[5.19.4] Ἵνα δὲ ἡ μάχη ξυνέβη καὶ ἔνθεν ὁρμηθεὶς ἐπέρασε τὸν Ὑδάσπην ποταμὸν πόλεις ἔκτισεν Ἀλέξανδρος. καὶ τὴν μὲν Νίκαιαν τῆς νίκης τῆς κατ᾽ Ἰνδῶν ἐπώνυμον ὠνόμασε, τὴν δὲ Βουκεφάλαν ἐς τοῦ ἵππου τοῦ Βουκεφάλα τὴν μνήμην, ὃς ἀπέθανεν αὐτοῦ, [5.19.5] οὐ βληθεὶς πρὸς οὐδενός, ἀλλὰ ὑπὸ καύματος τε καὶ ἡλικίας (ἦν γὰρ ἀμφὶ τὰ τριάκοντα ἔτη) καματηρὸς γενόμενος, πολλὰ δὲ πρόσθεν ξυγκαμών τε καὶ συγκινδυνεύσας Ἀλεξάνδρῳ, ἀναβαινόμενός τε πρὸς μόνου Ἀλεξάνδρου [ὁ Βουκεφάλας οὗτος], ὅτι τοὺς ἄλλους πάντας ἀπηξίου ἀμβάτας, καὶ μεγέθει μέγας καὶ τῷ θυμῷ γενναῖος. σημεῖον δέ οἱ ἦν βοὸς κεφαλὴ ἐγκεχαραγμένη, ἐφ᾽ ὅτῳ καὶ τὸ ὄνομα τοῦτο λέγουσιν ὅτι ἔφερεν· οἱ δὲ λέγουσιν ὅτι λευκὸν σῆμα εἶχεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, μέλας ὢν αὐτός, ἐς βοὸς κεφαλὴν μάλιστα εἰκασμένον. [5.19.6] οὗτος ὁ ἵππος ἐν τῇ Οὐξίων χώρᾳ ἀφανὴς ἐγένετο Ἀλεξάνδρῳ, καὶ Ἀλέξανδρος προεκήρυξεν ἀνὰ τὴν χώραν πάντας ἀποκτενεῖν Οὐξίους, εἰ μὴ ἀπάξουσιν αὐτῷ τὸν ἵππον· καὶ ἀπήχθη εὐθὺς ἐπὶ τῷ κηρύγματι. τοσήδε μὲν σπουδὴ Ἀλεξάνδρῳ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἦν, τόσος δὲ Ἀλεξάνδρου φόβος τοῖς βαρβάροις. καὶ ἐμοὶ ἐς τοσόνδε τετιμήσθω ὁ Βουκεφάλας οὗτος Ἀλεξάνδρου ἕνεκα.
[5.20.1] Ἀλεξάνδρῳ δὲ ἐπειδὴ οἱ ἀποθανόντες ἐν τῇ μάχῃ κεκόσμηντο τῷ πρέποντι κόσμῳ, ὁ δὲ τοῖς θεοῖς τὰ νομιζόμενα ἐπινίκια ἔθυε, καὶ ἀγὼν ἐποιεῖτο αὐτῷ γυμνικὸς καὶ ἱππικὸς αὐτοῦ ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, ἵναπερ τὸ πρῶτον διέβη ἅμα τῷ στρατῷ. [5.20.2] Κρατερὸν μὲν δὴ ξὺν μέρει τῆς στρατιᾶς ὑπελείπετο τὰς πόλεις ἅστινας ταύτῃ ἔκτιζεν ἀναστήσοντά τε καὶ ἐκτειχιοῦντα· αὐτὸς δὲ ἤλαυνεν ὡς ἐπὶ τοὺς προσχώρους τῇ Πώρου ἀρχῇ Ἰνδούς. ὄνομα δὲ ἦν τῷ ἔθνει Γλαυγανῖκαι, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος, ὡς δὲ Πτολεμαῖος, Γλαῦσαι. [5.20.3] ὁποτέρως δὲ ἔχει τὸ ὄνομα οὔ μοι μέλει. ἐπῄει δὲ τὴν χώραν αὐτῶν Ἀλέξανδρος τῶν τε ἑταίρων ἱππέων ἔχων τοὺς ἡμίσεας καὶ τῶν πεζῶν ἀπὸ φάλαγγος ἑκάστης ἐπιλέκτους καὶ τοὺς ἱπποτοξότας σύμπαντας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τοὺς τοξότας· καὶ προσεχώρουν αὐτῷ ὁμολογίᾳ πάντες. [5.20.4] καὶ ἔλαβε πόλεις μὲν ἐς τριάκοντα καὶ ἑπτά, ὧν ἵνα ὀλίγιστοι ἦσαν οἰκήτορες πεντακισχιλίων οὐκ ἐλάττους ἦσαν, πολλῶν δὲ καὶ ὑπὲρ τοὺς μυρίους· καὶ κώμας πλήθει τε πολλὰς ἔλαβε καὶ πολυανθρώπους οὐ μεῖον τῶν πόλεων. καὶ ταύτης τῆς χώρας Πώρῳ ἄρχειν ἔδωκεν. καὶ Ταξίλῃ δὲ διαλλάττει Πῶρον καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω ἐς τὰ ἤθη τὰ αὑτοῦ.
[5.20.1] Ἀλεξάνδρῳ δὲ ἐπειδὴ οἱ ἀποθανόντες ἐν τῇ μάχῃ κεκόσμηντο τῷ πρέποντι κόσμῳ, ὁ δὲ τοῖς θεοῖς τὰ νομιζόμενα ἐπινίκια ἔθυε, καὶ ἀγὼν ἐποιεῖτο αὐτῷ γυμνικὸς καὶ ἱππικὸς αὐτοῦ ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, ἵναπερ τὸ πρῶτον διέβη ἅμα τῷ στρατῷ. [5.20.2] Κρατερὸν μὲν δὴ ξὺν μέρει τῆς στρατιᾶς ὑπελείπετο τὰς πόλεις ἅστινας ταύτῃ ἔκτιζεν ἀναστήσοντά τε καὶ ἐκτειχιοῦντα· αὐτὸς δὲ ἤλαυνεν ὡς ἐπὶ τοὺς προσχώρους τῇ Πώρου ἀρχῇ Ἰνδούς. ὄνομα δὲ ἦν τῷ ἔθνει Γλαυγανῖκαι, ὡς λέγει Ἀριστόβουλος, ὡς δὲ Πτολεμαῖος, Γλαῦσαι. [5.20.3] ὁποτέρως δὲ ἔχει τὸ ὄνομα οὔ μοι μέλει. ἐπῄει δὲ τὴν χώραν αὐτῶν Ἀλέξανδρος τῶν τε ἑταίρων ἱππέων ἔχων τοὺς ἡμίσεας καὶ τῶν πεζῶν ἀπὸ φάλαγγος ἑκάστης ἐπιλέκτους καὶ τοὺς ἱπποτοξότας σύμπαντας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τοὺς τοξότας· καὶ προσεχώρουν αὐτῷ ὁμολογίᾳ πάντες. [5.20.4] καὶ ἔλαβε πόλεις μὲν ἐς τριάκοντα καὶ ἑπτά, ὧν ἵνα ὀλίγιστοι ἦσαν οἰκήτορες πεντακισχιλίων οὐκ ἐλάττους ἦσαν, πολλῶν δὲ καὶ ὑπὲρ τοὺς μυρίους· καὶ κώμας πλήθει τε πολλὰς ἔλαβε καὶ πολυανθρώπους οὐ μεῖον τῶν πόλεων. καὶ ταύτης τῆς χώρας Πώρῳ ἄρχειν ἔδωκεν. καὶ Ταξίλῃ δὲ διαλλάττει Πῶρον καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω ἐς τὰ ἤθη τὰ αὑτοῦ.
***
[5.19.1] Ο Μερόης οδηγούσε τον Πώρο στον Αλέξανδρο. Αυτός, όταν πληροφορήθηκε ότι πλησίαζε ο Πώρος, έτρεξε έφιππος μπροστά από την παράταξη και τον συνάντησε μαζί με λίγους εταίρους του. Σταμάτησε το άλογό του και θαύμαζε το ανάστημα του Πώρου, που ξεπερνούσε τους πέντε πήχεις, την ομορφιά του και το ότι φαινόταν να μην έχει χάσει το θάρρος του, αλλά ερχόταν όπως ακριβώς θα παρουσιαζόταν ένας γενναίος άνδρας σε έναν άλλο γενναίο άνδρα, αφού είχε αγωνισθεί γενναία για τη βασιλεία του εναντίον ενός άλλου βασιλιά. [5.19.2] Τότε λοιπόν, πρώτος ο Αλέξανδρος του απηύθυνε τον λόγο και τον διέταξε να του πει πώς θέλει να τον μεταχειρισθεί. Λένε ότι ο Πώρος του απάντησε: «Θέλω, Αλέξανδρε, να με μεταχειρισθείς με τρόπο βασιλικό». Ο Αλέξανδρος ευχαριστήθηκε από την απάντηση και του είπε: «Αυτό θα το έχεις, Πώρε, όσο εξαρτάται από μένα, εσύ όμως ζήτησέ μου ό,τι άλλο θέλεις για τον εαυτό σου». Και αυτός του απάντησε: «Όλα περιλαμβάνονται σε αυτό που σου ζήτησα». [5.19.3] Και ο Αλέξανδρος, επειδή ευχαριστήθηκε ακόμη περισσότερο από αυτήν την απάντηση, επέτρεψε στον Πώρο να διοικεί πάλι τους Ινδούς που διοικούσε και πρόσθεσε εκτός από τα εδάφη που είχε από παλιά και άλλα ακόμη εδάφη, τα οποία ήταν περισσότερα από πριν. Έτσι και ο Αλέξανδρος μεταχειρίσθηκε με βασιλικό τρόπο έναν γενναίο άνδρα και ο Πώρος παρέμεινε στο εξής πιστός σε όλα φίλος του Αλεξάνδρου. Αυτήν την έκβαση είχε η μάχη του Αλεξάνδρου με τον Πώρο και τους πέρα από τον ποταμό Υδάσπη Ινδούς, που έγινε όταν επώνυμος άρχων των Αθηναίων ήταν ο Ηγήμων, κατά τον μήνα Μουνυχιώνα.[5.19.4] Εκεί όπου έγινε η μάχη και εκεί από όπου ξεκίνησε και πέρασε στον Υδάσπη ο Αλέξανδρος ίδρυσε πόλεις. Τη μία ονόμασε Νίκαια και πήρε το όνομά της από τη νίκη του κατά των Ινδών και την άλλη Βουκεφάλα, σε ανάμνηση του αλόγου, του Βουκεφάλα, που πέθανε εκεί όχι επειδή χτυπήθηκε από κάποιον, [5.19.5] αλλά επειδή καταβλήθηκε από τη ζέστη και τη μεγάλη ηλικία (γιατί ήταν τριάντα περίπου ετών). Προηγουμένως υπέφερε πολλούς κόπους και κινδύνους μαζί με τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν ο μόνος που τον ίππευε, γιατί [αυτός ο Βουκεφάλας] δεν ανεχόταν κανέναν άλλο ιππέα, άλογο μεγαλόσωμο και θαρραλέο. Έφερε ως διακριτικό σημάδι ένα κεφάλι βοδιού χαραγμένο, από το οποίο λένε ότι πήρε το όνομα τούτο. Άλλοι όμως λένε ότι, ενώ ήταν μαύρο, είχε στο κεφάλι του ένα λευκό σημάδι που έμοιαζε πάρα πολύ με κεφάλι βοδιού. [5.19.6] Το άλογο αυτό έχασε ο Αλέξανδρος στη χώρα των Ουξίων· διακήρυξε τότε σε όλη την περιοχή ότι θα σκοτώσει όλους τους Ουξίους, αν δεν του φέρουν το άλογό του. Και του το έφεραν πίσω αμέσως μετά τη διακήρυξη. Τόση ήταν η αφοσίωση του Αλεξάνδρου στο άλογό του και τόσο οι βάρβαροι φοβούνταν τον Αλέξανδρο. Ανέφερα όλα αυτά για να τιμήσω τον Βουκεφάλα για χάρη του Αλεξάνδρου.
[5.20.1] Αφού τίμησε ο Αλέξανδρος με τις πρέπουσες τιμές όσους σκοτώθηκαν στη μάχη, προσέφερε τις καθιερωμένες θυσίες στους θεούς για τη νίκη του και τέλεσε αγώνα γυμνικό και ιππικό στην όχθη του Υδάσπη, εκεί ακριβώς από όπου πέρασε για πρώτη φορά μαζί με τον στρατό του. [5.20.2] Άφησε, λοιπόν, πίσω τον Κρατερό με ένα μέρος του στρατού, για να ανοικοδομήσει και να περιτειχίσει τις πόλεις που ίδρυσε στην περιοχή εκείνη, ενώ ο ίδιος προχώρησε προς τη χώρα των Ινδών που συνόρευε με το κράτος του Πώρου. Όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος, το όνομα της φυλής αυτής ήταν Γλαυγανίκες, ενώ όπως αναφέρει ο Πτολεμαίος, Γλαύσες. [5.20.3] Δεν με ενδιαφέρει ποιό όνομα είναι το σωστό. Ο Αλέξανδρος εισέβαλε στη χώρα τους έχοντας μαζί του τους μισούς από τους εταίρους ιππείς και από τους πεζούς τους εκλεκτούς από κάθε τάγμα και όλους τους ιπποτοξότες και τους Αγριάνες και τους τοξότες. Όλοι οι Ινδοί προσχωρούσαν στον Αλέξανδρο ύστερα από συμφωνία. [5.20.4] Κατέλαβε τριάντα εφτά περίπου πόλεις· μερικές είχαν πάρα πολύ λίγους κατοίκους, πάντως όχι λιγότερους από πέντε χιλιάδες, πολλών όμως πόλεων οι κάτοικοι ξεπερνούσαν και τις δέκα χιλιάδες. Κατέλαβε επίσης και πάρα πολλά χωριά, που δεν ήταν λιγότερο πολυάνθρωπα από τις πόλεις. Παρέδωσε την εξουσία και αυτής της περιοχής στον Πώρο. Συμφιλίωσε επίσης τον Πώρο με τον Ταξίλη και απέστειλε πίσω στη χώρα του τον Ταξίλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου