Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.9.1-1.12.6)

[1.9.1] Ἦρος ἦν ἀρχὴ καὶ πάντα ἤκμαζεν ἄνθη, τὰ ἐν δρυμοῖς, τὰ ἐν λειμῶσι καὶ ὅσα ὄρεια· βόμβος ἦν ἤδη μελιττῶν, ἦχος ὀρνίθων μουσικῶν, σκιρτήματα ποιμνίων ἀρτιγεννήτων· ἄρνες ἐσκίρτων ἐν τοῖς ὄρεσιν, ἐβόμβουν ἐν τοῖς λειμῶσιν αἱ μέλιτται, τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες. [1.9.2] Τοσαύτης δὴ πάντα κατεχούσης εὐωρίας οἷ᾽ ἁπαλοὶ καὶ νέοι μιμηταὶ τῶν ἀκουομένων ἐγίνοντο καὶ βλεπομένων· ἀκούοντες μὲν τῶν ὀρνίθων ᾀδόντων ᾖδον, βλέποντες δὲ σκιρτῶντας τοὺς ἄρνας ἥλλοντο κοῦφα, καὶ τὰς μελίττας δὲ μιμούμενοι τὰ ἄνθη συνέλεγον· καὶ τὰ μὲν εἰς τοὺς κόλπους ἔβαλλον, τὰ δὲ στεφανίσκους πλέκοντες ταῖς Νύμφαις ἐπέφερον.[1.10.1] Ἔπραττον δὲ κοινῇ πάντα, πλησίον ἀλλήλων νέμοντες. Καὶ πολλάκις μὲν ὁ Δάφνις τῶν προβάτων τὰ ἀποπλανώμενα συνέστελλε, πολλάκις δὲ ἡ Χλόη τὰς θρασυτέρας τῶν αἰγῶν ἀπὸ τῶν κρημνῶν κατήλαυνεν, ἤδη δέ τις καὶ τὰς ἀγέλας ἀμφοτέρας ἐφρούρησε θατέρου προσλιπαρήσαντος ἀθύρματι. Ἀθύρματα δὲ ἦν αὐτοῖς ποιμενικὰ καὶ παιδικά. 
[1.10.2] Ἡ μὲν ἀνθερίκους ἀνελομένη ποθὲν ἐξ ἕλους ἀκριδοθήκην ἔπλεκε καὶ περὶ τοῦτο πονουμένη τῶν ποιμνίων ἠμέλησεν· ὁ δὲ καλάμους ἐκτεμὼν λεπτοὺς καὶ τρήσας τὰς τῶν γονάτων διαφυάς, ἀλλήλοις τε κηρῷ μαλθακῷ συναρτήσας, μέχρι νυκτὸς συρίττειν ἐμελέτα· [1.10.3] καί ποτε δὲ ἐκοινώνουν γάλακτος καὶ οἴνου, καὶ τροφάς, ἃς οἴκοθεν ἔφερον, εἰς κοινὸν ἔφερον. Θᾶττον ἄν τις εἶδε τὰ ποίμνια καὶ τὰς αἶγας ἀπ᾽ ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν.
[1.11.1] Τοιαῦτα δὲ αὐτῶν παιζόντων τοιάνδε σπουδὴν Ἔρως ἀνέπλασε. Λύκαινα τρέφουσα σκύμνους νέους ἐκ τῶν πλησίον ἀγρῶν ἐξ ἄλλων ποιμνίων πολλὰ ἥρπαζε, πολλῆς τροφῆς ἐς ἀνατροφὴν τῶν σκύμνων δεομένη. [1.11.2] Συνελθόντες οὖν οἱ κωμῆται νύκτωρ σιροὺς ὀρύττουσι τὸ εὖρος ὀργυιᾶς, τὸ βάθος τεττάρων. Τὸ μὲν δὴ χῶμα τὸ πολὺ σπείρουσι κομίσαντες μακράν, ξύλα δὲ ξηρὰ μακρὰ τείναντες ὑπὲρ τοῦ χάσματος τὸ περιττὸν τοῦ χώματος κατέπασαν, τῆς πρότερον γῆς εἰκόνα, ὥστε κἂν λαγὼς ἐπιδράμῃ, κατακλᾶν τὰ ξύλα κάρφων ἀσθενέστερα ὄντα, καὶ τότε παρέχειν μαθεῖν ὅτι γῆ οὐκ ἦν, ἀλλὰ μεμίμητο γῆν. Τοιαῦτα πολλὰ ὀρύγματα κἀν τοῖς ὄρεσι κἀν τοῖς πεδίοις ὀρύξαντες τὴν μὲν λύκαιναν οὐκ εὐτύχησαν λαβεῖν· αἰσθάνεται γὰρ καὶ γῆς σεσοφισμένης· πολλὰς δὲ αἶγας καὶ ποίμνια διέφθειραν, καὶ Δάφνιν παρ᾽ ὀλίγον ὧδε.
[1.12.1] Τράγοι παροξυνθέντες εἰς μάχην συνέπεσον. Τῷ οὖν ἑτέρῳ τὸ ἕτερον κέρας βιαιοτέρας γενομένης ἐμβολῆς θραύεται, καὶ ἀλγήσας, φριμαξάμενος ἐς φυγὴν ἐτρέπετο· ὁ δὲ νικῶν κατ᾽ ἴχνος ἑπόμενος ἄπαυστον ἐποίει τὴν φυγήν. Ἀλγεῖ Δάφνις περὶ τῷ κέρατι καὶ τῇ θρασύτητι ἀχθεσθεὶς ξύλον καὶ τὴν καλαύροπα λαβὼν ἐδίωκε τὸν διώκοντα. [1.12.2] Οἷα δὲ τοῦ μὲν ὑπεκφεύγοντος, τοῦ δὲ ὀργῇ διώκοντος οὐκ ἀκριβὴς τῶν ἐν ποσὶν ἡ πρόσοψις ἦν, ἀλλὰ κατὰ χάσματος ἄμφω πίπτουσιν, ὁ τράγος πρότερος, ὁ Δάφνις δεύτερος. Τοῦτο καὶ ἔσωσε Δάφνιν, χρήσασθαι τῆς καταφορᾶς ὀχήματι τῷ τράγῳ. [1.12.3] Ὁ μὲν δὴ τὸν ἀνιμησόμενον, εἴ τις ἄρα γένοιτο, δακρύων ἀνέμενεν· ἡ δὲ Χλόη θεασαμένη τὸ συμβὰν δρόμῳ παραγίνεται πρὸς τὸν σιρόν, καὶ μαθοῦσα ὅτι ζῇ, καλεῖ τινα βουκόλον ἐκ τῶν ἀγρῶν τῶν πλησίον εἰς ἐπικουρίαν. [1.12.4] Ὁ δὲ ἐλθὼν σχοῖνον ἐζήτει μακράν, ἧς ἐχόμενος ἀνιμώμενος ἐκβήσεται. Καὶ σχοῖνος μὲν οὐκ ἦν, ἡ δὲ Χλόη λυσαμένη ταινίαν δίδωσι καθεῖναι τῷ βουκόλῳ· καὶ οὕτως οἱ μὲν ἐπὶ τοῦ χείλους ἑστῶτες εἷλκον, ὁ δὲ ἀνέβη ταῖς τῆς ταινίας ὁλκαῖς ταῖς χερσὶν ἀκολουθῶν. [1.12.5] Ἀνιμήσαντο δὲ καὶ τὸν ἄθλιον τράγον συντεθραυσμένον ἄμφω τὰ κέρατα· τοσοῦτον ἄρα ἡ δίκη μετῆλθε τοῦ νικηθέντος τράγου. Τοῦτον μὲν δὴ τυθησόμενον χαρίζονται σῶστρα τῷ βουκόλῳ, καὶ ἔμελλον ψεύδεσθαι πρὸς τοὺς οἴκοι λύκων ἐπιδρομήν, εἴ τις αὐτὸν ἐπόθησεν· αὐτοὶ δὲ ἐπανελθόντες ἐπεσκοποῦντο τὴν ποίμνην καὶ τὸ αἰπόλιον· καὶ ἐπεὶ κατέμαθον ἐν κόσμῳ νομῆς καὶ τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα, καθίσαντες ἐπὶ στελέχει δρυὸς ἐσκόπουν μή τι μέρος τοῦ σώματος ὁ Δάφνις ᾕμαξε καταπεσών. [1.12.6] Τέτρωτο μὲν οὖν οὐδὲν οὐδὲ ᾕμακτο οὐδέν, χώματος δὲ καὶ πηλοῦ πέπαστο καὶ τὰς κόμας καὶ τὸ ἄλλο σῶμα. Ἐδόκει δὲ λούσασθαι, πρὶν αἴσθησιν γενέσθαι τοῦ συμβάντος Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ.

***
[1.9.1] Έμπαινε η άνοιξη κι όλα τα λουλούδια ανθίζανε στα δάση, στα βουνά και στα λιβάδια. Άρχιζε συνάμα το βουητό των μελισσιών, το κελάηδημα γλυκόλαλων πουλιών, το χοροπηδητό νιογέννητων αρνιών: τ᾽ αρνάκια πηδούσαν στις βουνοπλαγιές, οι μέλισσες βούιζαν στα λιβάδια, πουλιά κελαηδούσαν στα σύδεντρα. [1.9.2] Μέσα στο γενικό ξεφάντωμα της φύσης, τα νέα και τρυφερά παιδιά μιμούνταν ό,τι άκουγαν κι ό,τι έβλεπαν: ακούγοντας τα πουλιά να κελαηδάνε τραγουδούσαν, βλέποντας τ᾽ αρνάκια να πηδάνε πηδούσαν κι εκείνα ανάλαφρα, και παίρνοντας παράδειγμα από τις μέλισσες μάζευαν λουλούδια κι άλλα έβαζαν στον κόρφο τους, άλλα έπλεκαν στεφάνια και τ᾽ αφιέρωναν στις Νύμφες.
[1.10.1] Καθώς έβοσκαν τα κοπάδια τους κοντά-κοντά, δούλευαν όλη την ώρα μαζί. Πολλές φορές περιμάζευε ο Δάφνης όσα πρόβατα ξεμάκραιναν, και πολλές φορές κατέβαζε η Χλόη τις πιο τολμηρές γίδες από γκρεμούς. Συχνά φύλαγε ο ένας τους και τα δυο κοπάδια όσο ο άλλος αφοσιωνόταν σε παιχνίδια. Τα παιχνίδια τους ήταν ταιριαστά σε βοσκούς και σε παιδιά: [1.10.2] η Χλόη κάπου πήγαινε και μάζευε κοτσάνια από ασφοδίλια να τα πλέξει κλουβί για τριζόνι, κι απορροφημένη απ᾽ αυτό παραμελούσε το κοπάδι· ή ο Δάφνης έκοβε λεπτά καλάμια, τα τρυπούσε στους κόμπους, τα κολλούσε μαζί με μαλακό κερί και γυμναζόταν ως τη νύχτα να παίζει φλογέρα. [1.10.3] Άλλοτε πάλι έπιναν μαζί γάλα και κρασί, και μοιράζονταν τις τροφές που έφερναν από τα σπίτια τους. Πιο εύκολα θα ᾽βλεπες να χωρίζονται τα πρόβατα από τις γίδες παρ᾽ ό,τι η Χλόη από τον Δάφνη.
[1.11.1] Ενώ έπαιζαν τέτοια παιχνίδια, ο Έρωτας σοφίστηκε κάτι πιο σοβαρό. Μια λύκαινα, που μεγάλωνε λυκόπουλα και χρειαζόταν πολλή τροφή για να τα θρέψει, άρπαζε του κόσμου τα γιδοπρόβατα από άλλα κοπάδια σε γειτονικά υποστατικά. [1.11.2] Μαζεύτηκαν λοιπόν οι χωρικοί και νύχτα έσκαψαν λάκκους με φάρδος μιαν οργιά και βάθος τέσσερες. Το πολύ το χώμα το ᾽παιρναν και το ᾽ριχναν μακριά, τοποθετούσαν μακρουλά ξερά ξύλα πάνω από τ᾽ άνοιγμα και το σκέπαζαν με το υπόλοιπο χώμα έτσι που να μοιάζει με το πρωτινό έδαφος· έφτανε όμως να περάσει από πάνω έστω κι ένας λαγός για να σπάσουν τα ξύλα, που είχαν λιγότερη αντοχή κι από καλάμια, και να φανεί πως δεν ήταν γης αλλά απομίμησή της. Πολλούς τέτοιους λάκκους έσκαψαν και στο βουνό και στον κάμπο, δίχως να καταφέρουν να πιάσουν τη λύκαινα, που νιώθει το παγιδευμένο έδαφος· σκοτώθηκαν όμως πολλά γιδοπρόβατα, και λίγο έλειψε να την πάθει κι ο Δάφνης με τον ακόλουθο τρόπο.
[1.12.1] Δυο τράγοι ερεθίστηκαν κι άρχισαν να μαλώνουν. Σε κάποια στιγμή που χτυπήθηκαν με περισσότερη δύναμη, έσπασε του ενός ένα κέρατο. Εκείνος μούγκρισε από τον πόνο και το ᾽βαλε στα πόδια, ο άλλος όμως τον πήρε το κατόπι και δεν τον άφηνε να σταθεί. Ο Δάφνης στενοχωρέθηκε για το σπασμένο κέρατο κι αγανάχτησε με το θράσος του νικητή· πήρε λοιπόν ένα ξύλο και την γκλίτσα και βάλθηκε να κυνηγάει τον κυνηγό. [1.12.2] Καθώς ο τράγος κοίταζε να του ξεφύγει, κι ο Δάφνης έτρεχε ξοπίσω του θυμωμένος, δεν πολυπρόσεχαν τί βρισκόταν μπρος στα πόδια τους και πέφτουν κι οι δυο σ᾽ ένα λάκκο, πρώτος ο τράγος και δεύτερος ο Δάφνης. Τούτο στάθηκε η σωτηρία του Δάφνη, γιατί ο τράγος του ᾽κοψε τη φόρα στο πέσιμο. [1.12.3] Κατόπι ο Δάφνης περίμενε, κλαίγοντας, να βρεθεί κανένας να τον βγάλει. Στο μεταξύ η Χλόη, βλέποντας τί είχε συμβεί, έτρεξε αμέσως στο λάκκο και, βλέποντας τον Δάφνη ζωντανό, φώναξε κάποιον γελαδάρη από κοντινό κτήμα να βοηθήσει. [1.12.4] Ο γελαδάρης ήρθε και γύρεψε ένα μακρύ σκοινί, για να πιαστεί ο Δάφνης και να βγει σκαρφαλώνοντας. Καθώς όμως δε βρισκόταν σκοινί, έλυσε η Χλόη το στηθόπανό της και το ᾽δωσε του γελαδάρη να το κατεβάσει. Έτσι λοιπόν οι δυο τους, στημένοι στο χείλος του λάκκου, τραβούσαν, ενώ ο Δάφνης ανέβαινε πιασμένος απ᾽ τα χέρια κι ακολουθώντας τα τραβήγματα του πανιού. [1.12.5] Έβγαλαν και τον άμοιρο τον τράγο με σπασμένα και τα δύο κέρατα —τόσο ακριβά πλήρωσε τη νίκη του πάνω στον άλλον τράγο!— και γι᾽ αμοιβή του γελαδάρη τού τον έδωσαν να τον θυσιάσει· ήταν αποφασισμένοι, αν κανένας τον αποζητούσε, να πούνε ψέματα στους δικούς τους ότι τάχα είχαν επιτεθεί λύκοι. Τα παιδιά γύρισαν πίσω να επιθεωρήσουν τα κοπάδια τους, κι αφού βεβαιώθηκαν πως κι οι γίδες και τα πρόβατα έβοσκαν με τάξη, κάθισαν στη ρίζα μιας βελανιδιάς να εξετάσουν μήπως ο Δάφνης είχε ματώσει πουθενά πέφτοντας· [1.12.6] δεν είχε ωστόσο καμιά λαβωματιά, μήτε κι είχε ματώσει καθόλου. Επειδή όμως ήταν γεμάτος χώματα και λάσπες και στα μαλλιά και στο υπόλοιπο κορμί, είπανε να πλυθεί για να μην καταλάβουν ο Λάμων κι η Μυρτάλη τί είχε συμβεί!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου