οὗτος, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν
μὴ συγκομίζειν, ἀλλ᾽ ἐᾶν ὅπως ἔχει.
ΤΕΥ. τίνος χάριν τοσόνδ᾽ ἀνήλωσας λόγον;
1050 ΜΕ. δοκοῦντ᾽ ἐμοί, δοκοῦντα δ᾽ ὃς κραίνει στρατοῦ.
ΤΕΥ. οὔκουν ἂν εἴποις ἥντιν᾽ αἰτίαν προθείς;
ΜΕ. ὁθούνεκ᾽ αὐτὸν ἐλπίσαντες οἴκοθεν
ἄγειν Ἀχαιοῖς ξύμμαχόν τε καὶ φίλον,
ἐξηύρομεν ζητοῦντες ἐχθίω Φρυγῶν·
1055 ὅστις στρατῷ ξύμπαντι βουλεύσας φόνον
νύκτωρ ἐπεστράτευσεν, ὡς ἕλοι δορί·
κεἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν,
ἡμεῖς μὲν ἂν τήνδ᾽ ἣν ὅδ᾽ εἴληχεν τύχην
θανόντες ἂν προυκείμεθ᾽ αἰσχίστῳ μόρῳ,
1060 οὗτος δ᾽ ἂν ἔζη. νῦν δ᾽ ἐνήλλαξεν θεὸς
τὴν τοῦδ᾽ ὕβριν πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτὸν οὔτις ἔστ᾽ ἀνὴρ σθένων
τοσοῦτον ὥστε σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ,
ἀλλ᾽ ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον ἐκβεβλημένος
1065 ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται.
πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος.
εἰ γὰρ βλέποντος μὴ ᾽δυνήθημεν κρατεῖν,
πάντως θανόντος γ᾽ ἄρξομεν, κἂν μὴ θέλῃς,
χερσὶν παρευθύνοντες. οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου
1070 λόγων ἀκοῦσαι ζῶν ποτ᾽ ἠθέλησ᾽ ἐμῶν.
καίτοι κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς ἄνδρα δημότην
μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν.
οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἐν πόλει νόμοι καλῶς
φέροιντ᾽ ἄν, ἔνθα μὴ καθεστήκῃ δέος,
1075 οὔτ᾽ ἂν στρατός γε σωφρόνως ἄρχοιτ᾽ ἔτι,
μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ᾽ αἰδοῦς ἔχων.
ἀλλ᾽ ἄνδρα χρή, κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα,
δοκεῖν πεσεῖν ἂν κἂν ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ.
δέος γὰρ ᾧ πρόσεστιν αἰσχύνη θ᾽ ὁμοῦ,
1080 σωτηρίαν ἔχοντα τόνδ᾽ ἐπίστασο·
ὅπου δ᾽ ὑβρίζειν δρᾶν θ᾽ ἃ βούλεται παρῇ,
ταύτην νόμιζε τὴν πόλιν χρόνῳ ποτὲ
ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν.
ἀλλ᾽ ἑστάτω μοι καὶ δέος τι καίριον,
1085 καὶ μὴ δοκῶμεν δρῶντες ἃν ἡδώμεθα
οὐκ ἀντιτείσειν αὖθις ἃν λυπώμεθα.
ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα. πρόσθεν οὗτος ἦν
αἴθων ὑβριστής, νῦν δ᾽ ἐγὼ μέγ᾽ αὖ φρονῶ.
καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, ὅπως
1090 μὴ τόνδε θάπτων αὐτὸς ἐς ταφὰς πέσῃς.
ΧΟ. Μενέλαε, μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφὰς
εἶτ᾽ αὐτὸς ἐν θανοῦσιν ὑβριστὴς γένῃ.
μὴ συγκομίζειν, ἀλλ᾽ ἐᾶν ὅπως ἔχει.
ΤΕΥ. τίνος χάριν τοσόνδ᾽ ἀνήλωσας λόγον;
1050 ΜΕ. δοκοῦντ᾽ ἐμοί, δοκοῦντα δ᾽ ὃς κραίνει στρατοῦ.
ΤΕΥ. οὔκουν ἂν εἴποις ἥντιν᾽ αἰτίαν προθείς;
ΜΕ. ὁθούνεκ᾽ αὐτὸν ἐλπίσαντες οἴκοθεν
ἄγειν Ἀχαιοῖς ξύμμαχόν τε καὶ φίλον,
ἐξηύρομεν ζητοῦντες ἐχθίω Φρυγῶν·
1055 ὅστις στρατῷ ξύμπαντι βουλεύσας φόνον
νύκτωρ ἐπεστράτευσεν, ὡς ἕλοι δορί·
κεἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν,
ἡμεῖς μὲν ἂν τήνδ᾽ ἣν ὅδ᾽ εἴληχεν τύχην
θανόντες ἂν προυκείμεθ᾽ αἰσχίστῳ μόρῳ,
1060 οὗτος δ᾽ ἂν ἔζη. νῦν δ᾽ ἐνήλλαξεν θεὸς
τὴν τοῦδ᾽ ὕβριν πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτὸν οὔτις ἔστ᾽ ἀνὴρ σθένων
τοσοῦτον ὥστε σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ,
ἀλλ᾽ ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον ἐκβεβλημένος
1065 ὄρνισι φορβὴ παραλίοις γενήσεται.
πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος.
εἰ γὰρ βλέποντος μὴ ᾽δυνήθημεν κρατεῖν,
πάντως θανόντος γ᾽ ἄρξομεν, κἂν μὴ θέλῃς,
χερσὶν παρευθύνοντες. οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου
1070 λόγων ἀκοῦσαι ζῶν ποτ᾽ ἠθέλησ᾽ ἐμῶν.
καίτοι κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς ἄνδρα δημότην
μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν.
οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἐν πόλει νόμοι καλῶς
φέροιντ᾽ ἄν, ἔνθα μὴ καθεστήκῃ δέος,
1075 οὔτ᾽ ἂν στρατός γε σωφρόνως ἄρχοιτ᾽ ἔτι,
μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ᾽ αἰδοῦς ἔχων.
ἀλλ᾽ ἄνδρα χρή, κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα,
δοκεῖν πεσεῖν ἂν κἂν ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ.
δέος γὰρ ᾧ πρόσεστιν αἰσχύνη θ᾽ ὁμοῦ,
1080 σωτηρίαν ἔχοντα τόνδ᾽ ἐπίστασο·
ὅπου δ᾽ ὑβρίζειν δρᾶν θ᾽ ἃ βούλεται παρῇ,
ταύτην νόμιζε τὴν πόλιν χρόνῳ ποτὲ
ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν.
ἀλλ᾽ ἑστάτω μοι καὶ δέος τι καίριον,
1085 καὶ μὴ δοκῶμεν δρῶντες ἃν ἡδώμεθα
οὐκ ἀντιτείσειν αὖθις ἃν λυπώμεθα.
ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα. πρόσθεν οὗτος ἦν
αἴθων ὑβριστής, νῦν δ᾽ ἐγὼ μέγ᾽ αὖ φρονῶ.
καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, ὅπως
1090 μὴ τόνδε θάπτων αὐτὸς ἐς ταφὰς πέσῃς.
ΧΟ. Μενέλαε, μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφὰς
εἶτ᾽ αὐτὸς ἐν θανοῦσιν ὑβριστὴς γένῃ.
***
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ε, συ, εσένα λέω, μην πας να θάψεις με τα χέρια σου
τον πεθαμένο· παράτα τον εκεί που είναι.
ΤΕΥ. Και ποιός ο λόγος που ξοδεύεις τόσο μεγάλα λόγια;
ΜΕ. Δική μου η θέληση, κι εκείνου που όλο
1050 το στράτευμα ορίζει.
ΤΕΥ. Δεν θα μπορούσες να μας πεις τώρα και την αιτία;
ΜΕ. Ενώ πιστέψαμε μ᾽ αυτόν πως φέραμε απ᾽ την πατρίδα
φίλο και σύμμαχο των Αχαιών, ανακαλύψαμε επιτόπου
πως ήτανε χειρότερος εχθρός κι από τους Φρύγες.
Μελέτησε όλο τον στρατό να τον ματοκυλήσει
μέσα στη νύχτα ορμώντας, κι εμάς να μας ξεκάνει.
Κι αν δεν συνέβαινε ένας θεός το φονικό ν᾽ αποσοβήσει,
εμείς θα είχαμε τώρα την τύχη τη δική του, θανατωμένοι
επαίσχυντα, θα πέφταμε στο χώμα, ενώ θα ζούσε αυτός.
1060 Τώρα ευτυχώς ένας θεός αντέστρεψε την αλαζονική του τρέλα,
κι έτσι τον έριξε πάνω σε πρόβατα και βόδια.
Γι᾽ αυτό κανείς δεν θα βρεθεί με τόση δύναμη και θράσος,
το σώμα αυτό σε τάφο να το θάψει· σε κάποια
απόμερη αμμουδιά ριγμένο, τροφή στα λαίμαργα
πουλιά της θάλασσας θα γίνει.
Λοιπόν, φυλάξου, μην αφήνεις το μένος σου αχαλίνωτο·
αν όσο ζούσε, δεν είχαμε τη δύναμη να του επιβληθούμε,
τώρα που πέθανε, εμείς κάνουμε το κουμάντο,
κι ας μην το θες εσύ· εμείς τον έχουμε στο χέρι,
αφού ποτέ δεν θέλησε τα λόγια μου
1070 ν᾽ ακούσει ζωντανός.
Μόλο που είναι γνώρισμα κακού πολίτη,
κάποιος να θεωρεί δικαίωμά του να μην ακούει
τους άρχοντες της πόλης.
Γιατί ποτέ μέσα στην πόλη οι νόμοι δεν κρατούν
το κύρος τους, αν από δίπλα δεν υπάρχει κάποιος φόβος.
Ούτε ο στρατός δεν άρχεται πειθαρχημένα και σωστά,
εφόσον δεν τον συγκρατεί ο φόβος και το σέβας.
Πρέπει ένας άντρας, κι ας είναι από φυσικού του
μεγαλόσωμος, να μάθει πως μπορεί
κι απ᾽ το παραμικρό κακό να γκρεμιστεί.
Όποιος ωστόσο μέσα του αισθάνεται ντροπή και δέος,
1080 αυτός, να ξέρεις, σώζεται.
Όπου αντίθετα ο καθένας πολύ το παίρνει πάνω του,
κάνοντας του κεφαλιού του, μια τέτοια πόλη,
με το πέρασμα του χρόνου, κι αν αρμενίσει στην αρχή
με ούριο άνεμο, μετά, να είσαι βέβαιος, θα πιάσει πάτο.
Ας έχω εγώ προστάτη τον σωτήριο φόβο, να μην περνά
απ᾽ τον νου μας πως κάνοντας μονάχα αυτό που μας αρέσει,
μια μέρα δεν θα το πληρώσουμε με τίμημα βαρύ.
Έχει το κάθε πράγμα τον καιρό του. Πριν από λίγο
ήταν αυτός αλλοπαρμένος και θρασύς·
τώρα η σειρά μου να το παίξω εγώ περήφανος.
Και σου το λέω ξεκάθαρα, μην πας
να μου τον θάψεις, μήπως ανοίξεις τον δικό σου λάκκο
1090 θάβοντας αυτόν.
ΧΟ. Μενέλαε, πρόσεξε, στοιβάζοντας γνώμες σοφές,
μήπως βρεθείς μετά ο ίδιος υβριστής
μπροστά σε πεθαμένους.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ε, συ, εσένα λέω, μην πας να θάψεις με τα χέρια σου
τον πεθαμένο· παράτα τον εκεί που είναι.
ΤΕΥ. Και ποιός ο λόγος που ξοδεύεις τόσο μεγάλα λόγια;
ΜΕ. Δική μου η θέληση, κι εκείνου που όλο
1050 το στράτευμα ορίζει.
ΤΕΥ. Δεν θα μπορούσες να μας πεις τώρα και την αιτία;
ΜΕ. Ενώ πιστέψαμε μ᾽ αυτόν πως φέραμε απ᾽ την πατρίδα
φίλο και σύμμαχο των Αχαιών, ανακαλύψαμε επιτόπου
πως ήτανε χειρότερος εχθρός κι από τους Φρύγες.
Μελέτησε όλο τον στρατό να τον ματοκυλήσει
μέσα στη νύχτα ορμώντας, κι εμάς να μας ξεκάνει.
Κι αν δεν συνέβαινε ένας θεός το φονικό ν᾽ αποσοβήσει,
εμείς θα είχαμε τώρα την τύχη τη δική του, θανατωμένοι
επαίσχυντα, θα πέφταμε στο χώμα, ενώ θα ζούσε αυτός.
1060 Τώρα ευτυχώς ένας θεός αντέστρεψε την αλαζονική του τρέλα,
κι έτσι τον έριξε πάνω σε πρόβατα και βόδια.
Γι᾽ αυτό κανείς δεν θα βρεθεί με τόση δύναμη και θράσος,
το σώμα αυτό σε τάφο να το θάψει· σε κάποια
απόμερη αμμουδιά ριγμένο, τροφή στα λαίμαργα
πουλιά της θάλασσας θα γίνει.
Λοιπόν, φυλάξου, μην αφήνεις το μένος σου αχαλίνωτο·
αν όσο ζούσε, δεν είχαμε τη δύναμη να του επιβληθούμε,
τώρα που πέθανε, εμείς κάνουμε το κουμάντο,
κι ας μην το θες εσύ· εμείς τον έχουμε στο χέρι,
αφού ποτέ δεν θέλησε τα λόγια μου
1070 ν᾽ ακούσει ζωντανός.
Μόλο που είναι γνώρισμα κακού πολίτη,
κάποιος να θεωρεί δικαίωμά του να μην ακούει
τους άρχοντες της πόλης.
Γιατί ποτέ μέσα στην πόλη οι νόμοι δεν κρατούν
το κύρος τους, αν από δίπλα δεν υπάρχει κάποιος φόβος.
Ούτε ο στρατός δεν άρχεται πειθαρχημένα και σωστά,
εφόσον δεν τον συγκρατεί ο φόβος και το σέβας.
Πρέπει ένας άντρας, κι ας είναι από φυσικού του
μεγαλόσωμος, να μάθει πως μπορεί
κι απ᾽ το παραμικρό κακό να γκρεμιστεί.
Όποιος ωστόσο μέσα του αισθάνεται ντροπή και δέος,
1080 αυτός, να ξέρεις, σώζεται.
Όπου αντίθετα ο καθένας πολύ το παίρνει πάνω του,
κάνοντας του κεφαλιού του, μια τέτοια πόλη,
με το πέρασμα του χρόνου, κι αν αρμενίσει στην αρχή
με ούριο άνεμο, μετά, να είσαι βέβαιος, θα πιάσει πάτο.
Ας έχω εγώ προστάτη τον σωτήριο φόβο, να μην περνά
απ᾽ τον νου μας πως κάνοντας μονάχα αυτό που μας αρέσει,
μια μέρα δεν θα το πληρώσουμε με τίμημα βαρύ.
Έχει το κάθε πράγμα τον καιρό του. Πριν από λίγο
ήταν αυτός αλλοπαρμένος και θρασύς·
τώρα η σειρά μου να το παίξω εγώ περήφανος.
Και σου το λέω ξεκάθαρα, μην πας
να μου τον θάψεις, μήπως ανοίξεις τον δικό σου λάκκο
1090 θάβοντας αυτόν.
ΧΟ. Μενέλαε, πρόσεξε, στοιβάζοντας γνώμες σοφές,
μήπως βρεθείς μετά ο ίδιος υβριστής
μπροστά σε πεθαμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου