οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν.
ἐγὼ δ᾽ ἐλευθέρου μὲν ἐξέφυν πατρός,
εἴπερ τινὸς σθένοντος ἐν πλούτῳ Φρυγῶν·
νῦν δ᾽ εἰμὶ δούλη. θεοῖς γὰρ ὧδ᾽ ἔδοξέ που
490 καὶ σῇ μάλιστα χειρί. τοιγαροῦν, ἐπεὶ
τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, εὖ φρονῶ τὰ σά,
καί σ᾽ ἀντιάζω πρός τ᾽ ἐφεστίου Διὸς
εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾗ συνηλλάχθης ἐμοί,
μή μ᾽ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν
495 τῶν σῶν ὑπ᾽ ἐχθρῶν, χειρίαν ἀφείς τινι.
εἰ γὰρ θάνῃς σὺ καὶ τελευτήσας ἀφῇς,
ταύτῃ νόμιζε κἀμὲ τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ
βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Ἀργείων ὕπο
ξὺν παιδὶ τῷ σῷ δουλίαν ἕξειν τροφήν.
500 καί τις πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ
λόγοις ἰάπτων, ἴδετε τὴν ὁμευνέτιν
Αἴαντος, ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ,
οἵας λατρείας ἀνθ᾽ ὅσου ζήλου τρέφει.
τοιαῦτ᾽ ἐρεῖ τις· κἀμὲ μὲν δαίμων ἐλᾷ,
505 σοὶ δ᾽ αἰσχρὰ τἄπη ταῦτα καὶ τῷ σῷ γένει.
ἀλλ᾽ αἴδεσαι μὲν πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ
γήρᾳ προλείπων, αἴδεσαι δὲ μητέρα
πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον, ἥ σε πολλάκις
θεοῖς ἀρᾶται ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν·
510 οἴκτιρε δ᾽, ὦναξ, παῖδα τὸν σόν, εἰ νέας
τροφῆς στερηθεὶς σοῦ διοίσεται μόνος
ὑπ᾽ ὀρφανιστῶν μὴ φίλων, ὅσον κακὸν
κείνῳ τε κἀμοὶ τοῦθ᾽, ὅταν θάνῃς, νεμεῖς.
ἐμοὶ γὰρ οὐκέτ᾽ ἔστιν εἰς ὅ τι βλέπω
515 πλὴν σοῦ. σὺ γάρ μοι πατρίδ᾽ ᾔστωσας δορί,
καὶ μητέρ᾽ ἄλλη μοῖρα τὸν φύσαντά τε
καθεῖλεν Ἅιδου θανασίμους οἰκήτορας.
τίς δῆτ᾽ ἐμοὶ γένοιτ᾽ ἂν ἀντὶ σοῦ πατρίς;
τίς πλοῦτος; ἐν σοὶ πᾶσ᾽ ἔγωγε σῴζομαι.
520 ἀλλ᾽ ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν· ἀνδρί τοι χρεὼν
μνήμην προσεῖναι, τερπνὸν εἴ τί που πάθοι.
χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ᾽ ἀεί·
ὅτου δ᾽ ἀπορρεῖ μνῆστις εὖ πεπονθότος,
οὐκ ἂν λέγοιτ᾽ ἔθ᾽ οὗτος εὐγενὴς ἀνήρ.
525 ΧΟ. Αἴας, ἔχειν σ᾽ ἂν οἶκτον ὡς κἀγὼ φρενὶ
θέλοιμ᾽ ἄν· αἰνοίης γὰρ ἂν τὰ τῆσδ᾽ ἔπη.
ΑΙ. καὶ κάρτ᾽ ἐπαίνου τεύξεται πρὸς γοῦν ἐμοῦ,
ἐὰν μόνον τὸ ταχθὲν εὖ τολμᾷ τελεῖν.
ΤΕΚ. ἀλλ᾽, ὦ φίλ᾽ Αἴας, πάντ᾽ ἔγωγε πείσομαι.
530 ΑΙ. κόμιζέ νύν μοι παῖδα τὸν ἐμόν, ὡς ἴδω.
ΤΕΚ. καὶ μὴν φόβοισί γ᾽ αὐτὸν ἐξελυσάμην.
ΑΙ. ἐν τοῖσδε τοῖς κακοῖσιν, ἢ τί μοι λέγεις;
ΤΕΚ. μὴ σοί γέ που δύστηνος ἀντήσας θάνοι.
ΑΙ. πρέπον γέ τἂν ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε.
535 ΤΕΚ. ἀλλ᾽ οὖν ἐγὼ ᾽φύλαξα τοῦτό γ᾽ ἀρκέσαι.
ΑΙ. ἐπῄνεσ᾽ ἔργον καὶ πρόνοιαν ἣν ἔθου.
ΤΕΚ. τί δῆτ᾽ ἂν ὡς ἐκ τῶνδ᾽ ἂν ὠφελοῖμί σε;
ΑΙ. δός μοι προσειπεῖν αὐτὸν ἐμφανῆ τ᾽ ἰδεῖν.
ΤΕΚ. καὶ μὴν πέλας γε προσπόλοις φυλάσσεται.
540 ΑΙ. τί δῆτα μέλλει μὴ οὐ παρουσίαν ἔχειν;
ΤΕΚ. ὦ παῖ, πατὴρ καλεῖ σε. δεῦρο προσπόλων
ἄγ᾽ αὐτὸν ὅσπερ χερσὶν εὐθύνων κυρεῖς.
ΑΙ. ἕρποντι φωνεῖς, ἢ λελειμμένῳ λόγου;
ΤΕΚ. καὶ δὴ κομίζει προσπόλων ὅδ᾽ ἐγγύθεν.
***
ΤΕ. Αίαντα, κύρη μου, από της τύχης την ανάγκηάλλο κακό χειρότερο στον άνθρωπο δεν είναι.
Εγώ γεννήθηκα από πατέρα ελεύθερο, με κύρος
και με πλούτη ανάμεσα στους Φρύγες, που άλλος κανείς
δεν είχε. Και νά που τώρα είμαι αιχμάλωτη· έτσι οι θεοί
490 το θέλησαν και προπαντός το χέρι το δικό σου.
Μ᾽ αυτούς τους όρους έσμιξα μαζί σου, κι έχω στον νου μου
το δικό σου μόνο το καλό. Γι᾽ αυτό και τώρα σ᾽ εξορκίζω
στ᾽ όνομα του εφέστιου Δία, στην κλίνη, όπου μαζί μου
πλάγιασες, να μη δεχθείς σε χέρια ξένα να ξεπέσω, να γίνω
χλεύη των εχθρών μου, παίγνιο.
Ανίσως και πεθάνεις, βάζοντας τέλος στη ζωή σου,
τότε να ξέρεις, την ίδια εκείνη μέρα, βάναυσα
κι εμένα οι Αργείοι θα με σύρουν, θα γίνω δούλα τους,
μαζί με τον δικό σου γιο.
500 Και τότε κάποιο νέο αφεντικό λόγια πικρά θα ξεστομίσει,
για να με προσβάλει: δείτε το ομόκλινο ταίρι του Αίαντα,
αυτού που είχε τόση δύναμη και κύρος,
με τί λογής σκλαβιά αντάλλαξε ζωή αξιοζήλευτη.
Τέτοια λόγια θα πει· εμένα τότε θα με σέρνει
ο δαίμονάς μου κι εσένα, με το γένος σου,
αισχρή κακογλωσσιά.
Αλλά σεβάσου τον πατέρα σου, που τον αφήνεις μόνον
σε πικρά γεράματα, σεβάσου και τη μάνα σου,
που τη βαραίνουν πια τα χρόνια, κι εύχεται μέρα νύχτα
στους θεούς για τη ζωή σου, για τον γυρισμό σου.
510 Λυπήσου ακόμη και τον γιο σου, άρχοντά μου·
γιατί αν του λείψει η πατρική φροντίδα, αν μόνος του,
χωρίς εσένα, θα πρέπει να τα βγάλει πέρα, με κηδεμόνες
άφιλους, σκέψου πεθαίνοντας σε τί ορφάνια τον αφήνεις,
αυτόν κι εμένα.
Εγώ δεν έχω στήριγμα άλλο από σένα να πιαστώ,
αφότου εσύ, με το κοντάρι σου, ερήμωσες την άμοιρη
πατρίδα μου — τη μάνα μου και τον πατέρα μου,
μια άλλη μοίρα τους κατέβασε στον Άδη,
κι έγιναν σύνοικοι με τους νεκρούς.
Δεν έχω, αν σε χάσω, δεύτερη πατρίδα, μήτε πλούτη·
είσαι το παν για μένα, η μόνη σωτηρία μου.
520 Εμένα τώρα συλλογίσου· πρέπει ο άντρας να θυμάται
με ποιόν στο πλάι ευτύχησε·
χάρη είναι εκείνη που γεννά μιαν άλλη χάρη.
Όποιου φυραίνει η μνήμη, για το καλό που δέχτηκε,
δεν δικαιούται πια να λέγεται άντρας ευγενικής γενιάς.
ΧΟ. Θα ᾽θελα, Αίαντα, η ψυχή σου συμπόνια να αισθανθεί,
όπως τη νιώθω εγώ — τότε τα λόγια της κι εσύ
θα τα παινέψεις.
ΑΙ. Θ᾽ ακούσει μεγαλύτερο έπαινο από μένα, αν βρει
το θάρρος να κάνει ό,τι της πει η προσταγή μου .
ΤΕ. Καλέ μου Αίαντα, στα πάντα εγώ θα υπακούσω.
530 ΑΙ. Φέρε μου τότε εδώ τον γιο μου, να τον δουν τα μάτια μου.
ΤΕ. Εγώ από φόβο τον κρατώ σ᾽ απόσταση.
ΑΙ. Μιλάς για την παραφορά μου, ή κάτι άλλο εννοείς;
ΤΕ. Μήπως ο δύσμοιρος, όταν σε δει, πέσει νεκρός.
ΑΙ. Θα ταίριαζε κι αυτό στην άθλια μοίρα μου.
ΤΕ. Για να τον προφυλάξω πήρα εγώ τα μέτρα μου.
ΑΙ. Βρίσκω σωστό και φρόνιμο το φέρσιμό σου.
ΤΕ. Πώς και με τί θα σ᾽ ωφελούσα αυτή την ώρα;
ΑΙ. Πες να τον φέρουν, να τον δω, να του μιλήσω.
ΤΕ. Είναι κοντά οι παραγιοί που τον φροντίζουν.
540 ΑΙ. Μα τότε πώς αργεί, γιατί δεν εμφανίζεται;
ΤΕ. Έλα, αγόρι μου, σε θέλει ο πατέρας σου.
Φέρ᾽ τον εδώ εσύ που έχεις την ευθύνη του.
ΑΙ. Άκουσε κι έρχεται; ή καν δεν έφτασε
η φωνή στ᾽ αυτιά του;
ΤΕ. Νά τος, ο παραγιός τον φέρνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου