το ποσοστό της δύναμης που θα αποσπούσε τελικά η Νέα Δημοκρατία, δεδομένου ότι το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» έμοιαζε πλέον αρκετά παρωχημένο μπροστά στο νέο και ανερχόμενο αίτημα της «αλλαγής». Ο ίδιος ο Καραμανλής, πάντως, δείχνει να αποστασιοποιείται από τον «πυρετό» του εκλογικού αγώνα δηλώνοντας σε κομματική συνεδρίαση στις 15 Οκτωβρίου:
Γ. 3η κυβέρνηση Καραμανλή: 28 / 11 / 1977 - 10 / 5 / 1980
Ένταξη στην Ευρώπη
Στις 28 Νοεμβρίου 1977 ορκίζεται η νέα κυβέρνηση στην οποία ο Πρόεδρος της προηγούμενης Βουλής, Κ. Παπακωνσταντίνου, ορίζεται αντιπρόεδρος και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ ο συνολικός αριθμός των υπουργών αυξάνεται στους 21 και άλλοι τόσοι είναι οι υφυπουργοί.
Με χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά μετέχει σε αρχικό σχήμα μία γυναίκα, η Άννα Συνοδινού, που τοποθετήθηκε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (στον τελευταίο ανασχηματισμό της προηγούμενης περιόδου στις 10 / 09 / 1976 είχε τοποθετηθεί και η Λίνα Κουτήφαρη, υφυπουργός Παιδείας, ενώ στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών του 1974 η Νίκη Γουλανδρή ήταν υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών). Αξιοσημείωτη είναι και η απουσία του Π. Λαμπρία για πρώτη φορά από το πλευρό του Καραμανλή (δεν εξελέγη βουλευτής και τοποθετήθηκε γ.γ. του Ε.Ο.Τ).
Στη θέση του, ως υφυπουργός Προεδρίας τοποθετείται ο Αθ. Τσαλδάρης (μαζί με τον Αχ. Καραμανλή που παρέμενε σε θέση υφυπουργού στο ίδιο υπουργείο), ενώ υπουργός Προεδρίας ανέλαβε ο Κ. Στεφανόπουλος, δεδομένου ότι ο Γ. Ράλλης τοποθετήθηκε υπουργός Συντονισμού. Ο Π. Παπαληγούρας ανέλαβε το Εξωτερικών, ο Ευ. Αβέρωφ παρέμεινε στο Εθνικής Αμύνης, όπως ο Κ. Λάσκαρης στο Εργασίας και ο Ν. Μάρτης Βορείου Ελλάδος, ενώ οι μετακινούμενοι Χρ. Στράτος (Εσωτερικών), Αλ. Παπαδόγγονας (Συγκοινωνιών), Ι. Μπούτος (Οικονομικών), Ι. Βαρβιτσιώτης (Παιδείας) και Γ. Σταμάτης (Δικαιοσύνης) συμπλήρωναν το βασικό κύκλο των «σταθερών» συνεργατών του Καραμανλή.
Στον κύκλο αυτό θα μπορούσε πλέον να συμπεριληφθεί και ο Γ. Παναγιωτόπουλος, που αναβιβαζόταν από υφυπουργός σε υπουργό Εμπορίου, όπως και ο Γ. Κοντογιώργης, που αναλάμβανε ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (από υφυπουργός Συντονισμού) τα θέματα της σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. Διατελέσαντες (για μικρό όμως διάστημα) υφυπουργοί που προάγονταν σε υπουργικές θέσεις ήταν επίσης ο Μ. Εβερτ (Βιομηχανίας - Ενέργειας), ο Αθ. Ταλιαδούρος (Γεωργίας), αλλά και ο Εμμ. Κεφαλογιάννης (Εμπορικής Ναυτιλίας).
Ενώ τα νέα πρόσωπα που συμπλήρωναν τη λίστα των υπουργών ήταν οι Γ. Πλυτάς (Πολιτισμού και Επιστημών), Σπ. Δοξιάδης (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Ν. Ζαρντινίδης (Δημοσίων Έργων) και Αν. Μπάλκος (Δημοσίας Τάξεως). Στους υφυπουργούς, τέλος, η ομάδα όσων είχαν διατελέσει σε θέση υφυπουργού και στην προηγούμενη περίοδο (Ζαΐμης, Κατσαδήμας, Ανδριανόπουλος, Κοντογιαννόπουλος, Ταταρίδης) συμπληρωνόταν από μια ευρύτερη ομάδα νέων προσώπων (Σουφλιάς, Μάνος, Δήμας, Παλαιοκρασσάς, Παπαρρηγόπουλος κ.ά.).
Την ίδια ημέρα, η παραίτηση από την ηγεσία της Ε.ΔΗ.Κ που υποβάλλει ο Γ. Μαύρος γίνεται δεκτή από την ολιγομελή πλέον Κοινοβουλευτική Ομάδα της με ψήφους 8 - 5 και αναλαμβάνει προσωρινή τριμελής επιτροπή με πρόεδρο τον Ι. Ζίγδη, ενώ αποδιοργανωμένη εμφανίζεται και η Εθνική Παράταξη, γιατί ο αρχηγός της Στ. Στεφανόπουλος δεν εξελέγη στην Ηλεία όπου είχε θέσει υποψηφιότητα. Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο Δ. Παπασπύρου με μόνο όμως 157 ψήφους επί 290 παρόντων.
Στις προγραμματικές δηλώσεις που ακολουθούν ο πρωθυπουργός ιεραρχεί τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της εντάξεως στην Ε.Ο.Κ και της οικονομίας, εξαγγέλλοντας την εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Τον Ιανουάριο 1978 ο Καραμανλής πραγματοποιεί πολυήμερο ταξίδι στην Ευρώπη με σταθμούς στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και τη Βόννη, από το οποίο προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει βάσιμα την ένταξή της στην Ε.Ο.Κ μέσα στο 1979, ενώ κατά την παραμονή του στη Βόννη δέχεται επιστολή από το δήμαρχο του Άαχεν που του γνωστοποιεί ότι έχει επιλεγεί να του απονεμηθεί το Βραβείο Καρλομάγνου.
Ένα βραβείο που δίνεται σε προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προώθηση της Ευρωπαϊκής ιδέας και είχε μέχρι τότε απονεμηθεί μόνο 7 φορές σε 29 χρόνια λειτουργίας του θεσμού. Στις 10 - 11 Μαρτίου πραγματοποιείται στο Μοντραί της Ελβετίας διήμερη συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπ. Ετσεβίτ, με σκοπό να συζητήσουν ελεύθερα και με άνεση τις διαφορές των δύο χωρών χωρίς την πίεση να ληφθούν αποφάσεις, η οποία διεξάγεται σε καλό κλίμα.
Αμέσως μετά ο πρωθυπουργός αναχωρεί για νέο πολυήμερο ταξίδι με προορισμό τη Δανία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ιταλία, έχοντας έτσι επισκεφτεί μέσα σε δύο μήνες όλες τις πρωτεύουσες των χωρών της Ε.Ο.Κ εκτός από το Δουβλίνο (θα το επισκεφτεί τον Οκτώβριο). Τον Απρίλιο όμως γνωστοποιείται η πρόθεση της Αμερικανικής κυβέρνησης να άρει το εμπάργκο προς την Τουρκία. Ο Τζ. Κάρτερ στέλνει επιστολή στον Καραμανλή που εξηγεί τους λόγους (ενίσχυση της νότιας πτέρυγας του Ν.Α.Τ.Ο), την οποία διαβιβάζει ο πρέσβης Μακ Κλόσκυ.
Ο Καραμανλής απαντά ότι «πολλές φορές στην Ιστορία διαπράττονται σφάλματα, είτε από κακή πρόθεση είτε από κακή εκτίμηση η Τουρκία αντί να λογικευθεί θα αποθρασυνθεί, εφόσον θα πιστέψει ότι η πολιτική του εκβιασμού αποδίδει». Η άρση του εμπάργκο θα ψηφιστεί τελικά από το Κογκρέσο στις 25 Ιουλίου με οριακή διαφορά 208 έναντι 205 ψήφων. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα εισέρχονται στην κυβέρνηση ο Κ. Μητσοτάκης και ο βουλευτής της Ε.ΔΗ.Κ, πρώην υπουργός, Αθ. Κανελλόπουλος, αναλαμβάνοντας στις 10 Μαΐου τα υπουργεία Συντονισμού και Οικονομικών αντίστοιχα.
Ο Γ. Ράλλης αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών και ο Ι. Μπούτος το υπουργείο Γεωργίας (τίθενται εκτός κυβέρνησης οι Π. Παπαληγούρας και Αθ. Ταλιαδούρος), ενώ ο πρωθυπουργός αναχωρεί στις 27 Μαΐου για τις Η.Π.Α, όπου συνέρχεται η Σύνοδος Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο. Συναντάται με τον Τζ. Κάρτερ στον Λευκό Οίκο και με τον Μπ. Ετσεβίτ με τον οποίο αποφασίζουν να ξεκινήσουν τακτικές συναντήσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, με την πρώτη συνάντηση να ορίζεται στις 4 Ιουνίου στην Άγκυρα.
Παράλληλα, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Γ. Ράλλης αναχωρεί για πολυήμερη επίσημη επίσκεψη στη Σοβιετική Ένωση, την πρώτη που πραγματοποιεί Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ενώ ο πρωθυπουργός, στα εγκαίνια της 43ης Δ.Ε.Θ στις 9 Σεπτεμβρίου, ορίζει ως γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής τη μείωση της φορολογίας, σε συνδυασμό όμως με την περιστολή της φοροδιαφυγής που αποκτά ως στόχος προτεραιότητα. Πράγματι, στις 29 Σεπτεμβρίου ψηφίζεται από τη Βουλή σχετικός νόμος που εισάγει τα λεγόμενα «τεκμήρια».
Τον Οκτώβριο ο Καραμανλής ξεκινά νέες επισκέψεις στη Ρώμη, στο Παρίσι και το Δουβλίνο με κύριο σκοπό να υπερκεραστούν οι τελευταίες διαπραγματευτικές δυσχέρειες για την προσχώρηση στην Ε.Ο.Κ που εντοπίζονται ιδιαίτερα στο γεωργικό τομέα. Στο πνεύμα αυτό αποστέλλει στις 12 Δεκεμβρίου ταυτόσημες επιστολές προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τους πρωθυπουργούς των άλλων οκτώ κρατών-μελών της ΕΟΚ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, Ρόυ Τζένκινς. Τελικά, στις 21 Δεκεμβρίου έπειτα από μαραθώνιες συζητήσεις η Ελληνική αντιπροσωπία, με επικεφαλής τον Γ. Ράλλη, καταλήγει σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των εννέα άλλων χωρών για τους όρους της Ελληνικής ένταξης.
Όπως συνέβη και με τις περιπτώσεις της Αγγλίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας που εντάχθηκαν στην Ε.Ο.Κ το 1973, προβλέπεται κατά περίπτωση μεταβατική περίοδος προσαρμογής με ανώτατο όριο τα πέντε χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν οριστικά με την εξέταση των τελευταίων λεπτομερειών στη διυπουργική σύνοδο της 3ης Απριλίου, ενώ ως επίσημη ημέρα υπογραφής της συνθήκης προσχωρήσεως ορίζεται η 28η Μαΐου 1979. Η τελετή γίνεται στο Μέγαρο του Ζαππείου της Αθήνας. Παρίστανται όλοι σχεδόν οι αρχηγοί κρατών ή και υπουργοί Εξωτερικών των χωρών - μελών της Ε.Ο.Κ, αλλά από τα Ελληνικά κόμματα απουσιάζουν εκπρόσωποι του ΠΑ.ΣΟ.Κ και του Κ.Κ.Ε που αντιτίθεται στην ένταξη.
Όλοι μιλούν ότι εκείνη η ημέρα είναι η ημέρα του Καραμανλή. Ο πρόεδρος της τελετής, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Φρανσουά Ποσέ, τονίζει: «Αν οι διαπραγματεύσεις, που άρχισαν το 1976, έφθασαν σε αίσιο πέρας στις 3 Απριλίου στο Λουξεμβούργο, αυτό το οφείλουμε σε έναν άνδρα, ο οποίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία το θάρρος του κ. Καραμανλή και η αποφασιστικότητά του πρέπει να αναγνωρισθούν από όλους μας σήμερα εδώ». Ο ίδιος ο Καραμανλής, φανερά συγκινημένος, θα επισημάνει:
«Από πείρα, αλλά και από χαρακτήρα, δεν χρησιμοποιώ αφορισμούς. Και δυσπιστώ προς τις θεωρητικές κατασκευές, που ερμηνεύουν τους νόμους της ιστορικής εξελίξεως και δίνουν στους ανθρώπους έτοιμες συνταγές για τη λύση των προβλημάτων τους. Βασίζομαι πάντοτε στη μελέτη πραγματικών δεδομένων και στα διδάγματα της ιστορικής πείρας. Αυτά με έπεισαν ότι το μέλλον της Ευρώπης βρίσκεται στην ενοποίησή της. Και το μέλλον της Ελλάδος βρίσκεται στην Ενωμένη Ευρώπη. Και με την πεποίθηση αυτή αγωνίστηκα, επί μία εικοσαετία περίπου, να εντάξω τη χώρα μου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα».
Η συνθήκη προσχώρησης στην Ε.Ο.Κ θα συζητηθεί προκειμένου να επικυρωθεί στην Ελληνική Βουλή ένα μήνα μετά, με το ΠΑ.ΣΟ.Κ όμως και το Κ.Κ.Ε να επικαλούνται διαδικαστικούς λόγους και να αποχωρούν από τις συνεδριάσεις. Κανείς όμως από τους υπολοίπους δεν καταψηφίζει. Με απαιτούμενο όριο τις 180 ψήφους και 104 απόντες βουλευτές, 193 εγκρίνουν τη συνθήκη και 3 δηλώνουν «παρών» (οι βουλευτές της Ε.ΔΗ.Κ, Ι. Ζίγδης, Ν. Βενιζέλος και Ν. Μπαντουβάς). Ήδη όμως έχει αρχίσει να κυριαρχεί στην επικαιρότητα η μεγάλη αύξηση από τον ΟΠΕΚ της τιμής του πετρελαίου (50 %) που οδηγεί σε νέες μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις.
Ο Καραμανλής, μιλώντας στο πλαίσιο της 44ης Δ.Ε.Θ στις 7 Σεπτεμβρίου, τονίζει ότι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση είναι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει ο κόσμος από το 1930. Έτσι, η καλή πορεία της Ελληνικής οικονομίας, που εν πολλοίς επέτρεψε την ένταξη στην Ε.Ο.Κ, θα επιβραδυνθεί με αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 4% έναντι 5,9 % τον προηγούμενο χρόνο, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί κοντά στο 18, 5% και να υπερβεί το 20 % τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πρόοδος που έχει σημειωθεί αντικατοπτρίζεται στο κατά κεφαλήν εισόδημα που έφτασε τα 3.430 δολάρια το 1978 από 2.165 το 1974, με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ιδίως στα ιδιωτικά αυτοκίνητα, να υπερβαίνει κατά πολύ το 100 %.
Αυτό όμως στην εποχή της κρίσης έχει και τις αρνητικές του διαστάσεις. Έχουμε φτάσει να δαπανούμε, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καραμανλής, «400 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο για αυτοκίνητα και άλλα 300 εκατομμύρια δολάρια για είδη πολυτελείας, τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση μας υποχρεώνει να εξοικονομούμε και το τελευταίο ακόμα δολάριο. Η συμπεριφορά μας κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για τη σωφροσύνη του έθνους». Η δραματική αυτή Δ.Ε.Θ θα είναι η τελευταία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού.
Στο επόμενο διάστημα θα πραγματοποιήσει τα ταξίδια που δεν είχε προλάβει να κάνει (Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ιράκ) κλείνοντας οικονομικές συμφωνίες και προωθώντας τις Ελληνικές θέσεις, χωρίς να παραλείπει τη διαρκή επαφή του με το Παρίσι, τη Βόννη, το Λονδίνο και τη Ρώμη. Από τις αρχές του 1980 θα επιβλέψει για τελευταία φορά την εισοδηματική πολιτική και την εκτέλεση του Προϋπολογισμού και στις 5 Μαΐου θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 183 ψήφους σε σύνολο 298 παρόντων βουλευτών. Θα ορκιστεί επίσημα στις 15 Μαΐου, ενώ ενδιάμεσα, στις 10 Μαΐου 1980, θα παραιτηθεί από πρωθυπουργός.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ 1955 - 1959
Η Ανακίνηση του Κυπριακου
Η ανακίνηση του Κυπριακού το 1949 - 1950 εγγράφεται στο πλαίσιο δύο αλληλοσυμπληρούμενων διαδικασιών, μιας ενδογενούς, δηλαδή του Ελληνικού αλυτρωτισμού, ο οποίος αποβλέπει στην Κύπρο ως το τελευταίο στην ουσία εναπομένον έδαφος με αναμφισβήτητη Ελληνική πλειοψηφία που πρέπει να συμπεριληφθεί στην Ελληνική επικράτεια, και μιας διεθνούς, του αντιαποικιακού ρεύματος, που οδηγεί με ταχύτητα στη διάλυση τις Ευρωπαϊκές αποικιακές Αυτοκρατορίες την επαύριον του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα τέθηκε με πρωτοβουλία των Ελληνοκυπρίων στο τέλος του 1949 όταν από έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό μεταξύ της κυπριακής Αριστεράς, με κύριο φορέα το Ανοθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (Α.Κ.Ε.Λ), και των αστικών δυνάμεων, υπό την ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, οργανώθηκε από την τελευταία η συλλογή υπογραφών που έμεινε γνωστή ως δημοψήφισμα υπέρ της ένωσης...
Το σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση δεν ήταν τόσο το διαδικαστικό, δεν επρόκειτο για δημοψήφισμα οργανωμένο με όλα τα τυπικά εχέγγυα, όσο το ότι η μαζική αυτή εκδήλωση αντικατόπτριζε το πραγματικό γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι, που συνιστούσαν το 80 % του πληθυσμού του νησιού, υποστήριζαν την ένωση. Η Ενωτική κίνηση θα προσέκρουε στη Βρετανική, αλλά και την Τουρκική άρνηση. Η Βρετανία θα αντιδρούσε στην ένωση από ένα μείγμα αφοσίωσης στην Αυτοκρατορική παράδοση, στρατηγικής σκοπιμότητας και, τελικά, διαφύλαξης της συνοχής της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Το Λονδίνο δεν ήταν διατεθειμένο να εγκαταλείψει το τελευταίο εδαφικό σημείο που διέθετε κατά κυριαρχία στην πύλη της Μέσης Ανατολής μετά τον τερματισμό της εντολής της στην Παλαιστίνη το 1947 - 1948. Συνυφασμένος με το αυτοκρατορικό γόητρο ήταν ο στρατηγικός παράγοντας, δηλαδή το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν αναγκαία για τη Βρετανική παρουσία στη Μέση Ανατολή, μια περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου και επομένως κρίσιμη για τη Βρετανική οικονομία. Τέλος, από το 1955, όταν θα εκδηλωνόταν η Τουρκική αντίδραση, την οποία είχε άλλωστε υποδαυλίσει η Βρετανική πολιτική, το Λονδίνο κατανοούσε ότι η Τουρκική ανοχή σε οποιαδήποτε διευθέτηση του Κυπριακού ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Οι κυβερνήσεις των συνασπισμών του Κέντρου της περιόδου 1950 - 1952 δεν ήταν διατεθειμένες να υποστηρίξουν το ενωτικό αίτημα των Ελληνοκυπρίων. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε μόλις τερματιστεί και η Ελλάδα εξαρτάτο από την Αμερικανική βοήθεια αλλά και τη Βρετανική καλή θέληση, παρά το γεγονός ότι η Βρετανία μετά την εξαγγελία του δόγματος Truman το 1947 δεν καθόριζε πλέον τις εξελίξεις στην περιοχή και την ίδια την Ελλάδα. Η κατάσταση στην Αθήνα θα μεταβαλλόταν τον Νοέμβριο του 1952 με την επικράτηση στις εκλογές του συντηρητικού Ελληνικού Συναγερμού υπό την ηγεσία του στρατάρχη Παπάγου.
Ο τελευταίος διακατεχόταν από αυτοπεποίθηση, καθώς διέθετε ισχυρότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν αισθανόταν δέος από το Βρετανικό Αυτοκρατορικό γόητρο, αλλά ήταν ταυτόχρονα ένθερμος Ατλαντιστής. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του Κυπριακού από το 1954 και μετά, σημαντικός και αυξανόμενος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και η Βρετανία εμφανιζόταν ως ο κύριος διπλωματικός χειριστής του. Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου σήμαινε ότι ο ρόλος τους ήταν κομβικός, ιδίως σε μια εποχή που στα Ηνωμένα Έθνη δεν κυριαρχούσαν ακόμα οι αδέσμευτες χώρες.
Η ανακίνηση του Κυπριακού το 1954 έθετε τους Αμερικανούς ενώπιον μιας έκδηλα αντιφατικής κατάστασης: Αφενός, επρόκειτο για αίτημα αυτοδιάθεσης από ένα λαό που ζούσε στο πλαίσιο μιας αποικιακής Αυτοκρατορίας. Το αντιαποικιακό πνεύμα παρέμενε ισχυρό στην Αμερικανική πολιτική σκέψη. Ταυτόχρονα, όμως, η Κύπρος ανήκε στον ισχυρότερο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, τη Βρετανία, και απειλούσε να φέρει σε οξύτατη αντίθεση δύο άλλους συμμάχους στη νοτιοανατολική πτέρυγα του Ν.Α.Τ.Ο, την Ελλάδα και την Τουρκία. Η αποσταθεροποίηση της συνοχής της συμμαχίας στο σημείο αυτό θα δημιουργούσε ασφαλώς ευκαιρίες για τη Σοβιετική πολιτική.
Συνεπώς, η Ουάσιγκτον βρισκόταν αντιμέτωπη με την αντίφαση μεταξύ του ισχυρού αντιαποικιακού αισθήματος, το οποίο δεν συνιστούσε μια απλή ιδεαλιστική αναζήτηση, αλλά και ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα στη διεθνή σκηνή τη μεταπολεμική εποχή, και των σκοπιμοτήτων του Ψυχρού Πολέμου. Αξιολογώντας την Αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό τείνουμε συνήθως να την αντιμετωπίζουμε ex post και εκ του αποτελέσματος. Αξονική σημασία έχουν στην αξιολόγησή μας το πραξικόπημα της χούντας και η Τουρκική εισβολή του 1974.
Η πολιτική ανοχής του πραξικοπήματος και των Τουρκικών στρατιωτικών επεμβάσεων θεωρείται ότι αποτελούν την κατάληξη μιας Αμερικανικής προσέγγισης, οι πηγές της οποίας πρέπει να αναζητηθούν στη δεκαετία του 1950, στις απαρχές δηλαδή του Κυπριακού. Αυτό είναι εν μέρει μόνο ακριβές. Στην περίοδο 1954 - 1959, η οποία μας απασχολεί εδώ, η Ουάσιγκτον επιχείρησε πράγματι να διαμορφώσει μια πολιτική συμβατή με τα στρατηγικά της συμφέροντα. Αυτό δεν είναι παράδοξο ούτε αναγκαστικά αθέμιτο. Η διαμόρφωση πάντως της Αμερικανικής πολιτικής δεν ήταν μονοσήμαντη ούτε κατ’ ανάγκην στερούσε την Ελληνική και την Ελληνοκυπριακή πλευρά από ορισμένες ευκαιρίες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονταν δέκτης των απόψεων των συμμάχων τους για το Κυπριακό και των αιτημάτων τους για υποστήριξη από το τέλος Αυγούστου του 1953. Προς το τέλος αυτού του μήνα ο Στέφανος Στεφανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Παπάγου, ενημέρωνε την Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα ότι ο στρατάρχης επρόκειτο να θέσει το θέμα στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να σημειωθεί κάποια θετική εξέλιξη. Η Αθήνα προσδοκούσε ότι θα αναγνωριζόταν επί της αρχής το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και στη συνέχεια, μετά την πάροδο δύο ή τριών ετών, οι τελευταίοι θα καλούνταν να αποφασίσουν σε δημοψήφισμα αν θα επιθυμούσαν την ένωση ή την ανεξαρτησία.
Η Ελληνική κυβέρνηση δεν ζητούσε τόσο την Αμερικανική υποστήριξη έναντι της Βρετανίας όσο έναντι του Μακαρίου, καθώς η ανησυχία της οφειλόταν στο ενδεχόμενο προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη από κάποια χώρα που θα αποφάσιζε να υποστηρίξει την προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Η Αμερικανική απάντηση ήταν αρνητική, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπήρχε αμφιβολία για το θεμέλιο της Ελληνικής αισιοδοξίας σχετικά με την πιθανή ανταπόκριση των Βρετανών στο Ελληνικό διάβημα για αναγνώριση της αυτοδιάθεσης. Η αμφιβολία αυτή δικαιώθηκε πλήρως από τη συνάντηση Παπάγου - Eden τον Σεπτέμβριο.
Από το Βρετανικό πρακτικό είναι προφανές ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών δεν επρόκειτο να συζητήσει το θέμα, αμφισβητούσε τη βάση του Ελληνικού αιτήματος και δεν αποκρυπτόταν ακόμα και από ένα προσεκτικά διατυπωμένο έγγραφο ο ψυχρός έως αγενής τόνος στη διατύπωση των απόψεών του. Τον Ιανουάριο του 1954 οι Βρετανοί θα απευθύνονταν με τη σειρά τους στους Αμερικανούς. Η απόρριψη του διαβήματος του Παπάγου τον Σεπτέμβριο καθιστούσε βέβαιη την Ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και ήταν προφανές ότι οι Βρετανοί επείγονταν για την εξασφάλιση της Αμερικανικής υποστήριξης.
Ζητούσαν να πληροφορηθούν κατά πόσον οι Αμερικανοί παρέμεναν δεσμευμένοι σε προηγούμενη συνεννόησή τους σχετικά με το ευκταίο της διατήρησης της Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο, αν ήταν αντίθετοι με την έγερση του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη και αν σκόπευαν να αναλάβουν προσπάθεια αποτροπής Ελληνικής προσφυγής στο διεθνή οργανισμό. Στις 10 Μαρτίου του 1954 η Ουάσιγκτον θα γινόταν δέκτης και Τουρκικού διαβήματος, με το οποίο θα εκδηλωνόταν διπλωματικά για πρώτη φορά το Τουρκικό ενδιαφέρον για το νησί.
Οι Τούρκοι είχαν ήδη ενημερώσει την Αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα ότι οι Βρετανοί είχαν επιχειρήσει να προσεγγίσουν την Τουρκική κυβέρνηση με στόχο την εξασφάλιση υποστήριξης σε περίπτωση Ελληνικής προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη. Η Τουρκική κυβέρνηση ήταν σαφής ότι δεν επεδίωκε αλλαγή κυριαρχίας στην Κύπρο. Αν παρά ταύτα κάτι τέτοιο ζητείτο από τους Έλληνες, η Τουρκική πλευρά τόνιζε ότι η όποια ρύθμιση του θέματος δεν μπορούσε να επέλθει με μόνο κριτήριο την ταυτότητα του πληθυσμού, αλλά και τη γεωγραφία. Από την άποψη αυτή η Τουρκία θεωρούσε ότι αντιμετώπιζε, δυνητικά τουλάχιστον, απειλή της ασφάλειάς της αν η Κύπρος περνούσε στην Ελληνική κυριαρχία.
Εκτός αυτού, υπήρχε και Τουρκική μειονότητα (18 % του πληθυσμού) που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, αλλά προφανές ήταν ήδη από την αρχή της ιστορίας του Κυπριακού ότι το βασικό Τουρκικό ενδιαφέρον εντοπιζόταν στην ασφάλεια. Σε πρώτη φάση η Ουάσιγκτον πράγματι προσανατολίστηκε στη διατήρηση του καθεστώτος κυριαρχίας στο νησί ως είχε και στην αποτροπή συζήτησης της Ελληνικής προσφυγής στον Ο.Η.Ε. Οι Αμερικανοί κατανοούσαν ότι οι Βρετανοί βρίσκονταν σε δεινή θέση στη Μέση Ανατολή και πως ιδίως μετά την αναδίπλωσή τους από το Σουέζ το 1954 η Κύπρος αποτελούσε το τελευταίο Βρετανικό προπύργιο στον ευαίσθητο αυτό γεωστρατηγικό χώρο.
Οι Αμερικανοί είχαν επίσης, αναμφίβολα, συνείδηση ότι η Βρετανική παρουσία ήταν φθίνουσα, αλλά ταυτόχρονα απέβλεπαν σε μια συντεταγμένη και σε βάθος χρόνου αναδίπλωση, όχι σε μια αιφνιδιαστική κατάρρευση ή εκδίωξη των Βρετανών, που θα έθετε άλλωστε σε κίνδυνο και τα δυτικά συμφέροντα στο σύνολό τους. Παράλληλα, όμως, η Βρετανική εμμονή γινόταν αντιληπτό ότι ενδεχομένως αντιστρατευόταν τη λογική των διεθνών εξελίξεων. Κάτι τέτοιο προκύπτει ασφαλώς από την απάντηση του Αμερικανικού Γενικού Επιτελείου σχετικά με τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, η χρήση του νησιού για τις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν αναγκαία.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Αμερικανικό Γενικό Επιτελείο είχε επισημάνει ότι τα Βρετανικά αεροδρόμια ήταν διαθέσιμα στην Αμερικανική Αεροπορία για αποστολές μέσου βεληνεκούς, ενώ ταυτόχρονα οι Αμερικανοί είχαν βοηθήσει στην εγκατάσταση στην Κύπρο ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης. Όπως όμως τόνιζε το Αμερικανικό υπουργείο Άμυνας το 1954, αυτό δεν σήμαινε ότι η Βρετανική κυριαρχία έπρεπε να διαιωνιστεί.
Επίσης, ως προς την αξιολόγηση του Τουρκικού παράγοντα είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι σ’ αυτή την πρώτη φάση του Κυπριακού, και έως περίπου την άνοιξη του 1957, ο Τουρκικός παράγοντας, παρά το γεγονός ότι υπολογίζεται σοβαρά από την Ουάσιγκτον, δεν θεωρείται ότι διαθέτει αρνησικυρία για την πολιτική λύση του ζητήματος. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι η Αμερικανική πολιτική ήταν άμεσα προσανατολισμένη προς την αυτοδιάθεση. Το αντίθετο. Το State Department θα αποφάσιζε να αντιταχθεί στη συζήτηση του θέματος στη γενική συνέλευση, αλλά θα εξέταζε όλες τις διαδικαστικές δυνατότητες προκειμένου να μη χρεωθεί στην Αμερικανική πολιτική πλήρης εγκατάλειψη της αρχής της αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο του οργανισμού.
Η Ουάσιγκτον θα κατέληγε στην αποχή από την ψηφοφορία στην επιτροπή, κάτι που επέτρεπε την τυπική εισαγωγή του θέματος στην ημερήσια διάταξη, αλλά στη γενική συνέλευση θα επετύγχανε να ψηφιστεί μια ανώδυνη απόφαση που διελάμβανε ότι το Σώμα είχε θεωρήσει μη σκόπιμη τη συζήτηση «προς το παρόν». Παράλληλα, από τον Ιούλιο του 1954 και μετά, οι Αμερικανοί είχαν εισαγάγει στο παρασκήνιο τη φόρμουλα μιας διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ των Βρετανών και των Ελληνοκυπρίων με στόχο την εγκαθίδρυση ενός συστήματος αυτοκυβέρνησης ως πρώτου σταδίου προς την αυτοδιάθεση.
Οι Βρετανοί δεν απέρριπταν τη φόρμουλα της αυτοκυβέρνησης αλλά ταυτόχρονα δεν βιάζονταν για την εφαρμογή της, καθώς προείχε από την οπτική τους η απόρριψη της Ελληνικής προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση, η τελευταία αυτή εξέλιξη μάλλον επιβάρυνε τη διαχείριση του Κυπριακού παρά διευκόλυνε τους χειρισμούς των δυτικών δυνάμεων. Η συντηρητική κυβέρνηση υπό τον Παπάγο αισθάνθηκε έντονη πολιτική πίεση στο εσωτερικό, η οποία συνυφαινόταν με την πρώτη μαζική έκρηξη αντιαμερικανισμού στην Ελληνική πολιτική.
Το κρίσιμο στοιχείο που εισαγόταν στην πολιτική εξίσωση ήταν η διείσδυση αυτού του αντιαμερικανισμού σε ευρύτερα στρώματα και πολιτικές ευαισθησίες, δηλαδή δεν περιοριζόταν πλέον στην παραδοσιακή Αριστερά που ήταν αυτονόητα αντιαμερικανική λόγω της Αμερικανικής παρέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά εκτεινόταν ακόμα και στο συντηρητικό χώρο. Η ίδια η κυβέρνηση δεν επρόκειτο, άλλωστε, να παραμείνει αδιάφορη, αλλά θα αποφάσιζε να κλιμακώσει την πίεση υιοθετώντας πλέον την ένοπλη στρατηγική.
Με την υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης ο συνταγματάρχης Γρίβας θα εγκαινίαζε τον ένοπλο αγώνα της εθνικής οργάνωσης Κυπρίων αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α) την 1η Απριλίου 1955. Η έκρηξη του ένοπλου αγώνα αιφνιδίασε τους Βρετανούς που δεν πίστευαν ότι οι Ελληνοκύπριοι θα προχωρούσαν σε αυτή τη μορφή διεκδίκησης. από το σημείο αυτό όμως και μετά, οι διπλωματικές εξελίξεις θα πύκνωναν, καθώς ο Βρετανικός παράγων θα βρισκόταν υπό την πίεση και της ένοπλης στρατηγικής.
Στις 29 Αυγούστου θα συνερχόταν στο Λονδίνο, έπειτα από πρόσκληση της Βρετανικής κυβέρνησης, τριμερής διάσκεψη με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας με στόχο τη συζήτηση του Κυπριακού στο πλαίσιο της στρατηγικής κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ελληνική κυβέρνηση, με Αμερικανική υπόδειξη, αποδέχθηκε την πρόσκληση αν και επρόκειτο για έμπρακτη αναγνώριση του Τουρκικού ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, χωρίς να έχει υπάρξει ο παραμικρός προϊδεασμός για το πολιτικό πλαίσιο μιας διευθέτησης.
Το κυριότερο Αμερικανικό επιχείρημα ήταν ότι επρόκειτο για την πρώτη φορά κατά την οποία η Βρετανία αναγνώριζε σε άλλους το δικαίωμα συζήτησης για την Κύπρο και συνεπώς επρόκειτο για μια διαδικασία από την οποία η Αθήνα δεν έπρεπε να λείψει. Η Ελληνική κυβέρνηση τη στιγμή εκείνη ήταν πρακτικά ακέφαλη. Ο Παπάγος ασθενούσε από την άνοιξη του 1955 και την κυβέρνηση διηύθυναν μόνο εν μέρει, αφού δεν είχε οριστεί αναπληρωτής του ασθενούντος πρωθυπουργού, οι αντιπρόεδροι Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας αντίστοιχα.
Η διάσκεψη κατέληξε σε ναυάγιο, αφού οι πολιτικές στρατηγικές της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν αμοιβαία αποκλειστικές: Η Αθήνα εξακολουθούσε να ζητά την ένωση ύστερα από βραχύ στάδιο αυτοκυβέρνησης και δεν θεωρούσε ικανοποιητικές τις σχετικές βρετανικές προτάσεις εκτιμώντας ότι επρόκειτο κατά βάση για την εισαγωγή αποικιακού συντάγματος, ενώ η Τουρκία επέμενε στη διατήρηση της Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Αν, τόνιζε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, ετίθετο θέμα αλλαγής κυριαρχίας, η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία, η οποία την είχε παραχωρήσει στη Βρετανία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Αυτό που οδήγησε την κατάσταση σε εκρηκτικό σημείο ήταν τα όσα ακολούθησαν. Στις 6 και τις 7 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, αλλά και άλλες μη Μουσουλμανικές μειονότητες, υπέστησαν ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ, το οποίο η ιστορική έρευνα έχει δείξει ότι ήταν οργανωμένο από την Τουρκική κυβέρνηση με μοχλό το μηχανισμό του κυβερνώντος δημοκρατικού Κόμματος. Οι Αμερικανοί αιφνιδιάστηκαν από την εξέλιξη αυτή, η οποία όμως ερμηνεύθηκε σε ένα στενό, Αμερικανικού ενδιαφέροντος, πλαίσιο.
Ενώ μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση θα λάμβανε υπόψη το ιστορικό βάρος της Ελληνοτουρκικής διαφωνίας για την Κύπρο, η Ουάσιγκτον θορυβήθηκε για τις επιπτώσεις που είχε αυτή η διαφορά στη συνοχή του Ν.Α.Τ.Ο και συνεπώς στη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Στον Αμερικανικό διπλωματικό σχεδιασμό αποκτούσε συνεπώς επείγοντα χαρακτήρα η αποστολή μηνυμάτων προς την Ελληνική και την Τουρκική ηγεσία σχετικά με τις δυσμενείς συνέπειες που είχε η διαμάχη τους για τη συμμαχική υπόθεση. Η Αμερικανική παρέμβαση έλαβε τη μορφή ταυτόσημου μηνύματος του υπουργού Εξωτερικών John Foster Dulles προς τις δύο κυβερνήσεις.
Από δημοσιευμένα Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα προκύπτει ότι αυτή δεν ήταν η μόνη Αμερικανική παρέμβαση σχετικά με τα επεισόδια της Κωνσταντινούπολης. Για την ακρίβεια, το μήνυμα Dulles δεν αφορούσε τα επεισόδια αυτά καθ’ εαυτά, αλλά τις πολιτικές τους συνέπειες, όπως τις έβλεπε η Αμερικανική πλευρά. Αντίθετα, για τα ίδια τα επεισόδια είχε σταλεί άλλο μήνυμα προς την Άγκυρα, δύο ημέρες πριν, όπου η Αμερικανική αντίληψη ήταν πιο σαφής, γινόταν μάλιστα λόγος και για την αδράνεια των δυνάμεων ασφαλείας. Εξακολουθούσε, όμως, να είναι εμφανές το έλλειμμα αποδοκιμασίας και συνεπειών για το διωγμό αυτό.
Το μήνυμα Dulles προκάλεσε νέα κλιμάκωση του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, καθώς ερμηνεύθηκε ως εξίσωση του θύτη και του θύματος και γενικότερα ως μια εκδήλωση του κυνισμού μιας μεγάλης δύναμης. Ταυτόχρονα εξελισσόταν εντός πραγματικής και θεσμικής αβεβαιότητας και η τελευταία φάση της διαδικασίας διαδοχής του στρατάρχη Παπάγου. Η κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα δεν αναγνώριζαν ότι υφίστατο κενό στην κορυφή της κυβέρνησης ούτε υπήρχε κάποια συμφωνημένη ή εθιμική διαδικασία διαδοχής, αν και τον Απρίλιο του 1946 ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος είχε εκλεγεί με ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος.
Το στέμμα εκινείτο προσεκτικά σε μια προσπάθεια ανάκτησης της θέσης επιρροής που είχε απολέσει προς όφελος του στρατάρχη το 1952. Ήδη από την άνοιξη του 1955 είχε κινήσει το ενδιαφέρον των ανακτόρων η περίπτωση του υπουργού δημοσίων Έργων Κωνσταντίνου Καραμανλή. Νέος για τα Ελληνικά πολιτικά δεδομένα στην ηλικία των 48 ετών, δραστήριος και διοικητικά επαρκής, έδινε στο βασιλιά την εντύπωση ότι θα μπορούσε να αναζωογονήσει τη συντηρητική παράταξη. Εξακολουθούσε, όμως, να υφίσταται το θέμα του προβαδίσματος των δύο αντιπροέδρων. Στο τέλος του Αυγούστου του 1955 ο Βρετανός πρεσβευτής sir Charles Peake συμπέραινε ότι ο Καραμανλής αποτελούσε την ιδεώδη επιλογή του βασιλιά και των Αμερικανών.
Τον Σεπτέμβριο οι αντιπρόεδροι είχαν φθαρεί ως συνέπεια της ακυβερνησίας και της κακής διαχείρισης του Κυπριακού. Το πρόβλημα εξάλλου συμπλεκόταν και με τους προβληματισμούς του Αμερικανικού παράγοντα. Στις 22 Σεπτεμβρίου ο αρχηγός της CIA Allen Dulles ενημέρωνε τον υπουργό Εξωτερικών John Foster Dulles ότι η περίπτωση του Καραμανλή και οι προοπτικές του είχαν ελκύσει την προσοχή των Αμερικανικών υπηρεσιών. Ο υπουργός δημοσίων Έργων εμφανιζόταν να έχει μια συμβιβαστική αντίληψη για το Κυπριακό που εντοπιζόταν στην ανάγκη εγκατάλειψης της άμεσης εφαρμογής της αυτοδιάθεσης προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα σχήμα αυτοκυβέρνησης.
