[7.11.5] Ταῦτα ὡς ἀπηγγέλλετο αὐτῷ, ὁ δὲ σπουδῇ ἐξέρχεται καὶ ἰδών τε ταπεινῶς διακειμένους καὶ ἀκούσας σὺν οἰμωγῇ τῶν πολλῶν βοώντων καὶ αὐτῷ προχεῖται δάκρυα. καὶ ὁ μὲν ἀνήγετο ὥς τι ἐρῶν, οἱ δὲ ἔμενον λιπαροῦντες. [7.11.6] καί τις αὐτῶν καθ᾽ ἡλικίαν τε καὶ ἱππαρχίαν τῆς ἵππου τῆς ἑταιρικῆς οὐκ ἀφανής, Καλλίνης ὄνομα, τοιαῦτα εἶπεν· ὦ βασιλεῦ, τὰ λυποῦντά ἐστι Μακεδόνας ὅτι σὺ Περσῶν μέν τινας ἤδη πεποίησαι σαυτῷ συγγενεῖς καὶ καλοῦνται Πέρσαι συγγενεῖς Ἀλεξάνδρου καὶ φιλοῦσί σε, Μακεδόνων δὲ οὔπω τις γέγευται ταύτης τῆς τιμῆς. [7.11.7] ἔνθα δὴ ὑπολαβὼν Ἀλέξανδρος, ἀλλ᾽ ὑμᾶς τε, ἔφη, ξύμπαντας ἐμαυτῷ τίθεμαι συγγενεῖς καὶ τό γε ἀπὸ τούτου οὕτως καλέσω. ταῦτα εἰπόντα προσελθὼν ὁ Καλλίνης τε ἐφίλησε καὶ ὅστις ἄλλος φιλῆσαι ἠθέλησε. καὶ οὕτω δὴ ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα βοῶντές τε καὶ παιωνίζοντες ἐς τὸ στρατόπεδον ἀπῄεσαν. [7.11.8] Ἀλέξανδρος δὲ ἐπὶ τούτοις θυσίαν τε θύει τοῖς θεοῖς οἷς αὐτῷ νόμος καὶ θοίνην δημοτελῆ ἐποίησε, καθήμενός τε αὐτὸς καὶ πάντων καθημένων, ἀμφ᾽ αὐτὸν μὲν Μακεδόνων, ἐν δὲ τῷ ἐφεξῆς τούτων Περσῶν, ἐπὶ δὲ τούτοις τῶν ἄλλων ἐθνῶν ὅσοι κατ᾽ ἀξίωσιν ἤ τινα ἄλλην ἀρετὴν πρεσβευόμενοι, καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρατῆρος αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἀρυόμενοι ἔσπενδον τὰς αὐτὰς σπονδὰς καταρχομένων τῶν τε Ἑλλήνων μάντεων καὶ τῶν Μάγων. [7.11.9] εὔχετο δὲ τά τε ἄλλα [καὶ τὰ] ἀγαθὰ καὶ ὁμόνοιάν τε καὶ κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς Μακεδόσι καὶ Πέρσαις. εἶναι δὲ κατέχει λόγος τοὺς μετασχόντας τῆς θοίνης ἐννακισχιλίους, καὶ τούτους πάντας μίαν τε σπονδὴν σπεῖσαι καὶ ἐπ᾽ αὐτῇ παιωνίσαι.
***
[7.11.1] Μόλις είπε αυτά, πήδησε γρήγορα κάτω από το βήμα και μπήκε στα ανάκτορα και ούτε το σώμα του περιποιήθηκε ούτε τον είδε κανένας από τους εταίρους, αλλά ούτε και την επομένη μέρα τον είδε κανένας. Την τρίτη όμως μέρα προσκάλεσε μέσα στα ανάκτορα τους εκλεκτούς Πέρσες και διαμοίρασε σε αυτούς τις διοικήσεις των ταγμάτων και σε όσους παραχώρησε τον τίτλο του συγγενούς σε αυτούς και μόνο έδωσε το δικαίωμα να τον φιλούν. [7.11.2] Αμέσως μόλις άκουσαν οι Μακεδόνες τους λόγους του Αλεξάνδρου, παρέμειναν εκεί κοντά στο βήμα κατάπληκτοι και σιωπηλοί· ούτε κανείς από αυτούς ακολούθησε τον βασιλιά ενώ αποχωρούσε, εκτός από τους εταίρους που τον περιστοίχιζαν και τους σωματοφύλακες, ενώ οι περισσότεροι, αν και έμεναν πίσω, ούτε είχαν τίποτε να κάνουν ή να πουν ούτε όμως ήθελαν να φύγουν. [7.11.3] Όταν όμως πληροφορήθηκαν τα σχετικά με τους Πέρσες και τους Μήδους, ότι δηλαδή και οι διοικήσεις δίνονταν στους Πέρσες και ο βαρβαρικός στρατός είχε συγκροτηθεί σε λόχους και ότι χρησιμοποιήθηκαν μακεδονικά ονόματα —κάποιο άγημα ονομάσθηκε περσικό και κάποιοι Πέρσες πεζέταιροι [και άλλοι ασθέτεροι] και ένα περσικό τάγμα, των αργυρασπίδων, και περσικό ιππικό, των εταίρων, και ένα άλλο άγημα της μονάδας αυτής βασιλικό— δεν μπόρεσαν πλέον να συγκρατηθούν, [7.11.4] αλλά έτρεξαν όλοι μαζί προς τα ανάκτορα και άρχισαν να ρίχνουν εκεί, μπροστά στις πόρτες, τα όπλα τους ως ένδειξη ικεσίας προς τον βασιλιά τους. Οι ίδιοι στέκονταν στις πόρτες και φώναζαν δυνατά παρακαλώντας να τους αφήσουν να περάσουν μέσα. Έλεγαν ότι ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν τους πρωταίτιους των ταραχών που έγιναν τότε και εκείνους που άρχισαν πρώτοι τη βοή και ότι δεν θα έφευγαν από τις πόρτες ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, αν δεν τους δείξει κάποιον οίκτο ο Αλέξανδρος.[7.11.5] Μόλις ανήγγειλαν αυτά στον Αλέξανδρο, βγήκε έξω βιαστικά και όταν τους είδε ταπεινωμένους και άκουσε τους περισσότερους να φωνάζουν δυνατά και να κλαίνε, δάκρυσε και αυτός. Και κάτι πήγαινε να πει, ενώ αυτοί παρέμεναν εκεί και παρακαλούσαν. [7.11.6] Τότε κάποιος από αυτούς, που ήταν γνωστός λόγω της ηλικίας και της δράσης του στην ιππαρχία του ιππικού των εταίρων και ονομαζόταν Καλλίνης, είπε τα εξής περίπου: «Βασιλιά μου, εκείνα που προκαλούν λύπη στους Μακεδόνες είναι ότι εσύ έχεις πλέον κάμει συγγενείς σου μερικούς Πέρσες και ότι Πέρσες ονομάζονται συγγενείς του Αλεξάνδρου και σε φιλούν, ενώ κανένας μέχρι τώρα Μακεδόνας δεν έχει γευθεί αυτήν την τιμή». [7.11.7] Τότε ακριβώς, ο Αλέξανδρος τον διέκοψε και είπε: «Εσάς όμως θεωρώ όλους συγγενείς μου και στο εξής τουλάχιστο θα σας ονομάζω έτσι». Όταν είπε αυτά, ο Καλλίνης πλησίασε και τον φίλησε, καθώς και όποιος άλλος ήθελε να τον φιλήσει. Έτσι λοιπόν, πήραν πάλι τα όπλα τους και αναχώρησαν για το στρατόπεδο κραυγάζοντας και τραγουδώντας επινίκιους ύμνους. [7.11.8] Μετά από αυτά ο Αλέξανδρος προσέφερε θυσία στους θεούς στους οποίους συνήθιζε να θυσιάζει και παρέθεσε συμπόσιο με δικά του έξοδα. Παρακάθισε ο ίδιος και γύρω από αυτόν κάθισαν όλοι οι Μακεδόνες και μετά από αυτούς οι Πέρσες και στη συνέχεια όσοι από τα άλλα έθνη υπερείχαν λόγω αξιώματος ή κάποιας άλλης ηρωικής πράξης.
Αντλώντας από τον ίδιο κρατήρα αυτός και οι γύρω του έκαναν τις ίδιες σπονδές, με πρώτους τους Έλληνες μάντεις και τους Μάγους. [7.11.9] Ο Αλέξανδρος ευχήθηκε στους Μακεδόνες και τους Πέρσες όλα τα άλλα αγαθά και κυρίως ομόνοια και συμμετοχή στην εξουσία. Κατά την επικρατέστερη παράδοση, αυτοί που πήραν μέρος στο συμπόσιο ήταν εννέα χιλιάδες και όλοι έκαμαν την ίδια σπονδή και μετά έψαλαν τον επινίκιο ύμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου