Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (216-275)

ΟΙ. αἰτεῖς· ἃ δ᾽ αἰτεῖς, τἄμ᾽ ἐὰν θέλῃς ἔπη
κλύων δέχεσθαι τῇ νόσῳ θ᾽ ὑπηρετεῖν,
ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν κακῶν·
ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ᾽ ἐξερῶ,
220 ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος· οὐ γὰρ ἂν μακρὰν
ἴχνευον αὐτός, μὴ οὐκ ἔχων τι σύμβολον.
νῦν δ᾽, ὕστερος γὰρ ἀστὸς εἰς ἀστοὺς τελῶ,
ὑμῖν προφωνῶ πᾶσι Καδμείοις τάδε·
ὅστις ποθ᾽ ὑμῶν Λάιον τὸν Λαβδάκου
225 κάτοιδεν ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο,
τοῦτον κελεύω πάντα σημαίνειν ἐμοί·
κεἰ μὲν φοβεῖται τοὐπίκλημ᾽ ὑπεξελεῖν
αὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν
ἀστεργὲς οὐδέν, γῆς δ᾽ ἄπεισιν ἀβλαβής·
230 εἰ δ᾽ αὖ τις ἄλλον οἶδεν ἐξ ἄλλης χθονὸς
τὸν αὐτόχειρα, μὴ σιωπάτω· τὸ γὰρ
κέρδος τελῶ ᾽γὼ χἡ χάρις προσκείσεται.
εἰ δ᾽ αὖ σιωπήσεσθε, καί τις ἢ φίλου
δείσας ἀπώσει τοὔπος ἢ χαὑτοῦ τόδε,
235 ἁκ τῶνδε δράσω, ταῦτα χρὴ κλύειν ἐμοῦ.
τὸν ἄνδρ᾽ ἀπαυδῶ τοῦτον, ὅστις ἐστί, γῆς
τῆσδ᾽, ἧς ἐγὼ κράτη τε καὶ θρόνους νέμω,
μήτ᾽ ἐσδέχεσθαι μήτε προσφωνεῖν τινα,
μήτ᾽ ἐν θεῶν εὐχαῖσι μηδὲ θύμασιν
240 κοινὸν ποεῖσθαι, μήτε χέρνιβας νέμειν·
ὠθεῖν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων πάντας, ὡς μιάσματος
τοῦδ᾽ ἡμὶν ὄντος, ὡς τὸ Πυθικὸν θεοῦ
μαντεῖον ἐξέφηνεν ἀρτίως ἐμοί.
ἐγὼ μὲν οὖν τοιόσδε τῷ τε δαίμονι
245 τῷ τ᾽ ἀνδρὶ τῷ θανόντι σύμμαχος πέλω.
κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότ᾽, εἴτε τις
εἷς ὢν λέληθεν εἴτε πλειόνων μέτα,
κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον.
ἐπεύχομαι δ᾽, οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος
250 ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτ᾽ ἐμοῦ συνειδότος,
παθεῖν ἅπερ τοῖσδ᾽ ἀρτίως ἠρασάμην.
ὑμῖν δὲ ταῦτα πάντ᾽ ἐπισκήπτω τελεῖν,
ὑπέρ τ᾽ ἐμαυτοῦ, τοῦ θεοῦ τε, τῆσδέ τε
γῆς ὧδ᾽ ἀκάρπως κἀθέως ἐφθαρμένης.
255 οὐδ᾽ εἰ γὰρ ἦν τὸ πρᾶγμα μὴ θεήλατον,
ἀκάθαρτον ὑμᾶς εἰκὸς ἦν οὕτως ἐᾶν,
ἀνδρός γ᾽ ἀρίστου βασιλέως τ᾽ ὀλωλότος,
ἀλλ᾽ ἐξερευνᾶν· νῦν δ᾽ ἐπεὶ κυρῶ τ᾽ ἐγὼ
ἔχων μὲν ἀρχάς, ἃς ἐκεῖνος εἶχε πρίν,
260 ἔχων δὲ λέκτρα καὶ γυναῖχ᾽ ὁμόσπορον,
κοινῶν τε παίδων κοίν᾽ ἄν, εἰ κείνῳ γένος
μὴ ᾽δυστύχησεν, ἦν ἂν ἐκπεφυκότα,—
νῦν δ᾽ ἐς τὸ κείνου κρᾶτ᾽ ἐνήλαθ᾽ ἡ τύχη·
ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ τάδ᾽, ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρός,
265 ὑπερμαχοῦμαι, κἀπὶ πάντ᾽ ἀφίξομαι
ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν
τῷ Λαβδακείῳ παιδὶ Πολυδώρου τε καὶ
τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ πάλαι τ᾽ Ἀγήνορος.
καὶ ταῦτα τοῖς μὴ δρῶσιν εὔχομαι θεοὺς
270 μήτ᾽ ἄροτον αὐτοῖς γῆς ἀνιέναι τινὰ
μήτ᾽ οὖν γυναικῶν παῖδας, ἀλλὰ τῷ πότμῳ
τῷ νῦν φθερεῖσθαι κἄτι τοῦδ᾽ ἐχθίονι.
ὑμῖν δὲ τοῖς ἄλλοισι Καδμείοις, ὅσοις
τάδ᾽ ἔστ᾽ ἀρέσκονθ᾽, ἥ τε σύμμαχος Δίκη
275 χοἱ πάντες εὖ ξυνεῖεν εἰσαεὶ θεοί.

***
ΟΙΔ. Απαιτείς· απαιτείς, κι αν ακούσεις τα λόγια μου,
από ζωής πνοή θα ξεχειλίσεις,
απ᾽ το βραχνά θα ξαλαφρώσεις,
φτάνει στη θεραπεία
της αρρώστιας να συντρέξεις.
Εγώ είμαι ξένος· ξένος με τον χρησμό,
220 ξένος και με τον φόνο·
πώς ν᾽ ανιχνεύσω ξένος ένα φόνο
χωρίς νωπά τεκμήρια;
Μα θα μιλήσω.
Τώρα που ως πολίτης
απολαμβάνω πλήρη δικαιώματα,
αυτά διακηρύσσω στους Καδμείους όλους:
Όποιος απ᾽ όλους σας γνωρίζει
ποιός σκότωσε τον Λάιο του Λαβδάκου
να μου το φανερώσει, τον προτρέπω.
Αν όμως φοβάται να καταγγείλει
τον εαυτό του κι απ᾽ της ψυχής του
το βυθό την ενοχή να λευτερώσει,
τον βεβαιώνω πως δεν θα πάθει κανένα κακό·
μ᾽ ασφάλεια θα φτάσει
στα σύνορα της χώρας.
230 Αν πάλι ξέρει πως άλλος είναι,
κάποιος πολίτης ή κάποιος ξένος,
ο αυτουργός,
ας μη το κρύβει σιωπώντας·
χάρη θα του χρωστώ
και θα τον ανταμείψω.
Αν όμως σιωπήσετε
κι αν κάποιος, για χάρη φίλου
είτε για να καλύψει τον εαυτό του
αψηφήσει το λόγο μου,
ακούστε τί θα πράξω.
Απαγορεύω αυτόν τον άνθρωπο,
όποιος και να ᾽ναι,
στην επικράτεια που κυβερνώ
στα σπίτια να τον δέχονται
φιλόξενα,
να τον συναναστρέφονται, να του μιλούν,
μαζί του να προσεύχονται.
Απαγορεύω να του δίνουν
πρόσφορα κι αγίασμα,
240 μαζί του στους βωμούς να θυσιάζουν.
Οι πάντες απ᾽ τα σπίτια να τον διώχνουνε
γιατί αυτός το μίασμα
στην πόλη μέσα σπέρνει,
όπως πριν λίγο λάλησε
το πυθικό μαντείο του θεού.
Καταριέμαι το δράστη,
είτε ξέφυγε μόνος του,
είτε μ᾽ άλλους μαζί,
τέλος οικτρό να βρει του βίου.
Και καταριέμαι στο κεφάλι μου
να πέσουν οι κατάρες,
αν τον φιλοξενήσω στην εστία μου
250 γνωρίζοντας την ενοχή του.
Σας εξορκίζω να τελέσετε τα πάντα
για χάρη του θεού, δική μου χάρη,
και χάρη της χώρας αυτής,
που χάνεται χωρίς θεούς έρμη και στείρα.
Ακόμη κι αν βουλή θεού δεν πρόσταζε,
θα ᾽ταν παράλογο ν᾽ αφήσετε
το μίασμα να σέρνεται·
αφού γενναίος βασιλιάς σκοτώθηκε,
ήταν καθήκον σας η αναζήτηση του δολοφόνου.
Ασκώ την εξουσία τώρα
που την ασκούσε κάποτε κι αυτός.
Τώρα που στην ίδια πλαγιάζω κλίνη
260 και σπέρνω την ίδια γυναίκα,
που τα παιδιά μου
θα ᾽ταν αδέρφια με τα παιδιά του,
αν άκληρος δεν πέθαινε,
τώρα που τον λησμόνησε η τύχη,
θα παλέψω με τους πάντες και τα πάντα,
σαν να᾽ τανε πατέρας μου.
Ως το τέλος θα φτάσω.
Θα ψάξω παντού να τον βρω
τον αυτουργό που φόνευσε
τον Λάιο τον Λαβδακίδη,
που ήταν γιος του Πολυδώρου
απ᾽ τη βαθύρριζη γενιά του Κάδμου
κι απ᾽ τον αρχαίο τον Αγήνορα.
Όσοι δεν υπακούσουν
και δεν τα πράξουν αυτά,
παρακαλώ τις θεϊκές δυνάμεις
270 αλέτρι το χωράφι τους να μην οργώσει,
παιδιά να μην κοιλοπονέψουν οι γυναίκες τους,
τα τωρινά δεινά να περισσέψουν
και τα χειρότερα δεινά
να καρπίσουν στο μέλλον τους.
Σε σας τους άλλους τους Καδμείους
που ταίριαξεν ο λόγος μου στ᾽ αυτιά σας,
εύχομαι να ᾽χετε τη Δίκη σύμμαχό σας
και με τη χάρη του θεού να ζείτε πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου