Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (119b-162)

119b [. . .].
119c [. . . ].α.
119d [ΜΟ.] [ . . . ]ται
120 [ . . . ].μισεῖ καὶ δικ[αίως· οὐδὲ] ἓν
ἐ]γὼ μελετήσας ὧν τό̣[τ᾽ ἐνόουν ἔρ]χομαι.
ὡς ἐγενόμην γὰρ ἐκπ[οδὼν αὐτὸς μ]όνος,
ἔθυον, ἐπὶ τὸ δεῖπνον [ἐκάλουν τοὺς φ]ίλους,
ἐπὶ λούτρ᾽ ἔπεμπον τὰς γ[υναῖκας,] περιπατῶν
125 τὴν σησαμῆν διένεμον, ᾖ[δον…τ]ότε
ὑμέναιον, ἐτερέτιζον· ἦν ἀβέλτερος.
ὡς δ᾽ οὖν ἐνεπλήσθην — ἀλλ᾽, Ἄπολλον, οὑτοσὶ
ὁ πατήρ. ἀκήκο᾽ ἆρα; χαῖρέ μοι, πάτερ.
[ΔΗ.] ν]ὴ καὶ σύ γ᾽, ὦ παῖ. (ΜΟ.) τί σκυθρωπάζεις; (ΔΗ.) τί γάρ;
130 γαμετὴν ἑταίραν, ὡς ἔοικ᾽, ἐλάνθανον
ἔχων. (ΜΟ.) γαμετήν; πῶς; ἀγνοῶ ‹γὰρ› τὸν λόγον.
(ΔΗ.) . . λάθ]ριό[ς τι]ς ὑ‹ός›, ὡς ἔοικε, γέγονέ μοι·
ὅν γ᾽] ἐς κόρακας ἄπεισιν ἐκ τῆς οἰκίας
ἤ]δη λαβ[ο]ῦσα. (ΜΟ.) μηδαμῶς. (ΔΗ.) πῶς μηδαμῶς;
135 ἄλλ᾽ ἦ μ[ε θ]ρέψειν ἔνδον ὑὸν προσδοκᾷς
νόθον; [κενὸ]ν γ᾽ οὐ τοῦ τρόπου τοὐμοῦ λέγεις.
(ΜΟ.) τίς δ᾽ ἐστ[ὶν] ἡμῶν γνήσιος, πρὸς τῶν θεῶν,
ἢ τίς νόθος, γενόμενος ἄνθρωπος; (ΔΗ.) σὺ μὲν
παίζεις. (ΜΟ.) μὰ τὸν Διόνυσον, ‹ἀλλ᾽› ἐσπούδακα·
140οὐθὲν γένος γένους γὰρ οἶμαι διαφέρειν,
ἀλλ᾽ εἰ δικαίως ἐξετάσαι τις, γνήσιος
ὁ χρηστός ἐστιν, ὁ δὲ πονηρὸς καὶ νόθος
καὶ δοῦλος ἐ[στὶν . . . ].[.]ς
[ . . . ]
150 (ΜΟ.)[ . . .] [ΔΗ.] ἐ]πὰν διδῶσ᾽ οὗτοι γαμεῖς.
(ΜΟ.) πῶς ἂν π]υθόμενος μηδὲ ἓν τοῦ πράγματος,
ἐσπο]υδακότα μ᾽ αἴσθοιο συλλάβοις τέ μοι;
(ΔΗ.) ἐσπουδακότα; μηδὲν πυθόμενος; καταν[οῶ
τὸ πρᾶγμα, Μοσχίων, ὃ λέγεις· ἤδη τρέχω
155 πρὸς τουτονὶ καὶ τοὺς γάμους αὐτῷ φράσω
ποεῖν· τὰ παρ᾽ ἡμῶν γὰρ ‹τάχ᾽› ἔσται ταῦ̣[τα. [MΟ.] ‹πῶς›
λέγεις. περιρρανάμενος ἤδη παρα[γαγών,
σπείσας τε καὶ λιβανωτὸν ἐπιθεὶς [τὴν κόρην
μέτειμι; (ΔΗ.) μήπω δὴ βάδιζ᾽, ἄχ[ρι ἂν μάθω
160 εἰ ταῦτα συγχωρήσεθ᾽ ἡμ[ῖν οὑτοσί.
(ΜΟ.) οὐκ ἀντερεῖ σοι· παρενοχλε[ῖν
ἐμὲ συμπαρόντ᾽ ἐστ᾽ ἀπρε[πές, ἀλλ᾽ ἀπέρχομαι.

***
ΜΟΣ. Εγώ γυρίζω πίσω χωρίς να μελετήσω τίποτε,
από όσα τότε είχα στο μυαλό μου.
Γιατί όταν βρέθηκα μόνος μου σε ερημιά,
έκανα του γάμου τη θυσία, προσκαλούσα
τους φίλους, έστελνα για νερό των λουτρών τις γυναίκες,
125 μοίραζα το γαμήλιο γλύκισμα στα σπίτια,
τραγουδούσα τον υμέναιο, σιγομουρμούριζα.
Ήμουν βλάκας. Κι όταν πια χόρτασα απ᾽ αυτά—
Απόλλωνά μου, νά ο πατέρας μου. Άκουσε άραγε;
Καλώς όρισες, πατέρα. ΔΗΜ. Καλώς σε βρήκα, γιέ μου.
ΜΟΣ. Γιατί είσαι σκυθρωπός; ΔΗΜ. Ρωτάς γιατί; Δεν ήξερα,
130 όπως φαίνεται, πως έχω γυναίκα μια εταίρα.
ΜΟΣ. Γυναίκα νόμιμη; Πώς; Δεν σε καταλαβαίνω.
ΔΗΜ. Έχω αποκτήσει, όπως φαίνεται, κρυφά ένα γιό·
θα τον πάρει αμέσως και θα φύγει αυτή, στα κομμάτια,
από το σπίτι μου. ΜΟΣ. Μη, όχι. ΔΗΜ. Πώς όχι; Αλήθεια,
135 περιμένεις ν᾽ αναθρέψω εγώ στο σπίτι μου νόθο γιό;
Ανόητο, δεν ταιριάζει αυτό σε μένα.
ΜΟΣ. Ποιός από μας είναι γνήσιος, για τ᾽ όνομα των θεών,
ή ποιός νόθος, κι οι δυο δεν είναι άνθρωποι;
ΔΗΜ. Έλα, άφησε τα αστεία. ΜΟΣ. Μα τον Διόνυσο,
140 μιλάω σοβαρά. Νομίζω πως σε τίποτε δεν διαφέρει
γενιά από γενιά, αλλά, δίκαια κανείς αν εξετάσει,
γνήσιος είναι ο καλός, ενώ ο κακός είναι
και νόθος και δούλος…
(λείπουν περίπου 7 στίχοι, ενώ από άλλους περίπου 15 μικρό μέρος μόνο έχει σωθεί)
150 ΔΗΜ. …όταν αυτοί τη δώσουν, θα γίνει ο γάμος.
ΜΟΣ. Αχ, και να καταλάβαινες ότι βιάζομαι,
χωρίς να μου ζητήσεις να μάθεις τίποτε,
και να με βοηθούσες!
ΔΗΜ. Βιάζεσαι; Χωρίς να μάθω
τίποτε; Μοσχίων, καταλαβαίνω τί συμβαίνει.
155 Τρέχω αμέσως σ᾽ αυτόν εδώ, να του πω να βάλει
μπρος τον γάμο. Εμείς θα ετοιμαστούμε αμέσως.
ΜΟΣ. Τί λες; Να πάω τώρα μέσα
για ραντίσματα, σπονδές, και λιβανίσματα,
κι ύστερα θα πάω να πάρω τη νύφη;
160 ΔΗΜ. Όχι ακόμη, ώσπου να μάθω αν κι αυτός
συμφωνεί με μας. ΜΟΣ. Δεν θα σου φέρει αντίρρηση.
Εγώ δεν πρέπει με την παρουσία μου
να γίνω ενοχλητικός, γι᾽ αυτό φεύγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου