Πάνθεια και Αβραδάτας
Στην Κύρου παιδεία περιγράφεται η ζωή και τα χαρακτηριστικά ενός ιδεώδους ηγεμόνα (παρόμοια έργα χαρακτηρίζονται συνήθως "κάτοπτρα ηγεμόνων"). Ως ιδεώδης ηγεμόνας παρουσιάζεται εδώ ο βασιλιάς Κύρος ο Β᾽ (6ος αι. π.Χ.), ιδρυτής της περσικής αυτοκρατορίας. Παρά τον τίτλο, η παιδεία του Κύρου περιγράφεται μόνο στο πρώτο βιβλίο, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζεται η ανάρρησή του στον θρόνο, η σταδιακή κατάκτηση της Ασίας και ο θάνατός του. Όλα αυτά συνδυάζονται με πλήθος τεχνικών παρατηρήσεων για την άσκηση της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Τις πληροφορίες για τον Κύρο ο Ξενοφών τις αντλεί κυρίως από ελληνικές πηγές, τις εμπλουτίζει όμως με μυθοπλαστικά στοιχεία, στα οποία ανήκει και η περίφημη ιστορία της Πάνθειας, της πιστής συζύγου του βασιλιά των Σούσων Αβραδάτα. Η Πάνθεια κρατείται ως όμηρος του Κύρου, παρεξηγώντας ωστόσο το γεγονός ότι ο Μήδος Αράσπας που την φύλαγε πηγαίνει στους εχθρούς, θεωρεί ότι εκείνος αυτομόλησε και ζητεί από το σύζυγό της ως χάρη να βοηθήσει τον Κύρο. Στη συνέχεια της ιστορίας, η οποία αναπτύσσεται σταδιακά μέσα στο έργο, ο Αβραδάτας ευχαριστεί τον Κύρο και πολεμώντας γενναία για χάρη του σε μια αποφασιστική μάχη βρίσκει τον θάνατο. Στο πρώτο από τα αποσπάσματα που παρατίθενται παρακάτω ο Ξενοφών αφηγείται τη σκηνή του αποχαιρετισμού του Αβραδάτα από την Πάνθεια, η οποία θυμίζει έντονα την ανάλογη σκηνή μεταξύ Έκτορος και Ανδρομάχης στην Ιλιάδα. Στο δεύτερο απόσπασμα περιγράφεται η σκηνή μετά τον θάνατο του Αβραδάτα, στην οποία η Πάνθεια προβάλλει ως ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Κύρου παιδεία 6, 4, 1-6 και 7, 3, 8-14
[6.4.1] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πρῲ Κῦρος μὲν ἐθύετο, ὁ δ᾽ ἄλλος στρατὸς ἀριστήσας καὶ σπονδὰς ποιησάμενος ἐξωπλίζετο πολλοῖς μὲν καὶ καλοῖς χιτῶσι, πολλοῖς δὲ καὶ καλοῖς θώραξι καὶ κράνεσιν· ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις· καὶ τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν ὄντας παραπλευριδίοις· ὥστε ἤστραπτε μὲν χαλκῷ, ἤνθει δὲ φοινικίσι πᾶσα ἡ στρατιά.
[6.4.2] καὶ τῷ Ἀβραδάτᾳ δὲ τὸ τετράρρυμον ἅρμα καὶ ἵππων ὀκτὼ παγκάλως ἐκεκόσμητο. ἐπεὶ δ᾽ ἔμελλε τὸν λινοῦν θώρακα, ὃς ἐπιχώριος ἦν αὐτοῖς, ἐνδύεσθαι, προσφέρει αὐτῷ ἡ Πάνθεια ‹χρυσοῦν› καὶ χρυσοῦν κράνος καὶ περιβραχιόνια καὶ ψέλια πλατέα περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη στολιδωτὸν τὰ κάτω καὶ λόφον ὑακινθινοβαφῆ. ταῦτα δ᾽ ἐποιήσατο λάθρᾳ τοῦ ἀνδρὸς ἐκμετρησαμένη τὰ ἐκείνου ὅπλα. [6.4.3] ὁ δὲ ἰδὼν ἐθαύμασέ τε καὶ ἐπήρετο τὴν Πάνθειαν· Οὐ δήπου, ὦ γύναι, συγκόψασα τὸν σαυτῆς κόσμον τὰ ὅπλα μοι ἐποιήσω; Μὰ Δί᾽, ἔφη ἡ Πάνθεια, οὔκουν τόν γε πλείστου ἄξιον· σὺ γὰρ ἔμοιγε, ἢν καὶ τοῖς ἄλλοις φανῇς οἷόσπερ ἐμοὶ δοκεῖς εἶναι, μέγιστος κόσμος ἔσῃ. ταῦτα δὲ λέγουσα ἅμα ἐνέδυε τὰ ὅπλα, καὶ λανθάνειν μὲν ἐπειρᾶτο, ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν. [6.4.4] ἐπεὶ δὲ καὶ πρόσθεν ὢν ἀξιοθέατος ὁ Ἀβραδάτας ὡπλίσθη τοῖς ὅπλοις τούτοις, ἐφάνη μὲν κάλλιστος καὶ ἐλευθεριώτατος, ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης· λαβὼν δὲ παρὰ τοῦ ὑφηνιόχου τὰς ἡνίας παρεσκευάζετο ὡς ἀναβησόμενος ἤδη ἐπὶ τὸ ἅρμα. [6.4.5] ἐν δὲ τούτῳ ἡ Πάνθεια ἀποχωρῆσαι κελεύσασα τοὺς παρόντας πάντας ἔλεξεν· Ἀλλ᾽ ὅτι μέν, ὦ Ἀβραδάτα, εἴ τις καὶ ἄλλη πώποτε γυνὴ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα μεῖζον τῆς αὑτῆς ψυχῆς ἐτίμησεν, οἶμαί σε γιγνώσκειν ὅτι καὶ ἐγὼ μία τούτων εἰμί. τί οὖν ἐμὲ δεῖ καθ᾽ ἓν ἕκαστον λέγειν; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρεσχῆσθαι τῶν νῦν λεχθέντων λόγων. [6.4.6] ὅμως δὲ οὕτως ἔχουσα πρὸς σὲ ὥσπερ σὺ οἶσθα, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν ἦ μὴν ἐγὼ βούλεσθαι ἂν μετὰ σοῦ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ γενομένου κοινῇ γῆν ἐπιέσασθαι μᾶλλον ἢ ζῆν μετ᾽ αἰσχυνομένου αἰσχυνομένη· οὕτως ἐγὼ καὶ σὲ τῶν καλλίστων καὶ ἐμαυτὴν ἠξίωκα.
***
[6,4] Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύρος θυσίαζε, ενώ ο άλλος στρατός, αφού γευμάτισε και έκανε σπονδές, εξοπλιζόταν φορώντας πολλούς και ωραίους χιτώνες, καθώς και ωραίους θώρακες και κράνη. Εξόπλιζαν επίσης και τ᾽ άλογα με προκαλύμματα του μετώπου και των στέρνων. Όπλιζαν ακόμη και τα μόνιππα με προκαλύμματα των μηρών, ενώ αυτά που έσερναν τα άρματα, με προκαλύμματα των πλευρών, ώστε όλος ο στρατός άστραφτε από χαλκό και έλαμπε από πορφύρα. [2] Και το άρμα του Αβραδάτα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Τη στιγμή μάλιστα που αυτός θα φορούσε το λινό του θώρακα, σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου του, η Πάνθεια του πρόσφερε ένα χρυσό θώρακα και χρυσό κράνος και περιβραχιόνια, και πλατιά βραχιόλια για τους καρπούς των χεριών και κόκκινο χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια, με πτυχές στο κάτω μέρος, και λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου. Αυτά τα ετοίμασε κρυφά από τον άντρα της, αφού πήρε τα μέτρα από τα όπλα του. [3] Αυτός, όταν τα είδε, τάχασε και ρώτησε την Πάνθεια: «Δεν πιστεύω να χάλασες τα στολίδια σου για να μου κάνεις όπλα;» «Μα το Δία», είπε η Πάνθεια, «όχι βέβαια τα πιο πολύτιμα· γιατί εσύ, αν φαίνεσαι και στους άλλους, όπως φαίνεσαι και σε μένα, θα είσαι το ωραιότερο στολίδι μου.» Και ενώ έλεγε αυτά, του φορούσε συνάμα τα όπλα, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.
[4] Όταν ο Αβραδάτας, που και πρώτα ήταν ωραίος, φόρεσε αυτά τα όπλα, φάνηκε πάρα πολύ όμορφος και αρχοντικός, αφού και η φύση ήταν με το μέρος του. Στη συνέχεια πήρε από το βοηθό του τα χαλινάρια και ετοιμαζόταν πια να ανεβεί στο άρμα. [5] Τότε η Πάνθεια παρακάλεσε ν᾽ απομακρυνθούν όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, και του είπε: «Πιστεύω, Αβραδάτα, πως γνωρίζεις καλά ότι, αν υπήρξαν ποτέ γυναίκες που αγάπησαν τον άντρα τους περισσότερο από τη ζωή τους, και εγώ είμαι μια απ᾽ αυτές. Ποια η ανάγκη να αναφέρω λεπτομέρειες; Νομίζω πως οι πράξεις μου σου είναι περισσότερο πειστικές απ᾽ όσα σου είπα τώρα. [6] Ωστόσο, παρά την αφοσίωσή μου για σένα, όπως άλλωστε το ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας, ότι θα προτιμούσα να ταφώ μαζί σου στην περίπτωση που θα αναδειχθείς γενναίος, παρά να ζω καταντροπιασμένη μ᾽ έναν άντρα ατιμασμένο· τόσο μεγάλες φιλοδοξίες τρέφω για σένα και για τον εαυτό μου.»
----------------
Κύρου παιδεία 6, 4, 1-6 και 7, 3, 8-14
[6.4.1] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πρῲ Κῦρος μὲν ἐθύετο, ὁ δ᾽ ἄλλος στρατὸς ἀριστήσας καὶ σπονδὰς ποιησάμενος ἐξωπλίζετο πολλοῖς μὲν καὶ καλοῖς χιτῶσι, πολλοῖς δὲ καὶ καλοῖς θώραξι καὶ κράνεσιν· ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις· καὶ τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν ὄντας παραπλευριδίοις· ὥστε ἤστραπτε μὲν χαλκῷ, ἤνθει δὲ φοινικίσι πᾶσα ἡ στρατιά.
[6.4.2] καὶ τῷ Ἀβραδάτᾳ δὲ τὸ τετράρρυμον ἅρμα καὶ ἵππων ὀκτὼ παγκάλως ἐκεκόσμητο. ἐπεὶ δ᾽ ἔμελλε τὸν λινοῦν θώρακα, ὃς ἐπιχώριος ἦν αὐτοῖς, ἐνδύεσθαι, προσφέρει αὐτῷ ἡ Πάνθεια ‹χρυσοῦν› καὶ χρυσοῦν κράνος καὶ περιβραχιόνια καὶ ψέλια πλατέα περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη στολιδωτὸν τὰ κάτω καὶ λόφον ὑακινθινοβαφῆ. ταῦτα δ᾽ ἐποιήσατο λάθρᾳ τοῦ ἀνδρὸς ἐκμετρησαμένη τὰ ἐκείνου ὅπλα. [6.4.3] ὁ δὲ ἰδὼν ἐθαύμασέ τε καὶ ἐπήρετο τὴν Πάνθειαν· Οὐ δήπου, ὦ γύναι, συγκόψασα τὸν σαυτῆς κόσμον τὰ ὅπλα μοι ἐποιήσω; Μὰ Δί᾽, ἔφη ἡ Πάνθεια, οὔκουν τόν γε πλείστου ἄξιον· σὺ γὰρ ἔμοιγε, ἢν καὶ τοῖς ἄλλοις φανῇς οἷόσπερ ἐμοὶ δοκεῖς εἶναι, μέγιστος κόσμος ἔσῃ. ταῦτα δὲ λέγουσα ἅμα ἐνέδυε τὰ ὅπλα, καὶ λανθάνειν μὲν ἐπειρᾶτο, ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν. [6.4.4] ἐπεὶ δὲ καὶ πρόσθεν ὢν ἀξιοθέατος ὁ Ἀβραδάτας ὡπλίσθη τοῖς ὅπλοις τούτοις, ἐφάνη μὲν κάλλιστος καὶ ἐλευθεριώτατος, ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης· λαβὼν δὲ παρὰ τοῦ ὑφηνιόχου τὰς ἡνίας παρεσκευάζετο ὡς ἀναβησόμενος ἤδη ἐπὶ τὸ ἅρμα. [6.4.5] ἐν δὲ τούτῳ ἡ Πάνθεια ἀποχωρῆσαι κελεύσασα τοὺς παρόντας πάντας ἔλεξεν· Ἀλλ᾽ ὅτι μέν, ὦ Ἀβραδάτα, εἴ τις καὶ ἄλλη πώποτε γυνὴ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα μεῖζον τῆς αὑτῆς ψυχῆς ἐτίμησεν, οἶμαί σε γιγνώσκειν ὅτι καὶ ἐγὼ μία τούτων εἰμί. τί οὖν ἐμὲ δεῖ καθ᾽ ἓν ἕκαστον λέγειν; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρεσχῆσθαι τῶν νῦν λεχθέντων λόγων. [6.4.6] ὅμως δὲ οὕτως ἔχουσα πρὸς σὲ ὥσπερ σὺ οἶσθα, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν ἦ μὴν ἐγὼ βούλεσθαι ἂν μετὰ σοῦ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ γενομένου κοινῇ γῆν ἐπιέσασθαι μᾶλλον ἢ ζῆν μετ᾽ αἰσχυνομένου αἰσχυνομένη· οὕτως ἐγὼ καὶ σὲ τῶν καλλίστων καὶ ἐμαυτὴν ἠξίωκα.
…
[7.3.8] ἐπεὶ δὲ εἶδε τὴν γυναῖκα χαμαὶ καθημένην καὶ τὸν νεκρὸν κείμενον, ἐδάκρυσέ τε ἐπὶ τῷ πάθει καὶ εἶπε· Φεῦ, ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, οἴχῃ δὴ ἀπολιπὼν ἡμᾶς; καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων. [7.3.9] ὁ δὲ ἰδὼν πολὺ ἔτι μᾶλλον ἤλγησε· καὶ ἡ γυνὴ δὲ ἀνωδύρατο καὶ δεξαμένη δὴ παρὰ τοῦ Κύρου ἐφίλησέ τε τὴν χεῖρα καὶ πάλιν ὡς οἷόν τ᾽ ἦν προσήρμοσε, καὶ εἶπε· [7.3.10] Καὶ τἆλλά τοι, ὦ Κῦρε, οὕτως ἔχει· ἀλλὰ τί δεῖ σε ὁρᾶν; καὶ ταῦτα, ἔφη, οἶδ᾽ ὅτι δι᾽ ἐμὲ οὐχ ἥκιστα ἔπαθεν, ἴσως δὲ καὶ διὰ σέ, ὦ Κῦρε, οὐδὲν ἧττον. ἐγώ τε γὰρ ἡ μώρα πολλὰ διεκελευόμην αὐτῷ οὕτω ποιεῖν, ὅπως σοι φίλος ἄξιος γενήσοιτο· αὐτός τε οἶδ᾽ ὅτι οὗτος οὐ τοῦτ᾽ ἐνενόει ὅ τι πείσοιτο, ἀλλὰ τί ἄν σοι ποιήσας χαρίσαιτο. καὶ γὰρ οὖν, ἔφη, αὐτὸς μὲν ἀμέμπτως τετελεύτηκεν, ἐγὼ δ᾽ ἡ παρακελευομένη ζῶσα παρακάθημαι. [7.3.11] καὶ ὁ Κῦρος χρόνον μέν τινα σιωπῇ κατεδάκρυσεν, ἔπειτα δὲ ἐφθέγξατο· Ἀλλ᾽ οὗτος μὲν δή, ὦ γύναι, ἔχει τὸ κάλλιστον τέλος· νικῶν γὰρ τετελεύτηκε· σὺ δὲ λαβοῦσα τοῖσδε ἐπικόσμει αὐτὸν τοῖς παρ᾽ ἐμοῦ· παρῆν δὲ ὁ Γωβρύας καὶ ὁ Γαδάτας πολὺν καὶ καλὸν κόσμον φέροντες· ἔπειτα δ᾽, ἔφη, ἴσθι ὅτι οὐδὲ τὰ ἄλλα ἄτιμος ἔσται, ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα πολλοὶ χώσουσιν ἀξίως ἡμῶν καὶ ἐπισφαγήσεται αὐτῷ ὅσα εἰκὸς ἀνδρὶ ἀγαθῷ. [7.3.12] καὶ σὺ δ᾽, ἔφη, οὐκ ἔρημος ἔσῃ, ἀλλ᾽ ἐγώ σε καὶ σωφροσύνης ἕνεκα καὶ πάσης ἀρετῆς καὶ τἆλλα τιμήσω καὶ συστήσω ὅστις ἀποκομιεῖ σε ὅποι ἂν αὐτὴ ἐθέλῃς· μόνον, ἔφη, δήλωσον πρὸς ἐμὲ πρὸς ὅντινα χρῄζεις κομισθῆναι. [7.3.13] καὶ ἡ Πάνθεια εἶπεν· Ἀλλὰ θάρρει, ἔφη, ὦ Κῦρε, οὐ μή σε κρύψω πρὸς ὅντινα βούλομαι ἀφικέσθαι. [7.3.14] ὁ μὲν δὴ ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀπῄει, κατοικτίρων τήν τε γυναῖκα οἵου ἀνδρὸς στέροιτο καὶ τὸν ἄνδρα οἵαν γυναῖκα καταλιπὼν οὐκέτ᾽ ὄψοιτο. ἡ δὲ γυνὴ τοὺς μὲν εὐνούχους ἐκέλευσεν ἀποστῆναι, ἕως ἄν, ἔφη, τόνδ᾽ ἐγὼ ὀδύρωμαι ὡς βούλομαι· τῇ δὲ τροφῷ εἶπε παραμένειν, καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ, ἐπειδὰν ἀποθάνῃ, περικαλύψαι αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ. ἡ δὲ τροφὸς πολλὰ ἱκετεύουσα μὴ ποιεῖν τοῦτο, ἐπεὶ οὐδὲν ἥνυτε καὶ χαλεπαίνουσαν ἑώρα, ἐκάθητο κλαίουσα. ἡ δὲ ἀκινάκην πάλαι παρεσκευασμένον σπασαμένη σφάττει ἑαυτὴν καὶ ἐπιθεῖσα ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν. ***
[6,4] Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύρος θυσίαζε, ενώ ο άλλος στρατός, αφού γευμάτισε και έκανε σπονδές, εξοπλιζόταν φορώντας πολλούς και ωραίους χιτώνες, καθώς και ωραίους θώρακες και κράνη. Εξόπλιζαν επίσης και τ᾽ άλογα με προκαλύμματα του μετώπου και των στέρνων. Όπλιζαν ακόμη και τα μόνιππα με προκαλύμματα των μηρών, ενώ αυτά που έσερναν τα άρματα, με προκαλύμματα των πλευρών, ώστε όλος ο στρατός άστραφτε από χαλκό και έλαμπε από πορφύρα. [2] Και το άρμα του Αβραδάτα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Τη στιγμή μάλιστα που αυτός θα φορούσε το λινό του θώρακα, σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου του, η Πάνθεια του πρόσφερε ένα χρυσό θώρακα και χρυσό κράνος και περιβραχιόνια, και πλατιά βραχιόλια για τους καρπούς των χεριών και κόκκινο χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια, με πτυχές στο κάτω μέρος, και λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου. Αυτά τα ετοίμασε κρυφά από τον άντρα της, αφού πήρε τα μέτρα από τα όπλα του. [3] Αυτός, όταν τα είδε, τάχασε και ρώτησε την Πάνθεια: «Δεν πιστεύω να χάλασες τα στολίδια σου για να μου κάνεις όπλα;» «Μα το Δία», είπε η Πάνθεια, «όχι βέβαια τα πιο πολύτιμα· γιατί εσύ, αν φαίνεσαι και στους άλλους, όπως φαίνεσαι και σε μένα, θα είσαι το ωραιότερο στολίδι μου.» Και ενώ έλεγε αυτά, του φορούσε συνάμα τα όπλα, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.
[4] Όταν ο Αβραδάτας, που και πρώτα ήταν ωραίος, φόρεσε αυτά τα όπλα, φάνηκε πάρα πολύ όμορφος και αρχοντικός, αφού και η φύση ήταν με το μέρος του. Στη συνέχεια πήρε από το βοηθό του τα χαλινάρια και ετοιμαζόταν πια να ανεβεί στο άρμα. [5] Τότε η Πάνθεια παρακάλεσε ν᾽ απομακρυνθούν όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, και του είπε: «Πιστεύω, Αβραδάτα, πως γνωρίζεις καλά ότι, αν υπήρξαν ποτέ γυναίκες που αγάπησαν τον άντρα τους περισσότερο από τη ζωή τους, και εγώ είμαι μια απ᾽ αυτές. Ποια η ανάγκη να αναφέρω λεπτομέρειες; Νομίζω πως οι πράξεις μου σου είναι περισσότερο πειστικές απ᾽ όσα σου είπα τώρα. [6] Ωστόσο, παρά την αφοσίωσή μου για σένα, όπως άλλωστε το ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας, ότι θα προτιμούσα να ταφώ μαζί σου στην περίπτωση που θα αναδειχθείς γενναίος, παρά να ζω καταντροπιασμένη μ᾽ έναν άντρα ατιμασμένο· τόσο μεγάλες φιλοδοξίες τρέφω για σένα και για τον εαυτό μου.»
...
(7,3) Μόλις ο Κύρος είδε τη γυναίκα να κάθεται χάμω και το νεκρό ξαπλωμένο καταγής, δάκρυσε για τη συμφορά και είπε: [8] «Αλλοίμονο, μας άφησες λοιπόν κι έφυγες, γενναία και πιστή ψυχή;» Σήκωσε ταυτόχρονα τη δεξιά του νεκρού, και το χέρι ακολούθησε το δικό του, γιατί είχε κοπεί από τους Αιγυπτίους με κοπίδα. [9] Μόλις το είδε, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ η γυναίκα έβγαλε γοερές κραυγές, πήρε από τον Κύρο το χέρι, το φίλησε και προσπάθησε όπως μπορούσε να το βάλει πάλι στη θέση του. [10] «Και τ᾽ άλλα μέλη, Κύρε», του είπε, «βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και δεν είναι απαραίτητο να τα δεις. Ξέρω, συνέχισε, πως έπαθε αυτά, Κύρε, περισσότερο για χάρη μου, ίσως μάλιστα όχι λιγότερο και για χάρη σου. Γιατί εγώ η ανόητη τον παρακινούσα πολύ να πολεμήσει έτσι, για να αναδειχτεί αντάξιος φίλος σου· κι ο ίδιος εξάλλου, είμαι σίγουρη πως δε σκεφτόταν τι μπορούσε να πάθει, αλλά με τι τρόπο θα μπορούσε να σ᾽ ευχαριστήσει. Τώρα λοιπόν», πρόσθεσε, «αυτός πέθανε με μεγάλη αξιοπρέπεια, ενώ εγώ που τον παρακινούσα κάθομαι κοντά του ζωντανή.» [11] Ο Κύρος έκλαψε για λίγο σιωπηλά και μετά της είπε: «Αυτός, γυναίκα, πέθανε με τον ωραιότερο θάνατο, γιατί πέθανε νικητής· συ όμως, πάρε αυτά που σου προσφέρω και στόλισέ τον»· είχαν έρθει στο μεταξύ ο Γωβρύας1 και ο Γαδάτας, φέρνοντας πολλά ωραία κοσμήματα· «να ξέρεις εξάλλου», συνέχισε, «πως δε θα στερηθεί και τις άλλες τιμές, αλλά και μνήμα αντάξιο θα του στήσουμε και πολλά ζώα θα σφαγούν προς τιμή του, όσα αρμόζουν σε άντρα γενναίο. [12] Όσο για σένα, δε θα μείνεις μόνη, αλλ᾽ εγώ θα σε τιμήσω και για τη σωφροσύνη σου, και για την κάθε είδους αρετή σου, και θα αναθέσω σε κάποιον να σε οδηγήσει όπου θελήσεις· πες μου μονάχα σε ποιον θα ήθελες να πας.» [13] «Μη φοβάσαι Κύρε», του είπε η Πάνθεια, «αυτό δε θα σου τ᾽ αποκρύψω.» [14] Αυτά είπε ο Κύρος κι έφυγε με υπερβολικό οίκτο για τη γυναίκα που στερήθηκε τέτοιον άντρα και για τον άντρα που άφησε τέτοια γυναίκα και δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Η γυναίκα εξάλλου, διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «ως ότου τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός πολύ την παρακάλεσε να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως δεν το κατάφερε και την έβλεπε μάλιστα να οργίζεται, κάθισε και τόριξε στο κλάμα. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πρώτα, σφάχτηκε και ξεψύχησε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του άντρα της.----------------
1 Ισχυρός Πέρσης τόσο την εποχή του Κύρου όσο και αργότερα κατά την εποχή του Δαρείου. Υπήρξε ένας από τους επτά Πέρσες ευγενείς που ανέτρεψαν τον Ψευδο-Σμέρδη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου