Τα παιδιά της Νιόβης
Σύμφωνα λοιπόν με τον Οβίδιο, η τραγωδία αρχίζει όταν η κόρη του Τειρεσία, Μαντώ, που γνώριζε να διαβάζει το μέλλον, βγήκε στο δρόμο μια μέρα κι άρχισε να φωνάζει πως πρέπει όλοι να πάνε να προσευχηθούν στον Απόλλωνα και την Άρτεμη και τη μητέρα τους, Λητώ. Και τότε η Νιόβη άρχισε να καυχιέται, θυμίζοντας την ένδοξη καταγωγή της, που ήταν ανώτερη από της Λητούς και πως είχε η Λητώ μόνο δυο παιδιά, δηλαδή “μόνο το ένα έβδομο των παιδιών που κοιλοπόνεσα εγώ: κι έτσι στέκω πολύ ψηλότερα και δεν μπορεί καμιά κακοτυχιά να μου κάνει τίποτα. Επειδή κι αν υποθέσουμε πως χάνω μερικά από τα παιδιά μου, πάλι περισσότερα θα έχω από της Λητώς”.
Η Λητώ οργίστηκε και είπε στον Απόλλωνα και την Άρτεμη να εκδικηθούν γι’ αυτήν την προσβολή. Έτσι, ο Απόλλωνας χτύπησε με τα βέλη του, διαδοχικά, όλους τους γιους της Νιόβης: τον Ισμηνό, τον Σίπυλο, τον Φαίδιμο, τον Τάνταλο, τον Αλφήνορα, τον Δαμασίχθονα και τον Ιλιονέα, που όλοι πέθαναν την ίδια στιγμή εκτός από τον τελευταίο. Όταν το είδε αυτό ο άντρας της Νιόβης, ο Αμφίονας, αυτοκτόνησε. Η δε Νιόβη φώναξε στην εχθρό της: “Χόρτασε απ’ τον πόνο μου, σκληρή Λητώ. Από τα δάκρυά μου. Κι ας χαρεί η αμείλικτη καρδιά σου. Εγώ πεθαίνω επτά φορές. Τι θρίαμβος! Πρέπει να χαίρεσαι για τη νίκη σου! Μα ποια νίκη! Μέσα στη δυστυχία μου, είμαι πλουσιότερη από σένα σε παιδιά. Ύστερα από τόσους θανάτους ακόμη σε νικώ!”.
Τότε εμφανίστηκε η Άρτεμις, που άρχισε να σκοτώνει τις κόρες της Νιόβης μία-μία. “Η πρώτη προσπάθησε να βγάλει τη σαΐτα από το σώμα της, αλλά έπεσε πάνω σ’ έναν από τους αδερφούς της, αγκαλιάζοντάς τον. Μια άλλη, ενώ τη μητέρα της παρηγορούσε, χάνει άξαφνα τη φωνή της, τα μέλη της λύγισαν, σαν να τη χτύπησε αόρατο χέρι κι έκλεισε το στόμα της, καθώς άφησε την τελευταία της πνοή. Μια τρίτη έπεσε νεκρή τη στιγμή που προσπαθούσε, μάταια, να κρυφτεί. Και κρύβεται άλλη, άλλη τρέμει από τον φόβο της. Αλλά πέθαναν απ’ τις εφτά οι έξι. Κι έμεινε μία. Η Νιόβη τρέχει προς το μέρος της, τη σκεπάζει και θερμοπαρακαλεί: “Άσε μου τουλάχιστον τη μια από τις τόσες κόρες μου, τη μικρότερη, τη μόνη που μου μένει ακόμα.” Όμως, ενώ ικέτευε, ξεψύχησε κι η τελευταία της κόρη. Οι συμφορές την σκλήρυναν, την πέτρωσαν. Τίποτα πια μέσα της δεν ζούσε. Η γλώσσα της ξεράθηκε, στις φλέβες της δεν κυλούσε αίμα και τα μέλη της να κινηθούν πια δεν μπορούνε. Πέτρωσαν και τα σωθικά της. Αλλά έκλαιγε, τα δάκρυά της ασταμάτητα κυλούσαν… Κι άξαφνα, ένας ανεμοστρόβιλος τη σήκωσε και την πήγε στην πατρίδα της, όπου τα δάκρυά της τρέχουν ασταμάτητα και βρέχουν το μαρμαρένιο κορμί της”.
Αναφέρουμε ακόμα από τους μύθους που αφορούν τη Νιόβη, εκείνο που λέει πως η βαριόμοιρη μάνα, μετά από τον θάνατο των παιδιών της, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, απόλυτη, δεν έβγαζε μιλιά από το στόμα: γι’ αυτό και την παρομοίασαν με πέτρα. Και λέγανε μάλιστα πως, όταν κάποιος έστησε πάνω στον τάφο των παιδιών της ένα πέτρινο άγαλμα της Νιόβης, μόλις το είδαν οι διαβάτες νόμιζαν πως είναι η ίδια η Νιόβη πετρωμένη.
Εξάλλου, προσπαθήσανε να λύσουν το πρόβλημα και το θαύμα της των δακρύων που κυλούσαν, δεχόμενοι πως ένας γλύπτης είχε σίγουρα λαξέψει το άγαλμά της στο βράχο του βουνού του Σίπυλου κι έπειτα διοχέτευσε εκεί το νερό μιας γειτονικής πηγής, έτσι που να σταλάζει απ’ τα μάτια του αγάλματος το νερό σαν δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου