συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον [στρ. ι]
ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζω-
αί, κυλινδέσκοντό τε κραιπνότεραι
210 ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες· ἀλλ᾽ ἤ-
δη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς
ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν. ἐς Φᾶσιν δ᾽ ἔπειτεν
ἤλυθον, ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν
μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ᾽ αὐτῷ.
πότνια δ᾽ ὀξυτάτων βελέων
ποικίλαν ἴϋγγα τετράκναμον Οὐλυμπόθεν
215 ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ
μαινάδ᾽ ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν [αντ. ι]
πρῶτον ἀνθρώποισι λιτάς τ᾽ ἐπαοιδὰς
ἐκδιδάσκησεν σοφὸν Αἰσονίδαν·
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ᾽ αἰ-
δῶ, ποθεινὰ δ᾽ Ἑλλὰς αὐτάν
ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς.
220 καὶ τάχα πείρατ᾽ ἀέθλων δείκνυεν πατρωΐων·
σὺν δ᾽ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ᾽
ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν
δῶκε χρίεσθαι. καταίνησάν τε κοινὸν γάμον
γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι.
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσ- [επωδ. ι]
σοις ἄροτρον σκίμψατο
225 καὶ βόας, οἳ φλόγ᾽ ἀπὸ ξαν-
θᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός,
χαλκέαις δ᾽ ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν᾽ ἀμειβόμενοι
τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος. ὀρ-
θὰς δ᾽ αὔλακας ἐντανύσαις
ἤλαυν᾽, ἀνὰ βωλακίας δ᾽ ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον
γᾶς. ἔειπεν δ᾽ ὧδε· «Τοῦτ᾽ ἔργον βασιλεύς,
230 ὅστις ἄρχει ναός, ἐμοὶ τελέσαις
ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω,
***
από των Συμπληγάδων το σμίξιμο το ακαταμάχητο [στρ. ι]να τους γλιτώσει. Ήτανε δυο και ζωντανές,και πιο ορμητικά κυλούσαν210κι απ᾽ των βαρύβουων ανέμων τις στρατιές.Όμως των ημιθέων ο πλους εκείνοςστην κίνησή τους έβαλε πια τέλος.Έπειτα φτάσανε στον Φάση,όπου αναμετρήθηκαν με τους Κόλχουςτους φοβερούς μπροστά στον ίδιο τον Αιήτη.Αλλά η αρχόντισσα των φτερωτών βελώνέδεσε την παρδαλή ίυγγα σε ακατέλυτο τροχό215κι από τα τέσσερα άκρα της, η Κυπρογεννημένη,
κι από τον Όλυμπο στους ανθρώπους επρωτόφερε το μανικό πουλί· [αντ. ι]έτσι δίδαξε τον Αισονίδη να γίνει επιδέξιοςστα παρακάλια και τα ξόρκια, ώστε να χάσει η Μήδειαστον σεβασμό για τους γονιούς τηςκι ο πόθος της για την Ελλάδα να ταράζειτη φλογισμένη της καρδιά με το μαστίγιο της Πειθούς.220Ευθύς εκείνη του φανέρωσε το τέλος που θα πάρουνοι άθλοι που του ζήταγε ο πατέρας της.Με το λάδι ανάμιξε βοτάνιαγια τους σκληρούς τους πόνους και του ᾽δωσε ν᾽ αλείβεται·έτσι συμφώνησαν οι δυο σε γάμου κοινωνίαγλυκιά να σμίξουν.
Κι όταν ο Αιήτης έστησε στη μέση [επωδ. ι]το διαμαντένιο αλέτρι και τα βόδια225που απ᾽ τα ξανθά σαγόνια τους πετούσαν φλόγεςαπό φωτιά αστραφτερή και, πότε το ένα πότε το άλλο,βροντοχτυπούσανε τη γη με τις χαλκές οπλές τους,αυτός τραβώντας τα μόνος τούς φόρεσε τη ζεύγλα.Και χάραξε ολόισιο αυλάκι, καθώς τα έφερνε μπρος πίσω στο χωράφι,κι έσκιζε της γης τα στέρνα σε βάθος μιας οργιάς. Κι είπε τούτα τα λόγια:«Αυτό το έργο ο βασιλιάς,230του καραβιού ο αρχηγός, αν μου το βγάλει πέρα,γι᾽ αθάνατο στρωσίδι του θα πάρει
ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζω-
αί, κυλινδέσκοντό τε κραιπνότεραι
210 ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες· ἀλλ᾽ ἤ-
δη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς
ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν. ἐς Φᾶσιν δ᾽ ἔπειτεν
ἤλυθον, ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν
μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ᾽ αὐτῷ.
πότνια δ᾽ ὀξυτάτων βελέων
ποικίλαν ἴϋγγα τετράκναμον Οὐλυμπόθεν
215 ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ
μαινάδ᾽ ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν [αντ. ι]
πρῶτον ἀνθρώποισι λιτάς τ᾽ ἐπαοιδὰς
ἐκδιδάσκησεν σοφὸν Αἰσονίδαν·
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ᾽ αἰ-
δῶ, ποθεινὰ δ᾽ Ἑλλὰς αὐτάν
ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς.
220 καὶ τάχα πείρατ᾽ ἀέθλων δείκνυεν πατρωΐων·
σὺν δ᾽ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ᾽
ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν
δῶκε χρίεσθαι. καταίνησάν τε κοινὸν γάμον
γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι.
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσ- [επωδ. ι]
σοις ἄροτρον σκίμψατο
225 καὶ βόας, οἳ φλόγ᾽ ἀπὸ ξαν-
θᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός,
χαλκέαις δ᾽ ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν᾽ ἀμειβόμενοι
τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος. ὀρ-
θὰς δ᾽ αὔλακας ἐντανύσαις
ἤλαυν᾽, ἀνὰ βωλακίας δ᾽ ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον
γᾶς. ἔειπεν δ᾽ ὧδε· «Τοῦτ᾽ ἔργον βασιλεύς,
230 ὅστις ἄρχει ναός, ἐμοὶ τελέσαις
ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω,
***
από των Συμπληγάδων το σμίξιμο το ακαταμάχητο [στρ. ι]να τους γλιτώσει. Ήτανε δυο και ζωντανές,και πιο ορμητικά κυλούσαν210κι απ᾽ των βαρύβουων ανέμων τις στρατιές.Όμως των ημιθέων ο πλους εκείνοςστην κίνησή τους έβαλε πια τέλος.Έπειτα φτάσανε στον Φάση,όπου αναμετρήθηκαν με τους Κόλχουςτους φοβερούς μπροστά στον ίδιο τον Αιήτη.Αλλά η αρχόντισσα των φτερωτών βελώνέδεσε την παρδαλή ίυγγα σε ακατέλυτο τροχό215κι από τα τέσσερα άκρα της, η Κυπρογεννημένη,
κι από τον Όλυμπο στους ανθρώπους επρωτόφερε το μανικό πουλί· [αντ. ι]έτσι δίδαξε τον Αισονίδη να γίνει επιδέξιοςστα παρακάλια και τα ξόρκια, ώστε να χάσει η Μήδειαστον σεβασμό για τους γονιούς τηςκι ο πόθος της για την Ελλάδα να ταράζειτη φλογισμένη της καρδιά με το μαστίγιο της Πειθούς.220Ευθύς εκείνη του φανέρωσε το τέλος που θα πάρουνοι άθλοι που του ζήταγε ο πατέρας της.Με το λάδι ανάμιξε βοτάνιαγια τους σκληρούς τους πόνους και του ᾽δωσε ν᾽ αλείβεται·έτσι συμφώνησαν οι δυο σε γάμου κοινωνίαγλυκιά να σμίξουν.
Κι όταν ο Αιήτης έστησε στη μέση [επωδ. ι]το διαμαντένιο αλέτρι και τα βόδια225που απ᾽ τα ξανθά σαγόνια τους πετούσαν φλόγεςαπό φωτιά αστραφτερή και, πότε το ένα πότε το άλλο,βροντοχτυπούσανε τη γη με τις χαλκές οπλές τους,αυτός τραβώντας τα μόνος τούς φόρεσε τη ζεύγλα.Και χάραξε ολόισιο αυλάκι, καθώς τα έφερνε μπρος πίσω στο χωράφι,κι έσκιζε της γης τα στέρνα σε βάθος μιας οργιάς. Κι είπε τούτα τα λόγια:«Αυτό το έργο ο βασιλιάς,230του καραβιού ο αρχηγός, αν μου το βγάλει πέρα,γι᾽ αθάνατο στρωσίδι του θα πάρει
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου