«Άραγε δίνει η όραση και η ακοή κάποια ωφέλεια στους ανθρώπους ή γίνονται αυτά που θρυλούν πάντοτε οι ποιητές, ότι ούτε ακούμε ούτε βλέπουμε τίποτε με ακρίβεια;»[1]
(Βλ., Πλάτων «Φαίδων» 65b.1 – 65.b.3)
Σχολιάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο ο Ολυμπιόδωρος [2] αναφέρει ότι οι ποιητές που κάνει λόγο εδώ ο Σωκράτης είναι: ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής και ο Επίχαρμος. Εκείνοι, συνεχίζει, αναφέρουν ότι με τις αισθήσεις δεν μπορείς να γνωρίσεις τίποτα το ακριβές, και για παράδειγμα ο Επίχαρμος αναφέρει ότι «νους βλέπει και νους ακούει, τα άλλα είναι πάντα κωφά και τυφλά». Επιπροσθέτως, αναφέρει, ότι το αυτό ακριβώς, λέγει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα, (ραψωδία Ε στίχοι 127-128), όπου η Αθηνά αφαιρεί την ομίχλη από την όραση του Διομήδους έτσι ώστε να μπορεί να ξεχωρίζει τους Θεούς από τους ανθρώπους, παρομοιάζοντας με αυτό τον τρόπο, τις αισθήσεις ως ομίχλη.
Θεωρώ ότι η τριάδα αυτή των ποιητών, αντιστοιχεί στην οντική τριάδα, Ον-Ζωή-Νους. Με το Ον, να είναι ο Παρμενίδης, μιας και όλο το έργο του, με τίτλο «Περί Φύσεως» αναφέρεται στο Ον, η Ζωή ο Εμπεδοκλής, μιας και πληθώρα αποσπασμάτων του, αναφέρουν για την λειτουργία της δημιουργίας και ζωής στο Κόσμο και στους Θεούς και ο Νους ο Επίχαρμος, πράγμα που φαίνεται από το απόσπασμα του, που παραθέσαμε πιο πάνω. Ο δε Όμηρος, είναι η μονάδα των ποιητών αυτών, όπως ο Διόνυσος είναι μονάδα των εγκοσμίων Θεών.
Το ίδιο σκεπτικό ανάγεται και στην τριάδα Ορφεύς-Ησίοδος-Όμηρος. Με τον Ορφέα-Θεολόγο, να αντιστοιχεί στο Ον και στην 1η Τριάδα, μιας και ο Ορφεύς ως Πρώτη Αρχή θέτει τον Χρόνο, Πλατωνικό Εν-Αγαθό, το οποίο βρίσκεται πάνω από όλα, τον Ησίοδο-Θεολόγο/Ποιητή να αντιστοιχεί στην Ζωή και στη 2η Tριάδα, μιας και ως Αρχή θέτει το Χάος που βρίσκεται στο Νοητό επίπεδο μιας και είναι ο Πλατωνικός Αιών ή αλλιώς Ορφικό Αυγό, και τον Όμηρο-Ποιητή να αντιστοιχεί στο Νου, μιας και περιγράφει τους Θεούς του Κόσμου, που ως «Αρχή» έχουν τον Μεγάλο Δία, που βρίσκεται στο Νοερό επίπεδο. Δηλαδή, θέτοντας ως αρχές, ο καθένας τους ένα επίπεδο πιο πάνω από ότι εκείνοι βρίσκονται σε αντιστοιχία με την διαβάθμιση του Θείου Κόσμου
Ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμαστε ότι δημιουργείται μία μαγνητική χρυσή αλυσίδα[3], που οι κρίκοι της είναι οι ένθεοι ποιητές, οι οποίοι ατενίζοντας την ως άλλη Ελένη, Νοητή Ομορφιά της Μονάδος τους, δηλαδή τον Όμηρο, μπορούν και ανάγονται μέχρι τον Θεολόγο Ορφέα και την Ανυπόθετη Αρχή των Όλων.
------------------
[1] «ἆρα ἔχει ἀλήθειάν τινα ὄψις τε καὶ ἀκοὴ τοῖς ἀνθρώποις, ἢ τά γε τοιαῦτα καὶ οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν, ὅτι οὔτ᾽ ἀκούομεν ἀκριβὲς οὐδὲν οὔτε ὁρῶμεν;»
[2]«ποιητὰς λέγει Παρμενίδην, Ἐμπεδοκλέα, Ἐπίχαρμον• οὗτοι γὰρ οὐδὲν ἀκριβὲς λέγουσιν εἰδέναι τὴν αἴσθησιν, καθάπερ Ἐπίχαρμός φησιν «νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τὰ δὲ ἄλλα πάντα κωφὰ καὶ τυφλά». καὶ οἱ ποιηταὶ δέ φασι περὶ τοῦ Διομήδους ὅτι «ἀχλὺν δ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν ἕλεν, ἣ πρὶν ἐπῆεν, ὄφρ᾽ εὖ γινώσκοι». εἰ μὴ γὰρ ἔτυχε τῆς Ἀθηνᾶς, οὐκ ἂν ἑώρα τι ἀκριβές.»
(Βλ., Ολυμπιόδωρος «Υπόμνημα εις τον Φαίδωνα Πλάτωνος» 4.13.1 – 4.13.8)
[3] Όπως αναφέρει ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Διάλογο «Ίων»:
ΣΩ. Και βλέπω, Ίωνα, και έρχομαι να σου αποδείξω τι κατά τη γνώμη μου είναι. Όπως σου έλεγα, η ικανότητά σου να μιλάς ωραία για τον Όμηρο δεν οφείλεται στην τέχνη, αλλά στη θεία δύναμη που σε κινεί, όπως ακριβώς στην περίπτωση της πέτρας, την οποία ο Ευριπίδης ονόμασε Μαγνήτη, ενώ οι πολλοί Ηράκλεια. Διότι αυτή η πέτρα δεν έλκει μόνο τα σιδερένια δακτυλίδια, αλλά εμβάλλει δύναμη σε αυτά, ώστε με τη σειρά τους να μπορούν να κάνουν ό,τι και η πέτρα, να έλκουν δηλαδή άλλα δακτυλίδια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μερικές φορές μία εξαιρετικά μακριά αλυσίδα από σιδερένια αντικείμενα και δακτυλίδια που εξαρτώνται το ένα από το άλλο· σε όλα αυτά η δύναμη προέρχεται από εκείνη την πέτρα. Έτσι και η Μούσα εμπνέει κάποιους και από αυτούς τους εμπνευσμένους εξαρτάται μία αλυσίδα άλλων θεόπνευστων. Διότι όλοι οι καλοί επικοί ποιητές συνθέτουν όλα αυτά τα ωραία ποιήματα όχι από ικανότητα, αλλά κυριευμένοι από ενθουσιασμό· το ίδιο και οι καλοί λυρικοί ποιητές. Όπως οι Κορύβαντες χορεύουν χωρίς να έχουν το λογικό τους, έτσι και οι λυρικοί ποιητές συνθέτουν αυτά τα ωραία μέλη χωρίς να είναι σώφρονες, αλλά μόλις εισέλθουν στην αρμονία και στον ρυθμό, βακχεύουν και κυριεύονται από ενθουσιασμό. Όπως οι Βάκχες, όταν βρίσκονται σε κατάσταση μανίας και όχι όταν έχουν το λογικό τους, αντλούν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, έτσι και η ψυχή των λυρικών ποιητών κάνει το ίδιο, καθώς οι ίδιοι ομολογούν. Διότι μας λένε οι ποιητές, αν δεν απατώμαι, ότι δρέπουν τα μέλη τους από τις μελίρρυτες πηγές κάποιων κήπων και λόγγων των Μουσών και μας τα φέρνουν όπως οι μέλισσες, πετώντας και αυτοί κατά τον ίδιο τρόπο. Και λένε την αλήθεια. Διότι ο ποιητής είναι πράγμα ελαφρύ και πετούμενο και ιερό και ανίκανος να δημιουργεί, προτού εμπνευστεί και βγει από τα λογικά του και νους πλέον δεν υπάρχει σε αυτόν. Κάθε άνθρωπος, μέχρις ότου αποκτήσει αυτό, είναι ανίκανος να συνθέτει και να χρησμοδοτεί. Επειδή λοιπόν όχι από ικανότητα, αλλά από θεία μοίρα συνθέτουν και λέγουν πολλά και ωραία για διάφορα πράγματα, όπως εσύ για τον Όμηρο, ο καθένας τους μπορεί να συνθέτει ωραία αυτό μόνο στο οποίο η Μούσα τον έσπρωξε, ο ένας διθυράμβους, ο άλλος εγκώμια, ο άλλος υπορχήματα, ο άλλος έπη, ο άλλος ιάμβους. Ως προς τα άλλα είναι ασήμαντοι. Διότι δε μιλούν με βάση την ικανότητά τους, αλλά τη θεία δύναμη. Επειδή, αν γνώριζαν να μιλούν ωραία για ένα πράγμα με βάση την ικανότητά τους, θα γνώριζαν και για όλα τα άλλα. Για αυτό τον λόγο ο θεός αφαιρώντας τον νου τους, τους χρησιμοποιεί ως υπηρέτες, και τους χρησμωδούς και τους θείους μάντεις, για να καταλαβαίνουμε εμείς που τους ακούμε ότι δεν είναι αυτοί που λένε τα τόσο αξιόλογα, οι οποίοι δεν έχουν μυαλό, αλλά ο ίδιος ο θεός μιλά και μέσα από αυτούς μας στέλνει μηνύματα. Τη μεγαλύτερη απόδειξη αποτελεί ο Τύννιχος από τη Χαλκίδα, ο οποίος δε συνέθεσε άλλο αξιομνημόνευτο ποίημα εκτός από τον παιάνα, που όλοι τραγουδούν, το καλύτερο σχεδόν από όλα τα μέλη, απλά, όπως ο ίδιος λέει, «ένα εύρημα των Μουσών». Κατά τη γνώμη μου κυρίως σε αυτόν μας έδειξε ο θεός, για να μην αμφιβάλλουμε, πως τούτα τα ωραία ποιήματα δεν είναι ανθρώπινα ή δημιουργήματα ανθρώπων, αλλά θεϊκά και δημιουργήματα θεών και ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνευτές των θεών, κατεχόμενοι από όποιον ο καθένας κατέχεται. Αυτά θέλοντας να δείξει ο θεός, τραγούδησε επίτηδες μέσα από τον χειρότερο ποιητή το καλύτερο τραγούδι. Ή σου δίνω την εντύπωση πως έχω άδικο, Ίωνα;
ΙΩΝ. Όχι, μα τον Δία αγγίζεις κάπως την ψυχή μου με τα λόγια σου, Σωκράτη, και μου φαίνεται πως οι καλοί ποιητές από θεία μοίρα ερμηνεύουν σε εμάς τα λόγια των θεών.
(Βλ., Πλάτων «Ίων» 533c-535a)
***
{ΣΩ.} Καὶ ὁρῶ, ὦ Ἴων, καὶ ἔρχομαί γέ σοι ἀποφανούμενος ὅ μοι δοκεῖ τοῦτο εἶναι. ἔστι γὰρ τοῦτο τέχνη μὲν οὐκ ὂν παρὰ σοὶ περὶ Ὁμήρου εὖ λέγειν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, θεία δὲ δύναμις ἥ σε κινεῖ, ὥσπερ ἐν τῇ λίθῳ ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν. καὶ γὰρ αὕτη ἡ λίθος οὐ μόνον αὐτοὺς τοὺς δακτυλίους ἄγει τοὺς σιδηροῦς, ἀλλὰ καὶ δύναμιν ἐντίθησι τοῖς δακτυλίοις ὥστ᾽ αὖ δύνασθαι ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ὅπερ ἡ λίθος, ἄλλους ἄγειν δακτυλίους, ὥστ᾽ ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς πάνυ σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται· πᾶσι δὲ τούτοις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται. οὕτω δὲ καὶ ἡ Μοῦσα ἐνθέους μὲν ποιεῖ αὐτή, διὰ δὲ τῶν ἐνθέων τούτων ἄλλων ἐνθουσιαζόντων ὁρμαθὸς ἐξαρτᾶται. πάντες γὰρ οἵ τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ᾽ ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιήματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως, ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελοποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν ἐμβῶσιν εἰς τὴν ἁρμονίαν καὶ εἰς τὸν ῥυθμόν, βακχεύουσι καὶ κατεχόμενοι, ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα κατεχόμεναι, ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὔ, καὶ τῶν μελοποιῶν ἡ ψυχὴ τοῦτο ἐργάζεται, ὅπερ αὐτοὶ λέγουσι. λέγουσι γὰρ δήπουθεν πρὸς ἡμᾶς οἱ ποιηταὶ ὅτι ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν δρεπόμενοι τὰ μέλη ἡμῖν φέρουσιν ὥσπερ αἱ μέλιτται, καὶ αὐτοὶ οὕτω πετόμενοι· καὶ ἀληθῆ λέγουσι. κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ᾽ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ, τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ᾽ ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ ὑπορχήματα, ὁ δ᾽ ἔπη, ὁ δ᾽ ἰάμβους· τὰ δ᾽ ἄλλα φαῦλος αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ᾽ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. μέ γιστον δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ Τύννιχος ὁ Χαλκιδεύς, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποίησε ποίημα ὅτου τις ἂν ἀξιώ σειεν μνησθῆναι, τὸν δὲ παίωνα ὃν πάντες ᾄδουσι, σχεδόν τι πάντων μελῶν κάλλιστον, ἀτεχνῶς, ὅπερ αὐτὸς λέγει, «εὕρημά τι Μοισᾶν.» ἐν τούτῳ γὰρ δὴ μάλιστά μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐνδείξασθαι ἡμῖν, ἵνα μὴ διστάζωμεν, ὅτι οὐκ ἀνθρώ πινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ θεῖα καὶ θεῶν, οἱ δὲ ποιηταὶ οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ ἑρμηνῆς εἰσιν τῶν θεῶν, κατεχόμενοι ἐξ ὅτου ἂν ἕκαστος κατέχηται. ταῦτα ἐνδεικνύμενος ὁ θεὸς ἐξεπίτηδες διὰ τοῦ φαυλοτάτου ποιητοῦ τὸ κάλλιστον μέλος ᾖσεν· ἢ οὐ δοκῶ σοι ἀληθῆ λέγειν, ὦ Ἴων;
{ΙΩΝ.} Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἔμοιγε· ἅπτει γάρ πώς μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς, ὦ Σώκρατες, καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν.