Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΦΙΛΩΝΟΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ

ΛΥΣ 31.8–23

(ΛΥΣ 31) Διήγησις: Οι κατακριτέες πράξεις του Φίλωνα

[8] Οὗτος γάρ, ὦ βουλή, ὅτε ἡ συμφορὰ τῇ πόλει ἦν (ἧς
ἐγώ, καθ’ ὅσον ἀναγκάζομαι, κατὰ τοσοῦτον μέμνημαι),
ἐκκεκηρυγμένος ἐκ τοῦ ἄστεως ὑπὸ τῶν τριάκοντα μετὰ
τοῦ ἄλλου πλήθους τῶν πολιτῶν τέως μὲν ᾤκει ἐν ἀγρῷ,
ἐπειδὴ δὲ οἱ ἀπὸ Φυλῆς κατῆλθον εἰς τὸν Πειραιᾶ, καὶ
οὐ μόνον οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκ τῆς ὑπερορίας
οἱ μὲν εἰς τὸ ἄστυ οἱ δ’ εἰς τὸν Πειραιᾶ συνελέγοντο,
καὶ καθ’ ὅσον ἕκαστος οἷός τ’ ἦν, κατὰ τοσοῦτον ἐβοήθει
τῇ πατρίδι, τὰ ἐναντία ἅπασι τοῖς ἄλλοις πολίταις ἐποίησε·
[9] συσκευασάμενος γὰρ τὰ ἑαυτοῦ ἐνθένδε εἰς τὴν ὑπερορίαν
ἐξῴκησε, καὶ ἐν Ὠρωπῷ μετοίκιον κατατιθεὶς ἐπὶ προστά-
του ᾤκει, βουληθεὶς παρ’ ἐκείνοις μετοικεῖν μᾶλλον ἢ
μεθ’ ἡμῶν πολίτης εἶναι. οὐ τοίνυν οὐδ’ ὥσπερ ἔνιοί τινες
τῶν πολιτῶν μετεβάλοντο, ἐπειδὴ ἑώρων τοὺς ἀπὸ Φυλῆς
ἐν οἷς ἔπραττον εὐτυχοῦντας, οὐδὲ τούτων τι τῶν εὐτυχη-
μάτων ἠξίωσε μετασχεῖν, ἐπὶ κατειργασμένοις μᾶλλον ἐλ-
θεῖν βουλόμενος ἢ συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν
τῇ κοινῇ πολιτείᾳ συμφερόντων· οὐ γὰρ ἦλθεν εἰς τὸν Πει-
ραιᾶ, οὐδ’ ἔστιν ὅπου ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν. [10] καίτοιγε
ὅστις εὐτυχοῦντας ὁρῶν ἡμᾶς ἐτόλμα προδιδόναι, τί ποτε
ὡς μὴ ἐβουλόμεθά γε πράττοντας ἐποίησεν ἄν; ὅσοι μὲν
τοίνυν διὰ συμφορὰς ἰδίας οὐ μετέσχον τῶν τότε γενομέ-
νων τῇ πόλει κινδύνων, συγγνώμης τινὸς ἄξιοί εἰσι τυχεῖν·
οὐδενὶ γὰρ οὐδὲν ἑκούσιον δυστύχημα γίγνεται· [11] ὅσοι δὲ
γνώμῃ τοῦτο ἔπραξαν, οὐδεμιᾶς συγγνώμης ἄξιοί εἰσιν· οὐ
γὰρ διὰ δυστυχίαν ἀλλὰ δι’ ἐπιβουλὴν ἐποίησαν αὐτό. κα-
θέστηκε δέ τι ἔθος δίκαιον πᾶσιν ἀνθρώποις τῶν αὐτῶν
ἀδικημάτων μάλιστα ὀργίζεσθαι τοῖς μάλιστα δυναμένοις
μὴ ἀδικεῖν, τοῖς δὲ πένησιν ἢ ἀδυνάτοις τῷ σώματι συγ-
γνώμην ἔχειν διὰ τὸ ἡγεῖσθαι ἄκοντας αὐτοὺς ἁμαρτάνειν.
[12] οὗτος τοίνυν οὐδεμιᾶς συγγνώμης ἄξιός ἐστι τυχεῖν· οὔτε
γὰρ τῷ σώματι ἀδύνατος ἦν ταλαιπωρεῖν, ὡς καὶ ὑμεῖς
ὁρᾶτε, οὔτε τῇ οὐσίᾳ ἄπορος λῃτουργεῖν, ὡς ἐγὼ ἀπο-
δείξω. ὅστις οὖν ὅσον δυνατὸς ἦν ὠφελεῖν, τοσοῦτον κακὸς
ἦν, πῶς οὐκ ἂν εἰκότως ὑπὸ πάντων ὑμῶν μισοῖτο; [13] ἀλλὰ
μὴν οὐδ’ ἀπεχθήσεσθέ γε τῶν πολιτῶν οὐδενὶ τοῦτον ἀπο-
δοκιμάσαντες, <ὃς> οὔ τι τοὺς ἑτέρους ἀλλ’ ἀμφοτέρους
φανερός ἐστι προδούς, ὥστε μήτε τοῖς ἐν τῷ ἄστει γενο-
μένοις φίλον προσήκειν εἶναι τοῦτον (οὐ γὰρ ἠξίωσεν ὡς
αὐτοὺς ἐλθεῖν κινδυνεύοντας), μήτε τοῖς τὸν Πειραιᾶ κατα-
λαβοῦσιν· οὐδὲ γὰρ τούτοις ἠθέλησε συγκατελθεῖν,
καὶ ταῦτα καὶ ἀστὸς γενόμενος. [14] εἰ μέντοι τι μέρος περίε-
στι τῶν πολιτῶν ὅ τι τῶν αὐτῶν μετέσχε τούτῳ πραγμά-
των, μετ’ ἐκείνων, ἐάν ποτε (ὃ μὴ γένοιτο) λάβωσι τὴν
πόλιν, βουλεύειν ἀξιούτω.

Ὡς οὖν ᾤκει τε ἐν Ὠρωπῷ ἐπὶ προστάτου καὶ ἐκέ-
κτητο ἱκανὴν οὐσίαν καὶ οὔτ’ ἐν τῷ Πειραιεῖ οὔτ’ ἐν τῷ
ἄστει ἔθετο τὰ ὅπλα, ἵνα εἰδῆτε ὅτι ταῦτα πρῶτον ἀληθῆ
λέγω, ἀκούσατε τῶν μαρτύρων.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ

[15] Ὑπολείπεται τοίνυν αὐτῷ λέγειν ὡς τῷ μὲν σώματι
δι’ ἀσθένειάν τινα γενομένην ἀδύνατος κατέστη βοηθῆσαι
εἰς τὸν Πειραιᾶ, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων ἐπαγγειλάμενος
αὐτὸς ἢ χρήματ’ εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον ἢ
ὁπλίσαι τινὰς τῶν ἑαυτοῦ δημοτῶν, ὥσπερ καὶ ἄλλοι πολ-
λοὶ τῶν πολιτῶν αὐτοὶ οὐ δυνάμενοι λῃτουργεῖν τοῖς σώ-
μασιν. [16] ἵνα οὖν μὴ ἐγγένηται αὐτῷ ψευσαμένῳ ἐξαπατῆσαι,
καὶ περὶ τούτων ἤδη σαφῶς ὑμῖν ἀποδείξω, ἐπειδὴ ὕστε-
ρον οὐκ ἐξέσται μοι παρελθόντι ἐνθάδ’ ἐλέγχειν αὐτόν.
καί μοι κάλει Διότιμον τὸν Ἀχαρνέα καὶ τοὺς αἱρεθέν-
τας μετ’ αὐτοῦ τοὺς δημότας ὁπλίσαι ἀπὸ τῶν εἰσενεχθέν-
των χρημάτων.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ ΜΕΤΑ ΔΙΟΤΙΜΟΥ

[17] Οὗτος τοίνυν οὐχ ὅπως ὠφελήσει τὴν πόλιν ἐν τοιούτῳ
καιρῷ καὶ τοιαύτῃ καταστάσει διενοήθη, ἀλλ’ ὅπως τι
κερδανεῖ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων συμφορῶν παρεσκευάσατο· ὁρ-
μώμενος γὰρ ἐξ Ὠρωποῦ, τοτὲ μὲν αὐτὸς μόνος, τοτὲ δ’ ἑτέ-
ροις ἡγούμενος οἷς τὰ ὑμέτερα δυστυχήματα εὐτυχήματα
ἐγεγόνει, [18] περιιὼν κατὰ τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐντυγχάνων τῶν
πολιτῶν τοῖς πρεσβυτάτοις, οἳ κατέμειναν ἐν τοῖς δήμοις
ὀλίγα μὲν τῶν ἐπιτηδείων ἔχοντες, ἀναγκαῖα δέ, εὖνοι μὲν
ὄντες τῷ πλήθει, ἀδύνατοι δὲ ὑπὸ τῆς ἡλικίας βοηθεῖν,
τούτους ἀφῃρεῖτο τὰ ὑπάρχοντα, περὶ πλείονος ποιούμενος
αὐτὸς μικρὰ κερδαίνειν ἢ ἐκείνους μηδὲν ἀδικεῖν· οἳ νῦν
αὐτὸν δι’ αὐτὸ τοῦτο οὐχ οἷοί τέ εἰσιν ἐπεξελθεῖν ἅπαν-
τες, δι’ ὅπερ καὶ τότε ἀδύνατοι τῇ πόλει βοηθεῖν ἦσαν.
[19] οὐ μέντοι τοῦτόν γε χρὴ διὰ τὴν ἐκείνων ἀδυναμίαν δὶς
ὠφεληθῆναι, τότε τ’ ἀφελόμενον ἃ εἶχον, νῦν τε δοκιμα-
σθέντα ὑφ’ ὑμῶν· ἀλλὰ κἂν ὁστισοῦν παραγένηται τῶν ἀδι-
κηθέντων, μέγα αὐτὸ ἡγήσασθε εἶναι, καὶ τοῦτον ὑπερμι-
σήσατε, ὅστις ἐτόλμησεν, οἷς ἕτεροι διδόναι παρ’ ἑαυτῶν
τι προῃροῦντο διὰ τὴν ἀπορίαν οἰκτίραντες αὐτούς, τούτων
ἀφαιρεῖσθαι τὰ ὑπάρχοντα. κάλει μοι τοὺς μάρτυρας.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ

[20] Οὐ τοίνυν ἔγωγε οἶδα ὅ τι ὑμᾶς διαφερόντως δεῖ
γιγνώσκειν περὶ αὐτοῦ ἢ οἱ οἰκεῖοι γιγνώσκουσι· τοιαῦτα
γάρ ἐστιν, ὥστ’ εἰ καὶ μηδὲν αὐτῷ ἄλλο ἡμάρτητο, διὰ
μόνα ταῦτα δίκαιον εἶναι ἀποδοκιμασθῆναι. οἷα μὲν οὖν
ζῶσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ κατηγόρει, παρήσω· ἐξ ὧν δὲ τελευ-
τῶσα τὸν βίον διεπράξατο τεκμαιρομένοις ῥᾴδιόν ἐστιν ὑμῖν
γνῶναι ὁποῖός τις ἦν περὶ αὐτήν. [21] ἐκείνη γὰρ τούτῳ μὲν
ἠπίστησεν ἀποθανοῦσαν ἑαυτὴν ἐπιτρέψαι, Ἀντιφάνει δὲ
οὐδὲν προσήκουσα πιστεύσασα ἔδωκεν εἰς τὴν ἑαυτῆς ταφὴν
τρεῖς μνᾶς ἀργυρίου, παραλιποῦσα τοῦτον ὑὸν ὄντα ἑαυτῆς.
ἆρα δῆλον ὅτι εὖ ᾔδει αὐτὸν οὐδὲ διὰ τὸ προσήκειν αὐτῇ
τὰ δέοντα ἂν ποιήσοντα; [22] καίτοι εἰ μήτηρ, ἣ πέφυκε καὶ
ἀδικουμένη ὑπὸ τῶν ἑαυτῆς παίδων μάλιστα ἀνέχεσθαι
καὶ μίκρ’ ὠφελουμένη μεγάλα ἔχειν ἡγεῖσθαι διὰ τὸ εὐνοίᾳ
μᾶλλον ἢ ἐλέγχῳ τὰ γιγνόμενα δοκιμάζειν, ἐνόμιζε τοῦ-
τον κἂν ἀπὸ τεθνεώσης φέρειν ἑαυτῆς, τί χρὴ ὑμᾶς περὶ
αὐτοῦ διανοηθῆναι; [23] ὅστις γὰρ περὶ τοὺς ἑαυτοῦ ἀναγκαίους
τοιαῦτα ἁμαρτάνει ἁμαρτήματα, τί ἂν περί γε τοὺς ἀλλο-
τρίους ποιήσειεν; ὡς οὖν καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ ἐστιν, ἀκού-
σατε αὐτοῦ τοῦ λαβόντος τὸ ἀργύριον καὶ θάψαντος αὐτήν.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ

***
Ούτος δηλαδή κύριοι βουλευταί, όταν εις την πόλιν υπήρχε η μεγάλη εκείνη συμφορά (την οποίαν σας υπενθυμίζω διότι εξ αιτίας του αναγκάζομαι να πράξω τούτο) διωχθείς εκ της πόλεως υπό των Τριάκοντα μαζί με τους άλλους πολίτας, μέχρι τινός μεν κατώκει εις εξοχικήν τινά οικίαν εις τον αγρόν του, όταν όμως καταλαβόντες την Φυλήν κατήλθον εις τον Πειραιά, και όχι μόνον οι μένοντες εις τους αγρούς, αλλά και οι εις εξορίαν ευρισκόμενοι, άλλοι μεν εις την πόλιν άλλοι δε εις τον Πειραιά συνηθροίζοντο, και έκαστος εβοήθει την πόλιν όσον ηδύνατο, έπραξε τα εναντία εκείνων που έπραξαν οι άλλοι πολίται. Αφού ητοίμασε τα πράγματά του, αναχωρήσας εκ της πατρίδος του μετώκησεν, εις ξένην χώραν και κατώκει εν Ωρωπώ πληρώνων φόρον μετοίκου και έχων προστάτην του ένα εκ των εντοπίων, προτιμήσας να ζη ως μέτοικος εις ξένην χώραν παρά εις την πατρίδα του ως ελεύθερος πολίτης. Ούτος προσέτι δεν μετέβαλε φρονήματα, όπως μετεβλήθησαν μερικοί και από τους πολίτας, όταν είδον υπερισχύοντας τους καταλαβόντας την Φυλήν, ουδέ έκρινεν άξιον να μετάσχη εις καμμίαν από τας επιτυχίας τούτων, διότι ήθελε να επανέλθη εις τας Αθήνας αφού οι δημοκρατικοί φέρουν εις πέρας τον σκοπόν των, παρά να επανέλθη μαζί με αυτούς, αφού κατορθώση τι εξ εκείνων τα οποία συνέφερον εις το κοινόν πολίτευμα δι' όλους τους πολίτας, ούτε έκρινεν άξιον να μεταβή εις τον Πειραιά, ουδαμού δε παρετάχθη υπό των στρατηγών. Και βέβαια εκείνος ο οποίος ετόλμα να σας προδίδη, ενώ έβλεπεν ότι επιτυγχάνετε, τι άρα γε θα έπραττεν εναντίον σας, εάν απετυγχάνετε; Όσοι μεν λοιπόν ένεκα ατομικών συμφορών δεν έλαβον μέρος εις τους τότε κινδύνους της πόλεως, είναι άξιοι κάπως να συγχωρηθούν· διότι ουδείς επιθυμεί την δυστυχίαν του. Όσοι όμως εκουσίως και εσκεμμένως απέσχον των τότε κινδύνων της πόλεως, ουδεμιάς συγγνώμης είναι άξιος· διότι έπραξαν αυτό ουχί ακουσίως, αλλά εκουσίως και με σκοπόν να σας βλάψουν. Κάποια συνήθεια δε κατήντησε να θεωρήται από όλους τους ανθρώπους δίκαιον, δηλαδή διά τα ίδια αδικήματα να αγανακτούν εναντίον εκείνων οι οποίοι αδικούν αν και δύνανται να μη αδικούν, να συγχωρούν δε τους πένητας και αδυνάτους, διότι νομίζουν ότι αυτοί ακουσίως αδικούν. Ούτος λοιπόν ουδεμιάς συγγνώμης είναι άξιος διότι ούτε κατά το σώμα ήτο αδύνατος, ώστε να μη δύναται να υποφέρη τους κόπους, καθώς και σεις το βλέπετε, ούτε πτωχός ήτο, ώστε να μη δύναται να συνεισφέρη χρήματα, όπως εγώ θα αποδείξω. Αλλ' ασφαλώς δεν θα διεγείρετε την έχθραν ουδενός εκ των πολιτών, εάν δεν εγκρίνητε την εκλογήν τούτου, ο οποίος είναι φανερόν ότι επρόδωσεν όχι μόνην την μίαν εκ των διαμαχομένων τότε μερίδων, αλλά και τας δύο, ώστε μήτε υπό των ολιγαρχικών πρέπει να θεωρήται φίλος των (διότι δεν ηθέλησε να τρέξη προς βοήθειάν των), μήτε οι καταλαβόντες τον Πειραιά δημοκρατικοί δύνανται να τον θεωρούν φίλον των· διότι ουδέ με τούτους ηθέλησε να μεταβή εις Φυλήν, και να κατέλθη μαζί των εις Πειραιά, και μάλιστα, αφού έφερε την προσωνυμίαν του πολίτου. Εάν υπολείπωνται πολίται τινές, οι οποίοι έδειξαν την ιδίαν συμπεριφοράν με τον Φίλωνα, μαζί με εκείνους, αν καμμιά φορά (που ο θεός να μη το δώση) πάρουν την κυβέρνησιν του κράτους, ας έχη την αξίωσιν να είναι βουλευτής.

Ότι λοιπόν κατώκει εις τον Ωρωπόν υπό την προστασίαν ενός εκ των εντοπίων, ότι είχεν αρκετήν περιουσίαν, και ότι ούτε με τους δημοκρατικούς, ούτε με τους αριστοκρατικούς, ως στρατιώτης, παρετάχθη ακούσατε πρώτον τους μάρτυρας, διά να εννοήσετε την αλήθειαν των λεγομένων μου.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Υπολείπεται λοιπόν εις αυτόν να ισχυρίζεται ότι ένεκα ασθενείας συμβάσης εις αυτόν τότε κατέστη αδύνατον να σπεύση εις τον Πειραιά προς βοήθειαν των εκ Φυλής κατελθόντων, και ότι εξ ιδίας προαιρέσεως εκ της περιουσίας του συνεισέφερε χρήματα εις τον αγώνα υπέρ της δημοκρατίας, ή ότι ώπλισε μερικούς από τους συνδημότας του, καθώς και άλλοι πολλοί πολίται συνεισέφερον χρήματα, και ώπλισαν δι' εξόδων των συνδημότας των, επειδή αυτοί διά ασθένειαν δεν ηδύναντο αυτοπροσώπως να υπηρετήσουν. Διά να μη δυνηθή λοιπόν αυτός να σας εξαπατήση με τα ψεύδη του, και περί τούτων σαφώς τώρα θα σας αποδείξω, επειδή δεν θα μου επιτραπή να ανέλθω εκ δευτέρου εις το βήμα και να ελέγξω όσα αυτός θα είπη. Κάλεσε, παρακαλώ, τον συνδημότην αυτού Διότιμον τον Αχαρνέα και εκείνους οι οποίοι μετ' αυτού εξελέγησαν διά να οπλίσουν τους δημότας (τους Αχαρνείς) από τα χρήματα τα προελθόντα εκ των γενομένων συνεισφορών.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ ΜΕΤΑ ΔΙΟΤΙΜΟΥ

Ούτος λοιπόν όχι μόνον δεν εσκέφθη να ωφελήση την πόλιν ευρισκομένην εις τόσον κρίσιμον περίστασιν διά τον διεξαγόμενον εμφύλιον πόλεμον, αλλά τουναντίον εσκέφθη πώς θα κερδίση από τας συμφοράς μας· ώστε έχων ορμητήριον τον Ωρωπόν και εξ αυτού εκκινών άλλοτε μεν μόνος, άλλοτε δε οδηγών άλλους των οποίων αι συμφοραί σας εξυπηρέτουν τα συμφέροντα περιερχόμενος εις τους αγρούς, και συναντών τους γέροντας, οι οποίοι έμενον εις τους δήμους έχοντες ολίγα μεν τρόφιμα, απαραίτητα όμως διά την συντήρησίν των, αν και ηυνόουν τους δημοκρατικούς, δεν ηδύναντο δε να σπεύσουν προς βοήθειάν των ένεκα του γήρατος, ήρπαζε από αυτούς τα υπάρχοντά τους, περισσότερον φροντίζων αυτός ολίγα να κερδίζη παρά από εκείνους να μη αφαιρή τα υπάρχοντα που ήσαν ελάχιστα· οι οποίοι τώρα διά τον ίδιον λόγον δεν δύνανται να προσέλθουν όλοι να μαρτυρήσουν εναντίον του, διά τον οποίον και τότε δεν ηδύναντο να βοηθούν την πόλιν. Αλλ' όμως δεν πρέπει βέβαια να ωφεληθή ούτος δύο φοράς ένεκα της αδυναμίας εκείνων, και τότε δηλαδή ότε αφήρει τα υπάρχοντα αυτών, και τώρα ότε σεις εξετάζετε τον βίον και τας πράξεις του διά να αποφανθήτε αν είναι δίκαιον να εγκρίνητε την εκλογήν του· αλλά οφείλετε να δώσετε μεγάλην σημασίαν εις την περιουσίαν οιουδήποτε εκ των αδικηθέντων, και οφείλετε να μισήσετε υπερβολικά αυτόν, ο οποίος ετόλμησε να αφαιρή τα υπάρχοντα ανθρώπων εις τους οποίους άλλοι επροθυμοποιούντο να δίδουν ελεημοσύνην διότι τους ελυπούντο διά την πτωχείαν των. Καλέσατε προς τούτο τους μάρτυρας.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Δεν δύναμαι εγώ τουλάχιστον να εννοήσω διατί πρέπει σεις να έχετε διαφορετικήν γνώμην περί αυτού από εκείνην την οποίαν έχουν οι συγγενείς του· διότι γνωρίζουν τοιαύτα αμαρτήματα αυτού, ώστε, και αν ουδέν άλλο αμάρτημα είχε διαπράξει, να αρκούν αυτά ώστε να μη εγκριθή η εκλογή του. Όσα μεν του κατηγόρει η μήτηρ του, εν όσω έζη, θα παραλείψω. Συμπεραίνοντες όμως σεις, από όσα έπραξεν η μήτηρ του αποθνήσκουσα ευκόλως θα εννοήσετε την προς αυτήν συμπεριφοράν του. Εκείνη δηλαδή δεν είχε καμμίαν εμπιστοσύνην αποθνήσκουσα να εμπιστευθή τον εαυτόν της εις τούτον, εις τον Αντιφάνην δε, έχουσα πεποίθησιν, χωρίς ουδόλως να είναι συγγενής της έδωσε τρεις μνας διά την κηδείαν της καταφρονήσασα τούτον αν και ήτο παιδί της. Άρα γε δεν φανερώνει τούτο ότι αυτή εγνώριζε καλώς ότι ο υιός της ουδέ διά την συγγένειαν δεν θα εξετέλει τα πρέποντα διά τον ενταφιασμόν της; Και όμως εάν η μητέρα η οποία υπ' αυτής της φύσεως έχει πλασθή να δεικνύη μεγάλην υπομονήν, και όταν ακόμη αδικήται υπό των τέκνων της, και όταν ελαχίστην ωφέλειαν εξ αυτών λαμβάνη να θεωρή ως μεγάλην ευεργεσίαν, διότι κρίνει τας γιγνομένας εις αυτήν αδικίας ή ωφελείας εκ μέρους των τέκνων της έχουσα ως κριτήριον την προς αυτά αγάπην της μάλλον παρά τον έλεγχον διά την προς αυτήν συμπεριφοράν των, ενόμιζεν ότι ούτος είναι δυνατόν να ωφεληθή και από τον θάνατόν της ακόμη, τι πρέπει να σκέπτεσθε περί αυτού; Εκείνος ο οποίος τους συγγενείς του τόσον πολύ αδικεί, φαντάζεσθε βέβαια πόσον περισσότερον θα βλάψη τους άλλους (όταν του δοθή ευκαιρία). Ακούσατε τον ίδιον τον λαβόντα τα χρήματα και θάψαντα αυτήν, και μάθετε εκ της μαρτυρίας αυτού ότι τα λεχθέντα είναι αληθή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου