Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, ακόμη και χωρίς αναγωγές στους σύγχρονους καιρούς, είναι αφ’ εαυτής ικανή να δώσει ριζικές απαντήσεις στη σημερινή φενάκη της αστικής δημοκρατίας. Πώς όμως εμπειρώμεθα σήμερα αυτή τη φενάκη; Στις εποχές μας συνήθως γίνεται πολύς λόγος για δημοκρατία και η συνταγματική της κατοχύρωση νοείται ως ένα πολίτευμα, όπου διασφαλίζεται η «κυριαρχία» του «λαού» και ανατροφοδοτείται από καθορισμένες εκάστοτε συμμετοχικές του πράξεις, όπως για παράδειγμα, η συμμετοχή στο να εκλέγει εκείνους που θα τον εκπροσωπήσουν στα διάφορα πολιτικά, νομοθετικά, εκτελεστικά όργανα εξουσίας. Οι εκάστοτε «εκπρόσωποι» όμως, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αποδεικνύονται εν έργω εκπρόσωποι του φίλαυτου εαυτού και όχι του πάσχοντος πολίτη· βέβαια δεν κουράζονται διόλου να επικαλούνται τη «δημοκρατία» και το συμφέρον του λαού, ειδικά όταν χρειάζεται να νομοθετούν ενάντια στην ουσία της δημοκρατίας και προς ίδιον συμφέρον. Γι’ αυτό και η εκπροσώπηση ή η αντιπροσώπευση δεν παραπέμπει υποχρεωτικά ή ουσιαστικά στη λαϊκή κυριαρχία παρά στην υπονόμευσή της: κρατά την ευρεία μάζα του λαού μακριά από την άμεση συμμετοχή της στις διάφορες πολιτικές λειτουργίες και κατ’ επέκταση μακριά από μια αντίστοιχη πολιτική παιδεία. Το αποτέλεσμα είναι: αυτή η μάζα να μετατρέπεται, όχι σπάνια, σε όχλο κομματικο-γραφειοκρατικών γενίτσαρων –ή άκριτων ψηφοφόρων– που εννοούν να στραγγαλίζουν εν τη γενέσει του καθετί το διαφορετικό, ουσιαστικά να πνίγουν κάθε δική τους παρόρμηση απογενιτσαροποίησής τους. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα γενιτσαρισμού ανδρώνονται, κατά κανόνα, και οι ίδιοι οι πολιτικοί «εκπρόσωποι», γιατί αλλιώς ποιος μη γενίτσαρος θα δεχόταν να πολιτικολογεί για λογαριασμό τρίτων. Εάν η εν λόγω εκπροσώπηση ή αντιπροσώπευση στα πρώτα βήματα της αστικής-νεωτερικής κοινωνίας ήταν ένα από τα θεμέλια δημοκρατικής λειτουργίας της τελευταίας, στις μετανεωτερικές εποχές αποτελεί μέγιστο βραχνά (Μαρξ). Γιατί; Επειδή λειτουργεί, εν πολλοίς, αλλοτριωτικά για την πλειοψηφία των πολιτών και την καταδικάζει σε απάθεια. Χαρακτηριστικά είναι, ως προς το θέμα, τα λόγια του Χέγκελ από τη Φαινομενολογία του πνεύματος (§588): «όπου ο Εαυτός είναι παρών δι’ αντιπροσώπευσης …εκεί αυτός δεν είναι πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι».
Πώς κατανοεί ο Αριστοτέλης τη δημοκρατία; Από άποψη μιας καθολικής αρχής, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, «δημοκρατία υπάρχει, όταν κατέχουν την εξουσία οι φτωχοί και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι. Συμβαίνει ασφαλώς οι πρώτοι να είναι πολλοί και οι δεύτεροι λίγοι. Οι ελεύθεροι δηλαδή είναι πολλοί και οι πλούσιοι λίγοι» (Πολιτικά 1290b). Εδώ βλέπουμε ότι η δημοκρατία προσδιορίζεται ποσοτικά ως εξουσία των πολλών και είναι, ως τέτοια ποσότητα, ευθέως αντίθετη προς την εξουσία των λίγων. Το ποσοτικό κριτήριο όμως δεν αρκεί, γιατί και σε μια εξουσία του λαού ο καταπιεστικός χαρακτήρας της εξουσίας ως τέτοιας παραμένει, άρα η ισότητα δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο του πολιτεύματος, αλλά επιβάλλεται –εάν επιβάλλεται– βίαια. Ο Αριστοτέλης συγχρόνως αναφέρει και το στοιχείο της ελευθερίας: οι πολλοί υποτίθεται ότι δύνανται να συμμετέχουν στην εξουσία, να άρχουν, γιατί είναι ελεύθεροι. Τούτο υποδηλώνει πως, εάν η έννοια της ελευθερίας κατανοείται στην ποιοτική της έκφανση ως άμεση πραγμάτωση της πολιτικής αρετής, τότε οι ελεύθεροι πολλοί έρχονται –οφείλουν να έρχονται– στην εξουσία όχι ως εξουσιομανείς πεινασμένοι ή ασυνάρτητοι πολιτικολόγοι, όπως συμβαίνει με πολλούς όψιμους «δημοκράτες» και «σοσιαλ-ριζοσπάστες» του παρόντος διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, αλλά για να πραγματώσουν την ως άνω πολιτική αρετή. Θεμελιώδη συστατικά της τελευταίας, μεταξύ άλλων, είναι: η άμεση συμμετοχή του πολίτη στην άσκηση της εξουσίας –όχι η [απατηλή] εκπροσώπηση– η αίσθηση του δικαίου που εκπορεύεται από την αντίστοιχη φιλοσοφικο-πολιτική παιδεία, η απουσία βαναυσότητας, αμοραλισμού, αγελαίας συμπεριφοράς και πάνω από όλα η εφαρμογή της αρχής: «ο πολίτης να μην άρχεται από καμιά εξουσία, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ο καθένας να άρχεται με τη σειρά του» (Πολιτικά 1317a). Ετούτη η τελευταία αρχή απαντά σε όλα τα αινίγματα του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου της Ελλάδας. Πιο ειδικά: οι βασικοί εκπρόσωποι του σύγχρονου πολιτικαντισμού –που συνήθως άρχει– φροντίζουν ή να διαιωνίζουν την εξουσία τους – κυρίως αν είναι διεφθαρμένοι– ή να πλουτίζουν δια της εξουσίας και να αποσύρονται για να απολαύσουν τον πλούτο τους. Η οντολογική τους αγωνία, η οποία πλειστάκις είναι θανατηφόρα για αυτούς και παρηγορητική για τους πολίτες, είναι να αποφεύγουν να άρχονται. Όμως η αριστοτελική αρχή είναι αμείλικτη: «όλοι οι άρχοντες να εκλέγονται από όλους του πολίτες· όλοι να γίνονται άρχοντες του καθενός και ο καθένας άρχοντας όλων» (ό.π.). Εάν στοιχειωδώς ίσχυαν αυτές οι αρχές στη σημερινή ελλαδική πολιτικο-κοινωνική φαυλότητα, δεν θα υπήρχαν οι ατέλειωτες κοιλάδες των δακρύων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου