ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ,
ὅσος παρ᾽ ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάσσεται,
εἰ τῆσδέ γ᾽ ἀρχῆς οὕνεχ᾽, ἣν ἐμοὶ πόλις
δωρητόν, οὐκ αἰτητόν, εἰσεχείρισεν,
385 ταύτης Κρέων ὁ πιστός, οὑξ ἀρχῆς φίλος,
λάθρᾳ μ᾽ ὑπελθὼν ἐκβαλεῖν ἱμείρεται,
ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον,
δόλιον ἀγύρτην, ὅστις ἐν τοῖς κέρδεσιν
μόνον δέδορκε, τὴν τέχνην δ᾽ ἔφυ τυφλός.
390 ἐπεί, φέρ᾽ εἰπέ, ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής;
πῶς οὐχ, ὅθ᾽ ἡ ῥαψῳδὸς ἐνθάδ᾽ ἦν κύων,
ηὔδας τι τοῖσδ᾽ ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον;
καίτοι τό γ᾽ αἴνιγμ᾽ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν
ἀνδρὸς διειπεῖν, ἀλλὰ μαντείας ἔδει·
395 ἣν οὔτ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν σὺ προυφάνης ἔχων
οὔτ᾽ ἐκ θεῶν του γνωτόν· ἀλλ᾽ ἐγὼ μολών,
ὁ μηδὲν εἰδὼς Οἰδίπους, ἔπαυσά νιν,
γνώμῃ κυρήσας οὐδ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν μαθών·
ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, δοκῶν θρόνοις
400 παραστατήσειν τοῖς Κρεοντείοις πέλας.
κλαίων δοκεῖς μοι καὶ σὺ χὡ συνθεὶς τάδε
ἀγηλατήσειν· εἰ δὲ μὴ ᾽δόκεις γέρων
εἶναι, παθὼν ἔγνως ἂν οἷά περ φρονεῖς.
ΧΟ. ἡμῖν μὲν εἰκάζουσι καὶ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη
405 ὀργῇ λελέχθαι καὶ τὰ σ᾽, Οἰδίπου, δοκεῖ.
δεῖ δ᾽ οὐ τοιούτων, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ τοῦ θεοῦ
μαντεῖ᾽ ἄριστα λύσομεν, τόδε σκοπεῖν.
***
380 ΟΙΔ. Ω πλούτε, ω εξουσία,
τέχνη απ᾽ όλες τις τέχνες υπέρτερη,
αξιοζήλευτη ζωή·
κι όμως γεννά το φθόνο.
Εξαιτίας της εξουσίας αυτής
που δεν τη ζήτησα,
—η πόλη μου τη δώρισε—,
ο Κρέων, παλιός, πιστός μου φίλος,
αποπειράθηκε με δόλο σκευωρώντας
από το θρόνο μου να με πετάξει
έχοντας υποχείριο το μάγο αυτόν,
τον δολερό μηχανορράφο, τον αγύρτη,
που βλέπει μοναχά το κέρδος
κι είναι στην τέχνη του τυφλός.
390 Έλα και πες μου,
πότε αλάθητος υπήρξες μάντης;
Όταν η σκύλα Σφίγγα τραγουδούσε εδώ,
άρθρωσες λόγο σωτηρίας στους πολίτες;
Η λύση του αινίγματος
δεν ήτανε δουλειά περαστικού και ξένου.
Ήταν δουλειά της μαντικής.
Και φάνηκε πως τέχνη δεν κατείχες.
Δεν διάβασες τους οιωνούς,
ούτε τη σκέψη των θεών.
Εγώ σαν ήρθα
ο ανιδιοτελής και ανίδεος Οιδίπους
της έκλεισα το στόμα μια για πάντα
χωρίς σημάδια κι οιωνούς,
μονάχα με το στοχασμό.
Αυτόν αποπειράθηκες να διώξεις
ελπίζοντας να βρεις μια θέση
400 στου Κρέοντα το θρόνο πλάι.
Θα δεις πως κλαίγοντας και συ
κι αυτός που τα σοφίστηκε,
το βάρος της κατάρας θα σηκώσετε.
Αν γέρος δεν ήσουν,
θα ᾽βαζες γνώση παθαίνοντας
όσα τ᾽ ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως ήταν της οργής το ξέσπασμα
τα λόγια του και τα δικά σου, Οιδίπου.
Ώρα δεν είναι γι᾽ αυτά.
Σκεφτείτε μόνο ποιάν ερμηνεία δέχεται
ο θεϊκός χρησμός.
380 ΟΙΔ. Ω πλούτε, ω εξουσία,
τέχνη απ᾽ όλες τις τέχνες υπέρτερη,
αξιοζήλευτη ζωή·
κι όμως γεννά το φθόνο.
Εξαιτίας της εξουσίας αυτής
που δεν τη ζήτησα,
—η πόλη μου τη δώρισε—,
ο Κρέων, παλιός, πιστός μου φίλος,
αποπειράθηκε με δόλο σκευωρώντας
από το θρόνο μου να με πετάξει
έχοντας υποχείριο το μάγο αυτόν,
τον δολερό μηχανορράφο, τον αγύρτη,
που βλέπει μοναχά το κέρδος
κι είναι στην τέχνη του τυφλός.
390 Έλα και πες μου,
πότε αλάθητος υπήρξες μάντης;
Όταν η σκύλα Σφίγγα τραγουδούσε εδώ,
άρθρωσες λόγο σωτηρίας στους πολίτες;
Η λύση του αινίγματος
δεν ήτανε δουλειά περαστικού και ξένου.
Ήταν δουλειά της μαντικής.
Και φάνηκε πως τέχνη δεν κατείχες.
Δεν διάβασες τους οιωνούς,
ούτε τη σκέψη των θεών.
Εγώ σαν ήρθα
ο ανιδιοτελής και ανίδεος Οιδίπους
της έκλεισα το στόμα μια για πάντα
χωρίς σημάδια κι οιωνούς,
μονάχα με το στοχασμό.
Αυτόν αποπειράθηκες να διώξεις
ελπίζοντας να βρεις μια θέση
400 στου Κρέοντα το θρόνο πλάι.
Θα δεις πως κλαίγοντας και συ
κι αυτός που τα σοφίστηκε,
το βάρος της κατάρας θα σηκώσετε.
Αν γέρος δεν ήσουν,
θα ᾽βαζες γνώση παθαίνοντας
όσα τ᾽ ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως ήταν της οργής το ξέσπασμα
τα λόγια του και τα δικά σου, Οιδίπου.
Ώρα δεν είναι γι᾽ αυτά.
Σκεφτείτε μόνο ποιάν ερμηνεία δέχεται
ο θεϊκός χρησμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου