390 «ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο, πῖνέ τε οἶνον
ἥμενος. αἵδε δὲ νύκτες ἀθέσφατοι· ἔστι μὲν εὕδειν,
ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν· οὐδέ τί σε χρή,
πρὶν ὥρη, καταλέχθαι· ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος.
395 τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει,
εὑδέτω ἐξελθών· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
δειπνήσας ἅμ᾽ ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω.
νῶϊ δ᾽ ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε
κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι,
400 μνωομένω· μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ,
ὅς τις δὴ μάλα πολλὰ πάθῃ καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθῇ.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
Νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
405 οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ᾽ ἀγαθὴ μέν,
εὔβοτος εὔμηλος, οἰνοπληθὴς πολύπυρος.
πείνη δ᾽ οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται, οὐδέ τις ἄλλη
νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν·
ἀλλ᾽ ὅτε γηράσκωσι πόλιν κάτα φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
410 ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.
ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται·
τῇσιν δ᾽ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
Κτήσιος Ὀρμενίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν.
415 Ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες,
τρῶκται, μυρί᾽ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ.
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα·
τὴν δ᾽ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.
420 πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ
εὐνῇ καὶ φιλότητι, τά τε φρένας ἠπεροπεύει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.
εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι·
ἡ δὲ μάλ᾽ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ·
425 “ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι,
κούρη δ᾽ εἴμ᾽ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο·
ἀλλά μ᾽ ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληΐστορες ἄνδρες
ἀγρόθεν ἐρχομένην, πέρασαν δέ τε δεῦρ᾽ ἀγαγόντες
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾽· ὁ δ᾽ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.”
430 Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ·
“ἦ ῥά κε νῦν πάλιν αὖτις ἅμ᾽ ἡμῖν οἴκαδ᾽ ἕποιο,
ὄφρα ἴδῃ πατρὸς καὶ μητέρος ὑψερεφὲς δῶ
αὐτούς τ᾽; ἦ γὰρ ἔτ᾽ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.”
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
435 “εἴη κεν καὶ τοῦτ᾽, εἴ μοι ἐθέλοιτέ γε, ναῦται,
ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ᾽ οἴκαδ᾽ ἀπάξειν.”
***
Αμέσως αποκρίθηκε στα λόγια του ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς
Αμέσως αποκρίθηκε στα λόγια του ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς
390 ο επιστάτης: «Ξένε, αφού με ρώτησες γι᾽ αυτά κι επιθυμείς να μάθεις,
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν·
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς — βάρος κι ο ύπνος ο πολύς.
Αν όμως κάποιου άλλου η καρδιά κι η όρεξη αποζητούν
τον ύπνο, ας πάει να πέσει· αύριο με το χάραμα,
παίρνει το πρωινό του κι ύστερα βγάζει του αφεντικού τους χοίρους.
Οι δυο μας όμως τώρα μέσα στο καλύβι, πίνοντας τρώγοντας,
ας ευφρανθούμε μεταξύ μας με τις βαριές μας λύπες και τα βάσανα,
όπως θα τα θυμόμαστε.
400 Γιατί ευφραίνεται διηγώντας ακόμη και την πιο μεγάλη πίκρα του,
όποιος περιπλανώμενος έχει τραβήξει στη ζωή πολλά.
Και τώρα, ό,τι με ρώτησες και θες να μάθεις θα σου πω.
Κάπου υπάρχει ένα νησί, το λεν Συρία, ανίσως το ᾽χεις ακουστά,
πάνω απ᾽ την Ορτυγία, εκεί ψηλά που σημαδεύει ο ήλιος τις τροπές του.
Δεν είναι ο κόσμος του πάρα πολύς, η χώρα του όμως εύφορη·
καλά τα βοσκοτόπια για τα βόδια, καλά και για τα πρόβατα,
τ᾽ αμπέλια αμέτρητα κι άφθονο το σιτάρι.
Εκεί δεν γνώρισαν οι άνθρωποι ποτέ τους φτώχεια, αρρώστια μισητή
δεν μαραζώνει τους άμοιρους θνητούς.
Κι όταν τους πάρουν τα γεράματα στην πολιτεία αυτή,
410 και φθίνουν τα φύλα των ανθρώπων, έρχεται τότε η Άρτεμη, έρχεται
κι ο Απόλλων αργυρότοξος, που ρίχνοντας τα βέλη του ανεπαίσθητα
μεμιάς τους θανατώνει.
Δυο πόλεις έχει το νησί, σ᾽ όλα τους μοιρασμένες μεταξύ τους,
που τις ορίζει όμως ένας βασιλιάς — είναι ο πατέρας μου·
Κτήσιος τ᾽ όνομά του, γιος του Ορμένου, όμορφος σαν θεός.
Αλλά μια μέρα μπήκαν στο λιμάνι θαλασσοπόροι Φοίνικες,
άνθρωποι κερδοσκόποι που κουβαλούσαν με το μαύρο τους καράβι
κάθε λογής πραμάτεια.
Είχε ο πατέρας μου λοιπόν στο σπίτι μια γυναίκα Φοίνισσα,
ψηλή, ωραία, με θαυμαστά χαρίσματα στο χέρι.
Αυτήν την πλάνεψαν οι Φοίνικες παμπόνηροι·
420 κάποιος, την ώρα που είχε βγει να πλύνει, την παρασύρει
και της έκανε έρωτα πλάι στο βαθουλό καράβι — της πούλησε
γλυκόλογα που ξεσηκώνουν το θηλυκό μυαλό των γυναικών,
ακόμη και της πιο καλότροπης.
Έπειτα τη ρωτούσε να του πει ποια είναι κι από πού,
κι εκείνη αμέσως του φανέρωσε το πατρικό, ψηλόροφό της σπίτι:
«Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ᾽ την πολύχαλκη Σιδώνα,
η θυγατέρα είμαι εγώ του Αρύβαντα — βρύση τα πλούτη του.
Μ᾽ άρπαξαν όμως και με πήραν ληστές από την Τάφο, την ώρα που γυρνούσα
απ᾽ τα χωράφια μας· αυτοί μ᾽ οδήγησαν στο σπιτικό του αφεντικού μου εδώ,
με πούλησαν, κι εκείνος τους επλήρωσε αντάξιο τίμημα.»
430 Αυτός που την κοιμήθηκε κρυφά, αμέσως της απάντησε:
«Υπάρχει λύση, έλα μαζί μας τώρα, γύρνα πίσω στον τόπο σου,
να ξαναδείς ψηλόροφο το σπίτι του πατέρα και της μάνας σου
και ν᾽ αντικρίσεις τους γονείς σου. Γιατί ακόμη ζουν
κι ακούγονται τα πλούτη τους.»
Πήρε τον λόγο τότε και του μίλησε η γυναίκα:
«Μπορεί κι αυτό να γίνει· φτάνει μονάχα να θελήσετε κι εσείς οι ναύτες
να δεσμευτείτε μ᾽ όρκο πως άβλαβη θα με γυρίσετε
πίσω στον τόπο μου.»
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν·
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς — βάρος κι ο ύπνος ο πολύς.
Αν όμως κάποιου άλλου η καρδιά κι η όρεξη αποζητούν
τον ύπνο, ας πάει να πέσει· αύριο με το χάραμα,
παίρνει το πρωινό του κι ύστερα βγάζει του αφεντικού τους χοίρους.
Οι δυο μας όμως τώρα μέσα στο καλύβι, πίνοντας τρώγοντας,
ας ευφρανθούμε μεταξύ μας με τις βαριές μας λύπες και τα βάσανα,
όπως θα τα θυμόμαστε.
400 Γιατί ευφραίνεται διηγώντας ακόμη και την πιο μεγάλη πίκρα του,
όποιος περιπλανώμενος έχει τραβήξει στη ζωή πολλά.
Και τώρα, ό,τι με ρώτησες και θες να μάθεις θα σου πω.
Κάπου υπάρχει ένα νησί, το λεν Συρία, ανίσως το ᾽χεις ακουστά,
πάνω απ᾽ την Ορτυγία, εκεί ψηλά που σημαδεύει ο ήλιος τις τροπές του.
Δεν είναι ο κόσμος του πάρα πολύς, η χώρα του όμως εύφορη·
καλά τα βοσκοτόπια για τα βόδια, καλά και για τα πρόβατα,
τ᾽ αμπέλια αμέτρητα κι άφθονο το σιτάρι.
Εκεί δεν γνώρισαν οι άνθρωποι ποτέ τους φτώχεια, αρρώστια μισητή
δεν μαραζώνει τους άμοιρους θνητούς.
Κι όταν τους πάρουν τα γεράματα στην πολιτεία αυτή,
410 και φθίνουν τα φύλα των ανθρώπων, έρχεται τότε η Άρτεμη, έρχεται
κι ο Απόλλων αργυρότοξος, που ρίχνοντας τα βέλη του ανεπαίσθητα
μεμιάς τους θανατώνει.
Δυο πόλεις έχει το νησί, σ᾽ όλα τους μοιρασμένες μεταξύ τους,
που τις ορίζει όμως ένας βασιλιάς — είναι ο πατέρας μου·
Κτήσιος τ᾽ όνομά του, γιος του Ορμένου, όμορφος σαν θεός.
Αλλά μια μέρα μπήκαν στο λιμάνι θαλασσοπόροι Φοίνικες,
άνθρωποι κερδοσκόποι που κουβαλούσαν με το μαύρο τους καράβι
κάθε λογής πραμάτεια.
Είχε ο πατέρας μου λοιπόν στο σπίτι μια γυναίκα Φοίνισσα,
ψηλή, ωραία, με θαυμαστά χαρίσματα στο χέρι.
Αυτήν την πλάνεψαν οι Φοίνικες παμπόνηροι·
420 κάποιος, την ώρα που είχε βγει να πλύνει, την παρασύρει
και της έκανε έρωτα πλάι στο βαθουλό καράβι — της πούλησε
γλυκόλογα που ξεσηκώνουν το θηλυκό μυαλό των γυναικών,
ακόμη και της πιο καλότροπης.
Έπειτα τη ρωτούσε να του πει ποια είναι κι από πού,
κι εκείνη αμέσως του φανέρωσε το πατρικό, ψηλόροφό της σπίτι:
«Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ᾽ την πολύχαλκη Σιδώνα,
η θυγατέρα είμαι εγώ του Αρύβαντα — βρύση τα πλούτη του.
Μ᾽ άρπαξαν όμως και με πήραν ληστές από την Τάφο, την ώρα που γυρνούσα
απ᾽ τα χωράφια μας· αυτοί μ᾽ οδήγησαν στο σπιτικό του αφεντικού μου εδώ,
με πούλησαν, κι εκείνος τους επλήρωσε αντάξιο τίμημα.»
430 Αυτός που την κοιμήθηκε κρυφά, αμέσως της απάντησε:
«Υπάρχει λύση, έλα μαζί μας τώρα, γύρνα πίσω στον τόπο σου,
να ξαναδείς ψηλόροφο το σπίτι του πατέρα και της μάνας σου
και ν᾽ αντικρίσεις τους γονείς σου. Γιατί ακόμη ζουν
κι ακούγονται τα πλούτη τους.»
Πήρε τον λόγο τότε και του μίλησε η γυναίκα:
«Μπορεί κι αυτό να γίνει· φτάνει μονάχα να θελήσετε κι εσείς οι ναύτες
να δεσμευτείτε μ᾽ όρκο πως άβλαβη θα με γυρίσετε
πίσω στον τόπο μου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου