ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων [στρ. Ϛ]
ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κε-
δνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως·
Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος οὐ ξεί-
ναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων.
φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα.»
120 ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ᾽ ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός·
ἐκ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ πομφόλυξαν
δάκρυα γηραλέων γλεφάρων,
ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν, ἐξαίρετον
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν.
καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι [αντ. Ϛ]
125 ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος· ἐγγὺς
μὲν Φέρης κράναν Ὑπερῇδα λιπών,
ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν· ταχέως δ᾽ Ἄ-
δματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος
εὐμενέοντες ἀνεψιόν. ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ
μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος
ξείνι᾽ ἁρμόζοντα τεύχων
πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν
130 ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ᾽ ἁμέραις
ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον.
ἀλλ᾽ ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπου- [επωδ. Ϛ]
δαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνήρ
συγγενέσιν παρεκοινᾶθ᾽·
οἱ δ᾽ ἐπέσποντ᾽. αἶψα δ᾽ ἀπὸ κλισιᾶν
ὦρτο σὺν κείνοισι· καί ῥ᾽ ἦλθον Πελία μέγαρον·
135 ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκού-
σαις αὐτὸς ὑπαντίασεν
Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά· πραῢν δ᾽ Ἰάσων
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον
βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
«Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου,
***
Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου· [στρ. Ϛ]τη μάθατε· μα δείξτε μουξεκάθαρα, καλοί πολίτες, πού των πατέρων μου με τ᾽ άτια τα λευκά,βρίσκονται τα παλάτια, γιατί του Αίσονα είμαι ο γιος,ντόπιος, και σε ξένη χώρα άλλων δεν πατάω.Ο θεϊκός ο Κένταυρος, σαν μου μιλούσε, Ιάσονα με φώναζε.»120Έτσι είπε και, καθώς προχώρησε, τα μάτια του πατέρατον γνωρίσαν, και δάκρυα πλημμύρισαν τα γέρικα βλέφαρά του,γιατί εκαταχάρηκε η καρδιά τουτον γόνο τον εξαίρετο αντικρίζοντας και τον πανώριο άντρα.
Κι ήρθαν και οι δυο του αδερφοί, [αντ. Ϛ]125καθώς το νέο ακούσαν·ο Φέρης που δεν έμενε μακριά,την Υπέρεια αφήνοντας κρήνη,και ο Αμυθάων απ᾽ τη Μεσσήνη.Και δεν αργήσανε να ᾽ρθουνο Άδμητος κι ο Μέλαμποςγεμάτοι αγάπη για το ξαδέρφι τους.Και στο συμπόσιο ο Ιάσων με λόγια γλυκομίλητατους καλωσόρισε, προσφέροντας σωστή φιλοξενία·και κάθε λογής απόλαυση εξάντλησε,130καθώς για πέντε ολόκληρα μερόνυχταέδρεψε της ευζωίας τον ιερό ανθό.
Την έκτη μέρα όμως άρχισε ν᾽ ανακοινώνει [επωδ. Ϛ]στους συγγενείς του σχέδια σημαντικά·κι εκείνοι συμφωνήσαν.Σηκώθηκαν ευθύς μαζί του απ᾽ τα θρονιάκαι για το μέγαρο κινήσαν του Πελία.135Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους,κι εκείνος, ως τους άκουσε,ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει,ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.Και τότε με πραότητα ο Ιάσων,με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις,των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:«Παιδί του Ποσειδώνα του Πετραίου,
ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κε-
δνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως·
Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος οὐ ξεί-
ναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων.
φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα.»
120 ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ᾽ ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός·
ἐκ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ πομφόλυξαν
δάκρυα γηραλέων γλεφάρων,
ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν, ἐξαίρετον
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν.
καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι [αντ. Ϛ]
125 ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος· ἐγγὺς
μὲν Φέρης κράναν Ὑπερῇδα λιπών,
ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν· ταχέως δ᾽ Ἄ-
δματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος
εὐμενέοντες ἀνεψιόν. ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ
μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος
ξείνι᾽ ἁρμόζοντα τεύχων
πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν
130 ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ᾽ ἁμέραις
ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον.
ἀλλ᾽ ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπου- [επωδ. Ϛ]
δαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνήρ
συγγενέσιν παρεκοινᾶθ᾽·
οἱ δ᾽ ἐπέσποντ᾽. αἶψα δ᾽ ἀπὸ κλισιᾶν
ὦρτο σὺν κείνοισι· καί ῥ᾽ ἦλθον Πελία μέγαρον·
135 ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκού-
σαις αὐτὸς ὑπαντίασεν
Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά· πραῢν δ᾽ Ἰάσων
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον
βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
«Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου,
***
Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου· [στρ. Ϛ]τη μάθατε· μα δείξτε μουξεκάθαρα, καλοί πολίτες, πού των πατέρων μου με τ᾽ άτια τα λευκά,βρίσκονται τα παλάτια, γιατί του Αίσονα είμαι ο γιος,ντόπιος, και σε ξένη χώρα άλλων δεν πατάω.Ο θεϊκός ο Κένταυρος, σαν μου μιλούσε, Ιάσονα με φώναζε.»120Έτσι είπε και, καθώς προχώρησε, τα μάτια του πατέρατον γνωρίσαν, και δάκρυα πλημμύρισαν τα γέρικα βλέφαρά του,γιατί εκαταχάρηκε η καρδιά τουτον γόνο τον εξαίρετο αντικρίζοντας και τον πανώριο άντρα.
Κι ήρθαν και οι δυο του αδερφοί, [αντ. Ϛ]125καθώς το νέο ακούσαν·ο Φέρης που δεν έμενε μακριά,την Υπέρεια αφήνοντας κρήνη,και ο Αμυθάων απ᾽ τη Μεσσήνη.Και δεν αργήσανε να ᾽ρθουνο Άδμητος κι ο Μέλαμποςγεμάτοι αγάπη για το ξαδέρφι τους.Και στο συμπόσιο ο Ιάσων με λόγια γλυκομίλητατους καλωσόρισε, προσφέροντας σωστή φιλοξενία·και κάθε λογής απόλαυση εξάντλησε,130καθώς για πέντε ολόκληρα μερόνυχταέδρεψε της ευζωίας τον ιερό ανθό.
Την έκτη μέρα όμως άρχισε ν᾽ ανακοινώνει [επωδ. Ϛ]στους συγγενείς του σχέδια σημαντικά·κι εκείνοι συμφωνήσαν.Σηκώθηκαν ευθύς μαζί του απ᾽ τα θρονιάκαι για το μέγαρο κινήσαν του Πελία.135Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους,κι εκείνος, ως τους άκουσε,ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει,ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.Και τότε με πραότητα ο Ιάσων,με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις,των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:«Παιδί του Ποσειδώνα του Πετραίου,
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου