Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (18.1-18.74)

Ραψωδία σ' Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή


Ἦλθε δ᾽ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ
πτωχεύεσκ᾽ Ἰθάκης, μετὰ δ᾽ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν· οὐδέ οἱ ἦν ἲς
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι.
5 Ἀρναῖος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ
ἐκ γενετῆς· Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες,
οὕνεκ᾽ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι·
ὅς ῥ᾽ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο,
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
10 «εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ.
οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες,
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾽ αἰσχύνομαι ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
15 «δαιμόνι᾽, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾽ ἀγορεύω,
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾽ ἀνελόντα.
οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ
ἀλλοτρίων φθονέειν· δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
20 χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς,
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω
αἵματος· ἡσυχίη δ᾽ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾽ εἴη
αὔριον· οὐ μὲν γάρ τί σ᾽ ὑποστρέψεσθαι ὀΐω
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.»
25 Τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης·
«ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γρηῒ καμινοῖ ἶσος· ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
30 ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε
μαρναμένους· πῶς δ᾽ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;»
Ὣς οἱ μὲν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων
οὐδοῦ ἔπι ξεστοῦ πανθυμαδὸν ὀκριόωντο.
τοῖϊν δὲ ξυνέηχ᾽ ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο,
35 ἡδὺ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκγελάσας μετεφώνει μνηστήρεσσιν·
«ὦ φίλοι, οὐ μέν πώ τι πάρος τοιοῦτον ἐτύχθη,
οἵην τερπωλὴν θεὸς ἤγαγεν ἐς τόδε δῶμα.
ὁ ξεῖνός τε καὶ Ἶρος ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν
χερσὶ μαχέσσασθαι· ἀλλὰ ξυνελάσσομεν ὦκα.»
40 Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀνήϊξαν γελόωντες,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω.
γαστέρες αἵδ᾽ αἰγῶν κέατ᾽ ἐν πυρί, τὰς ἐπὶ δόρπῳ
45 κατθέμεθα κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντες.
ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται,
τάων ἥν κ᾽ ἐθέλῃσιν ἀναστὰς αὐτὸς ἑλέσθω·
αἰεὶ δ᾽ αὖθ᾽ ἥμιν μεταδαίσεται, οὐδέ τιν᾽ ἄλλον
πτωχὸν ἔσω μίσγεσθαι ἐάσομεν αἰτήσοντα.»
50 Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
τοῖς δὲ δολοφρονέων μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλοι, οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον· ἀλλά με γαστὴρ
ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω.
55 ἀλλ᾽ ἄγε νῦν μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον,
μή τις ἐπ᾽ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ
πλήξῃ ἀτασθάλλων, τούτῳ δέ με ἶφι δαμάσσῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπόμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
60 τοῖς αὖτις μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«ξεῖν᾽, εἴ σ᾽ ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
τοῦτον ἀλέξασθαι, τῶν δ᾽ ἄλλων μή τιν᾽ Ἀχαιῶν
δείδιθ᾽, ἐπεὶ πλεόνεσσι μαχήσεται ὅς κέ σε θείνῃ.
ξεινοδόκος μὲν ἐγών, ἐπὶ δ᾽ αἰνεῖτον βασιλῆε,
65 Ἀντίνοός τε καὶ Εὐρύμαχος, πεπνυμένω ἄμφω.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, φαῖνε δὲ μηροὺς
καλούς τε μεγάλους τε, φάνεν δέ οἱ εὐρέες ὦμοι
στήθεά τε στιβαροί τε βραχίονες· αὐτὰρ Ἀθήνη
70 ἄγχι παρισταμένη μέλε᾽ ἤλδανε ποιμένι λαῶν.
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως ἀγάσαντο·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τάχα Ἶρος Ἄϊρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει,
οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει.»

***
Βραδιάζοντας, εισβάλλει στο παλάτι άλλος ζητιάνος,
πασίγνωστος σε όλη την πόλη της Ιθάκης ψωμοζήτης,
αχόρταγη κοιλιά, ο νους του πάντα στο φαΐ και στο πιοτό,
αδύναμος και μάλλον μαλακός στο σώμα, παρότι μεγαλόσωμος,
μ᾽ ένα σκαρί που χτύπαγε στο μάτι.
Αρναίος τ᾽ όνομά του — έτσι τον είπε η καλή του μάνα,
τη μέρα που τον γέννησε. Οι άλλοι, ωστόσο, νέοι αυτοί και ωραίοι,
όλοι τού κόλλησαν το παρατσούκλι Ίρος (Ίρις αρσενική),
έτσι που πάνω κάτω τρέχοντας μετέφερε μηνύματα,
κάθε φορά που κάποιος κάτι του ζητούσε.
Αυτός λοιπόν, με το που μπήκε, γύρευε με το ζόρι τον Οδυσσέα να διώξει
μέσα απ᾽ το ίδιο του το σπίτι, με λόγια βάναυσα
κι απανωτά, που σαν πουλιά πετούσαν:
10 «Μακριά, γεράκο, από τούτο το κατώφλι, αλλιώς σερνάμενος θα βγεις
από το πόδι· τάχα δεν άκουσες πως όλοι εδώ
μου κλείνουνε το μάτι, με σπρώχνουν να σε κάνω καροτσάκι;
Κι όμως εγώ κομμάτι ντρέπομαι, γι᾽ αυτό σήκω και πάρε δρόμο
μόνος σου· αλλιώς το βλέπω μεταξύ μας να μαλώνουμε,
στα χέρια θα πιαστούμε.»
Λοξά τον κοίταξε κι έτσι αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αλλόκοτε, εγώ μήτε κακό σου κάνω μήτε και λόγον άσχημο
ξεστόμισα. Κανένα δεν ζηλεύω που του δίνουν κι άλλα
στα πολλά που πήρε· όσο για το κατώφλι αυτό,
χωράει νομίζω και τους δυο. Αλλά κι ελόγου σου δεν πρέπει να φθονείς
τα ξένα πράγματα· είσαι ένας ψωμοζήτης, όπως κι εγώ,
πλούτη οι θεοί θ᾽ αργήσουν να μας δώσουν.
20 Και μη με προκαλείς εμένα, μην κορδώνεσαι για πάλη,
μήπως φουντώσω από θυμό, και τότε, μ᾽ όλα τα γεράματά μου,
στήθος και χείλια θα σου τα ζυμώσω με αίμα.
Έτσι, ίσως βρω την ησυχία μου αύριο· γιατί δεν βλέπω
να γυρίζεις δεύτερη φορά στου Οδυσσέα το σπιτικό,
που τον εγέννησε ο Λαέρτης.»
Ο Ίρος όμως φουρκισμένος, μιλώντας είπε ο αλιτήριος:
«Κοίτα ο λιμάρης, πάει ροδάνι η γλώσσα του, στόμα γριάς
στην κάπνα βουτηγμένης. Αν όμως το αποφάσιζα
να τον ξυλοφορτώσω με τα δυο μου χέρια, ξεδοντιασμένος πια
θα μάζευε απ᾽ το χώμα όλα τα δόντια του, τέτοιο γουρούνι που ᾽ναι
ρημάζοντας το ξένο καλαμπόκι.
30 Εμπρός λοιπόν, ανασκουμπώσου, να δουν που θα παλέψουμε
όλοι τους ένα γύρο. Όμως το σκέφτηκες καλά πώς θα τα βγάλεις πέρα
με κάποιον που έχει τα μισά σου χρόνια;»
Έτσι, μπροστά στις θύρες τις ψηλές, πατώντας το γυαλιστερό κατώφλι,
οι δυο τους, ξαναμμένοι κιόλας, έδειχναν τον θυμό τους.
Τότε ο Αντίνοος, αγέρωχη ψυχή, τους πήρε είδηση κι αμέσως,
ξεκαρδισμένος με το θέαμα, γύρισε στους υπόλοιπους μνηστήρες:
«Φίλοι, μοναδική ευκαιρία, άλλη δεν έγινε ποτέ ως τώρα.
Ένας θεός μάς έφερε σ᾽ αυτό το σπίτι τέτοιο γλέντι·
Ίρος και ξένος συνερίζονται, έτοιμοι πια να ᾽ρθουν
στα χέρια· εμπρός λοιπόν, κι εμείς γρήγορα να τους σπρώξουμε.»
40 Τόσα τους είπε, κι όλοι τους πάνω πετάχτηκαν γελώντας,
μαζεύτηκαν γύρω απ᾽ τους κουρελήδες ψωμοζήτες,
οπότε ο Αντίνοος πήρε ξανά τον λόγο, του Ευπείθη ο γιος:
«Αγέρωχοι μνηστήρες, ακούσετε τι σκέφτηκα και θα το πω:
ψήνονται κιόλας στην πυρά κοιλιές γιδίσιες — εμείς τις βάλαμε
για το δικό μας δείπνο, ξίγκι γεμάτες κι αίμα.
Λοιπόν, όποιος νικήσει από τους δυο κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
όποια κοιλιά θελήσει, να σηκωθεί και να την πάρει μερτικό του.
Κι ακόμη, αυτός και μόνο θα συμμερίζεται εφεξής τα γεύματά μας·
κανέναν άλλο δεν θα αφήσουμε ζητιάνο να ανακατεύεται στα πόδια μας,
για να γυρέψει φαγητό.»
50 Όπως τους μίλησε ο Αντίνοος, άρεσε ο λόγος του πολύ.
Πανούργος τότε ο Οδυσσεύς, μπήκε στη μέση ο πολυμήχανος:
«Αλήθεια, φίλοι, δεν είναι λογικό, άνθρωπος γέρος και συφοριασμένος,
να μάχεται νεότερό του· εμένα ωστόσο η άτιμη κοιλιά,
αυτή με σπρώχνει να χτυπηθώ μαζί του, κι ας τις φάω.
Αλλά, παρακαλώ σας, ορκιστείτε τώρα τον μεγάλο όρκο·
κανείς, το μέρος παίρνοντας του Ίρου, να μη σηκώσει το βαρύ του χέρι
πάνω μου, κι έτσι, με δύναμη παράνομη, να με συντρίψει.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι δίνουν τον όρκο που τους ζήτησε.
Όταν ορκίστηκαν κι έμειναν ορκισμένοι,
60 πήρε τον λόγο ο γενναίος Τηλέμαχος, στον Οδυσσέα μιλώντας:
«Ξένε, αν πράγματι το λέει η καρδιά σου, αν η περήφανη ψυχή σου το ποθεί,
να μετρηθείς μ᾽ αυτόν, μη φοβηθείς κανέναν παρόντα Αχαιό·
γιατί, ένας αυτός, θα ᾽χει να κάνει με πολλούς, όποιος τολμήσει
ν᾽ απλώσει χέρι πάνω σου.
Είμαι ο φιλόξενος εγώ οικοδεσπότης κι εσύ φιλοξενούμενος,
θα σεβαστούν λοιπόν τη γνώμη μου οι ευγενείς,
Ευρύμαχος κι Αντίνοος, γιατί έχουν φρόνιμο μυαλό.»
Τελειώνοντας, όλοι συμφώνησαν μαζί του. Στο μεταξύ
τα ράκη του ο Οδυσσέας έζωσε τριγύρω στ᾽ αχαμνά του, κι αμέσως φάνηκαν
ωραίοι μηροί και στιβαροί, φάνηκαν οι φαρδιές του πλάτες,
το στέρνο, τα γερά του μπράτσα — η Αθηνά
βρέθηκε πλάι του κι αυτή του στέριωσε τα μέλη του,
70 ν᾽ αναδειχτεί η ηγεμονική ομορφιά του.
Βλέποντας τότε οι μνηστήρες, όλοι αποσβολώθηκαν, ένας στον άλλο έλεγε:
«Γρήγορα ο Ίρος Άιρος θα γίνει, αλλά την πάτησε γυρεύοντας·
δες τι μεριά φανέρωσε μέσα απ᾽ τα ράκη ο γέρος.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου