Έλα τώρα, Έλιοτ, δε χρειάζεται να με παίρνεις για τρελό -ένα σωρό κόσμος έχει μεγαλύτερες ιδιοτροπίες από τις δικές μου. Γιατί, δηλαδή, δεν κοροϊδεύεις και τον παππού του Όλιβερ, που δεν μπαίνει με τίποτα σε αυτοκίνητο; Αφού δεν μου αρέσει ο διαολο-ηλεκτρικός, πάει και τελείωσε, είναι δική μου υπόθεση και, στο κάτω κάτω, πιο εύκολα φτάσαμε ως εδώ με το ταξί. Αν παίρναμε το τρένο, θα έπρεπε ν’ ανέβουμε με τα πόδια όλο το λόφο μέχρι την Παρκ Στρητ. Το ξέρω, είμαι πολύ πιο νευρικός απ’ όσο ήμουν όταν συναντηθήκαμε πέρσι, αλλά δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τέτοια φασαρία. Ένας Θεός ξέρει ότι έχω σοβαρό λόγο, άσε που είμαι πολύ τυχερός κιόλας που δεν τρελάθηκα τελείως. Γιατί λοιπόν η ανάκριση; Ποτέ δεν ήσουν τόσο αδιάκριτος. Ε, λοιπόν, αφού επιμένεις να τ’ ακούσεις, θα τ’ ακούσεις. Μάλιστα ίσως θα ‘πρεπε να τα μάθεις, αφού από τότε που έμαθες ότι απέσυρα την υποστήριξή μου από τον Πίκμαν και ξέκοψα από την Λέσχη της Τέχνης, δεν σταμάτησες να μου γράφεις και να γκρινιάζεις σαν να ήσουν η μαμά μου. Τώρα που ο Πίκμαν εξαφανίστηκε, περνάω καμιά φορά από την λέσχη, αλλά, καταλαβαίνεις, τα νεύρα μου δεν αντέχουν όπως πρώτα…
Όχι, δεν έμαθα τι απέγινε ο Πίκμαν, και δεν έχω καμιά διάθεση να μαντέψω, θα το κατάλαβες βέβαια πως για κάποιους κρυφούς λόγους, που μόνο εγώ ήξερα, αναγκάστηκα να τον παρατήσω, και για τους ίδιους λόγους δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πού μπορεί να βρίσκεται. Άσε την αστυνομία ν’ ανακαλύψει ό,τι μπορεί -που δεν θα ‘ναι και πολλά πράγματα, αν σκεφτούμε ότι δεν έχουν ιδέα για το σπίτι που είχε νοικιάσει στο Νορθ Εντ με το ψευδώνυμο Πίτερς. Καλά καλά κι εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να το ξαναβρώ – όχι βέβαια ότι θα προσπαθούσα, με τίποτα, φίλε μου, ούτε και μέρα μεσημέρι να ‘τανε!
Ναι, ναι, ξέρω, ή μάλλον φοβάμαι ότι ξέρω πολύ καλά γιατί το νοίκιασε. Θα φτάσω και σ’ αυτό. Νομίζω ότι πριν σου τελειώσω την ιστορία θα καταλάβεις γιατί δεν είπα τίποτα στην αστυνομία. Θα μου ζητούσαν σίγουρα να τους οδηγήσω εκεί, αλλά δεν θα άντεχα να ξαναπάω σ’ αυτό το μέρος, ακόμα κι αν έβρισκα το δρόμο. Κάτι υπήρχε εκεί -και γι’ αυτό σήμερα δεν μπορώ να μπω στον υπόγειο, ούτε (θα γελάσεις και μ’ αυτό) να κατέβω σε κελάρια ή χαμηλές, σκοτεινές κάμαρες.
Καταλαβαίνεις, υποθέτω, ότι δεν εγκατέλειψα τον Πίκμαν για τους ίδιους λόγους που τον παράτησαν αυτές οι ανόητες γεροντοκόρες, ο γιατρός Ράιντ, ο Μινό και ο Ρόζγουορθ. Δεν με σοκάρει το μακάβριο στην τέχνη, κι όταν κάποιος έχει το ταλέντο του Πίκμαν αισθάνομαι τιμή μου να τον υποστηρίξω, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούν τα έργα του. Δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει στην Βοστόνη μεγαλύτερος ζωγράφος από τον Ρίτσαρντ Απτον Πίκμαν. Το είπα από την αρχή και το λέω και τώρα, και θυμάσαι ότι δεν έκανα τον παραμικρό μορφασμό όταν μας παρουσίασε το «Συμπόσιο των Στοιχειών». Τότε ήταν που ο Μινό τον αποκήρυξε.
Ξέρεις, χρειάζεται πολύ ταλέντο και πολύ βαθιά γνώση της φύσης για να φτιάξει κανείς έργα σαν αυτά του Πίκμαν. Σ’ ένα εξώφυλλο περιοδικού μπορείς να πετάξεις μπογιές και να βαφτίσεις την ζωγραφιά «Εφιάλτη» ή «Τελετή των Μαγισσών» ή «Πορτραίτο του Σατανά», αλλά μόνο ένας μεγάλος ζωγράφος μπορεί να κάνει μια τέτοια παράσταση να φαίνεται αληθινά τρομαχτική και ρεαλιστική. Γιατί μονάχα ένας καλλιτέχνης γνωρίζει την πραγματική ανατομία του τρόμου -την ακριβή σειρά γραμμών και αναλογιών που συνθέτουν τα κοιμισμένα ένστικτα ή τις κληρονομικές μνήμες του φόβου, τις σωστές χρωματικές αντιθέσεις και τις φωτοσκιάσεις που ξυπνούν την αίσθηση του αλλόκοτου.
Δεν χρειάζεται να σου πω εγώ γιατί ανατριχιάζεις όταν βλέπεις ένα έργο του Φουζέλι ενώ σου ‘ρχεται απλώς να γελάσεις μ’ ένα εξώφυλλο σε γκραν γκινιόλ μυθιστόρημα τσέπης. Υπάρχει κάτι που οι άνθρωποι αυτοί είναι σε θέση να συλλάβουν -και κάνουν κι εμάς να μπορούμε να το αισθανθούμε, έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Ο Ντορέ μπορούσε. Ο Σιμέ μπορεί. Ο Ανγκαρόλα από το Σικάγο μπορεί. Κι ο Πίκμαν μπορούσε, έτσι όπως δεν μπόρεσε κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν κι έτσι όπως – ελπίζω στον Θεό- κανένας δεν θα μπορέσει μετά απ’ αυτόν.
Μην με ρωτάς τι είναι αυτό που βλέπουν. Στην τέχνη υπάρχει ασύλληπτη διαφορά ανάμεσα στην μεταφορά των ελεύθερων, παρμένων από την φύση μοντέλων, και στην χονδρική αναπαραγωγή που μερικοί κάνουν με το χάρακα μέσα στα εργαστήρια. Ο αληθινά παράξενος καλλιτέχνης δημιουργεί τα ίδια του τα μοντέλα, ή τουλάχιστον ανακαλεί, μέσα από το δικό του κόσμο του φανταστικού, πραγματικές σκηνές. Αν μπορούσα να δω αυτά που έβλεπε ο Πίκμαν -αλλά όχι! Έλα, ας πιούμε κάτι πριν συνεχίσουμε. Θεέ μου, δεν θα ήμουν σήμερα ζωντανός αν είχα αντικρίσει αυτά που έβλεπε αυτός ο άνθρωπος -αν βέβαια ήταν άνθρωπος.
Θα θυμάσαι ότι το φόρτε του Πίκμαν ήταν τα πρόσωπα. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα βρισκόταν κάποιος μετά τον Γκόγια που να μπορεί να αποδώσει τέτοια κόλαση σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά ,ή σ’ έναν απλό μορφασμό του προσώπου. Πριν από τον Γκόγια υπήρχαν εκείνοι που έφτιαξαν τις χιμαιρικές φυσιογνωμίες στη Νοτρ Νταμ και το Σεν Μισέλ. Πίστευαν σε όλα και δεν αποκλείεται να είχαν δει και με τα μάτια τους αρκετά περίεργα πράγματα — ο μεσαίωνας, βλέπεις, είχε κάτι πολύ μυστήριες περιόδους. Είχες ρωτήσει κι εσύ τον Πίκμαν, ένα χρόνο πριν φύγεις, πού στο καλό έβρισκε τέτοιες ιδέες και τέτοια οράματα. Θυμάσαι το ανατριχιαστικό του γέλιο; Ήταν ένας από τους λόγους που τον εγκατέλειψε ο Ράιντ. Εκείνη την εποχή ο Ράιντ ασχολιόταν με τη συγκριτική παθολογία κι άλλη δουλειά δεν είχε από το να μας αραδιάζει φουσκωμένες θεωρίες για τη βιολογική και εξελικτική σημασία του ενός και του άλλου συμπτώματος. Έλεγε πως ο Πίκμαν τον απωθούσε κάθε μέρα και πιο πολύ και προς το τέλος τον τρόμαζε κιόλας — ότι τα χαρακτηριστικά και η έκφρασή του έπαιρναν μια μορφή που δεν του άρεσε καθόλου, ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν «ανθρώπινα». Μιλούσε συνεχώς για τη σημασία της σωστής διατροφής και είχε αποφασίσει ότι ο Πίκμαν ήταν αφύσικος και παράξενος μέχρι ανωμαλίας. Υποθέτω ότι αν αλληλογραφούσατε με τον Ράιντ, θα του έγραψες ότι απλώς επέτρεψε στα νεύρα του να επηρεαστούν από τη δύναμη των έργων του Πίκμαν. Κι εγώ έτσι του έλεγα — τότε.
Να το ξέρεις, πάντως, δεν ξέκοψα από τον Πίκμαν για κανέναν τέτοιο λόγο. Αντίθετα, ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν όλο και μεγάλωνε- αυτό το «Συμπόσιο των Στοιχειών» ήταν ένα εκπληκτικό αριστούργημα. Όπως γνωρίζεις, η Λέσχη της Τέχνης δεν θέλησε να το εκθέσει, το Μουσείο Καλών Τεχνών δεν το δέχτηκε ούτε σαν δώρο, και κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει, οπότε ο Πίκμαν το κράτησε στο σπίτι του μέχρι που… Τώρα το έχει ο πατέρας του στο Σάλεμ — το ‘ξέρες ότι ο Πίκμαν είναι από το Σάλεμ, κι ότι μια πρόγονος του κρεμάστηκε σαν μάγισσα το 1692;
Είχα πάρει την συνήθεια να επισκέπτομαι αρκετά συχνά τον Πίκμαν, ειδικά αφού άρχισα να συγκεντρώνω σημειώσεις για μια μονογραφία που ετοίμαζα γύρω από τις εικαστικές τέχνες του μακάβριου. Το πιθανότερο είναι ότι την ιδέα την πήρα βλέποντας την δουλειά του. Ο ίδιος ο Πίκμαν ήταν πραγματική πηγή στοιχείων και προτάσεων για το πώς θα έπρεπε να προχωρήσω. Μου έδειξε όλα τα σχέδια και τους πίνακες που είχε. Ανάμεσά τους ήταν και κάποια σκίτσα με μελάνι που πιστεύω ότι, αν τα έβλεπαν τα μέλη, θα τον είχαν πετάξει με τις κλοτσιές από την λέσχη. Πολύ σύντομα του είχα αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, καθόμουν σαν σχολιαρόπαιδο και τον άκουγα με τις ώρες να αναπτύσσει θεωρίες και απόψεις για την τέχνη, ιδέες που θα του εξασφάλιζαν στα σίγουρα ένα εισιτήριο για το φρενοκομείο του Ντάνβερς.
Ο θαυμασμός που του είχα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας ένας οι υποστηρικτές του τον εγκατέλειπαν, τον έκανε να μ’ εμπιστεύεται περισσότερο. Κι ένα βράδυ έκανε τον υπαινιγμό πως αν κρατούσα και την ψυχραιμία μου και το στόμα μου κλειστό, θα μου έδειχνε κάτι πολύ ασυνήθιστο -κάτι δυνατότερο απ’ όλα τα έργα που είχε στο σπίτι του.
«Ξέρεις», μου είχε πει, «υπάρχουν έργα που δεν κάνουν για την οδό Νιούμπορι, πίνακες που εδώ θα φαίνονταν εκτός τόπου και χρόνου και που δεν θα μπορούσα να τους έχω ζωγραφίσει εδώ. Η δουλειά μου είναι να πιάνω τα ημιτόνια της ψυχής και τέτοια πράγματα δεν θα βρει κανείς σε ρυμοτομημένους δρόμους και τέτοιες συνοικίες. Η Μπακ Μπέι δεν είναι Βοστόνη — δεν είναι τίποτα ακόμη, δεν έχει προλάβει ν’ αποκτήσει μνήμες και να συγκεντρώσει γύρω της τα πνεύματα της περιοχής. Δεν υπάρχουν φαντάσματα εδώ — εκτός από τα φαντάσματα παλιών αλατωρυχείων και των ηχώ των σπηλαίων. Εγώ θέλω ανθρώπινα φαντάσματα, φαντάσματα πλασμάτων που είναι αρκετά εξελιγμένα — να ‘χουν ρίξει μια ματιά στην κόλαση και να γνωρίζουν την σημασία αυτών που είδαν.
»Μόνο στο Νορθ Εντ μπορεί να κατοικήσει ένας καλλιτέχνης. Ένας ειλικρινής εστέτ πρέπει να δείξει την αντοχή και να ζήσει σ’ αυτές τις τρώγλες, για χάρη της συσσωρευμένης παράδοσής τους. Θεέ μου, άνθρωπε, καταλαβαίνεις πως μέρη σαν το Νορθ Εντ δεν χτίστηκαν, αλλά γεννήθηκαν. Γενιές επί γενεών έζησαν, ένιωσαν και πέθαναν εκεί, και μάλιστα σε εποχές που οι άνθρωποι δεν φοβούνταν να ζήσουν, να νιώσουν και να πεθάνουν. Ξέρεις πως ο μύλος στο Κοπς Χιλ υπάρχει από το 1632 και πως οι μισοί δρόμοι της περιοχής χαράχτηκαν το 1650; Μπορώ να σου δείξω σπίτια που στέκονται όρθια για περισσότερο από δυόμισι αιώνες, σπίτια που όσα είδαν θα μπορούσαν να κάνουν ένα μοντέρνο κτίριο σκόνη. Τι ξέρουν οι σύγχρονοι για την ζωή και τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω της; Λες πως η μαγεία του Σάλεμ ήταν μια ομαδική παραίσθηση, κι όμως είμαι σίγουρος ότι η προ-προ-προ -γιαγιά μου θα είχε να σου πει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα… Την κρέμασαν στον λόφο του Γκάλοους, με τον Κότον Μέθερ να παρακολουθεί τελετουργικά την εκτέλεσή της. Ο Μέθερ, π’ ανάθεμά τον, έτρεμε μήπως κανείς καταφέρει να του σπάσει το κλουβί της μονοτονίας της ζωής του — κρίμα που κανείς δεν φρόντισε να τον δέσει με μάγια και να του ρουφήξει όλο του το αίμα!
»Ξέρεις, μπορώ να σου δείξω ένα από τα σπίτια που έζησε κι ένα από τα σπίτια που δεν τολμούσε να περάσει ούτε το κατώφλι τους, παρά τα παχιά λόγια του. Ήξερε κι αυτός δυο τρία πραγματάκια που δεν τόλμησε να τα γράψει στην ηλίθια ‘Μαγκνάλιά’ του ή στα βλακώδη ‘Θαύματα του Αόρατου Κόσμου’. Να σου πω, το ξέρεις ότι κάποτε όλο το Νορθ Εντ συνδεόταν με υπόγειες στοές; Χρησίμευαν για να συνδέουν μερικούς από τους κατοίκους με τα σπίτια των γειτόνων, την θάλασσα και το νεκροταφείο. Ασ’ τους άλλους να δικάζουν και να κυνηγούν στην επιφάνεια — κι όμως, κάθε μέρα συνέβαιναν πράγματα που δεν ήξεραν πώς να τα πλησιάσουν και κάθε νύχτα ακούγονταν γέλια που δεν ήξεραν πώς να τα εντοπίσουν.
»Άνθρωπε μου, σε οχτώ από τα δέκα σπίτια της περιοχής που χτίστηκαν πριν από το 1700, μπορείς να κατέβεις στα υπόγεια και να βρεις… περίεργα πράγματα. Δεν περνάει μήνας χωρίς οι εργάτες που κατεδαφίζουν κάποιο κτίριο να βρεθούν μπροστά σε κάποια υπόγεια στοά που φράζεται απότομα και δεν οδηγεί πουθενά, ή σε μια αψίδα χτισμένη με τούβλα… Υπήρχαν μάγισσες εκεί κάτω, και όλα τα πνεύματα που καλούσαν, υπήρχαν πειρατές και όλα όσα είχαν κουβαλήσει από τους ωκεανούς. Λαθρέμποροι, έμποροι, πραματευτές, μισθοφόροι, σ’ το λέω, εκείνη την εποχή ο κόσμος ήξερε να ζήσει και να μεγαλώσει τα όρια της ίδιας της ζωής! Ένας σοφός και γενναίος άνθρωπος μπορούσε να γνωρίσει κι άλλους κόσμους. Και να σκεφτεί κανείς πού φτάσαμε σήμερα… μυαλά ροζ-μπομπόν… ένα κλαμπ ‘φίλων της τέχνης’ που παθαίνει σπασμούς αν ένας πίνακας ζωγραφικής προξενεί αισθήματα δυνατότερα απ’ αυτά ενός κοσμικού τσαγιού.
»Το μοναδικό πράγμα που σώζει το παρόν είναι ότι αυτοί που το κατοικούν είναι πολύ ηλίθιοι για να εξετάσουν προσεκτικά το παρελθόν. Τι μπορεί να σου πει για το Νορθ Εντ ένας χάρτης, ένα σχεδιάγραμμα ή ένα τουριστικό βιβλίο; Μπούρδες! Πάω στοίχημα πως είμαι σε θέση να σου δείξω δρομάκια και στενοσόκακα που ζήτημα είναι αν υποψιάζονται την ύπαρξή τους δέκα άνθρωποι στον κόσμο εκτός από τους κατοίκους της περιοχής. Κι αυτοί, τι καταλαβαίνουν; Τίποτα! Όχι, φίλε μου, αυτά τ’ αρχαία μέρη ανασαίνουν κι ονειρεύονται, είναι ξέχειλα από θαύματα, τρόμους και παρεκκλίσεις από την καθημερινότητα, κι όμως, δεν υπάρχει ψυχή που να τα νιώθει και να ωφελείται απ’ αυτά. Ή, μάλλον, υπάρχει μονάχα μια ψυχή που καταλαβαίνει, δεν ανασκάλευα όλα αυτά τα χρόνια το παρελθόν για το τίποτα!
»Να το, βλέπω ότι σ’ ενδιαφέρει. Κι αν σου ‘λεγα ότι έχω άλλο ένα ατελιέ εκεί κι ότι στο μέρος αυτό δουλεύω και πιάνω το πνεύμα της νύχτας, ζωγραφίζοντας πράγματα που ούτε να τα σκεφτώ δε θα μπορούσα εδώ, στην οδό Νιούμπορι; Φυσικά δεν έχω πει λέξη γι’ αυτό στις γεροντοκόρες της λέσχης -έχω κι αυτό τον Ράιντ, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, να ψιθυρίζει ότι είμαι ένα τέρας αντίστροφης μετεξέλιξης. Ναι, Θέρμπερ, εδώ και πολύ καιρό αποφάσισα ότι πρέπει κανείς να αναπαριστά την φρίκη στην ζωή, ακριβώς όπως την ομορφιά, έτσι άρχισα να εξερευνώ κάποια μέρη που έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι μέσα τους κατοικεί αυτή η φρίκη.
»Βρήκα αυτό το σπίτι που δεν πιστεύω ότι το ‘χουν πατήσει περισσότεροι από τρεις άνθρωποι βόρειας καταγωγής. Δεν είναι και πολύ μακριά από δω, αν το μετρήσεις με την απόσταση, αλλά απέχει αιώνες αν το μετρήσεις με την ψυχή. Το νοίκιασα κυρίως για το περίεργο πηγάδι που έχει στο υπόγειο -μια είσοδος στις κατακόμβες που σου έλεγα πριν. Είναι ερείπιο, σχεδόν καταρρέει, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει εκεί μέσα και φαντάζεσαι πόσο λίγο πληρώνω. Τα παράθυρα έχουν σφραγιστεί με τάβλες, τόσο το καλύτερο, δεν μου χρειάζεται το φως της μέρας γι’ αυτά που θέλω να κάνω. Ζωγραφίζω στο υπόγειο, εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη έμπνευση, αλλά έχω επιπλώσει και μερικά δωμάτια στο ισόγειο. Το σπίτι το ‘χει ένας Σιτσιλιάνος. Το νοίκιασα με ψευδώνυμο -Πίτερς.
»Και τώρα, αν το λέει η καρδιά σου, μπορώ να σε πάω εκεί. Απόψε. Μου φαίνεται πως θα σ’ αρέσουν οι πίνακες· βλέπεις, έχω αφήσει τον εαυτό μου αρκετά ελεύθερο σ’ αυτούς. Δεν είναι και πολύ μακριά, μερικές φορές πηγαίνω με τα πόδια, δεν θέλω να τραβήξω την προσοχή κανενός φτάνοντας σε τέτοιο μέρος με ταξί. Τέλος πάντων, μπορούμε να πάρουμε ταξί από δω, να μπούμε στον υπόγειο στην στάση Σάουθ μέχρι την οδό Μπάτερι, κι από κει θα περπατήσουμε, είναι πολύ κοντά».
Λοιπόν, αγαπητέ μου Έλιοτ, το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω εκείνη την στιγμή ήταν να συγκρατηθώ και να μην γίνω γελοίος τρέχοντας να μπω στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μας. Περιορίστηκα να περπατήσω ψύχραιμα. Πήραμε τον υπόγειο στην Σάουθ και κατά τις δώδεκα την νύχτα είχαμε περάσει στην οδό Μπάτερι και ανεβαίναμε τα σκαλιά προς την Κονστιτιούσον. Δεν μέτρησα, βέβαια, τα σταυροδρόμια, και δεν ξέρω να σου πω πού ακριβώς στρίψαμε, σε βεβαιώνω όμως ότι δεν ήταν η αριστοκρατική Γρίνοου Λέιν.
Όπου και να στρίψαμε πάντως, ήταν για να διασχίσουμε κατά μήκος το πιο παλιό κι ερειπωμένο δρομάκι που είδα ποτέ στην ζωή μου. Μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα, σπασμένα μικρά παράθυρα και αρχαϊκές καμινάδες νιου έχασκαν ετοιμόρροπες με φόντο το φεγγαρόφωτο. Παίρνω όρκο πως τα περισσότερα απ’ αυτά τα σπιτάκια έστεκαν όρθια στην εποχή του Κότον Μέθερ. Είδα τουλάχιστον δυο με παμπάλαια ξύλινα κράσπεδα και μου φάνηκε μάλιστα ότι πήρε το μάτι μου ένα είδος μυτερής σκεπής εντελώς ξεχασμένης, απ’ αυτές που οι αρχαιολόγοι επιμένουν πως δεν υπάρχουν πια πουθενά στην Βοστόνη.
Στρίψαμε από το σοκάκι εκείνο σ’ ένα άλλο, που δεν φωτιζόταν καθόλου, κι ήταν το ίδιο σιωπηλό κι ακόμα πιο στενό, και μετά από ένα λεπτό μου φάνηκε πως πήραμε μια περίεργη κατεύθυνση προς τα δεξιά. Λίγο αργότερα ο Πίκμαν έβγαλε ένα φακό κι έριξε το φως του σε μια προϊστορική ξύλινη σαρακοφαγωμένη πόρτα. Την ξεκλείδωσε και με οδήγησε σ’ ένα χολ που οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι απ’ αυτό που άλλοτε θα ήταν μια λαμπρή ξυλεπένδυση -απλή βέβαια, αλλά συναρπαστικά όμοια μ’ αυτές της εποχής.του Φιπς και των Μαγισσών. Ανοιξε μια πόρτα στ’ αριστερά μας, μ’ έβαλε μέσα, άναψε μια λάμπα λαδιού, και μου σύστησε να βολευτώ σαν στο σπίτι μου.
Αχ, Έλιοτ, ξέρεις ότι είμαι αυτό που οι τύποι της πιάτσας ονομάζουν «σκληρό καρύδι», αλλά ομολογώ πως αυτό που είδα στους τοίχους της κάμαρας, μου ‘κοψε τα γόνατα. Ήταν οι πίνακές του, φυσικά, αυτοί που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει, ούτε καν να κρεμάσει στο ατελιέ της οδού Νιούμπορι, και είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «άφησε τον εαυτό του ελεύθερο». Ορίστε… πιες ακόμα ένα ποτό… εγώ σίγουρα το χρειάζομαι.
Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να σου περιγράψω με τι έμοιαζαν, γιατί το τρομαχτικό, η βλασφημία, η φρίκη, η απίστευτη σιχαμάρα τους γεννιόταν από λεπτομέρειες που οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψουν. Δεν είχαν καμιά σχέση με την εξωτική τεχνική στα έργα του Σιμέ, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τα ποσειδώνια τοπία και τους σεληνιακούς μύκητες που χρησιμοποιεί ο Κ. Α. Σμιθ για να σου παγώνει το αίμα. Τα φόντα του Πίκμαν ήταν κυρίως παλιές εκκλησίες, σκοτεινά δάση, λόφοι πάνω από την θάλασσα, στοές, arec τούβλα, παλιά ξύλινα δωμάτια. Το νεκροταφείο του Κοπς Χιλ, που δεν πρέπει να απείχε πολύ από κει, ήταν ακόμα ένα από τα αγαπημένα του θέματα.
Η τρέλα και η φρικωδία ήταν στις φιγούρες των πρώτων πλάνων -ο Πίκμαν έφτανε στο φόρτε της μακάβριας τέχνης του όταν ζωγράφιζε πορτραίτα δαιμόνων. Σπάνια οι σιλουέτες αυτές ήταν εντελώς ανθρώπινες, αλλά συχνά, σε ποικίλους βαθμούς, προσέγγιζαν την ανθρώπινη μορφή. Τα περισσότερα σώματα ήταν δίποδα, έγερναν προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν σκυλίσια. Έδιναν την εντύπωση πως ήταν σαν λαστιχωτά, αχ… σαν να τα βλέπω! Το τι έκαναν, μην μου ζητάς να το περιγράψω με λεπτομέρειες. Συνήθως έτρωγαν, μη σου πω τώρα τι. Συχνά εμφανίζονταν σε ομάδες, μέσα σε νεκροταφεία ή υπόγεια περάσματα, και πολύ συχνά απεικονίζονταν πάνω στην μάχη του κατασπαράγματος της λείας τους. Τι καταραμένη εκφραστικότητα είχε δώσει ο Πίκμαν στα πρόσωπά τους! Έδειχνε τα όντα να πηδάνε μέσα από παράθυρα την νύχτα, ν’ ανακατεύουν τα συρτάρια σε κρεβατοκάμαρες όπου οι άνθρωποι κοιμούνταν, να σέρνονται πάνω από τα λαρύγγια τους. Ένας από τους πίνακες παρίστανε μια ομάδα από τα στοιχειά να χορεύουν γύρω από μια κρεμασμένη μάγισσα στο λόφο του Γκάλοους και το πρόσωπο της κρεμασμένης έμοιαζε σχεδόν με τα δικά τους.
Μην σου μπει στο νου η ιδέα ότι όλο αυτό το ανακάτεμα φόντων και θεμάτων ήταν που με τρόμαξε τόσο. Δεν είμαι κανένα τρίχρονο μωράκι κι έχω δει αρκετούς τρομαχτικούς πίνακες στην ζωή μου. Ήταν τα πρόσωπα, Έλιοτ, τα διαολεμένα αυτά πρόσωπα, που έχασκαν και γελούσαν λες και πετάγονταν έξω από τον καμβά, λες και ανέπνεαν την ανάσα της ζωής! Αυτό ο παράξενος μάγος είχε με τα χρώματά του ξυπνήσει όλες τις φωτιές της κόλασης και τα πινέλα του είχαν μεταμορφωθεί σε μαγικά ραβδιά που ζωντάνευαν τους εφιάλτες. Έλιοτ, δώσ’ μου το μπουκάλι.
Υπήρχε ένας πίνακας που ονομαζόταν «Το Μάθημα» -ο Θεός να με συγχωρέσει που τα μάτια μου έπεσαν επάνω του! Μπορείς να φανταστείς μια αγέλη από ακατονόμαστα σκυλόμορφα όντα στην αυλή μιας εκκλησίας, να διδάσκουν ένα μικρό παιδί να κατασπαράζει όπως αυτά; Άρπαγμα στην κούνια, υποθέτω -ξέρεις, βέβαια, τον παλιό μύθο που θέλει τα ξωτικά ν’ αφήνουν ένα δικό τους μωρό στην κούνια ενός νεογέννητου κι αυτά να παίρνουν το ανθρώπινο παιδί για να το αναθρέψουν σαν δικό τους. Ο Πίκμαν με τον πίνακά του έδειχνε τι συμβαίνει σ’ αυτά τα παιδιά, πώς μεγαλώνουν, δηλαδή, κι εγώ άρχισα να παρατηρώ την σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινα και στα εξωανθρώπινα όντα. Ο Πίκμαν απεικόνιζε ένα είδος εξελικτικής ομοιότητας, σ’ όλους τους βαθμούς, ανάμεσα στο μη-ανθρώπινο και το ανθρώπινο που τείνει προς την αποκτήνωση. Τα σκυλόμορφα όντα προέρχονταν από ανθρώπους!
Την στιγμή ακριβώς που αναρωτήθηκα πώς μεγάλωναν τα δικά τους μωρά, αυτά που άφηναν στον επάνω κόσμο στην θέση των κλεμμένων, το μάτι μου έπεσε σ’ έναν ακόμα πίνακα που απεικόνιζε την ίδια μου την σκέψη. Το εσωτερικό έδειχνε ένα πατροπαράδοτο αστικό πουριτανικό σπίτι — ένα βαρύ δωμάτιο με θολωτά παράθυρα, την οικογένεια να κάθεται τριγύρω ενώ ο πατέρας διαβάζει χωρία από τις Γραφές. Όλα τα πρόσωπα εκτός από ένα ήταν ευγενικά και ευλαβή, αλλά αυτό το ένα αντανακλούσε μια απίθανη ειρωνεία. Ήταν το πρόσωπο ενός νέου στα χρόνια άντρα, που χωρίς αμφιβολία ήταν ο γιος του ευσεβούς οικογενειάρχη, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν το αντικείμενο της ανταλλαγής των όντων — και μάλιστα, συνεχίζοντας το ειρωνικό πνεύμα, ο Πίκμαν του είχε δώσει χαρακτηριστικά που έμοιαζαν πολύ με τα δικά του.
Τώρα ο ζωγράφος είχε ανάψει μια ακόμα λάμπα στο διπλανό δωμάτιο. Με ευγένεια κρατούσε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω, ρωτώντας με αν ήθελα να δω και τις «μοντέρνες» σπουδές του. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα βρει το κουράγιο να εκφέρω γνώμη για τα έργα που είχα δει — είχα μείνει άναυδος από τρόμο και σιχασιά — αλλά νομίζω πως κι εκείνος το είχε καταλάβει και μάλιστα έδειχνε υπέρτατα κολακευμένος. Και για άλλη μια φορά, Έλιοτ, θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι δεν είμαι κανένα μαμμόθρεφτο που σκούζει κάθε φορά που βλέπει κάτι να ξεφεύγει από τα όρια του συνηθισμένου. Μεσόκοπος άνθρωπος είμαι, αρκετά καλλιεργημένος, και φαντάζομαι ότι τον καιρό που ήμαστε παρέα στην Γαλλία θα κατάλαβες ότι δεν λυγίζω εύκολα.
Θυμήσου ακόμα ότι είχα μόλις καταφέρει να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να συνηθίσω στο θέαμα των έργων που μόλις είχα δει και που παρουσίαζαν την αποικιακή Νέα Αγγλία περίπου σαν παράρτημα της ίδιας της κόλασης. Ε, λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, η διπλανή κάμαρα μ’ έκανε να ουρλιάξω, και χρειάστηκε να κρατηθώ από το χερούλι της πόρτας για να μην πέσω. Το δωμάτιο που μόλις είχαμε αφήσει έδειχνε ομάδες από ξωτικά και μάγισσες που στοίχειωναν τους κόσμους των παππούδων μας, αλλά αυτό εδώ κουβαλούσε την φρίκη μέσα στην ίδια την καθημερινή μας ζωή!
Μεγαλοδύναμε, πώς ζωγράφιζε έτσι τούτο το πλάσμα!
Υπήρχε μια σπουδή με τίτλο «Ατύχημα στον Υπόγειο», που απεικόνιζε τα ίδια πλάσματα να αναδύονται από κάποια άγνωστη κατακόμβη, μέσα από μια ρωγμή στην πλατφόρμα της οδού Μπόιστον και να επιτίθενται σε ένα ανθρώπινο πλήθος που περίμενε το τρένο. Ένας ακόμη πίνακας έδειχνε το νεκροταφείο του Κοπς, έτσι ακριβώς όπως είναι σήμερα, με τα στοιχειά να χορεύουν μπρος στους τάφους. Αλλα ταμπλό έδειχναν υπόγεια σπιτιών, με τα τέρατα να σέρνονται μέσα από τρύπες και χαραμάδες των τοίχων, να έρπουν και να κρύβονται πίσω από βαρέλια ή φούρνους και να καραδοκούν τα θύματά τους να κατέβουν τις σκάλες.
Ένας σιχαμερός πίνακας είχε σαν θέμα ένα μεγάλο σταυροδρόμι της οδού Μπίκον — της πιο αριστοκρατικής στην πόλη — με τα τέρατα, πολυάριθμα σαν μυρμήγκια, να φυτρώνουν μέσα από σχισμές του δρόμου. Σε άλλες σπουδές απεικονίζονταν ελεύθερα διάφοροι χοροί σε κοιμητήρια, και λίγο πιο κει μια άλλη σύνθεση με τάραξε Περισσότερο απ’ όλες — ήταν μια σκηνή, μέσα σ’ έναν άγνωστο χώρο, όπου μια ορδή από τους δαίμονες στριμώχνονταν κρυφά γύρω από έναν άνθρωπο που κρατούσε έναν πασίγνωστο τουριστικό οδηγό της Βοστόνης και, προφανώς, διάβαζε δυνατά. Όλοι οι δαίμονες μαζί έδειχναν σ’ ένα ορισμένο μέρος του βιβλίου και καθένα από τα πρόσωπά τους ήταν παραμορφωμένο από ένα επιληπτικό γέλιο τόσο ασυγκράτητο, που μου φάνηκε σχεδόν πως άκουσα την ηχώ του. Ο τίτλος του πίνακα ήταν «Οι Χολμς, Λόουελ και Λονγκφέλοου κείτονται στο όρος Όμπερν».
Σιγά σιγά μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, να προσαρμοστώ σ’ αυτό το νέο δωμάτιο που απέπνεε μια μακάβρια και δαιμονική αίσθηση και άρχισα να προσπαθώ να εξηγήσω τους λόγους που προκαλούσαν την σιχαμάρα μου. Πρώτα πρώτα, είπα στον εαυτό μου, οι πίνακες ήταν απωθητικοί μόνο και μόνο για την απόλυτη απανθρωπιά και την αφάνταστη σκληρότητα που μαρτυρούσαν στον χαρακτήρα του Πίκμαν. Ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να μισεί θανάσιμα όλο τον κόσμο, για να μπορέσει, με τέτοια κακιά χαρά, να απεικονίσει αυτά τα σωματικά και πνευματικά μαρτύρια, αυτόν τον απόλυτο εξευτελισμό των θνητών κατοίκων της γης.
Κι ακόμα, τα έργα με τρόμαζαν, ακριβώς εξαιτίας του μεγαλείου τους. Η τέχνη που τα γέννησε ήταν τέχνη που έπειθε —βλέπαμε τους πίνακες και στ’ αλήθεια βλέπαμε τους δαίμονες, τους φοβόμαστε πραγματικά. Το πιο περίεργο όμως ήταν ότι ο Πίκμαν δεν αντλούσε αυτή την δύναμη από συγκεκριμένες αφαιρετικές επιλογές ή κάποια παράξενη τεχνική. Τίποτα δεν ήταν θολό, παραμορφωμένο ή συμβατικό. Τα περιγράμματα ήταν ευκρινή και ζωντανά και οι λεπτομέρειες σχεδόν οδυνηρά ακριβείς και σαφείς. Και τα πρόσωπα…
Αυτό που βλέπαμε δεν ήταν καλλιτεχνική μεταφορά ήταν πανδαιμόνιο αλλά καθαρό σαν κρύσταλλο μέσα στην απόλυτη αντικειμενικότητά του. Αυτό ήταν, μα τον ουρανό! Ο άνθρωπος δεν ήταν ρομαντικός ή φαντασιόπληκτος, δεν προσπαθούσε καν να μεταδώσει την πλασματική ατμόσφαιρα των εφήμερων ονείρων, αλλά ψυχρά, σαρδόνια, αντικατόπτριζε ένα σταθερό, μηχανιστικό και απολύτως υπαρκτό κόσμο φρίκης, που ο ίδιος μπορούσε να δει ολοκάθαρα, αλάνθαστα και χωρίς κανένα δισταγμό. Ένας Θεός ξέρει τι κόσμος θα μπορούσε να είναι αυτός, ή πού βρήκε ο Πίκμαν την ευκαιρία να αντικρίσει τις βλάσφημες αυτές μορφές που καιροφυλακτούσαν, περίμεναν και ξεπετάγονταν μέσα από τα έργα του. Όποια πάντως και να ‘ταν η πηγή των εικόνων του, ένα πράγμα ήταν πια ξεκάθαρο. Ο Πίκμαν ήταν από κάθε άποψη, από σύλληψη και εκτέλεση, ένας απόλυτος, σχολαστικός και ακριβέστατος ρεαλιστής.
Ο οικοδεσπότης μου με οδηγούσε τώρα κάτω στο κελάρι, εκεί που βρισκόταν το πραγματικό ατελιέ του, και προσπάθησα να ατσαλώσω τον εαυτό μου για τις εμπειρίες των ατέλειωτων ακόμα έργων του. Φτάσαμε στο τελευταίο υγρό σκαλοπάτι, ο Πίκμαν άναψε το φακό του κι έριξε το φως σε μια από τις γωνίες του μεγάλου υπογείου, αποκαλύπτοντας ένα στρογγυλό πηγάδι στο χωμάτινο πάτωμα. Πλησιάσαμε και είδα πως το πηγάδι είχε περίπου δυο μέτρα διάμετρο, με πολύ χοντρά τοιχώματα — κλασική δουλειά του δέκατου έβδομου αιώνα, αν δεν έπεφτα εντελώς έξω στις εκτιμήσεις μου.
Αυτό ακριβώς, εξήγησε ο Πίκμαν, ήταν το πηγάδι για το οποίο μου είχε μιλήσει, ένα άνοιγμα στο δίκτυο των στοών που κάποτε διέτρεχαν υπογείως όλη την πόλη. Παρατήρησα ότι δεν είχε χτιστεί το άνοιγμά του κι ότι ένας ξύλινος δίσκος ήταν το μοναδικό προστατευτικό του κάλυμμα. Ένιωσα ν’ ανατριχιάζω καθώς σκέφτηκα τι περνούσε στις στοές κάτω απ’ αυτό το πηγάδι, αν οι αφηγήσεις του Πίκμαν το απόγευμα δεν ήταν απλές φαντασίες. Γύρισα και τον ακολούθησα, καθώς έμπαινε σ’ ένα συνεχόμενο δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα, επιπλωμένο κανονικά σαν ατελιέ ζωγραφικής. Μια λάμπα ασετυλίνης έριχνε το κατάλληλο φως για την δουλειά του.
Τα μισοτελειωμένα έργα που ακουμπούσαν στους τοίχους ήταν το ίδιο φρικαλέα όπως τα ολοκληρωμένα στα επάνω δωμάτια, μαρτυρώντας κι αυτά την σχολαστική τεχνική του ζωγράφου. Οι διάφορες σκηνές των θεμάτων είχαν απομονωθεί με τεράστια προσοχή, και οι καθοδηγητικές γραμμές με αχνό μολύβι απέδειχναν την εμμονή του στην παραμικρή λεπτομέρεια, στην προσπάθειά του να πετύχει τις απολύτως ακριβείς γραμμές και αναλογίες. Ο άνθρωπος ήταν πραγματικά μεγάλος, το πιστεύω ακόμα και σήμερα, που ξέρω ό,τι ξέρω. Μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή πάνω στο τραπέζι τράβηξε το ενδιαφέρον μου και ο Πίκμαν μου εξήγησε ότι την χρησιμοποιούσε για να φωτογραφίζει τα τοπία που του χρησίμευαν σαν φόντο· του ήταν πιο εύκολο, μου είπε, να αναπτύσσει το φόντο από φωτογραφίες, παρά να κουβαλάει τα εργαλεία του σ’ όλη την πόλη για να ξεσηκώσει τις διάφορες τοποθεσίες.
Υπήρχε κάτι βαθιά ανησυχητικό στα αηδιαστικά σκίτσα και τα μισοτελειωμένα αίσχη που μου έγνεφαν από κάθε πλευρά της κάμαρας κι όταν ξαφνικά ο Πίκμαν ξεσκέπασε έναν τεράστιο πίνακα στην άλλη πλευρά του δωματίου, δεν μπόρεσα να πνίξω μια άγρια κραυγή, την δεύτερη που έβγαζα εκείνο το βράδυ. Η φωνή μου αντήχησε ξανά και ξανά μέσα στους τοίχους του σκοτεινού, αρχαίου υπογείου, και χρειάστηκε όλη η δύναμη που διέθετα για να συγκρατήσω ένα κύμα υστερικού γέλιου.
Μα το Δημιουργό, Έλιοτ, δεν ξέρω πια τι ήταν αληθινό και τι αποκύημα του πυρετού της φαντασίας μου, αλλά δεν μου φαίνεται ότι η γη μπορεί να κρατήσει πάνω της τέτοιον εφιάλτη.
Ήταν μια ανείπωτη, κολοσσιαία βλασφημία, ένα ον με γυαλιστερά κόκκινα μάτια, που στα κοκαλιάρικα άκρα του κρατούσε κάτι που πρέπει κάποτε να ήταν άνθρωπος, μασουλώντας του το κεφάλι σαν παιδί που τρώει ένα γλειφιτζούρι. Μισοπερπατούσε και μισοσερνόταν κι έδινε την εντύπωση πως οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να πετάξει την λεία του για να ορμήσει σε μια ορεκτικότερη λιχουδιά. Αλλά, που να πάρει, δεν ήταν το τερατώδες πλάσμα που αποτελούσε για μένα την πηγή του απόλυτου πανικού, ούτε αυτό το ίδιο, ούτε τα μυτερά αυτιά του, τα ματωμένα μάτια του, η επίπεδη μύτη και τα πελώρια κρεμάμενα χείλη. Δεν ήταν τα κοφτερά νύχια, ούτε το καλυμμένο από ξερή λάσπη κορμί του, ούτε οι οπλές, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, αν και καθένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να οδηγήσει οποιονδήποτε ευφάνταστο άνθρωπο στην τρέλα.
Ήταν η τεχνική του ζωγράφου, Έλιοτ, αυτή η καταραμένη, ανίερη, αφύσικη τεχνική του! Όσο υπάρχω σ’ αυτή την ζωή, ποτέ δεν είδα κάτι τόσο ζωντανό, τόσο παλλόμενο, να ξεπετάγεται από έναν απλό ζωγραφικό καμβά. Το τέρας ήταν εκεί, κοιτούσε και βρυχιόταν, βρυχιόταν και κοιτούσε, κι εγώ ήξερα πως μόνο μια ολοκληρωτική αναστολή των νόμων της φύσης θα μπορούσε να επιτρέψει σ’ έναν άνθρωπο να ζωγραφίσει κάτι τέτοιο χωρίς ζωντανό μοντέλο, χωρίς μια ματιά στον Άλλο Κόσμο, όπου κανείς θνητός δεν μπόρεσε ποτέ να εισχωρήσει, χωρίς πρώτα να πουλήσει την ψυχή του στο Κτήνος.
Καρφιτσωμένο με μια πινέζα σ’ ένα άδειο ακόμα κομμάτι του καμβά ήταν ένα τυλιγμένο, ζαρωμένο κομμάτι χαρτί, μια φωτογραφία φαντάστηκα, του φόντου που σκόπευε ο Πίκμαν να χρησιμοποιήσει, ένα φόντο τόσο φρικαλέο όσο και το ίδιο το πλάσμα που θα αναδείκνυε. Άπλωσα το χέρι μου για να το βγάλω και να του ρίξω μια ματιά, όταν ένιωσα τον Πίκμαν να τινάζεται σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Από την στιγμή που η τρομαγμένη κραυγή μου είχε προξενήσει τις παράξενες αντηχήσεις μέσα στο κελάρι, αφουγκραζόταν με προσοχή, και τώρα φαινόταν χτυπημένος από ένα κύμα τρόμου, που, αν και δεν μπορούσε να συγκριθεί με το δικό μου, ήταν τρόμος φυσικός περισσότερο, παρά μεταφυσικός. Τράβηξε από την τσέπη του ένα πιστόλι και μου ‘γνεψε να σωπάσω κι έπειτα βγήκε στο κεντρικό υπόγειο, όπου υπήρχε το πηγάδι, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Νομίζω πως για μια στιγμή θα πρέπει να παρέλυσα. Σαν τον Πίκμαν, προσπάθησα κι εγώ ν’ αφουγκραστώ και μου φάνηκε πως άκουσα ένα ανεπαίσθητο θρόισμα κάπου εκεί γύρω, που το ακολούθησε μια σειρά από χτυπήματα και πνιχτές φωνές, από μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. Κι έπειτα ακούστηκε ένας υπόκωφος γδούπος που μ’ έκανε ν’ αναριγήσω ολόκληρος, ένα απόμακρο χτύπημα, δεν μπορώ πάντως να το περιγράψω με λέξεις. Ήταν σαν βαρύ ξύλο που έπεφτε πάνω σε πέτρα ή τούβλα, ξύλο σε τούβλα — γιατί το σκέφτηκα αυτό;
Ακούστηκε ξανά, και μάλιστα πιο δυνατά. Ακολούθησε μια δόνηση, σαν να έπεφτε το ξύλο με μεγαλύτερη δύναμη από πριν. Και μετά έφτασε μέχρι τ’ αυτιά μου ένας οξύς ήχος και κάτι φωναχτό και ακατάληπτο από τον Πίκμαν και ο εκκωφαντικός θόρυβος του ρεβόλβερ, που ήχησε στον αέρα, όπως ηχεί το μαστίγιο του θηριοδαμαστή που προσπαθεί να ησυχάσει κάποιο ανυπότακτο θηρίο. Μια ακόμα πνιχτή κραυγή ή ουρλιαχτό, ένας χτύπος. Έπειτα, σύρσιμο και γδάρσιμο πάνω σε ξύλο και τούβλο, παύση, σιωπή και άνοιγμα της πόρτας — στον ήχο της, ομολογώ, τινάχτηκα σύγκορμος. Εμφανίστηκε ο Πίκμαν με το όπλο του να βγάζει καπνό, βλαστημώντας τα καταραμένα ποντίκια μέσα στο παλιό πηγάδι.
«Ποιος ξέρει τι βρίσκουν και τρώνε, Θέρμπερ», χαμογέλασε, «αυτά τα τούνελ φτάνουν μέχρι τα παλιά καταφύγια των μαγισσών, τα νεκροταφεία και την θάλασσα. Ό,τι και αν τρώνε πάντως, φαίνεται πως τους τελείωσε, γιατί έκαναν σαν τρελά να βγουν έξω. Το ουρλιαχτό σου, φαντάζομαι, ήταν που τα αναστάτωσε. Καλύτερα να προσέχουμε σε κάτι τέτοια παλιά σπίτια, τα τρωκτικά, βλέπεις, είναι το βασικό τους μειονέκτημα, αν και καμιά φορά σκέφτομαι ότι από άποψη ατμόσφαιρας και στυλ, προσφέρουν ένα ακόμα θετικό στοιχείο».
Λοιπόν, Έλιοτ, αυτό ήταν και το τέλος της νυχτερινής μας περιπέτειας. Ο Πίκμαν είχε υποσχεθεί να μου δείξει το μέρος, κι ο Θεός ξέρει ότι είχε πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Με οδήγησε μέσα από το λαβύρινθο των στενοσόκακων σε κάποια άλλη κατεύθυνση απ’ αυτή που είχαμε πάρει για να έρθουμε, γιατί κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα φωτισμένο δρόμο που μου φάνηκε γνωστός, με μονότονες σειρές από ανακατεμένες παλιές μάντρες και σπίτια. Ήταν τελικά η οδός Τσάρτερ, αλλά η ταραχή μου δεν μου επέτρεψε να προσδιορίσω σε ποιο σημείο της ακριβώς βγήκαμε. Ήταν πολύ αργά για να προλάβουμε το τρένο κι έτσι πήγαμε με τα πόδια μέχρι το κέντρο, ακολουθώντας την οδό Ανοβερ. Αυτή την διαδρομή την θυμάμαι. Στρίψαμε από την Τρέμοντ προς την Μπίκον και ο Πίκμαν με άφησε στην γωνία της Τζόι, απ’ όπου και συνέχισα μόνος μου. Δεν του ξαναμίλησα ποτέ.
Γιατί τον εγκατέλειψα;
Μην είσαι ανυπόμονος, περίμενε να ειδοποιήσω να μας φέρουν καφέ. Παραήπιαμε από το άλλο, αλλά μου χρειάζεται και κάτι ακόμα. Όχι, δεν τον παράτησα για τους πίνακες που είδα εκεί μέσα, παρ’ όλο που σου τ’ ορκίζομαι πως από μόνοι τους ήταν αρκετοί για να τον εξοστρακίσουν από τα εννιά στα δέκα καλά σπίτια της Βοστόνης και τώρα σίγουρα θα καταλαβαίνεις γιατί προτιμώ να μένω μακριά από κελάρια, υπόγεια και τον ηλεκτρικό. Ήταν… ήταν κάτι που βρήκα στην τσέπη μου την άλλη μέρα το πρωί, ξέρεις, το τσαλακωμένο χαρτί που νόμιζα πως ήταν η φωτογραφία του τοπίου που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για φόντο σ’ εκείνο το δαιμονικό πορτραίτο. Οι τρομαχτικοί θόρυβοι που ακούστηκαν στην συνέχεια με σταμάτησαν καθώς ήμουν έτοιμος να το ξετυλίξω, αλλά φαίνεται πως πάνω στον τρόμο μου το έριξα στην τσέπη μου χωρίς να σκεφτώ. Να ο καφές -πιες τον σκέτο, Έλιοτ, άκου τι σου λέω.
Ναι, το χαρτί αυτό ήταν η αιτία που διέκοψα κάθε σχέση με τον Πίκμαν, τον Ρίτσαρντ Άπτον Πίκμαν, το μεγαλύτερο καλλιτέχνη που γνώρισα στην ζωή μου, το αθλιότερο πλάσμα που ξεπέρασε ποτέ τα όρια της ζωής πέφτοντας στην άβυσσο των μύθων και της τρέλας. Μπορεί να γεννήθηκε κάτω από μια παράξενη σκιά, ή μπορεί να βρήκε κάποιον τρόπο να ξεκλειδώσει την απαγορευμένη πύλη. Δεν έχει καμιά σημασία, γιατί τώρα χάθηκε, γύρισε πίσω στην ασύλληπτη σκοτεινιά που τόσο του άρεσε να τριγυρίζει.
Μην με ρωτήσεις να σου εξηγήσω, ή έστω να προσπαθήσω να σου περιγράψω τι ακριβώς ήταν αυτό που έκαψα. Μην με ρωτήσεις καν τι κρυβόταν πίσω από κείνα τα συρσίματα που ο Πίκμαν προσπάθησε να περάσει για ποντίκια. Το ξέρεις πως υπάρχουν μυστικά που φτάνουν μέχρι πολύ παλιά, στην εποχή της μαγείας του Σάλεμ, κι ο Κότον Μέθερ διηγείται τα πιο παράξενα πράγματα στα βιβλία του. Ξέρεις άλλωστε πόσο διαβολεμένα ζωντανοί ήταν οι πίνακες του Πίκμαν, πόσο αναρωτιόμαστε όλοι πού και πώς έβρισκε αυτά τα πρόσωπα.
Λοιπόν, το χαρτί δεν ήταν η φωτογραφία κάποιου τοπίου. Αυτό που απεικόνιζε ήταν απλούστατα το ίδιο το τερατώδες ον που ζωγράφιζε ο Πίκμαν στον καμβά του. Ήταν το μοντέλο που χρησιμοποιούσε και το φόντο δεν ήταν τίποτ’ άλλο από την γυμνή επιφάνεια των τοίχων του υπογείου, με κάθε λεπτομέρεια τους. Αλλά, στο όνομα του Θεού σου τ’ ορκίζομαι, Έλιοτ, ήταν μια ολοζώντανη, ολοκάθαρη, αληθινή φωτογραφία!
Τι απέγινε ο Πίκμαν;
Η.Ρ Lovecraft, Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ
Όχι, δεν έμαθα τι απέγινε ο Πίκμαν, και δεν έχω καμιά διάθεση να μαντέψω, θα το κατάλαβες βέβαια πως για κάποιους κρυφούς λόγους, που μόνο εγώ ήξερα, αναγκάστηκα να τον παρατήσω, και για τους ίδιους λόγους δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πού μπορεί να βρίσκεται. Άσε την αστυνομία ν’ ανακαλύψει ό,τι μπορεί -που δεν θα ‘ναι και πολλά πράγματα, αν σκεφτούμε ότι δεν έχουν ιδέα για το σπίτι που είχε νοικιάσει στο Νορθ Εντ με το ψευδώνυμο Πίτερς. Καλά καλά κι εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να το ξαναβρώ – όχι βέβαια ότι θα προσπαθούσα, με τίποτα, φίλε μου, ούτε και μέρα μεσημέρι να ‘τανε!
Ναι, ναι, ξέρω, ή μάλλον φοβάμαι ότι ξέρω πολύ καλά γιατί το νοίκιασε. Θα φτάσω και σ’ αυτό. Νομίζω ότι πριν σου τελειώσω την ιστορία θα καταλάβεις γιατί δεν είπα τίποτα στην αστυνομία. Θα μου ζητούσαν σίγουρα να τους οδηγήσω εκεί, αλλά δεν θα άντεχα να ξαναπάω σ’ αυτό το μέρος, ακόμα κι αν έβρισκα το δρόμο. Κάτι υπήρχε εκεί -και γι’ αυτό σήμερα δεν μπορώ να μπω στον υπόγειο, ούτε (θα γελάσεις και μ’ αυτό) να κατέβω σε κελάρια ή χαμηλές, σκοτεινές κάμαρες.
Καταλαβαίνεις, υποθέτω, ότι δεν εγκατέλειψα τον Πίκμαν για τους ίδιους λόγους που τον παράτησαν αυτές οι ανόητες γεροντοκόρες, ο γιατρός Ράιντ, ο Μινό και ο Ρόζγουορθ. Δεν με σοκάρει το μακάβριο στην τέχνη, κι όταν κάποιος έχει το ταλέντο του Πίκμαν αισθάνομαι τιμή μου να τον υποστηρίξω, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούν τα έργα του. Δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει στην Βοστόνη μεγαλύτερος ζωγράφος από τον Ρίτσαρντ Απτον Πίκμαν. Το είπα από την αρχή και το λέω και τώρα, και θυμάσαι ότι δεν έκανα τον παραμικρό μορφασμό όταν μας παρουσίασε το «Συμπόσιο των Στοιχειών». Τότε ήταν που ο Μινό τον αποκήρυξε.
Ξέρεις, χρειάζεται πολύ ταλέντο και πολύ βαθιά γνώση της φύσης για να φτιάξει κανείς έργα σαν αυτά του Πίκμαν. Σ’ ένα εξώφυλλο περιοδικού μπορείς να πετάξεις μπογιές και να βαφτίσεις την ζωγραφιά «Εφιάλτη» ή «Τελετή των Μαγισσών» ή «Πορτραίτο του Σατανά», αλλά μόνο ένας μεγάλος ζωγράφος μπορεί να κάνει μια τέτοια παράσταση να φαίνεται αληθινά τρομαχτική και ρεαλιστική. Γιατί μονάχα ένας καλλιτέχνης γνωρίζει την πραγματική ανατομία του τρόμου -την ακριβή σειρά γραμμών και αναλογιών που συνθέτουν τα κοιμισμένα ένστικτα ή τις κληρονομικές μνήμες του φόβου, τις σωστές χρωματικές αντιθέσεις και τις φωτοσκιάσεις που ξυπνούν την αίσθηση του αλλόκοτου.
Δεν χρειάζεται να σου πω εγώ γιατί ανατριχιάζεις όταν βλέπεις ένα έργο του Φουζέλι ενώ σου ‘ρχεται απλώς να γελάσεις μ’ ένα εξώφυλλο σε γκραν γκινιόλ μυθιστόρημα τσέπης. Υπάρχει κάτι που οι άνθρωποι αυτοί είναι σε θέση να συλλάβουν -και κάνουν κι εμάς να μπορούμε να το αισθανθούμε, έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Ο Ντορέ μπορούσε. Ο Σιμέ μπορεί. Ο Ανγκαρόλα από το Σικάγο μπορεί. Κι ο Πίκμαν μπορούσε, έτσι όπως δεν μπόρεσε κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν κι έτσι όπως – ελπίζω στον Θεό- κανένας δεν θα μπορέσει μετά απ’ αυτόν.
Μην με ρωτάς τι είναι αυτό που βλέπουν. Στην τέχνη υπάρχει ασύλληπτη διαφορά ανάμεσα στην μεταφορά των ελεύθερων, παρμένων από την φύση μοντέλων, και στην χονδρική αναπαραγωγή που μερικοί κάνουν με το χάρακα μέσα στα εργαστήρια. Ο αληθινά παράξενος καλλιτέχνης δημιουργεί τα ίδια του τα μοντέλα, ή τουλάχιστον ανακαλεί, μέσα από το δικό του κόσμο του φανταστικού, πραγματικές σκηνές. Αν μπορούσα να δω αυτά που έβλεπε ο Πίκμαν -αλλά όχι! Έλα, ας πιούμε κάτι πριν συνεχίσουμε. Θεέ μου, δεν θα ήμουν σήμερα ζωντανός αν είχα αντικρίσει αυτά που έβλεπε αυτός ο άνθρωπος -αν βέβαια ήταν άνθρωπος.
Θα θυμάσαι ότι το φόρτε του Πίκμαν ήταν τα πρόσωπα. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα βρισκόταν κάποιος μετά τον Γκόγια που να μπορεί να αποδώσει τέτοια κόλαση σε ανθρώπινα χαρακτηριστικά ,ή σ’ έναν απλό μορφασμό του προσώπου. Πριν από τον Γκόγια υπήρχαν εκείνοι που έφτιαξαν τις χιμαιρικές φυσιογνωμίες στη Νοτρ Νταμ και το Σεν Μισέλ. Πίστευαν σε όλα και δεν αποκλείεται να είχαν δει και με τα μάτια τους αρκετά περίεργα πράγματα — ο μεσαίωνας, βλέπεις, είχε κάτι πολύ μυστήριες περιόδους. Είχες ρωτήσει κι εσύ τον Πίκμαν, ένα χρόνο πριν φύγεις, πού στο καλό έβρισκε τέτοιες ιδέες και τέτοια οράματα. Θυμάσαι το ανατριχιαστικό του γέλιο; Ήταν ένας από τους λόγους που τον εγκατέλειψε ο Ράιντ. Εκείνη την εποχή ο Ράιντ ασχολιόταν με τη συγκριτική παθολογία κι άλλη δουλειά δεν είχε από το να μας αραδιάζει φουσκωμένες θεωρίες για τη βιολογική και εξελικτική σημασία του ενός και του άλλου συμπτώματος. Έλεγε πως ο Πίκμαν τον απωθούσε κάθε μέρα και πιο πολύ και προς το τέλος τον τρόμαζε κιόλας — ότι τα χαρακτηριστικά και η έκφρασή του έπαιρναν μια μορφή που δεν του άρεσε καθόλου, ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν «ανθρώπινα». Μιλούσε συνεχώς για τη σημασία της σωστής διατροφής και είχε αποφασίσει ότι ο Πίκμαν ήταν αφύσικος και παράξενος μέχρι ανωμαλίας. Υποθέτω ότι αν αλληλογραφούσατε με τον Ράιντ, θα του έγραψες ότι απλώς επέτρεψε στα νεύρα του να επηρεαστούν από τη δύναμη των έργων του Πίκμαν. Κι εγώ έτσι του έλεγα — τότε.
Να το ξέρεις, πάντως, δεν ξέκοψα από τον Πίκμαν για κανέναν τέτοιο λόγο. Αντίθετα, ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν όλο και μεγάλωνε- αυτό το «Συμπόσιο των Στοιχειών» ήταν ένα εκπληκτικό αριστούργημα. Όπως γνωρίζεις, η Λέσχη της Τέχνης δεν θέλησε να το εκθέσει, το Μουσείο Καλών Τεχνών δεν το δέχτηκε ούτε σαν δώρο, και κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει, οπότε ο Πίκμαν το κράτησε στο σπίτι του μέχρι που… Τώρα το έχει ο πατέρας του στο Σάλεμ — το ‘ξέρες ότι ο Πίκμαν είναι από το Σάλεμ, κι ότι μια πρόγονος του κρεμάστηκε σαν μάγισσα το 1692;
Είχα πάρει την συνήθεια να επισκέπτομαι αρκετά συχνά τον Πίκμαν, ειδικά αφού άρχισα να συγκεντρώνω σημειώσεις για μια μονογραφία που ετοίμαζα γύρω από τις εικαστικές τέχνες του μακάβριου. Το πιθανότερο είναι ότι την ιδέα την πήρα βλέποντας την δουλειά του. Ο ίδιος ο Πίκμαν ήταν πραγματική πηγή στοιχείων και προτάσεων για το πώς θα έπρεπε να προχωρήσω. Μου έδειξε όλα τα σχέδια και τους πίνακες που είχε. Ανάμεσά τους ήταν και κάποια σκίτσα με μελάνι που πιστεύω ότι, αν τα έβλεπαν τα μέλη, θα τον είχαν πετάξει με τις κλοτσιές από την λέσχη. Πολύ σύντομα του είχα αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, καθόμουν σαν σχολιαρόπαιδο και τον άκουγα με τις ώρες να αναπτύσσει θεωρίες και απόψεις για την τέχνη, ιδέες που θα του εξασφάλιζαν στα σίγουρα ένα εισιτήριο για το φρενοκομείο του Ντάνβερς.
Ο θαυμασμός που του είχα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας ένας οι υποστηρικτές του τον εγκατέλειπαν, τον έκανε να μ’ εμπιστεύεται περισσότερο. Κι ένα βράδυ έκανε τον υπαινιγμό πως αν κρατούσα και την ψυχραιμία μου και το στόμα μου κλειστό, θα μου έδειχνε κάτι πολύ ασυνήθιστο -κάτι δυνατότερο απ’ όλα τα έργα που είχε στο σπίτι του.
«Ξέρεις», μου είχε πει, «υπάρχουν έργα που δεν κάνουν για την οδό Νιούμπορι, πίνακες που εδώ θα φαίνονταν εκτός τόπου και χρόνου και που δεν θα μπορούσα να τους έχω ζωγραφίσει εδώ. Η δουλειά μου είναι να πιάνω τα ημιτόνια της ψυχής και τέτοια πράγματα δεν θα βρει κανείς σε ρυμοτομημένους δρόμους και τέτοιες συνοικίες. Η Μπακ Μπέι δεν είναι Βοστόνη — δεν είναι τίποτα ακόμη, δεν έχει προλάβει ν’ αποκτήσει μνήμες και να συγκεντρώσει γύρω της τα πνεύματα της περιοχής. Δεν υπάρχουν φαντάσματα εδώ — εκτός από τα φαντάσματα παλιών αλατωρυχείων και των ηχώ των σπηλαίων. Εγώ θέλω ανθρώπινα φαντάσματα, φαντάσματα πλασμάτων που είναι αρκετά εξελιγμένα — να ‘χουν ρίξει μια ματιά στην κόλαση και να γνωρίζουν την σημασία αυτών που είδαν.
»Μόνο στο Νορθ Εντ μπορεί να κατοικήσει ένας καλλιτέχνης. Ένας ειλικρινής εστέτ πρέπει να δείξει την αντοχή και να ζήσει σ’ αυτές τις τρώγλες, για χάρη της συσσωρευμένης παράδοσής τους. Θεέ μου, άνθρωπε, καταλαβαίνεις πως μέρη σαν το Νορθ Εντ δεν χτίστηκαν, αλλά γεννήθηκαν. Γενιές επί γενεών έζησαν, ένιωσαν και πέθαναν εκεί, και μάλιστα σε εποχές που οι άνθρωποι δεν φοβούνταν να ζήσουν, να νιώσουν και να πεθάνουν. Ξέρεις πως ο μύλος στο Κοπς Χιλ υπάρχει από το 1632 και πως οι μισοί δρόμοι της περιοχής χαράχτηκαν το 1650; Μπορώ να σου δείξω σπίτια που στέκονται όρθια για περισσότερο από δυόμισι αιώνες, σπίτια που όσα είδαν θα μπορούσαν να κάνουν ένα μοντέρνο κτίριο σκόνη. Τι ξέρουν οι σύγχρονοι για την ζωή και τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω της; Λες πως η μαγεία του Σάλεμ ήταν μια ομαδική παραίσθηση, κι όμως είμαι σίγουρος ότι η προ-προ-προ -γιαγιά μου θα είχε να σου πει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα… Την κρέμασαν στον λόφο του Γκάλοους, με τον Κότον Μέθερ να παρακολουθεί τελετουργικά την εκτέλεσή της. Ο Μέθερ, π’ ανάθεμά τον, έτρεμε μήπως κανείς καταφέρει να του σπάσει το κλουβί της μονοτονίας της ζωής του — κρίμα που κανείς δεν φρόντισε να τον δέσει με μάγια και να του ρουφήξει όλο του το αίμα!
»Ξέρεις, μπορώ να σου δείξω ένα από τα σπίτια που έζησε κι ένα από τα σπίτια που δεν τολμούσε να περάσει ούτε το κατώφλι τους, παρά τα παχιά λόγια του. Ήξερε κι αυτός δυο τρία πραγματάκια που δεν τόλμησε να τα γράψει στην ηλίθια ‘Μαγκνάλιά’ του ή στα βλακώδη ‘Θαύματα του Αόρατου Κόσμου’. Να σου πω, το ξέρεις ότι κάποτε όλο το Νορθ Εντ συνδεόταν με υπόγειες στοές; Χρησίμευαν για να συνδέουν μερικούς από τους κατοίκους με τα σπίτια των γειτόνων, την θάλασσα και το νεκροταφείο. Ασ’ τους άλλους να δικάζουν και να κυνηγούν στην επιφάνεια — κι όμως, κάθε μέρα συνέβαιναν πράγματα που δεν ήξεραν πώς να τα πλησιάσουν και κάθε νύχτα ακούγονταν γέλια που δεν ήξεραν πώς να τα εντοπίσουν.
»Άνθρωπε μου, σε οχτώ από τα δέκα σπίτια της περιοχής που χτίστηκαν πριν από το 1700, μπορείς να κατέβεις στα υπόγεια και να βρεις… περίεργα πράγματα. Δεν περνάει μήνας χωρίς οι εργάτες που κατεδαφίζουν κάποιο κτίριο να βρεθούν μπροστά σε κάποια υπόγεια στοά που φράζεται απότομα και δεν οδηγεί πουθενά, ή σε μια αψίδα χτισμένη με τούβλα… Υπήρχαν μάγισσες εκεί κάτω, και όλα τα πνεύματα που καλούσαν, υπήρχαν πειρατές και όλα όσα είχαν κουβαλήσει από τους ωκεανούς. Λαθρέμποροι, έμποροι, πραματευτές, μισθοφόροι, σ’ το λέω, εκείνη την εποχή ο κόσμος ήξερε να ζήσει και να μεγαλώσει τα όρια της ίδιας της ζωής! Ένας σοφός και γενναίος άνθρωπος μπορούσε να γνωρίσει κι άλλους κόσμους. Και να σκεφτεί κανείς πού φτάσαμε σήμερα… μυαλά ροζ-μπομπόν… ένα κλαμπ ‘φίλων της τέχνης’ που παθαίνει σπασμούς αν ένας πίνακας ζωγραφικής προξενεί αισθήματα δυνατότερα απ’ αυτά ενός κοσμικού τσαγιού.
»Το μοναδικό πράγμα που σώζει το παρόν είναι ότι αυτοί που το κατοικούν είναι πολύ ηλίθιοι για να εξετάσουν προσεκτικά το παρελθόν. Τι μπορεί να σου πει για το Νορθ Εντ ένας χάρτης, ένα σχεδιάγραμμα ή ένα τουριστικό βιβλίο; Μπούρδες! Πάω στοίχημα πως είμαι σε θέση να σου δείξω δρομάκια και στενοσόκακα που ζήτημα είναι αν υποψιάζονται την ύπαρξή τους δέκα άνθρωποι στον κόσμο εκτός από τους κατοίκους της περιοχής. Κι αυτοί, τι καταλαβαίνουν; Τίποτα! Όχι, φίλε μου, αυτά τ’ αρχαία μέρη ανασαίνουν κι ονειρεύονται, είναι ξέχειλα από θαύματα, τρόμους και παρεκκλίσεις από την καθημερινότητα, κι όμως, δεν υπάρχει ψυχή που να τα νιώθει και να ωφελείται απ’ αυτά. Ή, μάλλον, υπάρχει μονάχα μια ψυχή που καταλαβαίνει, δεν ανασκάλευα όλα αυτά τα χρόνια το παρελθόν για το τίποτα!
»Να το, βλέπω ότι σ’ ενδιαφέρει. Κι αν σου ‘λεγα ότι έχω άλλο ένα ατελιέ εκεί κι ότι στο μέρος αυτό δουλεύω και πιάνω το πνεύμα της νύχτας, ζωγραφίζοντας πράγματα που ούτε να τα σκεφτώ δε θα μπορούσα εδώ, στην οδό Νιούμπορι; Φυσικά δεν έχω πει λέξη γι’ αυτό στις γεροντοκόρες της λέσχης -έχω κι αυτό τον Ράιντ, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, να ψιθυρίζει ότι είμαι ένα τέρας αντίστροφης μετεξέλιξης. Ναι, Θέρμπερ, εδώ και πολύ καιρό αποφάσισα ότι πρέπει κανείς να αναπαριστά την φρίκη στην ζωή, ακριβώς όπως την ομορφιά, έτσι άρχισα να εξερευνώ κάποια μέρη που έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι μέσα τους κατοικεί αυτή η φρίκη.
»Βρήκα αυτό το σπίτι που δεν πιστεύω ότι το ‘χουν πατήσει περισσότεροι από τρεις άνθρωποι βόρειας καταγωγής. Δεν είναι και πολύ μακριά από δω, αν το μετρήσεις με την απόσταση, αλλά απέχει αιώνες αν το μετρήσεις με την ψυχή. Το νοίκιασα κυρίως για το περίεργο πηγάδι που έχει στο υπόγειο -μια είσοδος στις κατακόμβες που σου έλεγα πριν. Είναι ερείπιο, σχεδόν καταρρέει, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει εκεί μέσα και φαντάζεσαι πόσο λίγο πληρώνω. Τα παράθυρα έχουν σφραγιστεί με τάβλες, τόσο το καλύτερο, δεν μου χρειάζεται το φως της μέρας γι’ αυτά που θέλω να κάνω. Ζωγραφίζω στο υπόγειο, εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη έμπνευση, αλλά έχω επιπλώσει και μερικά δωμάτια στο ισόγειο. Το σπίτι το ‘χει ένας Σιτσιλιάνος. Το νοίκιασα με ψευδώνυμο -Πίτερς.
»Και τώρα, αν το λέει η καρδιά σου, μπορώ να σε πάω εκεί. Απόψε. Μου φαίνεται πως θα σ’ αρέσουν οι πίνακες· βλέπεις, έχω αφήσει τον εαυτό μου αρκετά ελεύθερο σ’ αυτούς. Δεν είναι και πολύ μακριά, μερικές φορές πηγαίνω με τα πόδια, δεν θέλω να τραβήξω την προσοχή κανενός φτάνοντας σε τέτοιο μέρος με ταξί. Τέλος πάντων, μπορούμε να πάρουμε ταξί από δω, να μπούμε στον υπόγειο στην στάση Σάουθ μέχρι την οδό Μπάτερι, κι από κει θα περπατήσουμε, είναι πολύ κοντά».
Λοιπόν, αγαπητέ μου Έλιοτ, το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω εκείνη την στιγμή ήταν να συγκρατηθώ και να μην γίνω γελοίος τρέχοντας να μπω στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μας. Περιορίστηκα να περπατήσω ψύχραιμα. Πήραμε τον υπόγειο στην Σάουθ και κατά τις δώδεκα την νύχτα είχαμε περάσει στην οδό Μπάτερι και ανεβαίναμε τα σκαλιά προς την Κονστιτιούσον. Δεν μέτρησα, βέβαια, τα σταυροδρόμια, και δεν ξέρω να σου πω πού ακριβώς στρίψαμε, σε βεβαιώνω όμως ότι δεν ήταν η αριστοκρατική Γρίνοου Λέιν.
Όπου και να στρίψαμε πάντως, ήταν για να διασχίσουμε κατά μήκος το πιο παλιό κι ερειπωμένο δρομάκι που είδα ποτέ στην ζωή μου. Μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα, σπασμένα μικρά παράθυρα και αρχαϊκές καμινάδες νιου έχασκαν ετοιμόρροπες με φόντο το φεγγαρόφωτο. Παίρνω όρκο πως τα περισσότερα απ’ αυτά τα σπιτάκια έστεκαν όρθια στην εποχή του Κότον Μέθερ. Είδα τουλάχιστον δυο με παμπάλαια ξύλινα κράσπεδα και μου φάνηκε μάλιστα ότι πήρε το μάτι μου ένα είδος μυτερής σκεπής εντελώς ξεχασμένης, απ’ αυτές που οι αρχαιολόγοι επιμένουν πως δεν υπάρχουν πια πουθενά στην Βοστόνη.
Στρίψαμε από το σοκάκι εκείνο σ’ ένα άλλο, που δεν φωτιζόταν καθόλου, κι ήταν το ίδιο σιωπηλό κι ακόμα πιο στενό, και μετά από ένα λεπτό μου φάνηκε πως πήραμε μια περίεργη κατεύθυνση προς τα δεξιά. Λίγο αργότερα ο Πίκμαν έβγαλε ένα φακό κι έριξε το φως του σε μια προϊστορική ξύλινη σαρακοφαγωμένη πόρτα. Την ξεκλείδωσε και με οδήγησε σ’ ένα χολ που οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι απ’ αυτό που άλλοτε θα ήταν μια λαμπρή ξυλεπένδυση -απλή βέβαια, αλλά συναρπαστικά όμοια μ’ αυτές της εποχής.του Φιπς και των Μαγισσών. Ανοιξε μια πόρτα στ’ αριστερά μας, μ’ έβαλε μέσα, άναψε μια λάμπα λαδιού, και μου σύστησε να βολευτώ σαν στο σπίτι μου.
Αχ, Έλιοτ, ξέρεις ότι είμαι αυτό που οι τύποι της πιάτσας ονομάζουν «σκληρό καρύδι», αλλά ομολογώ πως αυτό που είδα στους τοίχους της κάμαρας, μου ‘κοψε τα γόνατα. Ήταν οι πίνακές του, φυσικά, αυτοί που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει, ούτε καν να κρεμάσει στο ατελιέ της οδού Νιούμπορι, και είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «άφησε τον εαυτό του ελεύθερο». Ορίστε… πιες ακόμα ένα ποτό… εγώ σίγουρα το χρειάζομαι.
Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να σου περιγράψω με τι έμοιαζαν, γιατί το τρομαχτικό, η βλασφημία, η φρίκη, η απίστευτη σιχαμάρα τους γεννιόταν από λεπτομέρειες που οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψουν. Δεν είχαν καμιά σχέση με την εξωτική τεχνική στα έργα του Σιμέ, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τα ποσειδώνια τοπία και τους σεληνιακούς μύκητες που χρησιμοποιεί ο Κ. Α. Σμιθ για να σου παγώνει το αίμα. Τα φόντα του Πίκμαν ήταν κυρίως παλιές εκκλησίες, σκοτεινά δάση, λόφοι πάνω από την θάλασσα, στοές, arec τούβλα, παλιά ξύλινα δωμάτια. Το νεκροταφείο του Κοπς Χιλ, που δεν πρέπει να απείχε πολύ από κει, ήταν ακόμα ένα από τα αγαπημένα του θέματα.
Η τρέλα και η φρικωδία ήταν στις φιγούρες των πρώτων πλάνων -ο Πίκμαν έφτανε στο φόρτε της μακάβριας τέχνης του όταν ζωγράφιζε πορτραίτα δαιμόνων. Σπάνια οι σιλουέτες αυτές ήταν εντελώς ανθρώπινες, αλλά συχνά, σε ποικίλους βαθμούς, προσέγγιζαν την ανθρώπινη μορφή. Τα περισσότερα σώματα ήταν δίποδα, έγερναν προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν σκυλίσια. Έδιναν την εντύπωση πως ήταν σαν λαστιχωτά, αχ… σαν να τα βλέπω! Το τι έκαναν, μην μου ζητάς να το περιγράψω με λεπτομέρειες. Συνήθως έτρωγαν, μη σου πω τώρα τι. Συχνά εμφανίζονταν σε ομάδες, μέσα σε νεκροταφεία ή υπόγεια περάσματα, και πολύ συχνά απεικονίζονταν πάνω στην μάχη του κατασπαράγματος της λείας τους. Τι καταραμένη εκφραστικότητα είχε δώσει ο Πίκμαν στα πρόσωπά τους! Έδειχνε τα όντα να πηδάνε μέσα από παράθυρα την νύχτα, ν’ ανακατεύουν τα συρτάρια σε κρεβατοκάμαρες όπου οι άνθρωποι κοιμούνταν, να σέρνονται πάνω από τα λαρύγγια τους. Ένας από τους πίνακες παρίστανε μια ομάδα από τα στοιχειά να χορεύουν γύρω από μια κρεμασμένη μάγισσα στο λόφο του Γκάλοους και το πρόσωπο της κρεμασμένης έμοιαζε σχεδόν με τα δικά τους.
Μην σου μπει στο νου η ιδέα ότι όλο αυτό το ανακάτεμα φόντων και θεμάτων ήταν που με τρόμαξε τόσο. Δεν είμαι κανένα τρίχρονο μωράκι κι έχω δει αρκετούς τρομαχτικούς πίνακες στην ζωή μου. Ήταν τα πρόσωπα, Έλιοτ, τα διαολεμένα αυτά πρόσωπα, που έχασκαν και γελούσαν λες και πετάγονταν έξω από τον καμβά, λες και ανέπνεαν την ανάσα της ζωής! Αυτό ο παράξενος μάγος είχε με τα χρώματά του ξυπνήσει όλες τις φωτιές της κόλασης και τα πινέλα του είχαν μεταμορφωθεί σε μαγικά ραβδιά που ζωντάνευαν τους εφιάλτες. Έλιοτ, δώσ’ μου το μπουκάλι.
Υπήρχε ένας πίνακας που ονομαζόταν «Το Μάθημα» -ο Θεός να με συγχωρέσει που τα μάτια μου έπεσαν επάνω του! Μπορείς να φανταστείς μια αγέλη από ακατονόμαστα σκυλόμορφα όντα στην αυλή μιας εκκλησίας, να διδάσκουν ένα μικρό παιδί να κατασπαράζει όπως αυτά; Άρπαγμα στην κούνια, υποθέτω -ξέρεις, βέβαια, τον παλιό μύθο που θέλει τα ξωτικά ν’ αφήνουν ένα δικό τους μωρό στην κούνια ενός νεογέννητου κι αυτά να παίρνουν το ανθρώπινο παιδί για να το αναθρέψουν σαν δικό τους. Ο Πίκμαν με τον πίνακά του έδειχνε τι συμβαίνει σ’ αυτά τα παιδιά, πώς μεγαλώνουν, δηλαδή, κι εγώ άρχισα να παρατηρώ την σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινα και στα εξωανθρώπινα όντα. Ο Πίκμαν απεικόνιζε ένα είδος εξελικτικής ομοιότητας, σ’ όλους τους βαθμούς, ανάμεσα στο μη-ανθρώπινο και το ανθρώπινο που τείνει προς την αποκτήνωση. Τα σκυλόμορφα όντα προέρχονταν από ανθρώπους!
Την στιγμή ακριβώς που αναρωτήθηκα πώς μεγάλωναν τα δικά τους μωρά, αυτά που άφηναν στον επάνω κόσμο στην θέση των κλεμμένων, το μάτι μου έπεσε σ’ έναν ακόμα πίνακα που απεικόνιζε την ίδια μου την σκέψη. Το εσωτερικό έδειχνε ένα πατροπαράδοτο αστικό πουριτανικό σπίτι — ένα βαρύ δωμάτιο με θολωτά παράθυρα, την οικογένεια να κάθεται τριγύρω ενώ ο πατέρας διαβάζει χωρία από τις Γραφές. Όλα τα πρόσωπα εκτός από ένα ήταν ευγενικά και ευλαβή, αλλά αυτό το ένα αντανακλούσε μια απίθανη ειρωνεία. Ήταν το πρόσωπο ενός νέου στα χρόνια άντρα, που χωρίς αμφιβολία ήταν ο γιος του ευσεβούς οικογενειάρχη, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν το αντικείμενο της ανταλλαγής των όντων — και μάλιστα, συνεχίζοντας το ειρωνικό πνεύμα, ο Πίκμαν του είχε δώσει χαρακτηριστικά που έμοιαζαν πολύ με τα δικά του.
Τώρα ο ζωγράφος είχε ανάψει μια ακόμα λάμπα στο διπλανό δωμάτιο. Με ευγένεια κρατούσε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω, ρωτώντας με αν ήθελα να δω και τις «μοντέρνες» σπουδές του. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα βρει το κουράγιο να εκφέρω γνώμη για τα έργα που είχα δει — είχα μείνει άναυδος από τρόμο και σιχασιά — αλλά νομίζω πως κι εκείνος το είχε καταλάβει και μάλιστα έδειχνε υπέρτατα κολακευμένος. Και για άλλη μια φορά, Έλιοτ, θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι δεν είμαι κανένα μαμμόθρεφτο που σκούζει κάθε φορά που βλέπει κάτι να ξεφεύγει από τα όρια του συνηθισμένου. Μεσόκοπος άνθρωπος είμαι, αρκετά καλλιεργημένος, και φαντάζομαι ότι τον καιρό που ήμαστε παρέα στην Γαλλία θα κατάλαβες ότι δεν λυγίζω εύκολα.
Θυμήσου ακόμα ότι είχα μόλις καταφέρει να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να συνηθίσω στο θέαμα των έργων που μόλις είχα δει και που παρουσίαζαν την αποικιακή Νέα Αγγλία περίπου σαν παράρτημα της ίδιας της κόλασης. Ε, λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, η διπλανή κάμαρα μ’ έκανε να ουρλιάξω, και χρειάστηκε να κρατηθώ από το χερούλι της πόρτας για να μην πέσω. Το δωμάτιο που μόλις είχαμε αφήσει έδειχνε ομάδες από ξωτικά και μάγισσες που στοίχειωναν τους κόσμους των παππούδων μας, αλλά αυτό εδώ κουβαλούσε την φρίκη μέσα στην ίδια την καθημερινή μας ζωή!
Μεγαλοδύναμε, πώς ζωγράφιζε έτσι τούτο το πλάσμα!
Υπήρχε μια σπουδή με τίτλο «Ατύχημα στον Υπόγειο», που απεικόνιζε τα ίδια πλάσματα να αναδύονται από κάποια άγνωστη κατακόμβη, μέσα από μια ρωγμή στην πλατφόρμα της οδού Μπόιστον και να επιτίθενται σε ένα ανθρώπινο πλήθος που περίμενε το τρένο. Ένας ακόμη πίνακας έδειχνε το νεκροταφείο του Κοπς, έτσι ακριβώς όπως είναι σήμερα, με τα στοιχειά να χορεύουν μπρος στους τάφους. Αλλα ταμπλό έδειχναν υπόγεια σπιτιών, με τα τέρατα να σέρνονται μέσα από τρύπες και χαραμάδες των τοίχων, να έρπουν και να κρύβονται πίσω από βαρέλια ή φούρνους και να καραδοκούν τα θύματά τους να κατέβουν τις σκάλες.
Ένας σιχαμερός πίνακας είχε σαν θέμα ένα μεγάλο σταυροδρόμι της οδού Μπίκον — της πιο αριστοκρατικής στην πόλη — με τα τέρατα, πολυάριθμα σαν μυρμήγκια, να φυτρώνουν μέσα από σχισμές του δρόμου. Σε άλλες σπουδές απεικονίζονταν ελεύθερα διάφοροι χοροί σε κοιμητήρια, και λίγο πιο κει μια άλλη σύνθεση με τάραξε Περισσότερο απ’ όλες — ήταν μια σκηνή, μέσα σ’ έναν άγνωστο χώρο, όπου μια ορδή από τους δαίμονες στριμώχνονταν κρυφά γύρω από έναν άνθρωπο που κρατούσε έναν πασίγνωστο τουριστικό οδηγό της Βοστόνης και, προφανώς, διάβαζε δυνατά. Όλοι οι δαίμονες μαζί έδειχναν σ’ ένα ορισμένο μέρος του βιβλίου και καθένα από τα πρόσωπά τους ήταν παραμορφωμένο από ένα επιληπτικό γέλιο τόσο ασυγκράτητο, που μου φάνηκε σχεδόν πως άκουσα την ηχώ του. Ο τίτλος του πίνακα ήταν «Οι Χολμς, Λόουελ και Λονγκφέλοου κείτονται στο όρος Όμπερν».
Σιγά σιγά μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, να προσαρμοστώ σ’ αυτό το νέο δωμάτιο που απέπνεε μια μακάβρια και δαιμονική αίσθηση και άρχισα να προσπαθώ να εξηγήσω τους λόγους που προκαλούσαν την σιχαμάρα μου. Πρώτα πρώτα, είπα στον εαυτό μου, οι πίνακες ήταν απωθητικοί μόνο και μόνο για την απόλυτη απανθρωπιά και την αφάνταστη σκληρότητα που μαρτυρούσαν στον χαρακτήρα του Πίκμαν. Ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να μισεί θανάσιμα όλο τον κόσμο, για να μπορέσει, με τέτοια κακιά χαρά, να απεικονίσει αυτά τα σωματικά και πνευματικά μαρτύρια, αυτόν τον απόλυτο εξευτελισμό των θνητών κατοίκων της γης.
Κι ακόμα, τα έργα με τρόμαζαν, ακριβώς εξαιτίας του μεγαλείου τους. Η τέχνη που τα γέννησε ήταν τέχνη που έπειθε —βλέπαμε τους πίνακες και στ’ αλήθεια βλέπαμε τους δαίμονες, τους φοβόμαστε πραγματικά. Το πιο περίεργο όμως ήταν ότι ο Πίκμαν δεν αντλούσε αυτή την δύναμη από συγκεκριμένες αφαιρετικές επιλογές ή κάποια παράξενη τεχνική. Τίποτα δεν ήταν θολό, παραμορφωμένο ή συμβατικό. Τα περιγράμματα ήταν ευκρινή και ζωντανά και οι λεπτομέρειες σχεδόν οδυνηρά ακριβείς και σαφείς. Και τα πρόσωπα…
Αυτό που βλέπαμε δεν ήταν καλλιτεχνική μεταφορά ήταν πανδαιμόνιο αλλά καθαρό σαν κρύσταλλο μέσα στην απόλυτη αντικειμενικότητά του. Αυτό ήταν, μα τον ουρανό! Ο άνθρωπος δεν ήταν ρομαντικός ή φαντασιόπληκτος, δεν προσπαθούσε καν να μεταδώσει την πλασματική ατμόσφαιρα των εφήμερων ονείρων, αλλά ψυχρά, σαρδόνια, αντικατόπτριζε ένα σταθερό, μηχανιστικό και απολύτως υπαρκτό κόσμο φρίκης, που ο ίδιος μπορούσε να δει ολοκάθαρα, αλάνθαστα και χωρίς κανένα δισταγμό. Ένας Θεός ξέρει τι κόσμος θα μπορούσε να είναι αυτός, ή πού βρήκε ο Πίκμαν την ευκαιρία να αντικρίσει τις βλάσφημες αυτές μορφές που καιροφυλακτούσαν, περίμεναν και ξεπετάγονταν μέσα από τα έργα του. Όποια πάντως και να ‘ταν η πηγή των εικόνων του, ένα πράγμα ήταν πια ξεκάθαρο. Ο Πίκμαν ήταν από κάθε άποψη, από σύλληψη και εκτέλεση, ένας απόλυτος, σχολαστικός και ακριβέστατος ρεαλιστής.
Ο οικοδεσπότης μου με οδηγούσε τώρα κάτω στο κελάρι, εκεί που βρισκόταν το πραγματικό ατελιέ του, και προσπάθησα να ατσαλώσω τον εαυτό μου για τις εμπειρίες των ατέλειωτων ακόμα έργων του. Φτάσαμε στο τελευταίο υγρό σκαλοπάτι, ο Πίκμαν άναψε το φακό του κι έριξε το φως σε μια από τις γωνίες του μεγάλου υπογείου, αποκαλύπτοντας ένα στρογγυλό πηγάδι στο χωμάτινο πάτωμα. Πλησιάσαμε και είδα πως το πηγάδι είχε περίπου δυο μέτρα διάμετρο, με πολύ χοντρά τοιχώματα — κλασική δουλειά του δέκατου έβδομου αιώνα, αν δεν έπεφτα εντελώς έξω στις εκτιμήσεις μου.
Αυτό ακριβώς, εξήγησε ο Πίκμαν, ήταν το πηγάδι για το οποίο μου είχε μιλήσει, ένα άνοιγμα στο δίκτυο των στοών που κάποτε διέτρεχαν υπογείως όλη την πόλη. Παρατήρησα ότι δεν είχε χτιστεί το άνοιγμά του κι ότι ένας ξύλινος δίσκος ήταν το μοναδικό προστατευτικό του κάλυμμα. Ένιωσα ν’ ανατριχιάζω καθώς σκέφτηκα τι περνούσε στις στοές κάτω απ’ αυτό το πηγάδι, αν οι αφηγήσεις του Πίκμαν το απόγευμα δεν ήταν απλές φαντασίες. Γύρισα και τον ακολούθησα, καθώς έμπαινε σ’ ένα συνεχόμενο δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα, επιπλωμένο κανονικά σαν ατελιέ ζωγραφικής. Μια λάμπα ασετυλίνης έριχνε το κατάλληλο φως για την δουλειά του.
Τα μισοτελειωμένα έργα που ακουμπούσαν στους τοίχους ήταν το ίδιο φρικαλέα όπως τα ολοκληρωμένα στα επάνω δωμάτια, μαρτυρώντας κι αυτά την σχολαστική τεχνική του ζωγράφου. Οι διάφορες σκηνές των θεμάτων είχαν απομονωθεί με τεράστια προσοχή, και οι καθοδηγητικές γραμμές με αχνό μολύβι απέδειχναν την εμμονή του στην παραμικρή λεπτομέρεια, στην προσπάθειά του να πετύχει τις απολύτως ακριβείς γραμμές και αναλογίες. Ο άνθρωπος ήταν πραγματικά μεγάλος, το πιστεύω ακόμα και σήμερα, που ξέρω ό,τι ξέρω. Μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή πάνω στο τραπέζι τράβηξε το ενδιαφέρον μου και ο Πίκμαν μου εξήγησε ότι την χρησιμοποιούσε για να φωτογραφίζει τα τοπία που του χρησίμευαν σαν φόντο· του ήταν πιο εύκολο, μου είπε, να αναπτύσσει το φόντο από φωτογραφίες, παρά να κουβαλάει τα εργαλεία του σ’ όλη την πόλη για να ξεσηκώσει τις διάφορες τοποθεσίες.
Υπήρχε κάτι βαθιά ανησυχητικό στα αηδιαστικά σκίτσα και τα μισοτελειωμένα αίσχη που μου έγνεφαν από κάθε πλευρά της κάμαρας κι όταν ξαφνικά ο Πίκμαν ξεσκέπασε έναν τεράστιο πίνακα στην άλλη πλευρά του δωματίου, δεν μπόρεσα να πνίξω μια άγρια κραυγή, την δεύτερη που έβγαζα εκείνο το βράδυ. Η φωνή μου αντήχησε ξανά και ξανά μέσα στους τοίχους του σκοτεινού, αρχαίου υπογείου, και χρειάστηκε όλη η δύναμη που διέθετα για να συγκρατήσω ένα κύμα υστερικού γέλιου.
Μα το Δημιουργό, Έλιοτ, δεν ξέρω πια τι ήταν αληθινό και τι αποκύημα του πυρετού της φαντασίας μου, αλλά δεν μου φαίνεται ότι η γη μπορεί να κρατήσει πάνω της τέτοιον εφιάλτη.
Ήταν μια ανείπωτη, κολοσσιαία βλασφημία, ένα ον με γυαλιστερά κόκκινα μάτια, που στα κοκαλιάρικα άκρα του κρατούσε κάτι που πρέπει κάποτε να ήταν άνθρωπος, μασουλώντας του το κεφάλι σαν παιδί που τρώει ένα γλειφιτζούρι. Μισοπερπατούσε και μισοσερνόταν κι έδινε την εντύπωση πως οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να πετάξει την λεία του για να ορμήσει σε μια ορεκτικότερη λιχουδιά. Αλλά, που να πάρει, δεν ήταν το τερατώδες πλάσμα που αποτελούσε για μένα την πηγή του απόλυτου πανικού, ούτε αυτό το ίδιο, ούτε τα μυτερά αυτιά του, τα ματωμένα μάτια του, η επίπεδη μύτη και τα πελώρια κρεμάμενα χείλη. Δεν ήταν τα κοφτερά νύχια, ούτε το καλυμμένο από ξερή λάσπη κορμί του, ούτε οι οπλές, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, αν και καθένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να οδηγήσει οποιονδήποτε ευφάνταστο άνθρωπο στην τρέλα.
Ήταν η τεχνική του ζωγράφου, Έλιοτ, αυτή η καταραμένη, ανίερη, αφύσικη τεχνική του! Όσο υπάρχω σ’ αυτή την ζωή, ποτέ δεν είδα κάτι τόσο ζωντανό, τόσο παλλόμενο, να ξεπετάγεται από έναν απλό ζωγραφικό καμβά. Το τέρας ήταν εκεί, κοιτούσε και βρυχιόταν, βρυχιόταν και κοιτούσε, κι εγώ ήξερα πως μόνο μια ολοκληρωτική αναστολή των νόμων της φύσης θα μπορούσε να επιτρέψει σ’ έναν άνθρωπο να ζωγραφίσει κάτι τέτοιο χωρίς ζωντανό μοντέλο, χωρίς μια ματιά στον Άλλο Κόσμο, όπου κανείς θνητός δεν μπόρεσε ποτέ να εισχωρήσει, χωρίς πρώτα να πουλήσει την ψυχή του στο Κτήνος.
Καρφιτσωμένο με μια πινέζα σ’ ένα άδειο ακόμα κομμάτι του καμβά ήταν ένα τυλιγμένο, ζαρωμένο κομμάτι χαρτί, μια φωτογραφία φαντάστηκα, του φόντου που σκόπευε ο Πίκμαν να χρησιμοποιήσει, ένα φόντο τόσο φρικαλέο όσο και το ίδιο το πλάσμα που θα αναδείκνυε. Άπλωσα το χέρι μου για να το βγάλω και να του ρίξω μια ματιά, όταν ένιωσα τον Πίκμαν να τινάζεται σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Από την στιγμή που η τρομαγμένη κραυγή μου είχε προξενήσει τις παράξενες αντηχήσεις μέσα στο κελάρι, αφουγκραζόταν με προσοχή, και τώρα φαινόταν χτυπημένος από ένα κύμα τρόμου, που, αν και δεν μπορούσε να συγκριθεί με το δικό μου, ήταν τρόμος φυσικός περισσότερο, παρά μεταφυσικός. Τράβηξε από την τσέπη του ένα πιστόλι και μου ‘γνεψε να σωπάσω κι έπειτα βγήκε στο κεντρικό υπόγειο, όπου υπήρχε το πηγάδι, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Νομίζω πως για μια στιγμή θα πρέπει να παρέλυσα. Σαν τον Πίκμαν, προσπάθησα κι εγώ ν’ αφουγκραστώ και μου φάνηκε πως άκουσα ένα ανεπαίσθητο θρόισμα κάπου εκεί γύρω, που το ακολούθησε μια σειρά από χτυπήματα και πνιχτές φωνές, από μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. Κι έπειτα ακούστηκε ένας υπόκωφος γδούπος που μ’ έκανε ν’ αναριγήσω ολόκληρος, ένα απόμακρο χτύπημα, δεν μπορώ πάντως να το περιγράψω με λέξεις. Ήταν σαν βαρύ ξύλο που έπεφτε πάνω σε πέτρα ή τούβλα, ξύλο σε τούβλα — γιατί το σκέφτηκα αυτό;
Ακούστηκε ξανά, και μάλιστα πιο δυνατά. Ακολούθησε μια δόνηση, σαν να έπεφτε το ξύλο με μεγαλύτερη δύναμη από πριν. Και μετά έφτασε μέχρι τ’ αυτιά μου ένας οξύς ήχος και κάτι φωναχτό και ακατάληπτο από τον Πίκμαν και ο εκκωφαντικός θόρυβος του ρεβόλβερ, που ήχησε στον αέρα, όπως ηχεί το μαστίγιο του θηριοδαμαστή που προσπαθεί να ησυχάσει κάποιο ανυπότακτο θηρίο. Μια ακόμα πνιχτή κραυγή ή ουρλιαχτό, ένας χτύπος. Έπειτα, σύρσιμο και γδάρσιμο πάνω σε ξύλο και τούβλο, παύση, σιωπή και άνοιγμα της πόρτας — στον ήχο της, ομολογώ, τινάχτηκα σύγκορμος. Εμφανίστηκε ο Πίκμαν με το όπλο του να βγάζει καπνό, βλαστημώντας τα καταραμένα ποντίκια μέσα στο παλιό πηγάδι.
«Ποιος ξέρει τι βρίσκουν και τρώνε, Θέρμπερ», χαμογέλασε, «αυτά τα τούνελ φτάνουν μέχρι τα παλιά καταφύγια των μαγισσών, τα νεκροταφεία και την θάλασσα. Ό,τι και αν τρώνε πάντως, φαίνεται πως τους τελείωσε, γιατί έκαναν σαν τρελά να βγουν έξω. Το ουρλιαχτό σου, φαντάζομαι, ήταν που τα αναστάτωσε. Καλύτερα να προσέχουμε σε κάτι τέτοια παλιά σπίτια, τα τρωκτικά, βλέπεις, είναι το βασικό τους μειονέκτημα, αν και καμιά φορά σκέφτομαι ότι από άποψη ατμόσφαιρας και στυλ, προσφέρουν ένα ακόμα θετικό στοιχείο».
Λοιπόν, Έλιοτ, αυτό ήταν και το τέλος της νυχτερινής μας περιπέτειας. Ο Πίκμαν είχε υποσχεθεί να μου δείξει το μέρος, κι ο Θεός ξέρει ότι είχε πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Με οδήγησε μέσα από το λαβύρινθο των στενοσόκακων σε κάποια άλλη κατεύθυνση απ’ αυτή που είχαμε πάρει για να έρθουμε, γιατί κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα φωτισμένο δρόμο που μου φάνηκε γνωστός, με μονότονες σειρές από ανακατεμένες παλιές μάντρες και σπίτια. Ήταν τελικά η οδός Τσάρτερ, αλλά η ταραχή μου δεν μου επέτρεψε να προσδιορίσω σε ποιο σημείο της ακριβώς βγήκαμε. Ήταν πολύ αργά για να προλάβουμε το τρένο κι έτσι πήγαμε με τα πόδια μέχρι το κέντρο, ακολουθώντας την οδό Ανοβερ. Αυτή την διαδρομή την θυμάμαι. Στρίψαμε από την Τρέμοντ προς την Μπίκον και ο Πίκμαν με άφησε στην γωνία της Τζόι, απ’ όπου και συνέχισα μόνος μου. Δεν του ξαναμίλησα ποτέ.
Γιατί τον εγκατέλειψα;
Μην είσαι ανυπόμονος, περίμενε να ειδοποιήσω να μας φέρουν καφέ. Παραήπιαμε από το άλλο, αλλά μου χρειάζεται και κάτι ακόμα. Όχι, δεν τον παράτησα για τους πίνακες που είδα εκεί μέσα, παρ’ όλο που σου τ’ ορκίζομαι πως από μόνοι τους ήταν αρκετοί για να τον εξοστρακίσουν από τα εννιά στα δέκα καλά σπίτια της Βοστόνης και τώρα σίγουρα θα καταλαβαίνεις γιατί προτιμώ να μένω μακριά από κελάρια, υπόγεια και τον ηλεκτρικό. Ήταν… ήταν κάτι που βρήκα στην τσέπη μου την άλλη μέρα το πρωί, ξέρεις, το τσαλακωμένο χαρτί που νόμιζα πως ήταν η φωτογραφία του τοπίου που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για φόντο σ’ εκείνο το δαιμονικό πορτραίτο. Οι τρομαχτικοί θόρυβοι που ακούστηκαν στην συνέχεια με σταμάτησαν καθώς ήμουν έτοιμος να το ξετυλίξω, αλλά φαίνεται πως πάνω στον τρόμο μου το έριξα στην τσέπη μου χωρίς να σκεφτώ. Να ο καφές -πιες τον σκέτο, Έλιοτ, άκου τι σου λέω.
Ναι, το χαρτί αυτό ήταν η αιτία που διέκοψα κάθε σχέση με τον Πίκμαν, τον Ρίτσαρντ Άπτον Πίκμαν, το μεγαλύτερο καλλιτέχνη που γνώρισα στην ζωή μου, το αθλιότερο πλάσμα που ξεπέρασε ποτέ τα όρια της ζωής πέφτοντας στην άβυσσο των μύθων και της τρέλας. Μπορεί να γεννήθηκε κάτω από μια παράξενη σκιά, ή μπορεί να βρήκε κάποιον τρόπο να ξεκλειδώσει την απαγορευμένη πύλη. Δεν έχει καμιά σημασία, γιατί τώρα χάθηκε, γύρισε πίσω στην ασύλληπτη σκοτεινιά που τόσο του άρεσε να τριγυρίζει.
Μην με ρωτήσεις να σου εξηγήσω, ή έστω να προσπαθήσω να σου περιγράψω τι ακριβώς ήταν αυτό που έκαψα. Μην με ρωτήσεις καν τι κρυβόταν πίσω από κείνα τα συρσίματα που ο Πίκμαν προσπάθησε να περάσει για ποντίκια. Το ξέρεις πως υπάρχουν μυστικά που φτάνουν μέχρι πολύ παλιά, στην εποχή της μαγείας του Σάλεμ, κι ο Κότον Μέθερ διηγείται τα πιο παράξενα πράγματα στα βιβλία του. Ξέρεις άλλωστε πόσο διαβολεμένα ζωντανοί ήταν οι πίνακες του Πίκμαν, πόσο αναρωτιόμαστε όλοι πού και πώς έβρισκε αυτά τα πρόσωπα.
Λοιπόν, το χαρτί δεν ήταν η φωτογραφία κάποιου τοπίου. Αυτό που απεικόνιζε ήταν απλούστατα το ίδιο το τερατώδες ον που ζωγράφιζε ο Πίκμαν στον καμβά του. Ήταν το μοντέλο που χρησιμοποιούσε και το φόντο δεν ήταν τίποτ’ άλλο από την γυμνή επιφάνεια των τοίχων του υπογείου, με κάθε λεπτομέρεια τους. Αλλά, στο όνομα του Θεού σου τ’ ορκίζομαι, Έλιοτ, ήταν μια ολοζώντανη, ολοκάθαρη, αληθινή φωτογραφία!
Τι απέγινε ο Πίκμαν;
Η.Ρ Lovecraft, Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου