Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.18.10-3.19.8)

[3.18.10] Ἀλέξανδρος δὲ σπουδῇ αὖθις ἦγεν ὡς ἐπὶ τὸν ποταμὸν καὶ καταλαμβάνει ἤδη πεποιημένην ἐπ᾽ αὐτοῦ γέφυραν καὶ διαβαίνει ξὺν τῇ στρατιᾷ εὐπετῶς· ἐντεῦθεν δὲ αὖθις σπουδῇ ἤλαυνεν ἐς Πέρσας, ὥ‹σ›τε ἔφθη ἀφικέσθαι πρὶν τὰ χρήματα διαρπάσασθαι τοὺς φύλακας. ἔλαβε δὲ καὶ τὰ ἐν Πασαργάδαις χρήματα ἐν τοῖς Κύρου τοῦ πρώτου θησαυροῖς. [3.18.11] σατράπην μὲν δὴ Περσῶν κατέστησε Φρασαόρτην τὸν Ῥεομίθρου παῖδα· τὰ βασίλεια δὲ τὰ Περσικὰ ἐνέπρησε, Παρμενίωνος σώζειν ξυμβουλεύοντος, τά τε ἄλλα καὶ ὅτι οὐ καλὸν αὑτοῦ κτήματα ἤδη ἀπολλύναι καὶ ὅτι οὐχ ὡσαύτως προσέξουσιν αὐτῷ οἱ κατὰ τὴν Ἀσίαν ἄνθρωποι, ὡς οὐδὲ αὐτῷ ἐγνωκότι κατέχειν τῆς Ἀσίας τὴν ἀρχήν, ἀλλὰ ἐπελθεῖν μόνον νικῶντα. [3.18.12] ὁ δὲ τιμωρήσασθαι ἐθέλειν Πέρσας ἔφασκεν ἀνθ᾽ ὧν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐλάσαντες τάς τε Ἀθήνας κατέσκαψαν καὶ τὰ ἱερὰ ἐνέπρησαν, καὶ ὅσα ἄλλα κακὰ τοὺς Ἕλληνας εἰργάσαντο, ὑπὲρ τούτων δίκας λαβεῖν. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐμοὶ δοκεῖ σὺν νῷ δρᾶσαι τοῦτό γε Ἀλέξανδρος οὐδὲ εἶναί τις αὕτη Περσῶν τῶν πάλαι τιμωρία.
[3.19.1] Ταῦτα δὲ διαπραξάμενος προὐχώρει ἐπὶ Μηδίας· ἐκεῖ γὰρ ἐπυνθάνετο εἶναι Δαρεῖον. γνώμην δὲ πεποίητο Δαρεῖος, εἰ μὲν ἐπὶ Σούσων καὶ Βαβυλῶνος μένοι Ἀλέξανδρος, αὐτοῦ προσμένειν καὶ αὐτὸς ἐν Μήδοις, εἰ δή τι νεωτερισθείη τῶν ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον· εἰ δ᾽ ἐλαύνοι ἐπ᾽ αὐτόν, αὐτὸς δὲ ἄνω ἰέναι τὴν ἐπὶ Παρθυαίους τε καὶ Ὑρκανίαν ἔστε ἐπὶ Βάκτρα, τήν τε χώραν φθείρων πᾶσαν καὶ ἄπορον ποιῶν Ἀλεξάνδρῳ τὴν πρόσω ὁδόν. [3.19.2] τὰς μὲν δὴ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην τὴν ἔτι ἀμφ᾽ αὑτὸν κατασκευὴν καὶ τὰς ἁρμαμάξας ἐπὶ τὰς Κασπίας καλουμένας πύλας πέμπει, αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ δυνάμει, ἥτις ἐκ τῶν παρόντων ξυνείλεκτο αὐτῷ, προσέμενεν ἐν Ἐκβατάνοις. ταῦτα ἀκούων Ἀλέξανδρος προὐχώρει ἐπὶ Μηδίας. καὶ Παρ‹α›ιτάκας μὲν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν ἐμβαλὼν κατεστρέψατο καὶ σατραπεύειν ἔταξεν αὐτῶν Ὀξ[ο]άθρην τὸν Ἀβουλίτου τοῦ [πρότερον] Σούσων σατράπου παῖδα. [3.19.3] αὐτὸς δὲ ὡς ἠγγέλθη κατὰ τὴν ὁδόν, ὅτι ἐγνωκὼς εἴη Δαρεῖος ἀπαντᾶν τε αὐτῷ ὡς ἐς μάχην καὶ αὖθις διακινδυνεύειν, Σκύθας τε γὰρ αὐτῷ ἥκειν καὶ Καδουσίους συμμάχους, τὰ μὲν ὑποζύγια καὶ τοὺς τούτων φύλακας καὶ τὴν ἄλλην κατασκευὴν ἕπεσθαι ἐκέλευσε, τὴν στρατιὰν δὲ τὴν ἄλλην ἀναλαβὼν ἦγεν ἐσταλμένους ὡς ἐς μάχην. καὶ ἀφικνεῖται δωδεκάτῃ ἡμέρᾳ ἐς Μηδίαν. [3.19.4] ἔνθα ἔμαθεν οὐκ οὖσαν ἀξιόμαχον δύναμιν Δαρείῳ οὐδὲ Καδουσίους ἢ Σκύθας αὐτῷ συμμάχους ἥκοντας, ἀλλ᾽ ὅτι φεύγειν ἐγνωκὼς εἴη Δαρεῖος· ὁ δὲ ἔτι μᾶλλον ἦγε σπουδῇ. ὡς δὲ ἀπεῖχεν Ἐκβατάνων ὅσον τριῶν ἡμερῶν ὁδόν, ἐνταῦθα ἀπήντα αὐτῷ Βισθάνης ὁ Ὤχου παῖς τοῦ πρὸ Δαρείου βασιλεύσαντος Περσῶν· [3.19.5] καὶ οὗτος ἀπήγγειλεν, ὅτι Δαρεῖος ἐς πέμπτην ἡμέραν εἴη πεφευγὼς ἔχων τά τε χρήματα ‹τὰ› ἐκ Μήδων ἐς ἑπτακισχίλια τάλαντα καὶ στρατιὰν ἱππέας μὲν ἐς τρισχιλίους, πεζοὺς δὲ ἐς ἑξακισχιλίους.
Ἐλθὼν δὲ ἐς Ἐκβάτανα Ἀλέξανδρος τοὺς μὲν Θετταλοὺς ἱππέας καὶ τοὺς ἄλλους ξυμμάχους ἀποπέμπει ὀπίσω ἐπὶ θάλασσαν, τόν τε μισθὸν ἀποδοὺς αὐτοῖς ἐντελῆ τὸν ξυντεταγμένον καὶ δισχίλια παρ᾽ αὑτοῦ τάλαντα ἐπιδούς· [3.19.6] ὅστις δὲ ἰδίᾳ βούλοιτο ἔτι μισθοφορεῖν παρ᾽ αὐτῷ, ἀπογράφεσθαι ἐκέλευσε· καὶ ἐγένοντο οἱ ἀπογραψάμενοι οὐκ ὀλίγοι. Ἐπόκιλλον δὲ τὸν Πολυειδοῦς ἔταξε καταγαγεῖν αὐτοὺς ὡς ἐπὶ θάλασσαν, ἱππέας ἄλλους ἔχοντα ἐς φυλακὴν αὐτῶν· οἱ γὰρ Θεσσαλοὶ τοὺς ἵππους αὐτοῦ ἀπέδοντο. ἐπέστειλε δὲ καὶ Μένητι, ἐπειδὰν ἀφίκωνται ἐπὶ θάλασσαν, ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἐπὶ τριήρων κομισθήσονται ἐς Εὔβοιαν. [3.19.7] Παρμενίωνα δὲ προσέταξε τὰ χρήματα τὰ ἐκ Περσῶν κομιζόμενα εἰς τὴν ἄκραν τὴν ἐν Ἐκβατάνοις καταθέσθαι καὶ Ἁρπάλῳ παραδοῦναι· Ἅρπαλον γὰρ ἐπὶ τῶν χρημάτων ἀπέλιπε καὶ φυλακὴν τῶν χρημάτων Μακεδόνας ἐς ἑξακισχιλίους καὶ ἱππέας καὶ ψιλοὺς ὀλίγους· αὐτὸν δὲ Παρμενίωνα τοὺς ξένους ἀναλαβόντα καὶ τοὺς Θρᾷκας καὶ ὅσοι ἄλλοι ἱππεῖς ἔξω τῆς ἵππου τῆς ἑταιρικῆς παρὰ τὴν χώραν τὴν Καδουσίων ἐλαύνειν ἐς Ὑρκανίαν. [3.19.8] Κλείτῳ δὲ τῷ τῆς βασιλικῆς ἴλης ἡγεμόνι ἐπέστειλεν, ἐπειδὰν ἐκ Σούσων εἰς Ἐκβάτανα ἀφίκηται, κατελέλειπτο γὰρ ἐν Σούσοις ἀρρωστῶν, ἀναλαβόντα τοὺς Μακεδόνας τοὺς ἐπὶ τῶν χρημάτων τότε ὑπολειφθέντας ἰέναι τὴν ἐπὶ Παρθυαίους, ἵνα καὶ αὐτὸς ἥξειν ἔμελλεν.

***
[3.18.10] Ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε γρήγορα και πάλι προς τον ποταμό, όπου βρήκε κατασκευασμένη ήδη τη γέφυρα και την πέρασε χωρίς δυσκολία μαζί με τον στρατό του. Από εκεί συνέχισε να προχωρεί με την ίδια ταχύτητα προς την Περσέπολη, και πρόλαβε να φθάσει εκεί πριν διαρπάσουν τα χρήματα οι φύλακες. Έγινε επίσης κύριος των χρημάτων που υπήρχαν στο θησαυροφυλάκιο του Κύρου του πρώτου στις Πασαργάδες. [3.18.11] Διόρισε σατράπη της Περσίδας τον Φρασαόρτη, τον γιο του Ρεομίθρη. Πυρπόλησε τα περσικά ανάκτορα, αν και ο Παρμενίων τον προέτρεψε να τα διατηρήσει και για άλλους λόγους, άλλα κυρίως επειδή δεν ήταν σωστό να καταστρέψει περιουσία που τώρα πια ήταν δική του και επειδή οι ασιατικοί λαοί δεν θα του είναι τόσο αφοσιωμένοι, γιατί θα νομίσουν ότι δεν έχει σκοπό να διατηρήσει την εξουσία της Ασίας, αλλά να διατρέξει απλώς τη χώρα ως νικητής. [3.18.12] Ο Αλέξανδρος όμως απαντούσε ότι θέλει να τιμωρήσει τους Πέρσες για όσα έπραξαν κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα, οπότε και την Αθήνα κατέστρεψαν και τους ναούς της πυρπόλησαν, και για όσα άλλα κακά προξένησαν στους Έλληνες. Για όλα αυτά, έλεγε, θέλει να τους τιμωρήσει. Και εγώ όμως νομίζω ότι δεν ενήργησε με σύνεση ο Αλέξανδρος, τουλάχιστον ως προς αυτό, ούτε ότι θα μπορούσε να τιμωρήσει έτσι τους παλαιούς Πέρσες.
[3.19.1] Αφού τακτοποίησε τα ζητήματα αυτά, προχώρησε προς τη Μηδία, γιατί πληροφορήθηκε ότι εκεί βρισκόταν ο Δαρείος. Ο Δαρείος είχε αποφασίσει, αν ο Αλέξανδρος παρέμενε στα Σούσα και στη Βαβυλώνα, να περιμένει και αυτός στη Μηδία, με την ελπίδα μήπως και εκδηλωθεί καμιά ανταρσία στον στρατό του Αλεξάνδρου· αν όμως ο Αλέξανδρος βάδιζε εναντίον του, τότε αυτός να προχωρήσει στο εσωτερικό της χώρας του, προς την Παρθία και Υρκανία μέχρι τα Βάκτρα, ερημώνοντας ολόκληρη την περιοχή και καθιστώντας έτσι αδύνατη την προέλαση του Αλεξάνδρου. [3.19.2] Έστειλε λοιπόν τις γυναίκες και ό,τι άλλο του έμενε ακόμη καθώς και τις αρμάμαξες στις λεγόμενες πύλες της Κασπίας, ενώ ο ίδιος περίμενε στα Εκβάτανα μαζί με τις δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει εκ των ενόντων. Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τη Μηδία. Υπέταξε τους Παραιτάκες εισβάλλοντας στη χώρα τους και όρισε σατράπη τους τον Οξάθρη, τον γιο του Αβουλίτη, ο οποίος προηγουμένως ήταν σατράπης των Σούσων. [3.19.3] Επειδή έμαθε στο δρόμο ότι ο Δαρείος ήταν αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσει σε μάχη διακινδυνεύοντας και πάλι —γιατί του είχαν έρθει ως σύμμαχοι οι Σκύθες και οι Καδούσιοι— διέταξε να ακολουθούν πίσω από τον στρατό του τα μεταγωγικά μαζί με τους φρουρούς τους καθώς και οι άλλες του αποσκευές, ενώ ο ίδιος παρέλαβε το υπόλοιπο στράτευμα και το οδηγούσε συνταγμένο για μάχη. Ο Αλέξανδρος έφθασε στη Μηδία μέσα σε δώδεκα μέρες. [3.19.4] Εκεί έμαθε ότι οι δυνάμεις του Δαρείου δεν ήταν αξιόμαχες και ότι δεν του είχαν έρθει ως σύμμαχοι οι Καδούσιοι ή οι Σκύθες, καθώς και ότι ο Δαρείος είχε αποφασίσει να φύγει. Αυτό τον έκαμε να προχωρήσει με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα. Ενώ όμως απείχε τριών μόλις ημερών πορεία από τα Εκβάτανα, ήρθε και τον συνάντησε εκεί ο Βισθάνης, ο γιος του Ώχου, που ήταν βασιλιάς των Περσών πριν από τον Δαρείο. [3.19.5] Αυτός τον πληροφόρησε ότι ο Δαρείος είχε φύγει πριν πέντε μέρες από τα Εκβάτανα παίρνοντας μαζί του επτά περίπου χιλιάδες τάλαντα από τη Μηδία και στρατιωτική δύναμη τριών χιλιάδων περίπου ιππέων και έξι χιλιάδων πεζών.
Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στα Εκβάτανα, έστειλε πίσω στην παραλία τους Θεσσαλούς ιππείς καθώς και τους άλλους Έλληνες συμμάχους, αφού τους πλήρωσε στο ακέραιο τον συμφωνημένο μισθό και τους έδωσε ως δώρο άλλα δύο χιλιάδες τάλαντα. [3.19.6] Διέταξε όμως να δώσουν τα ονόματά τους για στρατολογία όσοι ήθελαν να εξακολουθήσουν να τον υπηρετούν ως μισθοφόροι· και στρατολογήθηκαν πολλοί. Ανέθεσε στον Επόκιλλο, τον γιο του Πολυειδή, να τους οδηγήσει στην παραλία και του έδωσε άλλους ιππείς για να τους προστατεύουν, επειδή οι Θεσσαλοί είχαν πουλήσει σε εκείνο το μέρος τα άλογά τους. Παρήγγειλε επίσης στον Μένητα να φροντίσει, μόλις φθάσουν στην παραλία, να μεταφερθούν με πλοία στην Εύβοια. [3.19.7] Διέταξε ακόμα τον Παρμενίωνα να καταθέσει στην ακρόπολη των Εκβατάνων τα χρήματα που είχαν μεταφερθεί από την Περσία και να τα παραδώσει στον Άρπαλο· γιατί τον Άρπαλο άφησε διαχειριστή των χρημάτων δίνοντάς του για τη διαφύλαξή τους έξι περίπου χιλιάδες Μακεδόνες, ιππείς και λίγους ελαφρά οπλισμένους. Διέταξε επίσης τον ίδιο τον Παρμενίωνα να παραλάβει τους μισθοφόρους και τους Θράκες καθώς και όλο το άλλο ιππικό, εκτός από το ιππικό των εταίρων, και, περνώντας από την χώρα των Καδουσίων, να προχωρήσει προς την Υρκανία. [3.19.8] Παρήγγειλε επίσης στον Κλείτο, τον αρχηγό της βασιλικής ίλης, μόλις φθάσει στα Εκβάτανα από τα Σούσα, όπου είχε μείνει γιατί ήταν άρρωστος, να παραλάβει τους Μακεδόνες που είχε αφήσει πίσω για τη διαφύλαξη των χρημάτων και να προχωρήσει στην Παρθία, όπου και ο ίδιος σκόπευε να πάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου