Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.13.1-2.15.3)

[2.13.1] Τῶν δή τις ἀγροίκων ἐς ἀνολκὴν λίθου θλίβοντος τὰ πατηθέντα βοτρύδια χρῄζων σχοίνου, τῆς πρότερον ῥαγείσης, κρύφα ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἐλθών, ἀφρουρήτῳ τῇ νηῒ προσελθών, τὸ πεῖσμα ἐκλύσας, οἴκαδε κομίσας ἐς ὅ τι ἔχρῃζεν ἐχρήσατο. [2.13.2] Ἕωθεν οὖν οἱ Μηθυμναῖοι νεανίσκοι ζήτησιν ἐποιοῦντο τοῦ πείσματος καὶ —ὡμολόγει γὰρ οὐδεὶς τὴν κλοπὴν— ὀλίγα μεμψάμενοι τοὺς ξενοδόχους ἀπέπλεον· καὶ σταδίους τριάκοντα παρελάσαντες προσορμίζονται τοῖς ἀγροῖς, ἐν οἷς ᾤκουν ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη· ἐδόκει γὰρ αὐτοῖς καλὸν εἶναι τὸ πεδίον ἐς θήραν λαγῶν. [2.13.3] Σχοῖνον μὲν οὖν οὐκ εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα· λύγον δὲ χλωρὰν μακρὰν στρέψαντες ὡς σχοῖνον, ταύτῃ τὴν ναῦν ἐκ τῆς πρύμνης ἄκρας εἰς τὴν γῆν ἔδησαν· ἔπειτα τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν ἐν ταῖς εὐκαίροις φαινομέναις τῶν ὁδῶν ἐλινοστάτουν. [2.13.4] Οἱ μὲν δὴ κύνες ἅμα ὑλακῇ διαθέοντες ἐφόβησαν τὰς αἶγας· αἱ δὲ τὰ ὀρεινὰ καταλιποῦσαι μᾶλλόν τι πρὸς τὴν θάλασσαν ὥρμησαν· ἔχουσαι δὲ οὐδὲν ἐν ψάμμῳ τρώξιμον, ἐλθοῦσαι πρὸς τὴν ναῦν αἱ θρασύτεραι αὐτῶν τὴν λύγον τὴν χλωράν, ᾗ δέδετο ἡ ναῦς, ἀπέφαγον.
[2.14.1] Ἦν δέ τι καὶ κλυδώνιον ἐν τῇ θαλάσσῃ, κινηθέντος ἀπὸ τῶν ὀρῶν πνεύματος. Ταχὺ δὴ μάλα λυθεῖσαν αὐτὴν ὑπήνεγκεν ἡ παλίρροια τοῦ κύματος καὶ ἐς τὸ πέλαγος μετέωρον ἔφερεν. [2.14.2] Αἰσθήσεως δὴ τοῖς Μηθυμναίοις γενομένης οἱ μὲν ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἔθεον, οἱ δὲ τοὺς κύνας συνέλεγον· ἐβόων δὲ πάντες, ὡς πάντας τοὺς ἐκ τῶν πλησίον ἀγρῶν ἀκούσαντας συνελθεῖν. Ἀλλ᾽ ἦν οὐδὲν ὄφελος· τοῦ γὰρ πνεύματος ἀκμάζοντος ἀσχέτῳ τάχει κατὰ ῥοῦν ἡ ναῦς ἐφέρετο. [2.14.3] Οἱ δ᾽ οὖν οὐκ ὀλίγων κτημάτων [οἱ Μηθυμναῖοι] στερόμενοι ἐζήτουν τὸν νέμοντα τὰς αἶγας· καὶ εὑρόντες τὸν Δάφνιν ἔπαιον, ἀπέδυον· εἷς δέ τις καὶ κυνόδεσμον ἀράμενος περιῆγε τὰς χεῖρας ὡς δήσων. [2.14.4] Ὁ δὲ ἐβόα τε παιόμενος καὶ ἱκέτευε τοὺς ἀγροίκους καὶ πρώτους γε τὸν Λάμωνα καὶ τὸν Δρύαντα βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο. Οἱ δὲ ἀντείχοντο σκληροὶ γέροντες καὶ χεῖρας ἐκ γεωργικῶν ἔργων ἰσχυρὰς ἔχοντες, καὶ ἠξίουν δικαιολογήσασθαι περὶ τῶν γεγενημένων.
[2.15.1] Ταὐτὰ δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀξιούντων δικαστὴν καθίζουσι Φιλητᾶν τὸν βουκόλον· πρεσβύτατός τε γὰρ ἦν τῶν παρόντων καὶ κλέος εἶχεν ἐν τοῖς κωμήταις δικαιοσύνης περιττῆς. Πρῶτοι δὲ κατηγόρουν οἱ Μηθυμναῖοι σαφῆ καὶ σύντομα, βουκόλον ἔχοντες δικαστήν. [2.15.2] «Ἤλθομεν εἰς τούτους τοὺς ἀγροὺς θηρᾶσαι θέλοντες. Τὴν μὲν οὖν ναῦν λύγῳ χλωρᾷ δήσαντες ἐπὶ τῆς ἀκτῆς κατελίπομεν, αὐτοὶ δὲ διὰ τῶν κυνῶν ζήτησιν ἐποιούμεθα θηρίων. Ἐν τούτῳ πρὸς τὴν θάλασσαν αἱ αἶγες τούτου κατελθοῦσαι τήν τε λύγον κατεσθίουσι καὶ τὴν ναῦν ἀπολύουσιν. [2.15.3] Εἶδες αὐτὴν ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ φερομένην, πόσων οἴει μεστὴν ἀγαθῶν; Οἵα μὲν ἐσθὴς ἀπόλωλεν, οἷος δὲ κόσμος κυνῶν, ὅσον δὲ ἀργύριον. Τοὺς ἀγροὺς ἄν τις τούτους ἐκεῖνα ἔχων ὠνήσαιτο. Ἀνθ᾽ ὧν ἀξιοῦμεν ἄγειν τοῦτον, πονηρὸν ὄντα αἰπόλον, ὃς ἐπὶ τῆς θαλάσσης νέμει τὰς αἶγας ὡς ναύτης.»

***
[2.13.1] Κάποιος χωρικός χρειάστηκε σκοινί για ν᾽ ανεβάζει το λιθάρι που έλιωνε τις πατημένες ρώγες, επειδή το προηγούμενο σκοινί τού είχε κοπεί. Πήγε λοιπόν κρυφά στο γιαλό, σίμωσε στο αφύλαχτο καράβι, έλυσε το παλαμάρι και το πήρε σπίτι του να το μεταχειριστεί για τη δουλειά του. [2.13.2] Όταν ξημέρωσε, οι νεαροί Μηθυμνιώτες αποζήτησαν το παλαμάρι και, καθώς κανένας δεν ομολογούσε ότι το ᾽χε κλέψει, παραπονέθηκαν λίγο σ᾽ αυτούς που τους είχαν φιλοξενήσει κι έφυγαν. Αφού προχώρησαν γιαλό-γιαλό τέσσερα μίλια, άραξαν στην περιοχή όπου ζούσαν ο Δάφνης και η Χλόη, γιατί ο κάμπος τούς φάνηκε καλός για το κυνήγι του λαγού. [2.13.3] Μιας και δεν είχαν λοιπόν σκοινί για παλαμάρι, έπλεξαν ένα είδος σκοινί από μακριές χλωρές λυγαριές και με τούτο έδεσαν το ποδόσταμα του καραβιού στη στεριά. Κατόπι αμόλησαν τα σκυλιά να οδηγηθούν από τις μυρωδιές, και σ᾽ όσα περάσματα έκριναν κατάλληλα έστησαν δίχτυα. [2.13.4] Τα σκυλιά άρχισαν να τρέχουν γαβγίζοντας, τόσο που οι γίδες τρόμαξαν και φεύγοντας από τους λόφους ροβόλησαν κατά τη θάλασσα. Καθώς όμως δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε στην αμμουδιά, οι πιο τολμηρές από δαύτες πήγαν στο καράβι κι έφαγαν τη λυγαριά που του χρησίμευε για παλαμάρι.
[2.14.1] Έτυχε και να φυσήξει από το βουνό και να φουσκώσει λίγο η θάλασσα. Έτσι το άδετο καράβι γρήγορα παρασύρθηκε από το κύμα και βρέθηκε ακυβέρνητο στο πέλαγο. [2.14.2] Όταν το κατάλαβαν οι Μηθυμνιώτες, άλλοι έτρεξαν στην παραλία κι άλλοι περιμάζεψαν τα σκυλιά· συνάμα έβαλαν όλοι τέτοιες φωνές, που τους άκουσε και μαζεύτηκε όσος κόσμος βρισκόταν στα κοντινά υποστατικά. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσαν να κάνουν: ο άνεμος δυνάμωνε κι έσπρωχνε το καράβι ακράτητα με το ρεύμα. [2.14.3] Τότε οι Μηθυμνιώτες, που πάθαιναν μεγάλη ζημιά, αποζήτησαν τον βοσκό των γιδιών και βρίσκοντας τον Δάφνη βάλθηκαν να τον χτυπάνε και να τον γδύνουν· ένας μάλιστα πήρε ένα λουρί σκύλου και δοκίμασε να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη. [2.14.4] Ο Δάφνης ωστόσο φώναζε απ᾽ τα χτυπήματα και παρακαλούσε τους χωρικούς, κι ιδίως τον Λάμωνα και τον Δρύα, να τον βοηθήσουν. Τούτοι, καλοδεμένοι γέροι με χέρια σκληραγωγημένα από τις δουλειές στα χωράφια, τον υπερασπίστηκαν απαιτώντας να γίνει δίκη για την υπόθεση.
[2.15.1] Τα ίδια υποστήριξαν κι οι άλλοι, κι όρισαν δικαστή τον Φιλητά το γελαδάρη, που ήταν ο γεροντότερος απ᾽ όσους βρίσκονταν εκεί κι είχε φήμη πολύ δίκαιου ανθρώπου ανάμεσα στους χωρικούς. Πρώτοι μίλησαν οι Μηθυμνιώτες, διατυπώνοντας την κατηγορία καθαρά και σύντομα μιας κι είχαν να κάνουν με γελαδάρη για δικαστή: [2.15.2] «Ήρθαμε σε τούτο τον κάμπο για κυνήγι. Δέσαμε το καράβι μας με λυγαριά χλωρή και τ᾽ αφήσαμε στο γιαλό ενώ πηγαίναμε με τα σκυλιά να βρούμε κυνήγι. Στο μεταξύ οι γίδες τουτουνού κατέβηκαν στην παραλία, έφαγαν τη λυγαριά κι έφυγε το καράβι. [2.15.3] Το είδες που αρμενίζει ακυβέρνητο στη θάλασσα; Ξέρεις τί βιος έχει μέσα, τί ρούχα χάθηκαν, τί στολίδια των σκυλιών, τί χρήματα; Έφταναν για ν᾽ αγοράσει κανένας τούτα τα υποστατικά. Γι᾽ αυτό κι εμείς απαιτούμε, γι᾽ αποζημίωση, να πάρουμε αυτόν εδώ, που είναι και κακός γιδάς μιας και βόσκει τις γίδες του στη θάλασσα, λες κι είναι ναύτης».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου