Ο μύθος (αρχική σημασία της λέξης: «λόγος που προκύπτει από τη σύνταξη επιμέρους λέξεων») στην προκειμένη περίπτωση συστήνει τη βασική υπόθεση των ομηρικών επών· η οποία όμως δεν επινοήθηκε από τον ποιητή, αλλά ήταν δεδομένη και σε μεγάλο βαθμό υποχρεωτική, τόσο στα κύρια επεισόδιά της όσο και στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Στην
Ιλιάδα, παραδείγματος χάριν, η άλωση της Τροίας θεωρείται αναπόφευκτη, μολονότι δεν πραγματοποιείται στο εσωτερικό του έπους. Ως αιτία εξάλλου της σύγκρουσης μεταξύ Αχαιών και Τρώων προβάλλεται η γνωστή ήδη αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη.
Υποχρεωτικός επίσης θεωρείται και ο μελλοντικός, πρόωρος θάνατος του Αχιλλέα, αποτυπωμένος μάλιστα στο συνοδευτικό επίθετο του ήρωα
ὠκύμορος, που πάει να πει «αυτός που η μοίρα του γράφει να πεθάνει γρήγορα». Περιέργως και το άλλο τυπικό επίθετο του Αχιλλέα έχει πρώτο του συνθετικό τη λέξη
ὠκύς· ο ήρωας χαρακτηρίζεται
ὠκύπους, που σημαίνει «γρήγορος στα πόδια, στο τρέξιμο». Θα μπορούσε κάποιος, συνδυάζοντας τα δύο σύνθετα επίθετα, να πει πως ο ήρωας ήταν προορισμένος, τρέχοντας γρήγορα στους αγώνες και στη μάχη, γρήγορα να φτάσει και στον θάνατο.
Αντίστοιχα στην Οδύσσεια ο περιπετειώδης και ριψοκίνδυνος νόστος του Οδυσσέα (το όνομά του υποδηλώνει αυτόν που προκαλεί με την πονηρή εξυπνάδα του τη δυσφορία και την οργή θνητών αλλά και θεών, και μετά υφίσταται τον δικό τους θυμό), δεν γίνεται να αντιστραφεί σε σύντομο και ακίνδυνο νόστο. Ανάλογα η επίμονη συζυγική πίστη της Πηνελόπης δεσμεύει εκ των προτέρων τον ποιητή, που δεν έχει το δικαίωμα να τη διαγράψει. Σ᾽ αυτό το κρίσιμο κεφάλαιο διαφέρουν τα ομηρικά έπη από ένα νεότερο ή σύγχρονο μυθιστόρημα, η υπόθεση του οποίου (ο μύθος, η μυθοπλασία του) ανήκει στον συγγραφέα του, και από την ευστοχία της μυθοπλασίας κρίνεται σε μεγάλο βαθμό η αξία του αφηγήματος και του αφηγητή. Εντούτοις, στα ομηρικά έπη (όπως επίσης και στις τραγωδίες του 5ου αι.) ο μύθος στα συστατικά του στοιχεία προϋπάρχει και είναι γνωστός στον ακροατή. Έτσι, το ενδιαφέρον τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη μεταφέρεται στον χειρισμό πια του υποχρεωτικού αυτού μύθου: από το τι δηλαδή πάμε στο πώς. Ο χειρισμός αυτός ονομάζεται εδώ πλοκή. Τελικά η ποιητική αξία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας έχει να κάνει λιγότερο με τον μύθο τους και περισσότερο με την πλοκή τους. Γιατί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η πλοκή των ομηρικών επών (αυτή ανήκει πράγματι στον ποιητή) ανασυντάσσει τα μέρη του γνωστού τρωικού και μετατρωικού μύθου, αλλάζοντας την οικονομία του και την ποιητική σημασία του. Από την άποψη αυτή οι δύο όροι στο ζεύγος «μύθος-πλοκή» όχι μόνο συμπληρώνουν αλλά και αντιμάχονται ο ένας τον άλλον.
Μύθος και πλοκή στην Ιλιάδα
Σε πρώτη ματιά η υπόθεση της Ιλιάδας είναι περιθωριακή, σε σύγκριση με το σύνολο του τρωικού μύθου. Στον δέκατο χρόνο του πολέμου ξεσπά ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Αγαμέμνονα σφοδρή φιλονικία, επειδή ο Αγαμέμνονας επιμένει να του πάρει τη Βρισηίδα, έπαθλο από προηγούμενη νικηφόρα μάχη στα περίχωρα της Τροίας, σε αντικατάσταση της Χρυσηίδας, την οποία ο στρατάρχης των Αχαιών υποχρεώνεται να επιστρέψει στον ιερέα πατέρα της. Έτσι προκύπτει ο θυμός, η μῆνις, του Αχιλλέα, που θα τον κρατήσει μακριά από τη μάχη δεκαεπτά ολόκληρες ραψωδίες. Στο μεταξύ, η μητέρα του ήρωα, η Θέτιδα, έχει εξασφαλίσει από τον Δία την υπόσχεση ότι, για να τιμήσει τον προσβεβλημένο γιο της, θα οδηγήσει τους Αχαιούς στο χείλος της ήττας, ώστε να αναγκαστούν να ζητήσουν από τον Αχιλλέα την επιστροφή του στο πεδίο της μάχης. Τελικά ο θυμωμένος ήρωας επιστρέφει στον πόλεμο, μόνο όταν σκοτώνεται ο αγαπημένος του σύντροφος Πάτροκλος από τον Έκτορα, για να εκδικηθεί τον φόνο του φίλου του. Στη φονική μανία του εξοντώνει και διασύρει βάναυσα τον Έκτορα, αφού έχει εξαναγκάσει όσους Τρώες γλίτωσαν τον αφανισμό να αποσυρθούν μέσα στο κάστρο. Μετά, θρηνώντας σπαρακτικά για τον χαμό του Πατρόκλου, ετοιμάζει την πυρά που θα αποτεφρώσει τον νεκρό και προκηρύσσει επιτάφιους αγώνες προς τιμή του.
Ο εξακολουθητικός όμως διασυρμός του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα προκαλεί την οργή και τον ἔλεον των θεών, οι οποίοι, με τη συνδρομή του Ερμή και της Θέτιδας, πετυχαίνουν να παραδώσει ο Αχιλλέας το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του Πρίαμο. Συμφωνώντας μαζί του να γίνει ανακωχή έντεκα ημερών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η έντιμη ταφή του γιου του. Έτσι τελειώνει, σάμπως να κόβεται απότομα, η αφήγηση της Ιλιάδας.
Όποιος έχει μάθει, από παιδική έστω μυθολογία, τα κύρια επεισόδια και τους πρωταγωνιστές του τρωικού πολέμου, μάλλον απογοητεύεται από την τόσο ισχνή υπόθεση της Ιλιάδας, που αφήνει έξω από το αφηγηματικό της πλαίσιο κορυφαία περιστατικά του τρωικού μύθου, τα οποία μας είναι γνωστά από τις σωζόμενες περιλήψεις των άλλων ποιημάτων του επικού κύκλου. Παραδείγματα από την Αιθιοπίδα: ο αγώνας του Αχιλλέα με την αμαζόνα Πενθεσίλεια, η μονομαχία του με τον μελαψό Μέμνονα, τον γιο της Ηώς, η τελική σύγκρουσή του με τον Πάρη, στην οποία ο μεγάλος ήρωας πέφτει νεκρός, παγιδευμένος από τον θεό Απόλλωνα. Παραδείγματα από την Ιλίου πέρσιν: η άλωση της Τροίας με τον δόλο του δούρειου ίππου, και η ανίερη αρπαγή της Κασσάνδρας από τον Αίαντα.
Τόσα και τέτοια εντυπωσιακά επεισόδια του τρωικού μύθου και πολέμου η Ιλιάδα φαίνεται να τα παραμερίζει, επιμένοντας στη δική της λιτή αφήγηση· η οποία, σε αντίθεση προς τη δεκάχρονη διάρκεια του τρωικού πολέμου, περιορίζει τη μάχιμη δράση της σε τέσσερις μόλις ημέρες, αδρανοποιεί στα τρία τέταρτα του έπους τον Αχιλλέα και επιμένει στον διπλό φόνο του Πατρόκλου και του Έκτορα. Παρά ταύτα, με τη δική της, ανατρεπτική σχεδόν, πλοκή κατορθώνει το ακατόρθωτο. Επιχειρώντας μια τομή στον κορμό του τρωικού πολέμου, δείχνει την ανατομία του, δικαιώνοντας τον τίτλο της· ως Ιλιάδα διεκδικεί τον δικό της ιλιαδικό μύθο, μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενα του τρωικού μύθου, φιλοξενώντας μόνο τα σπέρματά του. Αφηγείται δηλαδή με τον πιο συναρπαστικό τρόπο την τραγωδία του τρωικού πολέμου, αναδεικνύοντας συγχρόνως το ήθος και το κλέος των ηρώων του και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Κορυφαίο παράδειγμα το ζεύγος Αχιλλέα-Έκτορα, το οποίο καθορίζει το παράδοξο τέλος του έπους. Προηγουμένως όμως αξίζει να δούμε με τι λογής ελιγμούς εξοφλεί η Ιλιάδα τα χρέη της απέναντι στον μύθο του τρωικού πολέμου, από τον οποίο και δανείζεται τον δικό της μύθο.
Ένας τρόπος αυτής της εξόφλησης είναι οι προληπτικές αναφορές σε όσα κρίσιμα γεγονότα πρόκειται να συμβούν. Παραδείγματα: ο Έκτορας στην περίφημη συνομιλία του με την Ανδρομάχη προλέγει με απόλυτη βεβαιότητα την πτώση της Τροίας· η Θέτιδα προειδοποιεί απερίφραστα τον γιο της πως, αν παραμείνει στην Τροία, τον περιμένει γρήγορος θάνατος. Με ανάλογους ελιγμούς η Ιλιάδα ενσωματώνει στο δικό της αφηγηματικό παρόν σκηνές και περιστατικά του τρωικού μύθου, που λογικά ανήκουν στην αρχή του και όχι στον τελευταίο, δέκατο χρόνο του. Έτσι, πριν από την πρώτη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, που προετοιμάζεται στη δεύτερη ραψωδία του έπους, ο ποιητής δεν διστάζει να παραθέσει κατάλογο πλοίων και στρατιωτικής δύναμης των Αχαιών, ο οποίος συμπληρώνεται με τον αντίστοιχο κατάλογο των Τρώων και των επικούρων τους. Η πρώτη, εξάλλου, συλλογική μάχη της Ιλιάδας καθυστερεί απροσδόκητα, καθώς στην τρίτη ραψωδία του έπους συμφωνούν με όρκο Αχαιοί και Τρώες να λύσουν την πολεμική τους διαφορά με μονομαχία του Μενελάου και του Πάρη. Λύση που θα είχε πάλι τη λογική της θέση στην αρχή του πολέμου, αλλά μεταφέρεται και δραματοποιείται με εξαιρετική τόλμη εδώ. Με άλλα λόγια: η Ιλιάδα συγκεντρώνει μέσα στο δικό της ολιγοήμερο αφηγηματικό παρόν σήματα από το μυθολογικό παρελθόν της και το μυθολογικό της μέλλον, όπως τα είχε ορίσει ο προηγούμενος τρωικός μύθος.
Η Ιλιάδα χαρακτηρίζεται έπος ηρωικό, επειδή ακριβώς κεντρικό της θέμα έχει τον πόλεμο, όπου κατεξοχήν συγκρούονται αντίπαλοι ήρωες. Ο ιλιαδικός ωστόσο πόλεμος δεν είναι μήτε μονότονος μήτε μονότροπος, και αυτό οφείλεται στη γενικότερη δραματική πλοκή του έπους. Η δραματοποίηση του ιλιαδικού πολέμου κατορθώνεται με πολλούς τρόπους που εναλλάσσονται. Πρώτα με τις διαφορετικές τυπικές μορφές που παίρνει η πολεμική σύγκρουση στην εξέλιξή της: μέσα στη δίνη της συλλογικής μάχης ξεχωρίζουν οι τύποι της μονομαχίας και της αριστείας. Εφαρμογές της μονομαχίας έχουμε περισσότερες, ξεχωρίζουν όμως του Μενελάου με τον Πάρη στην τρίτη ραψωδία, του Αχιλλέα με τον Έκτορα στην εικοστή δεύτερη. Αριστεία εξάλλου γνωρίζουν οι σημαντικότεροι ήρωες στο στρατόπεδο των Αχαιών: ο Διομήδης, ο Αγαμέμνονας, ο Ιδομενέας, ο Αίας, ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας, και άλλοι. Ανάμεσα στους Τρώες σημαντικότερη αποδεικνύεται η αριστεία του Έκτορα, ο οποίος στην κρισιμότερη καμπή του ιλιαδικού πολέμου, όσο ακόμη απέχει από τη μάχη ο Αχιλλέας, περνά την αμυντική οχύρωση των Αχαιών και βάζει φωτιά σε ένα από τα πλοία τους. Με την εναλλαγή λοιπόν αυτών των μορφών (συλλογική μάχη, μονομαχία, αριστεία) εξασφαλίζεται η πολεμική ποικιλία.
Ο ιλιαδικός όμως πόλεμος δραματοποιείται και με άλλους απρόβλεπτους τρόπους: με τις αναβολές του, με τις αντιστροφές του, με τις αναστολές του. Είδαμε προηγουμένως πόσο καθυστερεί η πρώτη συλλογική σύγκρουση Αχαιών και Τρώων· πραγματοποιείται μόλις στο δεύτερο μέρος της τέταρτης ραψωδίας. Η αναβολή προκαλεί ασφαλώς αναμονή και ένταση στον ακροατή του έπους, χρειάζεται όμως έντεχνος χειρισμός της, για να μη γυρίσουν τα αισθήματα αυτά σε ανυπόμονη δυσφορία. Ο ποιητής της Ιλιάδας διαθέτει στο έπακρο την αφηγηματική αυτή επιδεξιότητα.
Οι αντιστροφές αφορούν την απροσδόκητη εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου. Τυπικό παράδειγμα τα όσα συμβαίνουν, μετά και παρά την υπόσχεση του Δία προς τη Θέτιδα, στην πρώτη ραψωδία του έπους. Ενώ δηλαδή ο Δίας βεβαιώνει τη μάνα του Αχιλλέα ότι θα αφήσει τους Τρώες να στριμώξουν άσχημα τους Αχαιούς, ωσότου αναζητήσουν τον απέχοντα από τη μάχη Αχιλλέα, για έξι τουλάχιστον ραψωδίες οι Αχαιοί κρατούν το μαχητικό προβάδισμα. Αν ο ποιητής επιλέγει τη μέθοδο αυτή για να ερεθίσει την απορία του ακροατηρίου του, ο Δίας την επιτρέπει, υποχωρώντας προσωρινά στη φιλελληνική φιλοτιμία της Ήρας και της Αθηνάς. Η αντιστροφή ωστόσο αυτή περιπλέκεται ακόμη περισσότερο στην αρχή της δεύτερης ραψωδίας.
Θέλοντας ο Δίας να παραπλανήσει τον Αγαμέμνονα, του στέλνει μέσα στην άγρια νύχτα τον οὖλον (τον δόλιο) Όνειρο, που βεβαιώνει τον κοιμισμένο αρχηγό του στρατού ότι έφτασε επιτέλους η ώρα της τελικής νίκης των Αχαιών, και πρέπει, μόλις ξημερώσει, να τους ξεσηκώσει για την αποφασιστική μάχη. Ο Αγαμέμνονας, ανυποψίαστος για τον δόλο του Δία, εμπιστεύεται το μήνυμα του Ονείρου, αλλά έχει την παράλογη έμπνευση να αντιστρέψει το περιεχόμενό του. Στην ταραγμένη συνάθροιση του στρατού το πρωί της άλλης μέρας ανακοινώνει την απόφασή του να σταματήσουν οι Αχαιοί την ατελέσφορη πια πολιορκία της Τροίας, να μπουν στα καράβια τους, και να επιστρέψει καθένας στον τόπο του· πιστεύοντας πως η απαισιόδοξη προτροπή του θα προκαλέσει θετική αντίδραση και θα διπλασιάσει την πολεμική όρεξη του στρατού. Η προσδοκία όμως αυτή παταγωδώς διαψεύδεται: οι Αχαιοί, με την κυνική παρέμβαση και του αντιηρωικού Θερσίτη, παίρνουν στα σοβαρά τη σύσταση του Αγαμέμνονα, διαλύουν τη συνέλευση και τρέχουν προς τα πλοία τους, πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τον κίνδυνο της μάχης, για να γυρίσουν σώοι στα σπίτια τους. Έτσι ο ποιητής ανατρέπει προσωρινά την ηρωική παράδοση, υποβάλλοντας την απραγματοποίητη τελικά υπόθεση της αντιστροφής της σε φυγόμαχη δειλία.
Ο τρίτος και σημαντικότερος τρόπος δραματοποίησης του ιλιαδικού πολέμου είναι οι ενδιάμεσες αναστολές του, οι προσωρινές παύσεις του, στο διάκενο των οποίων αναπτύσσονται απόλεμες ή αντιπολεμικές συνομιλίες. Ομιλητικές δηλαδή σκηνές, οι οποίες επιδιώκουν να φέρουν σε συμφιλιωτική επαφή πρόσωπα που ο πόλεμος τα έχει χωρίσει, ακόμη και αντίπαλους ήρωες. Σ᾽ αυτό το σύμπλεγμα των συνομιλιών ξεχωρίζουν η συζυγική ομιλία του Έκτορα και της Ανδρομάχης στην έκτη ραψωδία και η συμφιλιωτική (εταιρική) ομιλία του Αχιλλέα και του Πριάμου στην εικοστή τέταρτη. Αν η συζυγική σχέση Έκτορα και Ανδρομάχης εξαρθρώνεται στη συνέχεια του ιλιαδικού πολέμου με τον φόνο του Έκτορα από τον Αχιλλέα, η εταιρική ομιλία Αχιλλέα-Πριάμου οδηγείται στο θετικό της τέλος, αποφασισμένο ήδη από τους θεούς: ο Έκτορας επιστρέφεται, όπως είδαμε, στους δικούς του για έντιμη ταφή, ο πόλεμος Αχαιών και Τρώων αναστέλλεται για έντεκα μέρες, και μ᾽ αυτή την, προσωρινά έστω, απόλεμη συμφιλίωση ο ποιητής σφραγίζει το έπος του. Στο σημείο όμως αυτό αναγνωρίζεται η κυριότερη απόκλιση του ιλιαδικού από τον τρωικό πόλεμο.
Ο τρωικός πόλεμος, όπως εξάλλου κάθε παραδοσιακός πόλεμος, αργά ή γρήγορα τερματίζεται με τη νίκη του ενός και την ήττα του άλλου αντιπάλου. Στην περίπτωση όμως του ιλιαδικού μύθου η πολεμική αυτή αρχή αφηγηματικά ανατρέπεται. Καθώς η συνομιλία Πριάμου και Αχιλλέα οδηγεί στην απόφαση εντεκαήμερης αποχής Αχαιών και Τρώων από τη φονική μάχη, και το έπος τελειώνει με την πραγματοποίηση αυτής της απόφασης, η αίσθηση του ακροατή είναι πως ο ιλιαδικός πόλεμος τερματίζεται δίχως νικητές και ηττημένους. Αντ᾽ αυτού οι δύο αντίπαλοι εξισώνονται σε ό,τι αφορά τις τραγικές τους απώλειες: οι Αχαιοί έχουν χάσει τον Πάτροκλο, που εκπροσωπεί τον Αχιλλέα (όχι μόνο επειδή είναι ο αναντικατάστατος φίλος του, αλλά και επειδή μπήκε στη μάχη ντυμένος στα δικά του όπλα)· οι Τρώες έχουν χάσει τον Έκτορα, τον στυλοβάτη της Τροίας, τον «Αστυάνακτά» τους. Ο Έκτορας ευθύνεται για τον φόνο του Πατρόκλου· ο Αχιλλέας για τον φόνο του Έκτορα. Η εξίσωση αποδεικνύεται αλάνθαστη, και στην τραγική αυτή δικαιοσύνη στηρίζεται η συμφιλίωση Πριάμου και Αχιλλέα, η οποία οδηγεί στην αμοιβαία απόφαση για αναστολή του τρωικού πολέμου. Η αναστολή όμως συμπίπτει με το τέλος του ιλιαδικού πολέμου, που πάει να πει: με το τέλος της Ιλιάδας. Όπου οι αντίπαλοι ισορροπούν τώρα μεταξύ τους, καθώς ο αμοιβαίος σπαραγμός του Αχιλλέα για την απώλεια του Πατρόκλου και του Πριάμου για τον χαμό του Έκτορα έχει μετατρέψει τη φονική εκδίκηση σε συμπαθητική συμφιλίωση. Με άλλα λόγια: το έπος της Ιλιάδας τελειώνει (μαζί του και ο ιλιαδικός πόλεμος), ομολογώντας την τραγωδία της πολεμικής αλληλοσφαγής· αντιπροτείνοντας ένα φιλάνθρωπο αφηγηματικό τέλος, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή, πραγματική υποτίθεται, έκβαση του τρωικού πολέμου.
Μύθος και πλοκή στην Οδύσσεια
Σε σύγκριση προς τον ιλιαδικό μύθο ο μύθος της Οδύσσειας διαθέτει μεγαλύτερη θεματική ποικιλία και αφηγηματική γοητεία, αλλά σε προσεκτικότερο έλεγχο αποδεικνύεται μάλλον δύσχρηστος σε κάποια σημεία του, ίσως και προβληματικός. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο ποιητής της Οδύσσειας συμπλέκει στην εξέλιξη του έπους και άλλα ετερόκλητα στοιχεία. Στον βαθμό δηλαδή που ο νόστος του Οδυσσέα αποτελεί κεφάλαιο των μετατρωικών νόστων (για τους οποίους διαθέτουμε την περίληψη ενός ομότιτλου έπους), εντάσσεται ομαλά στα ευρύτερα συμφραζόμενα του τρωικού μύθου, τα οποία και συστήνουν το δεύτερο, μεταπολεμικό του μέρος. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια παραμένει, κατά το πρότυπο της Ιλιάδας, έπος ηρωικό, για τον πρόσθετο λόγο ότι φιλοξενεί στο εσωτερικό της πρωταγωνιστικούς ήρωες του ιλιαδικού έπους, εκτός από τον Οδυσσέα. Η «Μνηστηροφονία» εξάλλου (η προετοιμασία και η πραγματοποίηση της οποίας καλύπτουν το δεύτερο μισό της Οδύσσειας) σκηνοθετείται λίγο πολύ ως αριστεία, η οποία, παρά τις ιδιόρρυθμες διαφορές της, παραπέμπει στις ιλιαδικές αριστείες.
Γύρω όμως από τον μεταπολεμικό αυτό επικό άξονα περιστρέφονται και κάποια, λίγο πολύ άσχετα, θέματα, τα οποία έχουν διαφορετική προέλευση και ανάλογο ήθος και ύφος. Στο πλαίσιο, λόγου χάριν, των «Μεγάλων Απολόγων», εμφανίζονται και συμπλέκονται διηγήσεις που προδίδουν εξερευνητικό ανθρωπογεωγραφικό ενδιαφέρον, καθώς και αφηγηματικά επεισόδια παραμυθικά και τερατικά, που ανήκουν στον κόσμο της εξωτικής φαντασίας. Και οι δύο αυτές θεματικές ομάδες προέρχονται σίγουρα από αφηγημένες ταξιδιωτικές περιπέτειες, εντοπισμένες σε απόμακρα μέρη. Φαίνεται εξάλλου πως μια αρχαιότερη διήγηση της αργοναυτικής εκστρατείας τροφοδότησε τους «Απολόγους» με τέτοια αφηγηματικά παράδοξα, τα οποία ο ποιητής της Οδύσσειας τα μετέτρεψε σε ριψοκίνδυνα κατορθώματα του Οδυσσέα στην εξέλιξη του μετατρωικού του νόστου.
Αν τα στοιχεία αυτά ενσωματώθηκαν στον εξωτερικό νόστο του ήρωα (προτού δηλαδή πατήσει ο Οδυσσέας το πόδι του στην Ιθάκη), στον αφηγηματικό κορμό του εσωτερικού τώρα νόστου (όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται πια και κινείται στην Ιθάκη), εύκολα αναγνωρίζονται ίχνη μιας νουβέλας (ανάλογης προς τη δική μας δημοτική παραλογή) με θέμα της τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Απόδειξη το σύμπλεγμα των αναγνωρισμών του Οδυσσέα, ή ο όμιλος των μνηστήρων, οι οποίοι πιέζουν την Πηνελόπη να ξαναπαντρευτεί διαλέγοντας κάποιον ανάμεσά τους. Το θέμα αυτό αναλογεί επίσης στη νουβέλα του ξενιτεμένου συζύγου, ο οποίος γυρίζει αργά, αγνώριστος και ανέλπιστος σπίτι του, τη μέρα που η γυναίκα του ετοιμάζει δεύτερο γάμο. Μόνο που οι μνηστήρες της Οδύσσειας πολλαπλασιάζουν αυτό τον δεύτερο γαμπρό της νουβέλας, τον οποίο ο ξενιτεμένος οφείλει να εξουδετερώσει για να ανακτήσει τη γυναίκα του και το σπιτικό του. Αλλά και το άθλημα του τόξου, που επιλέγει η Πηνελόπη στην Οδύσσεια, για να δοκιμάσει τους μνηστήρες της, θυμίζει ανάλογα νοβελιστικά αθλήματα πρώτου γάμου, όπου ο νικητής παίρνει ως έπαθλο την επίδοξη νύφη. Όλα αυτά τα -παράταιρα μάλλον σ᾽ ένα ηρωικό έπος- στοιχεία ο ποιητής της Οδύσσειας τα συνταιριάζει καλά με το θέμα της μνηστηροφονίας. Και αυτό είναι σημαντικό κατόρθωμα της πλοκής.
Το άλλο σημαντικότερο αποτέλεσμα της πλοκής αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο συμπλέκει ο ποιητής της Οδύσσειας τον νόστο του Οδυσσέα με τους νόστους άλλων επικών ηρώων. Οι νόστοι αυτοί (οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοξενούνται στην Οδύσσεια) σχηματίζουν μια συνολική τυπολογία, που μοιράζεται σε τρεις επιμέρους, τυπικές επίσης, κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν νόστοι με ευτυχισμένο και άμεσο τέλος. Παράδειγμα ο νόστος του Νέστορα, τον οποίο διηγείται ο ίδιος στην τρίτη ραψωδία του έπους. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει νόστους που πραγματοποιούνται δίχως καθυστέρηση, απολήγουν όμως σε τραγικό τέλος και συνεπάγονται εκδικητικού τύπου εμπλοκές. Κορυφαίο παράδειγμα ο νόστος του Αγαμέμνονα, ο οποίος κατασφάζεται ανελέητα από τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ενώ την εκδίκηση του στυγερού αυτού φόνου την αναλαμβάνει αργότερα ο Ορέστης. Πρόκειται για τραγικό νόστο που διασπείρεται σε περισσότερα μέρη της Οδύσσειας: τον υπαινίσσεται ο Δίας ήδη στη «Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας· τον εξιστορούν διεξοδικότερα ο Νέστορας και ο Μενέλαος στην τρίτη και στην τέταρτη ραψωδία· τον διηγείται συνοπτικά, αλλά σπαρακτικά, ο ίδιος ο Αγαμέμνονας στη «Μεγάλη Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας και τον ξαναθυμάται στη «Μικρή Νέκυια» της εικοστής τέταρτης. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία, που την εκπροσωπεί μέσα στην Οδύσσεια ο Μενέλαος, ανήκουν οι περιπετειώδεις και ριψοκίνδυνοι νόστοι, που εκκρεμούν πολλά χρόνια και συνεπάγονται μερικές απώλειες, προτού καθυστερημένα συντελεστούν.
Σ᾽ αυτό το τυπικό πλαίσιο νόστων, που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε και ελάσσονες, ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη σημασία και φυσιογνωμία του ο επιβλητικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος αποτελεί το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας. Αναλογικά συγγενεύει περισσότερο με τον νόστο του Μενελάου, μολονότι σε κρίσιμα σημεία τον υπερβάλλει. Η δική του εκκρεμότητα διαρκεί δέκα ολόκληρα χρόνια έναντι των οκτώ του Μενελάου. Συγκριτικά καλύπτει μεγαλύτερο χώρο (πραγματικό και φανταστικό) από τον νόστο του Μενελάου, από τον οποίο λείπουν οι εξωτικοί σταθμοί. Η καθήλωση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς δεν έχει μόνο μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη του Μενελάου στο νησί Φάρος, μπροστά στην Αίγυπτο, αλλά θέτει και οριακά διλήμματα στον ήρωα, ο οποίος πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη της προηγούμενής του ζωής· να προκρίνει το γήρας και τη θνητότητα, αντί της αγηρασίας και της αθανασίας που του προσφέρει η Καλυψώ. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις απώλειες των συντρόφων, ο ολοκληρωτικός αφανισμός των εταίρων του Οδυσσέα αποτελεί μοναδική εξαίρεση στη σχετική παράδοση· ακόμη και ο Μενέλαος χάνει τους μισούς μόνο συντρόφους του. Παρά ταύτα, οι δύο αυτοί νόστοι αποτελούν συγγενικό ζεύγος με τα κοινά σημεία που διαθέτουν, ανάμεσα στα οποία διακρίνονται και οι ανάλογες οδηγίες νόστου από τον Πρωτέα προς τον Μενέλαο και από τον Τειρεσία προς τον Οδυσσέα.
Το απροσδόκητο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο νόστος του Οδυσσέα, υποθετικά έστω, εμπεριέχει και τις δύο άλλες μορφές νόστου: τον άμεσο και ευτυχή, που αντιστοιχεί, λόγου χάριν, στον Νέστορα· αλλά και τον άμεσο και τραγικό, που αναλογεί στον Αγαμέμνονα. Συγκεκριμένα: στην τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας, όπου ο Νέστορας διηγείται στον Τηλέμαχο τον δικό του νόστο, τον βεβαιώνει ότι στην αρχή τον ακολούθησε και ο Οδυσσέας μέχρι την Τένεδο, μαζί με τους μισούς Αχαιούς, που συμφώνησαν με τον Μενέλαο πως πρέπει να μπουν αμέσως στα καράβια τους, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, εγκαταλείποντας δίχως καθυστέρηση τη λεηλατημένη και ρημαγμένη Τροία. Μετά όμως ο Οδυσσέας (σύμφωνα με τη διήγηση του Νέστορα πάντα) άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω στην Τροία, για να σμίξει με τον Αγαμέμνονα, ο οποίος επέμενε πως έπρεπε πρώτα οι Αχαιοί να θυσιάσουν εκατόμβη στη θεά Αθηνά, για να μαλακώσουν τον χόλο της, και ύστερα να επιστρέψουν στην πατρίδα. Εκδοχή που σημαίνει ότι: θα μπορούσε και ο Οδυσσέας να έχει την καλή τύχη του Νέστορα, επιστρέφοντας αμέσως και δίχως απώλειες στην Ιθάκη, αν έμενε σταθερός στην πρώτη του απόφαση και δεν πήγαινε με το μέρος του Αγαμέμνονα, καθυστερώντας έτσι τον νόστο του.
Αυτή όμως η έλξη του Οδυσσέα προς τον Αγαμέμνονα δεν σταματά εδώ. Εξελίσσεται, και δραματοποιείται στην πορεία του έπους ως πιθανή αναλογική σύμπτωση της μοίρας του Οδυσσέα με την τραγική μοίρα του βασιλιά των Μυκηνών. Την πιθανότητα αυτή την υπαινίσσεται προκαταβολικά ο Δίας στη «Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας, υπενθυμίζοντας το αποτρεπτικό παράδειγμα του Αιγίσθου, ο οποίος έσμιξε παράνομα με την Κλυταιμνήστρα, σκότωσε βάναυσα τον Αγαμέμνονα, ώσπου τον αφάνισε η φονική εκδίκηση του Ορέστη. Το συντελεσμένο όμως αυτό παράδειγμα των Μυκηνών (Αγαμέμνονας-Αίγισθος-Κλυταιμνήστρα-Ορέστης) αναλογεί στο πιθανό παράδειγμα της Ιθάκης. Φτάνει οι μνηστήρες να μιμηθούν τον Αίγισθο, η Πηνελόπη να ενδώσει στις ερωτικές ορέξεις τους, και ο Τηλέμαχος να αντιγράψει τον εκδικητικό ρόλο του Ορέστη. Η πιθανή αυτή αναλογία επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε κομβικά σημεία του έπους και σαν μαύρο σύννεφο επισκιάζει συνεχώς τον νόστο του Οδυσσέα, ώσπου να διαλυθεί με τη μνηστηροφονία. Επομένως, ο νόστος του Οδυσσέα, κρατώντας τα δικά του διακριτικά χαρακτηριστικά, παραπέμπει και στους άλλους τυπικούς νόστους που φιλοξενεί το έπος της Οδύσσειας· κατά κάποιον τρόπο τους συναιρεί και γίνεται έτσι αντιπροσωπευτικός φορέας όλων των νόστων.
Στα αφηγηματικά εξάλλου κατορθώματα της πλοκής στην Οδύσσεια ανήκει και ο τρόπος που χειρίζεται ο ποιητής τόσο τους διακεκριμένους χρόνους του έπους του όσο και τους διακεκριμένους χώρους του. Η Οδύσσεια, διαφορετικά από την Ιλιάδα, δεν ρέει σε συνεχή χρόνο. Ο ποιητικός της χρόνος μοιράζεται στα δύο: στο αφηγηματικό της παρόν, που το δραστικό μέρος του παραμένει ολιγοήμερο, και στο αφηγηματικό του παρελθόν, που αποδεικνύεται μακρόχρονο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση αναγνωρίζεται στη σύνθεση των δύο αυτών χρόνων, καθώς ο μακρός χρόνος εισχωρεί («εγκιβωτίζεται», όπως λέμε) στον μικρό χρόνο μαζί με το αφηγηματικό του περιεχόμενο.
Η μέθοδος αυτή συνεπάγεται μια πρώτη διήγηση που αρχίζει στη μέση, σε κάποιο δηλαδή κρίσιμο σημείο του αφηγηματικού παρόντος. Αλλά, καθώς προχωρεί, οπισθοδρομεί, για να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη διήγηση, που αναφέρεται τώρα στο ποιητικό παρελθόν· πρόκειται για τη μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων», που την αναλαμβάνει ο ίδιος ο Οδυσσέας στις ραψωδίες ι-μ. Μεσολαβούν τα οκτώ και κάτι χρόνια της καθήλωσης του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Και αυτά ανήκουν στο ποιητικό παρελθόν του έπους, εκτός από τις δύο τελευταίες μέρες, που μεταφέρονται στο ποιητικό παρόν και στις οποίες η Καλυψώ υπακούει στην εντολή του Δία, με εντολοδόχο θεό τον Ερμή, ελευθερώνει επιτέλους τον Οδυσσέα από τα ερωτικά της θέλγητρα και τον προπέμπει στον καθυστερημένο του νόστο, βοηθώντας και στην κατασκευή της σχεδίας του. Πρόκειται για την αφήγηση στο πρώτο μισό της πέμπτης ραψωδίας.
Το δεύτερο μισό, που ανήκει επίσης στο ποιητικό παρόν, αφιερώνεται στο έσχατο συντριπτικό ναυάγιο του ήρωα, που θα τον φέρει τελικά εξοντωμένο στις ακτές της Σχερίας. Έτσι πλέκεται το χρονικό δίχτυ της Οδύσσειας, όσο ακόμη εκκρεμεί ο εξωτερικός νόστος του πρωταγωνιστή της και αναβάλλεται η επιστροφή του στην Ιθάκη. Συνήθως γίνεται λόγος για αναδρομική διήγηση, που καθιέρωσε το τέχνασμα του φλας μπακ. Στην πραγματικότητα όμως αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία της χρονικής αυτής αναδρομής: πραγματοποιείται σε ενδιάμεσο σταθμό, στο νησί των Φαιάκων, και όχι, όπως θα περιμέναμε, στην Ιθάκη. Έτσι όμως φτάσαμε στο θέμα των διακεκριμένων χώρων της Οδύσσειας, που είναι τρία νησιά.
Αφηγηματικά προηγείται το νησί της Καλυψώς, απόμακρος και απόκοσμος ειδυλλιακός τόπος ερωτικής απομόνωσης του Οδυσσέα, όπου παίζονται η ίδια η ανθρώπινή του φύση, η συζυγική του πίστη και βεβαίως η επιστροφή του στην Ιθάκη. Το δέλεαρ, όπως είπαμε, της Καλυψώς προς τον θνητό εραστή της είναι η προσφορά αγηρασίας και αθανασίας, με αντάλλαγμα την προτίμηση της λήθης αντί της επίμονης και βασανιστικής μνήμης. Τελικά ο ήρωας, με τη μεσολάβηση των θεών (της Αθηνάς κυρίως), αποδεσμεύεται από τον ληθαργικό κλοιό της Καλυψώς και επιστρέφει στην περιπέτεια του νόστου του, μόνος τώρα και δίχως εταίρους, καθώς όλοι τους έχουν αφανιστεί εδώ και χρόνια, μετά την ασέβειά τους στο νησί της Θρινακίας, όπου έσφαξαν και έφαγαν τα ιερά γελάδια του Ήλιου.
Ο δρόμος ωστόσο για την Ιθάκη εμποδίζεται ακόμη από τον θυμωμένο Ποσειδώνα, ο οποίος συντρίβει τη σχεδία του Οδυσσέα και τον αφήνει στο έλεος μιας ανελέητης καταιγίδας ανάμεσα σε θεόρατα κύματα. Παρά ταύτα, ο ήρωας σώζεται με το μαγνάδι της θαλασσινής Ινώς και, αναπλέοντας τις εκβολές ενός θεϊκού ποταμού, βγαίνει στη θαμνώδη στεριά της Σχερίας, όπου και πέφτει εξαντλημένος σε βαθύ ύπνο. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: την άλλη μέρα, συγκινημένη μαζί του η Ναυσικά, κόρη του βασιλιά, οδηγεί τον Οδυσσέα με ασφάλεια στο βασιλικό παλάτι, όπου γενναιόδωρα τον υποδέχονται ο Αλκίνοος και η Αρήτη, τον συστήνουν στους Φαίακες, του προσφέρουν πλούσια δώρα ξενίας και του εξασφαλίζουν την προπομπή του με το μαγικό τους πλοίο. Εκεί, μπροστά στους Φαίακες, ύστερα από απαίτηση του Αλκινόου, αποκαλύπτει ο Οδυσσέας την ταυτότητά του και μαγεύει τους ακροατές του με τη διήγηση των «Απολόγων» του.
Αν ο εξωτικός και ληθαργικός παράδεισος της Ωγυγίας συστήνει τον μεγάλο ερωτικό πειρασμό, τον οποίο, όψιμα έστω, αφήνει πίσω του ο Οδυσσέας, το νησί των Φαιάκων, σε σύγκριση προς το προπολιτισμικό νησί της Καλυψώς, είναι τόσο πολιτισμένο, που μοιάζει σχεδόν με πολιτισμική ουτοπία. Προσφέρεται επομένως, με τους αθλητικούς του αγώνες, με τους χορούς και με τα τραγούδια του τυφλού αοιδού Δημοδόκου, όσο κανένας άλλος τόπος, όχι μόνο για να διηγηθεί ο Οδυσσέας τα πάθη του νόστου του, αλλά και για να επιδείξει την αφηγηματική του δεξιοτεχνία, αντάξια ενός έμπειρου αοιδού-ραψωδού. Εντοπισμένοι λοιπόν οι «Μεγάλοι Απόλογοι» στη Σχερία, βρίσκουν την πιο πρόσφορη υποδοχή τους, που ασφαλώς δεν θα την είχαν στην Ιθάκη.
Η Ιθάκη (το τρίτο νησί που προβάλλεται στο αφηγηματικό παρόν της Οδύσσειας) είναι ακριβώς, σε αντίθεση τόσο προς την Ωγυγία όσο και προπαντός προς τη Σχερία, ένας χώρος όχι μόνο οδυνηρά πραγματικός αλλά και με διασαλευμένη, εξαιτίας των μνηστήρων, την ηθική και πολιτική του τάξη. Την αποκατάσταση της χαμένης αυτής τάξης συστήνει η Αθηνά στον νεαρό Τηλέμαχο στο πλαίσιο της πρώτης ραψωδίας, αλλά το δυσκατόρθωτο αυτό κατόρθωμα ανήκει στον ίδιο τον Οδυσσέα, που το πραγματοποιεί, με τη βοήθεια και του Τηλεμάχου, προοδευτικά στο δεύτερο μισό του έπους.
Εντούτοις, ακόμη και μετά τη συντελεσμένη μνηστηροφονία η Ιθάκη κινδυνεύει από την εκδικητική στάση των Ιθακησίων, η οποία μόλις στην έξοδο του έπους κατευνάζεται, και επιτέλους το νησί του νόστου, με την παρέμβαση του Δία και της Αθηνάς, ηρεμεί. Επομένως, ο χρόνος της Οδύσσειας είναι διπλός και ο χώρος της τριπλός. Σ᾽ αυτό το πεντάγραμμο της οδυσσειακής πλοκής εγγράφεται ο μύθος του έπους.
Ομηρικά μεγαθέματα: πόλεμος - ομιλία - νόστος
Τρία μεγάλα θέματα (με μια λέξη: μεγαθέματα) συμπλέκονται και συγκρούονται μεταξύ τους στα δύο ομηρικά έπη, με διαφορετικό όμως τρόπο και αντίθετη έκβαση στο ένα και στο άλλο: ο πόλεμος, η ομιλία και ο νόστος. Στην Ιλιάδα το ισχυρό θέμα του έπους είναι ο πόλεμος, ο οποίος δοκιμάζει ή και συνθλίβει τις ομιλητικές σχέσεις και αποκλείει εξ ορισμού, όσο συνεχίζεται, τον νικηφόρο νόστο. Παράδειγμα κορυφαίο της εξοντωτικής επίδρασης του πολέμου στις ενδιάμεσες ομιλίες είναι η διάλυση που επιφέρει στη συζυγική ομιλία του Έκτορα και της Ανδρομάχης, η οποία διαβαθμίζεται σε τρεις σκηνές της έκτης, της εικοστής δεύτερης και της εικοστής τέταρτης ραψωδίας.
Στην έκτη ραψωδία η Ανδρομάχη, με τον νήπιο Αστυάνακτα στην αγκαλιά της, προσπαθεί να αποσπάσει τον Έκτορα από το επικίνδυνο πεδίο της μάχης στις ασφαλέστερες προσβάσεις του κάστρου, αλλά εκείνος δεν πείθεται, μολονότι προαισθάνεται την τελική πτώση της Τροίας, που συνεπάγεται τον δικό του αφανισμό και την αιχμαλωσία της γυναίκας του. Όταν στην εικοστή δεύτερη ραψωδία ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα, ο σπαρακτικός θρήνος της Ανδρομάχης παροξύνει το προηγούμενο κλάμα της στο τέλος της έκτης ραψωδίας. Και εδώ αναγνωρίζεται η δεύτερη βαθμίδα της εξαρθρωμένης συζυγικής ομιλίας εξαιτίας του πολέμου. Η τρίτη και τελική βαθμίδα της εντοπίζεται στην τελευταία ραψωδία του έπους: ο Πρίαμος επιστρέφει το σώμα του σκοτωμένου Έκτορα στην τειχισμένη Τροία, και τότε, ανάμεσα στους άλλους επικήδειους θρήνους, ξεχωρίζει πάλι ο συζυγικός κομμός της Ανδρομάχης. Στο σημείο εξάλλου αυτό διασταυρώνονται, λοξά έστω, τα μεγαθέματα του πολέμου και της ομιλίας στην Ιλιάδα με το μεγάθεμα του νόστου· ενός νόστου όμως νεκρώσιμου, που τον αναγγέλλει η Κασσάνδρα από τις επάλξεις του κάστρου της Τροίας, όταν διακρίνει τον Πρίαμο να πλησιάζει με το σώμα του αδελφού της και θυμάται πώς νοστούσε ο Έκτορας, επιστρέφοντας άλλοτε από το πεδίο της μάχης, ζωντανός στην Τροία. Εκείνο τον νόστο παραβάλλει τώρα με τον νεκρώσιμο νόστο που βλέπει μπροστά της (τον εξονομάζει με το ίδιο ρήμα: νοστέω - νοστῶ).
Στη μεταπολεμική Οδύσσεια το μεγάθεμα του πολέμου υποχωρεί. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι και μηδενίζεται. Κατά κανόνα, εμφανίζεται παραλλαγμένο, συντηρώντας μόνο τον πυρήνα του, δηλαδή τον φόνο, ατομικό και συλλογικό. Έτσι, αν εξαιρεθεί η πρώτη περιπέτεια των «Απολόγων» (η σύγκρουση των εταίρων του Οδυσσέα με τους Κίκονες της θρακικής ακτής), που προσομοιάζει με κανονική μάχη, στις άλλες περιπτώσεις το θέμα του πολέμου εμφανίζεται σε ιδιόρρυθμες παραλλαγές. Η προφανέστερη παραλλαγή είναι αυτή της μνηστηροφονίας: φονική επιχείρηση, σε κλειστό όμως χώρο, ενός (έστω λίγων) με πολλούς, όπου στην πρώτη και σημαντικότερη φάση της ως φονικό όπλο χρησιμοποιείται εξ επαφής το τόξο - τακτική που δεν ισχύει κατά κανόνα στις ιλιαδικές συγκρούσεις. Μόνον όταν τα βέλη του Οδυσσέα εξαντλούνται, ο αμοιβαίος αγώνας προσφεύγει στα δόρατα. Κατά τα άλλα, οι μνηστήρες απειλούν με προσωπικό φόνο τον νεαρό Τηλέμαχο, κατά την επιστροφή του από την Πελοπόννησο, αλλά τελικά το φονικό τους σχέδιο δεν ευοδώνεται χάρη στην προειδοποίηση της Αθηνάς. Τέλος, φονικές απειλές εκτοξεύονται από τους μνηστήρες και εναντίον του Οδυσσέα, όσο λείπει ο ήρωας ή κυκλοφορεί μέσα στο παλάτι της Ιθάκης σαν ξένος ζήτουλας.
Αντίθετα προς την υποβάθμιση του πολέμου, στην Οδύσσεια αναβαθμίζονται τα μεγαθέματα του νόστου και της ομιλίας, τα οποία, όπως είδαμε, στην Ιλιάδα συνθλίβονται. Η αναβάθμισή τους συντελείται προοδευτικά και κορυφώνεται στο τέλος του έπους, όταν ο Οδυσσέας επιβάλλει πια με τη μνηστηροφονία τον νόστο του και ξανακερδίζει τη βασιλική εξουσία και τη γυναίκα του. Στο μεταξύ, το θέμα του νόστου προσκρούει σε διαδοχικές αντιστάσεις: κυρίως στον θυμό του Ποσειδώνα, όσο ο ήρωας βρίσκεται ακόμη μακριά από την Ιθάκη· έπειτα στην αντίσταση των μνηστήρων, οι οποίοι μέχρι την τελευταία στιγμή πιστεύουν ότι ο Οδυσσέας έχει αφανιστεί στον δρόμο της επιστροφής του· τέλος, στη δυσπιστία των δικών και των φίλων (κατά σειρά: του Τηλεμάχου, της Ευρύκλειας, του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, της Πηνελόπης και του Λαέρτη) - η δυσπιστία αυτή αίρεται κάθε φορά με τη μέθοδο του αναγνωρισμού.
Μαζί με την επιβράβευση του νόστου επιβραβεύεται στην Οδύσσεια και το μεγάθεμα της ομιλίας, όχι μόνο της συζυγικής αλλά και της παρασυζυγικής. Και εδώ έχουμε χαρακτηριστική απόκλιση από την Ιλιάδα, όπου η παρασυζυγική σχέση του Πάρη με την Ελένη θεωρείται αφορμή του τρωικού πολέμου και αντιμετωπίζεται αρνητικά ή τουλάχιστον με επιφύλαξη. Στην Οδύσσεια αντίθετα οι παρασυζυγικές σχέσεις του Οδυσσέα πρώτα με την Κίρκη και μετά με την Καλυψώ (σχέσεις εν μέρει προαιρετικές και εν μέρει αναγκαστικές) λειτουργούν στην αρχή αρνητικά, ύστερα όμως θετικά, προάγοντας τον νόστο του Οδυσσέα. Και οι δύο αυτές δαιμονικές θεές δοκιμάζουν να καθηλώσουν, καθεμιά με τον τρόπο της, τον Οδυσσέα στο κρεβάτι τους· μετά όμως υποχωρούν στον πόθο επιστροφής του ήρωα στον τόπο του και γίνονται καλοί αγωγοί του νόστου του.
Όσο για την κορυφαία ομιλητική σχέση του έπους, τη συζυγική ομιλία Οδυσσέα και Πηνελόπης, αυτή φαίνεται να αντιγράφει την ιλιαδική συζυγική ομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης, αντιστρέφοντας όμως και τη φορά και την έκβασή της. Όπως η διάσημη ιλιαδική συζυγική ομιλία, έτσι και η οδυσσειακή διαβαθμίζεται σε τρεις ραψωδίες. Στη δέκατη έβδομη ραψωδία η πρώτη διαλογική επικοινωνία της Πηνελόπης με τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα γίνεται μέσω διερμηνέα, του Εύμαιου, όπου και συμφωνείται ο άμεσος διάλογός τους για αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν θα αδειάσει η αίθουσα του παλατιού από τους ενοχλητικούς μνηστήρες. Η δεύτερη αυτή προγραμματισμένη βαθμίδα της συζυγικής ομιλίας (μακρότερη της πρώτης και δραματοποιημένη) συντελείται στη δέκατη ένατη ραψωδία· εκεί παρ᾽ ολίγον να καταλήξει στον αναγνωρισμό του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, αλλά τελικά τον προσδοκώμενο αναγνωρισμό τον κλέβει κατά κάποιον τρόπο από τη βασίλισσα της Ιθάκης η Ευρύκλεια, με το επεισόδιο των «Νίπτρων». Η τρίτη και κορυφαία βαθμίδα επιφυλάσσεται για μετά τη μνηστηροφονία, στην εικοστή τρίτη ραψωδία του έπους: εδώ δοκιμάζονται και αναγνωρίζονται οι σύζυγοι με σημάδια απαραγνώριστα, και η συζυγική ομιλία στεφανώνεται με τη διαλογική τους συνομιλία πρώτα, και με την ερωτική τους συνεύρεση μετά.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, για άμεση ή έμμεση σχέση της Οδύσσειας με την Ιλιάδα· οι οποίες άλλους ερευνητές τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ταυτίζεται ο ποιητής τους, και άλλους ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση «χωρίζονται» δύο ποιητές, που ο ένας (ο νεότερος της Οδύσσειας) μαθητεύει στον αρχαιότερο (της Ιλιάδας). Όπως κι αν έχει το πράγμα, η αντιθετική αναλογία ανάμεσα στην ιλιαδική και στην οδυσσειακή συζυγική ομιλία δεν μπορεί να είναι τυχαία: προϋποθέτει αποφασισμένη παραπομπή της δεύτερης στην πρώτη.