Ο ίδιος ο Καραμανλής εμφανιζόταν να μην επιθυμεί τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση υπό τον Στεφανόπουλο, η οποία ήδη, χωρίς να έχει σχηματιστεί, προεξοφλείτο ότι θα ήταν «μεταβατική». Προφανές ήταν ότι οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τις προοπτικές του Καραμανλή, αλλιώς δεν είναι ερμηνεύσιμο το γεγονός της σύνταξης και της αποστολής ενός υπομνήματος σε αυτό το υψηλό επίπεδο. Ο υπουργός δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Παπάγου κατανοούσε προφανώς ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να επιβάλει λύση της αρεσκείας της έναντι της συνδυασμένης αντίθεσης της Βρετανίας και της Τουρκίας.
Έτσι, ο Καραμανλής είχε ήδη στις 13 Σεπτεμβρίου υποστηρίξει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι η πολιτική της διεθνοποίησης απέτυχε και ότι ήταν αναγκαία η εξασφάλιση της Αμερικανικής συμπαράστασης για μια συμβιβαστική λύση του Κυπριακού, το οποίο απειλούσε με γενικότερη πολιτική αποσταθεροποίηση την Ελλάδα. Εκτιμούσε ότι οι Αμερικανοί είχαν φανεί εξαρχής ειλικρινείς έναντι της Αθήνας. Τον προβληματισμό αυτό, καθώς και την ανησυχία για τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική λίγα μόλις χρόνια μετά τον Εμφύλιο απηχούσε και το περιεχόμενο του λεγομένου Μνημονίου Πιπινέλη, το οποίο αποκαλύφθηκε τρία χρόνια μετά.
Ο συντάκτης του ήταν έμπειρος διπλωμάτης, αλλά τελικά, παρά τη σχετική πρόβλεψη των Αμερικανών, δεν θα συμμετείχε ως υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Καραμανλής. Το ενδιαφέρον των Αμερικανών σε σχέση με τον Καραμανλή αφορούσε άμεσα στο Κυπριακό, αλλά όχι μόνο. Πρέπει, επίσης, να συνυπολογιστεί η ανησυχία των Αμερικανικών υπηρεσιών για τις προοπτικές της Ελληνικής συντηρητικής παράταξης, η οποία στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανιζόταν από την αμερικανική οπτική ως η μόνη αξιόπιστη πολιτική λύση, καθώς το Κέντρο ήταν κατακερματισμένο και ένα τμήμα του έρρεπε σε συνεργασία με την Αριστερά.
Γίνεται συνεπώς προφανές ότι η επιλογή πρωθυπουργού αφορούσε στην επιβίωση του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος γενικά. Στις 5 Οκτωβρίου, την επομένη του θανάτου του Παπάγου, ο βασιλιάς θα καλούσε τελικά τον Καραμανλή και θα του έδινε την εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης χωρίς να αναμείνει την εκλογή νέου αρχηγού από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Ελληνικού Συναγερμού. Ο Αμερικανός πρεσβευτής τηλεγράφησε στην Ουάσιγκτον ότι η απόφαση ήταν μη αναμενόμενη, αλλά είναι προφανές ότι η απόφανση αυτή αφορούσε στο χρόνο και όχι την ουσία της επιλογής.
ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ HARDING ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ HOLMES ΚΑΙ ΣΤΗ ''ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ''
Τη στιγμή της ανόδου του Καραμανλή στην πρωθυπουργία εγκαινιάστηκε η διαδικασία διαλόγου μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων της Κύπρου στη Λευκωσία. Ο νέος κυβερνήτης στρατάρχης Harding ήταν κομιστής μιας πρότασης του Λονδίνου, που προέβλεπε την εγκαθίδρυση συστήματος αυτοκυβέρνησης, αλλά και, κάτι που ασφαλώς συνιστούσε τη μεγάλη αλλαγή στη Βρετανική πολιτική, αναγνώριση της αρχής της αυτοδιάθεσης, χωρίς όμως συγκεκριμένη ημερομηνία εφαρμογής της. Οι διαπραγματεύσεις Harding - Μακαρίου, που απετέλεσαν μία από τις ευκαιρίες για να τεθεί το Κυπριακό σε τροχιά ομαλής λύσης, επρόκειτο να εξελιχθούν από τις αρχές Οκτωβρίου του 1955 έως το τέλος Φεβρουαρίου του 1956.
Η Τουρκία είχε αποκλειστεί από τις συνομιλίες, καθώς το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης είχε εμφανώς εξασθενίσει τη διαπραγματευτική της θέση. Η Άγκυρα δεν είχε διαγραφεί, όμως, ως αναγκαίος παράγοντας για την επίλυση του Κυπριακού και εξ αυτού οι Βρετανοί είχαν υπόψη τους ότι ήταν αδύνατο να υπερβούν ορισμένα όρια στις συνομιλίες τους με τον Μακάριο. Ο Μακάριος, από την άλλη πλευρά, αν και αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Ελλήνων της Κύπρου, έπρεπε να λάβει υπόψη του την πιθανή αντίδραση του κύκλου των αδιαλλάκτων περί το μητροπολίτη της Κυρηνείας, καθώς και του ίδιου του Γρίβα. Προκειμένου να προχωρήσει σε συμβιβασμό, επιθυμούσε να έχει την υποστήριξη της Αθήνας.
Ο Καραμανλής, επικρινόμενος από την αντιπολίτευση για εξασφάλιση της βασιλικής εύνοιας, η οποία από την οπτική της αντιπολίτευσης συσχετιζόταν και με το χειρισμό του Κυπριακού, και καθώς προγραμμάτιζε εκλογές για τον Φεβρουάριο του 1956, ήθελε να αποφύγει την ανοιχτή άσκηση πίεσης προς τον Μακάριο. Ασκώντας μια πολιτική φιλικής πειθούς προς την Ελληνοκυπριακή πλευρά, επανειλημμένα θα τόνιζε το επιθυμητό ενός συμβιβασμού, ενώ παράλληλα θα μετέφερε προς την Αμερικανική και τη Βρετανική πλευρά την ανάγκη ικανοποίησης αιτημάτων των Ελληνοκυπρίων ώστε να επιτευχθεί ο συμβιβασμός αυτός.
Τη διαχείριση του ζητήματος θα είχε ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Θεοτόκης, αναμφισβήτητα φιλοδυτικός και πεπεισμένος και αυτός για την αναγκαιότητα του συμβιβασμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να διευρύνουν τα περιθώρια της πολιτικής διευθέτησης ασκώντας πίεση κατά κύριο λόγο στους Βρετανούς. Στη βάση αυτής της Αμερικανικής τακτικής βρίσκονταν η εκτίμηση ότι η επιβίωση του Καραμανλή ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και η αναγνώριση ότι τα περιθώρια ελιγμών του νέου συντηρητικού πρωθυπουργού ήταν μικρά, ιδίως εν όψει επερχομένων εκλογών.
Αντίθετα, οι Βρετανοί δεν ήταν της ίδιας άποψης, καθώς εκτιμούσαν ότι ακόμα και αν ο Καραμανλής ανατρεπόταν, η όποια εναλλακτική λύση δεν θα ήταν προσανατολισμένη στη διάρρηξη των δεσμών της Ελλάδας με τη δύση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έστω και απρόθυμα, οι Βρετανοί, υπό την Αμερικανική πίεση, θα παρουσίαζαν βελτιωμένες εκδοχές του σχεδίου τους. Οι απαιτήσεις του Μακαρίου συνοψίζονταν σε παροχή γενικής αμνηστίας, αυτονόητη προϋπόθεση για την υποστήριξη της όποιας λύσης εκ μέρους της Ε.Ο.Κ.Α, σαφέστερη αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, υπαγωγή των εσωτερικών υποθέσεων στην εξουσία του προέδρου της κυβέρνησης αντί του κυβερνήτη.
Ο οποίος θα διατηρούσε τα πεδία Εξωτερικών και Άμυνας, γενικότερα διεύρυνση των εξουσιών της αιρετής νομοθετικής συνέλευσης και κυρίως διασφάλιση της Ελληνικής πλειοψηφίας της τελευταίας. Προς το τέλος Δεκεμβρίου του 1955 οι συνομιλίες είχαν φθάσει σε κρίσιμο σημείο και ο Καραμανλής προϊδέαζε την Αμερικανική πρεσβεία στην Ελλάδα ότι το Κυπριακό δεν εμφάνιζε προοπτικές λύσης, ότι παρά ταύτα αποσπούσε μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς του και ότι ήταν αδύνατο η κατάσταση αυτή να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Προειδοποιούσε ότι σκεπτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο επίσπευσης των εκλογών, όπως και συνέβη, ή της παραίτησής του, ζητώντας έτσι έμμεσα να μην πιεστεί υπερβολικά για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Στο επόμενο διάστημα οι Αμερικανοί κατέβαλαν προσπάθεια για να μη διακοπούν οι διαπραγματεύσεις στη Λευκωσία, καθώς αυτό θα επιδρούσε δυσμενώς στο Κυπριακό αλλά και στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Προς το τέλος Φεβρουαρίου του 1956, αφού ο Καραμανλής εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου, οι Βρετανοί αποφάσισαν να τερματίσουν τις συνομιλίες, καλώντας τον Μακάριο να παύσει να προβάλλει συνεχώς νέες απαιτήσεις και να αποδεχθεί το πακέτο που του προσφερόταν. Ο Μακάριος δεν το αποδέχθηκε, καθώς απέμεναν αδιευκρίνιστα αρκετά σημεία, και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Στις 9 Μαρτίου οι Βρετανοί θα προχωρούσαν στο επόμενο βήμα εξορίζοντας τον Αρχιεπίσκοπο στις Σεϋχέλλες. Ανέστελλαν έτσι για μεγάλο διάστημα την προσπάθεια μιας ομαλής πολιτικής διευθέτησης του Κυπριακού έχοντας τη μάταιη ελπίδα ότι θα μπορούσε να αναδειχθεί μια πιο «μετριοπαθής» Ελληνοκυπριακή ηγεσία. Ο ίδιος ο Μακάριος υποστήριξε την άποψη ότι η απόσταση μεταξύ των θέσεών του και των Βρετανικών δεν ήταν μεγάλη. Όπως όμως προκύπτει από τα δημοσιευμένα Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα, η διαφορά αυτή δεν ήταν αμελητέα και αντανακλούσε θεμελιώδεις διαφορές που αφορούσαν στο ρόλο της Τουρκίας στο Κυπριακό.
Οι Βρετανοί αδυνατούσαν να παράσχουν τις διαβεβαιώσεις σχετικά με την Ελληνική πλειοψηφία της νομοθετικής συνέλευσης διότι γνώριζαν ότι η ισότιμη εκπροσώπηση αποτελούσε αδιαπραγμάτευτο αίτημα των Τούρκων. Επεδίωκαν, συνεπώς, να μεταθέσουν τη διαφωνία σε συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου που θα ακολουθούσαν την κατ’ αρχήν αποδοχή του σχεδίου Harding. Στην Αγγλο-Αμερικανική υπηρεσιακή συζήτηση του Μαρτίου του 1956, όπου αναδεικνύεται η σημασία του θέματος αυτού, τονίστηκε ιδιαίτερα από τους Βρετανούς ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν αντιληφθεί το βάθος και την ένταση της Τουρκικής αντίθεσης στην ένωση.
Η οποία, αν πραγματοποιείτο, θα απειλούσε τις σχέσεις της Τουρκίας με τις δυτικές δυνάμεις. Το διπλωματικό αδιέξοδο στο Κυπριακό και τα προβλήματα της Αθήνας εντάθηκαν, καθώς τη διακοπή των συνομιλιών ακολούθησε ένταση της Βρετανικής κατασταλτικής δραστηριότητας στην Κύπρο με την εκτέλεση των Καραολή και Δημητρίου, διαδηλώσεις στην Αθήνα αλλά και εμφάνιση συμπτωμάτων έλλειψης συνοχής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, τα οποία θα παρέμεναν έντονα έως το 1958.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων Μακαρίου - Harding, η οποία οδήγησε και στην παραίτηση του Θεοτόκη και την ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, δεν σήμαινε πάντως την εκ των προτέρων αποδοχή Τουρκικού veto από τους Αμερικανούς. Σταδιακά βέβαια η Τουρκική οπτική και οι συναφείς απαιτήσεις άρχιζαν να αποτελούν αντικείμενο πιο επισταμένης εξέτασης εκ μέρους των Αμερικανών. Τον Ιούλιο του 1956 ο αντιπρόεδρος Richard Nixon επρόκειτο να μεταφέρει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας τη βαθιά εντύπωση που του είχε προκαλέσει η ψυχολογική αντίδραση των Τούρκων στην ένωση.
Περίπου το ίδιο διάστημα, στις αρχές Ιουνίου, η ιδέα της διχοτόμησης εξεταζόταν στην Ουάσιγκτον, ο ίδιος ο πρόεδρος Eisenhower αναρωτιόταν μάλιστα κατά πόσον θα ήταν αδύνατον ο διαχωρισμός αυτός να επιλύσει το πρόβλημα. Η γνώμη του υπουργού Εξωτερικών John Foster Dulles, προφανώς υπό την επίδραση του State Department, ήταν αρνητική: Οι πληθυσμοί ήταν μικτοί σε όλο το νησί. Στο τέλος Αυγούστου το State Department θα κατέληγε σε μια φόρμουλα που αποτελούσε μείζονα εξέλιξη στην Αμερικανική πολιτική και συνιστούσε το σημείο όπου η Αμερικανική πολιτική βρέθηκε πλησιέστερα από ποτέ στη δεκαετία του 1950 στην υποστήριξη των Ελληνικών θέσεων για την αυτοδιάθεση.
Η πολιτική του State Department ήταν κρίσιμη για δύο λόγους:
- Πρώτον, γιατί προέβλεπε την άμεση ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών στην αναζήτηση λύσης, μέσω της ανάληψης σχετικών συνομιλιών από ένα πρoεδρικό απεσταλμένο, στην προκειμένη περίπτωση αυτός ήταν ο Julius Holmes, σύμβουλος του υπουργού Εξωτερικών.
- Δεύτερον, γιατί ως προς την ουσία της πολιτικής λύσης προέβλεπε ένα σύστημα αυτοκυβέρνησης, το οποίο, έπειτα από δεκαετή εφαρμογή, θα ακολουθείτο από δημοψήφισμα στο οποίο θα ετίθεντο η ένωση, η διχοτόμηση αλλά και η ανεξαρτησία εντός ή εκτός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Η αρρυθμία, που ήταν απότοκη της κρίσης του Σουέζ, δεν κατέστησε δυνατή την πρόοδο του σχεδίου Holmes. Σχετικά με την αξιολόγηση του σχεδίου Holmes και της πολιτικής του βαρύτητας, αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί είναι ότι οι Αμερικανικές θέσεις ήταν αρκετά εύπλαστες. Οι Αμερικανοί είχαν αποδειχθεί ικανοί να υποστηρίζουν σχέδια ή να εξετάζουν ευνοϊκά ιδέες που είχαν πολύ διαφορετικές πολιτικές βάσεις ή συνέπειες χωρίς να είναι ιδιαίτερα δεσμευμένοι σε κάτι από αυτά. Αυτό καταδείχθηκε με σαφήνεια τον Δεκέμβριο του 1956 με την υποβολή των συνταγματικών προτάσεων Radcliff εκ μέρους των Βρετανών.
Το ζήτημα δεν ήταν τόσο το περιεχόμενο των προτάσεων, επρόκειτο για ένα σύνταγμα αυτοκυβέρνησης μάλλον φιλελεύθερο, όσο μια πρόβλεψη εκτός του σχεδίου. Αυτή συνίστατο στη δήλωση της Βρετανικής κυβέρνησης ότι στο τέλος της περιόδου αυτοκυβέρνησης επρόκειτο να ληφθεί μια απόφαση ως προς την αυτοδιάθεση όχι από το σύνολο των Κυπρίων, αλλά από την κάθε εθνική κοινότητα, η οποία εθεωρείτο φορέας ιδίου και χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Αυτό βέβαια ισοδυναμούσε με αποδοχή της διχοτόμησης ως ενδεχόμενης πολιτικής λύσης. Η Αθήνα δεν μπορούσε υπό τις συνθήκες αυτές να εισέλθει σε συζήτηση για το σχέδιο Radcliff.
Από τα δημοσιευμένα Αμερικανικά αρχεία προκύπτει ότι ο Dulles είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, συζήτησε το ενδεχόμενο διχοτόμησης από τον Μάιο του 1956, αν και νεώτερη βιβλιογραφία έχει υποστηρίξει ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συζητούσε ένα είδος περιορισμένης εδαφικής αποζημίωσης για την Τουρκία ως αντάλλαγμα στην ένωση. Ούτως ή άλλως, το αντάλλαγμα αυτό φαινόταν πολύ μικρό για να ικανοποιηθεί η Άγκυρα, ενώ για την Αθήνα ήταν εν τέλει αδύνατο να αποδεχθεί την έννοια της διχοτόμησης ως βάση για συζήτηση.
Αυτό που απέμενε συνεπώς από την Αμερικανική οπτική ήταν η συζήτηση μιας άλλης λύσης, πέραν της ένωσης και της διχοτόμησης, αμοιβαία αποκλειόμενων από την Τουρκία και την Ελλάδα, που συνίστατο στην ανεξαρτησία της Κύπρου. Από τα σχετικά Αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα της άνοιξης του 1957 προκύπτει ότι διαμορφώθηκε τότε από το State Department ένα περίγραμμα λύσης, του οποίου η λογική συνέπιπτε αυτή του καθεστώτος των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Οι Αμερικανοί προϋπέθεταν ότι θα επρόκειτο για καθεστώς δεσμευμένης ανεξαρτησίας.
Οι Βρετανοί θα είχαν το δικαίωμα να διατηρήσουν βάσεις κατά κυριαρχία, ενώ το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν προϊόν συνεννοήσεων μεταξύ των κυβερνήσεων της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Παράλληλα, θα εξελίσσονταν συνεννοήσεις των Βρετανών και με τους Έλληνες και τους Τούρκους του νησιού, ένδειξη ότι η έννοια των αποκλειστικών συνεννοήσεων με τους Ελληνοκυπρίους είχε πλέον ξεπεραστεί στην Αμερικανική σκέψη. Οι Αμερικανοί δεν προέβλεπαν κάποιο ιδιαίτερο ή θεσμοποιημένο ρόλο για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κύπρο.
Αλλά απέβλεπαν σε ένα «φιλικό διακανονισμό» προς όφελος της συμμαχικής συνοχής και της στρατηγικής χρήσης της Κύπρου εκ μέρους κρατών - μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η νέα Αμερικανική αντίληψη για τη δεσμευμένη ανεξαρτησία ως καταλληλότερη λύση διευκολυνόταν κατ’ αρχάς από την αντίστοιχη κατανόηση εκ μέρους της Αθήνας, ήδη από τον Μάρτιο του 1957, ότι η δεσμευμένη ανεξαρτησία αποτελούσε ενδεχομένως τη μόνη εναλλακτική λύση έναντι της διχοτόμησης. Η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετώπιζε βέβαια οξύτατη αντίδραση στο εσωτερικό και η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της δεν ήταν δεδομένη.
Τον Μάρτιο του 1957 οι Αμερικανοί θα καθιστούσαν γνωστή, μέσω της έκθεσης του Norman Armour στο Αμερικανικό Κογκρέσο, ότι θεωρούσαν την κυβέρνηση Καραμανλή ως τη μόνη διαθέσιμη πολιτική λύση στην Ελλάδα έναντι του κινδύνου διολίσθησης της χώρας προς μια ουδετερόφιλη εξωτερική πολιτική. Η Αμερικανική αυτή δήλωση προκαλούσε την οργή των Βρετανών, οι οποίοι δεν θεωρούσαν αναντικατάστατη την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά αντίθετα πίστευαν ότι η Αμερικανική υποστήριξη την καθιστούσε αδιάλλακτη στο Κυπριακό.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η υποστήριξη της Ουάσιγκτον καθιστούσε για ένα διάστημα περίπου απαγορευτική την ενθάρρυνση κινήσεων ανατροπής του Καραμανλή, οι οποίες εξελίσσονταν στο Αθηναϊκό πολιτικό παρασκήνιο. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι μετά την κρίση του Σουέζ οι Αγγλο-Αμερικανικές σχέσεις επρόκειτο να αποκατασταθούν. Η νέα συντηρητική κυβέρνηση υπό τον Harold Macmillan συνειδητοποιούσε τη μειωμένη ισχύ της Βρετανίας, τη δευτερεύουσα θέση της στη Μέση Ανατολή και την αδυναμία της να διαμορφώσει μια πολιτική ανεξάρτητη από την Αμερικανική.
Στο νέο αυτό πλαίσιο ο Βρετανός πρωθυπουργός θα ενθάρρυνε την αναθεώρηση της Βρετανικής πολιτικής στο Κυπριακό και την υιοθέτηση της παραδοχής ότι δεν ήταν πλέον αναγκαία η διατήρηση της κυριαρχίας σε όλη τη νήσο, αλλά μόνο σε βάσεις επ’ αυτής. Παράλληλα, συνειδητοποιούσε ότι ήταν αναγκαία η απελευθέρωση του Μακαρίου από τις Σεϋχέλλες, κάτι που ζητούσε επίμονα ο Καραμανλής και του υπέδειξαν άλλωστε και οι Αμερικανοί στην Αγγλο-Αμερικανική Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου του 1957, που σηματοδότησε την πλήρη αποκατάσταση των Αγγλο-Αμερικανικών σχέσεων. Αν αυτές ήταν οι κινήσεις που ευνοούσαν μια νέα προσέγγιση στο Κυπριακό, εξακολουθούσαν να υπάρχουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις.
Στην ίδια την Κύπρο η ιδέα της ανεξαρτησίας δεν είχε ευνοϊκή υποδοχή ούτε επρόκειτο να έχει έως τον Σεπτέμβριο του 1958, οπότε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριoς, εν όψει του αδιεξόδου που δημιουργούσε το τιθέμενο σε εφαρμογή σχέδιο Macmillan, θα αναζητούσε στη φόρμουλα της ανεξαρτησίας τη διέξοδο από την απειλούμενη συγκυριαρχία. Στην Ελλάδα η Ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της δύναμης που διέθετε η παράδοση του Ελληνικού αλυτρωτισμού, απέφευγε να υποστηρίξει δημόσια αυτό που υποστήριζε στο διπλωματικό παρασκήνιο, δηλαδή τη δεσμευμένη ανεξαρτησία.
Αυτό θα διαρκούσε έως τον Ιούλιο του 1958, οπότε με την ανώνυμη αρθρογραφία του στην «Καθημερινή» ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ θα υποστήριζε την ανάγκη εγκατάλειψης της άμεσης επιδίωξης της αυτοδιάθεσης εν ονόματι της ανάγκης αποκατάστασης των συμμαχικών δεσμών της Ελλάδας προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο θεωρούμενος ως πάγιος γεωπολιτικός από Βορρά κίνδυνος. Στροφή για την Ελληνική πολιτική απετέλεσε η πολιτική κρίση του Μαρτίου του 1958 και η διεξαγωγή νέων εκλογών στις 11 Μαΐου, που απέδωσαν στον Καραμανλή και τους συντηρητικούς αυτοδύναμη και ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η κρίση εκδηλώθηκε με την παραίτηση από την κυβέρνηση των νέων και δυναμικών υπουργών Εμπορίου και Βιομηχανίας, Παναγή Παπαληγούρα, και δημοσίων Έργων, Γεωργίου Ράλλη, αλλά και την αποχώρηση από την Ε.Ρ.Ε 13 ακόμα βουλευτών. Ο Παπαληγούρας καταλόγιζε στον Καραμανλή αυταρχική διακυβέρνηση, ενώ ο Ράλλης εντόπιζε την κριτική του στο εκλογικό σύστημα, το οποίο πίστευε ότι θα οδηγούσε την Αριστερά στη δεύτερη θέση και στη διάλυση της αστικής αντιπολίτευσης, πρόβλεψη που δικαιώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Αμερικανικός ρόλος παραμένει κατά τι αδιευκρίνιστος, καθώς δεν υπάρχει εκτεταμένη αρχειακή τεκμηρίωση.
Κατά την καλύτερη εκδοχή, ελλείψει άλλης περισσότερο τεκμηριωμένης, ο Αμερικανός επιτετραμμένος James Penfield, επικρίνοντας σκληρά την κυβέρνηση Καραμανλή, ενθάρρυνε την ανατροπή της από 15 βουλευτές της κυβερνώσας Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε), οι οποίοι βρίσκονταν σε επαφή με τον συναρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος με τη σειρά του απέβλεπε σε κυβέρνηση συνεργασίας με συμμετοχή των Φιλελευθέρων. Αδιευκρίνιστη ήταν η στάση του βασιλικού ζεύγους, καθώς δεν είναι γνωστό αν η δυσαρέσκεια ανακτορικών κύκλων έναντι του Καραμανλή απηχούσε πράγματι τη διάθεση των βασιλέων.
Ο Καραμανλής διατήρησε όμως τον κύριο όγκο των κοινοβουλευτικών του δυνάμεων, κατέστησε έτσι αδύνατο το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού από τους αντιπάλους του και πέτυχε να πείσει το βασιλιά, ο οποίος διευκρίνισε εμπράκτως τη στάση του, να συμφωνήσει στη διάλυση της Βουλής, στην οποία άλλωστε συναινούσε και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου. Ο τελευταίος ενδιαφερόταν για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ώστε να εξουδετερωθούν τα μικρότερα κόμματα του Κέντρου και όχι για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, όπως ο Βενιζέλος.
Το εκλογικό αποτέλεσμα είχε ως συνέπεια την παροχή μιας άνετης και περισσότερο πιστής στον Καραμανλή πλειοψηφίας στη Βουλή, γεγονός που του επέτρεπε να αναλάβει τη στροφή της Ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό. Ειδικά ως προς την Αμερικανική εμπλοκή, φαίνεται μάλλον απίθανο ότι οι Αμερικανοί θα είχαν αναστρέψει την προτίμησή τους προς τον Καραμανλή αν μη τι άλλο λόγω έκλειψης καλύτερων εναλλακτικών λύσεων από τη δική τους οπτική. Η Ουάσιγκτον και η πρεσβεία στην Αθήνα έβλεπαν πράγματι ανήσυχοι το ογκούμενο κύμα ουδετεροφιλίας εξαιτίας του Κυπριακού, το οποίο άλλωστε εκδηλώθηκε και μέσω της εκλογικής ανόδου της Ενιαίας δημοκρατικής Αριστεράς στο 24,4 % των ψήφων στις εκλογές του Μαΐου του 1958.
Αυτό όμως συνιστούσε παράγοντα που επέβαλε την επιτάχυνση της προσπάθειας για το κλείσιμο του Κυπριακού, παρά τον παραμερισμό του Καραμανλή, που ήταν αναγκαίος παράγοντας για μια πολιτική διευθέτηση. Αξιόλογα εμπόδια παρέμεναν, όμως, και από την πλευρά της Βρετανίας και της Τουρκίας. Οι Βρετανοί, αν και κατανοούσαν ότι δεν μπορούσαν να αντιταχθούν ευθέως στους Αμερικανούς, δεν προτιμούσαν μια λύση ανεξαρτησίας, πιθανότατα και από μόνο το λόγο ότι η φόρμουλα αυτή είχε προέλθει από την αμερικανική πλευρά με εικαζόμενη την πρόθεση της υποκατάστασης της Βρετανικής από την Αμερικανική παρουσία στο νησί.
Τον Ιούλιο του 1957 οι Βρετανοί και ο Macmillan προσωπικά προτιμούσαν ένα σχέδιο που θα οδηγούσε στην τριπλή συγκυριαρχία επί της νήσου από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Το σχέδιο αυτό δεν τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, αλλά επρόκειτο να παρουσιαστεί ως οριστική Βρετανική πρόταση ένα χρόνο αργότερα όταν φάνηκε ότι δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή άλλης πολιτικής λύσης. Το σχέδιο Macmillan θα διέθετε το καλοκαίρι του 1958 έντονο το στοιχείο του εκβιασμού της Αθήνας, αλλά και των Ελλήνων της Κύπρου.
Τέλος, η Τουρκική πλευρά θα παρέμενε δεσμευμένη στη διχοτόμηση έως και τα μέσα του καλοκαιριού του 1958, αν και οι Αμερικανοί είχαν θέσει υπόψη της Άγκυρας την ιδέα της δεσμευμένης ανεξαρτησίας ήδη από τον Απρίλιο του 1957. Συνεπώς, από την υιοθέτηση από τους Αμερικανούς της δεσμευμένης ανεξαρτησίας την άνοιξη του 1957 έως την έναρξη των Ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων τον Δεκέμβριο του 1958 θα μεσολαβούσαν είκοσι μήνες, στη διάρκεια των οποίων δοκιμάστηκαν διάφορες διαδικαστικές προσεγγίσεις με επίκεντρο κάποια πιθανή πρωτοβουλία του Ν.Α.Τ.Ο.
Η ευόδωσή τους ήταν περίπου αδύνατη, δεδομένης ιδίως της δυσπιστίας της Αθήνας, η οποία ανησυχούσε ότι θα μπορούσε να βρεθεί στο μέσο μιας ανεξέλεγκτης διαδικασίας. δοκιμάστηκε, επίσης, μια φόρμουλα ένωσης με αποζημίωση της Τουρκίας στο νησί, η οποία θα αποτελούσε βασικό θέμα στην επόμενη φάση του Κυπριακού τη δεκαετία του 1960. Την ιδέα υποστήριξαν και οι Αμερικανοί τον Ιανουάριο του 1958 και συνίστατο στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα με αντάλλαγμα στην Τουρκία την εγκατάσταση μιας στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο.
Οι Τούρκοι απέβλεψαν, όμως, σε περισσότερες από μία βάσεις αρκετά μεγάλης έκτασης, ένδειξη ότι προσπαθούσαν να μετατρέψουν την ιδέα της ένωσης με αποζημίωση σε διχοτόμηση. Η αποτυχία των συζητήσεων θα έτρεπε τελικά τους Βρετανούς, μετά τη διεξαγωγή των εκλογών στην Ελλάδα τον Μάιο του 1958, στην επίσημη εξαγγελία του σχεδίου τριπλής συγκυριαρχίας που είχε διαμορφωθεί ήδη από τον Ιούλιο του 1957, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό που αποτελούσε το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του νέου Βρετανικού σχεδίου ήταν ο θεωρούμενος ως οριστικός χαρακτήρας του.
Η Βρετανική κυβέρνηση δεν εξαρτούσε την εφαρμογή του από την αποδοχή των μερών. Αυτό σήμαινε για την Ελληνική πλευρά μια ανεπανόρθωτη ήττα. Η διπλή αυτοδιάθεση ως απώτερη λύση μετά την πάροδο μιας επταετίας αποτελούσε επίσης συστατικό στοιχείο του σχεδίου Macmillan, ενώ η κατ’ αρχήν συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με το σχέδιο σήμαινε τον περιορισμό των διαθέσιμων επιλογών για την Αθήνα και τους Ελληνοκυπρίους. Η Αμερικανική στάση είχε βέβαια τα χαρακτηριστικά προηγούμενων περιπτώσεων υποβολής σχεδίων. Παρασκηνιακά αναγνωριζόταν ότι το σχέδιο δεν ήταν ικανοποιητικό, αφού δεν προσέφερε κάτι στην Ελληνική πλευρά.
Παράλληλα, όμως, δηλωνόταν δημόσια η αμερικανική υποστήριξη επί της αρχής του σχεδίου και επιδιωκόταν η αναθεώρηση ορισμένων σημείων, με πιο χαρακτηριστική την απόσυρση της πρόβλεψης για διπλή υπηκοότητα των Κυπρίων. Επίσης, η Αμερικανική πλευρά επεδίωξε να διατηρήσει ανοιχτή την οδό των διαπραγματεύσεων, υποδεικνύοντας στην Άγκυρα το διορισμό ως συμβούλου του κυβερνήτη του γενικού προξένου της στην Κύπρο, αποδυναμώνοντας έτσι τη συμβολική και ψυχολογική σημασία της έναρξης εφαρμογής του σχεδίου.
Το γεγονός, όμως, παρέμενε ότι τα περιθώρια της Ελληνικής πλευράς είχαν στην ουσία εξαντληθεί, κάτι που αντανακλάτο ασφαλώς στην αποδοχή εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου της λύσης της ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβριο του 1958. Παράλληλα όμως, από τον Ιούλιο του 1958, οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, με πιο σημαντική την ανατροπή της φιλοδυτικής μοναρχίας του Ιράκ από εθνικιστές στρατιωτικούς, υποχρέωνε την Άγκυρα σε επανεκτίμηση της πολιτικής της στο Κυπριακό. Αυτό οφειλόταν στην Τουρκική αντίληψη περικύκλωσης από μη φιλικές κυβερνήσεις, με συνέπεια να γίνεται αισθητή η ανάγκη αποκατάστασης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω της επίλυσης του Κυπριακού.
Βέβαια, το τίμημα για τη συναίνεση της Άγκυρας ήταν υψηλό και αποτυπωνόταν στο καθεστώς εγγυήτριας δύναμης και στα εκτεταμένα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων στο πλαίσιο της νέας συνταγματικής δομής.
Tο Σχέδιο Mακ Mίλαν
Στις 10 Ιουνίου 1958, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Χάρολντ Μακ Μίλαν, παρουσίασε νέο σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού. Oι προβλέψεις για επταετή «συνεταιρισμό» Αθήνας και Άγκυρας στη διοίκηση της Μεγαλονήσου (μέσω του διορισμού κυβερνητικών αντιπροσώπων - βοηθών του κυβερνήτη) σε συνδυασμό με την εισαγωγή «μέγιστης δυνατής κοινοτικής αυτονομίας» αλλά και την πλήρη απουσία θεσμών ενοποιητικών (π.χ. δεν προβλέφθηκε ενιαία βουλή, αλλά μόνο δυο κοινοτικές) εγκαινίαζαν μια πορεία, της οποίας φυσική απόληξη θα ήταν η διχοτόμηση ή η τριμερής συγκυριαρχία.
Επιπλέον, το σχέδιο Μακ Μίλαν μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή έστω και με τη συνεργασία μόνης της μιας πλευράς - Ελληνικής ή Τουρκικής. Αυτό πράγματι συνέβη μετά την οριστική Ελληνική απόρριψη, τον Αύγουστο, οπότε το Λονδίνο αποδέχτηκε το διορισμό Τούρκου κυβερνητικού αντιπροσώπου και προετοίμασε την εκλογή Τουρκοκυπριακής βουλής· τετελεσμένα που κλήθηκε να ανατρέψει η Αθήνα κατά τη διαπραγμάτευση που οδήγησε στις συμφωνίες του 1959.O K. Καραμανλής και ο Μακάριος γνώριζαν τι ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τη Βρετανία να αποφασίσει και να εφαρμόσει η ίδια τη διχοτόμηση· μπορούσε, όμως, να την αφήσει να γίνει αναπόφευκτη. Kαι αυτό ακριβώς γινόταν με το σχέδιο Mακ Mίλαν.
Ήδη, οι επιθέσεις των Τουρκοκυπρίων κατά των Ελληνοκυπρίων, στις αρχές Ιουνίου, αποσκοπούσαν να «αποδείξουν» ότι η συμβίωση ήταν ανέφικτη και να προβάλουν τη διχοτόμηση ως μόνη λύση. H Ελληνική πλευρά θα προβάλει σθεναρή αντίσταση στις Βρετανικές και στις Αμερικανικές πιέσεις για αποδοχή του σχεδίου. Tόσο η Aθήνα όσο και ο Mακάριος θα αντιπροτείνουν την εισαγωγή δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης και την αναβολή της τελικής λύσης του ζητήματος μέχρι να κατασιγάσουν τα πάθη.
Στις αρχές Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών, E. Αβέρωφ, θα συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις από κοινού με τους ηγέτες της Αιγύπτου και της Γιουγκοσλαβίας, ενέργεια που καταδείκνυε -κυρίως στις H.Π.A- τις πιθανές επιπτώσεις του σχεδίου στη διεθνή θέση της Ελλάδας. Στις 9 Σεπτεμβρίου, μετά την απόφαση του Λονδίνου να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο, ο K. Καραμανλής, με διακοίνωσή του προς το γενικό γραμματέα του N.A.T.O, Σπάακ και τους ηγέτες των χωρών - μελών της Συμμαχίας, παρουσιάζοντας τις Ελληνικές θέσεις, θα διατυπώσει -μόνη φορά στην περίοδο 1955 - 1963- και μια απειλή για τη συνοχή του N.A.T.O.
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Στις διμερείς διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τον Δεκέμβριο του 1958 έως τον Φεβρουάριο του 1959, και οι οποίες απετέλεσαν το θεμέλιο των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί δεν έλαβαν μέρος, αν και από ένα σημείο και μετά ενημερώθηκαν για την εξέλιξή τους. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το πλέγμα των συμφωνιών αντανακλούσε το γενικό πλαίσιο των επεξεργασιών του State Department από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο του 1957. Η εκτελεστική εξουσία θα ανήκε από κοινού στον Ελληνα πρόεδρο και τον Τούρκο αντιπρόεδρο που θα εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, αλλά χωριστά από την κάθε κοινότητα.
Η νομοθετική εξουσία θα ασκείτο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία θα συμμετείχαν οι δύο κοινότητες σε αναλογία 70 - 30. Για κρίσιμα θέματα όμως, με κυριότερο τη φορολογία, η Βουλή θα αποφάσιζε με χωριστές πλειοψηφίες, διάταξη που κατέστησε τη διακυβέρνηση του νέου κράτους πολύπλοκη ή και αδύνατη. Η ίδια αναλογία προβλεπόταν για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών, ενώ για το στρατό ίσχυε ακόμα πιο ευνοϊκή αναλογία υπέρ των Τουρκο-Κυπρίων, δηλαδή 40 %.
Καθώς οι Ελληνοκύπριοι δεν αποδέχονταν αυξημένη αναλογία σε σχέση με τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό, οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση αντιθέσεων ήδη από την έναρξη της λειτουργίας ενός κράτους που προοριζόταν να είναι δικοινοτικό και συναινετικό. Πέραν αυτών, οι Βρετανοί θα διατηρούσαν δύο εκτεταμένες βάσεις κατά κυριαρχία και άλλες διευκολύνσεις (retained sites), ενώ η Κυπριακή δημοκρατία ετίθετο υπό την εγγύηση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας, με την κάθε εγγυήτρια δύναμη να διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης.
Τέλος, η Ελλάδα και η Τουρκία θα διατηρούσαν από μια στρατιωτική μονάδα δύναμης 950 και 650 ανδρών αντίστοιχα. Η Ουάσιγκτον έβλεπε αναμφίβολα τα πλεονεκτήματα που προέκυπταν από μια συμφωνία που εξασφάλιζε τη στρατιωτική παρουσία της δύσης μέσω των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων και δευτερευόντως αμερικανικών ευκολιών επικοινωνιών. διαπίστωνε, επίσης, ότι χωρίς την ένταξη της Κυπριακής δημοκρατίας στο Ν.Α.Τ.Ο η πρόσδεση του νέου κράτους στη συμμαχία ήταν έμμεση, αλλά πραγματική μέσω των συνθηκών συμμαχίας και εγγύησης.
Ενώ ένα βασικό μέλημα, όπως ήταν η αποτροπή της διάλυσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του Ν.Α.Τ.Ο, φαινόταν να έχει λυθεί με την πολιτική διευθέτηση του θέματος και την εξαφάνισή του από την ατζέντα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τέλος, ικανοποιητικό για τους Αμερικανούς ήταν το γεγονός ότι δεν χρειαζόταν να διαχειρίζονται οι ίδιοι την εξέλιξη της νέας Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς θα άφηναν τους Βρετανούς να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων μέσω της νέας σχέσης τους με την Κύπρο στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας. Απέμενε, πάντως, ανοιχτό ερώτημα για την Ουάσιγκτον το ζήτημα της βιωσιμότητας της νέας συνταγματικής δομής.
Αυτό που προκαλούσε ερωτηματικά ήταν το πρόβλημα της πολυπλοκότητας των συνταγματικών διατάξεων αλλά και το γεγονός ότι το Σύνταγμα απαιτούσε τη συναίνεση των δύο εθνοτικών στοιχείων για την ομαλή λειτουργία του κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, το ίδιο το Σύνταγμα εδραζόταν στην αντίληψη ύπαρξης δύο χωριστών εθνών και ο διαχωρισμός αυτός έτεινε να διαπερνά τη νέα πολιτειακή δομή στις θεμελιώδεις γραμμές. Η έλλειψη κυπριακής συνείδησης παρέμενε από την πλευρά της Ουάσιγκτον το ζητούμενο. Η τελική παρατήρηση σε σχετικό υπόμνημα του Γραφείου Πληροφοριών και Έρευνας του State Department πρόδιδε αδυναμία σύλληψης της δυναμικής των εξελίξεων.
Το ζήτημα αυτό της έλλειψης μιας ενιαίας Κυπριακής συνείδησης, πέραν αυτής που προέκυπτε από την εθνοτική ταυτότητα, εκτιμούσαν οι Αμερικανοί αναλυτές, εξαρτάτο για μια μακρά μεταβατική περίοδο από την κατάσταση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποδιδόταν, δηλαδή, υπερβολική σημασία στις δύο «μητέρες πατρίδες» και στην επιρροή τους στις Κυπριακές υποθέσεις. Όπως όμως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, η εξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν εξαρτάτο τόσο από τον παράγοντα αυτό όσο από την αντίληψη των ίδιων των ενδιαφερομένων, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου συνιστούσαν απαράδεκτο περιορισμό της αρχής της αυτοδιάθεσης.
Η διευθέτηση του 1959, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Καραμανλή με δεδομένο ένα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, σήμαινε τη μεταβολή του στρατηγικού στόχου από την επιδίωξη της ένωσης λόγω του δικαιώματος αυτοδιάθεσης της μεγάλης Ελληνικής πλειοψηφίας του νησιού σε ένα καθεστώς κατανομής εξουσίας μεταξύ δύο ισότιμων εθνικών κοινοτήτων. Η αποδοχή αυτή εν τούτοις δεν υπήρξε ποτέ ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα ο συμβιβασμός θεωρήθηκε αναστροφή της ιστορικής πορείας αποχώρησης των Τούρκων από εδάφη που κατοικούσαν Έλληνες, ενώ στην Κύπρο απαράδεκτη φαλκίδευση του δικαιώματος της πλειοψηφίας να κυβερνά.
Δηλαδή, εθεωρείτο ότι επρόκειτο και για απεμπόληση της αυτοδιάθεσης, αλλά ταυτόχρονα και για ένα κακό συμβιβασμό, ο οποίος αποδιδόταν σε συμμαχική πίεση. Η έλλειψη αυτή μιας θεμελιώδους νομιμοποίησης επρόκειτο να βαρύνει αποφασιστικά στην εξέλιξη του Κυπριακού και τη βιωσιμότητα της συμφωνίας του 1959, η οποία εκτιμήθηκε πιο θετικά από τμήματα της Ελληνικής κοινής γνώμης μόνο μετά το πραξικόπημα Ιωαννίδη και την Τουρκική εισβολή του 1974.
Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου
Oι βάσεις για τη συμφωνία της Ζυρίχης, που θα οδηγούσε στον τερματισμό του ένοπλου αγώνα στη Μεγαλόνησο και στη δημιουργία ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, ετέθησαν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1958 κατά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος - Τουρκίας, E. Αβέρωφ και Φ. Ζορλού, στα παρασκήνια των διαβουλεύσεων στον O.H.E. Στις 20 Ιανουαρίου είχε επέλθει μεταξύ των δύο υπουργών συμφωνία στα βασικά σημεία των όρων, και προετοιμάστηκε η τελική συνάντηση αυτή τη φορά με συμμετοχή των δύο πρωθυπουργών, K. Καραμανλή και Aν. Μεντερές, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1959.
Την Ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο πρωθυπουργός K. Καραμανλής και οι E. Αβέρωφ, Ξανθόπουλος-Παλαμάς, Δημ. Μπίτσιος και Αγγ. Βλάχος. H Τουρκική πλευρά συγκροτήθηκε από τον πρωθυπουργό Aν. Μεντερές και τον Φ. Ζορλού, τον γεν. γραμματέα του υπ. Εξωτερικών Εζένμπελ, τον βοηθό του Ζεκή Κιουνερλάπ και τον συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ. Mε τη Συμφωνία προβλεπόταν μεταξύ άλλων, ότι: H Κύπρος θα γινόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία Προεδρικού Τύπου. O πρόεδρος θα ήταν πάντοτε Έλληνας και ο αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως από την Ελληνική και Τουρκική κοινότητα.
Στις αρχές Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών, E. Αβέρωφ, θα συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις από κοινού με τους ηγέτες της Αιγύπτου και της Γιουγκοσλαβίας, ενέργεια που καταδείκνυε -κυρίως στις H.Π.A- τις πιθανές επιπτώσεις του σχεδίου στη διεθνή θέση της Ελλάδας. Στις 9 Σεπτεμβρίου, μετά την απόφαση του Λονδίνου να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο, ο K. Καραμανλής, με διακοίνωσή του προς το γενικό γραμματέα του N.A.T.O, Σπάακ και τους ηγέτες των χωρών - μελών της Συμμαχίας, παρουσιάζοντας τις Ελληνικές θέσεις, θα διατυπώσει -μόνη φορά στην περίοδο 1955 - 1963- και μια απειλή για τη συνοχή του N.A.T.O.
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Στις διμερείς διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τον Δεκέμβριο του 1958 έως τον Φεβρουάριο του 1959, και οι οποίες απετέλεσαν το θεμέλιο των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί δεν έλαβαν μέρος, αν και από ένα σημείο και μετά ενημερώθηκαν για την εξέλιξή τους. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το πλέγμα των συμφωνιών αντανακλούσε το γενικό πλαίσιο των επεξεργασιών του State Department από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο του 1957. Η εκτελεστική εξουσία θα ανήκε από κοινού στον Ελληνα πρόεδρο και τον Τούρκο αντιπρόεδρο που θα εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία, αλλά χωριστά από την κάθε κοινότητα.
Η νομοθετική εξουσία θα ασκείτο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία θα συμμετείχαν οι δύο κοινότητες σε αναλογία 70 - 30. Για κρίσιμα θέματα όμως, με κυριότερο τη φορολογία, η Βουλή θα αποφάσιζε με χωριστές πλειοψηφίες, διάταξη που κατέστησε τη διακυβέρνηση του νέου κράτους πολύπλοκη ή και αδύνατη. Η ίδια αναλογία προβλεπόταν για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών, ενώ για το στρατό ίσχυε ακόμα πιο ευνοϊκή αναλογία υπέρ των Τουρκο-Κυπρίων, δηλαδή 40 %.
Καθώς οι Ελληνοκύπριοι δεν αποδέχονταν αυξημένη αναλογία σε σχέση με τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό, οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση αντιθέσεων ήδη από την έναρξη της λειτουργίας ενός κράτους που προοριζόταν να είναι δικοινοτικό και συναινετικό. Πέραν αυτών, οι Βρετανοί θα διατηρούσαν δύο εκτεταμένες βάσεις κατά κυριαρχία και άλλες διευκολύνσεις (retained sites), ενώ η Κυπριακή δημοκρατία ετίθετο υπό την εγγύηση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας, με την κάθε εγγυήτρια δύναμη να διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης.
Τέλος, η Ελλάδα και η Τουρκία θα διατηρούσαν από μια στρατιωτική μονάδα δύναμης 950 και 650 ανδρών αντίστοιχα. Η Ουάσιγκτον έβλεπε αναμφίβολα τα πλεονεκτήματα που προέκυπταν από μια συμφωνία που εξασφάλιζε τη στρατιωτική παρουσία της δύσης μέσω των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων και δευτερευόντως αμερικανικών ευκολιών επικοινωνιών. διαπίστωνε, επίσης, ότι χωρίς την ένταξη της Κυπριακής δημοκρατίας στο Ν.Α.Τ.Ο η πρόσδεση του νέου κράτους στη συμμαχία ήταν έμμεση, αλλά πραγματική μέσω των συνθηκών συμμαχίας και εγγύησης.
Ενώ ένα βασικό μέλημα, όπως ήταν η αποτροπή της διάλυσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του Ν.Α.Τ.Ο, φαινόταν να έχει λυθεί με την πολιτική διευθέτηση του θέματος και την εξαφάνισή του από την ατζέντα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τέλος, ικανοποιητικό για τους Αμερικανούς ήταν το γεγονός ότι δεν χρειαζόταν να διαχειρίζονται οι ίδιοι την εξέλιξη της νέας Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς θα άφηναν τους Βρετανούς να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων μέσω της νέας σχέσης τους με την Κύπρο στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας. Απέμενε, πάντως, ανοιχτό ερώτημα για την Ουάσιγκτον το ζήτημα της βιωσιμότητας της νέας συνταγματικής δομής.
Αυτό που προκαλούσε ερωτηματικά ήταν το πρόβλημα της πολυπλοκότητας των συνταγματικών διατάξεων αλλά και το γεγονός ότι το Σύνταγμα απαιτούσε τη συναίνεση των δύο εθνοτικών στοιχείων για την ομαλή λειτουργία του κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, το ίδιο το Σύνταγμα εδραζόταν στην αντίληψη ύπαρξης δύο χωριστών εθνών και ο διαχωρισμός αυτός έτεινε να διαπερνά τη νέα πολιτειακή δομή στις θεμελιώδεις γραμμές. Η έλλειψη κυπριακής συνείδησης παρέμενε από την πλευρά της Ουάσιγκτον το ζητούμενο. Η τελική παρατήρηση σε σχετικό υπόμνημα του Γραφείου Πληροφοριών και Έρευνας του State Department πρόδιδε αδυναμία σύλληψης της δυναμικής των εξελίξεων.
Το ζήτημα αυτό της έλλειψης μιας ενιαίας Κυπριακής συνείδησης, πέραν αυτής που προέκυπτε από την εθνοτική ταυτότητα, εκτιμούσαν οι Αμερικανοί αναλυτές, εξαρτάτο για μια μακρά μεταβατική περίοδο από την κατάσταση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποδιδόταν, δηλαδή, υπερβολική σημασία στις δύο «μητέρες πατρίδες» και στην επιρροή τους στις Κυπριακές υποθέσεις. Όπως όμως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, η εξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν εξαρτάτο τόσο από τον παράγοντα αυτό όσο από την αντίληψη των ίδιων των ενδιαφερομένων, οι οποίοι θεώρησαν ότι οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου συνιστούσαν απαράδεκτο περιορισμό της αρχής της αυτοδιάθεσης.
Η διευθέτηση του 1959, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Καραμανλή με δεδομένο ένα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, σήμαινε τη μεταβολή του στρατηγικού στόχου από την επιδίωξη της ένωσης λόγω του δικαιώματος αυτοδιάθεσης της μεγάλης Ελληνικής πλειοψηφίας του νησιού σε ένα καθεστώς κατανομής εξουσίας μεταξύ δύο ισότιμων εθνικών κοινοτήτων. Η αποδοχή αυτή εν τούτοις δεν υπήρξε ποτέ ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα ο συμβιβασμός θεωρήθηκε αναστροφή της ιστορικής πορείας αποχώρησης των Τούρκων από εδάφη που κατοικούσαν Έλληνες, ενώ στην Κύπρο απαράδεκτη φαλκίδευση του δικαιώματος της πλειοψηφίας να κυβερνά.
Δηλαδή, εθεωρείτο ότι επρόκειτο και για απεμπόληση της αυτοδιάθεσης, αλλά ταυτόχρονα και για ένα κακό συμβιβασμό, ο οποίος αποδιδόταν σε συμμαχική πίεση. Η έλλειψη αυτή μιας θεμελιώδους νομιμοποίησης επρόκειτο να βαρύνει αποφασιστικά στην εξέλιξη του Κυπριακού και τη βιωσιμότητα της συμφωνίας του 1959, η οποία εκτιμήθηκε πιο θετικά από τμήματα της Ελληνικής κοινής γνώμης μόνο μετά το πραξικόπημα Ιωαννίδη και την Τουρκική εισβολή του 1974.
Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου
Oι βάσεις για τη συμφωνία της Ζυρίχης, που θα οδηγούσε στον τερματισμό του ένοπλου αγώνα στη Μεγαλόνησο και στη δημιουργία ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, ετέθησαν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1958 κατά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος - Τουρκίας, E. Αβέρωφ και Φ. Ζορλού, στα παρασκήνια των διαβουλεύσεων στον O.H.E. Στις 20 Ιανουαρίου είχε επέλθει μεταξύ των δύο υπουργών συμφωνία στα βασικά σημεία των όρων, και προετοιμάστηκε η τελική συνάντηση αυτή τη φορά με συμμετοχή των δύο πρωθυπουργών, K. Καραμανλή και Aν. Μεντερές, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1959.
Την Ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο πρωθυπουργός K. Καραμανλής και οι E. Αβέρωφ, Ξανθόπουλος-Παλαμάς, Δημ. Μπίτσιος και Αγγ. Βλάχος. H Τουρκική πλευρά συγκροτήθηκε από τον πρωθυπουργό Aν. Μεντερές και τον Φ. Ζορλού, τον γεν. γραμματέα του υπ. Εξωτερικών Εζένμπελ, τον βοηθό του Ζεκή Κιουνερλάπ και τον συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ. Mε τη Συμφωνία προβλεπόταν μεταξύ άλλων, ότι: H Κύπρος θα γινόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία Προεδρικού Τύπου. O πρόεδρος θα ήταν πάντοτε Έλληνας και ο αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως από την Ελληνική και Τουρκική κοινότητα.
Επίσημες γλώσσες του νέου κράτους θα ήσαν και η Ελληνική και η Τουρκική, ενώ η σημαία προβλεπόταν ουδέτερη. Πρόεδρος και αντιπρόεδρος που θα εκλέγονταν για 5 χρόνια, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν αντιστοίχως από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Βουλής. Θα υπήρχε υπουργικό συμβούλιο δεκαμελές (7 Έλληνες και 3 Τούρκοι) οι αποφάσεις του οποίου θα λαμβάνονταν κατ’ απόλυτον πλειοψηφίαν. Πρόεδρος και αντιπρόεδρος θα είχαν πάλι «κεχωρισμένως και από κοινού» δικαίωμα παραπομπής στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία θα έπρεπε να αποφανθεί μέσα σε 15 μέρες.
H Bουλή των Αντιπροσώπων θα ασκούσε τη νομοθετική εξουσία, τα μέλη της θα εκλέγονταν για 5 χρόνια και θα ήσαν κατά 70% Έλληνες και κατά 30% Τούρκοι. O στρατός της Δημοκρατίας θα είχε δύναμη 2.000 ανδρών (60% Έλληνες και 40% Τούρκοι), ενώ την ίδια δύναμη θα είχε και η αστυνομία. Παράλληλα με τη «Συνθήκη εγγυήσεως» η Δημοκρατία της Κύπρου ανελάμβανε την υποχρέωση, «να μη συμμετάσχει καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει εις ουδεμίαν πολιτικήν ή οικονομικήν ένωσιν μετά οιουδήποτε κράτους». Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία, γίνονταν εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του νέου κράτους.
Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας που ανέλαβε να επεξεργασθεί τις βασικές διατάξεις του Συντάγματος, ήταν ο Θεμ. Τσάτσος. O Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην αρχή επεδοκίμασε τις συμφωνίες, αλλά από την επομένη εκδήλωσε τάσεις υπαναχώρησης απ την αρχική του θέση. Την 12η Φεβρουαρίου 1959, οι Αβέρωφ και Ζορλού «διαπραγματεύθηκαν» με τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών Σέλγουιν Λόιντ τη Βρετανική θέση στην Κύπρο ύστερα από την ανεξαρτησία (βάσεις, διευκολύνσεις κ.λπ.) και προετοίμασαν το έδαφος για την πενταμερή διάσκεψη.
H Αγγλική κυβέρνηση δεν θεώρησε τις συμφωνίες της Ζυρίχης οριστικές, τις ενέταξε όμως, μαζί με άλλα έγγραφα, στη «συμπεφωνημένη βάση για την τελική ρύθμιση του Κυπριακού προβλήματος». Πρότεινε να συγκροτηθούν δύο επιτροπές που σε διάστημα ενός έτους, θα κατήρτιζαν η μία στο Λονδίνο, και η άλλη στη Λευκωσία, το τελικό κείμενο του Συντάγματος. Πάντως, με δήλωσή της, η Αγγλική κυβέρνηση αναγνώρισε τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και διατύπωσε τις δικές της αξιώσεις (βάσεις, κ.λπ.). Στις 15 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Πενταμερούς χωρίς την παρουσία Καραμανλή και Μεντερές που δεν είχαν φθάσει ακόμα.
H Ελληνική κυβέρνηση έδωσε στον Τύπο ανακοίνωση ότι ο Αρχιεπίσκοπος ενέκρινε τις συμφωνίες. Στην πραγματικότητα, όμως, διατηρούσε ζωηρές επιφυλάξεις κι άρχισε να δέχεται πιέσεις από Ελληνικής πλευράς ν’ αποδεχθεί όσα συμφώνησαν η Αθήνα και η Άγκυρα. Αλλά και ο Καραμανλής μόλις έφθασε στο Λονδίνο, κάλεσε τον Μακάριο και του ζήτησε να άρει τις επιφυλάξεις του. Πιέσεις δέχθηκε και από τον τελευταίο κυβερνήτη της νήσου, Χιου Φουτ. Τελικά, το πρωί της επομένης, ο Αρχιεπίσκοπος είπε το «ναι», για να μη δημιουργηθεί χάος στην Κύπρο. Στις 23 Φεβρουαρίου 1959 δημοσιεύθηκαν τα κείμενα των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (Ε.Ο.Κ.)
Μια εξέλιξη με μακροπρόθεσμες ιστορικές συνέπειες ήταν η προσπάθεια της Ελλάδας να συμμετάσχει στις διεργασίες για την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Έξι, δηλαδή των ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Γαλλίας, Δυτικής Γερμανίας, Ιταλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου) το 1955 - 1957 οδήγησαν στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ), η οποία δεν δημιουργούσε μια απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, αλλά προέβλεπε την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης και Κοινής Αγροτικής Πολιτικής .
Η Βρετανία, ανήσυχη από την προοπτική δημιουργίας ενός ισχυρού οικονομικού συνασπισμού ο οποίος θα μπορούσε σταδιακά να την περιθωριοποιήσει και πολιτικά, προώθησε ως αντίρροπο, στο πλαίσιο του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, την πρόταση μιας απλής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών χωρίς προβλέψεις για τα γεωργικά προϊόντα και στην οποία οι Έξι καλούνταν να συμμετάσχουν, χωρίς, βέβαια, να αποτελούν μέλη ενός ιδιαίτερου συνασπισμού.
Η Ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, θεωρώντας ότι η απουσία της Ελλάδας από μια υπό διαμόρφωση ευρεία Ευρωπαϊκή αγορά θα στερούσε από τη γεωργική της παραγωγή τις αναγκαίες διεξόδους με συνέπεια την αναγκαστική στροφή προς την αγορά του Σοβιετικού συνασπισμού. Η τελευταία θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες πολιτικές εξαρτήσεις και θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο. Επρόκειτο για αντίληψη την οποία συμμερίζονταν τόσο οι Αμερικανοί, κατ’ αρχάς, όσο και οι Έξι.
Παράλληλα, όμως, η Αθήνα επιζητούσε, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, την κατά προτίμηση απορρόφηση των γεωργικών προϊόντων στην υπό διαπραγμάτευση κοινή αγορά, ευνοϊκή δανειοδότηση, μηχανισμό διοχέτευσης κεφαλαίων προς τις μη ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και μεταβατικές ρυθμίσεις για το δασμολογικό αφοπλισμό της έναντι των εισαγόμενων βιομηχανικών ειδών. ως βασικό επιχείρημα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της πρόβαλε την κοινωνική και την πολιτική αποσταθεροποίηση που θα προκαλείτο στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες από την έκθεση στον ανταγωνισμό χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, επιχείρημα που αποκτούσε ασφαλώς κάποια σημασία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι διαπραγματεύσεις για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών απέτυχαν τον Δεκέμβριο του 1958, όταν τις διέκοψε ο στρατηγός De Gaulle μη θέλοντας να συναινέσει στην παραχώρηση της ηγεσίας της Ευρώπης στο Λονδίνο και στην αποδυνάμωση της Κοινότητας των Έξι. Ο Γάλλος πρόεδρος θεωρούσε την Ε.Ο.Κ ως το πλαίσιο για την ανάκτηση της Γαλλικής υπεροχής στη δυτική Ευρώπη, αν και έως την επάνοδό του στην εξουσία, τον Ιούνιο του 1958, έβλεπε τη Συνθήκη της Ρώμης ως δυσβάστακτο πολιτικό και οικονομικό βάρος για τη Γαλλία και ανεπιθύμητη παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Εν όψει του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, η Αθήνα είχε ήδη αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις.
Τον Ιούλιο του 1958, ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ έθεσε τα Ελληνικά αιτήματα υπόψη του Αντικαγκελαρίου της δυτικής Γερμανίας Ludvig Erhardt, διαμαρτυρόμενος για την έκτακτη οικονομική βοήθεια που επρόκειτο να χορηγηθεί στην Τουρκία από χώρες του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Ο αντικαγκελάριος εμφανίστηκε πρόθυμος για τη σύναψη διμερούς Ελληνογερμανικής συμφωνίας σε αντιστάθμισμα της χρηματοδότησης της Τουρκίας, καθώς δεν ήταν τότε ιδιαίτερα αισιόδοξος για την προοπτική δημιουργίας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών.
Τον Νοέμβριο του 1958, η Ελληνογερμανική διαπραγμάτευση θα κατέληγε στην υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας η οποία προέβλεπε τη χορήγηση Γερμανικού κρατικού δανείου στην Ελλάδα, ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων, δηλαδή περίπου 50 εκατομμυρίων δολαρίων, και τη χορήγηση πιστώσεων ύψους 400 εκατομμυρίων μάρκων για την προμήθεια κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Έτσι, η Βόννη, εκτός από σημαντικός εμπορικός εταίρος, καθίστατο ο σημαντικότερος χρηματοδότης της Ελλάδας μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταυτόχρονα, έγινε αντιληπτό από την Ελληνική πλευρά ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για τη σύσταση ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, η Βόννη θα συζητούσε κάποια μορφή σύνδεσης της Ελλάδας με τους Έξι, καθώς η διεθνής οικονομική πολιτική της ευνοούσε τη διεύρυνση του πεδίου εξαγωγών της πέραν της Ε.Ο.Κ. Η διεύρυνση αυτή μπορούσε να λάβει τη μορφή διμερών συμφωνιών με μεμονωμένες χώρες. H τελική αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών έθετε στην Αθήνα το δίλημμα μεταξύ της επιδίωξης σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ ή την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ) που επρόκειτο να συγκροτήσει η Βρετανία με τις Σκανδιναβικές χώρες, την Αυστρία και την Ελβετία.
Το γεγονός ότι η Ε.Ζ.Ε.Σ, προσανατολισμένη στη βιομηχανία, θα ασκούσε πίεση στην Ελληνική παραγωγή, ενώ η Ε.Ο.Κ αποτελούσε δυνητικά πεδίο απορρόφησης του γεωργικού πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την πιθανότητα μετεξέλιξης της Ε.Ο.Κ σε κάποια έστω και χαλαρή μορφή πολιτικής ένωσης στην οποία η Ελλάδα απέβλεπε να ενταχθεί οργανικά, ωθούσε τον Καραμανλή στην υιοθέτηση της άποψης ότι οι Έξι αποτελούσαν προτιμητέο εταίρο. Στο πλαίσιο της αναζήτησης υποστήριξης για σύνδεση με την Ε.Ο.Κ, ο Καραμανλής θα επεδίωκε τον Μάρτιο του 1959 την προσέγγιση με τη Γαλλία.
Η ρύθμιση του Κυπριακού τον Φεβρουάριο ικανοποιούσε το στρατηγό De Gaulle, ο οποίος έβλεπε το θέμα υπό το πρίσμα της αποκατάστασης της συνοχής της δυτικής συμμαχίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της ομαλοποίησης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Παράλληλα, η Ελληνική κυβέρνηση ήταν πλέον σε θέση να λάβει πιο ευνοϊκή για το Παρίσι θέση στο Αλγερινό ζήτημα, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, καθώς δεν είχε άμεση ανάγκη των ψήφων των Αραβικών χωρών στη γενική συνέλευση του Οργανισμού.
Ο Έλληνας πρεσβευτής στο Παρίσι δεν παρέλειπε να παίξει το παιχνίδι των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, εντός του Κοινοτικού και Ατλαντικού, βέβαια, πλαισίου, καθώς τόνιζε στον Γάλλο πρόεδρο ότι η Αθήνα προσδοκούσε την αναβίωση της Γαλλικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και έθετε το θέμα της ανάγκης εξισορρόπησης της Γερμανικής οικονομικής παρουσίας στην περιοχή. Στη φάση αυτή η Ελληνική κυβέρνηση δεν φαινόταν να δείχνει ενδιαφέρον για τις θέσεις του Γάλλου προέδρου σχετικά με την ανάγκη αναδιοργάνωσης της Ατλαντικής Συμμαχίας και τις τάσεις αμφισβήτησης της Αμερικανικής υπεροχής μέσω της σύστασης τριμερούς διευθυντηρίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Στις διαπραγματεύσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν, η Ελληνική κυβέρνηση πρόβαλε τα ίδια αιτήματα που είχε προβάλει και στις διαπραγματεύσεις για τη ζώνη ελευθέρων συναλλαγών. Τα αιτήματα της Αθήνας συνάντησαν επίμονες αντιδράσεις σε όλο το φάσμα τους: Κυρίως Ιταλικές για τα γεωργικά, Ολλανδικές για τη μη εξυπηρέτηση του προπολεμικού δημοσίου χρέους, γενικότερες για το ύψος της αιτούμενης χρηματοδότησης (η Αθήνα ζητούσε 250 εκατομμύρια δολάρια). Το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις ώθησε επανειλημμένα τον Έλληνα πρωθυπουργό στην πραγματοποίηση διαβημάτων προς τις πολιτικές ηγεσίες των Έξι.
Στο περιεχόμενο των οποίων κεντρική θέση είχε το επιχείρημα ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα άφηνε έκθετη την Ελλάδα στο εμπόριο του ανατολικού συνασπισμού. Οι δυσκολίες των διαπραγματεύσεων δεν μείωναν πάντως την πεποίθηση της Ελληνικής κυβέρνησης για την ανάγκη σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι σχετικό σημείωμα του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος παρατηρούσε ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, η Ελλάδα θα στρεφόταν αναπόφευκτα σε διμερείς εμπορικές συμφωνίες οι οποίες δεν θα διευκόλυναν την ορθολογική ανάπτυξη της οικονομίας, προφανώς στο πλαίσιο μιας ευρείας αγοράς, αλλά θα δημιουργούσαν «τεχνητή» οικονομία.
Εκτός αυτού, ο Αβέρωφ σημείωνε ότι δεν θα ήταν ευχερές στην Ελλάδα να επιβάλει στον καθένα από τους Έξι διμερείς συμφωνίες, καθώς η ανάπτυξη των εξαγωγών τους στην κοινή αγορά θα μπορούσε να αντισταθμίσει ακόμα και την πλήρη απώλεια της Ελληνικής. Παράλληλα, οι Ελληνικές εξαγωγές που κατευθύνονταν προς τους Έξι (κατά 40 - 45 % του συνόλου) δεν ήταν αναντικατάστατες, καθώς οι τελευταίοι θα τις υποκαθιστούσαν με ιταλικά προϊόντα. Αναπόφευκτη συνέπεια θα ήταν η Ελληνική στροφή προς την αγορά του ανατολικού συνασπισμού με δυσάρεστες για την Αθήνα πολιτικές επιπτώσεις.
Ως προς τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων, ο Αβέρωφ τόνιζε ότι δεν είχαν τόση σημασία οι συμβατικές εξασφαλίσεις όσο η πολιτική διάσταση του προβλήματος. Εφόσον οι Έξι θεωρούσαν τη σύνδεση από πολιτική άποψη αναγκαία, τότε με λιγότερες συμβατικές ρυθμίσεις η Ελλάδα θα μπορούσε να προωθήσει με επιτυχία την επίλυση των προβλημάτων στο πλαίσιο της ίδιας της σύνδεσης. Γενικότερα, η προοπτική της σύνδεσης αύξανε το αίσθημα ασφαλείας της Αθήνας και η διάσταση αυτή δεν διέφευγε και την προσοχή της Ουάσιγκτον, η οποία και για το λόγο αυτό, αλλά και για την προώθηση της πολιτικής κατανομής των βαρών μεταξύ των πλουσιοτέρων χωρών της συμμαχίας, υποστήριζε γενικά τη σύναψη της συμφωνίας.
Οι διαπραγματεύσεις επρόκειτο να λήξουν με την επίτευξη συμφωνίας στις 30 Μαρτίου 1961 με καθοριστική τη συμβολή της Γαλλίας και την υποστήριξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπό τον καγκελάριο Adenauer, ο οποίος έπαιζε με συνέπεια το χαρτί της Γαλλο- Γερμανικής συνεργασίας και της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της Κοινότητας. Ο Γερμανός καγκελάριος, όπως άλλωστε και ο Γάλλος πρόεδρος, ενδιαφερόταν επίσης και για την ανάπτυξη οργανικών δεσμών της Ελλάδας με τη διαμορφούμενη Κοινή Αγορά και για οικονομικούς, αλλά και για στρατηγικούς λόγους, που απέβλεπαν σε μια πιο οργανική διασύνδεση της Ελλάδας με το δυτικοευρωπαϊκό ηπειρωτικό χώρο.
Η Ε.Ο.Κ αποδεχόταν την αρχή της ένταξης, αναγνώριζε μεταβατική περίοδο 22 ετών για το δασμολογικό αφοπλισμό της Ελλάδας, ενώ αντίστοιχα οι Έξι θα καταργούσαν τους δασμούς για τα Ελληνικά προϊόντα μετά από μια δωδεκαετία. Προβλεπόταν ακόμα η ευνοϊκή χρηματοδότηση της Ελλάδας με 125 εκατομμύρια δολάρια για την πενταετία από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας σύνδεσης (1η Νοεμβρίου 1962). Το ποσό δεν ήταν αμελητέο, αν ληφθεί υπόψη ότι το 1967, όταν η Ε.Ο.Κ πάγωσε τη συμφωνία λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, είχαν απορροφηθεί μόνο 70 εκατομμύρια.
Τη στιγμή εκείνη πάντως το ποσό αυτό δεν φαινόταν αρκετό, λαμβανομένων υπόψη των προδιαγραφών της Ελληνικής κυβέρνησης για την πραγματοποίηση των επενδύσεων υποδομής και της ταυτόχρονης αύξησης των αμυντικών δαπανών. Τέλος, προβλεπόταν η σταδιακή εναρμόνιση της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ο.Κ. Η εναρμόνιση αυτή δεν επρόκειτο όμως να πραγματοποιηθεί ως το 1967, λόγω της αοριστίας των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας και της μη πρόβλεψης τακτών προθεσμιών για την εφαρμογή της. Η συμφωνία αναμφίβολα δεν έλυνε το οικονομικό και το πρόβλημα ασφαλείας της Ελλάδας.
Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν στερούσε από τη σύνδεση το στρατηγικό της χαρακτήρα, καθώς σήμαινε την έναρξη μιας πορείας που μετέβαλε την Ελλάδα από απομονωμένη χώρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου σε οργανικό τμήμα της Ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας, έστω και περιφερειακό. Στο εσωτερικό, τα κόμματα του Κέντρου αποδέχθηκαν τη συμφωνία σύνδεσης και την ερμήνευσαν ως στρατηγική επιλογή που θα συνέδεε την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία. Οξεία ήταν η αντίθεση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, νόμιμης έκφρασης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Υποστήριζε ότι η εκβιομηχάνιση θα ματαιωνόταν, καθώς η Ελλάδα, χώρα γεωργική, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τις βιομηχανικές χώρες της Ε.Ο.Κ οι οποίες απέβλεπαν στην εκμετάλλευση των γεωργικών χωρών. Η υπάρχουσα βιομηχανία θα καταστρεφόταν σε μεγάλο βαθμό και η Ελλάδα θα έχανε την ικανότητα να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης. Η σύνδεση, εν τέλει, κατά τη συλλογιστική της Αριστεράς, θα ωφελούσε μόνο τις ξένες επιχειρήσεις και μια μικρή ομάδα τραπεζιτών, εισαγωγέων και βιομηχάνων που συνεργάζονταν με τα ξένα μονοπωλιακά συγκροτήματα.
Στην κριτική της Ε.Δ.Α σημαίνουσα θέση είχε και η διαπίστωση ότι η Κοινή Αγορά αποτελούσε οικονομική όψη της ευρύτερης Ατλαντικής συμμαχίας και στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών. Η χώρα, προσετίθετο, έπρεπε να μείνει εκτός της Ε.Ο.Κ και να επιδιώξει ανεξάρτητα την οικονομική της ανάπτυξη, αποβλέποντας στην αύξηση των εμπορικών δεσμών της με τις σοσιαλιστικές χώρες που ήταν εισαγωγείς μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων που δεν απορροφούσαν οι δυτικοευρωπαϊκές αγορές. Στο δημόσιο διάλογο της εποχής είναι ευδιάκριτη η υπαγωγή της αξιολόγησης της σύνδεσης στο στρατηγικό διακύβευμα του Ψυχρού Πολέμου.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η σύνδεση αξιολογείτο θετικά, καθώς εθεωρείτο ότι αποτελούσε μέσο και μιας αναπτυξιακής και εκσυγχρονιστικής στρατηγικής. Αυτή ήταν η ανάλυση υπερμάχων της σύνδεσης, όπως ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Ξενοφών Ζολώτας, που έβλεπε στη σύνδεση την ευκαιρία και τη δυνατότητα εξαγωγικού προσανατολισμού των Ελληνικών επιχειρήσεων σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή αγορά, αφού προηγουμένως αυτές θα αποκτούσαν τις αναγκαίες τεχνολογικές προϋποθέσεις μέσω της ενσωμάτωσής τους στο ανταγωνιστικό Ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η κριτική της Αριστεράς αποτελούσε την εναλλακτική θεώρηση που αντιπαρέθετε στην ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή αγορά μια πολιτική ανεξάρτητης εθνικής ανάπτυξης με στόχο την προστασία των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων. Η θεώρηση αυτή θα αποτελούσε αργότερα τον πυρήνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της νέας Κεντρο-Αριστεράς υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, αν και όχι εχθρικός, θα ήταν επιφυλακτικός έναντι της συμφωνίας σύνδεσης, ήδη κατά την προδικτατορική περίοδο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1963 - 1974
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας Καραμανλή 1955 - 1963 επηρεάζεται αναπόφευκτα από το σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, η δεύτερη περίοδος 1974 - 1980 χαρακτηρίζεται από έναν Καραμανλή απελευθερωμένο από το έρμα του παρελθόντος και αφοσιωμένο στην παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και την οικοδόμηση στέρεων δημοκρατικών θεσμών. Η κήρυξη της δικτατορίας βρίσκει τον Καραμανλή αυτοεξόριστο στο Παρίσι, αρνούμενο να συμβιβαστεί «με μια κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτησιν». Παρά την απόφασή του για αποχή, δεν διστάζει να καταγγείλει τη δικτατορία και να ταχθεί υπέρ του κινήματος του Ναυτικού.
Κάθε δήλωσή του στο λογοκριμένο Τύπο των Αθηνών δημιουργεί ελπίδες στο λαό και αναταράξεις στο καθεστώς. Η άφρων κίνηση των δικτατόρων να ανατρέψουν τον Μακάριο δίνει στην Τουρκία το πρόσχημα που περίμενε για να εισβάλει στην Κύπρο. Μέσα στο κλίμα γενικευμένης διάλυσης της Ελλάδας, η οποία αναζητά τον ηγέτη που θα τη βγάλει από την κρίση, τα βλέμματα στρέφονται στον Καραμανλή. Δεν αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Το ξημέρωμα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. ;Eχει μπροστά του ένα τιτάνιο έργο: Να τιθασεύσει τη χούντα. Να αποκρούσει διπλωματικά τον «Αττίλα ΙΙ».
Να βγάλει τη χώρα από τη διεθνή απομόνωση. Να λύσει το πολιτειακό. Να δώσει στη χώρα ένα σύγχρονο Σύνταγμα χωρίς αποκλεισμούς. Να καλύψει την οικονομική απόσταση από την Ευρώπη. Εκ των υστέρων κρίνοντας μπορούμε να πούμε πως τα κατόρθωσε όλα. Απερχόμενος από την πρωθυπουργία, το 1980, παρέδιδε μια Ελλάδα που είχε σημειώσει ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου των κρατών της Ε.Ο.Κ. Ο Καραμανλής είχε εφαρμόσει μια πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την Kεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη με κρατικό παρεμβατισμό. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε αυξηθεί, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187 %. Παρότι αταλάντευτα φιλοδυτικός, πραγματοποιεί ανοίγματα στα Βαλκάνια, στις Ανατολικές χώρες και τον Αραβικό κόσμο. Αντιτάσσεται σθεναρά στην Τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και ιδρύει εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Με την αποφασιστική Ελληνική στάση υποχρεώνει την Άγκυρα σε αποχώρηση του «Σισμίκ Ι» από την υφαλοκρηπίδα.
Η ιδιαίτερη μέριμνά του για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων της Ακρόπολης. Τα προγράμματα αναστήλωσης αρχαιολογικών χώρων και οι ανασκαφές στο Δίον. Η σύλληψη της ιδέας ανάδειξης των Δελφών σε διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο και το όραμα για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Η Αποχώρηση από την Ενεργό Πολιτική
«Όταν ένας πολιτικός γνωρίζει τι πρέπει να γίνει εις την χώραν του και δεν δύναται να το πραγματοποιήσει διότι του αρνούνται τας αναγκαίας προϋποθέσεις, οφείλει, αντί να συμβιβάζεται με την συνείδησίν του, να αποχωρεί. Άλλως, η παραμονή του εις την ενεργόν πολιτικήν όχι μόνον καθίσταται αμφιβόλου χρησιμότητος, αλλά είναι δυνατόν εις ορισμένας περιπτώσεις να αποβαίνει και επιβλαβής. Όταν θα δύναμαι αζημίως διά την χώραν να εξηγήσω τας ανωτέρω απόψεις μου, είμαι βέβαιος ότι θα δικαιολογήσετε την απόφασίν μου».
Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αιτιολόγησε προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ε.Ρ.Ε, τον Δεκέμβριο του 1963, την απόφασή του να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική και να αναχωρήσει για το Παρίσι. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από τα τέλη Δεκεμβρίου 1963 εγκαθίσταται στη Γαλλική πρωτεύουσα και επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 προκειμένου να ηγηθεί της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα διαδεχθεί τη δικτατορία, δεν παύει, σε όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, να παρακολουθεί πολύ στενά τις Ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και αρκετά συχνά να παρεμβαίνει στα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα.
Όλη αυτή την περίοδο αλληλογραφεί συχνά με τους συνεργάτες του, ενημερώνεται, ανταλλάσσει απόψεις ή δίνει κατευθύνσεις, προσπαθώντας να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της Ε.Ρ.Ε ή στην εκτόνωση των πολιτικών παθών μέσω των παραινέσεων που απευθύνει προς τα αντιπολιτευόμενα στελέχη του κόμματός του. Είναι γεγονός, κάτι που δεν διαφεύγει από την αντίληψη του Καραμανλή, ότι οι εκτιμήσεις του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και οι πολιτικές προοπτικές που διαγράφονται στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εκτιμήσεις και το πολιτικό αισθητήριο των ανθρώπων που αλληλογραφούν μαζί του.
Ποιες όμως είναι αυτές οι αναγκαίες προϋποθέσεις που ο Καραμανλής θεωρεί ότι στερείται προκείμενου να εκπληρώσει το έργο του; Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα αυτής της περιόδου. Κατ’ αρχάς, η πολιτική συγκυρία του έτους 1963, χρονιά κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει να απεμπλακεί από την ενεργό πολιτική, εκ των πραγμάτων εντάσσεται στην ερύτερη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, που, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από τη θεσμική ανισορροπία των κέντρων εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης, του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού.
Σε αυτό το πλέγμα των εξουσιαστικών μηχανισμών η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, εμφανίζεται αποδυναμωμένη τόσο έναντι του στέμματος όσο και του στρατιωτικού μηχανισμού, στελέχη του οποίου με διάφορους τρόπους ήδη απεργάζονται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Είναι χαρακτηριστική της πολιτικής πραγματικότητας αυτής της περιόδου η δήλωση του Καραμανλή, την οποία φέρεται να διατύπωσε αμέσως μετά την αναγγελία της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτόν τον τόπο;».
Σε πραγματολογικό επίπεδο και στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, η θεσμική υπεροχή του στέμματος έναντι της κυβέρνησης εκφράστηκε με τη ρήξη των σχέσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον βασιλέα Παύλο, σύγκρουση που χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του 1962. Το 1963, όμως, με αφορμή το επικείμενο βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο οδήγησε στην πλήρη σύγκρουση βασιλέα – πρωθυπουργού και στην παραίτηση του τελευταίου.
Συγκεκριμένα, η επιθυμία του βασιλικού ζεύγους να επισκεφθεί το Λονδίνο, ύστερα από επίσημη πρόσκληση της βασίλισσας Ελισάβετ, συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση του πρωθυπουργού εξαιτίας των πληροφοριών που υπήρχαν ότι αναμένονταν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εναντίον τους, κάτι το οποίο θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την κυβέρνηση και να συμβάλει στην επιδείνωση του πολιτικού κλίματος. Ο Καραμανλής προσπάθησε να διαπραγματευτεί, μέσω τριών συναντήσεων που είχε με τον Παύλο στο Τατόι, την αντίθεσή του στην πρόθεση του βασιλέα να πραγματοποιήσει το ταξίδι στο Λονδίνο, αλλά ο Παύλος αποδείχθηκε ανένδοτος.
Στην τελευταία συνάντηση των δύο ανδρών, τον Ιούνιο του 1963, ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του. Στην πραγματικότητα, η ουσία της αντιπαράθεσης εντοπιζόταν στην επικείμενη προσπάθεια του Καραμανλή για συνταγματική μεταρρύθμιση που θα είχε ως στόχο τη θεσμική ενδυνάμωση της κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, την παράλληλη αποδυνάμωση του στέμματος στο επίπεδο των εξουσιαστικών μηχανισμών. Ακόμη, πιθανότατα εντοπιζόταν και στην αλλαγή της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέσω της σημαντικής βελτίωσης των Ελληνο-Γαλλικών σχέσεων που προωθούσε ο Καραμανλής.
Πέραν των διαφωνιών με το παλάτι, υπήρχε ένα ακόμα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο σχετιζόταν με τη σταδιακή επικράτηση των παρακρατικών μηχανισμών, γεγονός για το οποίο σε ένα βαθμό ευθυνόταν και η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από ένα σημείο και έπειτα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Υπήρξαν, μάλιστα, τουλάχιστον δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση του παρακράτους ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με αποτέλεσμα τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και την πολιτική αστάθεια, δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1961, τις οποίες κέρδισε η Ε.Ρ.Ε με απόλυτη πλειοψηφία (50,8 % και 176 έδρες). Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής», που είχε συνταχθεί από την Κ.Υ.Π με στόχο την εκλογική μείωση των δυνάμεων της Ε.Δ.Α και αφορούσε την άσκηση συστηματικής βίας κατά των οπαδών της, δυναμίτισε το πολιτικό σκηνικό και επηρέασε τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Τότε, το κόμμα της Ε.Ρ.Ε και ο Καραμανλής αρνήθηκαν τη συσχέτιση του σχεδίου «Περικλής» με τις εκλογές του 1961.
Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποδέχθηκε ότι υπήρξαν σκέψεις για την εφαρμογή του σχεδίου εν όψει των εκλογών από τις μυστικές υπηρεσίες, εν αγνοία όμως του ίδιου και της κυβέρνησής του. Η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής» στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, όπως χαρακτηρίστηκαν από τους αντιπάλους της Ε.Ρ.Ε, είχε και ένα ακόμα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για την εξέλιξη των Ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Η εφαρμογή του σχεδίου συμπεριέλαβε εκτός των αριστερών ψηφοφόρων και εκείνους της νεοσυσταθείσας Ένωσης Κέντρου, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων πολιτικών διαιρέσεων (εθνικόφρνες - μη εθνικόφρονες) με νέες (Δεξιά - Αντιδεξιά). Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν η οξύτατη καταδίκη των εκλογών του 1961 από τον Γεώργιο Παπανδρέου που εκφράστηκε επισήμως από τη δήλωση του Σ. Βενιζέλου ότι «δι’ ημάς η Βουλή της 29ης Οκτωβρίου θα είναι πάντοτε νόθος και η πλειοψηφία και η κυβέρνησις της Ε.Ρ.Ε παράνομη».
Η αντιπαλότητα που εκδηλώθηκε με αφορμή αυτό το ζήτημα μεταξύ της Ε.Ρ.Ε, της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α προσέλαβε διαρκή χαρακτήρα και απετέλεσε τη μόνιμη αντιπολιτευτική στρατηγική των δύο τελευταίων κομμάτων («ανένδοτος αγώνας»). Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1963. Ο απόηχος της ενέργειας αυτής πυροδότησε εκ νέου την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα και έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Δεδομένου ότι η δολοφονία του Λαμπράκη συσχετίστηκε με τη δράση των παρακρατικών στοιχείων, που, κατά την άποψη των πολιτικών αντιπάλων της Ε.Ρ.Ε, υποθάλπονταν από αυτήν. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση των πολιτικών πρωτοβουλιών του Καραμανλή από τα Ανάκτορα αλλά και την ήττα του κόμματός του από την Ένωση Κέντρου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην παραίτησή του από την αρχηγία της Ε.Ρ.Ε (09 / 12 / 1963) και στην απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική και να εγκατασταθεί στο Παρίσι.
H Σύγκρουση με τα Ανάκτορα
Από το 1961 άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του K. Καραμανλή με τα ανάκτορα. Μετά τις εκλογές του έτους εκείνου και την έναρξη του «Ανένδοτου Αγώνα» της Ένωσης Κέντρου, οι επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά του Στέμματος κορυφώθηκαν και οι βασιλείς εξέφραζαν παράπονα στον πρωθυπουργό ότι δεν τους προστάτευε όσο έπρεπε από τις επιθέσεις αυτές. Από την άλλη πλευρά, ο K. Καραμανλής υποστήριζε ότι το Στέμμα όφειλε για το καλό του ν’ αποφεύγει ενέργειες που το έκαναν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Bουλής είτε ενώπιον των δικαστηρίων.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (Ε.Ο.Κ.)
Μια εξέλιξη με μακροπρόθεσμες ιστορικές συνέπειες ήταν η προσπάθεια της Ελλάδας να συμμετάσχει στις διεργασίες για την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Έξι, δηλαδή των ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Γαλλίας, Δυτικής Γερμανίας, Ιταλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου) το 1955 - 1957 οδήγησαν στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ), η οποία δεν δημιουργούσε μια απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, αλλά προέβλεπε την εγκαθίδρυση τελωνειακής ένωσης και Κοινής Αγροτικής Πολιτικής .
Η Βρετανία, ανήσυχη από την προοπτική δημιουργίας ενός ισχυρού οικονομικού συνασπισμού ο οποίος θα μπορούσε σταδιακά να την περιθωριοποιήσει και πολιτικά, προώθησε ως αντίρροπο, στο πλαίσιο του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, την πρόταση μιας απλής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών χωρίς προβλέψεις για τα γεωργικά προϊόντα και στην οποία οι Έξι καλούνταν να συμμετάσχουν, χωρίς, βέβαια, να αποτελούν μέλη ενός ιδιαίτερου συνασπισμού.
Η Ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, θεωρώντας ότι η απουσία της Ελλάδας από μια υπό διαμόρφωση ευρεία Ευρωπαϊκή αγορά θα στερούσε από τη γεωργική της παραγωγή τις αναγκαίες διεξόδους με συνέπεια την αναγκαστική στροφή προς την αγορά του Σοβιετικού συνασπισμού. Η τελευταία θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες πολιτικές εξαρτήσεις και θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο. Επρόκειτο για αντίληψη την οποία συμμερίζονταν τόσο οι Αμερικανοί, κατ’ αρχάς, όσο και οι Έξι.
Παράλληλα, όμως, η Αθήνα επιζητούσε, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, την κατά προτίμηση απορρόφηση των γεωργικών προϊόντων στην υπό διαπραγμάτευση κοινή αγορά, ευνοϊκή δανειοδότηση, μηχανισμό διοχέτευσης κεφαλαίων προς τις μη ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και μεταβατικές ρυθμίσεις για το δασμολογικό αφοπλισμό της έναντι των εισαγόμενων βιομηχανικών ειδών. ως βασικό επιχείρημα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της πρόβαλε την κοινωνική και την πολιτική αποσταθεροποίηση που θα προκαλείτο στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες από την έκθεση στον ανταγωνισμό χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, επιχείρημα που αποκτούσε ασφαλώς κάποια σημασία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι διαπραγματεύσεις για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών απέτυχαν τον Δεκέμβριο του 1958, όταν τις διέκοψε ο στρατηγός De Gaulle μη θέλοντας να συναινέσει στην παραχώρηση της ηγεσίας της Ευρώπης στο Λονδίνο και στην αποδυνάμωση της Κοινότητας των Έξι. Ο Γάλλος πρόεδρος θεωρούσε την Ε.Ο.Κ ως το πλαίσιο για την ανάκτηση της Γαλλικής υπεροχής στη δυτική Ευρώπη, αν και έως την επάνοδό του στην εξουσία, τον Ιούνιο του 1958, έβλεπε τη Συνθήκη της Ρώμης ως δυσβάστακτο πολιτικό και οικονομικό βάρος για τη Γαλλία και ανεπιθύμητη παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Εν όψει του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, η Αθήνα είχε ήδη αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις.
Τον Ιούλιο του 1958, ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ έθεσε τα Ελληνικά αιτήματα υπόψη του Αντικαγκελαρίου της δυτικής Γερμανίας Ludvig Erhardt, διαμαρτυρόμενος για την έκτακτη οικονομική βοήθεια που επρόκειτο να χορηγηθεί στην Τουρκία από χώρες του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Ο αντικαγκελάριος εμφανίστηκε πρόθυμος για τη σύναψη διμερούς Ελληνογερμανικής συμφωνίας σε αντιστάθμισμα της χρηματοδότησης της Τουρκίας, καθώς δεν ήταν τότε ιδιαίτερα αισιόδοξος για την προοπτική δημιουργίας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών.
Τον Νοέμβριο του 1958, η Ελληνογερμανική διαπραγμάτευση θα κατέληγε στην υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας η οποία προέβλεπε τη χορήγηση Γερμανικού κρατικού δανείου στην Ελλάδα, ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων, δηλαδή περίπου 50 εκατομμυρίων δολαρίων, και τη χορήγηση πιστώσεων ύψους 400 εκατομμυρίων μάρκων για την προμήθεια κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Έτσι, η Βόννη, εκτός από σημαντικός εμπορικός εταίρος, καθίστατο ο σημαντικότερος χρηματοδότης της Ελλάδας μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ταυτόχρονα, έγινε αντιληπτό από την Ελληνική πλευρά ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για τη σύσταση ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, η Βόννη θα συζητούσε κάποια μορφή σύνδεσης της Ελλάδας με τους Έξι, καθώς η διεθνής οικονομική πολιτική της ευνοούσε τη διεύρυνση του πεδίου εξαγωγών της πέραν της Ε.Ο.Κ. Η διεύρυνση αυτή μπορούσε να λάβει τη μορφή διμερών συμφωνιών με μεμονωμένες χώρες. H τελική αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών έθετε στην Αθήνα το δίλημμα μεταξύ της επιδίωξης σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ ή την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ) που επρόκειτο να συγκροτήσει η Βρετανία με τις Σκανδιναβικές χώρες, την Αυστρία και την Ελβετία.
Το γεγονός ότι η Ε.Ζ.Ε.Σ, προσανατολισμένη στη βιομηχανία, θα ασκούσε πίεση στην Ελληνική παραγωγή, ενώ η Ε.Ο.Κ αποτελούσε δυνητικά πεδίο απορρόφησης του γεωργικού πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την πιθανότητα μετεξέλιξης της Ε.Ο.Κ σε κάποια έστω και χαλαρή μορφή πολιτικής ένωσης στην οποία η Ελλάδα απέβλεπε να ενταχθεί οργανικά, ωθούσε τον Καραμανλή στην υιοθέτηση της άποψης ότι οι Έξι αποτελούσαν προτιμητέο εταίρο. Στο πλαίσιο της αναζήτησης υποστήριξης για σύνδεση με την Ε.Ο.Κ, ο Καραμανλής θα επεδίωκε τον Μάρτιο του 1959 την προσέγγιση με τη Γαλλία.
Η ρύθμιση του Κυπριακού τον Φεβρουάριο ικανοποιούσε το στρατηγό De Gaulle, ο οποίος έβλεπε το θέμα υπό το πρίσμα της αποκατάστασης της συνοχής της δυτικής συμμαχίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της ομαλοποίησης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Παράλληλα, η Ελληνική κυβέρνηση ήταν πλέον σε θέση να λάβει πιο ευνοϊκή για το Παρίσι θέση στο Αλγερινό ζήτημα, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, καθώς δεν είχε άμεση ανάγκη των ψήφων των Αραβικών χωρών στη γενική συνέλευση του Οργανισμού.
Ο Έλληνας πρεσβευτής στο Παρίσι δεν παρέλειπε να παίξει το παιχνίδι των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, εντός του Κοινοτικού και Ατλαντικού, βέβαια, πλαισίου, καθώς τόνιζε στον Γάλλο πρόεδρο ότι η Αθήνα προσδοκούσε την αναβίωση της Γαλλικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και έθετε το θέμα της ανάγκης εξισορρόπησης της Γερμανικής οικονομικής παρουσίας στην περιοχή. Στη φάση αυτή η Ελληνική κυβέρνηση δεν φαινόταν να δείχνει ενδιαφέρον για τις θέσεις του Γάλλου προέδρου σχετικά με την ανάγκη αναδιοργάνωσης της Ατλαντικής Συμμαχίας και τις τάσεις αμφισβήτησης της Αμερικανικής υπεροχής μέσω της σύστασης τριμερούς διευθυντηρίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Στις διαπραγματεύσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν, η Ελληνική κυβέρνηση πρόβαλε τα ίδια αιτήματα που είχε προβάλει και στις διαπραγματεύσεις για τη ζώνη ελευθέρων συναλλαγών. Τα αιτήματα της Αθήνας συνάντησαν επίμονες αντιδράσεις σε όλο το φάσμα τους: Κυρίως Ιταλικές για τα γεωργικά, Ολλανδικές για τη μη εξυπηρέτηση του προπολεμικού δημοσίου χρέους, γενικότερες για το ύψος της αιτούμενης χρηματοδότησης (η Αθήνα ζητούσε 250 εκατομμύρια δολάρια). Το διαφαινόμενο αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις ώθησε επανειλημμένα τον Έλληνα πρωθυπουργό στην πραγματοποίηση διαβημάτων προς τις πολιτικές ηγεσίες των Έξι.
Στο περιεχόμενο των οποίων κεντρική θέση είχε το επιχείρημα ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα άφηνε έκθετη την Ελλάδα στο εμπόριο του ανατολικού συνασπισμού. Οι δυσκολίες των διαπραγματεύσεων δεν μείωναν πάντως την πεποίθηση της Ελληνικής κυβέρνησης για την ανάγκη σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι σχετικό σημείωμα του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος παρατηρούσε ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, η Ελλάδα θα στρεφόταν αναπόφευκτα σε διμερείς εμπορικές συμφωνίες οι οποίες δεν θα διευκόλυναν την ορθολογική ανάπτυξη της οικονομίας, προφανώς στο πλαίσιο μιας ευρείας αγοράς, αλλά θα δημιουργούσαν «τεχνητή» οικονομία.
Εκτός αυτού, ο Αβέρωφ σημείωνε ότι δεν θα ήταν ευχερές στην Ελλάδα να επιβάλει στον καθένα από τους Έξι διμερείς συμφωνίες, καθώς η ανάπτυξη των εξαγωγών τους στην κοινή αγορά θα μπορούσε να αντισταθμίσει ακόμα και την πλήρη απώλεια της Ελληνικής. Παράλληλα, οι Ελληνικές εξαγωγές που κατευθύνονταν προς τους Έξι (κατά 40 - 45 % του συνόλου) δεν ήταν αναντικατάστατες, καθώς οι τελευταίοι θα τις υποκαθιστούσαν με ιταλικά προϊόντα. Αναπόφευκτη συνέπεια θα ήταν η Ελληνική στροφή προς την αγορά του ανατολικού συνασπισμού με δυσάρεστες για την Αθήνα πολιτικές επιπτώσεις.
Ως προς τις δυσκολίες των διαπραγματεύσεων, ο Αβέρωφ τόνιζε ότι δεν είχαν τόση σημασία οι συμβατικές εξασφαλίσεις όσο η πολιτική διάσταση του προβλήματος. Εφόσον οι Έξι θεωρούσαν τη σύνδεση από πολιτική άποψη αναγκαία, τότε με λιγότερες συμβατικές ρυθμίσεις η Ελλάδα θα μπορούσε να προωθήσει με επιτυχία την επίλυση των προβλημάτων στο πλαίσιο της ίδιας της σύνδεσης. Γενικότερα, η προοπτική της σύνδεσης αύξανε το αίσθημα ασφαλείας της Αθήνας και η διάσταση αυτή δεν διέφευγε και την προσοχή της Ουάσιγκτον, η οποία και για το λόγο αυτό, αλλά και για την προώθηση της πολιτικής κατανομής των βαρών μεταξύ των πλουσιοτέρων χωρών της συμμαχίας, υποστήριζε γενικά τη σύναψη της συμφωνίας.
Οι διαπραγματεύσεις επρόκειτο να λήξουν με την επίτευξη συμφωνίας στις 30 Μαρτίου 1961 με καθοριστική τη συμβολή της Γαλλίας και την υποστήριξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπό τον καγκελάριο Adenauer, ο οποίος έπαιζε με συνέπεια το χαρτί της Γαλλο- Γερμανικής συνεργασίας και της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της Κοινότητας. Ο Γερμανός καγκελάριος, όπως άλλωστε και ο Γάλλος πρόεδρος, ενδιαφερόταν επίσης και για την ανάπτυξη οργανικών δεσμών της Ελλάδας με τη διαμορφούμενη Κοινή Αγορά και για οικονομικούς, αλλά και για στρατηγικούς λόγους, που απέβλεπαν σε μια πιο οργανική διασύνδεση της Ελλάδας με το δυτικοευρωπαϊκό ηπειρωτικό χώρο.
Η Ε.Ο.Κ αποδεχόταν την αρχή της ένταξης, αναγνώριζε μεταβατική περίοδο 22 ετών για το δασμολογικό αφοπλισμό της Ελλάδας, ενώ αντίστοιχα οι Έξι θα καταργούσαν τους δασμούς για τα Ελληνικά προϊόντα μετά από μια δωδεκαετία. Προβλεπόταν ακόμα η ευνοϊκή χρηματοδότηση της Ελλάδας με 125 εκατομμύρια δολάρια για την πενταετία από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας σύνδεσης (1η Νοεμβρίου 1962). Το ποσό δεν ήταν αμελητέο, αν ληφθεί υπόψη ότι το 1967, όταν η Ε.Ο.Κ πάγωσε τη συμφωνία λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, είχαν απορροφηθεί μόνο 70 εκατομμύρια.
Τη στιγμή εκείνη πάντως το ποσό αυτό δεν φαινόταν αρκετό, λαμβανομένων υπόψη των προδιαγραφών της Ελληνικής κυβέρνησης για την πραγματοποίηση των επενδύσεων υποδομής και της ταυτόχρονης αύξησης των αμυντικών δαπανών. Τέλος, προβλεπόταν η σταδιακή εναρμόνιση της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ο.Κ. Η εναρμόνιση αυτή δεν επρόκειτο όμως να πραγματοποιηθεί ως το 1967, λόγω της αοριστίας των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας και της μη πρόβλεψης τακτών προθεσμιών για την εφαρμογή της. Η συμφωνία αναμφίβολα δεν έλυνε το οικονομικό και το πρόβλημα ασφαλείας της Ελλάδας.
Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν στερούσε από τη σύνδεση το στρατηγικό της χαρακτήρα, καθώς σήμαινε την έναρξη μιας πορείας που μετέβαλε την Ελλάδα από απομονωμένη χώρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου σε οργανικό τμήμα της Ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας, έστω και περιφερειακό. Στο εσωτερικό, τα κόμματα του Κέντρου αποδέχθηκαν τη συμφωνία σύνδεσης και την ερμήνευσαν ως στρατηγική επιλογή που θα συνέδεε την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία. Οξεία ήταν η αντίθεση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, νόμιμης έκφρασης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Υποστήριζε ότι η εκβιομηχάνιση θα ματαιωνόταν, καθώς η Ελλάδα, χώρα γεωργική, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τις βιομηχανικές χώρες της Ε.Ο.Κ οι οποίες απέβλεπαν στην εκμετάλλευση των γεωργικών χωρών. Η υπάρχουσα βιομηχανία θα καταστρεφόταν σε μεγάλο βαθμό και η Ελλάδα θα έχανε την ικανότητα να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης. Η σύνδεση, εν τέλει, κατά τη συλλογιστική της Αριστεράς, θα ωφελούσε μόνο τις ξένες επιχειρήσεις και μια μικρή ομάδα τραπεζιτών, εισαγωγέων και βιομηχάνων που συνεργάζονταν με τα ξένα μονοπωλιακά συγκροτήματα.
Στην κριτική της Ε.Δ.Α σημαίνουσα θέση είχε και η διαπίστωση ότι η Κοινή Αγορά αποτελούσε οικονομική όψη της ευρύτερης Ατλαντικής συμμαχίας και στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών. Η χώρα, προσετίθετο, έπρεπε να μείνει εκτός της Ε.Ο.Κ και να επιδιώξει ανεξάρτητα την οικονομική της ανάπτυξη, αποβλέποντας στην αύξηση των εμπορικών δεσμών της με τις σοσιαλιστικές χώρες που ήταν εισαγωγείς μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων που δεν απορροφούσαν οι δυτικοευρωπαϊκές αγορές. Στο δημόσιο διάλογο της εποχής είναι ευδιάκριτη η υπαγωγή της αξιολόγησης της σύνδεσης στο στρατηγικό διακύβευμα του Ψυχρού Πολέμου.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η σύνδεση αξιολογείτο θετικά, καθώς εθεωρείτο ότι αποτελούσε μέσο και μιας αναπτυξιακής και εκσυγχρονιστικής στρατηγικής. Αυτή ήταν η ανάλυση υπερμάχων της σύνδεσης, όπως ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Ξενοφών Ζολώτας, που έβλεπε στη σύνδεση την ευκαιρία και τη δυνατότητα εξαγωγικού προσανατολισμού των Ελληνικών επιχειρήσεων σε μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή αγορά, αφού προηγουμένως αυτές θα αποκτούσαν τις αναγκαίες τεχνολογικές προϋποθέσεις μέσω της ενσωμάτωσής τους στο ανταγωνιστικό Ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η κριτική της Αριστεράς αποτελούσε την εναλλακτική θεώρηση που αντιπαρέθετε στην ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή αγορά μια πολιτική ανεξάρτητης εθνικής ανάπτυξης με στόχο την προστασία των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων. Η θεώρηση αυτή θα αποτελούσε αργότερα τον πυρήνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της νέας Κεντρο-Αριστεράς υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, αν και όχι εχθρικός, θα ήταν επιφυλακτικός έναντι της συμφωνίας σύνδεσης, ήδη κατά την προδικτατορική περίοδο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1963 - 1974
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας Καραμανλή 1955 - 1963 επηρεάζεται αναπόφευκτα από το σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, η δεύτερη περίοδος 1974 - 1980 χαρακτηρίζεται από έναν Καραμανλή απελευθερωμένο από το έρμα του παρελθόντος και αφοσιωμένο στην παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και την οικοδόμηση στέρεων δημοκρατικών θεσμών. Η κήρυξη της δικτατορίας βρίσκει τον Καραμανλή αυτοεξόριστο στο Παρίσι, αρνούμενο να συμβιβαστεί «με μια κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτησιν». Παρά την απόφασή του για αποχή, δεν διστάζει να καταγγείλει τη δικτατορία και να ταχθεί υπέρ του κινήματος του Ναυτικού.
Κάθε δήλωσή του στο λογοκριμένο Τύπο των Αθηνών δημιουργεί ελπίδες στο λαό και αναταράξεις στο καθεστώς. Η άφρων κίνηση των δικτατόρων να ανατρέψουν τον Μακάριο δίνει στην Τουρκία το πρόσχημα που περίμενε για να εισβάλει στην Κύπρο. Μέσα στο κλίμα γενικευμένης διάλυσης της Ελλάδας, η οποία αναζητά τον ηγέτη που θα τη βγάλει από την κρίση, τα βλέμματα στρέφονται στον Καραμανλή. Δεν αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Το ξημέρωμα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. ;Eχει μπροστά του ένα τιτάνιο έργο: Να τιθασεύσει τη χούντα. Να αποκρούσει διπλωματικά τον «Αττίλα ΙΙ».
Να βγάλει τη χώρα από τη διεθνή απομόνωση. Να λύσει το πολιτειακό. Να δώσει στη χώρα ένα σύγχρονο Σύνταγμα χωρίς αποκλεισμούς. Να καλύψει την οικονομική απόσταση από την Ευρώπη. Εκ των υστέρων κρίνοντας μπορούμε να πούμε πως τα κατόρθωσε όλα. Απερχόμενος από την πρωθυπουργία, το 1980, παρέδιδε μια Ελλάδα που είχε σημειώσει ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου των κρατών της Ε.Ο.Κ. Ο Καραμανλής είχε εφαρμόσει μια πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την Kεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη με κρατικό παρεμβατισμό. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε αυξηθεί, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187 %. Παρότι αταλάντευτα φιλοδυτικός, πραγματοποιεί ανοίγματα στα Βαλκάνια, στις Ανατολικές χώρες και τον Αραβικό κόσμο. Αντιτάσσεται σθεναρά στην Τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και ιδρύει εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Με την αποφασιστική Ελληνική στάση υποχρεώνει την Άγκυρα σε αποχώρηση του «Σισμίκ Ι» από την υφαλοκρηπίδα.
Η ιδιαίτερη μέριμνά του για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων της Ακρόπολης. Τα προγράμματα αναστήλωσης αρχαιολογικών χώρων και οι ανασκαφές στο Δίον. Η σύλληψη της ιδέας ανάδειξης των Δελφών σε διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο και το όραμα για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Η Αποχώρηση από την Ενεργό Πολιτική
«Όταν ένας πολιτικός γνωρίζει τι πρέπει να γίνει εις την χώραν του και δεν δύναται να το πραγματοποιήσει διότι του αρνούνται τας αναγκαίας προϋποθέσεις, οφείλει, αντί να συμβιβάζεται με την συνείδησίν του, να αποχωρεί. Άλλως, η παραμονή του εις την ενεργόν πολιτικήν όχι μόνον καθίσταται αμφιβόλου χρησιμότητος, αλλά είναι δυνατόν εις ορισμένας περιπτώσεις να αποβαίνει και επιβλαβής. Όταν θα δύναμαι αζημίως διά την χώραν να εξηγήσω τας ανωτέρω απόψεις μου, είμαι βέβαιος ότι θα δικαιολογήσετε την απόφασίν μου».
Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αιτιολόγησε προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ε.Ρ.Ε, τον Δεκέμβριο του 1963, την απόφασή του να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική και να αναχωρήσει για το Παρίσι. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από τα τέλη Δεκεμβρίου 1963 εγκαθίσταται στη Γαλλική πρωτεύουσα και επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 προκειμένου να ηγηθεί της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα διαδεχθεί τη δικτατορία, δεν παύει, σε όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, να παρακολουθεί πολύ στενά τις Ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και αρκετά συχνά να παρεμβαίνει στα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα.
Όλη αυτή την περίοδο αλληλογραφεί συχνά με τους συνεργάτες του, ενημερώνεται, ανταλλάσσει απόψεις ή δίνει κατευθύνσεις, προσπαθώντας να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της Ε.Ρ.Ε ή στην εκτόνωση των πολιτικών παθών μέσω των παραινέσεων που απευθύνει προς τα αντιπολιτευόμενα στελέχη του κόμματός του. Είναι γεγονός, κάτι που δεν διαφεύγει από την αντίληψη του Καραμανλή, ότι οι εκτιμήσεις του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και οι πολιτικές προοπτικές που διαγράφονται στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εκτιμήσεις και το πολιτικό αισθητήριο των ανθρώπων που αλληλογραφούν μαζί του.
Ποιες όμως είναι αυτές οι αναγκαίες προϋποθέσεις που ο Καραμανλής θεωρεί ότι στερείται προκείμενου να εκπληρώσει το έργο του; Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα αυτής της περιόδου. Κατ’ αρχάς, η πολιτική συγκυρία του έτους 1963, χρονιά κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει να απεμπλακεί από την ενεργό πολιτική, εκ των πραγμάτων εντάσσεται στην ερύτερη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, που, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από τη θεσμική ανισορροπία των κέντρων εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης, του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού.
Σε αυτό το πλέγμα των εξουσιαστικών μηχανισμών η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, εμφανίζεται αποδυναμωμένη τόσο έναντι του στέμματος όσο και του στρατιωτικού μηχανισμού, στελέχη του οποίου με διάφορους τρόπους ήδη απεργάζονται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Είναι χαρακτηριστική της πολιτικής πραγματικότητας αυτής της περιόδου η δήλωση του Καραμανλή, την οποία φέρεται να διατύπωσε αμέσως μετά την αναγγελία της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτόν τον τόπο;».
Σε πραγματολογικό επίπεδο και στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, η θεσμική υπεροχή του στέμματος έναντι της κυβέρνησης εκφράστηκε με τη ρήξη των σχέσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον βασιλέα Παύλο, σύγκρουση που χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του 1962. Το 1963, όμως, με αφορμή το επικείμενο βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο οδήγησε στην πλήρη σύγκρουση βασιλέα – πρωθυπουργού και στην παραίτηση του τελευταίου.
Συγκεκριμένα, η επιθυμία του βασιλικού ζεύγους να επισκεφθεί το Λονδίνο, ύστερα από επίσημη πρόσκληση της βασίλισσας Ελισάβετ, συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση του πρωθυπουργού εξαιτίας των πληροφοριών που υπήρχαν ότι αναμένονταν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εναντίον τους, κάτι το οποίο θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την κυβέρνηση και να συμβάλει στην επιδείνωση του πολιτικού κλίματος. Ο Καραμανλής προσπάθησε να διαπραγματευτεί, μέσω τριών συναντήσεων που είχε με τον Παύλο στο Τατόι, την αντίθεσή του στην πρόθεση του βασιλέα να πραγματοποιήσει το ταξίδι στο Λονδίνο, αλλά ο Παύλος αποδείχθηκε ανένδοτος.
Στην τελευταία συνάντηση των δύο ανδρών, τον Ιούνιο του 1963, ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του. Στην πραγματικότητα, η ουσία της αντιπαράθεσης εντοπιζόταν στην επικείμενη προσπάθεια του Καραμανλή για συνταγματική μεταρρύθμιση που θα είχε ως στόχο τη θεσμική ενδυνάμωση της κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, την παράλληλη αποδυνάμωση του στέμματος στο επίπεδο των εξουσιαστικών μηχανισμών. Ακόμη, πιθανότατα εντοπιζόταν και στην αλλαγή της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέσω της σημαντικής βελτίωσης των Ελληνο-Γαλλικών σχέσεων που προωθούσε ο Καραμανλής.
Πέραν των διαφωνιών με το παλάτι, υπήρχε ένα ακόμα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο σχετιζόταν με τη σταδιακή επικράτηση των παρακρατικών μηχανισμών, γεγονός για το οποίο σε ένα βαθμό ευθυνόταν και η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από ένα σημείο και έπειτα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Υπήρξαν, μάλιστα, τουλάχιστον δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση του παρακράτους ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με αποτέλεσμα τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και την πολιτική αστάθεια, δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1961, τις οποίες κέρδισε η Ε.Ρ.Ε με απόλυτη πλειοψηφία (50,8 % και 176 έδρες). Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής», που είχε συνταχθεί από την Κ.Υ.Π με στόχο την εκλογική μείωση των δυνάμεων της Ε.Δ.Α και αφορούσε την άσκηση συστηματικής βίας κατά των οπαδών της, δυναμίτισε το πολιτικό σκηνικό και επηρέασε τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Τότε, το κόμμα της Ε.Ρ.Ε και ο Καραμανλής αρνήθηκαν τη συσχέτιση του σχεδίου «Περικλής» με τις εκλογές του 1961.
Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποδέχθηκε ότι υπήρξαν σκέψεις για την εφαρμογή του σχεδίου εν όψει των εκλογών από τις μυστικές υπηρεσίες, εν αγνοία όμως του ίδιου και της κυβέρνησής του. Η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής» στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, όπως χαρακτηρίστηκαν από τους αντιπάλους της Ε.Ρ.Ε, είχε και ένα ακόμα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για την εξέλιξη των Ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Η εφαρμογή του σχεδίου συμπεριέλαβε εκτός των αριστερών ψηφοφόρων και εκείνους της νεοσυσταθείσας Ένωσης Κέντρου, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων πολιτικών διαιρέσεων (εθνικόφρνες - μη εθνικόφρονες) με νέες (Δεξιά - Αντιδεξιά). Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν η οξύτατη καταδίκη των εκλογών του 1961 από τον Γεώργιο Παπανδρέου που εκφράστηκε επισήμως από τη δήλωση του Σ. Βενιζέλου ότι «δι’ ημάς η Βουλή της 29ης Οκτωβρίου θα είναι πάντοτε νόθος και η πλειοψηφία και η κυβέρνησις της Ε.Ρ.Ε παράνομη».
Η αντιπαλότητα που εκδηλώθηκε με αφορμή αυτό το ζήτημα μεταξύ της Ε.Ρ.Ε, της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α προσέλαβε διαρκή χαρακτήρα και απετέλεσε τη μόνιμη αντιπολιτευτική στρατηγική των δύο τελευταίων κομμάτων («ανένδοτος αγώνας»). Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1963. Ο απόηχος της ενέργειας αυτής πυροδότησε εκ νέου την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα και έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Δεδομένου ότι η δολοφονία του Λαμπράκη συσχετίστηκε με τη δράση των παρακρατικών στοιχείων, που, κατά την άποψη των πολιτικών αντιπάλων της Ε.Ρ.Ε, υποθάλπονταν από αυτήν. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση των πολιτικών πρωτοβουλιών του Καραμανλή από τα Ανάκτορα αλλά και την ήττα του κόμματός του από την Ένωση Κέντρου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην παραίτησή του από την αρχηγία της Ε.Ρ.Ε (09 / 12 / 1963) και στην απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική και να εγκατασταθεί στο Παρίσι.
H Σύγκρουση με τα Ανάκτορα
Από το 1961 άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του K. Καραμανλή με τα ανάκτορα. Μετά τις εκλογές του έτους εκείνου και την έναρξη του «Ανένδοτου Αγώνα» της Ένωσης Κέντρου, οι επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά του Στέμματος κορυφώθηκαν και οι βασιλείς εξέφραζαν παράπονα στον πρωθυπουργό ότι δεν τους προστάτευε όσο έπρεπε από τις επιθέσεις αυτές. Από την άλλη πλευρά, ο K. Καραμανλής υποστήριζε ότι το Στέμμα όφειλε για το καλό του ν’ αποφεύγει ενέργειες που το έκαναν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Bουλής είτε ενώπιον των δικαστηρίων.
Έτσι η νευρικότητα της βασιλικής οικογένειας αυξήθηκε, αφού πέραν των επιθέσεων της αντιπολιτεύσεως υπήρχαν και οι συχνές προστριβές με τον Καραμανλή. Σε μια επιστολή του προς τον βασιλέα Παύλο με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1962, ο Καραμανλής σημείωνε μεταξύ άλλων: «Φαίνεται να επικρατεί η πεπλανημένη αντίληψις ότι η μεγαλοπρέπεια ενισχύει τον Θρόνον. Συμβαίνει το αντίθετον. H απλότης και η λιτότης εδραιώνουν τον θεσμόν». Κυρίως η βασίλισσα Φρειδερίκη άρχισε πλέον να εχθρεύεται ανοιχτά τον πρωθυπουργό, αφού δεν ανεχόταν τις νουνεχείς παρατηρήσεις του.
Στις 10 Μαΐου κι ενώ ο Παύλος είχε μεταφερθεί στον Ευαγγελισμό για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος, σημειώθηκε οξύτατο επεισόδιο μεταξύ Φρειδερίκης - Καραμανλή. H βασίλισσα επέμενε να αναβληθούν οι γιορτές για τη Χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους μέχρις του αναρρώσει ο Παύλος. O Καραμανλής της εξήγησε αυστηρά ότι αυτά είναι θέματα της κυβερνήσεως και όχι δικά της. Άλλη σύγκρουση σημειώθηκε πάλι μεταξύ τους, όταν η Φρειδερίκη αξίωσε να δοθεί το κτίριο του «Kυβερνείου» της Θεσσαλονίκης στη βασιλική οικογένεια, με τη δικαιολογία ότι «οι βασιλείς δεν μπορούν να συναγελάζονται με κοινούς θνητούς» και ο πρωθυπουργός της απήντησε αυστηρά τι «Αυτά είναι ξεπερασμένες αντιλήψεις».
Μετά τη δολοφονία του βουλευτού της E.Δ.A Γρηγ. Λαμπράκη η πολιτική ατμόσφαιρα είχε γίνει πολύ βαριά. Εξαιτίας των επεισοδίων που είχαν σημειωθεί στο Λονδίνο απ οπαδούς της «Ειρήνης» κατά της Φρειδερίκης, ο Καραμανλής επέμενε να μην πραγματοποιηθεί η επίσημη επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους στην Αγγλία, που είχε οριστεί από 9 έως 12 Ιουλίου. O Παύλος επεφυλάχθη ν’ απαντήσει. Ακολούθησε η επίσκεψη Nτε Γκολ στην Αθήνα, η ασθένεια του βασιλέως και το επεισόδιο με τη Φρειδερίκη για τον εορτασμό του Αγίου Όρους που προαναφέραμε.
Tο απόγευμα της Τρίτης 11 Ιουνίου 1963, ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του στον Παύλο, ο οποίος έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παν. Πιπινέλη. O Καραμανλής φεύγει για τη Ζυρίχη και θα επιστρέψει για τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963. Τις εκλογές αυτές θα τις κερδίσει με σχετική πλειοψηφία η Ένωση Κέντρου. O Καραμανλής ζήτησε από τον βασιλιά να μη δώσει την εντολή στον Γ. Παπανδρέου ή, εάν του την δώσει, η εντολή να είναι διερευνητική. O Παύλος συμφώνησε μαζί του, αλλά την επόμενη μέρα ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας στον Γ. Παπανδρέου.
Αργότερα ο Καραμανλής θα αφηγείτο στον Γάλλο συγγραφέα Ροζέ Μασίπ: «Μετά τις τελευταίες διαφωνίες που είχα με τον βασιλέα Παύλο, έγινε σαφές ότι δεν μπορούσα πλέον να παραμείνω στην Αθήνα». Πράγματι το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου 1963, ο Καραμανλής αναχώρησε για το Παρίσι με την τότε σύζυγό του Αμαλία, αφού έδωσε επιστολή στον Παν. Κανελλόπουλο για τα μέλη της Κοιν. Ομάδος της E.P.E. O ιδρυτής του κόμματος εγκατέλειψε την ηγεσία αλλά και την πολιτική ζωή.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Οι εκλογές του Νοεμβρίου 1963 που ανέδειξαν την Ένωση Κέντρου πρώτη πολιτική δύναμη δεν έδωσαν ουσιαστική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Κατ’ αρχάς, μετά τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, το πολιτικό κλίμα παρέμενε ιδιαίτερα τεταμένο. Οι καταγγελίες για τις εκλογές του 1961, οι παρεμβάσεις του στέμματος στην πολιτική ζωή, η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα και η αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική είχαν διαμορφώσει μία εκρηκτική πολιτική κατάσταση, τα αποτελέσματα της οποίας δεν περιορίζονταν στους έντονους διαξιφισμούς των πολιτικών παραγόντων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά είχαν διαχυθεί και στην κοινωνία.
Ήδη, από την άνοιξη του 1962 οι λαϊκές κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με την Αστυνομία στο πλαίσιο του «Ανένδοτου Αγώνα» προσλάμβαναν όλο και μεγαλύτερη έκταση, ενώ από το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προστέθηκαν οι αγροτικές κινητοποιήσεις και οι φοιτητικές διεκδικήσεις που αφορούσαν την αύξηση του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε ποσοστό 15 %, για την Παιδεία. Παράλληλα, το αποτέλεσμα των εκλογών του 1963 έδωσε στην Ένωση Κέντρου 138 έδρες στο νέο Κοινοβούλιο (έναντι 132 της Ε.Ρ.Ε, 28 της Ε.Δ.Α και 2 του κόμματος των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη) και κατά συνέπεια στερούσε από τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε στον Γεώργιο Παπανδρέου το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά η απροθυμία του τελευταίου να δεχθεί την προσφερόμενη από την Ε.Δ.Α στήριξη στην κυβέρνησή του τον οδήγησε, στο τέλος του Δεκεμβρίου 1963, να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών. Στο μεταξύ, μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πολιτική, την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Οι νέες εκλογές στις 16 Φεβρουαρίου 1964, οι τελευταίες της προδικτατορικής περιόδου, απετέλεσαν εκλογικό θρίαμβο για την Ένωση Κέντρου.
Το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου έλαβε το 52,7 % των ψήφων και 171 έδρες, έναντι 107 εδρών της Ε.Ρ.Ε και του κόμματος των Προοδευτικών που κατήλθαν από κοινού στις εκλογές και 22 εδρών της Ε.Δ.Α, η οποία εμμέσως στήριξε την Ένωση Κέντρου με την απόφαση της ηγεσίας της να μη συγκροτήσει ψηφοδέλτια στις εκλογικές περιφέρειες που δεν είχε τη δυνατότητα να αναδείξει βουλευτές. Λίγο μετά τις εκλογές, τον Μάρτιο του 1964, θα πεθάνει ο βασιλιάς Παύλος και θα τον διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος, γεγονός που αρχικά θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες σχετικά με το ρόλο των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή, κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις.
Η ζωή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου είχε διάρκεια ως το καλοκαίρι του 1965. Στο διάστημα αυτό αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, μερικά από αυτά αναφέρονταν στο εσωτερικό της πεδίο και σχετίζονταν με τις λεπτές ισορροπίες, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε το κόμμα της Ενωσης Κέντρου. Παράλληλα, υιοθέτησε μία σειρά προοδευτικών κοινωνικών μέτρων συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ακολούθησε μία πολιτική προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης και της υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων.
Υιοθέτησε μία πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, που θα υπερέβαινε, ως ένα βαθμό, την Αμερικανική επιρροή και κατέβαλε προσπάθειες που κατέτειναν προς τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Επιπλέον, επιχείρησε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της Παιδείας, όπως ήταν η προσπάθεια για καθιέρωση της δωρεάν Παιδείας, ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, η ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής Παιδείας, η εισαγωγή της 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Παράλληλα, έλαβε μέτρα στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ανακούφιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Την ίδια, όμως, στιγμή η προσπάθεια του πρωθυπουργού να ελέγξει το στράτευμα πυροδότησε εντάσεις ακόμα και στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου. Παρόμοιες εντάσεις, που πήραν τη μορφή εσωτερικής κρίσης, δημιουργήθηκαν τον Νοέμβριο του 1964 εξαιτίας της αναρρίχησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην κομματική ιεραρχία της Ένωσης Κέντρου. Ανάλογες δυσχέρειες αντιμετώπισε η κυβέρνηση και στο επίπεδο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, όταν το καλοκαίρι του 1964 αυτές οξύνθηκαν με αφορμή την Κυπριακή κρίση.
Τα πρώτα εμφανή σημάδια κλυδωνισμού της εκλογικής επιρροής της Ένωσης Κέντρου εμφανίστηκαν τον Ιούνιο του 1964, όταν στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, σε αντίθεση με την Ε.Δ.Α και την Ε.Ρ.Ε, υπέστη σημαντικές απώλειες μέσα από την αδυναμία εκλογής των υποψηφίων του. Από τις πρώτες μέρες του 1965, με αφορμή την αναψηλάφηση από την κυβέρνηση των καταγγελιών για το σχέδιο «Περικλής», επικρατεί πολιτική ένταση που από την άνοιξη του ίδιου χρόνου, με τη λεγόμενη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Το ζήτημα αυτό αφορούσε μία αμφιλεγόμενη συνωμοτική κίνηση αντιδεξιών αξιωματικών στους κόλπους του στρατεύματος, στην οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα μιας μερίδας του Τύπου, εμπλεκόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για το ζήτημα αυτό ακολούθησε έρευνα στο πλαίσιο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, το πόρισμα της οποίας, παρότι επιβεβαίωνε την ύπαρξη της οργάνωσης, θεώρησε την όλη υπόθεση όχι ιδιαίτερα σοβαρή. Όμως οι πολιτικές προεκτάσεις της απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος, φορτίζοντας ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα. Στα τέλη του Ιουνίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκρούεται με τον υπουργό Άμυνας της κυβέρνησής του Πέτρο Γαρουφαλιά.
Ευνοούμενο των Ανακτόρων, που είχε πρωτοστατήσει στις κατηγορίες κατά του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ». Αιτία της σύγκρουσης ήταν η απόφαση του πρωθυπουργού να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η πρωτοφανής και κατηγορηματική άρνηση του υπουργού να υποβάλει την παραίτησή του, έχοντας την κάλυψη του βασιλιά. Ως απάντηση στη στάση αυτή του Πέτρου Γαρουφαλιά, ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε την απομάκρυνση του υπουργού από την κυβέρνηση, αλλά συνάντησε την ανυποχώρητη άρνηση του Κωνσταντίνου να συνυπογράψει την απόφασή του.
Επειτα από μία σειρά επιστολών που αντάλλαξαν βασιλιάς και πρωθυπουργός για το ζήτημα αυτό, οι οποίες επιβεβαίωναν την αταλάντευτη επιθυμία και των δύο να μην υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις, επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων που οδήγησε, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1965, ύστερα από συνάντηση των δύο ανδρών, στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το πρωθυπουργικό αξίωμα. Μία μόλις ώρα από την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο τελευταίος όρκισε εσπευσμένα νέο πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη - Νόβα.
Πίσω από αυτή την κίνηση του βασιλιά ο Παπανδρέου διέβλεψε μία προσχεδιασμένη ενέργεια, που κατά δήλωσή του συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του πολιτεύματος από την πλευρά του στέμματος και για το λόγο αυτό καλούσε το λαό σε ένα νέο «Ανένδοτο Αγώνα». Ο νέος πρωθυπουργός και οι υπουργοί που ορκίστηκαν προέρχονταν από την Ένωση Κέντρου, γεγονός που τους προσέδωσε το χαρακτηρισμό των «αποστατών». Οι λαϊκές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, γνωστές ως «Ιουλιανά», ήταν άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία.
Ήδη την επομένη της παραίτησης του Γεωργίου Παπανδρέου πλήθος διαδηλωτών κατέκλυσε τους δρόμους της Αθήνας, ενώ στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την Αστυνομία τραυματίστηκαν συνολικά περίπου 100 διαδηλωτές και αστυνομικοί, πολλοί από τους οποίους σοβαρά. Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση επιδεινώθηκε και οι διαδηλώσεις, οι πορείες και οι συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομικών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Σε μία από αυτές η δολοφονία του αριστερού φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα όξυνε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή οργή, επιτείνοντας τις κινητοποιήσεις.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση που είχε ορκίσει ο Κωνσταντίνος παρουσιάστηκε στη Βουλή στις αρχές Αυγούστου, αλλά καταψηφίστηκε, παρά το γεγονός ότι είχε την υποστήριξη των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του τους εναπομείναντες πιστούς σε αυτόν βουλευτές, αλλά αντιμετώπισε νέες διαρροές. Δύο από τους νέους αποσχισθέντες βουλευτές ήταν και οι Η. Τσιριμώκος και Σ. Στεφανόπουλος, στους οποίους ο Κωνσταντίνος ανέθεσε διαδοχικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μετά την αποτυχία του Γ. Αθανασιάδη - Νόβα να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Τελικά, η περίπτωση Τσιριμώκου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε από 159 βουλευτές. Αντιθέτως, οι νέες διαρροές που σημειώθηκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ενωσης Κέντρου έδωσαν την ευκαιρία στον Σ. Στεφανόπουλο και την κυβέρνησή του, στις 24 Σεπτεμβρίου 1965, να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με οριακή πλειοψηφία (152 ψήφους). Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά αλλοίωνε τη λαϊκή εντολή των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964, με την οποία οι πολίτες έδιναν απόλυτη πλειοψηφία στην Ένωση Κέντρου.
Αφού η δυνατότητα άσκησης κυβερνητικού έργου από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου στηριζόταν στην ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. η οποία με τον τρόπο αυτό αποτελούσε στο εξής, και παρά τη λαϊκή βούληση, έναν ισχυρό πόλο της συμπολίτευσης. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν αυτή την περίοδο δημιούργησαν ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου. Πιο συγκεκριμένα, οι αποχωρήσαντες από την Ένωση Κέντρου βουλευτές συγκρότησαν ένα νέο πολιτικό σχήμα, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο (ΦΙ.ΔΗ.Κ), το οποίο όμως δεν κατάφερε να προσελκύσει τους οπαδούς της Ένωσης Κέντρου και να μαζικοποιηθεί.
Ταυτόχρονα, η πολιτική κρίση του 1965 ανέδειξε τον Ανδρέα Παπανδρέου σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και ηγετική φυσιογνωμία του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης διήνυσε τη θητεία της η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, η οποία διήρκεσε μέχρι και τα τέλη του 1966. Οι εξελίξεις από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Απριλίου 1967 υπήρξαν ραγδαίες. Τον Δεκέμβριο του 1966 ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρά τη διαφορετική άποψη πολλών στελεχών της Ε.Ρ.Ε, αποφάσισε να άρει την εμπιστοσύνη του κόμματός του από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, γεγονός που οδήγησε στην ανατροπή της.
Έπειτα από συνεννοήσεις και διαβουλεύσεις των πολιτικών αρχηγών με το βασιλιά, στις 22 Δεκεμβρίου ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών τον Μάιο του 1967. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν μία συμβιβαστική προσπάθεια, μετά την επιλογή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ανατρέψει την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, προκειμένου να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο και η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Βεβαίως η σύνθεσή της προκάλεσε αντιδράσεις, διότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν ήταν πρόσωπα φιλικά προς το βασιλιά.
Παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου συναίνεσε στο σχηματισμό της, δεν συνέβη το ίδιο με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ήδη σχηματοποιημένη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, που αντέδρασε έντονα σε αυτή την επιλογή. Παρ’ όλα αυτά, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάφερε να επιβάλει την απόφασή του να στηρίξει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στις 13 Ιανουαρίου 1967 η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Και ενώ σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο, και παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν γεγονός, ενάμιση περίπου μήνα αργότερα η ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Η ποινική δίωξη που ασκήθηκε, όξυνε εκ νέου το πολιτικό κλίμα και οδήγησε, τον Μάρτιο του 1967, στην παραίτηση της κυβέρνησης. Η βασιλική πρωτοβουλία που ακολούθησε, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τη διακυβέρνηση της χώρας σε μία μονοκομματική κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών στις 28 Μαΐου 1967, προκάλεσε μεγάλη πολιτική ένταση και αντιπαράθεση, αφού για μία ακόμα φορά οι πρωτοβουλίες του στέμματος έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις επιλογές του εκλογικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στις εκλογές του 1964.
Ήταν βέβαιο ότι υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, που σχηματίστηκε στις 3 Απριλίου 1967, δεν θα απολάμβανε την εμπιστοσύνη της Βουλής και για το λόγο αυτό ο πρόεδρος της Ε.Ρ.Ε διέλυσε τη Βουλή στις 14 Απριλίου 1967, με σκοπό τη διεξαγωγή νέων εθνικών εκλογών στις 28 Μαΐου του ίδιου έτους.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑΣ
Η Αλληλογραφία της Περιόδου 1963 - 1967
Σε αυτή την πρώτη περίοδο της διαμονής του στο Παρίσι, ο Καραμανλής, στις επιστολές που συντάσσει προς τους συνεργάτες του, συζητά ακόμη τους λόγους που τον ώθησαν στην πολιτική του αυτοεξορία. Σε μία από αυτές αναφέρει: «Η ανάγκη να τακτοποιηθώ ο ίδιος με τη συνείδησή μου, και όχι σκοπιμότητες πολιτικές, υπαγόρευσαν την απόφασή μου εκείνην. Η χώρα δικαιούται να μου ζητήση υπηρεσίας, δικαιούται να μου ζητήση θυσίας, δικαιούται να ζητήση και την ζωήν μου ακόμα. Δεν δικαιούται όμως να μου ζητήση να κάμω ευτελείς συμβιβασμούς με μία κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτηση».
Μερικοί από τους συνεργάτες του, προσπαθώντας με ειλικρίνεια να μεταφέρουν στον Καραμανλή τον απόηχο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πολιτική, γράφουν στις επιστολές τους ότι η απόφασή του αυτή δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα, μέσα από το οποίο, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε η συμπάθεια προς το πρόσωπό του, εν τούτοις μειώθηκε η εμπιστοσύνη πολλών προς τον πολιτικό Καραμανλή. Αντιθέτως, άλλοι του αναφέρουν ότι η απουσία του γίνεται ημέρα με την ημέρα όλο και πιο αισθητή, κάνοντας ταυτόχρονα έναν υπαινιγμό για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα.
Πέραν αυτών, οι συνεργάτες του στην Ελλάδα φροντίζουν να τον ενημερώνουν για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, αλλά και για τις εξελίξεις στο κόμμα της Ε.Ρ.Ε. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1964, ένα μήνα πριν από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενημερώνεται αναλυτικά για την προσπάθεια συνεργασίας της Ε.Ρ.Ε με το κόμμα των προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη και την από κοινού κάθοδό τους στην εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τις πηγές, η προσπάθεια συνεργασίας του κόμματος των Προοδευτικών και της Ε.Ρ.Ε επιχειρήθηκε καθ’ υπόδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Για τις εκλογές αυτές κάποιοι εκ των συνεργατών του, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έχοντας επίγνωση της αρνητικής έκβασής τους για την Ε.Ρ.Ε, μεταφέρουν τις προβλέψεις τους στον Καραμανλή. Μάλιστα, ο Κ. Τσάτσος θεωρεί δεδομένη την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου, επισημαίνοντας ότι «Μόνο η επιδείνωση της καταστάσεως σε σημείο επικίνδυνο θα μεταβάλει την ισορροπία των δυνάμεων». Στην ίδια επιστολή ο Κ. Τσάτσος δεν παραλείπει να μεταφέρει το γενικό κλίμα της προεκλογικής περιόδου, το οποίο χαρακτηρίζει «άθλιο», αλλά και το αποτέλεσμα της αποχώρησης του Καραμανλή από την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε, που, όπως επισημαίνει, επέδρασε αρνητικά στην ψυχική ενότητα του κόμματος με τους οπαδούς του.
Σε μία άλλη επιστολή του, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, ο Κ. Τσάτσος, απευθυνόμενος στον Καραμανλή και κάνοντας μία πρώτη εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, αναφέρει ότι η κατά κράτος επικράτηση της Ένωσης Κέντρου δεν είχε προεκλογικά προβλεφθεί από τα στελέχη της Ε.Ρ.Ε, τα οποία ανέμεναν μία σχετικά άνετη επικράτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όχι όμως στις διαστάσεις που κατέγραψε το εκλογικό αποτέλεσμα. Επίσης, επαναλαμβάνει στον Καραμανλή ότι οι οπαδοί της Ε.Ρ.Ε αναμένουν την επιστροφή του, θεωρώντας τον ως τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της παράταξης και ως τον μόνο που μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της χώρας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Κ. Καραμανλή, οι σχέσεις του με το νέο αρχηγό της Ε.Ρ.Ε Π. Κανελλόπουλο δεν είναι ιδιαίτερα θερμές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε επέλθει ρήξη μεταξύ τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Καραμανλής παραπονείται σε συνεργάτη του στην Ελλάδα ότι στους πρώτους τέσσερις περίπου μήνες της απουσίας του έλαβε μία μόνο επιστολή από τον Π. Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος θα επικοινωνήσει τελικά μαζί του στις 20 Μαΐου 1964, ενημερώνοντάς τον για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, η επαφή μεταξύ των δύο ανδρών παραμένει ελάχιστη.
Για το θέμα αυτό, ένας εκ των στενών συνεργατών του Καραμανλή, ο Δ. Βέρρος, σε επιστολή του στον πρώτο στο Παρίσι, αναφέρει ότι η αποστασιοποίηση του Π. Κανελλόπουλου, σε ό,τι αφορά την απροθυμία του να διατηρήσει μία τακτική επαφή με τον Καραμανλή, οφείλεται, πέραν των άλλων, στο γεγονός ότι «Θέλει να εμφανίζεται ως χαράσσων την ιδικήν του καθαρώς πολιτικήν μη δεσμευόμενος ή μη καθοδηγούμενος». Οι πρώτοι μήνες του 1964, μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, χαρακτηρίστηκαν από νέα πολιτική ένταση, η οποία οφειλόταν στις κατηγορίες που απευθύνθηκαν κατά του Κ. Καραμανλή και της κυβέρνησής του για οικονομικές ατασθαλίες κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από την Ε.Ρ.Ε.
Για το ζήτημα αυτό ο Κ. Καραμανλής ανταλλάσσει επιστολές με τους συνεργάτες του, αρνούμενος κάθε ανάμιξη του ίδιου και των στελεχών των κυβερνήσεών του σε αυτά τα ζητήματα. Τελικά στις 16 Ιουνίου 1964, κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή, η πρόταση που είχε υποβληθεί από την Ε.Δ.Α για σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για το θέμα αυτό απορρίφθηκε. Κατά τα άλλα, στις περισσότερες επιστολές των συνεργατών του Καραμανλή μεταφέρεται στον τελευταίο ένα κλίμα πολιτικής ρευστότητας και αποσύνθεσης του δημόσιου βίου, ενώ, συχνά, επαναλαμβάνονται οι εκκλήσεις των συνεργατών του να επιστρέψει στη χώρα και την πολιτική ζωή.
Ο Καραμανλής ενστερνίζεται τις συγκεκριμένες απόψεις, επισημαίνοντας ότι η πολιτική κατάσταση, κατά την άποψή του, θα επιδεινωθεί περαιτέρω και η επιδείνωση αυτή θα είναι δύσκολο να ανακοπεί. Αρνείται όμως να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας. Παράλληλα, σε πολλές επιστολές προς τους συνεργάτες του παραπονείται για την ασυντόνιστη και υποτονική αντιπολιτευτική τακτική που θεωρεί ότι ακολουθεί η Ε.Ρ.Ε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε επιστολή του προς τον Π. Πιπινέλη στις 6 Οκτωβρίου 1964 «Η ανοχή του κόμματος εγγίζει τα όρια της παρεξηγήσεως».
Πέραν αυτού, όπως προαναφέρθηκε, δεν παύει να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτής της περιόδου. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, εμφανίζεται ιδιαίτερα λεπτομερής, όπως σε επιστολή του προς τον Δ. Βέρρο, όπου αναφέρει :
«Είναι δυσάρεστον βέβαια ότι τα στελέχη του κόμματος δεν δείχνουν μεγάλην προθυμίαν για αγώνα. Έχω όμως την ελπίδα ότι υπό την πίεσιν της κοινής γνώμης και διά λόγους προβολής θα κινητοποιηθούν προϊόντος του χρόνου. Φθάνει να γίνει αυτό κατά τρόπον μεθοδικόν και συντονισμένον. Αυτό δε ακριβώς θα πρέπει να επιδιώξει ο Κανελλόπουλος.Να μοιράσετε το έργο σε 5 ή 6 τομείς (οικονομικά, εξωτερικά, κοινωνικο-εργατικά, γεωργικά, στρατιωτικά) και να καλύψητε τον κάθε τομέα με δύο πρώην υπουργούς οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι και διά την Βουλήν και διά τον Τύπον».
Ωστόσο, από τις πηγές δεν προκύπτει ότι ο Καραμανλής εμπλέκεται άμεσα στα εσωτερικά της Ε.Ρ.Ε και, βέβαια, πολύ περισσότερο, ότι «ηγείται» της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το Παρίσι. Στην ψυχολογία όμως των ανθρώπων που αλληλογρφεί, οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν ενεργά στελέχη της Ε.Ρ.Ε, είναι και παραμένει ο φυσικός ηγέτης της παράταξης και, κατά συνέπεια, ο πολιτικός του λόγος και οι παραινέσεις που απευθύνει στα στελέχη του κόμματός του επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται.
Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι σχέσεις του Κ. Καραμανλή με το νέο αρχηγό της παράταξης Π. Κανελλόπουλο δεν είναι άριστες, γεγονός που δεν θα επέτρεπε την άμεση εμπλοκή του Καραμανλή στα εσωτερικά της Ε.Ρ.Ε. Η πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, μετά την ξαφνική απόφαση του Π. Κανελλόπουλου να αποσύρει την υποστήριξη της Ε.Ρ.Ε από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, με αποτέλεσμα την ανατροπή της, προκάλεσε σύγχυση και αιφνιδιασμό μεταξύ των στελεχών της κόμματος. Ο Π. Παπαληγούρας με επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 21 Δεκεμβρίου 1966, μεταφέρει με γλαφυρό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις και την ανησυχία που αυτές δημιουργούν για τη χώρα.
Κάνοντας έκκληση για άλλη μία φορά στον Καραμανλή να διακόψει την αυτοεξορία του και να επιστρέψει στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας δράση. Η πιθανότητα επιστροφής του Καραμανλή στην Ελλάδα και η ανάληψη εκ μέρους του της ηγεσίας της Ε.Ρ.Ε, όπως προκύπτει από επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 24 / 02 / 1967, φαίνεται πως συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ του βασιλιά, του Κ. Τσάτσου, του Ε. Αβέρωφ και του υπασπιστή του Κωνσταντίνου, ταγματάρχη Αρναούτη σε συνάντησή τους στα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1967.
Ο Κ. Τσάτσος σε αυτή την επιστολή αναφέρει ότι τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Αρναούτης υπήρξαν απόλυτα σύμφωνοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, ο Καραμανλής παραμένει αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις των συνεργατών του και να συνεχίσει την αποχή του από την ενεργό πολιτική δράση. Όπως αναφέρει στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Μάρτιο του 1967, «Όπως σου είπα και άλλοτε, ειλικρινής είναι η επιθυμία μου να μην επανέλθω εις την πολιτικήν. Τους λόγους τους γνωρίζεις και δεν έχω ανάγκην να τους εκθέσω εδώ».
Παρόμοια σύγχυση προκάλεσε η περίοδος της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Οι συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή τού μεταφέρουν το κλίμα αυτών των κρίσιμων ημερών, εκφράζοντας τις ανησυχίες τους για την έκβαση των επικείμενων εκλογών της 28ης Μαΐου. Μερικοί από αυτούς θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της εκλογικής μάχης θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα τηρήσει η Ε.Δ.Α με την πιθανή έμμεση πριμοδότηση της Ένωσης Κέντρου, ενώ δεν παραλείπουν να διατυπώνουν στον Καραμανλή τις ανησυχίες τους για την κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους της Ε.Ρ.Ε, θέτοντας ευθέως θέμα ηγεσίας.
Άλλοι, όπως ο Κ. Τσάτσος, σκέφτονται ότι το ενδεχόμενο της αναβολής των εκλογών θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμο για το κόμμα της Ε.Ρ.Ε. Προς τούτο ζητούν τη συγκατάθεση του Καραμανλή προκειμένου να πιέσουν τον Π. Κανελλόπουλο προς αυτή την κατεύθυνση. Τελικά, την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου θα τη διαδεχθεί η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, η ζωή της οποίας διήρκεσε μόλις 12 ημέρες. Στις 14 Απριλίου 1967 η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε θα παραιτηθεί και η χώρα θα οδηγηθεί προς τις εκλογές της 28ης Μαΐου, οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
Οι Πολιτικές Εξελίξεις της Περιόδου 1967 - 1974
Η πολιτική αστάθεια που είχε προκληθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου ως ένα βαθμό είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της αμφισβήτησης και αποσταθεροποίησης των εξουσιαστικών δομών του μετεμφυλιακού κράτους, που, όπως προαναφέρθηκε, στηριζόταν στον ανισοβαρή συσχετισμό δύναμης και επιρροής μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης), του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού. Στο πλαίσιο αυτού του πλέγματος εξουσιών, ο ρόλος της κυβέρνησης εμφανιζόταν αποδυναμωμένος.
Τόσο έναντι του στέμματος, που με τη διαρκή και εν πολλοίς αυθαίρετη βασιλική εμπλοκή στα πολιτικά δρώμενα εδραίωνε την κυριαρχία του, όσο και έναντι του στρατιωτικού μηχανισμού, στο πλαίσιο του οποίου συνωμοτικές ομάδες (με κυρίαρχο τον Ι.Δ.Ε.Α) υπονόμευαν τη δημοκρατική ομαλότητα και εμφανίζονταν ως οι ύστατοι εγγυητές των μετεμφυλιακών πολιτικών δομών. Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της κοινωνίας, οι πολιτικές εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου ενεργοποίησαν και ριζοσπαστικοποίησαν πολιτικά ένα μεγάλο μέρος των κυριαρχούμενων τάξεων με αποκορύφωμα τις ογκώδεις κινητοποιήσεις των λαϊκών μαζών κατά την περίοδο του Ιουλίου 1965.
Όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες, σε συνδυασμό με τις συντεχνιακές διεκδικήσεις των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών του στρατού, έδωσαν ώθηση στη συγκρότηση και ενεργοποίηση μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών υπό την καθοδήγηση των συνταγματαρχών Γ. Παπαδόπουλου, Ν. Μακαρέζου και του ταξίαρχου Στ. Παττακού, που, στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, την 21η Απριλίου 1967 κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και επέβαλε τη δικτατορία.
Χαρακτηριστική του πολιτικού χαρακτήρα που είχε προσλάβει η δράση του στρατιωτικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου είναι η ταυτόχρονη δραστηριοποίηση στους κόλπους του μιας άλλης ομάδας συνωμοτών, αποτελούμενη αυτή τη φορά από ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι, πιθανότατα έχοντας τη βασιλική εύνοια και παρότρυνση, δεν πρόλαβαν να επιβάλουν τη δική τους χούντα λόγω της δράσης των συνταγματαρχών. Είναι γεγονός ότι τα σχέδια των συνωμοτών δεν βρήκαν σοβαρά εμπόδια στην εφαρμογή τους και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε εύκολα.
Αυτό οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία του πολιτικού κόσμου της προδικτατορικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς, να προβλέψει τις επερχόμενες εξελίξεις και να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις αντίστασης. Άλλωστε οι δικτάτορες, από την πρώτη στιγμή της επιβολής του πραξικοπήματος, προχώρησαν σε εκτεταμένες συλλήψεις πολιτικών προσωπικοτήτων, αλλά και πολιτών, στην προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα αντίστασης εναντίον τους. Την πρώτη δικτατορική κυβέρνηση, της οποίας τυπικά πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας, όρκισε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρά το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες δεν ελέγχονταν από το θρόνο.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, προσπάθησε να τους ανατρέψει, αλλά η προσπάθειά του απέτυχε, αφού τα ερείσματά του στο στρατιωτικό μηχανισμό ελέγχονταν από τους συνταγματάρχες. Μετά την αποτυχία της βασιλικής κίνησης, ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στη Ρώμη. Από την τριανδρία των πραξικοπηματιών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) αρκετά σύντομα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αναδείχθηκε σε ηγετικό παράγοντα του καθεστώτος, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στην ικανότητά του να διαχειρίζεται επωφελώς για τον ίδιο τις αντιθέσεις και συγκρούσεις που ανέκυπταν στον ηγετικό πυρήνα της χούντας.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Κωνσταντίνου να ανατρέψει τους δικτάτορες και την εξουδετέρωσή της, ο Παπαδόπουλος θα εδραιώσει και θα σταθεροποιήσει αυτή του τη θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι την ανατροπή του από τον ταξίαρχο Ιωαννίδη μετά την αιματηρή καταστολή του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, τον Νοέμβριο του 1973. Σχεδόν αμέσως μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας και παρά την έντονη κατασταλτική πολιτική που ακολούθησαν οι φορείς της, άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες.
Επρόκειτο για ολιγομελείς αντιστασιακούς πυρήνες που προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα (κυρίως όμως από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά), η λειτουργία των οποίων διέπετο από αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες και η δράση τους αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εκδήλωση βομβιστικών ενεργειών κατά επιλεγμένων στόχων. Μία από τις σημαντικότερες αυτών των οργανώσεων ήταν η «Δημοκρατική Άμυνα», μέλη της οποίας ήταν πανεπιστημιακοί, όπως ο Σάκης Καράγιωργας και ο Βασίλης Φίλιας. Επίσης, ο «Ρήγας Φεραίος» της πρώτης περιόδου που έδρασε κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Η δράση του δεν χαρακτηριζόταν από δυναμικές ενέργειες, αλλά από τη διακίνηση παράνομων αντιδικτατορικών εντύπων και την ανάπτυξη πρωτότυπων δράσεων που συσπείρωναν μέρος του φοιτητικού πληθυσμού κατά της δικτατορίας. Παράλληλα με αυτές τις οργανώσεις σχηματίστηκαν και έδρασαν ευρύτερα αντιστασιακά δίκτυα, όπως το Π.Α.Μ και το Π.Α.Κ, που είχαν ως κύριο μέλημά τους τη μαζικοποίηση και το συντονισμό της αντιστασιακής δράσης. Ταυτόχρονα με αυτές τις αντιστασιακές κινήσεις στο εσωτερικό της χώρας, αντιστασιακή δράση αναπτύχθηκε και στο εξωτερικό από Έλληνες που ζούσαν κυρίως στη Βορειοδυτική Ευρώπη.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, της καλλιτεχνικής και της πνευματικής ζωής, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης κ.ά. Οι αντιστασιακές οργανώσεις ενόχλησαν τη χούντα, ευαισθητοποίησαν την κοινή γνώμη και έκαναν γνωστό, μέσα από τις δίκες και απολογίες των στελεχών τους, το Ελληνικό πρόβλημα στο εξωτερικό, δεν κατόρθωσαν όμως να την ανατρέψουν. Άλλωστε, η Ασφάλεια προχώρησε σύντομα και με σχετική ευκολία στην εξάρθρωσή τους. Μέχρι και το τέλος του 1970 - αρχές 1971 είχε εξαρθρωθεί σχεδόν το σύνολο των αντιστασιακών ομάδων.
Η επόμενη φάση της σύγκρουσης του καθεστώτος με την κοινωνία θα λάβει χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του έτους 1973 στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης, με αποκορύφωμα την κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Όπως προαναφέρθηκε, στα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις που χαρακτήριζαν το εσωτερικό της πεδίο, η σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων κλικών απετράπη χάρη στον εξισορροπητικό ρόλο του Παπαδόπουλου και στην ικανότητά του να κυριαρχεί πάνω στις διάφορες τάσεις που αναπτύσσονταν.
Σε γενικές γραμμές, σε αυτή την πρώτη περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης, η σύγκρουση στο εσωτερικό του καθεστώτος επικεντρωνόταν στην προσπάθεια επιβολής δύο διαφορετικών τάσεων. Μίας αδιάλλακτης, που επιθυμούσε την εγκαθίδρυση και διαιώνιση μιας άτεγκτης στρατοκρατίας, και μιας μετριοπαθούς που υιοθετούσε κινήσεις πολιτικής τακτικής και απέβλεπε στην πολιτικοποίηση και σχετική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Προοδευτικά, αυτή η δεύτερη τάση επικράτησε και με διάφορες παλινωδίες οδήγησε λίγο αργότερα στο πείραμα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, αλλά και στον προσωποπαγή χαρακτήρα της δικτατορικής διακυβέρνησης, φορέας του οποίου υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Το Φθινόπωρο του 1967 οι λανθασμένοι χειρισμοί της δικτατορικής κυβέρνησης στο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνδυασμό με τη δράση του Γ. Γρίβα κατά των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο, παραλίγο να οδηγήσουν στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Οι χειρισμοί αυτοί αφορούσαν λανθασμένες κινήσεις και επιλογές των συνταγματαρχών στη συνάντηση αντιπροσωπίας των δύο χωρών στον Έβρο σχετικά με την έκβαση του Κυπριακού προβλήματος και την πιθανότητα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι ανταλλαγμάτων που θα χορηγούσε η Ελλάδα στην Τουρκική πλευρά.
Τον Σεπτέμβριο του 1968 η χούντα διενήργησε δημοψήφισμα προκειμένου να εγκριθεί το νέο σχέδιο Συντάγματος που είχε επεξεργαστεί. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, προφανώς νόθο, έδινε με ποσοστό 92 % τη λαϊκή έγκριση στην εφαρμογή του νέου καταστατικού χάρτη, οι διατάξεις του οποίου, πέραν των άλλων, αναγόρευαν το στρατιωτικό μηχανισμό σε ανεξάρτητο και υπέρτατο ρυθμιστή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Το πρώτο εκκωφαντικό χτύπημα κατά του καθεστώτος ήρθε κατά τη διάρκεια του 1969 από το εξωτερικό, όταν λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα οι συνταγματάρχες, προκειμένου να αποφύγουν μία διαδικασία αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αναγκάστηκαν να προβούν σε οικειοθελή αποχώρηση στα τέλη αυτού του έτους. Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο του 1969, ο Καραμανλής από το Παρίσι σε συνέντευξή του καταγγέλλει τη δικτατορία και καλεί τις Ένοπλες Δυνάμεις να την ανατρέψουν.
Η προσπάθεια του Παπαδόπουλου να επιβάλει ένα προσωποπαγές καθεστώς φέρνει το 1970 για πρώτη φορά στην επιφάνεια τις ενδοχουντικές αντιπαραθέσεις. Το μέλος της «επαναστατικής» επιτροπής Δ. Σταματελόπουλος, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Βραδυνή», ασκεί αντιπολίτευση κατά του Παπαδόπουλου και τον επικρίνει για υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, υπενθυμίζοντάς του το συλλογικό χαρακτήρα της «επαναστατικής» εξουσίας.
Στη νέα αυτή ενδοχουντική αντιπαράθεση ο Παπαδόπουλος απάντησε με μία σειρά μέτρων ελαστικοποίησης της μέχρι τότε ασκούμενης κατασταλτικής πολιτικής, όπως ήταν η θεσμοθέτηση της λεγόμενης «μικρής Βουλής», η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης και οι επαφές με πολιτικά πρόσωπα, η άρση του στρατιωτικού νόμου σχεδόν σε όλη την επικράτεια κ.λπ., που οδήγησαν κυρίως κατά το έτος 1972 στη σχετική φιλελευθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος με στόχο την πολιτικοποίηση και νομιμοποίησή του.
Παράλληλα, επέτρεψαν στον Παπαδόπουλο να εδραιώσει την κυριαρχία του στο εσωτερικό της χούντας, αποδυναμώνοντας τους αντιπάλους του και συγκεντρώνοντας προοδευτικά στο πρόσωπό του ένα πλήθος εξουσιών. Όμως, η επιλογή του αυτή άνοιξε τον ασκό του Αιόλου κατά της δικτατορίας, δεδομένου ότι έδωσε τη δυνατότητα της ανάπτυξης μέσα στην κοινωνία ανοιχτής αντιστασιακής δράσης που, κατά τη διάρκεια του 1973, απείλησε το δικτατορικό καθεστώς. Το 1973 ήταν χρονιά ραγδαίων εξελίξεων.
Η πολιτική «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, σε συνδυασμό με τη διαρκή επιδείνωση των οικονομικών δεικτών και τη μεγάλη αύξηση του τιμαρίθμου, αποτέλεσμα εν πολλοίς της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης που εκδηλώθηκε αυτή την περίοδο, έδωσε ώθηση στους λαϊκούς διεκδικητικούς αγώνες. Σημαντικότερη, όμως, υπήρξε η εντατικοποίηση της δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που, πέραν των άλλων, περιελάμβανε ανοιχτές και μαζικές κινητοποιήσεις, διαρκείς πορείες στους δρόμους της Αθήνας και καταλήψεις σχολών, όπως οι δύο καταλήψεις της Νομικής Σχολής της Αθήνας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 και, βεβαίως, η κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Η τελευταία είχε ως αποτέλεσμα την απότομη διακοπή της πολιτικής φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και της προσπάθειας των φορέων του να διαιωνίσουν με πολιτικό μανδύα τη δικτατορία. Σημαντική, επίσης, εξέλιξη υπήρξε η εκδήλωση, τον Μάιο του 1973, του κινήματος του Ναυτικού, όταν ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών, έχοντας τη συγκατάθεση του βασιλιά και πολιτικών προσώπων, όπως ήταν ο Π. Γαρουφαλιάς και ο Ε. Αβέρωφ, κινήθηκε κατά του καθεστώτος. Αντιθέτως, στο κίνημα του Ναυτικού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στάθηκε επιφυλακτικός, θεωρώντας ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.
Λίγο όμως πριν από την εκδήλωση του κινήματος, τα σχέδια των μυημένων σε αυτό αξιωματικών διέρρευσαν και η στρατιωτική χούντα κατέστειλε τη δράση τους, συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους, πλην του κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος» Νίκου Παππά, που με το πλήρωμά του διέφυγε στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Η καταστολή του κινήματος του Ναυτικού και η σχετιζόμενη με αυτό βασιλική εμπλοκή πρόσφερε στον Παπαδόπουλο την ευκαιρία να προχωρήσει σε εντυπωσιακές ενέργειες συγκεντρώνοντας ακόμα περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπό του.
Έτσι, την 1η Ιουνίου, αφού κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο ως τον «εγκέφαλο» του παρ’ ολίγον πραξικοπήματος του Ναυτικού, εξήγγειλε την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας επεφύλασσε για τον εαυτό του το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προς τούτο ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος, προκειμένου ο λαός να εγκρίνει την πράξη αυτή, όπως επίσης και ένα νέο Σύνταγμα που θα ίσχυε από το έτος 1974, χρονιά, που κατά δέσμευσή του, θα διεξάγονταν ελεύθερες βουλευτικές εκλογές.
Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1973 το ΝΑΙ, δηλαδή η έγκριση των παραπάνω πράξεων, έλαβε ποσοστό, προφανώς νόθο, 78 %. Τη διενέργεια του δημοψηφίσματος ακολούθησαν συχνές διαβουλεύσεις με εκπροσώπους του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου και, τελικά, ανατέθηκε στον Σπ. Μαρκεζίνη η πρωθυπουργία. Τον Αύγουστο του 1973 ο Παπαδόπουλος «εκλέχθηκε» επισήμως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που έδιναν την εντύπωση επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα. Έτσι, ήρε πλήρως το στρατιωτικό νόμο και αμνήστευσε τα πολιτικά αδικήματα.
Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μαρκεζίνης, στις 8 Οκτωβρίου 1973, είχε ως έργο της τη δημιουργία των προϋποθέσεων και την ευθύνη μετάβασης στην ομαλή κοινοβουλευτική πολιτική ζωή, χωρίς όμως να διαθέτει και την ανάλογη ελευθερία κινήσεων γι’ αυτόν το σκοπό. Παρά τις τυπικές παραχωρήσεις του Παπαδόπουλου στο νέο πρωθυπουργό, ο πρώτος παρέμενε ο ουσιαστικός ρυθμιστής των εξελίξεων. Ο ίδιος ο Μαρκεζίνης, σε συνεντεύξεις που παραχώρησε την ίδια περίοδο σε έντυπα του εξωτερικού, τόνιζε εμμέσως αυτή του την αδυναμία.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του, που υπογράμμιζε εύγλωττα το δοτό χαρακτήρα των εξουσιών του, ότι εάν εξηρτάτο από τον ίδιο θα είχε αμέσως νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι παρασχεθείσες ελευθερίες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, απαραίτητες προκειμένου να δοθεί η εντύπωση της επιστροφής στην ομαλότητα, έδωσαν τη δυνατότητα λαϊκών κινητοποιήσεων που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του Νοεμβρίου. Παράλληλα, έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες στο εσωτερικό του στρατεύματος, φορείς των οποίων υπήρξαν οι αντίπαλες του Παπαδόπουλου κλίκες της χούντας που συσπειρώθηκαν υπό την καθοδήγηση του ταξίαρχου Ιωαννίδη.
Η αναζωπύρωση της δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, που εκδηλώθηκε με αφορμή τη διένεξη του κινήματος με το καθεστώς σχετικά με το χρόνο διεξαγωγής των φοιτητικών εκλογών, προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις τον Νοέμβριο του 1973. Η συνακόλουθη κατάληψη του Πολυτεχνείου και η λαϊκή εξέγερση που εκδηλώθηκε στο πλαίσιό της ανάγκασαν τον Παπαδόπουλο να τερματίσει με βίαιο τρόπο τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τον οδήγησαν στην απόφαση της στρατιωτικής εισβολής στο κέντρο της πρωτεύουσας, στις 17 Νοεμβρίου 1973, προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση.
Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και η δράση του, συμπεριλαμβανομένης και της αιματηρής καταστολής του, μπορεί να μην οδήγησαν στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, οπωσδήποτε όμως κόστισαν ανεπανόρθωτα στη χούντα και βεβαίως, απέτρεψαν τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν στην παράταση του βίου της και στη συνακόλουθη επ’ αόριστον στρατικοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής του τόπου. Μία εβδομάδα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Νοεμβρίου, στις 25 / 11 / 1973, η κλίκα των κατώτερων και μέσων υπερεθνικιστών αξιωματικών, που, όπως προαναφέρθηκε, είχαν συσπειρωθεί υπό τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, ανέτρεψε εύκολα τον Παπαδόπουλο και έδωσε οριστικό τέλος στην προσπάθεια πολιτικοποίησης του καθεστώτος.
Η νέα χούντα των «λοχαγών», φορείς της οποίας ήταν οι, αγροτικής μικροαστικής προέλευσης, υπερεθνικιστές μέσοι και κατώτεροι αξιωματικοί, προσέδωσε στη δικτατορία τα αρχικά της χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας μία άγρια κατασταλτική πολιτική που στρέφονταν εναντίον κάθε αντιπάλου. Οι ίδιοι, και κυρίως ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, φρόντιζαν να παραμένουν αφανείς. Απόδειξη αυτού του γεγονότος ήταν και το κυβερνητικό σχήμα που συγκρότησαν. Με εξαίρεση το διοικητή της 1ης Στρατιάς Λάρισας Φαίδωνα Γκιζίκη, που όρκισαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανένα από τα μέλη της κυβέρνησης δεν ήταν στρατιωτικός.
Την πρωθυπουργία ανέθεσαν σε έναν παλαιό υπουργό των κυβερνήσεων του Παπαδόπουλου, τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, και το υπουργείο Προεδρίας στον Κ. Ράλλη, υπουργό στην προδικτατορική κυβέρνηση Κανελλόπουλου του έτους 1967. Το νέο καθεστώς που προπαγάνδιζε την επιστροφή στα αρχικά «ιδανικά» της 21ης Απριλίου αντιμετώπισε με σκληρότητα, με κύριο μοχλό τη στρατιωτική αστυνομία, κάθε πιθανό αντίπαλο. Πέραν της αγριότητας που επέδειξε προς την Αριστερά, αποφάσισε να διακόψει κάθε δίαυλο επικοινωνίας και με τους πολιτικούς φορείς της προδικτατορικής Δεξιάς.
Επί παραδείγματι, στον ιδιοκτήτη τής υπό απαγόρευση εφημερίδας «Βραδυνή» προτάθηκε η δυνατότητα επανακυκλοφορίας της υπό τον όρο οι αρθρογράφοι της να καταφέρονται συστηματικά κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που, με τις κατά καιρούς δηλώσεις του, είχε ενοχλήσει το καθεστώς. Παράλληλα, ο Ιωαννίδης απέρριψε κάθε πιθανότητα επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου, ακόμα κι αν είχε τη δέσμευσή του ότι δεν θα αντιτασσόταν στο καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδείχθηκε, η πλέον επικίνδυνη έκφανση της χούντας του Ιωαννίδη δεν ήταν η επαναφορά της δικτατορίας στα επίπεδα των πρώτων χρόνων του πραξικοπήματος, αλλά εκφράστηκε κυρίως στο ζήτημα του Κυπριακού προβλήματος.
Ο υπερεθνικισμός των ακραίων στοιχείων του καθεστώτος, σε συνδυασμό με την πολιτική αφέλειά τους, οδήγησαν στην απόφαση επιβολής πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974. Βεβαίως, η Τουρκία δεν έμεινε αμέτοχη των εξελίξεων και η στρατιωτική εισβολή που ακολούθησε οδήγησε στην Τουρκική κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου. Εκ των υστέρων, ο Ιωαννίδης ισχυρίστηκε ότι προέβη στην πραξικοπηματική επέμβαση κατά του Μακαρίου, έχοντας τη διαβεβαίωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Σίσκο ότι η Τουρκία θα παρέμενε αμέτοχη. Η διαμορφωθείσα, μετά την Τουρκική στρατιωτική επέμβαση, πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες των δικτατόρων.
Ακολούθησαν η αποτυχημένη προσπάθεια γενικής επιστράτευσης και οι παράλληλες δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η χώρα στο επίπεδο των διπλωματικών χειρισμών. Όλα αυτά επέβαλαν την απομάκρυνση των στρατιωτικών από την κυβέρνηση και την ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε πολιτικά πρόσωπα. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή, παρά το αδιέξοδο της χούντας, δεν υπήρξε εύκολη. Χρειάστηκαν πολλές και δραματικές διαβουλεύσεις προκειμένου ο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, να πειστεί να αποσυρθεί στο παρασκήνιο, επιτρέποντας το σχηματισμό μιας κυβέρνησης πολιτικών προσωπικοτήτων.
Κατόπιν τούτου, ο στρατηγός Γκιζίκης, στις 23 Ιουλίου 1974, συγκάλεσε σε σύσκεψη προσωπικότητες του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου με σκοπό το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί την κυπριακή κρίση και να αποτρέψει τα χειρότερα με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη χώρα. Κατά τη διάρκεια αυτών των συσκέψεων, αρχικά προτάθηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση υπό τον Π. Κανελλόπουλο, τελευταίο αρχηγό της Ε.Ρ.Ε πριν από την επιβολή της δικτατορίας, αλλά κατά την εξέλιξή τους, μετά την επίμονη παρέμβαση του Ε. Αβέρωφ, κυριάρχησε η άποψη να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία.
Έτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στην Αθήνα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και το ίδιο βράδυ, στις 4.15 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός. Την 24η Ιουλίου ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της νέας κυβέρνησης και στις 26 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συμπληρώθηκε με την ορκωμοσία και των τελευταίων υπουργών. Ας σημειωθεί ότι χαρακτηριστικό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπως άλλωστε και των διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν του σχηματισμού της, ήταν ότι τα πολιτικά πρόσωπα που συμμετείχαν προέρχονταν αποκλειστικά από τα δύο μεγάλα προδικτατορικά κόμματα, δηλαδή την Ε.Ρ.Ε και την Ένωση Κέντρου.
Και στις δύο περιπτώσεις απουσίαζαν προσωπικότητες της Αριστεράς, η οποία, παρά τις αντινομίες και συγκρούσεις στο εσωτερικό της, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα. Βεβαίως, αυτή η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και η συνακόλουθη υπουργοποίηση προσωπικοτήτων που προέρχονταν αποκλειστικά από τον αστικό προδικτατορικό πολιτικό κόσμο ως ένα μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο φόβο των αντιδράσεων που πιθανώς θα συναντούσε στο εσωτερικό του στρατεύματος η συμμετοχή στην κυβέρνηση προσωπικοτήτων της Αριστεράς.
Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθυμούσε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ηλία Ηλιού, αλλά συνάντησε την κάθετη αντίθεση του Ε. Αβέρωφ. Η νέα κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μία σειρά επειγόντων και δύσκολων προβλημάτων. Εκ των πραγμάτων, πρώτο και σημαντικότερο ήταν η διαχείριση της Κυπριακής κρίσης. Εξίσου όμως σημαντικό και επείγον ήταν το πρόβλημα της αποκατάστασης της δημοκρατικής ομαλότητας, που προϋπέθετε τον επαρκή πολιτικό έλεγχο του στρατεύματος, στις τάξεις του οποίου λειτουργούσαν χουντικοί πυρήνες σε νευραλγικά πόστα.
Επίσης, η προετοιμασία για τη διενέργεια των πρώτων, έπειτα από επτά χρόνια, ελεύθερων εθνικών εκλογών και η δημιουργία και σχετική εμπέδωση ενός κλίματος εθνικής ομοψυχίας. Η κυβέρνηση προχώρησε χωρίς καθυστέρηση στην υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση. Στο εσωτερικό μέτωπο απέλυσε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και αμνήστευσε όλα τα πολιτικά αδικήματα. Επίσης, επανέφερε το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων που αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο θα επιλυόταν μέσω δημοψηφίσματος, και προχώρησε ταχύτατα στη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Επίσης, στην προσπάθειά της να ανακτήσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού απέλυσε, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, τους διορισμένους από τη χούντα νομάρχες και γενικούς γραμματείς των υπουργείων, καθώς και τις διορισμένες από τη δικτατορία διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ακόμη ανέθεσε τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων στην κυβέρνηση, θέτοντας σε διαθεσιμότητα τον Δ. Ιωαννίδη. Τέλος, οι αρχηγοί των Τριών Όπλων στο εξής ορίζονταν έπειτα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού. Οι χουντικοί πυρήνες στο στράτευμα δεν δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1974 απετράπη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος από στρατιωτικές μονάδες που πρόσκεινταν στον Ιωαννίδη. Αμέσως μετά το επεισόδιο ο Καραμανλής απαίτησε από τους επικεφαλής των επιτελείων την απομάκρυνση αυτών των μονάδων από την Αττική, απειλώντας τους πως σε διαφορετική περίπτωση θα καλούσε το λαό στην πλατεία Συντάγματος. Σε ό,τι αφορά το φλέγον Κυπριακό ζήτημα και τη διαχείριση της κρίσης που είχε προκαλέσει η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής ανέλαβαν άμεση δράση.
Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν επέτρεπε την ολιγωρία, αν και η πρωτοβουλία κινήσεων του πρωθυπουργού και των συνεργατών του ήταν περιορισμένη, εξαιτίας κυρίως της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι Ένοπλες Δυνάμεις, της συνακόλουθης Τουρκικής υπεροπλίας, της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων στην Κύπρο, αλλά και της ουσιαστικής απροθυμίας των εταίρων της Ελλάδας στην Ατλαντική Συμμαχία να αποτρέψουν την Τουρκική επιθετικότητα.
Παρά το γεγονός ότι στην τριμερή διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας που είχε συγκληθεί στη Γενεύη αποφασίστηκε (30 Ιουλίου 1974) η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, οι Τουρκικές δυνάμεις παραβίασαν τη συμφωνία συνεχίζοντας να προωθούνται στο Κυπριακό έδαφος. Οι διαβουλεύσεις ξανάρχισαν στις αρχές Αυγούστου, αλλά οι αναφορές του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γ. Μαύρου δεν ήταν ενθαρρυντικές.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, στις 12 Αυγούστου στην Αθήνα, εξετάστηκε σε σύσκεψη υπό την ηγεσία του Κ. Καραμανλή και με τη συμμετοχή των αρχηγών των Τριών Όπλων η πιθανότητα στρατιωτικών ενεργειών κατά της Τουρκίας, στην περίπτωση που ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος. Η κατάσταση όμως στην οποία βρίσκονταν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και η καταφανέστατη Τουρκική υπεροχή δεν επέτρεπαν την υλοποίηση τέτοιων ενεργειών. Στις 14 Αυγούστου οι Τουρκικές δυνάμεις επιτίθενται εκ νέου στην Κύπρο (Αττίλας 2) και εντός δύο περίπου ημερών έχουν καταφέρει να ελέγξουν περισσότερο από το 37 % του Κυπριακού εδάφους.
Κατόπιν αυτών των ραγδαίων εξελίξεων, τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου συγκλήθηκε σύσκεψη στο Πεντάγωνο με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού και της στρατιωτικής ηγεσίας. Στη σύσκεψη αυτή ο Καραμανλής πρότεινε την αποστολή στην Κύπρο Ελληνικών υποβρυχίων και μαχητικών αεροσκαφών προκειμένου να προσβάλουν τις εχθρικές θέσεις, αλλά του υποδείχθηκε ότι μία τέτοια ενέργεια θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή αυτών των δυνάμεων και, κατά συνέπεια, την περαιτέρω ενίσχυση της Τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής.
Κατόπιν αντιπρότεινε την αποστολή μίας Ελληνικής μεραρχίας στο νησί, αλλά η απάντηση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν αποτρεπτική μιας τέτοιας ενέργειας, αφού, όπως του υπεδείχθη, θα χρειαζόταν περίπου μία εβδομάδα προκειμένου να αποσταλεί και οι πιθανότατες να μην καταστραφεί από την Τουρκική Αεροπορία ήταν ελάχιστες. Έτσι, οι Ελληνικές ενέργειες προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τους διεθνείς οργανισμούς και τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αμέσως μετά τη σύσκεψη της 14ης Αυγούστου, ο Καραμανλής κατήγγειλε τις Τουρκικές ενέργειες και Ελλάδα και Κύπρος προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Παράλληλα, αποφασίστηκε η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο, ενέργεια η οποία εθεωρείτο ότι θα λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης προς τους ισχυρούς συμμάχους του Ν.Α.Τ.Ο προκειμένου να αναχαιτιστεί η Τουρκική επιθετικότητα. Στην πραγματικότητα, αυτή η κίνηση του Καραμανλή απέδωσε μεσοπρόθεσμα, αφού μπορεί να μη δραστηριοποίησε τους δυτικούς συμμάχους κατά της Τουρκίας, συνέβαλε όμως στην αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο τα αμέσως επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι επέδρασε στην απόφαση των Η.Π.Α για διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Οι Δηλώσεις, οι Παρεμβάσεις και η Αλληλογραφία της Περιόδου 1967 - 1974
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δύο μόλις μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, στις 23 Απριλίου 1967, σε δηλώσεις του από το Παρίσι αναφέρθηκε στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, επιρρίπτοντας ευθύνες στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον τρόπο που είχε πολιτευτεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Ταυτόχρονα, τόνισε την ανάγκη η Ελλάδα να επιστρέψει σύντομα στη δημοκρατική ομαλότητα. Οι επόμενες παρεμβάσεις του, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1967.
Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο 1967, με επιστολή του στον πρώτο πρωθυπουργό της χούντας Κ. Κόλλια, επεσήμαινε τους κινδύνους που ελλόχευαν για τη χώρα εξαιτίας της διαφαινόμενης τάσης των συνταγματαρχών να προσδώσουν μονιμότερο χαρακτήρα στην εκτροπή της 21ης Απριλίου. Επιστολή με ανάλογο περιεχόμενο απέστειλε και στο βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Νοέμβριο του 1967, λίγες εβδομάδες πριν από την εκδήλωση της αποτυχημένης βασιλικής κίνησης κατά των δικτατόρων.
Την ανησυχία του για τη μονιμοποίηση του δικτατορικού καθεστώτος ο Καραμανλής την εξέφρασε, όπως προκύπτει από σημείωμά του, και λίγο μετά την επιστροφή του από τις Η.Π.Α, τον Μάιο του 1967, όπου κατέφυγε προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία για την αποκατάσταση της ακοής του. Κατά την εκεί παραμονή του τον επισκέφθηκε Αμερικανός αξιωματούχος προκειμένου να πληροφορηθεί πώς έκρινε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα και αν έκρινε σκόπιμο οι Η.Π.Α να διακόψουν τη στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα.
Ο Καραμανλής απάντησε ότι υπάρχει κίνδυνος μονιμοποίησης της κατάστασης και ότι η μελλοντική διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης κατά των συνταγματαρχών για να εγκαταλείψουν την εξουσία. Οι συνταγματάρχες, από την πλευρά τους, προσπάθησαν κατά καιρούς να διερευνήσουν τις προθέσεις του Καραμανλή σχετικά με το εγχείρημά τους. Στο πλαίσιο αυτό, τον Οκτώβριο του 1967, ο Καραμανλής δέχθηκε στο Παρίσι την επίσκεψη του στρατηγού Β. Καρδαμάκη, ο οποίος συνδεόταν στενά με την ηγετική ομάδα των πραξικοπηματιών.
Όπως αναφέρει ο Καραμανλής, ο Καρδαμάκης τού δήλωσε ότι οι προθέσεις των συνταγματαρχών σχετικά με το ζήτημα της μονιμοποίησης της εκτροπής δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρες και τον ρώτησε τι θα έπραττε εάν καλείτο στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει την εξουσία. Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, ο Καραμανλής εξέφρασε για άλλη μία φορά τις ανησυχίες του, τονίζοντας στο στρατηγό ότι σε περίπτωση που μονιμοποιηθεί η δικτατορία ο ίδιος θα αναγκαστεί να καταγγείλει δημοσίως τους πραξικοπηματίες. Σχετικά με το δεύτερο, απάντησε αρνητικά με κατηγορηματικό τρόπο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1967 ο Καραμανλής παραχώρησε συνέντευξη στη Γαλλική εφημερίδα «Le Monde»,
Όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική και επικίνδυνη, διότι δεν ετίθετο μόνο το φλέγον ζήτημα της απομάκρυνσης των συνταγματαρχών από την εξουσία, αλλά και εκείνο που σχετιζόταν με την αναίμακτη και ομαλή επιστροφή στη Δημοκρατία. Οι συνταγματάρχες μετά τη συνέντευξη του Καραμανλή εξέδωσαν κυβερνητική ανακοίνωση, μέσω της οποίας τον κατηγόρησαν ευθέως ότι διακατέχεται από πνεύμα εθνικής ανευθυνότητας, αφού οι δηλώσεις του συνέπιπταν με την όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων που παρατηρούνταν τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η αντίδραση του Καραμανλή στο κυβερνητικό ανακοινωθέν υπήρξε οργισμένη. Την επομένη της έκδοσής του κάλεσε τους ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι του στο Παρίσι, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι πραξικοπηματίες παραποίησαν τις δηλώσεις του έχοντας το θράσος να ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Έθνος, ότι με τις πράξεις τους όξυναν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο είναι η απαγκίστρωσή τους από την εξουσία. Έπειτα από μακρά περίοδο σιωπής, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προβαίνει σε δηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίες δημοσιεύθηκαν διεθνώς.
Σε αυτές χαρακτηρίζει το καθεστώς των συνταγματαρχών τυραννικό, το οποίο, όπως αναφέρει, αποσύνθεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, υπονόμευσε την οικονομία, απομόνωσε τη χώρα διεθνώς και μονιμοποίησε την εκτροπή εκ του πολιτεύματος. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι δύο τρόποι υπάρχουν για την επιστροφή στην ομαλότητα. Ή η οικειοθελής απαγκίστρωση των κρατούντων από την εξουσία ή η βίαιη ανατροπή τους. Τονίζει, ακόμα, ότι εάν οι πραξικοπηματίες δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον τους απέναντι στον τόπο, αυτό οφείλουν να τους το υποδείξουν οι έχοντες καλές προθέσεις αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Καταλήγει δε αναφέροντας:
«Οφείλω, δε, με την ευκαιρίαν αυτή να βεβαιώσω τους ανησυχούντας διά το μέλλον ότι δεν θα έλυα τη σιωπή μου, εάν δεν επίστευα ότι η χώρα δύναται ακινδύνως να επανέλθει εις την ομαλότητα και εάν δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβάλλω, εν ανάγκη, εις τούτο και προσωπικώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά από την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την ενεργό πολιτική το 1963 που δημοσίως δηλώνει ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αποφασισμένος να τερματίσει την περίοδο της «αυτοεξορίας» του στο Παρίσι και να αναμιχθεί πάλι με την πολιτική.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1970, ο Γεώργιος Ράλλης συναντήθηκε με τον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι, προτείνοντάς του ως λύση στο αδιέξοδο της χώρας την επιστροφή του στην Ελλάδα και αιτιολογώντας αυτή του τη θέση με την άποψη ότι μόνο εκείνος μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ομοψυχία και να επηρεάσει τους αξιωματικούς του στρατού προς την κατεύθυνση της απαλλαγής της χώρας από τους συνταγματάρχες. Εκείνος θα αρνηθεί, ισχυριζόμενος πως, σε μία τέτοια περίπτωση, είναι βέβαιο ότι το καθεστώς θα τον θέσει υπό περιορισμό. Επίσης, παρατήρησε ότι δεν θα δεχόταν να τεθεί επικεφαλής μίας μεταβατικής κυβέρνησης.
Θα ήταν όμως διατεθειμένος να ηγηθεί, σε περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, μίας ευρείας παράταξης. Σχεδόν τρεισήμισι χρόνια μετά τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του, στις 23 Απριλίου 1973, οι εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» θα δημοσιεύσουν με περιπετειώδη τρόπο δηλώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις δηλώσεις του αυτές ο Καραμανλής αναφέρει ότι είναι σαφές πλέον πως οι δικτάτορες δεν έχουν την πρόθεση να αποκαταστήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, κατηγορώντας τους για ανειλικρινή τακτική και εμπαιγμό εις βάρος του Ελληνικού λαού.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στα προβλήματα που μέχρι τη στιγμή εκείνη έχει δημιουργήσει στη χώρα το δικτατορικό καθεστώς και στην αδιέξοδη, τόσο για τους δικτάτορες όσο και για τη χώρα, πολιτική του προοπτική. Καταλήγει, δε, προτείνοντας ως λύση η δικτατορική κυβέρνηση να καλέσει το βασιλέα και να παραχωρήσει τη θέση της σε μία έμπειρη κυβέρνηση, η οποία ασκώντας για ένα εύλογο χρονικό διάστημα έκτακτες εξουσίες θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε ελεύθερες εκλογές.
Οι δηλώσεις του Καραμανλή προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και ανταπόκριση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πλην των συνταγματαρχών, οι οποίοι μετά τη δημοσίευσή τους έσπευσαν να κατάσχουν τα εναπομείναντα φύλλα των εφημερίδων που τις φιλοξενούσαν, διώκοντας τους υπευθύνους της εφημερίδας «Βραδυνή». Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν οι δύο εφημερίδες να δημοσιεύσουν αυτές τις δηλώσεις. Η «Βραδυνή», π.χ., τυπώθηκε αρχικά με τη συνηθισμένη ύλη προκειμένου να αποφύγει τους λογοκριτές του καθεστώτος και όταν αυτοί έδωσαν την τελική έγκριση ξανατυπώθηκε, στις 3 τα ξημερώματα, η πρώτη σελίδα που φιλοξενούσε τις δηλώσεις.
Τελικά, η κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας δεν εμπόδισε την ευρεία δημοσιοποίηση των θέσεων του Καραμανλή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι του καθεστώτος κατάφεραν να κατασχέσουν λίγα φύλλα σε σχέση με αυτά που τυπώθηκαν. Άλλωστε, πολλοί αγόρασαν περισσότερα του ενός φύλλα, ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, φωτοτυπούνταν η σελίδα της εφημερίδας που περιελάμβανε τις δηλώσεις Καραμανλή και διανέμονταν χέρι χέρι. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1973, η χούντα του Ιωαννίδη θα διακόψει απότομα και αυθαίρετα την έκδοση της «Βραδυνής», χωρίς ουσιαστικά να αιτιολογήσει αυτή της την πράξη.
Συγκεκριμένα, την ημέρα αυτή άνθρωποι του καθεστώτος, χωρίς καμία έγγραφη εξουσιοδότηση και κατόπιν εντολής του δικτάτορα, εισήλθαν στα γραφεία της εφημερίδας, τα εκκένωσαν, διέκοψαν την έκδοσή της και σφράγισαν τις θύρες εισόδου. Η επίσημη έγγραφη απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών για εξάμηνη παύση της έκδοσης της εφημερίδας ανακοινώθηκε 40 ημέρες μετά το σφράγισμα των γραφείων της, χωρίς και πάλι να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους το καθεστώς προχώρησε σε αυτή την ενέργεια.
Ωστόσο, ο Κ. Παπακωνσταντίνου σε επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 19 Ιανουαρίου 1974, θεωρεί ότι οι πραγματικοί λόγοι του κλεισίματος της «Βραδυνής» από το καθεστώς θα πρέπει να αναζητηθούν στη συχνή δημοσιοποίηση των θέσεων και δηλώσεων του τελευταίου και στην πιθανή επίδραση που ασκούσαν σε αξιωματικούς του στρατού. Το καλοκαίρι του 1973, όταν ο Παπαδόπουλος θα προκηρύξει το δημοψήφισμα για την αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος, ο Κ. Καραμανλής, με δήλωσή του στις 19 Ιουνίου στο ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και στο BBC, θα προτρέψει τους Έλληνες να καταψηφίσουν τις προωθούμενες από το δικτάτορα αλλαγές.
Για το ίδιο θέμα, στις 16 Ιουλίου 1973, ο Κ. Καραμανλής έδωσε στη δημοσιότητα μακροσκελή δήλωσή του, στην οποία αποδοκίμαζε το καθεστώς και το επιχειρούμενο δημοψήφισμα, αναφέροντας ότι οι δικτάτορες εμπαίζουν το λαό και προβαίνουν στη διενέργεια του δημοψηφίσματος και όχι σε μία ωμή επιβολή των σχεδίων τους προκειμένου να εφοδιάσουν με προσχήματα όσους τους στηρίζουν. Τέλος, καλούσε τους Έλληνες πολίτες να απορρίψουν το δημοψήφισμα και να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη χώρα από τις ενέργειες των πραξικοπηματιών.
Μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας και με ήδη γνωστές τις προθέσεις του για ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Σ. Μαρκεζίνη και την προκήρυξη εκλογών, τα περισσότερα παλαιά στελέχη της Ε.Ρ.Ε προβληματίζονται για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσουν εν όψει αυτών των εξελίξεων. Ενδεικτική αυτού του κλίματος είναι η επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή, τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου. Ο Κ. Τσάτσος αναφέρει στον Καραμανλή ότι, παρά το γεγονός πως μερικά από τα νεότερα στελέχη του κόμματος ενδέχεται να πολιτευτούν, τα περισσότερα από τα παλαιά στελέχη της Ε.Ρ.Ε, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου και του Π. Κανελλόπουλου, προσανατολίζονται προς τη λύση της αποχής από τις εκλογές της χούντας.
Δεν υπάρχουν επαρκή πραγματολογικά δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε να διευκρινιστεί η ακριβής στάση του Καραμανλή σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Άλλωστε, ο ίδιος τηρούσε μία στάση σιγής αυτή την περίοδο έναντι των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, στενοί συνεργάτες του υποστήριξαν ότι ο Καραμανλής ίσως προέκρινε τη συμμετοχή των στελεχών της Ε.Ρ.Ε στις εκλογές υπό την προϋπόθεση της κοινής καθόδου σε αυτές των δυνάμεων που είχαν εναντιωθεί στο δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου.
Παρόμοια στάση σιωπής ο Κ. Καραμανλής τήρησε τόσο κατά τη διάρκεια όσο και αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η έλλειψη άμεσης και σαφούς αντίληψης για τη φοιτητική εξέγερση, αλλά και ο αριστερός πολιτικο-ιδεολογικός χαρακτήρας της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης πιθανότατα ήταν οι παράγοντες που του επέβαλαν τη σιωπή.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εμβληματική φυσιογνωμία της σύγχρονης Ελληνικής Πολιτικής Ιστορίας, πρωταγωνίστησε επί σειρά δεκαετιών στον πολιτικό στίβο και έτυχε της αναγνώρισης, κάτι που με λίγους πολιτικούς άνδρες συμβαίνει, φίλων και πολιτικών αντιπάλων. Ηγέτης με γνήσιο και ξεχωριστό πολιτικό χάρισμα, με τις αποφάσεις και τη δράση του στις δεκαετίες '50 και '60 συνέβαλε καθοριστικά στον κοινωνικο-οικονομικό εκσυγχρονισμό της Ελληνικής κοινωνίας και υπήρξε αναμφίβολα ο πρωτεργάτης της θεμελίωσης της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και της εισόδου της χώρας στη χορεία των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών μετά την πτώση της δικτατορίας.
Οπωσδήποτε, η συμβολή του στον πολιτικό εκσυγχρονισμό στο πλαίσιο της προδικτατορικής περιόδου δεν έχει ούτε το βάθος ούτε το χαρακτήρα που έχει η συνεισφορά του στο ίδιο ζήτημα κατά τη μεταδικτατορική περίοδο. Είναι, όμως, γνωστοί οι περιορισμοί που επέβαλαν στο θέμα αυτό οι θεσμικού τύπου ανισορροπίες του μετεμφυλιακού κράτους, οι οποίοι κυρίως εκφράστηκαν με την υποβάθμιση του ρόλου της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού.
Ο ίδιος, γεγονός που αντανακλάται στις πράξεις του, αλλά διαφαίνεται και στην προσωπική του αλληλογραφία τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, έχει πλήρη επίγνωση του ιστορικού του ρόλου και των ευθυνών του απέναντι στη χώρα. Είτε λανθάνει στις πολιτικές του επιλογές, κάτι που ο ίδιος μοιάζει να μην αποδέχεται, είτε όχι, ενστερνίζεται το ρόλο του εθνικού ηγέτη που του αποδίδεται από τους συνεργάτες του και πράττει σύμφωνα με αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία και δράση του στα πολιτικά πράγματα επηρέασε βαθύτατα τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και έθεσε τα θεμέλια της μετεξέλιξης του πολιτικού μας συστήματος προς μία σύγχρονη Δημοκρατία δυτικού τύπου.
ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ (1974 - 1980)
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Με τη Μεταπολίτευση του 1974 αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα η πιο ομαλή και κατά τεκμήριο σταθερή δημοκρατική της περίοδος. Η λεγόμενη και «Γ' Ελληνική Δημοκρατία», που θεμελιώθηκε τότε, έφτασε μέχρι τις μέρες μας βαδίζοντας πάνω στις ρίζες που θεμελίωσε ο Κων/νος Καραμανλής σφραγίζοντας με την παρουσία του τα πρώτα και καθοριστικά χρόνια της νεότερης αυτής περιόδου στην Ελληνική πολιτική Ιστορία. Η περιγραφή όσων έγιναν τότε από το διεθνή Τύπο ως «Ελληνικό θαύμα» ή και «πολιτικό αριστούργημα» δεν είναι ίσως υπερβολική όταν ληφθούν υπόψη οι αντίξοες συνθήκες που έπρεπε να υπερκεραστούν.
Σπάνια στην Ιστορία ένας πολιτικός ηγέτης παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας πολιτικής μεταβολής που σταθεροποιείται και παγιώνεται με την προσωπική του παρουσία σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Όπως θα έλεγε, άλλωστε, ο ίδιος ο Καραμανλής δίνοντας το μέτρο των ιστορικών αναλογιών:
«Στην Ελλάδα έχομε παρεξηγήσει και συχνά κακοποιήσει τη δημοκρατία. Οι περίοδοι δημοκρατικής ομαλότητος υπήρξαν ελάχιστες και βραχύτατες στον τόπο μας. Θα ημπορούσε να πει κανείς ότι υπήρξαν φωτεινά διαλείμματα μέσα σε μια σκοτεινή αλληλουχία πραξικοπημάτων, επαναστάσεων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων και αναρίθμητων άλλων πολιτικών και συνταγματικών κρίσεων. Και αυτά τα φωτεινά διαλείμματα υπήρξαν κυρίως η πρώτη τετραετία του Βενιζέλου και η πρώτη τριετία του Τρικούπη. Αλλά και σ’ αυτούς, μετά τον Καποδίστρια, επιφυλάξαμε εις ανταμοιβήν οδυνηρό τέλος».
(02 /04 / 1977 Ομιλία στο Προσυνέδριο της Ν.Δ).
Α. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
Οι Πρώτες 40 Ημέρες
Τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974 το νέο είχε διαδοθεί αστραπιαία. Πλήθος κόσμου κατέκλυσε με ενθουσιασμό τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου στις 2 τα ξημερώματα κατέφθανε το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο που μετέφερε από το Παρίσι τον Κων/νο Καραμανλή. Η αυθόρμητη αυτή σημαντική παρουσία του κόσμου θα αποτυπωθεί, μάλιστα, και στην πρώτη συντακτική πράξη της νέας κυβέρνησης με την αναφορά στην «καθολική και ομόφωνο συμπαράσταση του Ελληνικού λαού». Η επτάχρονη δικτατορία είχε καταρρεύσει.
Με την παρουσία του θεωρούμενου ως αρχηγού του κράτους, του Προέδρου της Δημοκρατίας της δικτατορίας Φ. Γκιζίκη που «επισημοποιούσε» την πολιτική μετάβαση, στις 4:15 ο Καραμανλής θα ορκιστεί πρωθυπουργός. Πρώτο καθήκον ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης, ο οποίος έγινε σε δύο στάδια. Το πρώτο κλιμάκιο ορκίστηκε την ίδια ημέρα (στις 16:30) και συνήλθε ως Υπουργικό Συμβούλιο για να αποφασίσει την απόλυση των πολιτικών κρατουμένων, την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, την απόδοση της ιθαγένειας σε όσους την είχαν στερηθεί από τις συντακτικές πράξεις της δικτατορίας και την ακύρωση κάθε απόφασης στερήσεως διαβατηρίου που ήταν αντίθετη στο νόμο «περί διαβατηρίων» του 1953.
Η σύνθεση της κυβερνήσεως συμπληρώθηκε στις 26 Ιουλίου με την ορκωμοσία 2ου κλιμακίου και ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μαύρος και ο Δ. Μπίτσιος (που δεν πρόλαβε να ορκιστεί υφυπουργός) είχαν ήδη αναχωρήσει την προηγουμένη για τη Γενεύη προκειμένου να μετέχουν σε τριμερείς συνομιλίες των εγγυητριών δυνάμεων (με τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία) για τη διευθέτηση της κυπριακής κρίσης. Σημειώνεται ότι η Μ. Βρετανία είχε ήδη καλέσει τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας σε διάσκεψη από τις 17 Ιουλίου, η Ελλάδα όμως δεν είχε παραστεί.
Ήταν μια κυβέρνηση που είχε έως ένα σημείο αναμφίβολα χαρακτηριστικά «εθνικής ενότητας» και έτσι καταγράφηκε ιστορικά, λόγω της συμμετοχής ως αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών του προβεβλημένου στελέχους της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου Γ. Μαύρου, καθώς και άλλων πρώην υπουργών ή στελεχών του ίδιου πολιτικού χώρου (Α. Κοκκέβης, Αθ. Κανελλόπουλος, Γ. Μυλωνάς, Γ. Παπαγιαβής, Ι. Πεσμαζόγλου ,αλλά και ο Δ. Παπασπύρου με συμμετοχή όμως στη λεγόμενη αποστασία το 1965). Επίσης, πέρα από πρόσωπα με ευρύτερο κύρος όπως ο Ξ. Ζολώτας και ο Ν. Λούρος, τουλάχιστον οι Χ. Πρωτοπαππάς, Γ. Μαγκάκης, Δ. Τσάτσος και Κ. Αλαβάνος δεν ήταν γνωστοί ως «πολιτικοί φίλοι» του Καραμανλή.
Ενώ σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στο χώρο των συνεργατών του πρωθυπουργού που αποτελούσαν το σκελετό της κυβέρνησης, πλειοψηφούσαν πρόσωπα που ήταν γνωστά για την αντιδικτατορική τους στάση (όπως, εκτός των άλλων, οι λιγότερο γνωστοί Ι. Μηνιαίος και ο Κ. Αποσκίτης που είχαν πρωτοστατήσει στο κίνημα του Ναυτικού το 1973). Δεν μετείχε, βέβαια, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, χωρίς άλλωστε να επιθυμεί τη συμμετοχή του, επέστρεψε στην Ελλάδα σχεδόν ένα μήνα αργότερα (στις 16 Αυγούστου), ούτε κάποιο γνωστό στέλεχος της Αριστεράς που βρισκόταν ακόμα υπό το καθεστώς παρανομίας που ίσχυε από το 1947.
Αν και ειδικά το λεγόμενο Κ.Κ.Ε Εσωτερικού, που είχε προέλθει από τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε το 1968, φαινόταν να παρέχει την υποστήριξή του. Ο ίδιος ο Καραμανλής, άλλωστε, με επίσημη δήλωσή του στις 29 Ιουλίου, γνωστοποίησε ότι αποδέχθηκε την έκκληση να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μόνο όταν έγιναν αποδεκτοί οι δύο όροι που είχε θέσει:
α) Οι Ένοπλες Δυνάμεις να μην έχουν καμία ανάμιξη στην πολιτική της κυβέρνησης.
β) Οι πολιτικές δυνάμεις να του συμπαρασταθούν.
Παράλληλα, στο διάγγελμα που απηύθυνε στον Ελληνικό λαό το βράδυ της 25ης Ιουλίου είχε επισημάνει ότι σκοπός του ήταν η θεμελίωση δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν θέση όλοι οι Έλληνες, εννοώντας προφανώς, κυρίως, την άρση της παρανομίας για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και στο διάγγελμα του πρωθυπουργού, η Κύπρος αποτελούσε το πρώτο μέλημα. Η Διάσκεψη της Γενεύης όμως κατέληγε στις 30 Ιουλίου με κοινή διακήρυξη των υπουργών Εξωτερικών στην οποία αρκετά σημεία παρέμεναν αόριστα και οι διαπραγματεύσεις θα επαναλαμβάνονταν στις 8 Αυγούστου, αλλά τουλάχιστον ήταν σαφές ότι σταματούν οι εχθροπραξίες.
Από την άλλη, στο εσωτερικό μέτωπο, σε συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία είχαν διαφανεί πολύ σοβαρές ελλείψεις στην προπαρασκευή για ενδεχόμενη εξωτερική απειλή, ενώ η ουσιαστική κατάκτηση του ελέγχου στις Ένοπλες Δυνάμεις φαινόταν ότι θα απαιτούσε χρόνο, δεδομένου ότι οι στρατιωτικοί προσπαθούσαν με διάφορα προσχήματα να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από την πολιτική ηγεσία. Το Υπουργικό Συμβούλιο, πάντως, αποφάσιζε την απόλυση όλων των γενικών γραμματέων των υπουργείων και των νομαρχών και την επαναφορά των αιρετών δημάρχων και δημοτικών/κοινοτικών συμβούλων που είχαν εκλεγεί στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές (το 1964).
Την 1η Αυγούστου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συντακτική πράξη με την οποία επαναφέρεται το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τα άρθρα που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Την ίδια εποχή, ένα στοιχείο που δεν πρέπει να αγνοείται είναι η αποσταθεροποίηση του προέδρου των Η.Π.Α Ρίτσαρντ Νίξον λόγω του σκανδάλου Watergate, ο οποίος τελικά παραιτείται στις 9 Αυγούστου. Η κορύφωση δηλαδή των διεργασιών για το Κυπριακό θέμα συμπίπτει με την κορύφωση της σοβαρής πολιτικής κρίσης στις Η.Π.Α.
Καθήκοντα προέδρου αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, στο υπουργείο Εξωτερικών όμως παραμένει ο Χένρυ Κίσινγκερ, που δρούσε επιφυλακτικά στην Κυπριακή κρίση λόγω και της δυσπιστίας του προς τον Μακάριο (φαινόταν να αποδέχεται το χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν ως «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου»). Την ίδια ώρα στην Ελλάδα συμβαίνει ένα από τα χαρακτηριστικά περιστατικά της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί. Ο Καραμανλής είχε καλέσει σε σύσκεψη στις 11 Αυγούστου τους αρχηγούς των Επιτελείων, αλλά λίγο νωρίτερα πληροφορείται ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα από μονάδες του Στρατού που σταθμεύουν στο λεκανοπέδιο Αττικής και ελέγχονται από τον Ιωαννίδη.
Εισερχόμενος στη σύσκεψη, ο Καραμανλής θέτει αμέσως το θέμα. Ο Φ. Γκιζίκης, που παρίστατο επίσης, βεβαιώνει ότι είχε και εκείνος τις ίδιες πληροφορίες, αλλά δεν γνώριζε περισσότερα, οι αρχηγοί όμως δηλώνουν ότι δεν είχαν καμία σχετική ένδειξη. Ο Καραμανλής απαιτεί από τους αρχηγούς να του δηλώσουν κατηγορηματικά αν ελέγχουν τις Ένοπλες Δυνάμεις και διαβεβαιώνεται μόνο από τους αρχηγούς του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Ο αρχηγός Στρατού και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων απαντούν ότι ελέγχουν μεν, αλλά υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών οι οποίοι «διατηρούν την παλαιά νοοτροπία».
Κατόπιν αυτών, ο Καραμανλής ζητά από τους αρχηγούς να εξουδετερώσουν άμεσα τα καρκινώματα ή να παραιτηθούν, θέτοντας προθεσμία τριών ωρών (μέχρι τις 2:00 μ.μ.) και αποχωρεί. Λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία, στη 1:50, λαμβάνει απάντηση ότι οι μονάδες μετακινούνται εκτός Λεκανοπεδίου εντός της ημέρας. Εν τω μεταξύ, από τις 8 Αυγούστου επαναλαμβάνονται οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, οι οποίες έπειτα από πέντε ημέρες καταλήγουν σε αδιέξοδο, δεδομένου ότι η Τουρκία απαιτούσε την άμεση δημιουργία Τουρκοκυπριακής περιοχής στη βόρεια ακτή, η οποία θα περιελάμβανε το 34 % του συνολικού εδάφους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Μπονάνος, ειδοποιεί τον Καραμανλή ότι εξαπολύθηκε μεγάλης εκτάσεως νέα Τουρκική επίθεση στην Κύπρο (καταλαμβάνεται πλέον το 40 %). Αμέσως συγκαλείται Πολεμικό Συμβούλιο στο Πεντάγωνο στο οποίο οι αρχηγοί εμφανίζονται αμήχανοι, διατυπώνοντας αμφιβολίες ή και ανυπέρβλητα εμπόδια ως προς τη δυνατότητα αποτελεσματικών επιχειρήσεων. Με δεδομένη, επομένως, την επιλογή να μην επέμβει η Ελλάδα στρατιωτικά στην Κύπρο, δεν απέμενε παρά η πολιτική οδός.
Σε δήλωσή του ο Καραμανλής αναρωτιέται «Κατά πόσον ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει λόγον υπάρξεως και ημπορεί να εκπληρώσει τον σκοπόν διά τον οποίον συνεστήθη», ενώ αμέσως μετά ακολουθεί σύντομη κυβερνητική ανακοίνωση με την οποία η Ελλάδα δηλώνει ότι αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α..ΤΟ: «Κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας να αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συμμάχων, ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι Ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από τη Συμμαχίαν του Ν.Α.Τ.Ο. Η Ελλάς θέλει παραμείνει μέλος της Συμμαχίας μόνο ως προς το πολιτικόν μέρος αυτής».
Οι ημέρες είναι δραματικές και χαρακτηρίζονται από συνεχείς διαβουλεύσεις, συνεννοήσεις με τον προεδρεύοντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλ. Κληρίδη, και έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Εκτός από τους άμεσα εμπλεκομένους, τον Χένρυ Κίσινγκερ και τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Χάρολντ Ουίλσον, ο πρωθυπουργός επικοινωνεί με τον πρόεδρο της Γαλλίας και προσωπικό του φίλο, Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, ο οποίος δηλώνει ότι ο Ελληνικός λαός μπορεί να υπολογίζει στην ενεργό υποστήριξη και φιλία της Γαλλίας, ενώ επισκέπτονται την Ελλάδα ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε, Κουρτ Βαλντχάιμ, ο υπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας, Μαξ Βαν ντερ Στουλ, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κορνέλιους Μπερκχάουερ.
Παράλληλα, ο Καραμανλής δέχεται τον Μίλος Μίνιτς, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, που μεταφέρει μήνυμα του στρατάρχη Τίτο, η Σοβιετική κυβέρνηση ζητά τη σύγκληση διεθνούς διασκέψεως στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών με τη συμμετοχή της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και των χωρών - μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Αλή Μπούτο, εκφράζει την επιθυμία να μεσολαβήσει (λόγω των καλών σχέσεων που έχει με την Τουρκία) προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία Ελλάδας και Τουρκίας.
Στο κλίμα αυτό, που εκτιμάται ως ευνοϊκό για την Ελλάδα, η κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου ζητάει επίσημα με υπόμνημα προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την άμεση επαναδραστηριοποίηση της Συμφωνίας Συνδέσεως που είχε παγώσει για περισσότερο από επτά χρόνια. Παράλληλα, στις 28 Αυγούστου ο Καραμανλής απευθύνει ταυτόσημες επιστολές προς τους πρωθυπουργούς όλων των κρατών - μελών του Ν.Α.Τ.Ο στις οποίες εξηγεί τους λόγους που υπαγόρευσαν την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας.
Στις 31 Αυγούστου ο Καραμανλής απομακρύνεται για πρώτη φορά από την Αθήνα προκειμένου να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη και να εγκαινιάσει την 39η Διεθνή Έκθεση, προβαίνοντας μάλιστα και σε δημόσια ομιλία έναντι ενθουσιώδους πλήθους που είχε συρρεύσει στο χώρο γύρω από το ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλλάς». Την επομένη ο Δημήτρης Ψαθάς θα γράψει στο χρονογράφημά του στα «Νέα»: Ήταν συνταρακτικό το τρικυμισμένο ξέσπασμα του λαού μας στη Θεσσαλονίκη -ένα ξέσπασμα χαράς, ενθουσιασμού, οργής και πίστης- που όμοιό του δεν θα μπορούσε να βρει κανείς παρά μονάχα στην πρώτη μέρα της απελευθέρωσής μας από τη Χιτλερική κατοχή.
Τέτοια ήταν η αλλοφροσύνη της φουρτουνιασμένης εκείνης ανθρωποθάλασσας ώστε με δυσκολία μπόρεσε ο κ. Καραμανλής -διακοπτόμενος σε κάθε λέξη του από ιαχές- να πει τα όσα σωστά, μετρημένα, αντρίκεια και ελπιδοφόρα είπε στον λόγο του. Παρ’ όλα αυτά και ενώ ο Καραμανλής είχε επισημάνει ότι «Έχομεν βέβαια απαλλαγεί από τη δικτατορία, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι έχομεν ήδη θεμελιώσει κατά τρόπον ασφαλή και μόνιμον τη δημοκρατίαν», το ίδιο βράδυ υπήρξαν πληροφορίες ότι είχε σχεδιασθεί απόπειρα εναντίον του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη συμπρωτεύουσα, με ταυτόχρονη εκδήλωση πραξικοπήματος στην Αθήνα. Απόπειρα που αποκαλύφθηκε και ακυρώθηκε.
Εκκαθαρίσεις με το Παρελθόν - Νομιμοποίηση του ΚΚΕ - Προετοιμασία Εκλογών
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα σε ποιο βαθμό ευσταθούσαν οι «πληροφορίες» για εκδήλωση νέου πραξικοπήματος. Παρόμοιες φήμες, άλλωστε, διεκινούντο σχεδόν καθημερινά και πάντως ήταν βέβαιο ότι μέρος του Στρατού δεν ήταν διατεθειμένο να υποχωρήσει στους πολιτικούς, ενώ τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο πρωθυπουργός ήταν ελάχιστα μπροστά σε μια στρατιωτική δομή εξουσίας, η οποία για περισσότερο από επτά χρόνια λειτουργούσε χωρίς ουσιαστικό περιορισμό ή αμφισβήτηση. Ο Καραμανλής έπρεπε να προχωρήσει με προσεκτικές, αλλά και αποφασιστικές κινήσεις.
Έτσι, στις 19 Αυγούστου συνήλθε το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (Α.Σ.Ε.Α) και αποστράτευσε τους αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων και Στρατού, Γρ. Μπονάνο και Ανδρ. Γαλατσάνο. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν ο Δ. Αρμπούζης (επανήλθε στην ενέργεια) ως αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων και στην ηγεσία του Στρατού ο Ι. Ντάβος. Με νέα συνεδρίαση του Α.Σ.Ε.Α στις 24 Αυγούστου αποστρατεύεται και ο «αόρατος» επικεφαλής της δεύτερης χούντας ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε διαθεσιμότητα από τις 2 Αυγούστου. Στις 3 Σεπτεμβρίου εκδίδεται Συντακτική Πράξη «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητας εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» και έπειτα από δύο ημέρες άλλη αντίστοιχη για τον τομέα της Δικαιοσύνης.
Στις 12 Σεπτεμβρίου απολύονται οι διορισμένοι από τη χούντα δήμαρχοι και κοινοτάρχες και το ίδιο συμβαίνει με τις διοικήσεις των Γεωργικών Συνεταιρισμών στις 24 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα (24 / 09) και ενώ ο Γ. Μαύρος επισκέπτεται επίσημα τις Η.Π.Α, η Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων με ψήφους 307 έναντι 90 αποφασίζει τη διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία μέχρις ότου σημειωθεί θετική πρόοδος στην κατεύθυνση του ειρηνικού διακανονισμού του Κυπριακού θέματος. Την προηγουμένη όμως (23 / 09) είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιηθεί η υπόσχεση του Καραμανλή, με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος με το οποίο διασφαλιζόταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ.
«Η κυβέρνησις έκρινεν ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι, ένεκεν των οποίων ετέθησαν εκτός νόμου ορισμένα κόμματα», θα δηλώσει, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός αμέσως μετά την έκδοση του Ν.Δ. 59 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων», σύμφωνα με το οποίο επιτρεπόταν «η σύσταση πολιτικών κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν», καταργώντας έτσι έπειτα από 27 χρόνια ένα από τα λεγόμενα «έκτακτα μέτρα» του Εμφυλίου, τον α.ν. 509 / 27.12.1947, ο οποίος όριζε: «Το Κομμουνιστικόν Κόμμα Ελλάδος, το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον (Ε.Α.Μ) και η Εθνική Αλληλεγγύη, προπαρασκευάσαντα και ενεργούντα την κατά της ακεραιότητος της χώρας προδοτικήν ανταρσίαν, διαλύονται».
Όλα είναι έτοιμα πλέον για να προχωρήσουν κα- νονικά οι διαδικασίες προετοιμασίας ελεύθερων και δημοκρατικών βουλευτικών εκλογών, αλλά και του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος. Με δεδομένο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ήδη ψηφίσει ομόφωνα από τις 19 Σεπτεμβρίου τον εκλογικό νόμο (ενισχυμένη αναλογική χωρίς +1) από τις 3 μέχρι και τις 9 Οκτωβρίου ετοιμάζεται όλο το απαραίτητο πλαίσιο, που όμως δεν αφορά μόνο στα των εκλογών. Προετοιμάζεται επίσης και το πλαίσιο δίωξης των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Έτσι, στις 03 / 10 εξαγγέλλεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 17 Νοεμβρίου προκειμένου να αναδειχθεί αναθεωρητική Βουλή και την ίδια ημέρα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Συντακτική Πράξη με την οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων αναφερομένων στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Την επομένη (04 / 10), εκτός από το Π.Δ. «περί ενέργειας γενικών βουλευτικών εκλογών», δημοσιεύεται και Συντακτική Πράξη με την οποία ορίζεται η διαδικασία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για τον καθορισμό της μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας.
Στις 08 / 10 συνεδριάζει για τελευταία φορά η κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις 09 / 10 σχηματίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών με αλλαγή όλου του Υπουργικού Συμβουλίου, εκτός από τους Γ. Μαύρο και Ε. Αβέρωφ προκειμένου να μην υπάρξει κενό στη διαχείριση των πιο κρίσιμων τομέων. Ενώ τρέχει όμως πλέον η προεκλογική περίοδος, στις 23 / 10 συλλαμβάνονται και εκτοπίζονται στην Κέα οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος, Ι. Λαδάς και Μ. Ρουφογάλης.
Ο ίδιος ο Καραμανλής θα γράψει αργότερα σε ιδιόχειρο σημείωμά του, που περιέλαβε στο «Αρχείο» του, ότι οι παραπάνω «Συνωμοτούσαν να ματαιώσουν τις εκλογές προκαλώντας επεισόδια στον Έβρο και την Αθήνα», αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα ακόμα περιστατικό που δεν είχε γίνει γνωστό: «Στις 2 Οκτωβρίου απετράπη με ειδικά μέτρα και με τη βοήθεια του στρατηγού Γκιζίκη η σύλληψή μου που εσχεδίαζαν 30 χουντικοί αξιωματικοί». Όλα αυτά τα περιστατικά όμως έδιναν τελικά μια «μοναδικότητα» στο χαρακτήρα της Ελληνικής «μετάβασης», σε αντίθεση με άλλες χώρες που εξήλθαν επίσης από πολύχρονες δικτατορίες, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
15 χρόνια αργότερα, όπως επισημαίνει πρόσφατα ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, τονίζοντας ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, «η δημοκρατική Ελλάδα τόλμησε να ''αναμετρηθεί'' με το αυταρχικό παρελθόν της». Το περιστατικό, μάλιστα, της 11ης Αυγούστου, που αναφέρθηκε νωρίτερα και προκάλεσε τη διένεξη του πρωθυπουργού με τους Μπονάνο και Γαλατσάνο, δεν ήταν μόνο χαρακτηριστικό των δύσκολων σχέσεων μεταξύ παλαιού και νέου καθεστώτος, αλλά και εκείνο από το οποίο προήλθε το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» που έμεινε στην Ιστορία και χωρίς αμφιβολία έδωσε τον τόνο των επικείμενων εκλογών.
Όπως αναφέρει ο Στ. Ψυχάρης από το ρεπορτάζ εκείνων των ημερών και παρατίθεται σε ειδική ιστορική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα», «Όσο μιλούσε ο στρατηγός Μπονάνος τόσο ''άναβε'' ο Κ. Καραμανλής. Και όταν τελείωσε ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ο πρωθυπουργός οργισμένος -και είναι γνωστό πώς οργίζεται ο Κ. Καραμανλής- είπε με φωνή που ακούσθηκε και στο πλαϊνό γραφείο: ''Αυτό που σας είπα (να εκκενωθεί αμέσως το Λεκανοπέδιο από όλες τις μονάδες και τα τανκς) αποτελεί διαταγήν! Και εννοώ να εκτελεσθεί αμέσως. Τα τελευταία τμήματα πρέπει να έχουν φύγει από την Αττική μέχρι αύριο το πρωί, το αργότερον''.
Ύστερα από αυτή την έκρηξη Καραμανλή, ο στρατηγός Μπονάνος (και οι άλλοι στρατηγοί παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν) είπε ότι η μεταφορά όλων των μονάδων κρούσεως εκτός Αττικής παρουσίαζε πολλές και διάφορες δυσκολίες. Και άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορούσε να προβλέψει και να ελέγξει τις ενδεχόμενες αντιδράσεις μερικών ''θερμόαιμων'' μικρών αξιωματικών. Ή τα τανκς ή εγώ!, είπε ο Κ. Καραμανλής, του οποίου η οργή ήταν φανερό ότι συνεχώς μεγάλωνε».
Εκλογές 17 / 11 / 1974
Ο Καραμανλής εξήγγειλε επίσημα την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας στις 29 Σεπτεμβρίου, με τη χαρακτηριστική δήλωση ότι η νέα παράταξη «Συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μια Νέα Δημοκρατία». Είχε προηγηθεί η ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ με το κεί-μενο διακήρυξης της «3ης Σεπτέμβρη» που ανακοίνωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το νέο κόμμα στελεχώνεται τόσο από μέλη του αντιστασιακού Π.Α.Κ όσο και άλλων αντίστοιχων οργανώσεων που είχαν δράσει επί δικτατορίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ στις 10 Οκτωβρίου ανακοινώνεται η ενοποίηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ και με την Αντιστασιακή Δημοκρατική Άμυνα, που εκπροσωπεί στη σχετική εκδήλωση ο Σ. Καράγιωργας. Με δεδομένο ότι ο Α. Παπανδρέου αποφάσισε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου στην οποία είχε ηγηθεί ο πατέρας του Γ. Παπανδρέου, σε συνέλευση όπου παρευρίσκονται 84 πρώην βουλευτές της στις 20 Σεπτεμβρίου αποφασίζεται η κάθοδος στις εκλογές και εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος ο Γ. Μαύρος.
Μία εβδομάδα αργότερα (27 / 09) δημοσιεύεται η διακήρυξη των Νέων Πολιτικών Δυνάμεων, πολιτικού σχήματος που συγκροτείται από πρόσωπα γνωστά για την αντιστασιακή τους δράση, αρκετά από τα οποία μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Ι. Πεσμαζόγλου, Γ. Α. Μαγκάκης, Κ. Αλαβάνος, Δ. Τσάτσος, Χ. Πρωτοπαππάς, Β. Τσουδερού, Α. Πεπονής, Γ. Κουμάντος κ.ά.) και στις 7 Οκτωβρίου αποφασίζεται σε κοινή σύσκεψη με την Ένωση Κέντρου η συγκρότηση ενιαίου κομματικού σχήματος με την επωνυμία Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις, του οποίου θα ηγείται ο Γ. Μαύρος.
Την επόμενη ημέρα (08 / 10) αναγγέλλεται και η κάθοδος στις εκλογές της Ενωμένης Αριστεράς, που προέρχεται από τη συνεργασία του Κ.Κ.Ε, του Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και της Ε.Δ.Α. Η εκλογική αυτή συμπαράταξη διευθύνεται από δεκαμελή διοικούσα επιτροπή στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Ηλίας Ηλιού (επικεφαλής του σχήματος και εκπρόσωπος της Ε.Δ.Α), ο Χαρίλαος Φλωράκης του Κ.Κ.Ε και ο Λεωνίδας Κύρκος του Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι η Ε.Δ.Α παίζει στην ουσία ρόλου συνδετικού κρίκου, δεδομένου ότι το Κ.Κ.Ε δεν συμμάχησε επίσημα με το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού, αλλά μόνο με την Ε.Δ.Α, η οποία όμως είχε συμπράξει με το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού.
Στον κατάλογο, τέλος, των κομμάτων που μετείχαν στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, θα πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Δημοκρατική Ένωσις, η οποία εκπροσώπησε ουσιαστικά το προηγούμενο καθεστώς, με επικεφαλής όμως τον αμφιλεγόμενο Π. Γαρουφαλιά, που είχε αποτελέσει τον Ιούλιο του 1965 την αφορμή της σοβαρής διένεξης του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι. Ο εκλογικός νόμος που θα εφαρμοζόταν συζητήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο της 19ης Σεπτεμβρίου και, όπως ήταν λογικό, η βασική επιλογή που υπήρχε ήταν η επαναφορά του Β.Δ. 592 / 1963 με το οποίο είχαν διεξαχθεί οι τελευταίες εκλογές του 1963 και του 1964.
Πράγματι, αυτό αποφασίζεται, με δύο όμως αλλαγές και μία καινοτομία. Οι αλλαγές ήταν:
α) Η χρήση του καθαρού εκλογικού μέτρου (χωρίς τη ρήτρα +1), όπως ίσχυε στις πρώτες εφαρμογές της «ενισχυμένης αναλογικής» το 1951 και το 1958 και
β) Η αναβίβαση από το 15 % στο 17 % του ορίου συμμετοχής των αυτοτελών κομμάτων στη β’ κατανομή (το όριο για συνασπισμούς δύο κομμάτων παρέμενε στο 25 % και περισσότερων από δύο κόμματα στο 30 %).
Η καινοτομία ήταν η πρόβλεψη για χωριστή εκλογή 12 βουλευτών από τους 300 με λίστες που θα κατέθεταν τα κόμματα χωρίς να χρειάζεται σταυρός προτίμησης. Πρόκειται, φυσικά, για την εισαγωγή του θεσμού των «Βουλευτών Επικρατείας», ο οποίος τηρείται έκτοτε απαρέγκλιτα. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ουσιώδης διαφορά της «απλής αναλογικής» από την «ενισχυμένη αναλογική» στην ελληνική εκλογική παράδοση βρίσκεται στις ψήφους που καταμετρώνται μετά την α' κατανομή.
Στην «απλή αναλογική» μεταβιβάζονται στις δευτεροβάθμιες περιφέρειες (τότε ήταν 9) τα υπόλοιπα των ψήφων, ενώ στην «ενισχυμένη» εκδοχή υπολογίζονται όλες οι ψήφοι και αυτοί που είχαν ήδη αποδώσει έδρες στην α' κατανομή, με αποτέλεσμα να πριμοδοτούνται τα ισχυρότερα κόμματα, αλλά και να καθίστανται σχεδόν περιττοί οι φραγμοί εισόδου στη β' κατανομή. Η αρχική, πάντως, α' κατανομή διεξάγεται σε κάθε περίπτωση στις εκλογικές περιφέρειες της χώρας με σκοπό να κατανεμηθούν έδρες σύμφωνα με την κάλυψη του εκλογικού μέτρου. Επομένως, η ρήτρα +1 παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους, ανάλογα με το εκλογικό σύστημα.
Στην απλή αναλογική, καθώς μειώνεται το εκλογικό μέτρο, βοηθά τα ισχυρότερα κόμματα. Στην «ενισχυμένη», όμως, με το +1 τα μικρότερα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να εκλέξουν παραπάνω βουλευτές στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, το μόνο ουσιαστικά στο οποίο θα κερδίσουν τις έδρες τους. Σημειώνεται ότι οι πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες της χώρας είναι πλέον 56 (από 55 στις τελευταίες εκλογές του 1964) λόγω της απόσπασης της επαρχίας Γρεβενών από το Νομό Κοζάνης και της δημιουργίας χωριστού νομού. Παράλληλα, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του πληθυσμού, υπάρχουν πλέον τρεις μονοεδρικές περιφέρειες (Ζάκυνθος, Καστοριά και Λευκάδα, που ήταν μόνη μονοεδρική από το 1958).
Έτσι, η απουσία της ρήτρας +1, με το 54,37 % που συγκέντρωσε στις εκλογές η Νέα Δημοκρατία (το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία των Ελληνικών εκλογών που έχουν διεξαχθεί χωρίς αποχή κάποιων κομμάτων) εξασφάλιζε μια υπερπριμοδότηση 220 βουλευτών. Αν είχε διατηρηθεί η ρήτρα, θα είχε και πάλι πολύ υψηλό αριθμό 209 βουλευτών, στην υποθετική κατανομή εδρών που θα υπήρχε αν είχαν εφαρμοστεί οι εκλογικοί νόμοι που ακολούθησαν το 1977 και αργότερα (επί ΠΑ.ΣΟ.Κ) το 1985.
Β. 2η Κυβέρνηση Καραμανλή: 21 / 11 / 1974 - 28 / 11 / 1977
Δημοψήφισμα και Προετοιμασία Συντάγματος
Στις 21 Νοεμβρίου ορκίζεται η πρώτη «αμιγής» κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με 33 πρόσωπα, 17 υπουργοί και 16 υφυπουργοί, από τα οποία 13 μετείχαν και στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Οι Γ. Ράλλης, Ευ. Αβέρωφ, Σ. Γκίκας, Κ. Λάσκαρης διατήρησαν τα υπουργεία τους και ο Χρ. Στράτος ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ τέσσερις υφυπουργοί αναβιβάζονται σε υπουργούς: ο Δ. Μπίτσιος παραμένοντας στο Εξωτερικών, ο Κ. Στεφανόπουλος Εσωτερικών, ο Ευ. Δεβλέτογλου Οικονομικών και ο Ι. Μπούτος Εμπορίου. Ο Ι. Βαρβιτσιώτης μετατέθηκε ως υφυπουργός από το Εσωτερικών στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ οι Π. Λαμπρίας, Γ. Λιανόπουλος, Ι. Κατσαδήμας διατήρησαν τις θέσεις που κατείχαν ως υφυπουργοί.
Ο Π. Ζέππος επίσης, που είχε τοποθετηθεί υπουργός Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών, ανέλαβε υπουργός Παιδείας, ενώ νέα πρόσωπα στην κυβέρνηση σε θέση υπουργού είναι οι: Παναγιώτης Παπαληγούρας (Συντονισμού και Προγραμματισμού), Κωνσταντίνος Τρυπάνης (Πολιτισμού και Επιστημών), Ιπποκράτης Ιορδάνογλου (Γεωργίας), Κωνσταντίνος Κονοφάγος (Βιομηχανίας), Γεώργιος Βογιατζής (Μεταφορών και Επικοινωνιών), Αλέξανδρος Παπαδόγγονας (Εμπορικής Ναυτιλίας), Κωνσταντίνος Στεφανάκης (Δικαιοσύνης), Βασίλειος Δερδεμέζης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Νικόλαος Μάρτης (Βορείου Ελλάδος).
Την επόμενη ημέρα συνέρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου ο Καραμανλής θέτει τα τέσσερα βασικά προβλήματα που η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει:
α) Εκσυγχρονισμός των θεσμών της χώρας και δημιουργία δημοκρατικού κλίματος.
β) Αντιμετώπιση του Κυπριακού και γενικότερα της Τουρκικής επιθετικότητας.
γ) Ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα καταρρεύσεως.
δ) Εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Την επόμενη εβδομάδα (στις 28 Νοεμβρίου) η Ελλάδα επανέρχεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης έπειτα από πενταετή απουσία και στην ίδια διάσκεψη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γίνεται δεκτός ως μόνος εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να απουσιάσει από τη συνεδρίαση ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών. Ο Μακάριος θα επιστρέψει στην Κύπρο αναλαμβάνοντας και πάλι τα καθήκοντά του στις 6 Δεκεμβρίου, ενώ στις 2 Δεκεμβρίου είχε συνέλθει για πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και το Συμβούλιο Συνδέσεως Ελλάδος - Ε.Ο.Κ.
Παράλληλα, εν αναμονή του δημοψηφίσματος που έχει οριστεί για τις 8 Δεκεμβρίου καθορίζονται οι διαδικασίες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα ανάμεσα στους εκπροσώπους της φιλοβασιλικής παρατάξεως και τους οπαδούς της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται δύο φορές στην τηλεόραση, στην έναρξη και το τέλος της εκστρατείας (στις 26 / 11 και τις 06 / 12), χωρίς όμως να έχει καμία επίσημη πολιτική υποστήριξη, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία δεν παίρνει επίσημη θέση, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης τοποθετούνται κατά της βασιλείας.
Τα έγκυρα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος ήταν 4.690.986 (περίπου 218 χιλιάδες λιγότερα από τις βουλευτικές εκλογές), εκ των οποίων 3.245.111 (69,2 %) δόθηκαν υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και 1.445.875 (30,8 %) υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Τα ποσοστά δηλαδή ήταν σχεδόν ταυτόσημα με αυτά του δημοψηφίσματος της 13ης Απριλίου 1924 (69,9 % προς 30,1 %), αλλά και περίπου ακριβώς αντίθετα από εκείνα του τελευταίου δημοψηφίσματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 (68,4 % είχαν ψηφίσει υπέρ του Γεωργίου Β' και 31,6 % κατά).
Το ίδιο βράδυ ο Καραμανλής θα δηλώσει:
«Το Πολιτειακό υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενον οξυτάτων κομματικών ανταγωνισμών, που έβλαψαν τα συμφέροντα του έθνους. Αι δε πολιτειακαί μεταβολαί εγένοντο συνήθως πραξικοπηματικώς και πάντοτε υπό υλικήν ή ψυχολογικήν βίαν. Και δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους το πρόβλημα αυτό παρέμεινεν άλυτο επί 60 χρόνια και συνεδέθη με τις πιο δραματικές εθνικές κρίσεις του τόπου μας. Ήδη το δημοψήφισμα διεξήχθη. Και διεξήχθη κατά τρόπον άψογον. Ο λαός απεφάνθη για πρώτη φορά ελεύθερος και ανεπηρέαστος επί του κρισίμου αυτού θέματος. Η απόφασίς του πρέπει να γίνει ανεπιφυλάκτως σεβαστή από όλους τους Έλληνας. Και πρέπει να αναγνωρίσουν όλοι ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».
Την επομένη του δημοψηφίσματος κηρύσσεται η έναρξη των εργασιών της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής με Πρόεδρο τον Κ. Παπακωνσταντίνου (υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας) και στις προγραμματικές δηλώσεις (11 / 12) ο Καραμανλής θέτει ως επόμενο μεγάλο στόχο την αναθεώρηση του Συντάγματος, συνδέοντας μάλιστα το θέμα και με την προσωπική του διαδρομή λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο ομιλών υπεστήριξε από 15ετίας την ανάγκην αναθεωρήσεως του αναχρονιστικού μας Συντάγματος. Και αν οι προσπάθειές του δεν είχαν προσκόψει σε πείσμονας αντιδράσεις, θα είχεν, ίσως, αποτραπεί η κατάρρευσις της δημοκρατίας».
Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, τονίζοντας ότι η πολιτική της Ελλάδας ως προς τον έξω κόσμο προσδιορίζεται από τη γεωπολιτική της θέση, ο Καραμανλής θα αναφέρει ότι «γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν». Ο Α. Παπανδρέου θα απαντήσει κατά τη δική του αγόρευση λέγοντας ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Πρόκειται για έναν έμμεσο «διάλογο» που έμεινε στην Ιστορία, αποτυπώνοντας από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση της Βουλής την αντιπαράθεση Καραμανλή - Παπανδρέου που θα χαρακτηρίσει όλη την περίοδο μέχρι το 1980.
Επόμενο βήμα είναι η εκλογή προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος. Μετά την άρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο Καραμανλής προτείνει τον Μ. Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της Ν.Δ. και ήταν πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας διωχθείς από τη δικτατορία. Η Βουλή επικυρώνει στις 17 Δεκεμβρίου με 206 ψήφους έναντι 291 που ψήφισαν. Αμέσως μετά έρχεται η ώρα της προετοιμασίας για την κατάρτιση του Συντάγματος. Στις 23 Δεκεμβρίου παρουσιάζεται σχέδιο Συντάγματος στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εγκρίνεται και κατατίθεται στη Βουλή.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όμως αντιδρούν έντονα, κυρίως λόγω των «υπερβολικών εξουσιών» που παραχωρούνται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως σχολίασε η Ε.Κ. - Ν.Δ., ενώ ο Α. Παπανδρέου μιλάει για δημιουργία απολυταρχικού πολιτεύματος με κοινοβουλευτικό μανδύα. Έτσι, με την είσοδο του νέου χρόνου, στις 7 Ιανουαρίου 1975 κατατίθεται στη Βουλή τροποποιημένο σχέδιο Συντάγματος που λάμβανε υπόψη ορισμένες παρατηρήσεις της αντιπολίτευσης που άπτονταν όμως άλλων θεμάτων και όχι των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το νέο σχέδιο μπαίνει στο πρόγραμμα των συζητήσεων, ενώ, αμέσως μετά, ιδιαίτερα σημαντική είναι η απόφαση που λαμβάνεται στις 14 Ιανουαρίου 1975, όταν με ψήφισμα της Βουλής χαρακτηρίζεται ως «πραξικόπημα» η κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 ανοίγοντας οριστικά το δρόμο για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων και στελεχών της δικτατορίας. Την ίδια εποχή, στο περιβάλλον «παγκόσμιας οικονομικής κρίσης» που έχει αρχίσει να γενικεύεται (με απαρχή την ενεργειακή κρίση του 1973), οι «New York Times» δημοσιεύουν στις 27 Ιανουαρίου τις απόψεις 50 αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και του Καραμανλή.
Ο οποίος τονίζει ότι, παρά την απειλούμενη κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, ο ίδιος δεν ήταν απαισιόδοξος, με το επιχείρημα ότι: «Οι εθνικοί ηγέτες, σχεδόν παντού, έχουν βαθειά συνείδηση της αλληλεξαρτήσεως της αναπτύξεως σε διάφορες χώρες. Είναι, πράγματι, πολύ ενθαρρυντικό ότι όλες οι χώρες απέφευγαν να πάρουν μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικούς αντικτύπους σε άλλα μέλη της διεθνούς κοινότητος».
Την ίδια ημέρα και θα έλεγε κανείς στο ίδιο πνεύμα «απαιτούμενης συνεργασίας», ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Άγκυρα, Δ. Κοσμαδόπουλος, επιδίδει ρηματική διακοίνωση με την οποία η Αθήνα προτείνει την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η Τουρκία, όμως, που ταλανίζεται εν τω μεταξύ από κυβερνητική αστάθεια, απορρίπτει την πρόταση με την προκλητική δήλωση του πρωθυπουργού εκείνης της εποχής, Σ. Ιρμάκ, ότι θα αποδεχόταν την Ελληνική πρόταση, αν και η Ελλάδα αποδεχόταν ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου ήταν προέκταση της Ανατολίας.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελληνοκυπριακή πλευρά διατυπώνει στις 9 Φεβρουαρίου επίσημη πρόταση και για το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως δικοινοτικού, πολυπεριφερειακού ομοσπονδιακού κράτους με κεντρική κυβέρνηση που θα έχει ουσιαστικές εξουσίες. Προβλέπεται επίσης ότι θα διοικούνται από Τουρκοκυπρίους τόσο η περιοχή στον Βορρά που εκτείνεται στις δύο πλευρές του άξονα Λευκωσία - Κυρήνεια προς τη θάλασσα όσο και άλλες περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένα Τουρκοκυπριακά χωριά, με τον περιορισμό όμως ότι η συνολική έκταση της Τουρκοκυπριακής διοίκησης θα ανταποκρίνεται κατά προσέγγιση στην υφιστάμενη αναλογία του Ελληνικού και του Τουρκικού πληθυσμού στο νησί.
Η «απάντηση» της Τουρκίας εκδηλώνεται στις 13 Φεβρουαρίου με την ανακήρυξη της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου ως ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού κράτους. Έτσι, ενώ ο Φεβρουάριος του 1975 προχωρά με οξυμμένα τα οικονομικά ζητήματα και τις Ελληνο- Τουρκικές σχέσεις, στις 24 / 02 εξαρθρώνεται συνωμοτική κίνηση στελεχών του Στρατού που έμεινε γνωστή ως «πραξικόπημα της πιτζάμας». Συλλαμβάνονται συνολικά 37 αξιωματικοί, εν ενεργεία, σε διαθεσιμότητα ή απόστρατοι, και ο Καραμανλής ενημερώνει επίσημα τους πολίτες στις 25 / 02 λέγοντας επιγραμματικά:
«Αφρονες κινήσεις εις τον Στρατόν μερικών νοσταλγών της τυραννίας επεσημάνθησαν χθες εγκαίρως. Και επατάχθησαν αμέσως με την επιβαλλομένην αυστηρότητα. Αι διεξαγόμεναι ανακρίσεις θα αποκαλύψουν όλας τα πτυχάς του ανοήτου εγχειρήματος». Η εκκαθάριση με το χουντικό παρελθόν θα ολοκληρωθεί μέσα στην ίδια χρονιά (η λεγόμενη δίκη των πρωταιτίων στις 23 Αυγούστου και όλες οι άλλες σχετικές δίκες μέχρι 31 Δεκεμβρίου), όπως φυσικά και η ψήφιση του Συντάγματος. Τα οικονομικά θέματα, όμως, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα η εξωτερική πολιτική της χώρας θα αποτελέσουν τα βασικά θέματα της πρώτης εκλεγμένης μεταδιδακτορικής κυβέρνησης σε όλη την επόμενη περίοδό της.
Δημοτικές Εκλογές
Σημαντικός σταθμός, ωστόσο, είναι και η διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών στις 30 Μαρτίου και μετά μία εβδομάδα, στις 6 Απριλίου, ο δεύτερος γύρος όπου χρειάζεται. Ο Καραμανλής δείχνει μάλλον διάθεση αποστασιοποίησης από την πολιτική διάσταση των εκλογών αυτών. Όχι μόνο δεν υποδεικνύει επίσημα υποψηφίους που στηρίζει η κυβέρνηση, αλλά και με τον εκλογικού νόμο που επιλέγει (και έχει ψηφίσει η Βουλή από τις 13 Φεβρουαρίου) δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνασπιστούν εναντίον των άτυπων κυβερνητικών υποψηφίων.
Χωρίς να πρωτοτυπήσει, επαναφέρει ουσιαστικά το νόμο του 1954 (με ορισμένες τροποποιήσεις), που επιτρέπει μόνο σε δύο συνδυασμούς να εκπροσωπηθούν στα δημοτικά και τα κοινοτικά συμβούλια. Με κριτήριο την απλή σχετική πλειοψηφία στους πληθυσμούς κάτω των 5 χιλιάδων κατοίκων και την απόλυτη πλειοψηφία του 50 % (με δεύτερο γύρο εφόσον χρειάζεται) στους μεγαλύτερους πληθυσμούς, αναδεικνύεται ο «επιτυχών» συνδυασμός που καταλαμβάνει τα 2/3 των εδρών, ενώ ο δεύτερος σε ψήφους συνδυασμός καταλαμβάνει το 1/3. Οι βασικές διαφορές με το 1954 είναι ότι τότε:
α) Κριτήριο για τη διεξαγωγή δεύτερου γύρου ήταν το 40 % και
β) Η αναλογία με την οποία μοιράζονταν οι έδρες ανάμεσα στον «επιτυχόντα» και τον «επιλαχόντα» συνδυασμό ήταν 3/4 προς 1/4.
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαφορές, η κεντρική λογική των συγκεκριμένων διατάξεων ουσιαστικά δίνει κίνητρο στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνεργαστούν, όπως πράγματι έγινε κατά περίπτωση, και τελικά να επικρατήσουν στους περισσότερους δήμους, όπως και στους τρεις μεγαλύτερους. Στην Αθήνα εκλέγεται ο Γ. Παπαθεοδώρου από τον πρώτο γύρο με 53,4 % έναντι 37,7 % που συγκέντρωσε ο Γ. Πλυτάς (δήμαρχος της Αθήνας ως υποψήφιος της Ε.Ρ.Ε πριν από τη δικτατορία), στη Θεσσαλονίκη επιτυγχάνει στο δεύτερο γύρο ο Μ. Παπαδόπουλος, που είχε υποστηριχθεί από τα δύο κομμουνιστικά κόμματα.
Ενώ στον Πειραιά ο θεωρούμενος ως υποψήφιος της Ν.Δ. δεν μπαίνει καν στο δεύτερο γύρο στον οποίο επικρατεί ο Τ. Βουλοδήμος με 71,7 % έχοντας υποστήριξη από την Ε.Κ. - Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ και το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Ο Καραμανλής γνώριζε, βέβαια, ότι αντίστοιχα αποτελέσματα είχαν υπάρξει και στην πρώτη εφαρμογή του νόμου του 1954 (με τη σαφή επικράτηση των τότε υποψηφίων της αντιπολίτευσης απέναντι στη θεωρητικά πανίσχυρη κυβέρνηση Παπάγου), όπως γνώριζε φυσικά και το «αντίδοτο της αναλογικής» χωρίς δεύτερο γύρο, που ο ίδιος είχε εφαρμόσει στις δημοτικές εκλογές του 1959 και είχε βοηθήσει τους υποψηφίους της Ε.Ρ.Ε να επικρατήσουν σε μεγάλο βαθμό.
Ενδεχομένως όμως είχε υποτιμήσει τη δυνατότητα συνεργασίας της αντιπολίτευσης στη συγκυρία του 1975, αλλά, σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι προτιμούσε το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα που απέδιδε δημάρχους με ισχυρή πλειοψηφία και εκτελεστική άνεση. Δεν πρέπει να αγνοείται, άλλωστε, ότι η λογική του «ισχυρού δημάρχου» έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα στους νεότερους σχετικούς εκλογικούς νόμους που απλώς έχουν επιφέρει ορισμένα πιο αναλογικά χαρακτηριστικά στη βασική λογική όμως του νόμου που ψηφίστηκε το 1975.
Το Σύνταγμα
Η εκτεταμένη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις δημοτικές εκλογές οφειλόταν προφανώς και στην επίκαιρη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που έβρισκε καθολικά αντίθετη την αντιπολίτευση στο προτεινόμενο σχέδιο. Οι τροποποιήσεις, άλλωστε, που κατατέθηκαν στις 7 Ιανουαρίου αφορούσαν, κυρίως, στην απόσυρση της πρόβλεψης πενταετούς βουλευτικής θητείας (παρέμενε η τετραετία), στην ηλικία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος (που έμενε ανοιχτή στη συζήτηση για επέκταση στις ηλικίες 18 - 21 ετών) και την ενίσχυση της αυτoτέλειας των Α.Ε.Ι.
Παρά την ικανοποίηση όμως της αντιπολίτευσης για τις μεταβολές αυτές, παρέμενε η σημαντική διαφωνία για τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Την παραμονή, μάλιστα, του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών (28 / 03) στην ειδική συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών που διεξάγεται στη Βουλή ο Γ. Μαύρος υπαινίσσεται ότι οι προτεινόμενες εξουσίες του Προέδρου σε συνδυασμό με την πολύ υψηλή απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή (2/3), που υπήρχε όμως στην τρέχουσα Βουλή, «φωτογράφιζαν» ουσιαστικά τον ίδιο τον Καραμανλή.
Αλλά και ο Α. Παπανδρέου ανέφερε ότι οι εξουσίες του Προέδρου νοθεύουν τη λαϊκή κυριαρχία, τονίζοντας ότι η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας που επικαλείται ο πρωθυπουργός είναι μεν φαινόμενο γενικότερο σε όλη την Ευρώπη, αποτελεί όμως μηχανισμό όχι περιορισμού αλλά επέκτασης των μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων. Η «λελογισμένη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας», όπως συνήθως το διατύπωνε ο Καραμανλής, πράγματι ήταν, κατά τη γνώμη του, βασική και απαραίτητη κατεύθυνση του νέου Συντάγματος, αναφέροντας όμως ως επιχείρημα ότι οι εξουσίες του Προέδρου όχι μόνο δεν είναι υπερβολικές αλλά, αντίθετα, είναι περιορισμένες σε σχέση με τις εξουσίες του βασιλέως στο Σύνταγμα του 1952.
Πάντως και από την πλευρά της Αριστεράς, ο Η. Ηλιού καταφέρθηκε κατά των εξουσιών του προέδρου χαρακτηρίζοντας το σχέδιο αυταρχικό, σημειώνοντας όμως ότι υπήρχαν και θετικά στοιχεία. Πράγματι, όταν στις 21 Μαΐου οι εργασίες τις Βουλής μπαίνουν στο τελικό στάδιο ψήφισης του Συντάγματος και η αντιπολίτευση αποφασίζει να αποχωρήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την «αδιαλλαξία της πλειοψηφίας» στο θέμα των εξουσιών του Προέδρου, η κυβέρνηση απαντά ότι στα περισσότερα από τα υπόλοιπα θέματα δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις που κατέθεσε η αντιπολίτευση και σε σύνολο 112 άρθρων περισσότερα από 100 ψηφίστηκαν με εποικοδομητικό διάλογο.
Αλλά και ότι, ακόμα και στα επίμαχα άρθρα του προεδρικού αξιώματος, δέχτηκε τροποποιήσεις, όπως τον περιορισμό σε 3/5 (αντί των 2/3) ως απαιτούμενη πλειοψηφία για την τελική εκλογή του προέδρου. Ομολογουμένως, οι ακραίοι χαρακτηρισμοί και η ένταση αδικούσαν το επίπεδο των συζητήσεων που είχαν διεξαχθεί, αλλά και το γεγονός ότι η κυβέρνηση, παρά την ασυνήθιστα μεγάλη πλειοψηφία που διέθετε, συζήτησε δημιουργικά με την αντιπολίτευση, υιοθέτησε προτάσεις της και ουσιαστικά, όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό συναίνεση που ποτέ όμως δεν ομολογήθηκε, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα άρθρα (4 - 25) για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που εγκρίθηκαν περίπου ομόφωνα.
Την απάλειψη της αρμοδιότητας του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απαγορεύει τα «ανατρεπτικά» πολιτικά κόμματα, την ψήφιση του άρθρου 106 που προβλέπει τον προγραμματισμό και το συντονισμό της οικονομίας από το κράτος, όπως και την υπό όρους «εθνικοποίηση» επιχειρήσεων που υπαγόρευαν ουσιαστικά ένα «κοινωνικοοικονομικά ''ανοιχτό'' Σύνταγμα». Ακόμα και το άρθρο 16, που εκφράζει δυσπιστία για την ιδιωτική εκπαίδευση με «ανελεύθερες διατάξεις», όπως προσθέτει ο ίδιος, χωρίς όμως να υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα σε κάθε περίπτωση έκανε το 1975 τη «συνταγματική επανάσταση» που οι άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν κάνει 30 χρόνια νωρίτερα και εύλογα.
Επομένως, υπήρχε ουσιαστικά ευρεία συναίνεση, εκτός φυσικά από τις διατάξεις του προεδρικού αξιώματος. Οι διατάξεις αυτές ψηφίστηκαν τελικά μαζί με το υπόλοιπο Σύνταγμα στις 7 Ιουνίου από 208 παρόντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας (η αντιπολίτευση απείχε από τη διαδικασία) αλλά, χωρίς να εφαρμοστούν ποτέ, καταργήθηκαν τελικά έπειτα από 11 χρόνια στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986. Στις 20 Ιουνίου 1975, πάντως, ο «εμπνευστής» του Συντάγματος και πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής, Κων/νος Τσάτσος, ορκίζεται επίσημα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχοντας λάβει 210 ψήφους από 295 παρόντες βουλευτές.
Με αντίπαλη υποψηφιότητα, μάλιστα, του Π. Κανελλόπουλου, που ψηφίστηκε από την Ε.Κ.-Ν.Δ., την Ε.Δ.Α και το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού. Έτσι, όταν στις 24 Ιουλίου θα εορταστεί στο χώρο της Πνύκας η πρώτη επέτειος της «αποκαταστάσεως της δημοκρατίας», όπως συνηθίστηκε να λέγεται, πράγματι είχε μόλις ολοκληρωθεί η αποκατάσταση, σε λειτουργία, δημοκρατικών θεσμών, αν και απέμενε ένα ακόμα θέμα, που ρυθμίζεται τελικά στις 13 Νοεμβρίου 1975. Η επίσημη κατάργηση του λεγόμενου «παρασυντάγματος», των πράξεων δηλαδή που είχαν υιοθετηθεί στην περίοδο του Εμφυλίου και με ψήφισμα της 29ης Απριλίου 1952 διατηρούσαν την ισχύ τους παράλληλα με το Σύνταγμα.
Διεθνείς Σχέσεις
Η οικονομική κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τις πληθωριστικές πιέσεις και τη διεθνή οικονομική ύφεση, αποτελεί το κύριο θέμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής και είναι χαρακτηριστική η απόφαση που λαμβάνεται τον Μάρτιο 1975 για αποδέσμευση της δραχμής από το δολάριο ύστερα από τριάντα χρόνια μονομερούς προσδέσεως. Έτσι, οι αυξήσεις που ανακοινώθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου, κατά 10 % των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου και 15 % κατά μέσο όρο των συντάξεων του Ι.Κ.Α, ουσιαστικά δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό, ενώ προβλέπεται παράλληλα και σημαντική αύξηση της φορολογίας στα ανώτερα εισοδήματα.
Ο Καραμανλής θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «Το 1975 δεν επιτρέπεται να είναι έτος παροχών. Θα είναι έτος λιτότητος και, για τους ευπορωτέρους, έτος θυσιών. Δεν είμαι διατεθειμένος να ενδώσω εις την πολιτικήν των ακαλύπτων παροχών και να υπονομεύσω, διά του πληθωρισμού που πλήττει τας λαϊκάς κυρίως τάξεις, το οικονομικό μέλλον της χώρας». Κύριο βάρος όμως της δραστηριότητας της κυβέρνησης πέφτει και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας ξεκινώντας από τον Μάρτιο με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Δ. Μπίτσιου στην Αίγυπτο και τον Λίβανο εγκαινιάζοντας άνοιγμα της Ελλάδας στον Αραβικό κόσμο.
Ο Καραμανλής, αφού επισκέπτεται τον Απρίλιο τη Γαλλία και τη Γερμανία, τους επόμενους δύο μήνες πραγματοποιεί διαδοχικές επισκέψεις στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, κάνοντας άνοιγμα και στις γειτονικές Βαλκανικές χώρες. Στα τέλη Μαΐου μετέχει στη Σύνοδο Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο στις Βρυξέλλες, όπου συναντάται με τον πρόεδρο των Η.Π.Α και το νέο πρωθυπουργό της Τουρκίας, Σ. Ντεμιρέλ, επιτυγχάνοντας μάλιστα να συμπεριληφθεί στο σχετικό ανακοινωθέν σαφής αναφορά στην επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων και για το θέμα της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Τελικά, βεβαίως, ύστερα από λίγο η Τουρκική κυβέρνηση με διάφορα προσχήματα υπαναχωρεί. Στα τέλη Ιουλίου ο πρωθυπουργός μετέχει στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που συγκαλείται στο Ελσίνκι με τη συμμετοχή 35 ηγετών από τη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου υπογράφεται απ’ όλους η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που επιβεβαιώνει: την κυρίαρχη ισότητα των κρατών, την αποφυγή χρήσης ή απειλής βίας, το απαραβίαστο των συνόρων και την προστασία των μειονοτήτων.
Σε «δυναμική» ομιλία που εκφωνεί στις 30 / 07 ο Καραμανλής θέτει το θέμα της Κύπρου και τονίζει ότι οι αρχές που καθιερώνει η Τελική Πράξη ικανοποιούν μεν την επιθυμία για ειρήνη και συνεργασία, αλλά θα την ικανοποιούσαν περισσότερο αν παράλληλα είχαν προβλεφθεί και οι δέουσες κυρώσεις για την περίπτωση παραβιάσεώς τους. Τον Αύγουστο, μετά το καλό κλίμα που υπήρξε στις επισκέψεις στις τρεις βαλκανικές χώρες, ο Καραμανλής υποβάλλει πρόταση σύγκλησης διαβαλκανικής διάσκεψης στην Αθήνα, η οποία προγραμματίζεται πράγματι για τις αρχές του επόμενου χρόνου, μαζί με διαδοχικές επισκέψεις των τριών ηγετών, Τσαουσέσκου, Ζίφκωφ και Τίτο, που θα ακολουθήσουν.
Τον Σεπτέμβριο επισκέπτεται την Αθήνα ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και τον ίδιο μήνα ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την Ιταλία, ενώ τον Οκτώβριο μεταβαίνει για επίσημη επίσκεψη στη Μ. Βρετανία. Τον Οκτώβριο, όμως, η αύξηση κατά 10 % της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου θα προκαλέσει γενικευμένες ανατιμήσεις των καυσίμων επιδεινώνοντας τη δυνατότητα ισοσκέλισης του Προϋπολογισμού για το νέο έτος, δεδομένου ότι οι αμυντικές δαπάνες αναμενόταν να φτάσουν στα 34,3 δισ. δρχ. έναντι 21,8 το 1974 και 13,5 το 1973. Έτσι, τον Νοέμβριο αποφασίζεται έκτακτη εισφορά 10 δισ. δρχ., η οποία θα βαρύνει τις μεγάλες Ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις.
Αποφασίζεται παράλληλα η σύσταση της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, ενώ τον επόμενο μήνα κάνει αίσθηση η απόφαση αφαίρεσης από τον Στρατή Ανδρεάδη της διοίκησης των Τραπεζών Εμπορικής, Ιονικής - Λαϊκής και Επενδύσεων, λόγω παραβάσεων που διαπίστωσε η Νομισματική Επιτροπή στην περίοδο 1972 - 1973. Το τέλος όμως του 1975 θα σημαδευτεί από τη δολοφονία του αρχηγού του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα, Ρ. Ουέλς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα (22 / 12), με την ευθύνη να αναλαμβάνεται από την πρωτοεμφανιζόμενη τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη». Το 1976 ξεκινά με την παραίτηση, στις 5 Ιανουαρίου, των υπουργών Δημοσίας Τάξεως, Σ. Γκίκα, και Παιδείας, Π. Ζέππου.
Τον πρώτο αντικαθιστά ο α’ αντιπρόεδρος της Βουλής, Γ. Σταμάτης, και τον δεύτερο ο Γ. Ράλλης, που διατηρεί και τα καθήκοντα του υπουργού Προεδρίας (όπως είχε μετονομαστεί από 01 / 01 / 1975 η ονομασία «παρά τω πρωθυπουργώ», μετά την απόφαση σύστασης υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως). Τα θέματα του υπουργείου Παιδείας, μάλιστα, θα πρωτοστατήσουν το μήνα αυτό με τις συσκέψεις που καλεί ο Καραμανλής με αντικείμενο τη ριζική αναμόρφωση της Παιδείας στις οποίες μετέχουν.
Εκτός από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, ο βουλευτής Επικρατείας της Ε.Κ.-Ν.Δ. Ε. Παπανούτσος (που ήταν εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964), ο ακαδημαϊκός Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο Α. Δημαράς, οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Ε.Μ.Π, όπως και οι πρόεδροι των Ο.Λ.Μ.Ε, Δ.Ο.Ε. Άμεσα, στις 27 Ιανουαρίου αποφασίζονται: η καθιέρωση της δημοτικής ως επισήμου οργάνου διδασκαλίας, η εισαγωγή υποχρεωτικής εννεαετούς στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, η αναμόρφωση του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και η σημαντική αύξηση των πιστώσεων για την ανέγερση διδακτηρίων.
Κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για την αποπεράτωση της Πανεπιστημιούπολης Αθηνών, τη λειτουργία Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου στην Κρήτη, τα εκτελούμενα έργα στα Πανεπιστήμια Πατρών, Ιωαννίνων, Θράκης κ.λπ. Την επόμενη ημέρα (28 / 01) η αρμόδια επιτροπή της Ε.Ο.Κ εξετάζει το αίτημα της Ελλάδας για επίσπευση των διαδικασιών ένταξής της, η οποία εγκρίνεται μεν κατά πλειοψηφία, όμως με αναφορές στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σοβαρές αδυναμίες της οικονομίας και της διοίκησης που έπρεπε να αναδιαρθρωθούν ριζικά, καταλήγοντας ότι χρειαζόταν κάποιο στάδιο προσαρμογής.
Η απόφαση αυτή θορυβεί τον πρωθυπουργό, ο οποίος από τις επαφές του με τους ηγέτες των χωρών είχε άλλη εικόνα, ιδίως μετά την επίσκεψη του καγκελάριου της Γερμανίας, Χ. Σμιτ, μόλις πριν από ένα μήνα που συνδύασε επίσημη επίσκεψη με ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας όμως ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών, επικεντρώνει αμέσως εκεί τις προσπάθειές του μαζί με το μηχανισμό του υπουργείου Εξωτερικών και την ελληνική αντιπροσωπία στη μικτή κοινοβουλευτική επιτροπή Συνδέσεως Ελλάδας - Ε.Ο.Κ με επικεφαλής το βουλευτή της Ε.Κ.-Ν.Δ., Ι. Πεσμαζόγλου.
Τελικά, το Συμβούλιο των Υπουργών ανατρέπει την απόφαση περί «προενταξιακής» περιόδου στις 9 Φεβρουαρίου και αποφασίζει την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για την εισδοχή της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ, χωρίς πολιτικούς όρους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στον Τύπο, την ευνοϊκή απόφαση για την Ελλάδα υποστήριξε κυρίως η Γαλλία, με την Ιταλία και την Ολλανδία, αλλά και την τελική συστράτευση της Γερμανίας. Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στις Κοινότητες ξεκινούν επίσημα στις 27 Ιουλίου, αλλά την ίδια ημέρα εξέρχεται στο Αιγαίο Τουρκικό σκάφος («Σισμίκ Ι») προκειμένου να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες, με τη φημολογία ότι θα κινηθεί και σε ύδατα επί της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όπως πράγματι γίνεται στο διάστημα 06 - 08 Αυγούστου.
Η Ελλάδα, που παρακολουθεί τις κινήσεις του σκάφους, αντιδρά με συνεχείς διακοινώσεις προς την Τουρκική κυβέρνηση, η οποία απαντά ότι οι έρευνες γίνονται εκτός Ελληνικών χωρικών υδάτων σε σημεία όπου η υφαλοκρηπίδα δεν έχει ακόμα οριοθετηθεί. Ύστερα από αυτό, η Ελλάδα προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και μονομερώς στη Χάγη. Παράλληλα, δημιουργείται σοβαρό εσωτερικό πολιτικό θέμα όταν ο Α. Παπανδρέου, μετά την ενημέρωσή του από τον πρωθυπουργό και παρότι είχε συμφωνηθεί να μη γίνουν δηλώσεις (σύμφωνα με εκ των υστέρων ανακοίνωση της κυβέρνησης), δηλώνει ότι η απάντηση της Ελλάδας έπρεπε να είναι δυναμική - στρατιωτική.
Στις 12 Αυγούστου, πάντως, η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητούσε να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενέργεια που οδηγεί σε επιδείνωση της κατάστασης και αναφερόταν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την εξέταση του θέματος. Έπειτα όμως από αναδίπλωση της Τουρκίας, οι δύο χώρες υπογράφουν τελικά πρακτικό μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τον Σεπτέμβριο ανακοινώνεται ευρύς ανασχηματισμός της κυβέρνησης σε επίπεδο υφυπουργών και προχωρούν διάφορες διαδικασίες για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική, την εναρμόνιση της γεωργικής πολιτικής, αλλά και τη σχετική οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών.
Ανακοινώνονται παράλληλα ευνοϊκοί οικονομικοί δείκτες (1 % ανεργία και 6 % ρυθμός ανάπτυξης). Τον Νοέμβριο, εκλέγεται στις Η.Π.Α πρόεδρος ο Τζ. Κάρτερ, ενώ ο Καραμανλής επισκέπτεται επίσημα το Βέλγιο και την Αυστρία και ανεπίσημα τη Γαλλία. Τον επόμενο μήνα ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί επίσημα και το Πακιστάν και στην Ελλάδα ανακοινώνεται ότι έπειτα από συμφωνία με τον Όμιλο Νιάρχου μεταβιβάζονται στο κράτος τα 2/3 των μετοχών του διυλιστηρίου πετρελαίου Ασπροπύργου έναντι 12,4 εκατ. δολ.
Όμως, όπως ακριβώς και πέρυσι πριν από το τέλος του χρόνου, η οργάνωση «17 Νοέμβρη» εμφανίζεται ξανά αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη δολοφονία του απότακτου αστυνόμου Ε. Μάλλιου στις 14 Δεκεμβρίου. Με την είσοδο του νέου χρόνου αναζωπυρώνεται το θέμα του πληθωρισμού, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοινώνει ότι, παρά τη μείωση του ρυθμού αύξησης που σημειώθηκε το 1976 στο 11,7 % έναντι 15,2 % το 1975, για το 1977 αναμένεται άνοδος κατά 12,8 %, ενώ η Πορτογαλία υποβάλλει την αναμενόμενη αίτηση για την προσχώρησή της στην Ε.Ο.Κ στις 28 Μαρτίου.
Αίτημα θα υποβάλει και η Ισπανία στις 28 Ιουλίου, αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός, ακολουθώντας την προσφιλή του μέθοδο των ταυτόσημων επιστολών, θα εξηγήσει στους ηγέτες των κυβερνήσεων των μελών της Ε.Ο.Κ τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συνδεθεί με άλλες υποψηφιότητες ήδη από τις 26 Απριλίου και, τελικά, η Υπουργική Σύνοδος της Ε.Ο.Κ στις 22 - 23 Μαΐου επιβεβαιώνει την αυτοτελή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Λίγο νωρίτερα, στις 8 Μαΐου, ο Καραμανλής μετείχε στη Διάσκεψη Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Κάρτερ, χωρίς όμως το αποτέλεσμα των συνομιλιών να θεωρηθεί ιδιαίτερα ικανοποιητικό.
Όπως προκύπτει και από τη δήλωσή του «Σε γενικές γραμμές οι εκτιμήσεις δεν διαφέρουν πολύ». Αντίθετα, όταν στις 25 Μαΐου αναχωρεί από την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζ. Αντρεότι, οι δηλώσεις και των δύο ανδρών αναφέρουν σαφώς ότι «δεν υπάρχουν διαφορές στα θέματα που συζητήσαμε». Την εποχή εκείνη, ενώ πληθαίνουν οι συζητήσεις σχετικά με τον εκλογικό νόμο και ενδεχόμενη διεξαγωγή εκλογών, ο Καραμανλής δηλώνει αιφνιδιαστικά στις 4 Ιουνίου ότι η κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα τροποποιήσεως του εκλογικού νόμου. Μέσα σε 10 ημέρες εισάγεται και ψηφίζεται νομοσχέδιο που επιφέρει δύο μεταβολές σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο:
α) Το εκλογικό μέτρο της πρώτης κατανομής υπολογίζεται με τη ρήτρα +1 και
β) Επεκτείνεται το δικαίωμα της ψήφου στην ηλικία των 20 ετών.
Πρόκειται για δύο ρυθμίσεις που θεωρούνται «παραχωρήσεις» προς την αντιπολίτευση. Την επόμενη εβδομάδα επισκέπτεται για μία ακόμα φορά την Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και εξετάζει τις τελευταίες πτυχές του Κυπριακού με τον πρωθυπουργό. Θα είναι όμως η τελευταία, καθώς στις 3 Αυγούστου ο Πρόεδρος της Κύπρου πεθαίνει ξαφνικά από έμφραγμα. Στη θέση του αναλαμβάνει ο Πρόεδρος της Βουλής, Σπ. Κυπριανού, μέχρι να λήξει η κανονική θητεία του Μακαρίου στις 27 Φεβρουαρίου 1978.
Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έχει εισέλθει σε άτυπη προεκλογική περίοδο και ο Καραμανλής καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων σε διερευνητικές συναντήσεις και τελικά στις 20 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 20 Νοεμβρίου 1977, ενώ στις 21 Οκτωβρίου αντικαθίστανται οι υπουργοί Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Βορείου Ελλάδος από υπηρεσιακά πρόσωπα και παραιτούνται 19 από τους 21 υφυπουργούς.
Εκλογές 20 / 11 / 1977
Εν όψει των εκλογών, το κομματικό φάσμα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις εκλογές του 1974. Η Ε.Κ.-Ν.Δ., έχοντας μετονομαστεί σε Ε.ΔΗ.Κ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), ήδη από τις 3 Φεβρουαρίου 1976, αντιμετώπισε στη συνέχεια σοβαρή εσωκομματική κρίση που κλιμακώθηκε με την απομάκρυνση τεσσάρων βουλευτών (Δ. Τσάτσος, Γ.Α. Μαγκάκης, Χ. Πρωτοπαππάς, Α. Μήνης) και πολιτευτών (Α. Πεπονής κ.ά.).
Στην Αριστερά επίσης το Κ.Κ.Ε κατέρχεται μόνο του, ενώ το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και η Ε.Δ.Α συνεργάζονται με τη Σοσιαλιστική Πορεία (που αποτελείται κυρίως από στελέχη που απομακρύνθηκαν από το ΠΑ.ΣΟ.Κ), τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και τη Χριστιανική Δημοκρατία, σε συνασπισμό που ονομάζεται Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων με επικεφαλής τον Η. Ηλιού. Την είσοδό του στη Βουλή διεκδικεί αυτόνομα και ο Κων/νος Μητσοτάκης, ο οποίος δεν πολιτεύτηκε το 1974, ιδρύοντας, με επίκεντρο την Κρήτη, το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, ενώ ένας ακόμα έμπειρος πολιτικός, ο Στέφανος Στεφανόπουλος.
Πρωθυπουργός στην περίοδο 17 / 09 / 1967 - 20 / 12 / 1966, «αντίπαλος» του Καραμανλή από την εποχή που εκείνος διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Πα- πάγο ενώ αυτός ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ίδρυσε την Εθνική Παράταξη μαζί με τον Σπ. Θεοτόκη (που είχε αποχωρήσει από τη Νέα Δημοκρατία λόγω της ουδέτερης στάσης που κράτησε στο δημοψήφισμα) στην οποία στεγάστηκαν, κατά την επίσημη σχεδόν ορολογία της εποχής, τα λεγόμενα «βασιλοχουντικά» στοιχεία. Βεβαίως, κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η Νέα Δημοκρατία θα κέρδιζε και πάλι τις εκλογές.
Η «τραυματισμένη» Ε.ΔΗ.Κ όχι μόνο δεν μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από την προηγούμενη επίδοσή της αλλά κινδύνευε να χάσει και τη δεύτερη θέση από το «ανερχόμενο» ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αυτό ήταν, άλλωστε, στην ουσία το διακύβευμα των εκλογών, όπως φυσικά και το ποσοστό της δύναμης που θα αποσπούσε τελικά η Νέα Δημοκρατία, δεδομένου ότι το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» έμοιαζε πλέον αρκετά παρωχημένο μπροστά στο νέο και ανερχόμενο αίτημα της «αλλαγής». Ο ίδιος ο Καραμανλής, πάντως, δείχνει να αποστασιοποιείται από τον «πυρετό» του εκλογικού αγώνα δηλώνοντας σε κομματική συνεδρίαση στις 15 Οκτωβρίου:
«Αφήνω σ’ εσάς την οργάνωση του αγώνος αυτού. Γιατί, ως πρωθυπουργός, θα είμαι βασικά απορροφημένος από την εκπλήρωση των καθηκόντων μου στη διακυβέρνηση της χώρας».
Γ. 3η κυβέρνηση Καραμανλή: 28 / 11 / 1977 - 10 / 5 / 1980
Ένταξη στην Ευρώπη
Στις 28 Νοεμβρίου 1977 ορκίζεται η νέα κυβέρνηση στην οποία ο Πρόεδρος της προηγούμενης Βουλής, Κ. Παπακωνσταντίνου, ορίζεται αντιπρόεδρος και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ ο συνολικός αριθμός των υπουργών αυξάνεται στους 21 και άλλοι τόσοι είναι οι υφυπουργοί.
Με χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά μετέχει σε αρχικό σχήμα μία γυναίκα, η Άννα Συνοδινού, που τοποθετήθηκε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (στον τελευταίο ανασχηματισμό της προηγούμενης περιόδου στις 10 / 09 / 1976 είχε τοποθετηθεί και η Λίνα Κουτήφαρη, υφυπουργός Παιδείας, ενώ στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών του 1974 η Νίκη Γουλανδρή ήταν υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών). Αξιοσημείωτη είναι και η απουσία του Π. Λαμπρία για πρώτη φορά από το πλευρό του Καραμανλή (δεν εξελέγη βουλευτής και τοποθετήθηκε γ.γ. του Ε.Ο.Τ).
Στη θέση του, ως υφυπουργός Προεδρίας τοποθετείται ο Αθ. Τσαλδάρης (μαζί με τον Αχ. Καραμανλή που παρέμενε σε θέση υφυπουργού στο ίδιο υπουργείο), ενώ υπουργός Προεδρίας ανέλαβε ο Κ. Στεφανόπουλος, δεδομένου ότι ο Γ. Ράλλης τοποθετήθηκε υπουργός Συντονισμού. Ο Π. Παπαληγούρας ανέλαβε το Εξωτερικών, ο Ευ. Αβέρωφ παρέμεινε στο Εθνικής Αμύνης, όπως ο Κ. Λάσκαρης στο Εργασίας και ο Ν. Μάρτης Βορείου Ελλάδος, ενώ οι μετακινούμενοι Χρ. Στράτος (Εσωτερικών), Αλ. Παπαδόγγονας (Συγκοινωνιών), Ι. Μπούτος (Οικονομικών), Ι. Βαρβιτσιώτης (Παιδείας) και Γ. Σταμάτης (Δικαιοσύνης) συμπλήρωναν το βασικό κύκλο των «σταθερών» συνεργατών του Καραμανλή.
Στον κύκλο αυτό θα μπορούσε πλέον να συμπεριληφθεί και ο Γ. Παναγιωτόπουλος, που αναβιβαζόταν από υφυπουργός σε υπουργό Εμπορίου, όπως και ο Γ. Κοντογιώργης, που αναλάμβανε ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (από υφυπουργός Συντονισμού) τα θέματα της σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. Διατελέσαντες (για μικρό όμως διάστημα) υφυπουργοί που προάγονταν σε υπουργικές θέσεις ήταν επίσης ο Μ. Εβερτ (Βιομηχανίας - Ενέργειας), ο Αθ. Ταλιαδούρος (Γεωργίας), αλλά και ο Εμμ. Κεφαλογιάννης (Εμπορικής Ναυτιλίας).
Ενώ τα νέα πρόσωπα που συμπλήρωναν τη λίστα των υπουργών ήταν οι Γ. Πλυτάς (Πολιτισμού και Επιστημών), Σπ. Δοξιάδης (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Ν. Ζαρντινίδης (Δημοσίων Έργων) και Αν. Μπάλκος (Δημοσίας Τάξεως). Στους υφυπουργούς, τέλος, η ομάδα όσων είχαν διατελέσει σε θέση υφυπουργού και στην προηγούμενη περίοδο (Ζαΐμης, Κατσαδήμας, Ανδριανόπουλος, Κοντογιαννόπουλος, Ταταρίδης) συμπληρωνόταν από μια ευρύτερη ομάδα νέων προσώπων (Σουφλιάς, Μάνος, Δήμας, Παλαιοκρασσάς, Παπαρρηγόπουλος κ.ά.).
Την ίδια ημέρα, η παραίτηση από την ηγεσία της Ε.ΔΗ.Κ που υποβάλλει ο Γ. Μαύρος γίνεται δεκτή από την ολιγομελή πλέον Κοινοβουλευτική Ομάδα της με ψήφους 8 - 5 και αναλαμβάνει προσωρινή τριμελής επιτροπή με πρόεδρο τον Ι. Ζίγδη, ενώ αποδιοργανωμένη εμφανίζεται και η Εθνική Παράταξη, γιατί ο αρχηγός της Στ. Στεφανόπουλος δεν εξελέγη στην Ηλεία όπου είχε θέσει υποψηφιότητα. Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο Δ. Παπασπύρου με μόνο όμως 157 ψήφους επί 290 παρόντων.
Στις προγραμματικές δηλώσεις που ακολουθούν ο πρωθυπουργός ιεραρχεί τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της εντάξεως στην Ε.Ο.Κ και της οικονομίας, εξαγγέλλοντας την εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Τον Ιανουάριο 1978 ο Καραμανλής πραγματοποιεί πολυήμερο ταξίδι στην Ευρώπη με σταθμούς στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και τη Βόννη, από το οποίο προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει βάσιμα την ένταξή της στην Ε.Ο.Κ μέσα στο 1979, ενώ κατά την παραμονή του στη Βόννη δέχεται επιστολή από το δήμαρχο του Άαχεν που του γνωστοποιεί ότι έχει επιλεγεί να του απονεμηθεί το Βραβείο Καρλομάγνου.
Ένα βραβείο που δίνεται σε προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προώθηση της Ευρωπαϊκής ιδέας και είχε μέχρι τότε απονεμηθεί μόνο 7 φορές σε 29 χρόνια λειτουργίας του θεσμού. Στις 10 - 11 Μαρτίου πραγματοποιείται στο Μοντραί της Ελβετίας διήμερη συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπ. Ετσεβίτ, με σκοπό να συζητήσουν ελεύθερα και με άνεση τις διαφορές των δύο χωρών χωρίς την πίεση να ληφθούν αποφάσεις, η οποία διεξάγεται σε καλό κλίμα.
Αμέσως μετά ο πρωθυπουργός αναχωρεί για νέο πολυήμερο ταξίδι με προορισμό τη Δανία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ιταλία, έχοντας έτσι επισκεφτεί μέσα σε δύο μήνες όλες τις πρωτεύουσες των χωρών της Ε.Ο.Κ εκτός από το Δουβλίνο (θα το επισκεφτεί τον Οκτώβριο). Τον Απρίλιο όμως γνωστοποιείται η πρόθεση της Αμερικανικής κυβέρνησης να άρει το εμπάργκο προς την Τουρκία. Ο Τζ. Κάρτερ στέλνει επιστολή στον Καραμανλή που εξηγεί τους λόγους (ενίσχυση της νότιας πτέρυγας του Ν.Α.Τ.Ο), την οποία διαβιβάζει ο πρέσβης Μακ Κλόσκυ.
Ο Καραμανλής απαντά ότι «πολλές φορές στην Ιστορία διαπράττονται σφάλματα, είτε από κακή πρόθεση είτε από κακή εκτίμηση η Τουρκία αντί να λογικευθεί θα αποθρασυνθεί, εφόσον θα πιστέψει ότι η πολιτική του εκβιασμού αποδίδει». Η άρση του εμπάργκο θα ψηφιστεί τελικά από το Κογκρέσο στις 25 Ιουλίου με οριακή διαφορά 208 έναντι 205 ψήφων. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα εισέρχονται στην κυβέρνηση ο Κ. Μητσοτάκης και ο βουλευτής της Ε.ΔΗ.Κ, πρώην υπουργός, Αθ. Κανελλόπουλος, αναλαμβάνοντας στις 10 Μαΐου τα υπουργεία Συντονισμού και Οικονομικών αντίστοιχα.
Ο Γ. Ράλλης αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών και ο Ι. Μπούτος το υπουργείο Γεωργίας (τίθενται εκτός κυβέρνησης οι Π. Παπαληγούρας και Αθ. Ταλιαδούρος), ενώ ο πρωθυπουργός αναχωρεί στις 27 Μαΐου για τις Η.Π.Α, όπου συνέρχεται η Σύνοδος Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο. Συναντάται με τον Τζ. Κάρτερ στον Λευκό Οίκο και με τον Μπ. Ετσεβίτ με τον οποίο αποφασίζουν να ξεκινήσουν τακτικές συναντήσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, με την πρώτη συνάντηση να ορίζεται στις 4 Ιουνίου στην Άγκυρα.
Παράλληλα, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Γ. Ράλλης αναχωρεί για πολυήμερη επίσημη επίσκεψη στη Σοβιετική Ένωση, την πρώτη που πραγματοποιεί Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ενώ ο πρωθυπουργός, στα εγκαίνια της 43ης Δ.Ε.Θ στις 9 Σεπτεμβρίου, ορίζει ως γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής τη μείωση της φορολογίας, σε συνδυασμό όμως με την περιστολή της φοροδιαφυγής που αποκτά ως στόχος προτεραιότητα. Πράγματι, στις 29 Σεπτεμβρίου ψηφίζεται από τη Βουλή σχετικός νόμος που εισάγει τα λεγόμενα «τεκμήρια».
Τον Οκτώβριο ο Καραμανλής ξεκινά νέες επισκέψεις στη Ρώμη, στο Παρίσι και το Δουβλίνο με κύριο σκοπό να υπερκεραστούν οι τελευταίες διαπραγματευτικές δυσχέρειες για την προσχώρηση στην Ε.Ο.Κ που εντοπίζονται ιδιαίτερα στο γεωργικό τομέα. Στο πνεύμα αυτό αποστέλλει στις 12 Δεκεμβρίου ταυτόσημες επιστολές προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τους πρωθυπουργούς των άλλων οκτώ κρατών-μελών της ΕΟΚ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, Ρόυ Τζένκινς. Τελικά, στις 21 Δεκεμβρίου έπειτα από μαραθώνιες συζητήσεις η Ελληνική αντιπροσωπία, με επικεφαλής τον Γ. Ράλλη, καταλήγει σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των εννέα άλλων χωρών για τους όρους της Ελληνικής ένταξης.
Όπως συνέβη και με τις περιπτώσεις της Αγγλίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας που εντάχθηκαν στην Ε.Ο.Κ το 1973, προβλέπεται κατά περίπτωση μεταβατική περίοδος προσαρμογής με ανώτατο όριο τα πέντε χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν οριστικά με την εξέταση των τελευταίων λεπτομερειών στη διυπουργική σύνοδο της 3ης Απριλίου, ενώ ως επίσημη ημέρα υπογραφής της συνθήκης προσχωρήσεως ορίζεται η 28η Μαΐου 1979. Η τελετή γίνεται στο Μέγαρο του Ζαππείου της Αθήνας. Παρίστανται όλοι σχεδόν οι αρχηγοί κρατών ή και υπουργοί Εξωτερικών των χωρών - μελών της Ε.Ο.Κ, αλλά από τα Ελληνικά κόμματα απουσιάζουν εκπρόσωποι του ΠΑ.ΣΟ.Κ και του Κ.Κ.Ε που αντιτίθεται στην ένταξη.
Όλοι μιλούν ότι εκείνη η ημέρα είναι η ημέρα του Καραμανλή. Ο πρόεδρος της τελετής, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Φρανσουά Ποσέ, τονίζει: «Αν οι διαπραγματεύσεις, που άρχισαν το 1976, έφθασαν σε αίσιο πέρας στις 3 Απριλίου στο Λουξεμβούργο, αυτό το οφείλουμε σε έναν άνδρα, ο οποίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία το θάρρος του κ. Καραμανλή και η αποφασιστικότητά του πρέπει να αναγνωρισθούν από όλους μας σήμερα εδώ». Ο ίδιος ο Καραμανλής, φανερά συγκινημένος, θα επισημάνει:
«Από πείρα, αλλά και από χαρακτήρα, δεν χρησιμοποιώ αφορισμούς. Και δυσπιστώ προς τις θεωρητικές κατασκευές, που ερμηνεύουν τους νόμους της ιστορικής εξελίξεως και δίνουν στους ανθρώπους έτοιμες συνταγές για τη λύση των προβλημάτων τους. Βασίζομαι πάντοτε στη μελέτη πραγματικών δεδομένων και στα διδάγματα της ιστορικής πείρας. Αυτά με έπεισαν ότι το μέλλον της Ευρώπης βρίσκεται στην ενοποίησή της. Και το μέλλον της Ελλάδος βρίσκεται στην Ενωμένη Ευρώπη. Και με την πεποίθηση αυτή αγωνίστηκα, επί μία εικοσαετία περίπου, να εντάξω τη χώρα μου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα».
Η συνθήκη προσχώρησης στην Ε.Ο.Κ θα συζητηθεί προκειμένου να επικυρωθεί στην Ελληνική Βουλή ένα μήνα μετά, με το ΠΑ.ΣΟ.Κ όμως και το Κ.Κ.Ε να επικαλούνται διαδικαστικούς λόγους και να αποχωρούν από τις συνεδριάσεις. Κανείς όμως από τους υπολοίπους δεν καταψηφίζει. Με απαιτούμενο όριο τις 180 ψήφους και 104 απόντες βουλευτές, 193 εγκρίνουν τη συνθήκη και 3 δηλώνουν «παρών» (οι βουλευτές της Ε.ΔΗ.Κ, Ι. Ζίγδης, Ν. Βενιζέλος και Ν. Μπαντουβάς). Ήδη όμως έχει αρχίσει να κυριαρχεί στην επικαιρότητα η μεγάλη αύξηση από τον ΟΠΕΚ της τιμής του πετρελαίου (50 %) που οδηγεί σε νέες μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις.
Ο Καραμανλής, μιλώντας στο πλαίσιο της 44ης Δ.Ε.Θ στις 7 Σεπτεμβρίου, τονίζει ότι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση είναι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει ο κόσμος από το 1930. Έτσι, η καλή πορεία της Ελληνικής οικονομίας, που εν πολλοίς επέτρεψε την ένταξη στην Ε.Ο.Κ, θα επιβραδυνθεί με αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 4% έναντι 5,9 % τον προηγούμενο χρόνο, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί κοντά στο 18, 5% και να υπερβεί το 20 % τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πρόοδος που έχει σημειωθεί αντικατοπτρίζεται στο κατά κεφαλήν εισόδημα που έφτασε τα 3.430 δολάρια το 1978 από 2.165 το 1974, με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ιδίως στα ιδιωτικά αυτοκίνητα, να υπερβαίνει κατά πολύ το 100 %.
Αυτό όμως στην εποχή της κρίσης έχει και τις αρνητικές του διαστάσεις. Έχουμε φτάσει να δαπανούμε, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καραμανλής, «400 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο για αυτοκίνητα και άλλα 300 εκατομμύρια δολάρια για είδη πολυτελείας, τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση μας υποχρεώνει να εξοικονομούμε και το τελευταίο ακόμα δολάριο. Η συμπεριφορά μας κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για τη σωφροσύνη του έθνους». Η δραματική αυτή Δ.Ε.Θ θα είναι η τελευταία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού.
Στο επόμενο διάστημα θα πραγματοποιήσει τα ταξίδια που δεν είχε προλάβει να κάνει (Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ιράκ) κλείνοντας οικονομικές συμφωνίες και προωθώντας τις Ελληνικές θέσεις, χωρίς να παραλείπει τη διαρκή επαφή του με το Παρίσι, τη Βόννη, το Λονδίνο και τη Ρώμη. Από τις αρχές του 1980 θα επιβλέψει για τελευταία φορά την εισοδηματική πολιτική και την εκτέλεση του Προϋπολογισμού και στις 5 Μαΐου θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 183 ψήφους σε σύνολο 298 παρόντων βουλευτών. Θα ορκιστεί επίσημα στις 15 Μαΐου, ενώ ενδιάμεσα, στις 10 Μαΐου 1980, θα παραιτηθεί από πρωθυπουργός.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου